ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                   Υπόθεση Αρ. 547/2024

 

                                                     24 Μαΐου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

               ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. B. O. A.,

                                  2. Ι. Π.                     Αιτητές,

                       

                             v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η Αίτηση   

 __________________

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόρος Αιτητών.

Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η παρούσα Προσφυγή των Αιτητών, στρέφεται κατά του Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης του Αιτητή 1, ημερομηνίας 17.03.2024, δυνάμει του άρθρου 6(1) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου όπως και της απόφασης απαγόρευσης επανεισόδου του Αιτητή 1 στη Δημοκρατία για περίοδο πέντε ετών.  

 

Ως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου ο οποίος έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως εξής:

 

Ο Αιτητής 1, είναι υπήκοος της Νιγηρίας, με ημερομηνία γέννησης την 15/05/2000. Στις 27/10/2018 αφίχθηκε στην Δημοκρατία με προσωρινή άδεια διαμονής ως φοιτητής, η οποία ανανεώθηκε μέχρι και τις 14/10/2020.  

 

Ο Αιτητής 1, στις 24/11/2021 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 15/07/2022. Στις 28/02/2023, απορρίφθηκε και η υπ' αριθμόν 4469/2022 προσφυγή που καταχώρησε μέσω του προηγούμενου του δικηγόρου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Η δικηγόρος των Αιτητών ισχυρίζεται ότι ο Αιτητής 1 ουδέποτε ενημερώθηκε για την απόρριψη της προσφυγής του στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, είτε από το ίδιο το Δικαστήριο είτε από τον προηγούμενο δικηγόρο του, παρά μόνον οι Αιτητές έτυχαν ενημέρωσης σε μεταγενέστερο στάδιο, με δική τους πρωτοβουλία.

 

Οι πληροφορίες ως προς την Αιτήτρια 2, προκύπτουν από το περιεχόμενο της επιστολής των Αιτητών ημερομηνίας 18/4/2023 η οποία περιλαμβάνεται εντός του φακέλου και των σχετικών σε αυτήν παραρτημάτων, αφού καμία αναφορά για αυτήν δεν γίνεται στην Ένσταση της Καθ΄ης Αίτηση, πέραν του ότι η Αιτήτρια 2 καταχώρησε μαζί με τον Αιτητή 1 την παρούσα προσφυγή.

 

Από τον διοικητικό φάκελο και ως η ενυπόγραφη δήλωση της ίδιας απευθυνόμενη στον Υπουργό Εσωτερικών, προκύπτει ότι η Αιτήτρια 2 είναι πολίτης της Δημοκρατίας, πτυχιούχα Πολιτική Μηχανικός, η οποία εργάζεται στο γραφείο του πατέρα της, ενώ ήδη από το 2021 συζεί με τον Αιτητή 1 στο ιδιόκτητο της διαμέρισμα στην οδό Ήβης στη Λακατάμια. Όπως προκύπτει από την εν λόγω επιστολή 18/4/2023, αλλά και τη μεταγενέστερη αυτής με ημερομηνία 27/2/2024 με την οποία μέσω της δικηγόρου της ζητείτο να εκδοθεί άδεια παραμονής στον Αιτητή 1, οι Αιτητές είχαν απευθυνθεί στον Υπουργό Εσωτερικών ζητώντας όπως τους επιτραπεί να προχωρήσουν σε σύμφωνο συμβίωσης. Ως Παραρτήματα στις επιστολές εντοπίζονται στο διοικητικό φάκελο οι σχετικές ένορκες δηλώσεις των Αιτητών στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 15/3/2023 ότι αμφότεροι δεν έχουν οποιοδήποτε νομικό κώλυμα να συνάψουν γάμο και αντίστοιχο πιστοποιητικό «Letter of Bachelorhood» ημερομηνίας 8/9/2023, αναφορικά με τον Αιτητή 1, από τη τοπική κυβέρνηση στο Λάγος του ομοσπονδιακού κράτους της Νιγηρίας από όπου κατάγεται, πιστοποιημένο για την αυθεντικότητα του από το Προξενείο της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Λάγος στις 20/9/2023. Ως Παράρτημα επίσης εντοπίζεται, Βεβαίωση από τον αρμόδιο Κοινοτάρχη Αγ. Παρασκευής στη Λακατάμια ημερομηνίας 14/3/2023, ότι οι Αιτητές συζούν σε συγκεκριμένο διαμέρισμα στην οδό Ήβης στη Λακατάμια. Κρίνω σκόπιμο να καταγράψω ότι άλλα παραρτήματα στις επιστολές των Αιτητών αποτελούν ενυπόγραφες επιστολές των γονέων της Αιτήτριας 2 και ζεύγους ελληνοκύπριων φίλων των Αιτητών απευθυνόμενοι στον Υπουργό Εσωτερικών, οι οποίες αναφέρονται στη πλήρη ενσωμάτωση του Αιτητή 1 στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον της Αιτήτρια 2, και συνοδεύονται από μεγάλο αριθμό κοινών φωτογραφιών των Αιτητών, μαζί με τους γονείς της Αιτήτριας 2 και φίλους αυτών.  

 

Η αποστολή της συστημένης επιστολής ημερ, 13/04/2023 και ότι αυτή παραλήφθηκε στις 19/04/2023 στο Υπουργείο Εσωτερικών, επίσης ότι στάληκε στις 18/04/2023 και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στον Υπουργό Εσωτερικών, αρχικά αμφισβητήθηκε μέσω της γραπτής αγόρευσης της Νομικής Υπηρεσίας, αλλά αυτό επιβεβαιώθηκε με δήλωση στο στάδιο των Διευκρινήσεων από τη δικηγόρο που εμφανίστηκε εκ μέρους της Καθ΄ης Αίτηση. Σε κάθε περίπτωση, η επιστολή αυτή και τα παραρτήματα της εντοπίζονται από το Δικαστήριο εντός του διοικητικού φακέλου.

 

Επί των εν λόγω επιστολών ημερομηνίας 18/4/2023 και αργότερα 27/2/2024, οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι δεν έλαβαν οποιαδήποτε απάντηση, και αυτό επιβεβαιώνεται και από την απουσία τέτοιας γραπτής απάντησης εντός του διοικητικού φακέλου.  

 

Στις 17/03/2024, ο Αιτητής 1 συνελήφθη για παράνομη παραμονή στην Δημοκρατία, στην επαρχία Λευκωσίας και την ίδια ημέρα εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης του δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, περιλαμβανόμενης απόφασης απαγόρευσης επανεισόδου του Αιτητή 1 στη Δημοκρατία για περίοδο πέντε ετών. 

 

Στις 20/03/2024, μέσω της δικηγόρου τους, οι Αιτητές απέστειλαν επιστολή αναφέροντας το γεγονός της σύλληψης και της έκδοσης του διατάγματος κράτησης και απέλασης, ζητώντας να ικανοποιηθεί το προηγηθέν αίτημα τους για έκδοση άδειας διαμονής του Αιτητή 1 με σκοπό τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης με την Αιτήτρια 2 και τονίζοντας τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης. Όπως εντοπίζεται από το Δικαστήριο εντός του διοικητικού φακέλου υπάρχει χειρόγραφη σημείωση επί αντιγράφου της επιστολής αυτής (Ερυθρούν 182) στις 20/03/2024, «Απόρριψη. Έχει συλληφθεί και θα απελαθεί. 20/3/24 , Κωνσταντίνος Ιωάννου, Υπουργός Εσωτερικών». Ωστόσο, από τον διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει να στάλθηκε οιαδήποτε απάντηση στους Αιτητές ή τη δικηγόρο τους.

 

Στις 03/04/2024, oι Αιτητές καταχώρησαν τη παρούσα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, η οποία στρέφεται κατά των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης ημερομηνίας 17/03/2024 που εκδόθηκαν εναντίον του Αιτητή 1 και της απόφασης απαγόρευσης επανεισόδου του Αιτητή 1 στη Δημοκρατία για περίοδο πέντε ετών.  .

 

Στις 16/5/2024, ημερομηνία κατά την οποία διεξήχθησαν οι Διευκρινήσεις της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, στη παρουσία της Αιτήτριας 2 και του πατέρα της, έγινε δήλωση από τη δικηγόρο του Αιτητή 1 ότι αυτός είχε απελαθεί δύο μέρες ενωρίτερα, γεγονός για το οποίο η δικηγόρος της Νομικής Υπηρεσίας η οποία εμφανίστηκε δήλωσε ότι έλαβε γνώση μόλις το πρωί της ίδιας ημέρας.

 

Η θέση η οποία τονίζεται από τους Αιτητές είναι ότι μεταξύ τους διατηρούν δεσμό εδώ και τρία και πλέον χρόνια και μέχρι και τη σύλληψη του συμβίωναν στο διαμέρισμα ιδιοκτησίας της Αιτήτριας 2, είχαν δε πλήρως ενσωματωθεί ως ζευγάρι στον οικογενειακό και κοινωνικό κύκλο της Αιτήτριας 2, ενώ έχουν εκφράσει τη πρόθεση τους να τελέσουν γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης, θέση η οποία υποστηρίζεται από σωρεία εγγράφων εντός του διοικητικού φακέλου. Είναι η θέση των Αιτητών ότι, λόγω ακριβώς του νομικού καθεστώτος παραμονής του Αιτητή 1 δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν την απαραίτητη άδεια από τους Καθ'ων η αίτηση για την τέλεση σύμφωνου συμβίωσης και προς τούτο αποτάθηκαν κατ΄επανάληψη στον Υπουργό Εσωτερικών, χωρίς όμως οποιαδήποτε ανταπόκριση.  

 

Ως κύριο λόγο ακύρωσης οι Αιτητές προβάλλουν ότι η διοίκηση ενήργησε χωρίς τη δέουσα έρευνα.  Υποστηρίζουν ότι, οι Καθ΄ων η αίτηση δεν διενήργησαν τη δέουσα έρευνα αναφορικά με τις προσωπικές συνθήκες του Αιτητή 1 εν σχέση με την κράτηση του, και ουδόλως έχουν λάβει υπόψη το σύνολο των προσωπικών του περιστάσεων, ενώ η όποια έρευνα έγινε, πραγματοποιήθηκε αυτοματοποιημένα και δεν είναι η δέουσα, ιδίως επειδή υπήρχε και εκκρεμές αίτημα των Αιτητών ενώπιον τους ως η επιστολή ημερ, 13/04/2023. Επίσης υποστηρίζουν πως οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι αναιτιολόγητες υπό το φως όλων όσων είχαν υποχρέωση να λάβουν υπόψη, ότι δεν ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια των Καθ΄ων η αίτηση, ενώ υπάρχει υποχρέωση άσκησης της εκεί και όπου προβλέπεται. Επίσης είναι η θέση των Αιτητών ότι υπήρχε υποχρέωση άσκησης του δικαιώματος ακρόασης, το οποίο δεν τους παραχωρήθηκε από τους Καθ'ων η αίτηση, ως επιβάλλεται από τη νομολογία του ΔΕΕ στην οποία παραπέμπουν οι Αιτητές

 

Αντίθετα, η ευπαίδευτη δικηγόρος των Καθ’ ων η αίτηση, στην εκτενή της αγόρευση, επαναλαμβάνει την καλά γνωστή νομολογία των δικαστηρίων μας, η οποία διέπει την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων, απαντώντας στα όσα προβάλει η αντίδικος της. Υποστηρίζει ότι, από το ίδιο το κείμενο του Διατάγματος κράτησης, προκύπτει ότι η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ., εξέτασε την πιθανότητα επιβολής στον Αιτητή 1 εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, την οποία και απέκλεισε λόγω της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη αττόφαση επιστροφής, μη ύπαρξης διεύθυνσης σταθερής διαμονής και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, κρίση η οποία είναι εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Υποδεικνύει δε προς το Δικαστήριο ότι, αυτό δεν δύναται να υποκαταστήσει πρωτογενώς την κρίση της Διοίκησης, καθώς προβαίνει σε έλεγχο των ακραίων ορίων αυτής. Όπως έχει δηλώσει και στο στάδιο των Διευκρινήσεων μέσω της αντιπροσώπου της, θεωρεί ότι, έχει γίνει πλήρης και δέουσα έρευνα και ορθώς εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης.

 

Επί του ζητήματος της συμβίωσης των Αιτητών, υποστηρίζει πως το γεγονός ότι η δικηγόρος των Αιτητών επικαλείται μέσω των επιστολών της ημερ. 27/02/2024 και 19/03/2024 ότι οι Αιτητές συμβιώνουν και επιθυμούν να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης, αυτό ουδόλως επηρεάζει την νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων. Υποβάλλει δε ότι, έχει εκδοθεί στις 20/03/2024 απόφαση από τον Υπουργό Εσωτερικών σε σχέση με το αίτημα που έχουν υποβάλει οι αιτητές για έγκριση παραχώρησης πιστοποιητικού ελευθερίας στον Αιτητή 1, την οποία δύναται να προσβάλλουν και να εξεταστούν στα πλαίσια εκείνης της διαδικασίας τα ζητήματα τα οποία αφορούν στην πρόθεση των Αιτητών να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης και κατά πόσο πληρούνται οι τιθέμενες προϋποθέσεις για την έκδοση αυτού. Τέλος, θέτει ως επιχείρημα ότι, φαίνεται από την απουσία καταγραφής τέτοιας αναφοράς από τον Υπεύθυνο του Επαρχιακού Κλιμακίου ΥΑΜ Λευκωσίας στην επιστολή του ημερ. 17/03/2024 προς τη Διεύθυνση των Καθ’ ων η Αιτηση, αλλά του αστυνομικού οργάνου στην κατάθεση που έλαβε από τον Αιτητή, όπου να καταγράφουν οποιαδήποτέ δήλωση του Αιτητή 1 σε σχέση με την σχέση και/ή συμβίωση του με την Αιτήτρια 2, πόσο μάλλον δε με την ύπαρξη αυτής γενικότερα, συμπεραίνοντας η δικηγόρος της Δημοκρατίας ότι, αυτός παρέλειψε να αναφέρει οτιδήποτε γιατί δεν υπήρχε τέτοια συμβίωση. Τονίζει δε ότι, το μόνο που καταγράφεται είναι δήλωση του Αιτητή 1 ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και διαπίστωση της ΥΑΜ ότι αυτός δεν διαμένει στην διεύθυνση διαμονής που δήλωσε.

 

Προτού προχωρήσω στον σχολιασμό των προβαλλόμενων εκατέρωθεν θέσεων, καταγράφω ότι με την υλοποίηση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ως δηλώθηκε στο στάδιο των Διευκρινήσεων, αφού ο Αιτητής απελάθηκε στις 14/5/2024, ουσιαστικά οι προσβαλλόμενες πράξεις εξέλειπαν.

 

Η δικηγόρος των Αιτητών, με την απαντητική της αγόρευση η οποία έγινε αμέσως μετά την απέλαση του Αιτητή 1, αναφέρει ότι «ο Αιτητής βρίσκεται πλέον στη χώρα καταγωγής του και είναι σε επικοινωνία με την Αιτήτρια 2.» Περαιτέρω επιχειρηματολογεί  ότι,  η υλοποίηση της απέλασης δεν καθιστά τη παρούσα προσφυγή άνευ αντικειμένου ενώ σημειώνει ότι, οι Αιτητές με την προσφυγή τους προσβάλλουν και την απόφαση απαγόρευσης εισόδου, η οποία εάν πετύχει θα μπορεί να επιτραπεί στον Αιτητή 1 η επανείσοδος του στη Δημοκρατία η οποία του έχει απαγορευτεί για 5 χρόνια.  

 

Η πλευρά της Καθ’ ής η αίτηση, ως η δήλωση της δικηγόρου της Νομικής Υπηρεσίας η οποία εμφανίστηκε για τη δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση, είχε ενημερωθεί για την απέλαση του Αιτητή 1 την ημέρα των Διευκρινήσεων. Συνεπεία τούτου ωστόσο δεν προέβαλε ζήτημα έκλειψης του αντικειμένου της προσφυγής ή ανέφερε οτιδήποτε σχετικό.

 

Σε κάθε περίπτωση, αξιολογώντας τα δεδομένα θεωρώ ότι, εν προκειμένω θα πρέπει να ολοκληρωθεί η εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.  Υποστηρικτική στη κατάληξη μου αυτή είναι, μεταξύ άλλων, η απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Δικαστηρίου στην απόφαση W. C. D. C. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 884/2020, ημερομηνίας 30/6/2023, την οποίαν επικαλείται η δικηγόρος των Αιτητών και της οποίας παραθέτω απόσπασμα:  

«Εν πάση δε περιπτώσει, όπως ορθώς παρατηρεί και η συνήγορος των αιτητών, το γεγονός ότι ο αιτητής αρ. 1 δεν βρίσκεται πλέον στην Κύπρο λόγω της εκτέλεσης του επίδικου διατάγματος απέλασής του, δεν επιδρά και/ή δεν επηρεάζει το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, αφού έχει νομολογηθεί ότι δεν είναι απαραίτητη η παρουσία του αιτητή στη Δημοκρατία, Ιδίως όταν εκπροσωπείται από δικηγόρο (Μογο & Anotherv. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ 1203), δεδομένου ότι, όπως επίσης έχει κριθεί, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής και ακύρωσης του διατάγματος απέλασης, υπάρχει δυνατότητα στον αιτητή να επανέλθει στη Δημοκρατία (NASHAT MONER LOFTYMATRY v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5848/2013, ημερ. 7.11.2013).

Έτι περαιτέρω, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη η κράτηση του αιτητή αρ. 1 μέχρι την απέλασή του στις 7.9.2020, η οποία, υπό το φως της, δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο, απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην STOYANOV ν. Δημοκρατίας, ΑΕ. 147/2012, ημερ. 2.7.2018, και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, στοιχειοθετεί ζημιογόνο κατάλοιπο per se λόγω της αποστέρησης της ελευθερίας του αιτητή κατά το διάστημα που παρέμεινε υπό κράτηση και, συνακόλουθα, το απαιτούμενο έννομο συμφέρον του αιτητή αρ. 1 για προώθηση της προσφυγής του. Μόνο δε σε περίπτωση ακύρωσης των εν λόγω διαταγμάτων από το Διοικητικό Δικαστήριο, θα μπορέσει αυτός, δυνάμει του Αρθρου 146.6 του Συντάγματος, να διεκδικήσει αποζημιώσεις για την παραβίαση των δικαιωμάτων του. Όπως συναφώς λέχθηκε στην STOYANOV, ανωτέρω- (…)»

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση στην Ένσταση τους ήγειραν προδικαστικό ζήτημα, ως προς το έννομο συμφέρον της Αιτήτριας 2 να προωθεί την παρούσα προσφυγή. Προτού λοιπόν προχωρήσουμε στο σχολιασμό των λόγων ακύρωσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, προέχει η νομική ανάλυση της εν λόγω προδικαστικής ένστασης.

 

Συγκεκριμένα, είναι η θέση των Καθ' ων η Αίτηση ότι η Αίτητρια 2 στερείται εννόμου συμφέροντος καθότι αυτή δεν κατέχει προσωπικό, άμεσο και ενεστώς συμφέρον να προωθεί την παρούσα Προσφυγή. Όπως καταγράφεται στην αγόρευση τους, δεν έχει με οιονδήποτε τρόπο μέχρι και σήμερα «εδραιωθεί» το δικαίωμα της Αίτητρια 2 σε ιδιωτική και οικογενειακή ζωή μαζί με τον Αιτητή 1, αφού δεν έχει τελεστεί γάμος και/ή σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ των Αιτητών και/ή ούτε έχουν μέχρι σήμερα αποκτήσει τέκνα ούτως ώστε να καταδεικνύεται η ύπαρξη ισχυρής σύνδεσης μεταξύ των δύο ή ούτως ώστε να γίνεται λόγος για πλήξη του δικαιώματος για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή της Αιτήτριας 2. Αφ' ης στιγμής, υποστηρίζει, στο στάδιο όπου εξετάζεται η εν λόγω προσφυγή οι Αιτητές δεν είναι ούτε παντρεμένοι ούτε έχουν αποκτήσει τέκνο, κατά την άποψη των Καθ' ων η Αίτηση, δεν δύναται αυτή να επικαλείται πλήξη του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής της ζωής. Υποστηρίζει ότι «από την στιγμή που γάμος δεν υφίσταται, και οι αιτητές έχουν ήδη αποταθεί μέσω των δικηγόρων τους με αίτημα προς τον Υπουργό Εσωτερικών για παροχή έγκρισης έκδοσης πιστοποιητικού ελευθερίας στον αιτητή 1, αίτημα το οποίο έχει απαντηθεί από τους Καθ' ων η Αίτηση στις 20/03/2024 και έχει απορριφθεί, το κατά πόσον η πρόθεση των αιτητών προς τέλεση γάμου και/ή συμφώνου συμβίωσης είναι γνήσια και εάν όντως υπάρχει πράγματι συμβίωση μεταξύ των αιτητών δεν είναι κάτι το οποίο δύναται το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας Προσφυγής».

 

Αντίθετα, η Αιτήτρια 2 συναρτά την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος της με το γεγονός ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις θα πληγεί το δικαίωμα της για ιδιωτική και/ή οικογενειακή ζωή και/ή το δικαίωμα της σε γάμο με τον Αιτητή 1. Μέσα από τις επιστολές που έχουν προαναφερθεί και προηγούνται των προσβαλλομένων πράξεων, έχει εκφρασθεί η επιθυμία των Αιτητών να τελέσουν γάμο μεταξύ τους και/ή σύμφωνο συμβίωσης, καθότι αυτοί, εξ' όσων ισχυρίζονται, συμβιώνουν και διατηρούν μακροχρόνια σχέση πέραν των τριών ετών.  

 

Αναφορικά με τις θέσεις των Καθ'ων η αίτηση ως προς την προδικαστική τους Ένσταση και το έννομο συμφέρον της Αιτήτριας 2, η δικηγόρος των Αιτητών απαντά ότι το κατά πόσο έχει ή δεν έχει τελεστεί γάμος ή υπάρχουν τέκνα, αυτό δεν επενεργεί με οποιοδήποτε τρόπο στο έννομο συμφέρον της Αιτήτριας 2 ως συμβίας και σε μακρόχρονη σχέση με τον Αιτητή 1, αφού το δικό της δικαιώματα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή δεν εξαρτάται από τον γάμο.

 

Σχετικά υποδεικνύει (η έμφαση προστίθεται) ότι το ΕΔΑΔ με τη νομολογία του έχει αποφανθεί ότι το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή αποτελεί αυτόνομη έννοια κάτω από την ΕΣΔΑ. «296. The notion of family life is an autonomous concept (Marckx ν. Belgium, ς 31). Consequently, whether or not “family life” exists is essentially a question of fact depending upon the real existence in practice of close personal ties (Paradiso and Campanelli ν. ltaly [6C], ς 140). The Court will therefore look at de facto family ties, such ας applicants living together, in the absence of αnγ legal recognition of family life (Johnston and Others ν. Ireland, ς 56). Other factors will include the length of the relationship and, in the case of couples, whether they have demonstrated their commitment to each other by having children together (Χ, Υ and Ζ ν. the United Kingdom, ς 36). Therefore, the notion of “family” in Article 8 concerns marriage-based relationships, and also other de facto “family ties", including between same-sex couples, where the parties are living together outside marriage or where other factors demonstrated that the relationship had sufficient constancy (Paradiso and Campanelli ν. ltaly [GC], s 140 and Oliari and Others ν. ltaly, ς 130)”.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,  αναγνώρισε την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε σύζυγο, καθότι, ως χαρακτηριστικά ελέχθη, «έκαστος σύζυγος έχει ίδιον συμφέρον για την προστασία της οικογενειακής ζωής». Στην εν λόγω υπόθεση, ο αιτητής, Κύπριος υπήκοος, είχε στραφεί κατά της απόφασης απόρριψης του αιτήματός του να επιτραπεί στην απελαθείσα Αιγύπτια σύζυγό του, η είσοδός της στη Δημοκρατία και να αφαιρεθεί το όνομά της από το "STOP-LIST". Λέχθηκαν συναφώς τα εξής από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου: «Ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, με αίτημα την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, επικαλούμενος δυσμενή επηρεασμό ιδίου συμφέροντος από την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο επηρεασμός του πηγάζει από τη στέρηση της οικογενειακής ζωής, δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος. Το ίδιο δικαίωμα παρέχεται και από το Άρθρο 8(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 39/62.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή παραδεκτή, τονίζοντας, σε συμφωνία με προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι έκαστος σύζυγος έχει ίδιον συμφέρον για την προστασία της οικογενειακής ζωής. Επομένως, ο εφεσείων εδικαιούτο να προσβάλει διοικητική απόφαση, η οποία αφορούσε τη σύζυγό του και έτεινε να επηρεάσει το δικαίωμά του για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής - (βλ. Balalas and Another v. Republic (1888) 3 C.L.R. 2127).».

 

Πιο πρόσφατα, στην LIYANA HEWAGE KANTHIE κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1578/2005, ημερ. 21.5.2007, λέχθηκαν επί παρόμοιου θέματος τα εξής:

«Οι καθ' ων η αίτηση προδικαστικά υποστηρίζουν ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό και άμεσο, δηλαδή να υπάρχει ειδικός δεσμός μεταξύ του αιτούντος και της προσβαλλόμενης πράξης, λόγω της σχέσης του προς τη νομική κατάσταση την οποία θίγει η πράξη, αλλά και να συνδέεται αμέσως με το πρόσωπο του αιτούντος, υπό την έννοια ότι την διά της πράξεως προξενούμενη βλάβη υφίσταται ο ίδιος ο αιτών και όχι άλλο πρόσωπο.

Ασφαλώς και ο αιτητής έχει άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον από την απέλαση της αιτήτριας  η οποία είναι σύζυγός του και η οποία μάλιστα είναι και έγκυος. Η οικογενειακή ζωή του αιτητή έχει διαταραχθεί και έχει επηρεαστεί το δικαίωμά του να διαβιοί με τη σύζυγό του στην οικογενειακή τους εστία. Η ένσταση απορρίπτεται.».

 

Στη παρούσα περίπτωση, δεν έχει πραγματοποιηθεί γάμος. Όπως τονίζουν και οι Αιτητές, οι ίδιοι πολύ πριν τη σύλληψη του Αιτητή 1 με τις επιστολές τους ημερ. 18/4/2023 και αργότερα 27/2/2024 είχαν απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας και είχαν ζητήσει ακριβώς να τους επιτραπεί να προχωρήσουν σε σύναψη συμφώνου συμβίωσης ή γάμου, πράξη η οποία πέραν από τις επιπτώσεις στις μεταξύ τους έννομες σχέσεις θα διευθετούσε και το ζήτημα του καθεστώτος παραμονής του Αιτητή 1 στη Δημοκρατία. Περαιτέρω, εξαρχής προέβαλαν μακροχρόνια συμβίωση των δύο η οποία αποδεικνυόταν από έγγραφα, ήτοι ενυπόγραφες δηλώσεις του αρμόδιου Κοινοτάρχη, των ιδίων, συγγενών και φίλων τους, μαζί με φωτογραφικό υλικό.

 

Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της δικηγόρου της Δημοκρατίας ως η αναφορά στην αγόρευση της ότι το «αίτημα το οποίο έχει απαντηθεί από τους Καθ' ων η Αίτηση στις 20/03/2024 και έχει απορριφθεί» διαπιστώνω ότι δεν υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Όπως έχω προαναφέρει, το μόνο που εντοπίζεται είναι μια χειρόγραφη σημείωση επί αντιγράφου της τελευταίας επιστολής ημερ.19/3/2024, «Απόρριψη. Έχει συλληφθεί και θα απελαθεί. 20/3/24 , Κωνσταντίνος Ιωάννου, Υπουργός Εσωτερικών» και από τον διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει να έγινε οιαδήποτε έρευνα για το αίτημα, να συντάχθηκε οιαδήποτε αιτιολογημένη απορριπτική έκθεση για αυτό, ούτε να στάλθηκε οιαδήποτε απαντητική επιστολή στην Αιτήτρια 2 η οποία απέστειλε την πρώτη επιστολή στις 18/4/2023  ή στη δικηγόρο των Αιτητών η οποία απέστειλε εκ νέου στις 27/2/2024 την αρχική επιστολή μέσω δεύτερης δικής της επιστολής.  

 

Συνεπώς εν προκειμένω, κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων στις 17/03/2024 εκκρεμεί η απάντηση του αιτήματος των Αιτητών να τους επιτραπεί να προχωρήσουν σε σύναψη συμφώνου συμβίωσης ή γάμου, πράξη η οποία πέραν από τις επιπτώσεις στις μεταξύ τους έννομες σχέσεις, εάν υλοποιείτο, θα διευθετούσε και το ζήτημα του καθεστώτος παραμονής του Αιτητή 1 στη Δημοκρατία, αίτημα το οποίο δεν φαίνεται να έτυχε οιασδήποτε έρευνας και απάντησης. Ούτε φαίνεται να εξετάστηκε από τη διοίκηση και το ζήτημα της συμβίωσης ή όχι των Αιτητών για περίοδο πέραν των τριών ετών, όπως η ίδιοι υποστηρίζουν και μάλιστα στοιχειοθετούν με τα έγγραφα τα οποία επισυνάπτονται στην επιστολή τους ημερ. 18/4/2023 και επαναλαμβάνονται σε μεταγενέστερες αυτής.

 

Περαιτέρω σχολιάζω ότι, η παράθεση του ισχυρισμού της συμβίωσης των Αιτητών ως γίνεται και μέσω των αγορεύσεων, δεν θεμελιώνει πραγματικά δεδομένα, και δεν είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου (Μαρία Βασιλείου Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 1254/02, ημερομηνίας 15.11.2004, σελ. 7, Δημοκρατία ν. Kassinos Constructions (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835, 3840, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3420 ημερομηνίας 29.9.93, Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α., Α.Ε. 2064 ημερομηνίας 21.7.1999).

 

Η μη εξέταση από τη Διοίκηση του αιτήματος για άδεια σύναψης συμφώνου συμβίωσης και του ισχυρισμού των Αιτητών περί υφιστάμενης μακροχρόνιας συμβίωσης, ως φαίνεται στο διοικητικό φάκελο, ο οποίος αμφισβητείται, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να εξετάσει εάν τέτοια συμβίωση, υπό το φως της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα συνιστούσε οικογενειακή ζωή, δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος και το Άρθρο 8(1) της ΕΣΔΑ, όπως ισχυρίζεται η Αιτήτρια 2. Χωρίς να είναι αποδεκτή και από τη διοίκηση η συμβίωση των Αιτητών, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει να εξετάσει καταπόσον η Αιτήτρια 2 υπό την ιδιότητα της Συμβίας αυτού για μεγάλο χρονικό διάστημα έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον να προσβάλει και αυτή την απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αναφορικά με τον Αιτητή 1.

 

Δεδομένου τούτου, κρίνω ότι η Αιτήτρια 2 δεν προκύπτει να κατέχει το απαιτούμενο εκ του συντάγματος άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον να προσβάλει τη κράτηση και απέλαση του Αιτητή 1. Συνεπώς η προσφυγή ως προς αυτήν απορρίπτεται, χωρίς, υπό τις περιστάσεις, οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Αφού έχω εξετάσει και το ζήτημα της νομιμοποίησης της Αιτήτριας 2 να αποτελεί διάδικο στη παρούσα υπόθεση, πλέον θα εξετάσω και τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προβάλει η κα.Χαραλαμπίδου και κυρίως τον λόγο τον οποίο έχει τονίσει και στο στάδιο των Διευκρινήσεων, ότι η διοίκηση ενήργησε χωρίς τη δέουσα έρευνα.  Υποστηρίζει ειδικότερα ότι, οι Καθ΄ων η αίτηση δεν διενήργησαν τη δέουσα έρευνα αναφορικά με τις προσωπικές συνθήκες του Αιτητή 1 εν σχέση με την κράτηση του, και ουδόλως έχουν λάβει υπόψη το σύνολο των προσωπικών του περιστάσεων, ενώ η όποια έρευνα έγινε, πραγματοποιήθηκε αυτοματοποιημένα και δεν είναι η δέουσα, ιδίως επειδή υπήρχε και εκκρεμές αίτημα των Αιτητών ενώπιον τους ως η επιστολή ημερ, 13/04/2023.

 

Η θέση, αντίθετα, της δικηγόρου των Καθ΄ων η αίτηση είναι ότι έχει γίνει πλήρης και δέουσα έρευνα και ορθώς εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Υποστηρίζει ότι, από το ίδιο το κείμενο του Διατάγματος κράτησης προκύπτει πως η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ. εξέτασε την πιθανότητα επιβολής στον Αιτητή 1 εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, την οποία και απέκλεισε λόγω της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής, μη ύπαρξης διεύθυνσης σταθερής διαμονής και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, κρίση η οποία είναι εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Υποβάλλει σχετικά ότι, το Δικαστήριο δεν δύναται να υποκαταστήσει πρωτογενώς την κρίση της Διοίκησης, καθώς προβαίνει σε έλεγχο των ακραίων ορίων αυτής.  

 

Όπως έχει επισημανθεί από το Δικαστήριο, μετά από μελέτη του διοικητικού φακέλου, κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος κράτησης και απέλασης, εκκρεμούσε η απάντηση των Καθ΄ων η αίτηση στην επιστολή που απέστειλε η Αιτήτρια 2 στις 18/4/2023 στον Υπουργό Εσωτερικών και ακολούθως εκ νέου μέσω δεύτερης δικής της επιστολής από τη δικηγόρος των Αιτητών στις 27/2/2024.  Με τις επιστολές οι Αιτητές ζητούσαν να τους επιτραπεί να προχωρήσουν σε σύναψη συμφώνου συμβίωσης ή γάμου, πράξη η οποία πέραν από τις επιπτώσεις στις μεταξύ τους έννομες σχέσεις θα διευθετούσε και το ζήτημα του καθεστώτος παραμονής του Αιτητή 1 στη Δημοκρατία.

 

Επίσης από τα παραρτήματα στις εν λόγω επιστολές προκύπτει ότι, ο Αιτητής 1 διέμενε σε συγκεκριμένη διεύθυνση η οποία ήταν ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ήταν εν γνώση των Καθ΄ων η Αίτηση αφού καταγράφεται στις διαδοχικές επιστολές που απέστειλαν. Στην ενυπόγραφη γραπτή δήλωση των Αιτητών (Ερυθρούν 133 και 122) αναγράφεται ότι διαμένουν στο ιδιόκτητο διαμέρισμα της Αιτήτριας 2 στην οδό Ήβης στη Λακατάμια, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από την Βεβαίωση του Κοινοτάρχη Αγ. Παρασκευής στη Λακατάμια ημερομηνίας 14/3/2023 (Ερυθρούν 97), με την επιπρόσθετη διαπίστωση αυτού ότι οι Αιτητές συζούν. Ομοίως την ίδια διεύθυνση, όπως και τον αριθμό τηλεφώνου του Αιτητή ο οποίος φαίνεται να είναι διαχρονικά ο ίδιος, εντοπίζω στην ηλεκτρονική κατάσταση πληροφοριών των Καθ΄ων η Αίτηση, η οποία βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο (Ερυθρούν 144, 184).

 

Όλα τα πιο πάνω αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου και σημειώνεται από το Δικαστήριο ότι στο στάδιο των Διευκρινήσεων έγινε, με απαίτηση της δικηγόρου των Αιτητών, ρητή παραδοχή εκ μέρους των δικηγόρων της Νομικής Υπηρεσίας ότι η επιστολή απεστάλη και παρελήφθη από το Υπουργείο Εσωτερικών, ως και τα σχετικά αποδεικτικά τα οποία επισύναψε στην απαντητική της γραπτή αγόρευση. Ωστόσο μετά από μελέτη του διοικητικού φακέλου διαπιστώνω ότι ουδόλως οι επιστολές αυτές απασχόλησαν τους Καθ΄ων η αίτηση μέχρι και το στάδιο έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. 

 

Ειδικά ως προ το διάταγμα κράτησης του Αιτητή 1, παραπέμπω στο άρθρο 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105) όπου γίνεται ρητή αναφορά στην επιλογή εκ μέρους του Υπουργού για επιβολή λιγότερο περιοριστικών μέτρων σε σχέση με το διάταγμα κράτησης και ότι αυτό επαφίεται στην διακριτική του ευχέρεια. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν: «18ΠΣΤ. (1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν (…)»

 

Υπάρχει συνεπώς εκ του νόμου σαφέστατη υποχρέωση να εξεταστεί πρώτα η επιβολή άλλων λιγότερο επαχθών μέτρων και η κράτηση είναι η έσχατη λύση και εφόσον τα άλλα μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσματικά, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση επί του θέματος.

 

Όπως ανέφερε και το παρόν Δικαστήριο πρόσφατα στην Α. Ε. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 239/2024, ημερομηνίας 13/3/2024 : «Έχει κατ 'επανάληψη νομολογηθεί ότι, τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Όπως αναφέρθηκε σε σχετική απόφαση του ΕΔΑΔ, η κράτηση επιλέγεται όταν είναι αντικειμενικώς αναγκαία για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του (S.K. ν. Russia, Αρ. Προσφυγής 52722/15, ημερομηνίας 14.2.17, σκέψη 111). »

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, ο Αιτητής 1 είχε μόνιμη διεύθυνση στη Δημοκρατία, την οποία δήλωσε πολύ πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, όπου θα μπορούσε να εντοπιστεί ώστε να εκτελεστεί η απέλαση του.

 

Περαιτέρω, από τον διοικητικό φάκελο δεν φαίνεται τι ακριβώς έχει δηλώσει σχετικά ο εν λόγω Αιτητής κατά τη συνέντευξη, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο οδηγείται στο εύλογο συμπέρασμα ότι στη παρούσα περίπτωση δεν υπήρχε εύλογα κίνδυνος διαφυγής από το συγκεκριμένο πρόσωπο και παρεμπόδιση της όλης διαδικασίας επαναπατρισμού του ενώ έχει παραβιαστεί η πρόνοια στο Άρθρο 18ΠΣτ (1), του περί Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105  η οποία επιβάλει να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, επαρκή, αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα από την κράτηση, όταν αυτό επιτρέπεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συνεπώς καταλήγω ότι, η κράτηση του Αιτητή 1 δεν ήταν ανάλογη ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, όπως επιτάσσει το άρθρο 52(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), και ούτε προκύπτει ότι έγινε η απαραίτητη ατομική αξιολόγηση της ενώπιον του Δικαστηρίου περίπτωσης.  

 

Επίσης δε, η αναφορά στο σώμα του διατάγματος Κράτησης ότι «Δεδομένου της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής, μη ύπαρξη σταθερής διεύθυνσης διαμονής και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων», επιβεβαιώνει τη θέση της δικηγόρου των Αιτητών περί μη δέουσας έρευνας για την έκδοση αυτού.

 

Καταλήγω εύλογα ότι, το διάταγμα κράτησης του Αιτητή 1, συμπεριλαμβανομένου του ευρήματος των Καθ΄ων η Αίτηση περί κινδύνου διαφυγής του, δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου και συνεπώς το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 17.03.2024 ακυρώνεται ως αποτέλεσμα πλάνης του διοικητικού οργάνου συνεπεία μη δέουσας έρευνας, η οποία θα έπρεπε να έχει προηγηθεί.

 

Αντίστοιχα, η απουσία στον διοικητικό φάκελο οποιασδήποτε απάντησης στο προηγηθέν των διαταγμάτων αίτημα των Αιτητών όπως τους επιτραπεί να προχωρήσουν σε σύναψη συμφώνου συμβίωσης ή γάμου, πράξη η οποία εάν τελικά επιτρεπόταν από τη διοίκηση, πέραν από τις επιπτώσεις στις μεταξύ των Αιτητών έννομες σχέσεις, θα διευθετούσε και το ζήτημα του καθεστώτος παραμονής του Αιτητή 1 στη Δημοκρατία, επιβεβαιώνει και τη θέση της δικηγόρου του περί απουσίας δέουσας έρευνας πριν την έκδοση του Διατάγματος Απέλασης του Αιτητή 1, αφού φαίνεται ότι η όποια έρευνα έγινε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αυτή πραγματοποιήθηκε αυτοματοποιημένα και παραγνωρίζοντας ουσιώδη στοιχεία που αφορούν τον πελάτη της και την περίπτωση του.

 

Συνεπώς καταλήγω ότι, και το Διάταγμα Απέλασης του Αιτητή 1 ημερομηνίας 17.03.2024, δυνάμει του άρθρου 6(1) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου συμπεριλαμβανομένης και της απόφασης απαγόρευσης επανεισόδου του στη Δημοκρατία για περίοδο πέντε ετών, θα πρέπει επίσης να ακυρωθεί από το Δικαστήριο, ως αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας.      

 

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων μου, θεωρώ ότι η εξέταση οποιουδήποτε περαιτέρω λόγου ακύρωσης προωθεί η δικηγόρος των Αιτητών δεν χρειάζεται.

 

Η Προσφυγή επιτυγχάνει. Επιδικάζονται έξοδα ύψους 1700 Ευρώ πλέον ΦΠΑ υπέρ του Αιτητή 1 και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

                                                                             Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο