ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 665/2024 (Κ))

                                                                                   (i-Justice)       

 

                              31 Μαΐου 2024

                            [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                 R. N.

 

                                                                                                Αιτήτρια,

                                    και

         ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

                 1.Υπουργού Εσωτερικών

 2.Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου  Πληθυσμού                  και Μετανάστευσης

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Κασσάνδρα Κουπαρή, δικηγόρος για την αιτήτρια

Θεοχάρια Παπανικολάου, Δικηγόρος, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για τους καθ’ ων η αίτηση.

                           

                            Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή και μετά την απόσυρση των αιτητικών της Προσφυγής υπό παραγράφους (Δ) και (Ε) η αιτήτρια ζητεί πλέον τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Δήλωση ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 23/4/2024 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α), η οποία ουδέποτε της κοινοποιήθηκε ορθώς και/ή νομίμως, με την οποίαν απόφαση η Αιτήτρια κηρύχθηκε ως απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει του άρθρου 14 και βάσει του Άρθρου 6(1)(Κ) του ΚΕΦ. 105 και εναντίον της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης λόγω ισχυριζόμενης παραμονής της στη Δημοκρατία «παράνομα από τις 24/ 11/2023 όταν η προσφυγή της απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας» είναι παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ. 105 ή/και του Περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(Ι)/2ΟΟΟ ή/7€αι τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμο 1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς, και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Αυθρωπίυωυ Δικαιωμάτων και είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και είναι το αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας και εκδομέυη σε λανθασμένη και πεπλανημένη βάση και/ή στην βάση λανθασμένων γεγονότων και στοιχείων και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

B. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η έκδοση και/ή διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος κράτησης ημερ 23.4.24 -ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B και η συνέχιση της κράτησης της αιτήτριας με σκοπό την απέλαση, μετά την υποβολή της μεταγενέστερης της αίτησης ημερομηνίας 6/2/2024 στην οποίαν καμία απόφαση δεν έχει ληφθεί και/ή εκδοθεί μέχρι σήμερα από τηυ Υπηρεσία Ασύλου, ούτε και στο προκαταρτικό της στάδιο περί του παραδεκτού αυτής, είναι άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική.

Γ. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η έκδοση και-ή διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος απέλασης ημερ 23.4.24 — ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ και η συνέχιση της κράτησης της αιτήτριας με σκοπό την απέλαση, μετά την υποβολή της μεταγενέστερης της αίτησης ημερομηνίας 6/2/2024 στην οποίαν καμία απόφαση δεν έχει ληφθεί και/ή εκδοθεί μέχρι σήμερα από την Υπηρεσία Ασύλου, ούτε και στο προκαταρτικό της στάδιο περί του παραδεκτού αυτής είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της μη επαναπροώθησης η οποία προβλέπεται σε Διεθνή Σύμβαση, στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Κυπριακό Δίκαιο και παραβιάζει τα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών ή/και των άρθρων 7 και/ή 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή/και των άρθρων 2 ή/και 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Περί Προσφύγων Νόμο Ν. 6 (Ι)/2000 είναι άκυρη παράνομη και αντισυνταγματική».

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, επισημαίνεται ότι τα όσα επιζητούνται ως θεραπεία, στο αιτητικό (Β) και (Γ), δεν συνιστούν άλλες ξεχωριστές διοικητικές πράξεις, ώστε να δύναται να προσβληθούν δια ξεχωριστής θεραπείας, αλλά λόγο ακύρωσης που άπτεται της νομιμότητας των ίδιων πάντοτε αποφάσεων που προσβάλλονται με το αντίστοιχο αιτητικό υπό παράγραφο (Α). Συνεπώς, οι περιεχόμενες στο αιτητικό (Β) και (Γ) της αιτήσεως ακυρώσεως θεραπείες απορρίπτονται. Περαιτέρω και για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι οι προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν με την ένσταση των καθ΄ων η αίτηση αποσύρθηκαν μετά την εκ μέρους της αιτήτριας απόσυρση των θεραπειών της Προσφυγής υπό παραγράφους (Δ) και (Ε).

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, η αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν, η οποία αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών και στη συνέχεια εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές από άγνωστο μέρος και σε άγνωστο χρόνο.

 

Στις 24.10.2019, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε στις 5.4.2021 από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή αρ. 5844/21 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 24.11.2023.

 

Εν συνεχεία, στις 6.2.24, η αιτήτρια υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας.

 

Ακολούθως στις 23.4.2024, η αιτήτρια συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και την ίδια ημέρα εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά της αιτήτριας, έρεισμα των οποίων αποτέλεσε η κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένου μετανάστη λόγω της παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία από τις 24.11.2023, ημερομηνία κατά την οποία απορρίφθηκε η Προσφυγή που καταχώρησε κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Στις 29.4.24 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση Προσφυγή και στις 30.4.24 ανεστάλη η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης της αιτήτριας μέχρι την εκδίκαση της παρούσας Προσφυγής.

 

Επισημαίνεται ότι όπως προκύπτει από το Παράρτημα 5 της Ένστασης, το οποίο αποτελεί δέσμη εγγράφων από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά ως είναι και καθόλα παραδεκτό γεγονός στις 9.5.24 – ήτοι μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων- η υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου. Μάλιστα κατά το στάδιο των διευκρινήσεων η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας δήλωσε ότι έχει προβεί σε καταχώρηση Προσφυγής κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

Αποτελεί κύρια και βασική θέση της ευπαίδευτη συνηγόρου της αιτήτριας ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης έχουν εκδοθεί παράνομα και είναι άκυρα εξ’ υπαρχής διότι η αιτήτρια είχε υποβάλει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η οποία κατά την εισήγηση, είχε ως αποτέλεσμα η αιτήτρια «να αποκτά εκ νέου την ιδιότητα της αιτούσας διεθνής προστασίας» και να «θεωρείται αιτήτρια ασύλου» επικαλούμενη, ως προς τούτο, τις αποφάσεις στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, ημερομηνίας 21.12.21. Ως εκ τούτου, συνεχίζει η ευπαίδευτη συνήγορος, η αιτήτρια διατηρούσε «δικαίωμα παραμονής στη Κ.Δ και όχι στο χώρο Χωκάμ». Υποβάλλει η πλευρά της αιτήτριας ότι η αιτήτρια δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες του άρθρου 16 4(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να δύναται να τερματιστεί το δικαίωμα παραμονής της από τον Προϊστάμενο, αφού εκκρεμούσε η εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης που είχε υποβάλλει. Προσθέτει δε ότι σε περίπτωση που η εν λόγω μεταγενέστερη αίτηση που υποβλήθηκε είναι η πρώτη, ως η παρούσα, η απόφαση για τερματισμό του δικαιώματος παραμονής λαμβάνεται μόνο όταν η αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Είναι επί της πιο πάνω θέσης που η αιτήτρια εδράζει τους ισχυρισμούς της περί πλάνης, λανθασμένης αιτιολογίας και κακοπιστίας εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση. Παραπέμπει σχετικώς η αιτήτρια στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 1937/2022  V.R.P  ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10/3/2023.

 

Η πλευρά της Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, αντιτείνει με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, ότι καθόλα ορθά οι καθ΄ων η αίτηση προέβηκαν στην έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων καθότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους η αιτήτρια ήταν παράνομος μετανάστης. Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση αποδέχεται ότι κατά τον επίδικο χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων δεν είχε ακόμη εξεταστεί η μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας, πλην όμως τονίζει η ευπαίδευτη συνήγορος, η απλή και μόνο καταχώρηση μεταγενέστερης αίτησης, δεν προσδίδει οποιοδήποτε καθεστώς νόμιμης παραμονής στην αιτήτρια και δεν την καθιστά αιτήτρια διεθνούς προστασίας.

 

Δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Η όλη εισήγηση, στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης και μόνο προσδίδει στον εκάστοτε αιτητή, καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας. Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22) ο δικαστικός λόγος της οποίας -και παρά τη διαφοροποίηση των γεγονότων- ενβρίσκει εφαρμογής. Κρίθηκε δε στην Madber ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης άρχεται με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά κατέχει το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε υποβάλει και απερρίφθη. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε παράλληλα ότι τύγχαναν εφαρμογής και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015.

 

Έπεται ότι ουδόλως ενβρίσκουν εφαρμογής στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης τα αποφασισθέντα στις αποφάσεις του ΔΕΕ, επί προδικαστικού ερωτήματος, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, ημερομηνίας 21.12.21, τις οποίες με μια απλή αναφορά επικαλείται η αιτήτρια. Ως παρατηρώ οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν τις αντίθετες με το ενωσιακό δίκαιο αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας σχετικά με τη νομιμότητα της διεξαγωγής ορισμένων αποδείξεων και τη σύνθεση των δικαστικών σχηματισμών σε σοβαρές υποθέσεις ποινικών αδικημάτων διαφθοράς ή απάτης, στις οποίες κρίθηκε από το ΔΕΕ ότι επί τη βάσει της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια μπορούσαν να μην εφαρμόζουν και χωρίς πειθαρχικές κυρώσεις απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο. Στην προκειμένη όμως περίπτωση η αιτήτρια όχι μόνο δεν κατέδειξε αλλά ούτε καν ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber είναι αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο και συνεπώς η απλή παραπομπή στην απόφαση του ΔΕΕ παρέμεινε ασύνδετη με την παρούσα υπόθεση και με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης προσδίδει εκ νέου στην αιτήτρια το καθεστώς αιτήτριας ασύλου.

 

Στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, καθοριστική παραμένει η διαπίστωση, ότι η αίτηση της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και η Προσφυγή που καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η δε υποβολή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία διενεργήθηκε πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, προσέδιδε μεν στην αιτήτρια δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως της, ουδόλως όμως μπορούσε να άρει την τελεσιδικία που επήλθε με την απόφαση του ΔΔΔΠ στην Προσφυγή αρ. 5844/21, ώστε αφ’ εαυτού και μόνου του γεγονότος να ανακτά το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και να της παρέχεται αυτόματα δικαίωμα νόμιμης παραμονής ώστε να αναιρείται η νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων (Ε.Μ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 729/23, ημερομηνίας 23/6/23), Α.Η v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.2239/22, ημερομηνίας 25/1/23).

 

Πανομοιότυπο ζήτημα με αντίστοιχα γεγονότα και ισχυρισμούς, απασχόλησε τη Δικαστή Α. Ευσταθίου (ως ήταν τότε Δ.Δ.Δ) στην υπόθεση NBM v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.208/23 (Κ), ημερομηνίας 10/3/23) στην οποία υιοθετήθηκαν τα αποφασισθέντα στην απόφαση M.A.H.S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 2045/2022 (Κ), ημερομηνίας 10/1/2023) η οποία εκδόθηκε από την αδελφή δικαστή Γαβριήλ Δ.Δ.Δ καθώς και τα λεχθέντα από την τότε Προέδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου Μ. Καλλιγέρου στην απόφαση Α.Η. v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 2239/2022 (Κ), ημερομηνίας 25/1/2023).Παραθέτω το ακόλουθο, αν και εκτενές, απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση καθότι τα όσα λέχθηκαν τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση και απαντούν στην όλη επιχειρηματολογία της αιτήτριας:

 

«Ο αιτητής, υπήκοος Καμερούν, αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων σε άγνωστη ημερομηνία. Την 31/1/2020, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου, η οποία απορρίφθηκε στις 27/11/2020.Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής υπέβαλε την υπ. Αρ. 7924/2021 προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε με σχετική απόφαση ημερομηνίας 16/6/2022. Στις 26/7/2022, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη  αίτηση ασύλου και στις 20/1/2023, εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης. Στις 23/1/2023 απερρίφθη η μεταγενέστερη  αίτηση του αιτητή και στις 8/2/2023, ανεστάλη το διάταγμα απέλασης του αιτητή.

 

Προβάλλεται από την ευπαίδευτη συνήγορο για τον αιτητή, ότι παράνομα εκδόθηκαν εναντίον του τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο διατηρούσε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας καθώς και δικαίωμα παραμονής του στην Δημοκρατία, εκκρεμούσης της  μεταγενέστερης του αίτησης ημερομηνίας 26/7/2022 στην Υπηρεσία Ασύλου στο προκαταρκτικό στάδιο της εξέτασης της επί του παραδεκτού αυτής. Κατά την εισήγηση, μόνο ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου μπορεί με απόφαση του να τερματίζει το δικαίωμα παραμονής προσώπου που υπέβαλε  πρώτη μεταγενέστερη αίτηση μετά από απόφαση του επί του προκαταρτικού σταδίου και μόνο αν κρίνει την  μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι, ο αιτητής που υποβάλλει  μεταγενέστερη αίτηση ασύλου δεν είναι αιτητής ασύλου πριν η αίτηση του κριθεί παραδεκτή και επικαλούνται, μεταξύ άλλων, την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΕΔΔ αρ. 8/2022, O M ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 17/11/2022.

 

Ο συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι τα γεγονότα στην υπόθεση ΕΔΔ Αρ. 8/2022 M (ανωτέρω), ήταν διαφορετικά, καθ' ότι εκεί η  μεταγενέστερη αίτηση ασύλου είχε ήδη απορριφθεί ως απαράδεκτη πριν την σύλληψή του εκεί εφεσείοντος και ενόσω εκκρεμούσε η προσφυγή του στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, ενώ στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση βάσει των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης πριν την εξέταση της  μεταγενέστερη αίτησής του ως προς το παραδεκτό αυτής και ενόσω η εξέταση για λήψη μίας τέτοιας απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου εκκρεμούσε.[..]

 

Έχω εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων. Το ίδιο ζήτημα, υπό τα ίδια πραγματικά δεδομένα πραγματεύτηκε η αδελφή Δικαστής Γαβριήλ στην M.A.H.S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2045/2022 (Κ) (iJ), ημερομηνίας 10/1/2023, με το σκεπτικό και κατάληξη με τα οποία συμφωνώ για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Παρατίθεται σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Επίδικο, εν προκειμένω, ζήτημα που χρήζει επίλυσης, άπτεται ισχυρισμού που προβλήθηκε από τον αιτητή, πως αιτητής κάθε μεταγενέστερης αίτησης που υποβάλλεται, θεωρείται πως αιτείται διεθνούς προστασίας και ως εκ τούτου, κέκτηται με μόνη την υποβολή αυτής, του καθεστώτος αιτητή διεθνούς προστασίας και απολαμβάνει όλα τα εκ του Νόμου δικαιώματα αιτητή διεθνούς προστασίας, μέχρι της έκδοσης απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου περί του παραδεκτού ή όχι της κάθε  μεταγενέστερης αίτησης που αυτός υποβάλλει [..]

 

Στην Madber(ανωτέρω), ο εκεί Εφεσείων είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης και είχαν εκδοθεί εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του Κεφ. 105. Το μεταναστευτικό ιστορικό του εκεί Εφεσείοντα, είχε ως εξής: η αρχική του αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας είχε απορριφθεί από την Υπηρεσία Ασύλου στις 22.2.2021 κατά της οποίας, δεν είχε ασκήσει οποιοδήποτε ένδικο μέσο. Αντί τούτου, ο αιτητής υπέβαλε  πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, της οποίας το παραδεκτό εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και στις 12.4.2022 αυτή απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη. Η εν λόγω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου αμφισβητήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με προσφυγή, η εκδίκαση της οποίας ήταν σε εκκρεμότητα. Στις 17.5.2022 ο Εφεσείων συνελήφθη και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα στη βάση του Κεφ. 105.

 

Υπό τα πιο πάνω αναφερόμενα πραγματικά δεδομένα, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε, ως απόλυτα ορθές, τις κρίσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως «Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη». Παράλληλα, με αναφορά στην C-239/2014 το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο γεγονός πως τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ των διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις αναφορικά με τις εγγυήσεις που απολαμβάνουν κανονικά οι αιτητές διεθνούς προστασίας, καταλήγοντας πως, «σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρηση ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν».[..]

 

Στην παρούσα υπόθεση, διακρίνεται ειδοποιός διαφορά από τα πραγματικά περιστατικά της Madber  (ανωτέρω). Αυτή έγκειται στο γεγονός πως στην επίδικη υπόθεση, μετά την τελεσιδικία της αρχικής αιτήσεως για παραχώρηση διεθνούς προστασίας (ύπαρξη και απορριπτικής αποφάσεως από το ΔΔΔΠ), ο αιτητής υπέβαλε  πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, το παραδεκτό της οποίας δεν εξετάστηκε ακόμα από την Υπηρεσία Ασύλου και εκδόθηκαν, στο μεταξύ, εναντίον του αιτητή, διατάγματα βάσει του Κεφ. 105, με το διάταγμα απέλασης να έχει ανασταλεί.

 

Για τους λόγους που θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω, θεωρώ πως τα κριθέντα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην  Madber  (ανωτέρω), εφαρμόζονται και σε αυτές τις περιπτώσεις.

 

Μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, είναι η αίτηση που υποβάλλεται εκ νέου, μετά από τελεσίδικη απορριπτική απόφαση από την Υπηρεσία Ασύλου ή από το ΔΔΔΠ. Υποβολή και μόνον  μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, δεν είναι ικανή να άρει την τελεσιδικία, είτε της μη προσβληθείσας απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί της κυρίως αιτήσεως διεθνούς προστασίας, είτε της απορριπτικής αποφάσεως του ΔΔΔΠ με την οποία επικυρώθηκε δικαστικώς ως νόμιμη και ορθή η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο υποβάλλων  πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, δεν θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας. Μόνον εάν κριθεί ως παραδεκτή η  πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, θα χορηγηθεί σε αυτόν το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας, προκειμένου να συνεχίσει η εξέταση του δεύτερου σταδίου, ήτοι του σταδίου το βασίμου της αιτήσεως.

 

Από τη συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 16Δ(3)(α) και 12Β τετράκις (2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, προκύπτει πως, για το χρονικό διάστημα από της υποβολής της πρώτης μεταγενέστερης αιτήσεως, μέχρι και την έκδοση διοικητικής απόφασης επ' αυτής, από την Υπηρεσία Ασύλου, επί του παραδεκτού, ο υποβάλλων  πρώτη μεταγενέστερη αίτηση (και όχι δεύτερη και κάθε επόμενη), έχει δικαίωμα παραμονής, χωρίς όμως ακόμα να θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας, αφού το εν λόγω καθεστώς θα το λάβει μόνον μετά την έκδοση τυχόν απόφασης επί του παραδεκτού της  της πρώτης μεταγενέστερης αιτήσεως.

 

Κατά την κρίση μου, για να θεωρηθεί και για να χαρακτηριστεί το πρόσωπο που υποβάλλει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, ως αιτητής διεθνούς προστασίας, απαιτείται η έκδοση απόφασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αιτήσεως, άρα ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής τέτοιας αιτήσεως, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, αλλά έχει απλώς δικαίωμα παραμονής, όχι όμως στη βάση του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στη βάση και των διατάξεων των άρθρων 40 - 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, κατά την εξέταση του παραδεκτού της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης, ο υποβάλλων την αίτηση, έχει μόνον δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, όχι όμως ως αιτητής διεθνούς προστασίας και προστατεύεται από την εκτέλεση κάθε μέτρου απέλασης, επιστροφής ή απομάκρυνσης, μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αιτήσεως επί του παραδεκτού.

 

Επομένως, τα δεσμευτικώς κριθέντα στην Madber (ανωτέρω), πως η υποβολή  μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, αλλά κέκτηται το καθεστώς που είχε με την απόρριψη της κυρίως αιτήσεως διεθνούς προστασίας, ήτοι απαγορευμένου μετανάστη, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που εκκρεμεί ακόμα η εξέταση του παραδεκτού της  πρώτης μεταγενέστερης αιτήσεως. Η μόνη διαφορά, είναι πως, μέχρι την εξέταση του παραδεκτού, επί της  πρώτης και μόνον  μεταγενέστερης αιτήσεως (και όχι και κάθε επόμενης), έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, όχι όμως στη βάση του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε και απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα αιτητή διεθνούς προστασίας.

 

Αυτό, ήτοι το γεγονός πως δεν θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας, έχει ως επακόλουθο, να μπορεί να κρατείται, στη βάση του Κεφ. 105 και να αναστέλλονται όλα τα εναντίον του μέτρα απέλασης, επιστροφής, απομάκρυνσης, μέχρι την έκδοση απόφασης επί του παραδεκτού της πρώτης μεταγενέστερης αιτήσεως.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, καταλήγω πως ορθά εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή τα εδώ προσβαλλόμενα διατάγματα στη βάση του Κεφ. 105, αφού το μεταναστευτικό ιστορικό του αιτητή, ήταν η ύπαρξη τελεσίδικης απόφασης από το ΔΔΔΠ επί της κυρίως αιτήσεως διεθνούς προστασίας που είχε υποβάλει, ενώ η  πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου που υπέβαλε, δεν κρίθηκε ακόμα ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω, κρίνεται πως ο αιτητής, ορθώς κρατείται στη βάση εκδοθέντος διατάγματος κράτησης κατ΄ εφαρμογή του Κεφ. 105, με αναστολή του διατάγματος απέλασης, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί του παραδεκτού ή μη επί της  πρώτης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Εάν αυτή κριθεί παραδεκτή, θα τύχουν εφαρμογής τα του περί Προσφύγων Νόμου, μέχρι την εξέταση του βασίμου. Εάν κριθεί απαράδεκτη, αυτά θα υλοποιηθούν προς εκτέλεση, προκειμένου να τεθεί ένα τέρμα στην ατέρμονη υποβολή μεταγενέστερων αιτήσεων οι οποίες κρίνονται απαράδεκτες[..]».

 

Σχετικές επίσης είναι οι αποφάσεις της Προέδρου Καλλιγέρου σε σχέση με το ίδιο ζήτημα, που εκδόθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην M (ανωτέρω). Πρόκειται για την A.M. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2186/2022 (Κ) (iJ), ημερομηνίας 16/1/2023, Α.Η. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Κ) (iJ), ημερομηνίας 25/1/2023, από την οποία παρατίθεται σχετικό απόσπασμα:

 

«Έχω μελετήσει το ζήτημα εκ νέου, μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΕΔΔ 8/2022  Madber (ανωτέρω) (βλ. THI HONG ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ. 2090/22 (Κ)(iJ), ημερομηνίας 30/12/2022 και ALI ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ. 2186/2022 (Κ) (iJ), ημερομηνίας 10/1/2023) σε συνάρτηση και με τους ισχυρισμούς του αιτητή. Αυτό που διαπιστώνεται, είναι πως δεν αμφισβητείται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου  Madber (ανωτέρω) ότι ο αιτητής στην  μεταγενέστερη αίτηση έχει δικαίωμα παραμονής. Αλλά διευκρινίζεται πως αυτό το δικαίωμα δεν αποτελεί δικαίωμα για άδεια διαμονής, ούτε αποκτάται με την καταχώριση της  μεταγενέστερης αίτησης, αλλά εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενόσω εκκρεμεί προς εξέταση η  μεταγενέστερη αίτηση κατά πόσο αυτή είναι παραδεκτή. Μόνο στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ως παραδεκτή η  μεταγενέστερη αίτηση, ο αιτητής αποκτά την ιδιότητα του αιτητή ασύλου και έχει ως εκ της ιδιότητάς του και μέχρι την εξέταση της αίτησης επί της ουσίας της δικαίωμα παραμονής. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην  Madber (ανωτέρω), είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο και εκδόθηκε σε έφεση σε αντίθεση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε πρωτοδίκως στην προσφυγή αρ. 555/2015 Adam (ανωτέρω) την οποία επικαλέστηκε ο δικηγόρος του αιτητή.

 

Έχοντας τα ανωτέρω υπόψη και μελετώντας τον διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνεται πως κοινοποιήθηκε στον αιτητή μετά την απόρριψη της κύριας αίτησής του ότι είχε 7 ημέρες χρόνο να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία, καθ' ότι το δικαίωμα παραμονής του τερματίστηκε. Αυτή η υποχρέωση αναστελλόταν για το διάστημα της προθεσμίας για καταχώριση προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και στην περίπτωση καταχώρισης τέτοιας προσφυγής μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου. Η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας εκδόθηκε στις 23/9/2022 και ήταν απορριπτική. Επομένως εκείνη την ημέρα η αναστολή της υποχρέωσης αναχώρησης είχε τερματιστεί. Ο αιτητής έκτοτε, με δεδομένο το γεγονός ότι δεν διευθέτησε τη νομιμότητα της παραμονής του, διέμενε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησής του δεν καθιστούσε (πριν την εξέτασή της και κρίση του Προϊσταμένου ως παραδεκτής) την παραμονή του αιτητή ως νόμιμη παραμονή. Το διατάγματα επομένως που εκδόθηκαν εναντίον του βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105), κρίνονται πως έχουν νόμιμη αιτιολογική βάση. Σημειώνεται βεβαίως πως τόσο πριν την καταχώριση προσφυγής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και όσο αυτή εκκρεμεί προς έκδοση απόφασης, το διάταγμα απέλασης έχει ανασταλεί».

 

Επί της φύσης του δικαιώματος παραμονής που κατέχει η αιτήτρια μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης της, απόλυτα σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν από τον Πρόεδρο του  Διοικητικού Δικαστηρίου Φ. Κωμοδρόμο στην S.Μ και Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1281/23(Κ), ημερομηνίας 19/9/23. Τα παραθέτω:

«Ως ήδη ελέχθη, ο αιτητής ήδη από 17.2.2023, όταν και εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ επί της προσφυγής του (Υποθ. Αρ. 5367/2022), παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, μέχρι τον εντοπισμό και σύλληψή του από μέλη της Αστυνομίας και την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων στις 2.8.2023. Και βεβαίως, η καταχώρηση και μόνον της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, βάσει της απόφασης στην Madber, ανωτέρω, δεν αποτελεί αυτόματη νομιμοποίηση της παραμονής του αιτητή. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο αιτητής στην μεταγενέστερη αίτηση έχει δικαίωμα παραμονής, αλλά διευκρινίζεται πως αυτό το δικαίωμα δεν αποτελεί δικαίωμα για άδεια διαμονής, ούτε αποκτάται με την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησης, αλλά εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενόσω εκκρεμεί προς εξέταση η μεταγενέστερη αίτηση κατά πόσον αυτή είναι παραδεκτή. Μόνο στην περίπτωση που κριθεί ως παραδεκτή η μεταγενέστερη αίτηση, ο αιτητής αποκτά την ιδιότητα του αιτητή ασύλου και έχει, ως εκ της ιδιότητάς του και μέχρι την εξέταση της αίτησης επί της ουσίας της, δικαίωμα παραμονής ».

 

Τα πιο πάνω αποφασισθέντα, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στη υπό κρίση υπόθεση και καθιστούν για τους ίδιους λόγους απορριπτέους τους ισχυρισμούς της αιτήτριας.

 

Έπεται -και σε πλήρη συμφωνία με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση- ότι η αιτήτρια και επί τη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και της εκ μέρους του διαπιστωθείσας παραβίασης της παραγράφου (κ) του άρθρου 6 (1)  του Κεφ. 105, νομίμως κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης, κρίση η οποία καθόλα ορθώς αποτέλεσε το έρεισμα για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, την οποία η αιτήτρια ουδόλως αμφισβητεί. Συνεπώς όλοι οι ισχυρισμοί  της αιτήτριας, οι όποιοι βάλλουν κατά της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων και οι οποίοι έχουν ως έρεισμα τη θεώρηση ότι η αιτήτρια νομίμως διατηρούσε καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας ενόψει της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης- η οποία ειρήσθω εν παρόδω εν τέλει κρίθηκε απορριπτέα ως απαράδεκτη- κρίνονται σωρευτικώς ανεδαφικοί και απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Περαιτέρω, η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν εξέτασαν και δεν αιτιολόγησαν αν μπορούσαν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ενόψει του ότι εκκρεμούσε αίτηση επανανοίγματος εκ μέρους της αιτήτριας καθώς και ότι «δεν δικαιολογεί η ΥΑΜ γιατί θεωρεί επαρκής αιτιολογία, για κράτηση της αιτήτριας  και συνέχιση κράτησης της στο χώρο Χωκάμ την αιτιολογία στο διάταγμα κράτησης ότι δήθεν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής δεδομένου ότι δεν έχει συμμορφωθεί η αιτήτρια με απόφαση επιστροφής και είναι δήθεν αρνητική στον επαναπατρισμό της». Προς επίρρωση της θέσης της η πλευρά της αιτήτριας εισηγείται ότι με τα νέα στοιχεία που υπέβαλε στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης που καταχώρησε, υπέβαλε και βεβαίωση της τελευταίας διεύθυνσης διαμονής της.

 

Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση της αιτήτριας. Εν πρώτοις επισημαίνω ότι τα όσα ισχυρίζεται αναφορικά με τον ρόλο και  την αρμοδιότητα της ΥΑΜ παραβλέπουν ότι αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου είναι το επίδικο διάταγμα κράτησης, το οποίο εκδίδεται επί τη βάση όλων των στοιχείων που έχει ενώπιον του το καθ΄ υλην αρμόδιο όργανο, συμπεριλαμβανομένου και της επιστολής της ΥΑΜ.

 

Επισημαίνω ότι η έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, αποτελεί παρεχόμενη εξουσία του άρθρου 14(1) του Κεφ.105, η οποία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 18 ΠΣΤ(1), επιτρέπεται ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, εξουσία η οποία κατά την κρίση μου, ασκήθηκε εύλογα επιτρεπτά στην προκειμένη περίπτωση ένεκα και του μεταναστευτικού ιστορικού της αιτήτριας, το οποίο ήταν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση καθώς και της ρητής δήλωσης της ίδιας της αιτήτριας, η οποία αντικατοπτρίζεται στο περιεχόμενο της επιστολής της ΥΑΜ Λευκωσίας ημερομηνίας 23.4.24, ότι δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στη χώρα της.

 

Συνεπώς τα όσα, ορθά, καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα κράτησης, περί διαπίστωσης κινδύνου  διαφυγής της αιτήτριας χωρίς περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, επειδή η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και ήταν αρνητική στον επαναπατρισμό της και τα οποία υποστηρίζονται πλήρως από τα ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχεία, καθιστούν το διάταγμα κράτησης καθόλα νόμιμο και επαρκώς αιτιολογημένο(Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1242/2022 ημερομηνίας 18/8/2022)  G. S. D. A. M. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.626/2023, ημερομηνίας 9/6/23). Συναφώς και υπό τις περιστάσεις της παρούσας περίπτωσης κρίνω ότι και για τους λόγους που ρητώς αναγράφονται στο σώμα του προσβαλλόμενου διατάγματος, η ευχέρεια των καθ΄ων η αίτηση για μη εναλλακτικά   της κράτησης  μέτρα ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της (Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση αρ. 1242/2022 ημερομηνίας 18/8/2022) G. S. D. A. M. Ν . Δημοκρατίας  (Υπόθεση αρ. 626/2023, ημερομηνίας 9/6/23)  M.I.U.και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1507/23 (Κ), ημερομηνίας 25/10/23). Επισημαίνω ότι η δε γενική αναφορά της αιτήτριας περί υποβολής μεταγενέστερης αίτησης καθώς και ότι η διεύθυνση διαμονής της είχε δηλωθεί στις αρχές με τη μεταγενέστερη αυτή αίτηση της, η οποία ειρήσθω εν παρόδω ουδόλως αποδεικνύεται από τα ενώπιον μου έγγραφα, δεν επαρκεί για να ανατρέψει τις πιο πάνω διαπιστώσεις και να καταδείξει ότι δεν υφίστατο κίνδυνος διαφυγής της αιτήτριας ή ότι θα έπρεπε να είχαν ληφθεί, ως εισηγείται, άλλα εναλλακτικά μέτρα. Επί τούτου υπενθυμίζεται, κάτι που παραβλέπει η αιτήτρια, ότι κατά πάγια νομολογία η κήρυξη ενός προσώπου ως παράνομου εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή (Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας  (Προσφυγή Αρ. 5735/13, ημερομηνίας 09/8/2013) El Khouri  v.  Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ.716/2014, ημερομηνίας 24/6/2016) Bibilashvii και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 1954/2022(Κ), ημερομηνίας 20/12/22).  Άλλωστε, η αιτήτρια δεν έχει υποδείξει ποια άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή από την κράτηση, θα μπορούσαν, υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, να έχουν ληφθεί, τα οποία θα ήταν εξίσου ικανά με την κράτηση, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της απέλασής της(Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022, ημερ. 19.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D229).

 

Καταληκτικά δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι μόνο εάν η αιτήτρια υπέβαλε νέα στοιχεία που δημιουργούσαν, έστω, το ενδεχόμενο χαρακτηρισμού της ως πρόσφυγα, και προχωρούσε η αίτηση προς περαιτέρω εξέταση, θα συνεξετάζονταν και οι βασικές αρχές και θεμελιώδεις εγγυήσεις που παρέχονται σε αιτητές ασύλου. Παρατηρώ όμως, από τα ενώπιον μου έγγραφα, ότι δεν ήταν τέτοια η περίπτωση και δια τούτο η μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε απορρίφθηκε εν τέλει ως απαράδεκτη (S. M. v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1125/2022(K), ημερομηνίας 8/9/22).

 

Στη βάση των ανωτέρω, τα προσβαλλόμενα διατάγματα κρίνονται καθόλα νόμιμα.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται με έξοδα €1200 εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

                      Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο