ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 498/2021)

 

14 Μαΐου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                 Α. Μ.

 

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.   ΑΡΧΗΓΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

3.   ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Σ. Αργυρού, μαζί με Ν. Νικολάου και Ρ. Χρυσοστόμου (κα), για Σωτήρης Αργυρού & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Θ. Χατζηλούκας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση       

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής αξιώνει-

«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομ. 31/3/21 μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος προς τον Αιτητή και κοινοποιήθηκε στις 2/4/21, σε σχέση με την απόρριψη της Αίτησής του για πρόσληψη στην Αστυνομία Κύπρου και στην Πυροσβεστική Υπηρεσία Κύπρου με Αριθμό Προκήρυξης [.], είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή λήφθηκε με πλάνη και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.».

 

Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για πρόσληψή του στην Αστυνομία και στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, σύμφωνα με σχετική προκήρυξη που είχε δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 13.12.2019.

 

Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας διορισμού, διενεργήθηκαν γραπτές εξετάσεις στις 29.8.2020 και ο κατάλογος επιτυχόντων, κατά σειρά επιτυχίας, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 23.10.2020. Στον εν λόγω κατάλογο περιλαμβανόταν και ο αιτητής, ο οποίος πέτυχε στις γραπτές εξετάσεις, όπως, ακολούθως, πέτυχε και στις ψυχομετρικές εξετάσεις, στις 5.12.2020, αλλά και στα αθλητικά γυμναστικά αγωνίσματα, τα οποία ολοκλήρωσε με επιτυχία, στις 27.1.2021. Εν συνεχεία, ο αιτητής υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί η καλή κατάσταση της υγείας τους, η άρτια σωματική του διάπλαση, καθώς και η σωματική και η πνευματική του καταλληλότητα, για εκτέλεση των καθηκόντων και διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας. Περαιτέρω, στις 16.3.2021, ο αιτητής υποβλήθηκε σε έλεγχο νάρκοτεστ, με αρνητικό αποτέλεσμα.

 

Μετά την ολοκλήρωση των πιο πάνω, το Συμβούλιο Προσλήψεων, σε συνεδρία του ημερομηνίας 24.3.2021, προέβη στον έλεγχο των αιτήσεων των υποψηφίων που είχαν ολοκληρώσει με επιτυχία όλες τις διαδικασίες αξιολόγησης. Όπως αναφέρεται και στο δικόγραφο της ένστασης, το Συμβούλιο αξιολόγησε την αίτηση του αιτητή, αφού έλαβε υπόψη του και σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 13.3.2017, και αφού έλαβε περαιτέρω πληροφορίες για το παρελθόν του αιτητή, μεταξύ των οποίων και πληροφορίες σχετικά με προηγούμενες καταδίκες του αιτητή και συγκεκριμένα, την καταδίκη του, ημερομηνίας 11.12.2013, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε 15 μήνες φυλάκιση με 3 χρόνια αναστολή για το αδίκημα της απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες, σε 10 μήνες φυλάκιση με 3 χρόνια αναστολή για το αδίκημα της κακόβουλης ζημίας και σε 12 μήνες φυλάκιση με 3 χρόνια αναστολή, για το αδίκημα της μεταφοράς εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια (αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός υψηλής ισχύος). Όπως επίσης αναφέρεται στην ένσταση, για τα εν λόγω αδικήματα, ο αιτητής κατέστη άτομο απαγορευμένο να κατέχει πυροβόλο όπλο, σύμφωνα με τον περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμο (Ν.113(Ι)/2004).

 

Ως εκ των πιο πάνω, το Συμβούλιο Προσλήψεων, στη συνεδρία του ημερομηνίας 24.3.2021, έκρινε ότι, παρόλο που η ποινική καταδίκη του αιτητή είχε αποκατασταθεί, η φύση των αδικημάτων που αυτός διέπραξε, η σοβαρότητα της ποινής, αλλά και το γεγονός ότι πρόκειται για άτομο απαγορευμένο να κατέχει όπλο, είναι στοιχεία που δείχνουν το χαρακτήρα του και που επηρεάζουν αρνητικά το διορισμό του στην Αστυνομία και αποφάσισε τη μη συμπερίληψή του στον Πίνακα Διοριστέων.

 

Η πιο πάνω απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δι’ επιστολής του Προέδρου του Συμβουλίου Προσλήψεων, ημερομηνίας 31.3.2021.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και στις 20.5.2021, καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.

 

Η πλευρά του αιτητή προωθεί εν πρώτοις τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την επίδικη απόφαση: κατά τη σχετική εισήγηση, μόνος αρμόδιος να αποφασίσει, σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας Νόμο (Ν.73(Ι)/2004), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), και τους σχετικούς Κανονισμούς, είναι ο Αρχηγός και όχι το Συμβούλιο Προσλήψεων.

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της πράξης, ενώ προωθούνται επίσης ισχυρισμοί περί παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης και του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή.

 

Επιπρόσθετα, προβάλλεται ο ισχυρισμός περί εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης, καθότι οι καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα ερμήνευσαν και εφάρμοσαν την οικεία νομοθεσία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συναφώς, εγείρεται ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και καλόπιστα και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της, είναι δε αυτή πλήρως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη και δεν υφίσταται ζήτημα παραβίασης είτε του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή, είτε οποιασδήποτε αρχής δικαίου.

 

Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν, για πρώτη φορά μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη δια της προσφυγής πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται καθότι στερείται εκτελεστότητας: κατά τη σχετική εισήγηση, η επίδικη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί αυτοτελώς, αλλά αποτελεί μέρος μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας, η οποία ολοκληρώθηκε με την επιλογή των κριθέντων ως των πλέον καταλλήλων υποψηφίων για διορισμό στην Αστυνομία: αυτή είναι και η μόνη εκτελεστή πράξη που θα μπορούσε να προσβληθεί δια προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, η δε προσβαλλόμενη δια της υπό κρίση προσφυγής πράξη, απορροφήθηκε και/ή ενσωματώθηκε στην μεταγενεστέρως ληφθείσα απόφαση επιλογής των υποψηφίων για διορισμό στην Αστυνομία, με αποτέλεσμα αυτή, αν και αρχικά εκτελεστή διοικητική πράξη, να έχει ακολούθως, δια της απορρόφησης και/ή ενσωμάτωσής της στην τελική απόφαση επιλογής των υποψηφίων, απωλέσει τον εκτελεστό της χαρακτήρα.

 

Προέχει βεβαίως, ως εκ της φύσης της και της εγγενούς σπουδαιότητας που ενέχει, η εξέταση της προεκτεθείσας προδικαστικής ένστασης. Η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Είναι σαφές ότι η υπό εξέταση προσφυγή στρέφεται κατά αυτοτελούς εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία από μόνη της δημιούργησε έννομα αποτελέσματα και/ή επέφερε έννομες, δυσμενείς, συνέπειες στον αιτητή: προδήλως η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 31.3.2021, να απορρίψουν την αίτηση του αιτητή για πρόσληψη στην Αστυνομία και/ή να μην του προσφέρουν διορισμό στην Αστυνομία, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμενη να προσβληθεί δια προσφυγής. Βεβαίως, θα μπορούσε να προβληθεί ότι η εν λόγω πράξη, με την τελική απόφαση διορισμού των επιτυχόντων στην Αστυνομία, θεωρείται ότι χάνει την εκτελεστότητά της, εφόσον αυτή έχει ενσωματωθεί, ως μέρος σύνθετης διοικητικής ενέργειας, στην τελική απόφαση διορισμού (Κοινοπραξία Cyprus Airport Group ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 437, LRG ENTERPRISES LTD κ.α. ν. VELISTER LTD, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 43/2014 και 48/2014, ημερ. 3.6.2020). Ωστόσο, είναι άγνωστο εάν τελικά και πότε ολοκληρώθηκε η εν λόγω διαδικασία διορισμού στην Αστυνομία. Ούτε και οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση, είτε δια του δικογράφου της ενστάσεώς τους, είτε ακόμα και σε μεταγενέστερο στάδιο, δεν έθεσαν οτιδήποτε σχετικό επ’ αυτού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ούτε και ανέφεραν οτιδήποτε για την, μετά την επίδικη απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή, ακολουθηθείσα διαδικασία, με αποτέλεσμα να είναι άγνωστες στο Δικαστήριο οι ενέργειες που ακολούθησαν, εάν και πότε ολοκληρώθηκε η διαδικασία διορισμού νέων μελών στην Αστυνομία, καθώς και πόσα ή/και ποια μέλη διορίστηκαν. Και εδώ ακριβώς είναι που διαφέρει η παρούσα περίπτωση από τα γεγονότα της Σταυρίδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 283/2017, ημερ. 5.7.2021, την οποία επικαλείται η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, εφόσον σε εκείνη την περίπτωση, εκκρεμούσης της δικαστικής διαδικασίας και της προσφυγής κατά απόφασης απόρριψης αίτησης υποψηφίου για διορισμό στην Αστυνομία, είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία επιλογής και διορισμού των υποψηφίων και ήταν αυτό εις γνώση και των καθ’ ων η αίτηση αλλά και του Δικαστηρίου. Στην υπό κρίση περίπτωση, η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκε στη διαδικασία λήψης της απόφασης απόρριψης της αίτησης του αιτητή, η οποία είναι και η μόνη πράξη που προσβάλλεται με την αίτηση ακυρώσεως και η οποία, με αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς δια προσφυγής.

 

Κατά συνέπεια, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Προχωρώ στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, ξεκινώντας κατά προτεραιότητα με την εξέταση των ισχυρισμών περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων από τους καθ’ ων η αίτηση και/ή εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης: πρόκειται για ισχυρισμούς που άπτονται του συνόλου της ακολουθηθείσας διαδικασίας, αλλά και συνδέονται με έτερους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης που προωθούνται, με αποτέλεσμα τυχόν διαπίστωση πλημμέλειας και/ή σφάλματος, να επιδρά ευθέως στο σύνολο της επίδικης διαδικασίας, μέχρι και την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 4(1) των περί Αστυνομίας Γενικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 51/1989), ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο («οι Κανονισμοί»), στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρουν-

 

«(1) Υποψήφιος για εγγραφή ή διορισμό στην Αστυνομία πρέπει-

[…]

(β) να παρουσιάσει ικανοποιητικές συστάσεις αναφορικά με το χαρακτήρα του και, αν έχει προϋπηρεσία στο Στρατό της Δημοκρατίας, στην Εθνική Φρουρά, στη Δημόσια Υπηρεσία ή σε οποιαδήποτε κυβερνητική θέση ή θέση σε οργανισμό δημοσίου δικαίου ή σε οποιαδήποτε Αστυνομία, να παρουσιάσει ικανοποιητικές αποδείξεις ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω προϋπηρεσίας ήταν καλής διαγωγής·

[...]

(δ) να πιστοποιείται ύστερα από εξέταση από κυβερνητικό ιατρικό λειτουργό η καλή κατάσταση της υγείας του, η άρτια σωματική διάπλασή του και η σωματική και πνευματική του καταλληλότητα για να εκτελεί τα καθήκοντα στα οποία θα απασχολείται μετά την πρόσληψη του.

[...]

(η) να έχει επιτύχει σε γραπτή εξέταση, που διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, και να έχει συγκεντρώσει συνολική γενική βαθμολογία 50% τουλάχιστο κατά μέσο όρο και στο καθένα από τα θέματα που περιλαμβάνονται στην εξέταση όχι λιγότερο τον 40% της βαθμολογίας.

(θ) να έχει επιτύχει σε δοκιμασία αθλητικών γυμναστικών αγωνισμάτων [.]

[...]

(ιβ) να παρέχει τις πληροφορίες που πιθανόν να απαιτηθούν αναφορικά με το παρελθόν ή την προγενέστερή του εργασία ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που αφορά το διορισμό του στην Αστυνομία και αν οποιοσδήποτε υποψήφιος στην αίτησή του ή σε σχέση με την αίτησή του για διορισμό προβαίνει σε οποιαδήποτε ψεύδη δήλωση και ακολούθως διορίζεται στην Αστυνομία διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης απολύεται από την Αστυνομία».

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι εν προκειμένω ο αιτητής είχε επιτύχει στις προβλεπόμενες γραπτές εξετάσεις, όπως, ακολούθως, πέτυχε και στις ψυχομετρικές εξετάσεις, αλλά και στα αθλητικά γυμναστικά αγωνίσματα. Επίσης, ο αιτητής υποβλήθηκε με επιτυχία στις προβλεπόμενες ιατρικές εξετάσεις, καθώς και σε έλεγχο νάρκοτεστ με αρνητικό αποτέλεσμα.

 

Ωστόσο, στη συνέχεια, και αφού πρώτα ο αιτητής συμμετέσχε στις πιο πάνω προβλεπόμενες δοκιμασίες με επιτυχία, οι καθ’ ων η αίτηση, επικαλούμενοι τις διατάξεις των προεκτεθέντων Κανονισμών 4(1)(β) και 4(1)(ιβ), απέρριψαν την αίτηση του αιτητή.

 

Εν πρώτοις, δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι οι καθ’ ων η αίτηση, είναι στη βάση μη ικανοποιητικών συστάσεων που διαμόρφωσαν άποψη για τον χαρακτήρα του αιτητή, όπως επιτάσσει ο Κανονισμός 4(1)(β) και τον οποίο οι ίδιοι επικαλούνται στην επίδικη απόφασή τους. Μάλιστα, ούτε στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας του Συμβουλίου Προσλήψεων, ημερομηνίας 24.3.2021, αναφέρεται ότι τα μέλη του Συμβουλίου Προσλήψεων απέρριψαν την αίτηση του αιτητή λόγω μη ικανοποιητικών συστάσεων για τον χαρακτήρα του αιτητή, αλλά γίνεται αναφορά σε περαιτέρω πληροφορίες που εξασφάλισε το Συμβούλιο σε σχέση με το παρελθόν του αιτητή. Συνεπώς, εύλογα τίθεται ζήτημα ορθής εφαρμογής και ερμηνείας της εν λόγω κανονιστικής διάταξης από τους καθ’ ων η αίτηση στην συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Επιπρόσθετα δε, η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε και στον προεκτεθέντα Κανονισμό 4(1)(ιβ): ωστόσο, και πάλι, δεν προκύπτει οι καθ’ ων η αίτηση να έχουν ζητήσει από τον αιτητή πληροφορίες αναφορικά με το παρελθόν του, αλλά όπως έχει ήδη  αναφερθεί πιο πάνω, στηρίχθηκαν σε περαιτέρω πληροφορίες που εξασφάλισε το Συμβούλιο αναφορικά με το εν λόγω θέμα. Βεβαίως, οι προηγούμενες καταδίκες εμπίπτουν στις πληροφορίες σχετικές με το παρελθόν ενός προσώπου. Ωστόσο, και ανεξάρτητα από το κατά πόσον είναι ο ίδιος ο αιτητής που εν προκειμένω παρέσχε τη σχετική πληροφόρηση, ελλείψει ρητής συμπερίληψής τους στις πρόνοιες των Κανονισμών αναφορικά με τις προϋποθέσεις διορισμού στην Αστυνομία, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον οι προηγούμενες καταδίκες συνιστούν πράγματι κώλυμα για έναν τέτοιο διορισμό. Πόσω δε μάλλον όταν πρόκειται για ποινική καταδίκη που έχει αποκατασταθεί. Ακόμα δε και σε περίπτωση που θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, ως εκ της φύσεως των καθηκόντων και/ή του επαγγέλματος του Αστυνομικού, η απουσία προηγούμενων καταδικών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό στην Αστυνομία, και πάλι, δεν μπορώ παρά να εντοπίσω κενό στη σχετική δευτερογενή νομοθεσία, η οποία δεν συνάδει με την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου.

 

Έτι περαιτέρω, ακόμα και αν θα μπορούσε να λεχθεί ότι, παρά τα αμέσως πιο πάνω, εφαρμόζονται οι υπό αναφορά κανονιστικές διατάξεις στην υπό κρίση περίπτωση, και πάλι διαπιστώνεται πλημμέλεια, η οποία έγκειται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων από τους καθ’ ων η αίτηση. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 5(2)(α) των Κανονισμών-

 

«Οι αρμοδιότητες τον Συμβουλίου Προσλήψεων είναι:

(α) Αξιολόγηση και ταξινόμηση των αιτήσεων των υποψηφίων για πρόσληψη.

[…]».

 

Στις δε αμέσως επόμενες παραγράφους του εν λόγω Κανονισμού, προβλέπεται η υπό του Συμβουλίου Προσλήψεων διενέργεια γραπτών εξετάσεων των υποψηφίων, αθλητικών γυμναστικών δοκιμασιών, ψυχομετρικών και ιατρικών εξετάσεων. Συνεπώς, είναι ξεκάθαρο από την ίδια τη δομή και/ή οικονομία του Κανονισμού, αυτό άλλωστε επιτάσει και η κοινή λογική, ότι πρώτα το Συμβούλιο Προσλήψεων αξιολογεί τις αιτήσεις των υποψηφίων και μόνον οι υποψήφιοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 4, μπορούν στη συνέχεια να συμμετάσχουν στις προαναφερθείσες εξετάσεις και/ή δοκιμασίες. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση θα απέληγε σε παράλογα αποτελέσματα και εύλογα θα ήγειρε το ερώτημα ποιός ο λόγος να υποβληθεί ένας υποψήφιος στις πιο πάνω εξετάσεις και/ή δοκιμασίες, εφόσον εξ’ αρχής διαπιστώνεται ότι δεν πληροί προϋποθέσεις όπως αυτήν περί του καλού του χαρακτήρα (βλ. και Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 749/2020 κ.α., ημερ. 3.11.2021, όπου ακολουθήθηκε παρόμοια προσέγγιση).

 

Είναι δε αξιοσημείωτο ότι και η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, στο πλαίσιο αντίκρουσης του πρώτου προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης που προωθείται, περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου, προκειμένου να καταδείξει ότι το Συμβούλιο Προσλήψεων είναι το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφασίσει για τη μη συμπερίληψη ενός υποψηφίου στον κατάλογο των υποψηφίων, επικαλείται ακριβώς εκείνες τις κανονιστικές διατάξεις (4(1)(α) και (β) και 5(2)(α) των Κανονισμών), οι οποίες πράγματι αποτελούν την αφετηρία της διαδικασίας διορισμού και οι οποίες, ως αφορώσες στην αξιολόγηση έκαστης υποβληθείσας αίτησης, πρώτα, πριν από οποιαδήποτε άλλη διάταξη, εφαρμόζονται. Ορθώς δε η αίτηση του αιτητή, στο συγκεκριμένο στάδιο, αξιολογήθηκε από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, ήτοι το Συμβούλιο Προσλήψεων.

 

Ωστόσο, οι καθ’ ων η αίτηση, υπό πλάνη και/ή κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προεκτεθεισών κανονιστικών διατάξεων, δεν αξιολόγησαν πρώτα την αίτηση του αιτητή ως όφειλαν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(1) και 5(2)(α), αλλά επέτρεψαν τη συμμετοχή του στις γραπτές εξετάσεις, στις αθλητικές γυμναστικές δοκιμασίες, καθώς και στις ψυχομετρικές και ιατρικές εξετάσεις και μόνον αργότερα, στις 24.3.2021, μετά που ο αιτητής είχε επιτύχει στις πιο πάνω εξετάσεις και/ή δοκιμασίες, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην αξιολόγηση της αίτησής του ως προς τον χαρακτήρα του, σύμφωνα με τα όσα επιτάσσουν οι πιο πάνω Κανονισμοί, διαπιστώνοντας ότι αυτός είχε καταδικαστεί και του είχαν επιβληθεί ποινές για τα προαναφερθέντα αδικήματα.

 

Βεβαίως, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν ελέγχονται οι προηγούμενες καταδίκες του αιτητή και ούτε αμφισβητείται η ύπαρξή τους. Αντικείμενο ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου είναι η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των Κανονισμών από τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι και απέτυχαν να το πράξουν. Με αποτέλεσμα, να διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση. Θα μπορούσε επ’ αυτού κάποιος να επιχειρηματολογήσει υπέρ του ισχυρισμού ότι η εν λόγω πλάνη, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ουσιώδης και, συνεπώς, δεν επιδρά στο κύρος της επίδικης απόφασης, δεδομένου ότι ούτως ή άλλως, ακόμα και αν η αξιολόγηση του αιτητή διενεργείτο κατ’ ορθήν εφαρμογή των κανονιστικών διατάξεων, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο, δηλαδή η αίτησή του θα απορριπτόταν.

 

Ωστόσο, ακόμα και αν γινόταν δεκτή η πιο πάνω εισήγηση, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση στην υπό εξέταση περίπτωση, συνιστούν και παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, ισχυρισμό που έχει δικογραφήσει (βλ. νομικό σημείο 8 της αίτησης ακυρώσεως) και προωθεί η πλευρά του αιτητή, εφόσον ο αιτητής αχρείαστα εν τέλει υπεβλήθη σε όλες τις προβλεπόμενες εξετάσεις και/ή δοκιμασίες, εφόσον η επίδικη απορριπτική απόφαση λήφθηκε στη βάση ευρημάτων τα οποία όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση να έχουν εξ’ αρχής ενώπιον τους και/ή να λάβουν υπόψη τους κατά το στάδιο της αρχικής αξιολόγησης και ταξινόμησης της αίτησης του αιτητή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 5(2)(α) και πριν από την διενέργεια των εν λόγω εξετάσεων. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 51(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν.158(Ι)/1999), «Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί µε τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούµενο.».

Η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, χωρίς βεβαίως να υπερφαλαγγίζει και να μεταβάλλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης και να καταστρατηγεί την αρχή της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Με άλλα λόγια, η εν λόγω αρχή έχει μεν συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016, O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021), ωστόσο σαφώς και τυγχάνει εφαρμογής όταν οι εν λόγω πρόνοιες εφαρμόζονται από τη Διοίκηση εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη, όπως διαπιστώνεται να συμβαίνει εν προκειμένω.

 

Ενόψει των πιο πάνω, εντοπίζεται βάσιμος λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση, κατ’ ορθήν εφαρμογή των προαναφερθεισών κανονιστικών διατάξεων, εξ’ αρχής και πριν από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, να προβούν στην αξιολόγηση της αίτησης του αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη τις όποιες πληροφορίες και/ή δεδομένα σχετικά με τον χαρακτήρα του ή/και το παρελθόν του.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.

 

Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο