ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 490/2024 (i-Justice))

 

17 Μαΐου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                     S. E.

                                                                             Αιτητής

                                                 ΚΑΙ

                                  

        ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ΄ ων  η Αίτηση

 

Π. Ζαπούνης, για Αιτητή

Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, προσβάλλεται η εγκυρότητα και νομιμότητα των εναντίον του αιτητή εκδοθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 22.2.2024, των οποίων ο αιτητής έλαβε γνώση αυθημερόν.

Ο αιτητής είναι Ρουμάνος υπήκοος, ο οποίος καταδικάστηκε στις 28.1.2021 από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας-Αμμοχώστου σε πενταετή ποινή φυλάκισης για τη διάπραξη των αδικημάτων απόκτησης παιδικής πορνογραφίας, κατοχής παιδικής πορνογραφίας και πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία μέσω της τεχνολογίας, της πληροφορικής και των επικοινωνιών. Σημειώνεται ότι έναρξη ισχύος της επιβληθείσας ποινής ήταν η 1.6.2020.

 

Με επιστολή του προς την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), ημερομηνίας 5.2.2024, το Τμήμα Κοινωνικών Υπηρεσιών ενημέρωσε ότι είχε διενεργήσει κοινωνική έρευνα σχετικά με τον αιτητή, από την οποία προέκυψε ότι αυτός είναι διαζευγμένος και πατέρας ενός τέκνου, ηλικίας 20 ετών. Τόσο η σύζυγος του αιτητή όσο και ο υιός του, σύμφωνα με την έρευνα, διαμένουν στην Κύπρο.

 

Στις 22.2.2024, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («η Διευθύντρια») εξέδωσε εναντίον του αιτητή, διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των άρθρων 29(1) και 35 του περί των Δικαιωμάτων των Πολίτων της Ένωσης και των Μελών των Οικογένειων τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελευθέρα στην Δημοκρατία Νόμου του 2007 (Ν.7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), και αφού λήφθηκαν επίσης υπόψη, ως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα και στη σχετική συνοδευτική επιστολή ίδιας ημερομηνίας, οι διατάξεις του άρθρου 30 του Νόμου. Σύμφωνα με το επίδικο διάταγμα απέλασης, κρίθηκε ότι ο αιτητής «αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας».

 

Κατά της απόφασης έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή την 21.3.2024, ενώ στις 28.3.2024, το διάταγμα απέλασης ανεστάλη, μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 29, 30 και 35 του Νόμου, τα οποία εσφαλμένα οι καθ’ ων ερμήνευσαν και εφάρμοσαν εν προκειμένω, με αποτέλεσμα την παραβίαση της αρχής της νομιμότητας και την εμφιλοχώρηση πλάνης. Στον πυρήνα της σχετικής επιχειρηματολογίας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα δεν εφάρμοσαν τις διατάξεις του άρθρου 30 του Νόμου, δεδομένου ότι η φυλάκιση του αιτητή δεν διακόπτει το αδιάλειπτο της διαμονής του στη Δημοκρατία, η οποία υπερέβη τη δεκαετία, με αποτέλεσμα ο αιτητής να δικαιούται στην επαυξημένη προστασία του εδαφίου (3) του εν λόγω άρθρου.

Προωθούνται, επίσης, ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, νομικής και πραγματικής πλάνης, κατάχρησης εξουσίας, καθώς και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της φυσικής δικαιοσύνης. Προβάλλει, τέλος, ο αιτητής ότι υπήρξε ελλιπής (και όχι «ανελλιπής», ως εσφαλμένα αναγράφεται στην γραπτή του αγόρευση), κοινοποίηση προς αυτόν της επίδικης απόφασης έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, καθότι δεν μεταφράστηκαν αυτά σε γλώσσα κατανοητή προς τον αιτητή.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας όλους τους υπό του αιτητή προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νομοθέτης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδόλως αντίκειται στις διατάξεις του Νόμου.

 

Ειδικότερα, αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας των καθ’ ων η αίτηση ο ισχυρισμός ότι καθόλα νόμιμα και ορθά αποφασίστηκε, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και δη του άρθρου 29 αυτού, ότι η συμπεριφορά του αιτητή συνιστούσε «πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή» για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας και, συνακόλουθα, ορθά και νόμιμα εξεδόθησαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Τονίζει επίσης η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε, όχι μόνο στα άρθρα 29 και 35, αλλά και στο άρθρο 30 του Νόμου, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του αιτητή, του οποίου η διαμονή στη Δημοκρατία δεν ήταν αδιάλειπτη, αλλά διακόπηκε με την καταδίκη του σε φυλάκιση. Περαιτέρω, κατά την κα Νικολάου, οι καθ’ ων η αίτηση εύλογα κατέληξαν στο συμπέρασμα περί της μη ενσωμάτωσης του αιτητή στην Δημοκρατία, σε βαθμό που θα του προσέφερε αυξημένη προστασία από την απέλαση.

 

Τονίζει επίσης η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης δεν συνιστούν κύρωση, ούτως ώστε να προκύπτει άμεσα η ανάγκη να ακουστεί ο αιτητής πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης, με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, ενώ τονίζει ότι το δικαίωμα διακίνησης και διαμονής των υπηκόων κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, δεν είναι απόλυτο.

 

Απαντητική αγόρευση εκ μέρους του αιτητή, δεν καταχωρήθηκε.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

Τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν στη βάση των άρθρων 29(1) και 35 του Νόμου και αφού λήφθηκαν υπόψη και οι διατάξεις του άρθρου 30. Σύμφωνα με το άρθρο 29(1)-

 

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολίτων της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.».

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 35-

 

«(1) H αρμόδια αρχή δύναται να εκδίδει διατάγματα απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 29, 30 και 31.

 

(2) Κατά την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή ελέγχει κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, και αξιολογεί, επίσης, κατά πόσο έχει, ενδεχομένως, επέλθει ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης.

 

Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρουν-

 

«(1) Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.

 

(2) H αρμόδια αρχή δε δύναται να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη επικράτεια της Δημοκρατίας, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

 

(3) Ουδεμία απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης λαμβάνεται, εκτός εάν η απόφαση αυτή βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά-

(α) Έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στη Δημοκρατία·».

 

Θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν η Διοίκηση επικαλείται λόγους δημόσιας ασφάλειας, όπως έχει συμβεί εν προκειμένω, η διακριτική της ευχέρεια είναι ευρεία (Kolomoets Yuri v. Δημοκρατίας της Κύπρου (1999) 4 Α.Α.Δ. 443, Mushtaq v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479, Dogan v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716). Σε αυτού δε του είδους τις υποθέσεις, το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας από τη Διοίκηση, παραμένει έγκυρο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Κakachia Venera v. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 993, Angela Atamaniuc v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1197/98, ημερ. 29.11.1999).

Εν προκειμένω, κρίθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ότι η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή, συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, με αποτέλεσμα τη διαπίστωση ότι η απέλασή του επιβάλλετο για λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφάλειας. Και τούτο, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, δεδομένης της καταδίκης του αιτητή από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο για τα αδικήματα της απόκτησης, κατοχής και πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία και κατόπιν σχετικής έρευνας που οι καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν. Σχετικά είναι τα παραρτήματα 1, 2, 3 και 4 του δικογράφου της ένστασης, από τα οποία προκύπτει το σύνολο των ενεργειών της Διοίκησης και των γεγονότων που λήφθηκαν υπόψη, προκειμένου οι καθ’ ων η αίτηση να αποφασίσουν την απέλαση του αιτητή για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας.

 

Στην Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, η προσέγγιση της οποίας ακολουθήθηκε αργότερα στην Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D338, λέχθηκαν τα εξής αναφορικά με την επάρκεια της έρευνας που είχε προηγηθεί της διαπίστωσης ότι ο εκεί αιτητής αποτελούσε απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας:

 

«Το δεύτερο ζήτημα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο αφορά την εν γένει αιτιολογία και την επάρκεια της, καθώς και την έρευνα που έγινε ώστε ο αιτητής να θεωρηθεί ότι αποτελούσε απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Η βασική τοποθέτηση του αιτητή είναι ότι η διοίκηση ενήργησε κατά πλάνη περί τα πράγματα προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι συνιστούσε απειλή για τη Δημοκρατία και ότι χωρίς έρευνα και χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης με αποτέλεσμα την απέλαση του. 

 

Στις υποθέσεις του είδους έχει σημασία για τη θεώρηση κάποιου ως συνιστούντος απειλή για τη Δημοκρατία ότι τόσο ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, όσο και ο περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος αρ. 7(Ι)/2007, βασίζονται στο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας, όπως και κάθε κράτους, να περιορίζει την είσοδο και παραμονή οποιουδήποτε προσώπου εφόσον συντρέχουν ορισμένες σαφείς προϋποθέσεις και αυτή η έκφανση της κυριαρχίας του κράτους εφαρμόζεται και για Κοινοτικούς στη βάση του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007. Και οι δύο Νόμοι έχουν σκοπό μεν να επιτρέπουν, να ρυθμίζουν και να ελέγχουν την είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία ατόμων μη πολιτών της Δημοκρατίας, είτε προερχομένων από χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε που ανήκουν σ’ αυτή, αλλά η γενικότερη αυτή ρύθμιση αποτελεί την εξαίρεση στον βασικό κανόνα της κυριαρχίας του κράτους.

 

 Όπως έχει αναφερθεί και στην απόφαση Florin Ion v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά., υπόθ. αρ. 833/2013, ημερ. 29.11.2013, το άρθρο 35 του εν λόγω Νόμου δίνει την εξουσία στην αρμόδια αρχή που κατά το ερμηνευτικό άρθρο 2, σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του, να εκδίδει διατάγματα απέλασης «... ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης ...». Αυτό, όπου υπάρχει σαφής καταδίκη του ενδιαφερομένου ατόμου. Με βάση όμως τις γενικές αρχές που περιέχονται στο άρθρο 29, η αρμοδία αρχή μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης «... για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.».  Απαγορεύεται η επίκληση των πιο πάνω λόγων για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών και ταυτόχρονα κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου η οποία «... πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.».  Δεν επιτρέπεται κατά την επιφύλαξη του άρθρου 29(3)(α), η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης ή λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης. Αυτή ακριβώς την αλλαγή από το άρθρο 35 στα άρθρα 29 και 30 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, επέφερε η διοίκηση έχοντας διαπιστώσει ότι ο αιτητής ναι μεν δεν είχε καταδικαστεί για αδίκημα, αλλά δεν έπαυε να αποτελούσε πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή.

 

Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο. Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.». Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).».

 

Εν προκειμένω βέβαια, και σε αντίθεση με τις αμέσως πιο πάνω περιπτώσεις, υφίσταται και καταδικαστική απόφαση. Επισημαίνοντας λοιπόν ότι σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, όπως λέχθηκε και στην Stoyanov, ανωτέρω, το Δικαστήριο ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, προεξάρχουσας της σοβαρότητας των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αιτητής, δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παραβίαση των διατάξεων του Νόμου, ως η περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία του αιτητή. Στην υπό κρίση περίπτωση, κρίνω ότι υπήρχαν ενώπιον της Διοίκησης όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, υπό το φως της νομολογίας που διέπει το υπό συζήτηση θέμα, κρίνεται εύλογη.

 

Κατ’ αρχάς, έχει νομολογηθεί ότι η διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως αυτά για τα οποία καταδικάστηκε ο αιτητής, συνιστά κατά τη Διοίκηση, πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή. Το ότι αν ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος «τείνει να διατηρήσει την επίμαχη συμπεριφορά και στο μέλλον», αποτελεί παράγοντα, ο οποίος λαμβάνεται υπόψιν από το κράτος (βλ. απόφαση του ΔΕΕ στην C-348/09, Judgment of the Court (Grand Chamber), 22 May 2013, P.1. ν Oberburgermeisterin der Stadt Remscheid, Σκέψη 30). Συναφώς, στην Anghel Viorel, ανωτέρω, λέχθηκε ότι «Η κατά το άρθρο 29 πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή απειλή, συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία, εφόσον συνοδεύεται και με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά ακόμη πιο δικαιολογημένη την απέλαση.». Αργότερα, στην Α.Ν. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 89/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C233, σε υπόθεση που επίσης αφορούσε στη διάπραξη αδικημάτων που εντάσσονται στην εμβέλεια του άρθρου 83 παρ. 1 της ΣΛΕΕ[1], όπως και αυτά για τα οποία καταδικάστηκε ο αιτητής, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι «ήταν εύλογο για τους καθ' ων η αίτηση να εκτιμήσουν με βάση την πρόσφατη καταδίκη του αιτητή για αδικήματα που εντάσσονται στο άρθρο 83, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ότι αυτός συνιστούσε κίνδυνο για την δημόσια τάξη, ενώ αιτιολόγησαν τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν την απέλασή του με ικανοποιητικό τρόπο.».

 

Το τι συνιστά  πραγματική, ενεστώσα, και επαρκώς σοβαρή απειλή σύμφωνα το άρθρο 29 του Νόμου, έχει αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης σε σωρεία αποφάσεων της ημεδαπής νομολογίας. Συναφώς, στην Ιωάννη Καρωμένου ν. Υπουργείου Εσωτερικών κ.α., Υποθ. 483/2015 ημερ. 9.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D494, η οποία στη συνέχεια επικυρώθηκε με την απόφαση στην Α.Ε. 89/2015, ανωτέρω, υπόθεση όπου η αρμόδια αρχή είχε αποφασίσει την απέλαση και κράτηση του αιτητή μια μέρα πριν από την αποφυλάκισή του ως ατόμου επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη, στη βάση της καταδίκης του σε τετραετή ποινή φυλάκισης για αδικήματα ναρκωτικών, που επίσης εμπίπτουν στο άρθρο 83 της ΣΛΕΕ, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η κατά το άρθρο 29 του Ν. 7(1)/2007 «πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή  απειλή, συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία, εφόσον συνοδεύεται και με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά πιο δικαιολογημένη την απέλαση (βλ. Anghel Viorel,  Υπ.αρ.1064/2012, ημερομηνίας 20.5.2014).».

 

Λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης, κρίνω ότι ήταν καθόλα εύλογο για τους καθ’ ων η αίτηση να εκτιμήσουν ότι και εν προκειμένω, ο αιτητής συνιστούσε πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας και εύλογα αποφασίστηκε η απέλασή του και η κράτησή του μέχρι την απέλαση, για λόγους δημοσίας τάξης και δημοσίας ασφάλειας.

 

Εν προκειμένω, ως έχει ήδη λεχθεί, τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν δυνάμει των άρθρων 29(1) και 35 του Νόμου, καθότι κρίθηκε ότι η συμπεριφορά του αιτητή και δη η καταδίκη του για τα αδικήματα της απόκτησης παιδικής πορνογραφίας, κατοχής παιδικής πορνογραφίας και πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία, αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Αυτό αναφέρεται και στην αιτιολόγηση της απόφασης απέλασης, που επισυνάπτεται στην προς τον αιτητή επίδικη επιστολή ημερομηνίας 22.2.2024, αλλά και στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση προς τον αιτητή, ημερομηνίας 22.2.2014, διατυπωμένη στην Αγγλική γλώσσα. Στη βάση δε του συνόλου των εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον μου, διαπιστώνω ότι για τη διαμόρφωση της τελικής τους κρίσης και την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, οι καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους όχι μόνο τις καταδίκες του αιτητή για τα προαναφερθέντα αδικήματα, αλλά και τις διαπιστώσεις τους από την έρευνα που διενήργησαν στη βάση του άρθρου 30 του Νόμου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο σημείωμα του Τμήματος προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 21.2.2024 (παράρτημα 4 στην ένσταση). Όπως αναφέρεται στο εν λόγω σημείωμα, λήφθηκαν υπόψη τα δεδομένα του αιτητή: με βάση Κοινωνικοοικονομική Έκθεση του Τμήματος Φυλακών, ημερομηνίας 5.2.2024, η οικογενειακή του κατάσταση δεν φαίνεται να απαιτεί την παρουσία του στη Δημοκρατία, καθότι είναι διαζευγμένος και το παιδί του έχει ενηλικιωθεί. Η ηλικία του, η κατάσταση της υγείας του, καθώς και η οικονομική του κατάσταση επίσης δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παράγοντες για την παραμονή του στη Δημοκρατία καθότι είναι 45 ετών, χωρίς οποιοδήποτε σοβαρό θέμα υγείας και χωρίς οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία ή αποταμιεύσεις. Επίσης, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, δεν προκύπτει ο αιτητής να έχει κάποια ενασχόληση που να υποδεικνύει την πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία. Αντιθέτως, διαφαίνεται ότι διατηρεί δεσμούς και επαφή με την χώρα καταγωγής του, καθώς και με την μητέρα και τα αδέλφια του. Περαιτέρω, γίνεται εισήγηση μέσα από την επιστολή/έκθεση της ΥΑΜ, ημερομηνίας 16.2.2024, η οποία φαίνεται ότι επίσης λήφθηκε υπόψη, για την απέλαση του αιτητή μετά την αποφυλάκισή του, καθότι τα αδικήματα για τα οποία καταδικάσθηκε συνιστούν απειλή για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τη θέση του αιτητή περί παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 30(1) και (2) του Νόμου. Αντίθετα, προκύπτει ότι στην υπό κρίση περίπτωση λήφθηκαν υπόψη τα κριτήρια και/ή οι παράμετροι που επιτάσσει το εν λόγω άρθρο και τηρήθηκε ταυτόχρονα και η αρχή της αναλογικότητας. Προκύπτει, περαιτέρω, από τα πιο πάνω, όπως άλλωστε και από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων για τα οποία έχει ήδη γίνει αναφορά πιο πάνω, ότι για την λήψη της απόφασης απέλασης του αιτητή, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν, πέραν της καταδίκης του, η φύση και το περιεχόμενο των αδικημάτων και, γενικότερα, όλα τα δεδομένα της περίπτωσής του, περιλαμβανομένης και της προσωπικής του συμπεριφοράς, η οποία βεβαίως συνδέεται άρρηκτα με την υπό του αιτητή διάπραξη των προαναφερθέντων αδικημάτων και η οποία κρίθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ως αποτελούσα ενεστώσα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, σύμφωνα και με τα όσα η ημεδαπή σχετική επί του θέματος νομολογία επιτάσσει. Όπως κρίθηκε στην Kristian Bekefi κ.α. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις 42/2013-45/2013, ημερομηνίας 8.9.2015, προηγούμενη καταδίκη μπορεί να ληφθεί υπόψιν, μόνο στο βαθμό που,  από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη, στοιχειοθετείται τέτοια προσωπική συμπεριφορά η οποία να συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης. Γενικότερα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν και να συνεκτιμάται δεόντως και η προσωπική του συμπεριφορά του αιτητή και/ή ο κίνδυνος για τη δημόσια τάξη (βλ. και Παναγιώτης Τριανταφύλλου και Άλλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 300/2015, ημερ. 22.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:D705, καθώς και την απόφαση του Δ.Ε.Ε. στις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri). 

 

Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι όλα τα στοιχεία της περίπτωσης του αιτητή ήσαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασής τους, ως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στο έγγραφο με τίτλο «ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΕΛΑΣΗΣ», που επισυνάπτεται στην προς τον αιτητή επίδικη επιστολή ημερομηνίας 22.2.2024: στο υπό αναφορά έγγραφο ρητά αναφέρεται ότι οι αρμόδιες αρχές, για την κατάληξή τους ότι η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή αποτελεί ενεστώσα και σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, έλαβαν υπόψη τους όλα τα δεδομένα της περίπτωσής του.

 

Συνεπώς, προκύπτει από το σύνολο των προεκτεθέντων ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση και η επίδικη απόφαση, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, βρίσκεται εντός των παραμέτρων που θέτει το άρθρο 30 του Νόμου και δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό από την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου στην παρούσα περίπτωση.

 

Με αποτέλεσμα να στερούνται βασιμότητας οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ο συνήγορος του αιτητή ότι υπό πλάνη και εσφαλμένα οι καθ’ ων η αίτηση δεν εφάρμοσαν τις διατάξεις του άρθρου 30 του Νόμου, δεδομένου ότι ο αιτητής, σε κάθε περίπτωση, βρίσκεται στην Κύπρο πέραν της δεκαετίας και, με βάση νομολογία που επικαλείται, το χρονικό διάστημα της αδιάλειπτης διαμονής του στη χώρα, δεν διακόπηκε λόγω της φυλάκισής του. Συνακόλουθα, κατά τη σχετική εισήγηση, δικαιούται ο αιτητής στην αυξημένη προστασία που του παρέχει το εδάφιο (3) του εν λόγω άρθρου. Σημειώνεται ότι ο αιτητής ενεγράφη στο μητρώο εγγραφής αλλοδαπών στις 3.5.2012.

 

Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της περίπτωσης και στη βάση των όσων έχουν προεκτεθεί, ιδιαίτερα δε των προεκτεθέντων ευρημάτων της διενεργηθείσας έρευνας, οι πιο πάνω ισχυρισμοί στερούνται βασιμότητας.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η φυλάκιση ενός αιτητή διακόπτει την αδιάλειπτη διαμονή του, γεγονός που οδηγεί και σε διάρρηξη του δεσμού του με το κράτος (Σαλμάς ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1126/2020, ημερ. 17.2.2021). Σε κάθε όμως περίπτωση, όπως τονίστηκε στην Α.Ε. 89/2015, ανωτέρω, η περίοδος φυλάκισης του αιτητή σε τέτοιες περιπτώσεις, συνιστά μεταβλητή που μπορεί να συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο της συνολικής αποτίμησης, η οποία απαιτείται, προκειμένου να εξακριβωθεί αν έχουν διαρραγεί οι δεσμοί εντάξεως που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως με το κράτος-μέλος υποδοχής (βλ. και C-400/2012, Secretary of State for the Home Department v. M. G., 16.1.2014). Και εν προκειμένω, στο πλαίσιο της διενεργηθείσας δέουσας έρευνας, διαπιστώθηκε ότι τέτοιοι δεσμοί δεν υφίσταντο: οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε μια συνολική αποτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων και/ή δεδομένων της περίπτωσης, συνεκτιμώντας και τη φυλάκιση του αιτητή και διαπιστώνοντας τελικά ότι δεν υπήρχε ούτε ενσωμάτωση και/ή ούτε ιδιαίτεροι δεσμοί του αιτητή με τη Δημοκρατία, οι οποίοι και να έχουν διαρρηχθεί. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα καταγράφονται στην επιστολή της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 22.2.2024 (παράρτημα 1 στην ένσταση), αλλά και στο προαναφερθέν σημείωμα προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 21.2.2024 (παράρτημα 4 στην ένσταση).

 

Με βάση λοιπόν όλα τα πιο πάνω και δεδομένης της έρευνας που διενήργησαν εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση, διαφοροποιείται η παρούσα από την Β.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 820/2023 (i-Justice), ημερ. 20.9.2023, την οποία επικαλέστηκε κατ’ επανάληψη ο συνήγορος του αιτητή και η οποία δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής, εφόσον σε εκείνη την περίπτωση, ως αυτολεξεί επεσήμανε το Δικαστήριο, «[.] οι Καθ' ων η αίτηση θεώρησαν ότι η φυλάκιση έχει ως «αυτόματη» συνέπεια τη διακοπή του αδιάλειπτου της διαμονής του Αιτητή και άρα αμέλησαν να ασκήσουν την αρμοδιότητα τους, την τελική τους κρίση, η οποία φυσικά θα ήταν αποτέλεσμα της απαραίτητης έρευνας των κριτηρίων και πτυχών που θέτει ο Νόμος και η (πιο πάνω) νομολογία, κατά πόσο πράγματι η φυλάκιση αυτή οδήγησε σε διάρρηξη των δεσμών του Αιτητή με την Δημοκρατία.».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ως προκύπτει από τα παραρτήματα της ένστασης και ιδιαίτερα από το παράρτημα 4 και το εκεί περιεχόμενο εισηγητικό σημείωμα του Τμήματος, με το οποίο η Διευθύντρια συμφώνησε, οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στην απαιτούμενη έρευνα και, στο πλαίσιο της συνολικής συνεκτίμησης και/ή αποτίμησης όλων των σχετικών παραγόντων και/ή δεδομένων, διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε ενσωμάτωση και/ή ούτε ιδιαίτεροι δεσμοί του αιτητή με τη Δημοκρατία, οι οποίοι και να έχουν διαρρηχθεί (βλ. και Βρυσάκης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 236/2022, ημερ. 20.4.2022, ECLI:CY:AD:2022:B422).

 

Συνεπώς, υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και στη βάση των προεκτεθεισών διαπιστώσεών τους, οι καθ’ ων η αίτηση ορθώς και εντός της διακριτικής τους ευχέρειας έκριναν ότι ο αιτητής δεν ενέπιπτε στην επαυξημένη προστασία του άρθρου 30(3) του Νόμου και σύννομα προχώρησαν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.

 

Επιπρόσθετα, σαφώς και λήφθηκε ουσιωδώς υπόψη η υπό του αιτητή διάπραξη των προαναφερθέντων αδικημάτων, για τα οποία αυτός καταδικάστηκε, και τα οποία, ως εκ της φύσης τους, συνδέονται άρρηκτα με την υπό των καθ’ ων η αίτηση τελική κρίση και/ή αξιολόγηση της συμπεριφοράς του αιτητή ως αποτελούσα πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Είναι σαφές ότι η απέλαση θα πρέπει εν προκειμένω να ιδωθεί υπό το πρίσμα των λόγων επί των οποίων αποφασίστηκε. Και αυτοί, όπως εξηγήθηκε ήδη συναρτώνται προς θέματα ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Υπενθυμίζεται ότι η Διοίκηση έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και εξουσία για απέλαση αλλοδαπών, εξουσία η οποία όταν συναρτάται προς κίνδυνο στην εσωτερική τάξη και την εθνική ασφάλεια, είναι ακόμη ευρύτερη (Mushtaq, ανωτέρω, Kolomoets, ανωτέρω). Έτι δε περαιτέρω, όπως τονίστηκε από το Ε.Δ.Α.Δ. στην Yvone Van Duyn, αίτηση 41/74, ημερ. 4.12.1974, τα ιδιάζοντα περιστατικά τα οποία δικαιολογούν την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος διαφέρουν από χώρα σε χώρα και θα πρέπει να παρέχεται μια ευχέρεια στις εθνικές εξουσίες για να  ενεργούν μέσα στα πλαίσια της Σύμβασης.

 

 

Συνακόλουθα, δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παράβαση είτε των διατάξεων του άρθρου 29, είτε του άρθρου 30, είτε του άρθρου 35(1) του Νόμου, αλλ’ ούτε και να υφίσταται οποιοδήποτε έλλειμμα και/ή κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, η οποία αντιθέτως κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι στο εδάφιο (1) του άρθρου 35, προβλέπεται η υπό της αρμόδιας αρχής δυνατότητα έκδοσης διατάγματος απέλασης ως παρεπόμενου μέτρου σε σχέση με ποινή φυλάκισης, μόνον όμως εφόσον πληρούνται οι διατάξεις των άρθρων 29, 30 και 31, όπερ και εγένετο εν προκειμένω.

 

Δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι αξιολόγησαν το σύνολο των ενώπιον τους τεθέντων στοιχείων και ορθώς ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τις οικείες διατάξεις του Νόμου.

 

Ούτε κενό αιτιολόγησης εντοπίζεται. Τόσο από τα ίδια τα επίδικα διατάγματα και τη σχετική συνοδευτική επιστολή, αλλά και γενικότερα από τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, προκύπτει με σαφήνεια και επάρκεια η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του δικαστικού ελέγχου που είναι και το ζητούμενο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Μέσα από το κείμενο των ίδιων των διαταγμάτων, αλλά και από τα λοιπά έγγραφα, αποκαλύπτονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Αναφέρω χαρακτηριστικά το σημείωμα ημερομηνίας 21.2.2024 προς τη Διευθύντρια του Τμήματος (παράρτημα 4 στην ένσταση), την, επί ξεχωριστού εντύπου, ειδική αιτιολόγηση της απέλασης του αιτητή που συνοδεύει την επιστολή των καθ’ ων προς τον αιτητή, ημερομηνίας 22.2.2024 (παράρτημα 4 στην ένσταση), αλλά και την επιστολή/έκθεση της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 22.2.2024 (παράρτημα 1 στην ένσταση).

 

Περαιτέρω, στη βάση των όσων έχουν προεκτεθεί, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της αναλογικότητας. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Στην O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, επισημάνθηκε ότι «οι έννοιες της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης, ως γενικές από τη φύση τους αρχές, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους, όπως τονίστηκε στην Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19/12/2013, στην οποία λέχθηκε περαιτέρω ότι θα πρέπει «να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημιά του πολίτη» (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Δ.Ν. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1626/2021, ημερ. 19.4.2024 και HERMES AIRPORTS LTD ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υποθ. Αρ. 1123/2015, ημερ. 14.10.2021).

 

Τέλος, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτόν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η έκδοση διατάγματος απέλασης αλλοδαπού, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που επηρεάζεται η δημόσια τάξη και ασφάλεια, δεν έχει χαρακτήρα τιμωρίας, που θα επέβαλλε την προηγούμενη ακρόασή του ή την αυτοπρόσωπη παρουσία του κατά την εξέταση της υπόθεσης του, αλλά αποτελεί έκφραση κρατικής κυριαρχίας (βλ. Αngelov  Planimir  Stanchev ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1430/2012, ημερ. 28.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D34 και Eddine v. Δημοκρατίας (2008) (3) A.A.Δ. 95). Έτι δε περαιτέρω, διαπιστώνω ότι ο αιτητής, πέραν από του να προτάξει φραστικώς τη θέση περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασής του, δεν έθεσε ικανοποιητικό υπόβαθρο για την επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν στα πράγματα οι όποιες θέσεις θα ανέπτυσσε αυτός ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση, εάν καλείτο να τις θέσει. Τίποτε συγκεκριμένο δεν ανέφερε επ’ αυτού η πλευρά του αιτητή, εκτός βεβαίως από τη θέση ότι όφειλαν οι καθ’ ων να παράσχουν ένα τέτοιο δικαίωμα στον αιτητή. Έχει ωστόσο νομολογηθεί ότι, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης πριν από την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξεως, απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλλε ενώπιον της Διοίκησης, εάν είχε κληθεί προς τούτο (βλ. PAPOUIS DAIRIES LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 79/2018, ημερ. 15.3.2024 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Π.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1385/2021, ημερ. 19.4.2024). Συνεπώς, ούτε αυτός ο ισχυρισμός έχει έρεισμα, υποκείμενος ωσαύτως σε απόρριψη.

 

Απορριπτέος, επίσης, κρίνεται και ο ισχυρισμός περί ελλιπούς κοινοποίησης προς τον αιτητή της επίδικης απόφασης έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ο οποίος δεν έχει δικογραφηθεί και δεν μπορεί να τύχει περαιτέρω εξέτασης (Μιχαήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2017, ημερ. 19.3.2019). Εν πάση περιπτώσει, στην υπό κρίση περίπτωση, η επίδικη απόφαση έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης όπως περιέχεται στη συνοδευτική επιστολή των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 22.2.2024, επιδόθηκε στον αιτητή μεταφρασμένη στην Αγγλική γλώσσα και στη Δημοκρατία, όπου η επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η Ελληνική, ουδεμία υποχρέωση έχει η Διοίκηση να μεταφράζει και να απευθύνει πράξεις και αποφάσεις της στην οικεία γλώσσα κάθε αλλοδαπού ή επισκέπτη στη χώρα (Svetoslav Stoyanov, ανωτέρω).

 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται  €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 



[1] Σύμφωνα με την οποία, «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, [.] μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, η οποία απορρέει ιδίως από τη φύση ή τις επιπτώσεις των αδικημάτων αυτών ή λόγω ειδικής ανάγκης να καταπολεμούνται σε κοινή βάση. Οι εν λόγω τομείς εγκληματικότητας είναι οι εξής: τρομοκρατία, εμπορία ανθρώπων και γενετήσια εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, παράνομη εμπορία ναρκωτικών, παράνομη εμπορία όπλων, ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά, παραχάραξη μέσων πληρωμής, εγκληματικότητα στον χώρο της πληροφορικής και οργανωμένο έγκλημα.».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο