ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                 

(Υπόθεση Αρ. 309/2021)

 

                                         28 Μαΐου 2024

 

                           [ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                     Φ. Π.                                                                                                              Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

           ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

                           1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                           2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                           3. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

                                                      Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Κ. Μάμαντος, για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής αξιώνει-

 

«Δήλωση και/ή Απόφαση και/ή Διακήρυξη του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση και/ή ενέργεια των Καθ’ ων η Αίτηση για επιβολή και/ή παρακράτηση και/ή αποκοπή ύψους 30% ως Εισφορά Αμυντικής Θωράκισης επί των τόκων που οφείλονται στον Αιτητή επί ποσού αποζημίωσης του δυνάμει της απόφασης ημερομηνίας 21/05/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην Αγωγή [.], είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή παράτυπη και/ή αντισυνταγματική και/ή χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.».

 

Ο αιτητής είχε καταχωρήσει την πιο πάνω αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και την 21.5.2018, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του αιτητή και εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας το ποσό των €190.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις και το ποσό των €554,00 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκοι εκ 5,5% για την περίοδο από 11.7.2011 μέχρι 31.12.2014, εκ 4% για την περίοδο από 1.1.2015 μέχρι 31.12.2016 και τόκοι εκ 3.5% για την περίοδο από 1.1.2017 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Από τους πιο πάνω τόκους, έγινε αποκοπή ύψους 30% ως Εισφορά Αμυντικής Θωράκισης, με αποτέλεσμα να παρακρατηθεί το ποσό των €18.481,13 και να καταβληθεί στον αιτητή το ποσό των €233.676,63, στις 27.6.2018. Ο αιτητής αντέδρασε και δι’ επιστολής των δικηγόρων του, ημερομηνίας 27.5.2019, ζητούσε όπως του καταβληθεί και/ή, ως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, «εξοφληθεί πλήρως το ποσό των τόκων». Ακολούθησε, στη συνέχεια, και δεύτερη επιστολή των δικηγόρων του αιτητή προς το Υπουργείο Οικονομικών και το Γενικό Λογιστήριο, ημερομηνίας 3.12.2020, δια της οποίας καλούνταν οι καθ’ ων η αίτηση όπως παραθέσουν τους λόγους άρνησης καταβολής του συνόλου των επιδικασθέντων από το Δικαστήριο τόκων.

 

Εις απάντηση, οι καθ’ ων η αίτηση, δι’ επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.1.2021, ανέφεραν στην πλευρά του αιτητή ότι από τους προαναφερθέντες τόκους, είχε γίνει αποκοπή ύψους 30% ως Εισφορά Αμυντικής Θωράκισης. Ως, περαιτέρω αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, η εν λόγω αποκοπή έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου του 2002 (Ν.117(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος») και δη τα άρθρα 3(1) και (2) και 4(1).

 

Στις 23.3.2021, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση, ήγειραν για πρώτη φορά δια της γραπτής τους αγόρευσης, προδικαστικές ενστάσεις, ισχυριζόμενοι ότι (α) η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, (β) η προσβαλλόμενη δια της προσφυγής πράξη  δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα και (γ) ο αιτητής στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της προσφυγής του, καθότι δεν αμφισβήτησε εμπρόθεσμα της αποκοπή της έκτακτης εισφοράς για την άμυνα, σύμφωνα με το Νόμο.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη επί των πιο πάνω, είναι η θέση της πλευράς του αιτητή, η οποία, απορρίπτοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς των καθ’ ων η αίτηση, επιχειρηματολογεί εν εκτάσει στην απαντητική γραπτή της αγόρευση και, με αναφορά στις διατάξεις του Νόμου, αλλά και σε αυτές των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων και του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου (Ν.4/78), ισχυρίζεται ότι στερείται βασιμότητας ο ισχυρισμός περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, ενώ δεν μπορεί να τίθεται εν προκειμένω ούτε θέμα εκπροθέσμου της προσφυγής, ούτε έλλειψης της απαιτούμενης νομιμοποίησης του αιτητή, εφόσον ούτε ειδοποίηση φορολογίας επιδόθηκε στον αιτητή, ούτε και γνωστοποιήθηκε σε αυτόν οποιοδήποτε δικαίωμα περί υποβολής ένστασης, ως απαιτεί ο Νόμος 4/78. Επιπρόσθετα, ο αιτητής, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, έλαβε για πρώτη φορά γνώση της αποκοπής του 30% από τους προαναφερθέντες τόκους για σκοπούς Εισφοράς Αμυντικής Θωράκισης, δια της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.1.2021. Κατά συνέπεια, η περιεχόμενη στην εν λόγω επιστολή πράξη, σαφώς και συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, που μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων και ισχυρισμών.

 

Πριν από την εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, προέχει βεβαίως η εξέταση των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων με τις οποίες εγείρεται πρωτίστως ζήτημα αντικειμενικής προϋπόθεσης του παραδεκτού της προσφυγής, ήτοι αυτό του εκπροθέσμου ή μη της προσφυγής, καθώς και αυτό της φύσης της προσβαλλόμενης πράξης, ήτοι ζητήματα δημοσίας τάξεως, τα οποία εξετάζονται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (L΄Union Nationale (Tourism and Sea Resort) Ltd ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (1998) 3 Α.Α.Δ. 513, Georgiou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 828, Yiangou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 27, Hadjigeorghi v. The Minister of Finance (1987) 3 C.L.R. 280). Καθίσταται δε αντιληπτό ότι τυχόν επιτυχία οποιασδήποτε εκ των προαναφερθεισών προδικαστικών ενστάσεων, σφραγίζει άνευ ετέρου την τύχη της υπό κρίση προσφυγής και καθιστά αχρείαστη την εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Προέχει η εξέταση του ζητήματος της εμπρόθεσμης ή μη καταχώρησης της προσφυγής. Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, το ζήτημα της προθεσμίας των 75 ημερών που θέτει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος προς καταχώρηση της αίτησης ακυρώσεως είναι τόσο σημαντικό, που το Δικαστήριο έχει εξουσία να εγείρει τούτο και αυτεπάγγελτα (βλ. Αθηνά Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 345/2003, ημερ. 14.6.2004 και L΄Union Nationale, ανωτέρω). Η εξέταση του εν λόγω ζητήματος προέχει της εξέτασης οποιουδήποτε άλλου ισχυρισμού, αφού, αν η προσφυγή όντως κριθεί εκπρόθεσμη, τότε οποιοσδήποτε άλλος εγειρόμενος ισχυρισμός και προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης παύει να έχει οποιαδήποτε σημασία, ως λογικά ακολουθών το εμπρόθεσμο της προσφυγής (βλ. Μιχάλης Χάλιου ν. Της Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 435/2008, ημερ. 5.3.2010 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1651/2015, ημερ. 6.11.2019, CHRISTOS M. CHARALAMBOUS DEVELOPERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1429/2016, ημερ. 14.2.2020 και Τσιγαρίδα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1945/2018, ημερ. 8.10.2020).

 

Έχοντας εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία επί του θέματος και τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον ισχυρισμό περί εκπρόθεσμης καταχώρησης της υπό κρίση προσφυγής. Και τούτο καθότι, στη βάση πάντα των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, ναι μεν η επίδικη απόφαση προκύπτει ότι λήφθηκε στις 27.6.2018, ωστόσο διαπιστώνω ότι πλήρη γνώση της εν λόγω απόφασης, φαίνεται να έλαβε ο αιτητής δια της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.1.2021. Από τα παραρτήματα της ένστασης, αλλά και τα εντός του διοικητικού φακέλου έγγραφα, προκύπτει ότι πράγματι, η απόφαση αποκοπής του 30% από τους προαναφερθέντες τόκους για σκοπούς Εισφοράς Αμυντικής Θωράκισης, λήφθηκε στις 27.6.2018. Ακολούθησε, επιστολή των δικηγόρων του αιτητή προς το Υπουργείο Οικονομικών και το Γενικό Λογιστήριο, ημερομηνίας 27.5.2019, με την οποία καλούνταν οι καθ’ ων η αίτηση να εξοφλήσουν «πλήρως» το ποσό των τόκων προς τον αιτητή. Ελλείψει απάντησης, οι δικηγόροι του αιτητή απέστειλαν στη συνέχεια και δεύτερη επιστολή προς το Υπουργείο Οικονομικών και το Γενικό Λογιστήριο, ημερομηνίας 3.12.2020, με την οποία ζητούσαν να μάθουν «τους λόγους άρνησης καταβολής σε αυτόν του συνόλου των επιδικασθέντων από το Δικαστήριο τόκων». Εις απάντηση, εστάλη προς την πλευρά του αιτητή η προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 8.1.2021, με την οποία, για πρώτη φορά, πληροφορείται ο αιτητής για το λόγο, αλλά και για την έκταση της αποκοπής επί των υπό αναφορά τόκων. Συνεπώς, προκύπτει ότι ο αιτητής έλαβε πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης, δια της επιστολής ημερομηνίας 8.1.2021. Με αυτό ως δεδομένο, η προσφυγή του κρίνεται εμπρόθεσμη.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, η προθεσμία για την καταχώρηση προσφυγής εκκινεί από τη δημοσίευση της πράξης ή την λήψη γνώσης της. Κατά πάγια νομολογία, όπου απαιτείται δημοσίευση μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης, δυνάμει νόμου, η προθεσμία εκκινεί από την δημοσίευση (Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ, 1318, Hadjipanayi v. Municipality of Nicosia (1973) 3 CLR, 329). Όταν δεν απαιτείται δημοσίευση, η προθεσμία εκκινεί από την πλήρη γνώση της πράξης, η οποία κατά κανόνα επιτυγχάνεται με την κοινοποίηση της απόφασης ή τεκμαίρεται από τις πράξεις του διοικουμένου, όταν για παράδειγμα υποβάλει ένσταση κατά της απόφασης ή παράπονο στην διοίκηση από την οποία προκύπτει η πλήρης γνώση της απόφασης ή αν παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκδοση της πράξης, σε συνδυασμό με το προφανές ενδιαφέρον του διοικουμένου για την έκδοση της απόφασης. Η κοινοποίηση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία διατηρεί τον εκτελεστό της χαρακτήρα και χωρίς την κοινοποίηση, αλλά χωρίς αυτήν δεν εκκινεί η προθεσμία, εκτός αν αποδειχτεί πλήρης γνώση. Τέτοια πλήρης γνώση είναι αυτή που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο διοικούμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή την ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη (Papaioannou v. Republic (1982) 3 CLR 103, Iacovou v. Republic (1984) 3 CLR 1508, Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 CLR 322). Το δε βάρος απόδειξης περί του ότι επήλθε πλήρης γνώση της πράξης, αλλά και ότι επρόκειτο περί πλήρους γνώσεως, το φέρουν οι επικαλούμενοι το εκπρόθεσμο της προσφυγής (Neophytou v. Republic 1964 CLR 280, Kariolou v. Municipality of Kyrenia (1971) 3 CLR 455, Kritiotis, ανωτέρω, Plousiou v. Central Bank (1982) 3 CLR 230), εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι απέτυχαν να τεκμηριώσουν ότι ο αιτητής έλαβε πράγματι πλήρη γνώση της απόφασης αποκοπής του 30% από τους προαναφερθέντες τόκους για σκοπούς Εισφοράς Αμυντικής Θωράκισης, πριν από την 8.1.2021. Ούτε βεβαίως και μόνη η είσπραξη των προαναφερθέντων ποσών εκ μέρους του αιτητή, αποδεικνύει, καταρχήν, πλήρη γνώση του περιεχομένου της απόφασης.

 

Υπό το φως των ανωτέρω νομολογιακών κατευθυντήριων, συνάγεται πως, ακόμα και αν μεταγενέστερες αποφάσεις θεωρούνται πληροφοριακού χαρακτήρα ή/και βεβαιωτικές της προηγηθείσας εκτελεστής, σε ό,τι αφορά την έναρξη της προθεσμίας για την προσβολή της εκτελεστής πράξης, απαιτείται να είχε προηγηθεί η πλήρης γνώση της. Η κοινοποίηση και μόνον των βεβαιωτικών ή πληροφοριακού χαρακτήρα πράξεων, δεν πλήττει το εμπρόθεσμο της καταχώρισης της προσφυγής κατά της εκτελεστής, αν και εφόσον βέβαια ο αιτητής επιλέξει αυτήν να προσβάλει και όχι την βεβαιωτική της πρώτης. Δεδομένου λοιπόν ότι εν προκειμένω ο αιτητής έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης αποκοπής του 30% από τους προαναφερθέντες τόκους για σκοπούς Εισφοράς Αμυντικής Θωράκισης, με την επιστολή ημερομηνίας 8.1.2021, ασχέτως της φύσης της τελευταίας αυτής πράξης, η προσφυγή του κρίνεται ως εμπροθέσμως καταχωρηθείσα.

 

Επισημαίνεται, ότι κατά τη νομολογία, σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία αν μια προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα ή όχι, η αμφιβολία λύεται υπέρ του αιτητή (Neophytou, ανωτέρω, Mourtouvani v. Republic (1966) 3 CLR 108, Liveri v. Republic (1981) 3 CLR 398, S.A. Engineering and Marketing Co v. Republic (1984) 3 CLR 393), ορίζοντας κατά τον τρόπο αυτό ότι το βάρος απόδειξης περί του εκπροθέσμου, το έχει η Διοίκηση. Αν η Διοίκηση δεν μπορέσει να παρουσιάσει στο Δικαστήριο εκείνες τις αποδείξεις περί του προφανούς ενδιαφέροντος του διοικουμένου, όπως αυτό αποκαλύπτεται από την συμπεριφορά του ή τις ενέργειές του (Γεωργία Σοφοκλέους- Χειμωνίδου (1994) 4 Α.Α.Δ., 2040) πριν ή μετά την έκδοση της εκτελεστής διοικητικής πράξης, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τεκμήριο πλήρους γνώσεως (Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ.1) (1998) 3 Α.Α.Δ., 197). Εν προκειμένω, ως έχει ήδη λεχθεί, οι ενέργειες της πλευράς του αιτητή, ήτοι οι δυο επιστολές που απεστάλησαν στους καθ’ ων η αίτηση, έτυχαν απάντησης με την προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 8.1.2021, οπότε και επήλθε πλέον πλήρης γνώση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η πρώτη προδικαστική ένσταση, απορρίπτεται ως αβάσιμη.

Το ίδιο, ωστόσο, δεν μπορεί να λεχθεί αναφορικά με την δεύτερη εγειρόμενη προδικαστική ένσταση, με την οποία τίθεται ζήτημα παραδεκτού της προσφυγής, συναρτώμενο άμεσα με την ίδια τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης και δη με το κατά πόσον αυτή συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμενη να προσβληθεί δια προσφυγής, σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Κατά τους καθ’ ων, η προσβαλλόμενη συνιστά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι προσβαλλόμενη πράξη στην υπό εξέταση προσφυγή, αποτελεί η περιεχόμενη στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.1.2021. Αυτό εξάλλου, όχι μόνο προκύπτει από τις γραπτές αγορεύσεις των δυο πλευρών, αλλά και δηλώθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά το στάδιο των διευκρινίσεων από το συνήγορο του αιτητή, σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι στο αιτητικό της αίτησης ακυρώσεως, δεν προσδιορίζεται επαρκώς η προσβαλλόμενη πράξη. Όπως λοιπόν αναφέρεται στην επίδικη επιστολή, ημερομηνίας 8.1.2021, κατά την πληρωμή της υπέρ του αιτητή επιδικασθείσας αποζημίωσης, στις 27.6.2018, εξοφλήθηκαν και οι τόκοι που είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου και από τους τόκους αυτούς, έγινε αποκοπή ύψους 30% ως Εισφορά Αμυντικής Θωράκισης. Δε χωρεί αμφιβολία ότι η απόφαση παρακράτησης και/ή αποκοπής ύψους 30% ως Εισφορά Αμυντικής Θωράκισης επί των τόκων, δεν λήφθηκε δια της πράξεως που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 8.1.2021, αλλά ήδη από τις 27.6.2018, όταν, κατά την πληρωμή της υπέρ του αιτητή επιδικασθείσας αποζημίωσης, εξοφλήθηκαν και οι τόκοι ως είχαν υπολογιστεί από τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι από τότε, ήτοι στις 27.6.2018, στο πλαίσιο του υπολογισμού, απέκοψαν και το ποσοστό του 30% ως Εισφορά Αμυντικής Θωράκισης επί των τόκων. Είναι με την εν λόγω πράξη που επήλθαν δυσμενείς έννομες συνέπειες στον αιτητή και/ή επηρεασμός των συμφερόντων του και όχι με την περιεχόμενη στην επιστολή ημερομηνίας 8.1.2021 πράξη, ως διατείνεται ο αιτητής, η οποία απλώς πληροφορεί τον αιτητή για τα αμέσως πιο πάνω, τα οποία είχαν λάβει χώρα ήδη από το έτος 2018. Τα όσα δε αναφέρει ο αιτητής επί του υπό εξέταση ζητήματος, δεν μπορούν να μεταβάλουν το χαρακτήρα και/ή τη φύση της πράξης ως πληροφοριακού χαρακτήρα, αλλά μπορούν πράγματι να ληφθούν υπόψη, όπερ και εγένετο, για σκοπούς εξέτασης του ισχυρισμού περί εμπρόθεσμης καταχώρησης της παρούσας προσφυγής. Πράγματι, με δεδομένο, ως έχει εξηγηθεί πιο πάνω, ότι ο αιτητής έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης παρακράτησης και/ή αποκοπής ύψους 30% ως Εισφορά Αμυντικής Θωράκισης επί των τόκων, δια της επιστολής ημερομηνίας 8.1.2021, η προσφυγή του κρίνεται εμπρόθεσμη, ωστόσο αυτό δεν μπορεί να μεταβάλει και τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία περιέχεται στην εν λόγω επιστολή, η οποία εξ’ αντικειμένου δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα. Πράξη υποκείμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμενη ωσαύτως να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ως εκτελεστή, θα αποτελούσε ενδεχομένως η απόφαση αποκοπής και/ή επιβολής και/ή παρακράτησης ύψους 30% ως Εισφορά Αμυντικής Θωράκισης επί των τόκων που είχαν υπολογιστεί επί ποσού αποζημίωσής του δυνάμει της απόφασης ημερομηνίας 21/05/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και της οποίας (απόφασης αποκοπής) ο αιτητής έλαβε πλήρη γνώση με την επιστολή ημερομηνίας 8.1.2021: όχι όμως η ίδια η επιστολή ημερομηνίας 8.1.2021, ως εσφαλμένα προβάλλει ο αιτητής, ο οποίος προδήλως δια της προσφυγής του δεν στρέφεται κατά της πράξης που θα μπορούσε να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Με την περιεχόμενη στην επιστολή ημερομηνίας 8.1.2021, πράξη, δεν παρακρατήθηκε ούτε και αποκόπηκε οποιοδήποτε ποσοστό επί των προαναφερθέντων τόκων ως Εισφορά Αμυντικής Θωράκισης, ούτως ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα δημιουργίας δυσμενών για τον αιτητή, έννομων συνεπειών ή/και δυσμενούς διαφοροποίησης της νομικής του κατάστασης, αλλά πληροφορείται ο αιτητής από τους καθ’ ων η αίτηση για μια ήδη από το έτος 2018 ληφθείσα απόφαση. Η οποία και είναι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Η έννοια του όρου «εκτελεστή διοικητική πράξη» έχει απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά και το Διοικητικό Δικαστήριο, σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων και έχει αποτελέσει το αντικείμενο εξέτασης σε πληθώρα αποφάσεών του. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γεναγρίτης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029, λέχθηκαν τα εξής άμεσα σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα:

                                   

«Η έννοια του όρου "εκτελεστή διοικητική πράξη" έχει επεξηγηθεί στη Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:

 

"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους."

 

Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις.

 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της "εκτελεστής διοικητικής πράξεως" είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170).

 

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων".

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."

 

(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", εκ. τρίτη, σελ. 120-121: "Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως").».

 

Παράλληλα, το θέμα της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα, ως άμεσα σχετιζόμενο με την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης, έχει τεθεί από την ημεδαπή νομολογία ως ακολούθως:

 

Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί για μια κατάσταση πραγμάτων, μια ήδη εκδοθείσα απόφαση ή για τις πρόνοιες ενός νόμου ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της Διοίκησης, δεν είναι εκτελεστή πράξη και δεν εμπίπτει στο πεδίο του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου (βλ. Republic a.o. v. Demetriou a.o. (1972) 3 C.L.R. 219, Krashias Modern Land & Building Developers Ltd. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208, Phylaktides v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1328, Κεφάλα v. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 133, Economides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3(Α) C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3(Α) C.L.R. 474, Φρειδερίκος κ.α. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1451 και Γεναγρίτης, ανωτέρω).

 

Σχετική είναι επίσης η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλεξάνδρου κ.α. v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 368, στην οποία εξετάζεται η έννοια της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της έννοιας του όρου εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. επίσης Ανδρέας Νικόλα Σουτζιή κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 1088).

Συνεπώς, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων και δεδομένων των περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης, κρίνω ότι τα όσα αναφέρονται στην επίδικη επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.1.2021, σαφώς και δε συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά πράξη πληροφόρησης και/ή πληροφοριακού χαρακτήρα. Με την προσβαλλόμενη πράξη, δεν δημιουργήθηκαν οποιαδήποτε δικαιώματα ή/και υποχρεώσεις στον αιτητή, ούτε και επήλθαν οποιαδήποτε άμεσα έννομα αποτελέσματα στον αιτητή, τα οποία δεν υπήρχαν προηγουμένως και, γενικότερα, δεν καθορίστηκε δίκαιο (βλ. και Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191, Karkotis Manufacturing & Trading Public Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 102/2012, ημερ. 21.5.2015, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις X.W. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 681/2021, ημερ. 27.5.2024 και Καρεκλάς ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1579/2017, ημερ. 14.2.2020).

 

Ενόψει λοιπόν των πιο πάνω, κρίνω ότι αυτή η προδικαστική ένσταση ευσταθεί, εφόσον πράγματι, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης, υποκείμενη ωσαύτως σε απόρριψη.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζουν την τύχη της υπό κρίση προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.                

 

                                                            

 

Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο