ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 406/2024)

16 Μαΐου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 158 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

NEWCYTECH BUSINESS SOLUTIONS LIMITED

Αιτήτρια

v.

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης η αίτηση.

……………………………

Αίτηση ημερομηνίας 2.4.2024 εκ μέρους της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου για αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 26.3.2024

 

Άννα Χρίστου, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια στην υπό εκδίκαση αίτηση / καθ’ ης η αίτηση στην προσφυγή.

Αλέξανδρος Γαβριηλίδης μαζί με Χαρά Πιερή, για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και για Γεώργιος Α. Παπαϊωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για την καθ’ ης η αίτηση στην υπό εκδίκαση αίτηση / αιτήτρια στην προσφυγή.

Γιώργος Χατζηγιώργης, για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

  Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο της προσφυγής, αποτέλεσε η απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, όπως αυτή γνωστοποιήθηκε προς την αιτήτρια στην προσφυγή / καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα αίτηση, με την απόφαση ημερομηνίας 27.2.2024, να κατακυρώσει τον διαγωνισμό με αριθμό 528/2023 και τίτλο «Advanced Metering Infrastructure Rollout (Supply of PLC Smart Meters, LTE/NB-IoT Smart Meters, Ancillary Equipment, HES Software and Integration with MDMS, programming of Smart Meters and Data Concentrators, testing, training and maintenance services»), στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, για το ποσό των €39.938.170,00 ενώ η προσφορά της αιτήτριας στην προσφυγή εταιρείας, απορρίφθηκε, ως μη πληρούσα ουσιώδη όρο του διαγωνισμού (όρο 6.4.1Α Part A) και ως περιέχουσα όρους που βρίσκονταν σε αντίθεση με τα έγγραφα του διαγωνισμού, ως ήταν η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού.  

 

  Η ασκηθείσα - εκ μέρους της αιτήτριας στην προσφυγή εταιρείας - προσφυγή, έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, με την έκδοση της ακυρωτικής αποφάσεως ημερομηνίας 26.3.2024, αφού κρίθηκε από το Δικαστήριο πως η απόφαση κατακύρωσης του προαναφερόμενου διαγωνισμού προς το ενδιαφερόμενο μέρος, υπήρξε προϊόν έκδηλης παρανομίας.

 

  Κατά της ακυρωτικής αποφάσεως, καταχωρήθηκαν οι Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου με αρ. 13/2024 και αρ. 14/2024, από την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και από το ενδιαφερόμενο μέρος Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, αντίστοιχα.

 

  Ακολούθησε στις 2.4.2024 η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, με την οποία η αιτήτρια, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, αιτείται από το Δικαστήριο τα εξής:-

«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να αναστέλλεται το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 26.3.2024 στην Προσφυγή αρ. 406/2024, εναντίον της οποίας ασκήθηκε η Έφεση αρ. 13/2024 μέχρι τη συμπλήρωση της εκδίκασης της εν λόγω Έφεσης και έκδοσης απόφασης σε αυτή.

Β. Διαζευκτικώς, διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να αναστέλλεται το αποτέλεσμα της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου κάτω από οποιουσδήποτε όρους ως το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιους». 

 

  Η αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.35 Θ. 18 – 19, Δ.48 Θ. 1 – 4, 8 και 9 και Δ.64 οι οποίοι εφαρμόζονται δυνάμει του Κανονισμού 3 του περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, στους Κανονισμούς 17 - 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, στη βάση του Κανονισμού 2 του περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ. 1) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2015, στο άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, στο άρθρο 11(2) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν. 33/64 ως έχει τροποποιηθεί, και γενικά στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  

 

  Υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κου Κ.Χ., Μηχανικού Δικτύου στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου. Όπως αναφέρει, η εκτέλεση της σύμβασης περιλαμβάνεται στην υλοποίηση ευρύτερα του έργου Μαζικής Εγκατάστασης και Λειτουργίας Ευφυών Συστημάτων Μέτρησης (Advanced Metering Infrastructure), κατόπιν της σχετικής Ρυθμιστικής Απόφασης της ΡΑΕΚ με αρ. 2/2018 και συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Αφού αναφέρεται στο ιστορικό του προαναφερόμενου διαγωνισμού, στην αρχική απόφαση κατακύρωσης σε μία τρίτη εταιρεία, περί τον Μάρτιο του 2022, στις προσφυγές που ασκήθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, στην επακόλουθη κατακύρωση του διαγωνισμού στην αιτήτρια στην προσφυγή και στην αδυναμία, εκ μέρους της, να προμηθεύσει το συγκεκριμένο μοντέλο μετρητή που είχε υποβάλει με την προσφορά της, αλλά άλλο υποδεέστερο, καταλήγει, ως προς τα γεγονότα, πως επήλθε τερματισμός της υπογραφείσας σύμβασης, με εκατέρωθεν απαιτήσεις (καταγγελία της αιτήτριας στην προσφυγή στην Επιτροπή Αποκλεισμού και κατάσχεση εγγυητικής και από την άλλη, καταχώρηση εκ μέρους της αιτήτριας στην προσφυγή αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο). Μετά τον τερματισμό της σύμβασης και μετά από νέα προκήρυξη του διαγωνισμού (επίδικος διαγωνισμός), αποφάσισε την κατακύρωση του διαγωνισμού στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου. 

 

  Υποστηρίζει ο ομνύων, πως το συγκεκριμένο έργο είναι εξαιρετικής σημασίας για το καταναλωτικό κοινό, αφού από την εφαρμογή του θα επέλθει εξοικονόμηση ενέργειας και μείωση του κόστους των λογαριασμών των καταναλωτών, ενώ θα συνεισφέρει και στη μείωση του προστίμου που καταβάλει το κράτος ετησίως για την εκπομπή θερμοκηπιακών αερίων, το οποίο μετακυλίεται στους πολίτες. Όπως αναφέρει, η περαιτέρω καθυστέρηση στην υλοποίηση του έργου, έχει ως αποτέλεσμα τον κίνδυνο απώλειας της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι και 35 εκατομμύρια ευρώ, λόγω του ότι δεν είναι πλέον εφικτό να υλοποιηθούν εμπρόθεσμα οι δεσμευτικοί στόχοι που έχουν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ ενδεχόμενη αδυναμία στην υλοποίηση των στόχων του συγκεκριμένου έργου, θα επηρεάσει την δυνατότητα εκταμίευσης του συνόλου των πόρων που θα διατεθούν στην Δημοκρατία για όλα τα έργα που έχουν επιλεγεί για χρηματοδότηση.

 

  Στις παραγράφους 30 και 31 της ενόρκου δηλώσεως του κου Χ., παρατίθενται τα δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα που τέθηκαν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όπως έχουν διαφοροποιηθεί και εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο την εγκατάσταση και λειτουργία 400,000 έξυπνων μετρητών μέχρι τον Ιανουάριο του 2027, ενώ όπως υποστηρίζει ο ομνύων στις παραγράφους 32 και 33 της δηλώσεώς του, η επίτευξη αυτών των στόχων δεν είναι εφικτή και περαιτέρω καθυστέρηση θα εκτροχιάσει την επίτευξη των στόχων, αφού ήδη η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, με επιστολή της ημερομηνίας 28.3.2024, έχει υποβάλει αίτημα για παράταση στην επίτευξη του ορόσημου του πρώτου στόχου για την χρηματοδότηση του έργου από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, χωρίς να λάβει απάντηση, γεγονός που κατά τη θέση του, ενισχύει τη θέση για την αύξηση του κινδύνου απώλειας της χρηματοδότησης του έργου.

 

  Διατείνεται περαιτέρω ο ενόρκως δηλών, πως με την στάση της η καθ’ ης η αίτηση / αιτήτρια στην προσφυγή, επιδιώκει την ακύρωση του διαγωνισμού, λόγω του ότι δεν πληροί τους όρους του διαγωνισμού, ώστε να γίνει επαναπροκήρυξη και κατακύρωση του διαγωνισμού σ’ αυτήν, η οποία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην προμήθεια των μετρητών κατά τον αρχικό διαγωνισμό.

 

  Καταλήγει ο ομνύων πως είναι αδύνατη η εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου χωρίς να περιέλθει η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου σε ουσιώδη παράβαση των υποχρεώσεων της προς το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και σε αδυναμία κάλυψης του προϋπολογισμού του επίδικου έργου, ενώ υποστηρίζει πρόσθετα πως, εάν δικαιωθεί η αιτήτρια στην εκκρεμούσα έφεση, υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να παραμείνει η απόφαση του Εφετείου χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ η καθ’ ης η αίτηση στην αίτηση / αιτήτρια στην προσφυγή, θα έχει δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων και συνεπώς, ουδεμία ζημία θα προκύψει από την χορήγηση της αιτούμενης αναστολής.

 

  Η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση / αιτήτριας στην προσφυγή, καταχώρησε ένσταση στην αίτηση. Υποστηρίζεται δε από την ένορκη δήλωση του κου Α. Δ., διευθύνοντα συμβούλου της εταιρείας, ο οποίος διατείνεται πως καμία από τις διατάξεις που αναφέρονται στη νομική βάση της αίτησης παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία να διατάξει την αναστολή του αποτελέσματος της ισχύος της ακυρωτικής αποφάσεως. Υποστηρίζει πως ακόμα και εάν θεωρηθεί πως τυγχάνει εφαρμογής η Δ.35 Θ. 18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν παρέχεται στο Δικαστήριο εξουσία αναστολής του αποτελέσματος ή της ισχύος της ακυρωτικής απόφασης ή παγοποίηση ή προσωρινός παραμερισμός της ακυρωτικής απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης, έτσι ώστε να προχωρήσει η αιτήτρια στην αίτηση, σε υπογραφή της σύμβασης με την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, προς εκτέλεση απόφασης που κρίθηκε από το Δικαστήριο, ως έκδηλα παράνομη. Δεν είναι δυνατή, όπως υποστηρίζει, η έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει αναστολή της δικαστικής απόφασης, έτσι ώστε να προχωρήσει η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου με υπογραφή σύμβασης προς εκτέλεση μίας απόφασης που ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, αφού με αυτόν τον τρόπο, ζητείται από το Δικαστήριο να αναιρέσει τον εαυτό του. Η επίκληση της δυνατότητας διεκδίκησης αποζημιώσεων εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση στην αίτηση, σε περίπτωση επικύρωσης της πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο, συνιστά έλλειψη σεβασμού αλλά και περιφρόνηση, τόσο του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και του Εφετείου.

 

  Ο ενόρκως δηλών διατείνεται πως με την υπό κρίση αίτηση, δεν επιδιώκεται η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, αλλά ζητείται να αγνοηθεί η πρωτόδικη απόφαση προκειμένου να μπορέσει να προβεί σε θετικές ενέργειες προς εκτέλεση απόφασης που κρίθηκε από το Δικαστήριο ως έκδηλα παράνομη. Υποβάλλεται δια της ενστάσεως πως οι ισχυρισμοί της αιτήτριας στην αίτηση περί απώλειας χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας σε περίπτωση μη αναστολής της ακυρωτικής απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, είναι αναληθείς και παραπλανητικοί, το Εφετείο έχει αποδεχθεί το αίτημα για σύντομη εκδίκαση της έφεσης, η ακρόαση της οποίας έχει οριστεί στις 23.5.2024, ενώ υποστηρίζει πως η αιτήτρια στην αίτηση κωλύεται εκ της συμπεριφοράς της να ζητά από το Δικαστήριο την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, αφού υπήρξε παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Πρώτον, ως προς το αδύνατο να ζητηθεί παράταση, ως ήταν πρωτοδίκως οι θέσεις της αιτήτριας στην αίτηση, λόγω του ότι έχει ήδη υποβληθεί αίτημα για παράταση, ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως αυτό δεν θα γίνει αποδεκτό, ενώ ως προς την απώλεια του συνόλου των πόρων, υπέδειξε πως η μόνη επίπτωση που μπορεί τυχόν να έχει η καθυστέρηση στην επίτευξη των στόχων, είναι η καθυστέρηση στην υποβολή αιτημάτων πληρωμής με κάποια πιθανότητα μακροπρόθεσμης αποκοπής πόρων.

 

  Στην παράγραφο 5 της ενόρκου δηλώσεως του κου Δ., γίνεται αναφορά στο ιστορικό της υποθέσεως, με αναφορά και στον προηγουμένως προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αλλά και στη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και στα όσα προηγήθηκαν της κατακύρωσης του διαγωνισμού στο ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ δηλώνεται κι η θέση αφενός, περί πλήρους συμμόρφωσης της προσφοράς της καθ’ ης η αίτηση στην αίτηση στους όρους τους διαγωνισμού κι αφετέρου, περί παράνομου αποκλεισμού της προσφοράς της από τον διαγωνισμό.

 

  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών, έχουν αναπτύξει τις εκατέρωθεν θέσεις τους και προφορικώς ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, με ικανές και εμπεριστατωμένες προφορικές αγορεύσεις, η δε πλευρά της αιτήτριας στην αίτηση, προσκομίζοντας και γραπτή αγόρευση.

 

  Έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των δύο πλευρών, υπό το φως της επί του θέματος νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα.

 

  Είχα την ευκαιρία να εξετάσω τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που διαμόρφωσε το γενικότερο ζήτημα της ύπαρξης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης μίας δικαστικής απόφασης, εκδιδόμενης στη βάση του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος, στα πλαίσια εκδίκασης της Ραζής ν. Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 155/18, ημερομηνίας 24.6.2019, στην οποία κι εκεί, είχε ζητηθεί η αναστολή ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, όπως και στην παρούσα. Παραθέτω το πιο κάτω εκτενές απόσπασμα:-

 

«Αναδρομή στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεικνύει τις αμφιβολίες που είχαν εκφραστεί σε κάποιες αποφάσεις αναφορικά με το ζήτημα της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα αναστολής ακυρωτικών αποφάσεων, βάσει της Δ.35 Θ. 18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, υποδεικνύοντας ότι στη διάταξη αυτή παρείχετο εξουσία για αναστολή της εκτέλεσης και όχι για την αναστολή της ίδιας της απόφασης του Δικαστηρίου (μεταξύ άλλων, Liverdos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 936).

 

H εισήγηση όμως, ότι η αναστολή εκτέλεσης ακυρωτικής απόφασης δεν ήτο δυνατή λαμβανομένης υπόψη της φύσης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, κρίθηκε και απορρίφθηκε από πολύ νωρίς, στην Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 537, 543 και επ., στην οποία ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου αείμνηστος Τριανταφυλλίδης, ανέφερε τα ακόλουθα: -

 

«In adopting the above course, in the exercise of my relevant discretionary powers, I have paid due regard to the principles applicable to the matter of stay of execution pending appeal, as such principles are to be found summarized in Katarina Shipping Inc. v. The cargo on board the ship "Poly", (1978) 1 C.L.R. 355, 360, 361, and in The Supreme Court Practice (1979), in England, vol. 1, pp. 909, 910.

 

When, initially, on July 30, 1979, I stayed the execution of the judgment which I delivered on that date, I did so in the exercise of the powers provided under rule 19 of the Supreme Constitutional Court Rules, as well as under section 47 of the Courts of Justice Law, 1960 (Law 14/60). As counsel appearing for the applicants submitted that a judgment given in proceedings under Article 146, such as in the present cases, cannot be stayed either under the aforementioned rule 19 or under the said section 47 of Law 14/60 and, as, possibly, this issue may be raised and argued during the hearing of Revisional Jurisdiction Appeal 216, I do not consider that it is proper for me to pronounce on such issue, at this stage, and thus appear to be anticipating or influencing, in any way, its eventual determination by my learned brother Judges of this Court who will deal with the said Revisional Jurisdiction Appeal.

 

In ordering, as was stated above, a stay of execution of my judgment of July 30, 1979, until the determination of the aforementioned Revisional Jurisdiction Appeal, I do not have to resort to the powers granted by means of rule 19 of the Supreme Constitutional Court Rules or of section 47 of Law 14/60, as it suffices to exercise, in this connection, the powers vested in me under rules 18 and 19 of Order 35 of the Civil Procedure Rules, which read as follow: - […] 

The said rules are applicable to the present proceedings by virtue of rule 3 of the Appeals (Revisional Jurisdiction) Rules of Court of the Supreme Court, 1964 (see No. 2 in the Second Supplement to the Official Gazette of the Republic of November 19, 1964).

 

I cannot accept the submission of counsel for the applicants that once judgment has been delivered in proceedings under Article 146 of the Constitution annulling the sub judice administrative decision, as it has happened in the present instance by means of my judgment of July 30, 1979, it is not possible to stay, pending the determination of an appeal against it, the execution of such judgment under rules 18 and 19 of Order 35 of the Civil Procedure Rules, because, allegedly, these rules are not operative in relation to Revisional Jurisdiction Appeals in view of the nature of the proceedings under Article 146 of the Constitution.

 

I am well aware of the special nature of recourses under the aforesaid Article 146, such as the present cases […]

 

But, by virtue of the provisions of section 11(2) of the Administration of Justice (Miscellaneous Provisions) Law, 1964 (Law 33/64), there has been created sui generis first instance and appellate competences of this Court in revisional jurisdiction cases under the said Article 146 of the Constitution, and in view of the nature of such competences, as it has been explained in, inter alia, The Republic v. Vassiliades, (1967) 3 C.L.R. 82, 88, Pikis v. The Republic, (1968) 3 C.L.R. 303, 305 and The Republic v. Georghiades, (1972) 3 C.L.R. 594,644, 690, I am of the opinion that the position here is, in this respect, different from the corresponding position in Greece; consequently, there is no valid reason for not applying, mutatis mutandis, rules 18 and 19 of Order 35 of the Civil Procedure Rules in relation to Revisional Jurisdiction Appeals, as envisaged by means of rule 3 of the Appeals (Revisional Jurisdiction) Rules of Court of the Supreme Court, 1964.

 

So, in the exercise of my powers under the said rules 18 and 19, I have decided, as already stated in this Decision, to stay the execution of the judgment which I have delivered on July 30, 1979, until the determination of Revisional Jurisdiction Appeal 216, which has been made against it; as, however, explained earlier such stay does not affect case 40/79.»

 

Επί της ίδιας υπόθεσης, ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την έκδοση προηγουμένως της ακυρωτικής του απόφασης στην Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 390 αποφάσισε αυτεπαγγέλτως, χωρίς αυτό να αποτελέσει αίτημα των διαδίκων, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια στη βάση του Κανονισμού 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, σύμφωνα με τον οποίο καθ΄ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οδηγίες που απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και του άρθρου 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, όπως αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης για περίοδο 6 εβδομάδων, μέσα στην οποία ήταν δυνατή η άσκηση έφεσης κατά της ακυρωτικής απόφασης. Παραθέτω κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 416 και επ.:-

                                                              

«Normally, this judgment, by virtue of which the interdictions of the applicants have been annulled, would take effect immediately as from today; but, in view of the nature and importance, from the point of view of public interest, of the grounds of which the interdictions of the applicants have been annulled, which entail the interpretation and application of basic provisions of Law 3/77 and Law 57/79, which have been specially enacted in order to ensure the purge from the public services of persons found guilty of disciplinary offences under Law 3/77, I have decided to take the exceptional course of staying, in the exercise of my powers under rule 19 of the Supreme Constitutional Court Rules, as well as under section 47 of the Courts of Justice Law, 1960 (Law 14/60), the execution of this judgment for the period of six weeks during which an appeal may be made against it, so as to preserve the existing position while both sides will be considering such an eventuality.»

 

 

Στη βάση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι δυνατή η έκδοση διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης ακυρωτικών αποφάσεων που εκδίδονται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία και έχει κριθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος έφεσης από μόνη της, δεν περιορίζει, ούτε μετριάζει την τελεσιδικία της απόφασης. Δύναται αυτή να διαταχθεί, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, στην περίπτωση που τυχόν απόρριψη της αίτησης για αναστολή θα επιφέρει την πλήρη αποδυνάμωση του αποτελέσματος της έφεσης, αν τελικά αυτή επιτύχει, διατηρώντας παράλληλα ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων του επιτυχόντα διαδίκου και των δικαιωμάτων του εφεσείοντα (Katarina Shipping v. ShipPoly(1978) 1 C.L.R. 355, Christoudias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1615, Christophorou and Others (No.2) v. Republic (1985) 3 C.L.R. 676, Antenna TV Limited v. Υπουργικού Συμβουλίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 478).

 

Στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι, εφόσον ασκηθεί έφεση, η ακυρωτική απόφαση είναι δυνατόν να ανασταλεί στα πλαίσια της Δ.35 Θ. 18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κατά τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και παρέχεται μόνον εφόσον συντρέχουν προς τούτο, εξαιρετικές περιστάσεις που τη δικαιολογούν και οι οποίες περιστάσεις, πρέπει να σχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης στη συγκεκριμένη περίπτωση και να καταφαίνονται ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση μη αναστολής της πρωτόδικης απόφασης και στη συνέχεια, επιτυχίας της έφεσης.

Ως προς το έτερο ζήτημα που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση, αναφορικά με το κατά πόσον αυτή η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος αναστολής εκτέλεσης ακυρωτικής απόφασης έχει μεταφερθεί το Διοικητικό Δικαστήριο, δυνάμει του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου, Ν. 131(Ι)/2015, προκύπτει ξεκάθαρα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3(1) του περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2015, Ν. 130(Ι)/2015, η μεταφορά της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, στο Διοικητικό Δικαστήριο προκειμένου να ασκείται κατ’ αποκλειστικότητα από αυτό.

 

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11(1) του Ν. 131(Ι)/2015, ως προς την άσκηση από το παρόν Δικαστήριο των εξουσιών που του ανατίθενται εκ του Συντάγματος, είναι ξεκάθαρη η αρμοδιότητα, αλλά και η δυνατότητα του παρόντος Δικαστηρίου, να προβεί σε εξέταση της υπό εκδίκαση αίτηση.

 

Τα ζητήματα αυτά εξάλλου, απασχόλησαν ευθέως την Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου, κατά την εξέταση παρόμοιου αιτήματος και αποτέλεσε αντικείμενο στην Χατζηπαναγιώτη κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 6182/2013, ημερομηνίας 24.4.2019 και τα όσα εκεί κρίθηκαν με λεπτομέρεια, υιοθετούνται και για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης.»

  Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αναφερόμενες νομολογιακές αρχές, θα πρέπει να τύχει εξέτασης η έγγραφη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενόρκως από την πλευρά της αιτήτριας στην υπό εκδίκαση αίτηση, έτσι ώστε να κριθεί το κατά το πόσον συντρέχουν αυτές οι εξαιρετικές περιστάσεις που θα πρέπει να σχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης και οι οποίες να καταφαίνονται ως ιδιαίτερα δυσμενείς σε περίπτωση μη αναστολής της πρωτόδικης απόφασης και στη συνέχεια τυχόν επιτυχίας της έφεσης.

 

  Τονίστηκε ιδιαίτερα από τον κο Χ. στην ένορκη του δήλωση, πως η περαιτέρω καθυστέρηση στην υλοποίηση του έργου, θα έχει ως αποτέλεσμα τον κίνδυνο απώλειας της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι και ποσού 35 εκ. ευρώ, λόγω του ότι δεν θα είναι πλέον εφικτό να υλοποιηθούν εμπρόθεσμα οι δεσμευτικοί στόχοι που έχουν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ τυχόν αδυναμία υλοποίησης των στόχων του συγκεκριμένου έργου, θα επηρεάσει την δυνατότητα εκταμίευσης του συνόλου των πόρων που θα διατεθούν στην Δημοκρατία για όλα τα έργα που έχουν επιλεγεί για χρηματοδότηση. Τονίστηκε, επίσης ιδιαιτέρως, από τον κο Χ., πως η αιτήτρια στην υπό κρίση αίτηση, έχει υποβάλει με επιστολή της ημερομηνίας 28.3.2024 αίτημα για παράταση της επίτευξης του πρώτου στόχου, χωρίς να λάβει απάντηση, γεγονός που ενισχύει τη θέση για την αύξηση του κινδύνου απώλειας της χρηματοδότησης του έργου.

 

  Επεξηγήθηκε από τον ενόρκως δηλούντα κο Χ., πως είναι αδύνατη η εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου χωρίς να περιέλθει η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου σε ουσιώδη παράβαση των υποχρεώσεων της προς το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αλλά και σε αδυναμία κάλυψης του προϋπολογισμού του επίδικου έργου.

 

  Εδώ έγκειται, κατά την άποψη μου, κι η εσφαλμένη εκ μέρους της αιτήτριας θεώρηση ως προς την δυνατότητα υποβολής αιτήματος για αναστολή δικαστικής αποφάσεως, υπό το φως της νομολογίας που έχει εκτεθεί αναλυτικά πιο πάνω. Είναι ξεκάθαρο, κατά την κρίση μου, τόσο από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό εκδίκαση αίτηση, όσο κι από τις προφορικές δηλώσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας στην αίτηση, κατά την ακροαματική διαδικασία, πως με την υπό εκδίκαση αίτηση, δεν ζητείται η αναστολή της εκτέλεσης και εφαρμογής της δικαστικής ακυρωτικής αποφάσεως, αλλά ζητείται, και μάλιστα ευθαρσώς, η αναστολή της ισχύος της ίδιας της δικαστικής απόφασης.

 

  Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς την ευπαίδευτη συνήγορο της αιτήτριας σε ποιες ενέργειες θα προβεί η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου σε περίπτωση που το Δικαστήριο ασκήσει την διακριτική του εξουσία και εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα αναστολής της δικαστικής αποφάσεως, η απάντηση που λήφθηκε είναι πως θα προχωρήσει η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου με την απόφαση κατακύρωσης του αντικειμένου του διαγωνισμού στο ενδιαφερόμενο μέρος, με υπογραφή της σύμβασης, προκειμένου να προλάβουν τα χρονοδιαγράμματα και τα ορόσημα που έχουν ήδη τεθεί.

 

  Υπενθυμίζεται, εν προκειμένω, πως σε περίπτωση έκδοσης ακυρωτικής απόφασης, η διοίκηση υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση, στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος, προχωρώντας σε επανεξέταση υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος, ώστε να διορθωθεί η πλημμέλεια που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο, κατά τον τρόπο και τον μηχανισμό που η ίδια η διοίκηση κρίνει αναγκαίο, χωρίς να αποκλείεται και η δυνατότητα επαναδιερεύνησης στις περιπτώσεις που αυτό κρίνεται αναγκαίο (Εγγλεζάκης κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697, Ιωάννου ν. ΚΟΑ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1048, Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 629, Α.Ε. 42/15 Κοινοπραξία A.D.T. – ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.1.2022).

 

  Συνεπώς, αντικείμενο αναστολής, δεν είναι η ισχύς της δικαστικής απόφασης, όπως το παρουσίασε η πλευρά της αιτήτριας. Αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης, είναι η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου προς αναστολή της εφαρμογής και εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, ενώ για ν’ ασκήσει το Δικαστήριο αυτή την εξαιρετική διακριτική του εξουσία, θα πρέπει να παρουσιαστούν οι περιστάσεις που σχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης και να υποδειχθεί η αδυναμία της υποχρέωσης της διοίκησης προς ενεργό συμμόρφωση και επανεξέταση της ακυρωθείσας αποφάσεως. Κάτι που, κρίνεται, δεν έχει υποδειχθεί, αφού οι συνέπειες που αναφέρονται, συσχετίζονται όχι με την εφαρμογή της απόφασης και τις περαιτέρω ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβεί το διοικητικό όργανο, ήτοι η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, αλλά με το ακυρωτικό της αποτέλεσμα, ήτοι την ακύρωση της απόφασης κατακύρωσης και κατά συνέπεια την μη δυνατότητα της Αρχής να προχωρήσει με το ενδιαφερόμενο μέρος σε υπογραφή σύμβασης, προς εκτέλεση των χρονοδιαγραμμάτων που δόθηκαν.

 

  Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να έχει απορριπτική κατάληξη. Όπως έχω ήδη αναφέρει, η πλευρά της αιτήτριας δήλωσε πως εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, η Αναθέτουσα Αρχή, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, θα προχωρήσει σε υπογραφή της σύμβασης με την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, αφού στόχος της είναι να προλάβει τα χρονοδιαγράμματα.

 

  Αυτό, πέραν του ότι είναι απαράδεκτο να ζητείται και μάλιστα να δηλώνεται ξεκάθαρα ενώπιον του Δικαστηρίου, επιπροσθέτως, αποδυναμώνει εντελώς και την ήδη ασκηθείσα έφεση, αφού τυχόν υπογραφή της σύμβασης προς υλοποίηση της διοικητικής απόφασης που ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, θα αφήσει την ασκηθείσα έφεση, εν τέλει, χωρίς αντικείμενο, καθότι αντικείμενο της έφεσης, εξακολουθεί ν’ αποτελεί η νομιμότητα της απόφασης της Αναθέτουσας Αρχής να κατακυρώσει τον διαγωνισμό στον επιτυχόντα προσφέροντα.

 

  Μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, η οποία έχει άμεση εφαρμογή, η Αναθέτουσα Αρχή, εν προκειμένω η αιτήτρια, έχει υποχρέωση προς ενεργό συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Αναστολή δικαστικής απόφασης, δεν συνεπάγεται τον παραμερισμό της δικαστικής απόφασης. Ούτε και αναστολή της ισχύος της, μέχρι εκδίκασης της έφεσης, έτσι ώστε να δύναται η διοίκηση να προχωρήσει σε υπογραφή της σύμβασης, αφού η ακύρωση της απόφασης κατακύρωσης του διαγωνισμού προς τον επιτυχόντα, εξακολουθεί να ισχύει, μέχρι τον τυχόν παραμερισμό της από Ανώτατο Δικαστήριο, εν προκειμένω το Εφετείο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η εκδίκαση των προαναφερόμενων εφέσεων.

  Ακόμα δηλαδή και με την τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, δεν παρέχεται προς την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου το δικαίωμα κι η δυνατότητα να προχωρήσει σε εκτέλεση μίας διοικητικής απόφασης (απόφασης κατακύρωσης του διαγωνισμού), η οποία δεν υφίσταται πλέον, ενόψει της ακυρωτικής αποφάσεως.

 

  Δεν έχει υποδειχθεί καμία εξαιρετική περίσταση που να σχετίζεται με τις συνέπειες εφαρμογής της δικαστικής αποφάσεως, αλλά τα όσα προτάσσονται για απώλεια της χρηματοδότησης και την παράταση των οροσήμων, σχετίζονται με τις συνέπειες της ισχύος και του αποτελέσματος της δικαστικής απόφασης ακύρωσης της διοικητικής απόφασης κατακύρωσης του διαγωνισμού προς το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

  Είναι η εκτέλεση της εφαρμογής της δικαστικής απόφασης που δυνατόν και υπό εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί, κατά την ευχέρεια του Δικαστηρίου, ν’ ανασταλεί και όχι η ίδια η απόφαση, έτσι ώστε να μπορέσει να ενεργήσει η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, κατά τα όσα υποστήριξε, με υπογραφή της σύμβασης και λήψη της χρηματοδότησης.

 

  Εν πάση περιπτώσει, παρά την απορριπτική κατάληξη της υπό εκδίκαση αίτησης, σημειώνεται πως το Εφετείο έχει ήδη αποδεχθεί τη σύντομη εκδίκαση των εκκρεμουσών εφέσεων, η ακρόαση των οποίων είναι ορισμένη στις 23.5.2024.

 

  Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται με €800 πλέον Φ.Π.Α. εναντίον της αιτήτριας στην αίτηση / καθ’ ης η αίτηση στην προσφυγή και υπέρ της καθ΄ ης η αίτηση στην αίτηση / αιτήτριας στην προσφυγή.

 

 

 

                        Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο