ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 808/2020)

 15 Μαΐου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             Π. Κ.                         

                                                                             Αιτήτρια

                                                ΚΑΙ

                     ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

      

Καθ’ ου  η Αίτηση

 

Χρ. Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Δ. Καḯλης, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ου η Αίτηση

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.7.2020 και σύμφωνα με την οποία διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος («Ε.Μ.») Π.Κ. στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αγροτικών Πληρωμών (Τμήμα Πληροφορικής) («η επίδικη θέση»), από 1.7.2020, αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας. Προσβάλλεται επίσης η απόφαση κατάταξης της αιτήτριας στη δεύτερη αντί στην πρώτη θέση του τελικού Πίνακα Διοριστέων Λειτουργών Αγροτικών Πληρωμών, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δι’ επιστολής των δικηγόρων του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 3.9.2020.

 

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ξεκίνησε δια της δημοσίευσης της προκήρυξής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.5.2019. Στις 30.10.2019, το Συμβούλιο Προσλήψεων και Προαγωγών του καθ’ ου η αίτηση  («ΣΠΠ») αποφάσισε την ανάθεση της διενέργειας των γραπτών εξετάσεων στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου («ΤΕΠΑΚ»). Ακολούθως, στις 30.4.2020, το ΣΠΠ, αφού ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης των υποψηφίων, εξέτασε τις αιτήσεις των τριών πρώτων υποψηφίων, διαπιστώνοντας ότι αυτοί πληρούσαν τα απαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και προχώρησε στην κατάρτιση του καταλόγου των ατόμων που θα καλούνταν για προφορική εξέταση, στον οποίο περιλαμβάνονταν η αιτήτρια και το Ε.Μ.. Στη συνέχεια, στις 2.6.2020, έλαβε χώρα η προφορική εξέταση των υποψηφίων ενώπιον του ΣΠΠ, το οποίο και προχώρησε στην τελική αξιολόγησή τους. Επιπρόσθετα, καταρτίστηκε ο τελικός Πίνακας Διοριστέων και αποφασίστηκε ομόφωνα η προσφορά διορισμού στην επίδικη θέση στο Ε.Μ., ο οποίος κατείχε την πρώτη θέση στον εν λόγω Πίνακα.

 

Το Ε.Μ. αποδέχθηκε την προσφορά και διορίστηκε στην επίδικη θέση από 1.7.2020.

 

Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, στις 4.9.2020.

 

Η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται εν πρώτοις ότι ο κ. Α., Προϊστάμενος του Τμήματος Πληροφορικής ήταν υποχρεωμένος, σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(α)(vi) του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν. 6(Ι)/1998), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος») να προβεί σε δική του, ανεξάρτητη και διακριτή, και όχι σαν μέλος του ΣΠΠ, αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων. Υποστηρίζει ο κ. Χριστάκη ότι η συμμετοχή του κ. Α. στο ΣΠΠ, δεν τον απάλλασσε από την υποχρέωση που είχε δυνάμει του πιο πάνω άρθρου.

 

Περαιτέρω, εγείρεται ισχυρισμός περί παράνομης ανάθεσης των γραπτών εξετάσεων από το ΣΠΠ στο ΤΕΠΑΚ, παράνομα δε δεν ανατέθηκε η ευθύνη διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή. Επιπρόσθετα, παράνομος υπήρξε και ο μη προκαθορισμός, είτε από την Ειδική Τριμελή Επιτροπή, είτε από την «αρμόδια αρχή», είτε από το Σ.Π.Π., των θεμάτων που θα περιλαμβάνονται στις γραπτές εξετάσεις, κατά παράβαση του άρθρου 6 του Παραρτήματος του Νόμου.

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι το Ε.Μ. δεν ήταν προσοντούχος, καθότι δεν ήταν εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ, καθώς και ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα προς διαπίστωση της εκ μέρους του Ε.Μ. κατοχής των απαιτούμενων υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενων προσόντων. Συναφώς, εγείρεται ισχυρισμός περί παράνομης τροποποίησης της απόφασης του ΣΠΠ που περιέχεται στο σημείο 10(στ) των πρακτικών της πρώτης συνεδρίας του και/ή η παράνομης εσφαλμένης και/ή πεπλανημένης ερμηνείας της Σημείωσης 3 του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Επιπρόσθετα, προωθείται ο ισχυρισμός περί μη νόμιμης, αναιτιολόγητης και πεπλανημένης απόδοσης μονάδων για τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων κατά την πρώτη συνεδρία του ΣΠΠ, ενώ ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι πάσχει η διαδικασία και η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης.

 

Τέλος, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να ασκηθεί ο απαιτούμενος δικαστικός έλεγχος της επίδικης απόφασης, λόγω της μη προσκόμισης του γραπτού της εξέτασης της αιτήτριας και του Ε.Μ., καθώς επίσης και των βαθμολογιών που έλαβε έκαστος.

 

Η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε το αποτέλεσμα μιας καθόλα νόμιμης διαδικασίας, λήφθηκε δε αυτή κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, και είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά τη λήψη της. Η δε αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων κρίσης, περιλαμβανομένων και των προφορικών συνεντεύξεων των υποψηφίων, υπήρξε σύννομη και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας του καθ’ ου η αίτηση. Σε κάθε δε περίπτωση, καταλήγει ο κ. Καΐλης, η αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ..

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολογεί και η συνήγορος για το Ε.Μ., η οποία προβάλλει εν πολλοίς παρόμοιες θέσεις με αυτές της πλευράς του καθ’ ου η αίτηση, υποβάλλοντας ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι αχρείαστα και εν τέλει απαράδεκτα η αιτήτρια βάλλει, δια του αιτητικού Β της αίτησης ακυρώσεως, κατά της απόφασης κατάταξης της αιτήτριας στη δεύτερη θέση του τελικού Πίνακα Διοριστέων Λειτουργών Αγροτικών Πληρωμών. Eίναι σαφές ότι η δια του αιτητικού Β προσβαλλόμενη πράξη, ως μέρος μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας, απορροφήθηκε και/ή ενσωματώθηκε στην μεταγενεστέρως ληφθείσα απόφαση επιλογής του Ε.Μ. στην επίδικη θέση, με αποτέλεσμα αυτή, αν και αρχικά εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη ωσαύτως να προσβληθεί δια προσφυγής, να έχει ακολούθως, δια της απορρόφησης και/ή ενσωμάτωσής της στην τελική απόφαση επιλογής των υποψηφίων, απωλέσει τον εκτελεστό της χαρακτήρα (Κοινοπραξία Cyprus Airport Group ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 437, LRG ENTERPRISES LTD κ.α. ν. VELISTER LTD, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 43/2014 και 48/2014, ημερ. 3.6.2020). Εξάλλου, με το αιτητικό Α της αίτησης ακυρώσεως, η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας της τελικής απόφασης του καθ’ ου η αίτηση να επιλέξει το Ε.Μ. για την επίδικη θέση. Στο πλαίσιο λοιπόν εξέτασης της νομιμότητας αυτής της πράξης, μπορεί να εξεταστεί, ως μέρος της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, και η προηγηθείσα ενδιάμεση πράξη κατάταξης της αιτήτριας στη δεύτερη θέση του τελικού Πίνακα Διοριστέων Λειτουργών Αγροτικών Πληρωμών (βλ. Κοινοπραξία Cyprus Airport Group, ανωτέρω, Pavlos Varellas Trading Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 615, τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Κ.Π.Τ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 815/2020, ημερ. 17.4.2024 και ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ POSEIDON GRAND MARINA OF PAPHOS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 979/2018, ημερ. 12.1.2022 και Η. Κυριακόπουλου «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Γ. Ειδικό Μέρος, 4η Έκδοση, σελ. 98).

 

Συνεπώς, η προσφυγή, ως προς το αιτητικό Β, απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

 

Ηγέρθη επίσης, από την πλευρά του Ε.Μ., σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, και συγκεκριμένα δι’ επιστολής ημερομηνίας 26.9.2022 που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο, ισχυρισμός εν είδει προδικαστικής ενστάσεως, ότι η αιτήτρια έχει απωλέσει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς προώθηση της υπό κρίση προσφυγής, καθότι κατά τον Σεπτέμβριο του 2022, αυτή διορίστηκε στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου, αφού προηγουμένως, στις 14.9.2022, είχε παραιτηθεί από τη θέση την οποία κατείχε (Τεχνικός Αγροτικών Πληρωμών από 3.1.2011). Μετά από αυτή την εξέλιξη, δόθηκαν από το Δικαστήριο τούτο οδηγίες στους συνηγόρους των διαδίκων για καταχώρηση συμπληρωματικών αγορεύσεων, όπερ και έπραξαν.

Έχοντας εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος, κρίνω ότι η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Πράγματι, η αιτήτρια παραιτήθηκε από τη θέση Τεχνικού Αγροτικών Πληρωμών στις 14.9.2022. Αμέσως μετά, διορίστηκε στη Δημόσια Υπηρεσία, στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γενικού Λογιστηρίου. Η προηγηθείσα παραίτηση της αιτήτριας στις 14.9.2022, δεν σημαίνει ότι αυτή έχασε το έννομο συμφέρον της κατά το στάδιο εκδίκασης της παρούσας προσφυγής, δεδομένου ότι ενδεχόμενη επιτυχία της προσφυγής της δυνατόν να έχει επιπτώσεις και συνέπειες ανεξάρτητες από την παραίτησή της και το διορισμό της στη Δημόσια Υπηρεσία. Σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, θα υπάρχει προσδόκιμη προοπτική αναδρομικού διορισμού της αιτήτριας στην επίδικη θέση από 1.7.2020 και, κατ’ επέκταση, επωφελής επηρεασμός στην αρχαιότητά της και στην πείρα της, όπως επίσης και ευρύτερα συμφέροντα, ήτοι μισθολογικά και συνταξιοδοτικά ωφελήματα, αφού θα κατέχει την Κλ. Α8-Α10-Α11 από την 1.7.2020 και όχι από τον Σεπτέμβριο 2022.

 

Στην Ξενίδη κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1595/1999, ημερ. 24.9.2001, εξετάστηκε ο ισχυρισμός της εκεί καθ’ ης η αίτηση ότι ο αιτητής, ο οποίος είχε αφυπηρετήσει οικειοθελώς, εκκρεμούσης της προσφυγής του, στερείτο εννόμου συμφέροντος να συνεχίσει την προώθηση της προσφυγής του κατά προαγωγής που διενεργήθηκε προ της αφυπηρέτησης. Κρίθηκε ότι ο αιτητής ούτε αποδέχθηκε την πράξη προαγωγής των εκεί ενδιαφερομένων μερών, ούτε παραιτήθηκε από το δικαίωμα προσβολής της εν λόγω πράξης και το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό, τονίζοντας ότι η αφυπηρέτηση του αιτητή δεν σήμαινε και απεμπόληση των ευρύτερων συμφερόντων του από την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και την επαναφορά της προοπτικής αναδρομικής προαγωγής του. Επίσης, στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν.  Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, η αιτήτρια, εκκρεμούσης της προσφυγής της, είχε προαχθεί στη θέση τον Ανώτερου Νομικού Λειτουργού στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία ήταν μισθολογικά ανώτερη της, επίδικης στην προσφυγή, θέσης Δικηγόρου της Δημοκρατίας B’ στη Νομική Υπηρεσία. Εν τούτοις, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε τον ισχυρισμό ότι, λόγω τούτου, η αιτήτρια είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον της, εφόσον κρίθηκε ότι η προαγωγή της σε ανώτερη θέση, ήταν άσχετη με την επίδικη.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι η αιτήτρια, από τη στιγμή που δεν απεμπόλησε τα δικαιώματα και συμφέροντά της από τη διεκδίκηση της επίδικης θέσης, εξακολουθεί να έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς προώθηση της υπό κρίσης προσφυγής.

 

Συνεπώς,  η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

Προχωρώ τώρα στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται: όπως έχει λεχθεί, η αιτήτρια ισχυρίζεται στην αγόρευσή της ότι, από τη στιγμή που ο καθ’ ου η αίτηση αποφάσισε να εφαρμόσει το Νόμο, ο κος Α. ναι μεν έπρεπε να παραστεί στη διαδικασία της προφορικής συνέντευξης ως μέλος του ΣΠΠ, αλλά όφειλε, ως ο Προϊστάμενος του Τμήματος, να προβεί και σε δική του, προσωπική και ανεξάρτητη αξιολόγηση των υποψηφίων.

 

Δεν συμφωνώ με τον πιο πάνω ισχυρισμό.

 

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήσαν σε ισχύ οι διατάξεις του περί Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών Νόμου του 2003 (Ν.64(Ι)/2003). Σύμφωνα με το άρθρο 20(1) του ειδικότερου αυτού Νόμου (64(Ι)/2003), το ΣΠΠ αποτελείται από τον Επίτροπο, τον Βοηθό Επίτροπο και τον Προϊστάμενο του τομέα ή της υπηρεσίας στην οποία υπάρχει κενή θέση. Συνεπώς, η συμμετοχή του Προϊσταμένου του Τμήματος ως μέλους του Συμβουλίου ήταν επιβεβλημένη ως ρητά προβλεπόμενη από τον πιο πάνω Νόμο. Από τη στιγμή δε που ο Προϊστάμενος αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων ως μέλος του ΣΠΠ, κρίνω ότι δεν μπορούσε να αξιολογήσει τους υποψήφιους και υπό την ιδιότητα του οικείου Προϊστάμενου. Ήταν εν προκειμένω αδύνατη η κατά γράμμα εφαρμογή του Νόμου, ως προς την υπό του οικείου Προϊσταμένου αξιολόγηση των υποψηφίων, από τη στιγμή που, δυνάμει του ειδικότερου Νόμου 64(Ι)/2003, ο οικείος Προϊστάμενος συμμετέχει στο ΣΠΠ. Συνεπώς, κρίνω ότι ορθώς ο καθ’ ου η αίτηση,  ενόψει της αντικειμενικής δυσκολίας που προέκυπτε, ακολούθησε μία παραπλήσια διαδικασία, η οποία παρέχει εχέγγυα παρόμοια με αυτήν που προβλέπει ο Νόμος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13(3)[1] του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1199) (βλ. και ΕΔΥ ν. Αντωνίου (2004) 3 Α.Α.Δ. 279). Έχω δε την άποψη ότι, πράγματι, τυχόν αποδοχή του ισχυρισμού της αιτήτριας περί εμφιλοχωρήσασας παρανομίας λόγω μη προσωπικής, αυτόνομης και ανεξάρτητης αξιολόγησης των υποψηφίων από τον Προϊστάμενο, θα έθετε σε κίνδυνο την τήρηση της αρχής της αμεροληψίας, εφόσον ο Προϊστάμενος, δεν θα μπορούσε, λόγω ασυμβιβάστου, να έχει ουσιαστικά διπλό ρόλο και να προέβαινε σε τέτοια ξεχωριστή κρίση. Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 34/2016, ημερ. 28.5.2019, ECLI:CY:DOD:2019:4, αλλά και στην Πενταρά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 249/16 ημερ. 28.06.2019. Στην Ιωάννου, ανωτέρω, με αναφορά στο άρθρο 42 του Νόμου 158(Ι)/1999 και την εκεί κατοχυρωμένη αρχή της αμεροληψίας, λέχθηκαν τα εξής από την Ζερβού, Δ.Δ.Δ., της οποίας το σκεπτικό υιοθετώ:

«Συμφώνως του ισχύοντος κατά τον ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή χρόνο, οι κρίσεις των αξιωματικών διενεργήθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών και ακολούθησε η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό 42 διαδικασία, συμφώνως του οποίου:

[.]

Σε συμφωνία με τη θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή, είναι και η δική μου κατάληξη ότι η συμμετοχή και εμπλοκή του Υπουργού Άμυνας στη διαδικασία λήψης της απόφασης ως προς την κρίση ενός αξιωματικού, δεν είναι μόνο τυπική. Η εξουσία του Υπουργού Άμυνας να διαφωνήσει με την απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων, προφανώς, προϋποθέτει την εξέταση της νομιμότητας και της ορθότητας αυτής και ως εκ τούτου η εμπλοκή του Υπουργού στη διαδικασία λήψης της τελικής απόφασης με την επικύρωση της σχετικής κρίσης καθίσταται ουσιαστική. Συνακόλουθα, αποδέχομαι τη θέση του κ. Οικονομίδη ότι, εφόσον ο Υπουργός Άμυνας έχει άμεση και ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη της απόφασης την ορθότητα και εγκυρότητα της οποίας ο ενδιαφερόμενος αξιωματικός αμφισβητεί με ιεραρχική προσφυγή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει και τα εχέγγυα της αντικειμενικής και αμερόληπτης κρίσης για να εξετάσει και να αποφασίσει, σε δεύτερο βαθμό, για την ορθότητα και εγκυρότητα της απόφασης αυτής, στα πλαίσια της διαδικασίας του Κανονισμού 44, συμφώνως του οποίου ο Υπουργός Άμυνας είναι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, με νικώσα μάλιστα ψήφο.

H δε θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι οι πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 90/90 υπερισχύουν, ως ειδικότερες, των γενικότερων προνοιών του άρθρου 42 του Ν. 158(1)/99, απορρίπτεται δοθέντος ότι, όπως επεξηγεί ο Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος:

«Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας, ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου (ΣΕ 2786/1989), 17/1997), ή κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος από τέτοιον κανόνα. Συνεπώς, οι γενικές αρχές υπερισχύουν από του κανόνες που θεσπίζονται με κανονιστικές πράξεις, που εκδίδονται βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, εκτός εάν υπάρχει αντίθετη ειδική διάταξη στον εξουσιοδοτικό νόμο (ΣΕ 1596/1987)».

Επισημαίνοντας ότι οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου στην ημεδαπή έννομη τάξη έχουν περιβληθεί της ισχύος τυπικού νόμου και ότι δεν μου έχει υποδειχθεί ούτε έχω εντοπίσει στον εξουσιοδοτικό νόμο οποιαδήποτε ειδική πρόνοια συμφώνως της οποίας η K.Δ.Π. 90/90 υπερισχύει των γενικών αρχών, σημειώνεται ότι στο ανωτέρω απόσπασμα παρατίθεται επεξηγηματικά και η ακόλουθη υποσημείωση:

«Έτσι, η γενική αρχή σύμφωνα με την οποία το πρόσωπο που, υπό την ιδιότητα του μονομελούς οργάνου, κατά την άσκηση της διοικητικής του αρμοδιότητας, εξέδωσε μία πράξη, η οποία ελέγχεται στη συνέχεια από ένα συλλογικό όργανο, δεν μπορεί να είναι μέλος τον συλλογικού αυτού οργάνου, ισχύει, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά (ΣΕ 4678/1983).

Στη Γαλλία, πριν από το Σύνταγμα του 1958, το Συμβούλιο Επικρατείας θεωρούσε τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου ως τυπικώς ισοδύναμες με τις πράξεις του νομοθετικού οργάνου. Μετά όμως από το Σύνταγμα του 1958, που καθιέρωσε την αυτόνομη κανονιστική αρμοδιότητα και το τεκμήριο της αρμοδιότητας της Διοίκησης, η οποία μπορεί να θέτει κανόνες δικαίου ισοδύναμους προς τους κανόνες δικαίου των νομοθετικών πράξεων, γίνεται δεκτό ότι οι γενικές αρχές έχουν τυπική δύναμη ανώτερη των κανόνων που θεσπίζονται βάσει της αυτόνομης κανονιστικής αρμοδιότητας και συνεπώς υπερισχύουν από τους κανόνες αυτούς».

Βάσει των ανωτέρω καταλήγω άτι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθότι στηρίζεται σε κανονιστική πρόνοια (Κανονισμός 44), η οποία παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας και ως εκ τούτου η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.».

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και εν προκειμένω. Συνεπώς, κρίνω ότι ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και, ως αβάσιμος, απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο εγειρόμενο λόγο ακύρωσης που προωθείται, εγείρεται ισχυρισμός περί παράνομης ανάθεσης των γραπτών εξετάσεων από το ΣΠΠ στο ΤΕΠΑΚ, ενώ παράνομα δεν ανατέθηκε η ευθύνη διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή. Επιπρόσθετα, παράνομος υπήρξε και ο μη προκαθορισμός, είτε από την Ειδική Τριμελή Επιτροπή, είτε από την «αρμόδια αρχή», είτε από το Σ.Π.Π., των θεμάτων που θα περιλαμβάνονταν στις γραπτές εξετάσεις, κατά παράβαση του άρθρου 6 του Παραρτήματος του Νόμου. Κατά την αιτήτρια, η ευθύνη διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων θα έπρεπε να ανατεθεί σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή και η Ειδική Τριμελής Επιτροπή να την αναθέσει στην Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και/ή σε κρατικό Πανεπιστήμιο και/ή στο Κέντρο Παραγωγικότητας Κύπρου (ΚΕΠΑ) του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η δε απευθείας ανάθεση των εξετάσεων από το ΣΠΠ στο ΤΕΠΑΚ, είναι παράνομη και καθιστά εξ’ υπαρχής τη διαδικασία άκυρη. Προς τούτο, η αιτήτρια παραπέμπει στο Παράρτημα του Νόμου, το οποίο προβλέπει για τη διαδικασία διεξαγωγής γραπτής εξέτασης. Καταλήγει δε η αιτήτρια ότι, εν προκειμένω, δεν μπορεί να προσδιορισθεί ποια είναι η «αρμόδια αρχή», η οποία έχει και την ευθύνη για τη διεξαγωγή των εξετάσεων και ούτε υπήρξε προηγούμενη συνεννόηση για τη βαθμολόγηση των γραπτών, με τους βαθμολογητές που ορίζει το κρατικό Πανεπιστήμιο.

 

Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 2 του Παραρτήματος του Νόμου, αναφορικά με την ευθύνη διεξαγωγής γραπτής εξέτασης-

 

«(2) H Ειδική Επιτροπή αναθέτει στην Υπηρεσία Εξετάσεων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ή/και σε κρατικό πανεπιστήμιο ή/και στο Κέντρο Παραγωγικότητας Κύπρου (ΚΕΠΑ) του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, την ετοιμασία των δοκιμίων για κάθε εξέταση και την αρμοδιότητα διοργάνωσης και διεξαγωγής της εξέτασης.»

 

Σύμφωνα δε με το εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου, η ευθύνη διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης για όλες τις άλλες υπηρεσίες για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι, ανήκει στην αρμόδια αρχή, η οποία αναθέτει σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή την ευθύνη διεξαγωγής των εξετάσεων. Ως αρμόδια αρχή στο άρθρο 2(1) του Νόμου, για τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, προβλέπεται ο Γενικός Διευθυντής ή ο Διευθυντής ή εξουσιοδοτημένος Αντιπρόσωπός του. Εν προκειμένω αντίστοιχα για σκοπούς εφαρμογής του Νόμου και σύμφωνα με τις διατάξεις του ειδικότερου Νόμου 64(Ι)/2003 (βλ. ιδιαίτερα άρθρα 2 και 9(1)), αρμόδια αρχή για τον καθ’ ου η αίτηση, είναι ο Επίτροπος, ο οποίος προχώρησε στη συγκρότηση του ΣΠΠ, που, σύμφωνα με το άρθρο 20(1) του  Νόμου 64(Ι)/2003, καθιδρύεται για σκοπούς προσλήψεων των μελών του. Σχετικός είναι και ο Κανονισμός 5 των περί Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών (Πρόσληψη, Προαγωγή και Υπηρεσία Προσωπικού) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 883/2003), σύμφωνα με τον οποίο, «Για πλήρωση των κενών θέσεων πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής στον ΟΑΠ [Οργανισμό Αγροτικών Πληρωμών] διορίζουσα αρχή είναι το Συμβούλιο, το οποίο καθορίζεται στο άρθρο 20 του Νόμου».

 

Συνεπώς, δεδομένων των πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν απαιτείτο η συγκρότηση άλλης, διαφορετικής, Ειδικής Τριμελούς Επιτροπής, για την ανάθεση διεξαγωγής γραπτών εξετάσεων, εφόσον κατά συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και του Νόμου 64(Ι)/2003, το ΣΠΠ νομιμοποιείτο να πράξει τούτο, ως το αρμόδιο όργανο.

 

Περαιτέρω, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός περί έλλειψης συνεννόησης του αποφασίζοντος οργάνου με τους βαθμολογητές και περί μη δημοσιοποίησης των ονομάτων των βαθμολογητών, δεδομένου ότι η εν λόγω συνεννόηση, γινόταν μέσω του Προέδρου του ΣΠΠ, ήτοι του Επιτρόπου, στον οποία δόθηκε σχετική εξουσιοδότηση από το ΣΠΠ (βλ. σελ. 3, πρακτικά συνεδρίας ΣΠΠ ημερομηνίας 2.5.2019, παράρτημα 2 στο δικόγραφο της ένστασης του καθ’ ου η αίτηση) να προβεί σε όλες τις ενέργειες για την εξασφάλιση των υπηρεσιών για τη διενέργεια των εξετάσεων, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες που είχαν δοθεί από το ΣΠΠ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας του ΣΠΠ, ημερομηνίας 30.10.2019 (σελ. 1, παράρτημα 4 στην ένσταση), ο Πρόεδρος του ΣΠΠ ενημέρωσε τα μέλη για τις ενέργειές του όσον αφορά την ανάθεση και διεξαγωγή γραπτής εξέτασης, τις συναντήσεις που έγιναν και τις σχετικές διαβουλεύσεις. Στην ίδια δε συνεδρία, το ΣΠΠ εξουσιοδότησε τον Πρόεδρο να συνεννοηθεί με το ΤΕΠΑΚ για όλα τα επιμέρους ζητήματα της γραπτής εξέτασης, ενώ στην επόμενη συνεδρία του ΣΠΠ, ημερομηνίας 8.11.2019, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό (παράρτημα 5 στην ένσταση), ο Πρόεδρος ενημέρωσε τα μέλη ότι βρισκόταν σε επικοινωνία με το ΤΕΠΑΚ για τη διαμόρφωση της εξεταστέας ύλης και επεξήγησε τα ζητήματα που προέκυψαν κατά τον καθορισμό των ειδικών θεμάτων. Συνεπώς, προκύπτει ότι πράγματι, υπήρχε σε όλα τα στάδια συνεννόηση μεταξύ του ΣΠΠ ως αρμοδίου οργάνου, μέσω του Προέδρου του, ο οποίος και ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος, και των βαθμολογητών προς ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης του Νόμου.

 

Τέλος, προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα, ότι η βαρύτητα των κριτηρίων και/ή τα θέματα των γραπτών εξετάσεων καθορίστηκαν κατά τη 2η συνεδρία του ΣΠΠ ημερομηνίας 30.10.2019 και το ΤΕΠΑΚ έτυχε της απαιτούμενης ενημέρωσης. Στο πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας καταγράφεται και η ακολουθηθείσα διαδικασία.

 

Ως εκ των πιο πάνω, και ο δεύτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε, και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας στον τρίτο εγειρόμενο λόγο ακύρωσης, στο πλαίσιο του οποίου ηγέρθη ο ισχυρισμός ότι το Ε.Μ. δεν είναι προσοντούχος, καθότι δεν είναι εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ, υπό πλάνη δε και χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας ο καθ’ ου η αίτηση προέβη στη διαπίστωση ότι το Ε.Μ. κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης. Περαιτέρω, κατά τη σχετική εισήγηση, υπήρξε παράνομη τροποποίηση της απόφασης του ΣΠΠ, η οποία περιέχεται στο σημείο 10(στ) των πρακτικών της πρώτης συνεδρίας του ΣΠΠ. Συναφώς, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η αρχική ερμηνεία της Σημείωσης 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης ορθά καθόριζε ότι οι υποψήφιοι με προσόντα σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης θα έπρεπε να είναι εγγεγραμμένοι στο ΕΤΕΚ και, κατά συνέπεια, η απόφαση του ΣΠΠ για τροποποίηση της ερμηνείας της Σημείωσης 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας (βλ. παράρτημα 8 της ένστασης), με την οποία απαιτείται πλέον εγγραφή στο ΕΤΕΚ μόνο στην περίπτωση που υποψήφιος κατέχει τίτλο σπουδών σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, είναι παράνομη. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι, επειδή το οικείο σχέδιο υπηρεσίας αναφέρεται σε «προσόντα στον Κλάδο Μηχανικής Επιστήμης», κατ’ επέκταση, τα καθήκοντα της θέσης είναι στην Μηχανική Επιστήμη και, συνεπώς, θα πρέπει ο υποψήφιος να είναι εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ. Προβάλλεται επίσης ότι το ΣΠΠ δεν εξέτασε κατά πόσον, με βάση το συγκεκριμένο πανεπιστημιακό δίπλωμα, θα έπρεπε το Ε.Μ. να είναι εγγεγραμμένο στο ΕΤΕΚ, με αποτέλεσμα η τελική απόφαση να είναι αποτέλεσμα πλάνης.

 

Θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας ανάγεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο, πέραν του ελέγχου της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, δε νομιμοποιείται να διενεργήσει πρωτογενή έρευνα και να αποφασίσει κατά πόσον ένας υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα, υποκαθιστώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το διορίζον όργανο. Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και δικαστική παρέμβαση είναι δυνατή στις περιπτώσεις και μόνο που το διοικητικό όργανο υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας και η δοθείσα ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (Γεώργιος Ζειτουντσιάν ν. Κύπρου Πετρίδη κ.α., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 49/2016, ημερ. 18.9.2023, Χρίστος Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1/2017, ημερ. 18.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:C286). Κάτι που δεν διαπιστώνω να έχει συμβεί εν προκειμένω.

 

Στο πρακτικό της πέμπτης συνεδρίας του Συμβουλίου του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 8.1.2020, καταγράφεται το σύνολο της έρευνας που διενήργησε το Συμβούλιο προτού καταλήξει στην απόφασή του, σύμφωνα με την οποία «στο εξής η απόφαση 10(στ) της Πρώτης Συνεδρίας θεωρείται ως τροποποιηθείσα από την παρούσα απόφαση». Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του εν λόγω πρακτικού και από τα συνημμένα σε αυτό παραρτήματα A, B, Γ και Δ, πριν από τη λήψη της απόφασής του, ο καθ' ου η αίτηση έλαβε υπόψη του σχετική δημοσίευση/ανακοινωθέν του Υπουργείου Οικονομικών ημερομηνίας 21.8.2019, αλλά και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην ΕΤΕΚ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 40/2017, ημερ. 28.6.2019, ενώ ζητήθηκαν και οι απόψεις του ΕΤΕΚ. Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του ακόλουθου, ενδεικτικού, αποσπάσματος της συνεδρίας, ημερομηνίας 8.1.2020, από το οποίο και προκύπτει η έρευνα, στην οποία προέβη το ΣΠΠ στο πλαίσιο ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας, προτού καταλήξει στην απόφαση του για την προαναφερθείσα τροποποίηση.

«Στη συνέχεια το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον τον και μετά από διεξοδική μελέτη και συζήτηση του θέματος, αποφάσισε όπως τροποποιήσει την απόφαση 10(στ) που έλαβε στην Πρώτη Συνεδρία του και ζητά την εγγραφή στον οικείο κλάδο του Μητρώου του ΕΤΕΚ, ήτοι στον κλάδο  της Ηλεκτρονικής Μηχανικής περιλαμβανομένης της μηχανικής της Πληροφορικής, στη Μηχανική της Πληροφορικής, μόνο στην περίπτωση που ο υποψήφιος κατέχει τίτλο σπουδών σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, όπως για παράδειγμα Δίπλωμα Μηχανικού Πληροφορικής, Δίπλωμα Μηχανικού Ηλεκτρονικών Υπολογιστών κ.λπ.».

 

Χρήσιμη είναι η αναφορά στις διατάξεις του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου (Ν. 224/1990), στον οποίο με παρέπεμψε ο συνήγορος του καθ’ ου  αίτηση:  σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω Νόμου, κανένας δε θα δικαιούται να ασκεί το επάγγελμα σε οποιοδήποτε κλάδο μηχανικής επιστήμης αν δεν είναι εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ. Στην δε ερμηνεία του όρου «κλάδος μηχανικής επιστήμης» που περιέχεται στο άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου, περιλαμβάνεται και η «(ε) ηλεκτρονική μηχανική περιλαμβανομένης της μηχανικής της πληροφορικής».

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 40/2017, ανωτέρω, αλλά και την προαναφερθείσα ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 21.8.2019, η Επιστήμη της Πληροφορικής διακρίνεται σε επιμέρους γνωστικά αντικείμενα, μεταξύ αυτών και η μηχανική της πληροφορικής ("computer engineering") και η επιστήμη της πληροφορικής ("computer science'’). Όπως λέχθηκε σχετικά στην προσφυγή αρ. 40/2017 ανωτέρω, όπου εξετάστηκε το ζήτημα,-

«Το άρθρο 2 του Ν. 224/90 περιλαμβάνει, ως κλάδο της μηχανικής επιστήμης, την μηχανική της πληροφορικής, η οποία όμως, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν ταυτίζεται με ολόκληρο το ευρύτερο γνωστικό αντικείμενο, ήτοι την πληροφορική. Στα πλαίσια, μάλιστα, της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση παρατίθεται και σχετική αρθρογραφία, συμφώνως της οποίας τα δύο γνωστικά αντικείμενα, ήτοι η «μηχανική της πληροφορικής» ("computer engineering") και η «πληροφορική» ("computer science") συνιστούν διακριτούς επιστημονικούς κλάδους και δεν πρέπει να συγχέονται.

Αυτό που συνάγεται από τον ίδιο το Ν.224/90 και δεν έχει, βεβαίως, αμφισβητηθεί από το ΕΤΕΚ, είναι ότι ο σκοπός του νόμου είναι η προώθηση συγκεκριμένα της Μηχανικής Επιστήμης. Τούτο συνάγεται, πρωτίστως, από τις πρόνοιες τον άρθρου 2 του νόμου, συμφώνως του οποίου «μέλος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο είναι εγγεγραμμένο ως μέλος στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης αλλά και του άρθρον 7 του νόμου, συμφώνως τον οποίου προϋπόθεση για την εγγραφή ενός προσώπου στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου είναι η κατοχή πτυχίου ή διπλώματος Πανεπιστημίου ή άλλου ισοδύναμου προσόντος σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο. H δε ερμηνεία του όρου «κλάδος μηχανικής επιστήμης» περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 του Ν. 224/90, συμφώνως τον οποίου η μηχανική της πληροφορικής περιλαμβάνεται στην ηλεκτρονική μηχανική. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρον 25, στο οποίο το ΕΤΕΚ στηρίζει όλη τη νομική επιχειρηματολογία του, κανένας δεν δικαιούται να ασκεί το επάγγελμα σε οποιοδήποτε κλάδο μηχανικής επιστήμης εκτός αν, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο του εν λόγω κλάδου ως μηχανικός στον εν λόγω κλάδο.

Δοθέντος δε ότι, ως η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση εισηγείται και δεν έχει αμφισβητηθεί, ο κλάδος της Πληροφορικής διακρίνεται σε επιμέρους γνωστικά αντικείμενα, μεταξύ αυτών, στη μηχανική της πληροφορικής ("computer engineering”') και στην επιστήμη της πληροφορικής ("computer science'), η άσκηση καθηκόντων στη μηχανική επιστήμη συμφώνως του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, δεν είναι, με βάση τα στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον μου, ούτε προφανής, ούτε σαφέστατη ούτε πρόδηλη, ως το ΕΤΕΚ εισηγείται. Αναφορικώς δε με τη θέση των ευπαιδεύτων δικηγόρων Του ΕΤΕΚ στα πλαίσια της απαντητικής τους αγόρευσης ότι «με βάση την πολιτική εγγραφής Μελών στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου, στην ειδικότητα της Μηχανικής της Πληροφορικής δύνανται να εγγραφούν κάτοχοι τίτλων σπουδών από όλο το φάσμα της Πληροφορικής, ήτοι Μηχανικής της Πληροφορικής (Computer Engineering) και/ή Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Computer Science) και/ή Πληροφορικής (Information Engineering ή Information Science) και/ή άλλων συναφών διπλωμάτων και/ή τίτλων σπουδών που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις και τα ελάχιστα κριτήρια που έχουν προκαθοριστεί από το Επιμελητήριο σε σχέση με τη διάρκεια και το περιεχόμενο σπουδών», σε συμφωνία με τη θέση της κας Χατζηχάννα κατά την ακρόαση, καταλήγω ότι η όποια επί τούτου πολιτική ακολουθείται από το ΕΤΕΚ, δεν σημαίνει ότι η εγγραφή στο σχετικό μητρώο καθίσταται και εκ του νόμου υποχρεωτική.

Επιπρόσθετα, δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι η καθ' ης η αίτηση αποδέχεται και μάλιστα αδιαμφισβήτητα, ως οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του ΕΤΕΚ εισηγούνται, ότι μεταξύ των καθηκόντων του επίδικου Σχεδίου Υπηρεσίας περιλαμβάνονται και καθήκοντα πού συνιστούν άσκηση της Μηχανικής της Πληροφορικής. Ούτε έχει καταδειχθεί από το ΕΤΕΚ ότι η καθ' ης η αίτηση είχε οποιαδήποτε νομική υποχρέωση να αμφισβητήσει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης τις θέσεις του ΕΤΕΚ, όπως αυτές εκφράσθηκαν στην επιστολή του ημερομηνίας 11.10.2016, ώστε η μη αμφισβήτηση αυτών να συνιστά αποδοχή του περιεχομένου της επιστολής, με αποτέλεσμα και αυτός ο ισχυρισμός να απορρίπτεται.».

 

Δια της πιο πάνω απόφασης, ως ορθώς επισημαίνεται από τους καθ’ ων η αίτηση, απαντώνται και οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί εφαρμογής εν προκειμένω των νομολογηθέντων στις αποφάσεις ΕΤΕΚ ν ΡΙΚ (2011) 3 A.A.Δ. 461 και ΕΤΕΚ ν Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1501112, ημερ. 26.03.2015. Συναφώς, το Δικαστήριο κατέληξε λέγοντας ότι-

 «[.] η παρούσα υπόθεση και το εδώ επίδικο Σχέδιο Υπηρεσίας διακρίνεται από τα γεγονότα στην ΕΤΕΚ ν ΡΙΚ, ανωτέρω, η οποία ως ορθώς επισημαίνεται από τους ευπαίδευτους δικηγόρους της καθ' ης η αίτηση και του E/Μ, αφορούσε διενεργηθείσες από το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου προαγωγές συγκεκριμένα στη θέση Μηχανικού, Τμήμα Τεχνικών Υπηρεσιών. Δοθέντος δε ότι η υπόθεση εκείνη αφορούσε διαφορά μεταξύ του ΡΙΚ και του ΕΤΕΚ δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, κατανοητή ούτε η θέση των ευπαιδεύτων δικηγόρων του ΕΤΕΚ ότι το ζήτημα του εννόμου συμφέροντός του έχει κριθεί τελεσίδικα μεταξύ του Επιμελητηρίου και της εδώ Καθ' ης η αίτηση, ήτοι της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ούτε γιατί η σχετική προδικαστική ένσταση εγείρεται, σύμφωνα πάντα με την εισήγηση, καταχρηστικά και κατά παράβαση του δεδικασμένου. Στη δε ΕΤΕΚ ν Δημοκρατίας, ανωτέρω, το Δικαστήριο επεσήμανε στην κατάληξή του ότι το ζήτημα κατά πόσον η εκεί επίδικη θέση αφορούσε την άσκηση της πληροφορικής, δεν είχε κατ’ ουσίαν αμφισβητηθεί, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.».

 

Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην πιο πάνω απόφασή του, υιοθετήθηκαν από το ΣΠΠ, αλλά και το Υπουργείο Οικονομικών, με ανακοίνωσή του, ημερομηνίας 21.8.2019. Με αναφορά δε στην πιο πάνω δικαστική απόφαση, το ΣΠΠ παρέσχε την απαιτούμενη αιτιολόγηση, μέσω του προϊσταμένου του Τμήματος Πληροφορικής, ως προς τον διαχωρισμό στον κλάδο της Πληροφορικής, με βάση το γνωστικό αντικείμενο του πτυχίου και το κατά πόσον αυτό είναι στη Μηχανική της πληροφορικής (computer engineering) ή στην Επιστήμη της πληροφορικής (computer science), οπότε και καθορίζεται ανάλογα η υποχρέωση ενός υποψηφίου να εγγραφεί στο ΕΤΕΚ.

 

Εν προκειμένω, το Ε.Μ κατέχει τον τίτλο «Bachelor of Science» και, σε συνδυασμό με την αναγνώρισή του από το ΚΥΣΑΤΣ, του απονεμήθηκε ισοτιμία και αντιστοιχία προς πτυχίο Πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο "computer science", εμπίπτοντας ωσαύτως στον κλάδο της Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (computer science), με αποτέλεσμα να μην υπέχει υποχρέωση εγγραφής στο ΕΤΕΚ. Σχετικό είναι το πρακτικό της έκτης συνεδρίας του ΣΠΠ ημερ. 30.4.2020, όπου στον πίνακα του Παραρτήματος Γ καταγράφεται η απόφαση του ΣΠΠ: στον συγκεκριμένο πίνακα υπάρχει στήλη με τίτλο «ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΤΕΚ», όπου και για τους τρεις υποψηφίους (περιλαμβανομένων E.Μ και αιτήτριας), καταγράφεται «Δ/Ε», ήτοι η φράση «Δεν εφαρμόζεται». Επομένως, το ΣΠΠ, τόσο για το πτυχίο Computer Science που κατέχει το E.M., όσο και για το πτυχίο Πληροφορικής που κατέχει η αιτήτρια, έκρινε ότι δεν εμπίπτουν σε Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης και για αυτό το λόγο δεν εξετάστηκε η κατοχή από μέρους τους της εγγραφής στον σχετικό κλάδο του ΕΤΕΚ (βλ. και απόφαση στην Χρύσανθος Χρυσάνθου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1423/11 κ.α., ημερ. 29.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D465, όπου κρίθηκε ότι τα σχέδια υπηρεσίας δεν αφορούν μόνο στην Μηχανική επιστήμη και συνεπώς δεν απαιτείται για τους υποψηφίους να είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο του ΕΤΕΚ).

 

Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με την απόφαση για πλήρωση της επίδικης θέσης ημερ. 24.4.2019 (βλ. παράρτημα 1 στην ένσταση), αλλά και το οικείο σχέδιο υπηρεσίας όπως αυτό δημοσιεύτηκε με την προκήρυξη της θέσης στις 31.5.2019, απαιτείται η κατοχή τίτλου σε ένα εκ των πιο κάτω τομέων: 1. Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης που αφορά Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές, 2. Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, 3. Πληροφορική, 4. Τεχνολογία του Διαδικτύου, 5. Τεχνολογία των Δικτυώσεων. Συνεπώς, υφίστατο εξ' αρχής διάκριση της Επιστήμης των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και η επίδικη θέση δεν απευθυνόταν μόνο σε υποψήφιους που ασχολούνται με τη Μηχανική Επιστήμη, αλλά σε όποιον υποψήφιο είχε τις απαραίτητες γνώσεις, μεταξύ άλλων και για την Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, και πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα του οικείου σχεδίου υπηρεσίας. Ούτε και προκύπτει από το εν λόγω σχέδιο ότι η εκτέλεση καθηκόντων της επίδικης θέσης θα είναι στη Μηχανική της Πληροφορικής, ως ισχυρίζεται η αιτήτρια. Το γεγονός δε ότι η αιτήτρια είχε υποβάλει με την αίτηση της πιστοποιητικό εγγραφής στο ΕΤΕΚ, ενώ κατείχε πτυχίο Πληροφορικής, δε σημαίνει άνευ ετέρου ότι θα έπρεπε να αποκλειστούν οι υπόλοιποι υποψήφιοι, δεδομένου, ως ήδη ελέχθη, ότι δεν απαιτείτο η εγγραφή στο ΕΤΕΚ.

 

Επαναλαμβάνεται ότι, σύμφωνα και με το διορίζον όργανο, οι κλάδοι Computer Engineering και Computer Science είναι διακριτοί κλάδοι. Το Ε.Μ. κατέχει Bachelor of Science το οποίο αναγνωρίστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ ως ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο «Computer Science». Δηλαδή ανήκει στον κλάδο της Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και, σε τέτοια περίπτωση, δεν υποχρεούτο από το Νόμο, να εγγραφεί στο ΕΤΕΚ. Επιπρόσθετα δε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του ΣΠΠ ημερομηνίας 30.4.2020 (παράρτημα 9 στην ένσταση) ο καθ’ ου η αίτηση έκρινε ότι τα προσόντα του Ε.Μ. και της αιτήτριας δεν εμπίπτουν σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης και άρα, εν πάση περιπτώσει, δεν απαιτείτο η εγγραφή τους στο ΕΤΕΚ. Σημειώνεται ότι το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν απαιτεί μόνο πτυχίο στην Μηχανική Επιστήμη, αλλά διαζευκτικά την κατοχή ενός εκ των ακόλουθων τίτλων: «οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, Πληροφορική, Τεχνολογία του Διαδικτύου, Τεχνολογία των Δικτυώσεων». Ούτε και αναφέρεται στο σχέδιο υπηρεσίας ότι οι ανάγκες απαιτούν πλήρωση θέσης στο Τμήμα Πληροφορικής «με προσόντα σε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης» όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται στην αγόρευσή της η αιτήτρια. Το σχέδιο υπηρεσίας, όσον αφορά στα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«(α) Αναλαμβάνει την εκτέλεση καθηκόντων σχετικά με τις αρμοδιότητες του τομέα στον οποίο θα τοποθετηθεί και προς τούτου διεξάγει σχετικές έρευνες, επισκοπήσεις και ελέγχους, συλλέγει και αναλύει σχετικά στοιχεία και ετοιμάζει σχετικές εκθέσεις.

(β) Εποπτεύει, καθοδηγεί, εκπαιδεύει και ελέγχει κατώτερο προσωπικό.

(γ) Εφαρμόζει τη σχετική με το έργο του Οργανισμού νομοθεσία και κανονισμούς.

(δ) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.».

 

Συνεπώς, δεν προβλέπεται ότι τα καθήκοντα της επίδικης θέσης θα είναι στη Μηχανική Επιστήμη, αλλά ούτε και αναφέρεται ότι ο κάτοχος της θέσης θα εκτελεί καθήκοντα στη Μηχανική Επιστήμη.

 

Τέλος, όσον αφορά στην υπό του καθ’ ου η αίτηση διενέργεια της δέουσας έρευνας επί του υπό συζήτηση ζητήματος και ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, κατατοπιστικά είναι και τα όσα αναφέρονται στις σελίδες 2-3 του παραρτήματος 8 της ένστασης (συνεδρία ημερομηνίας 8.1.2020). Συνεπώς, δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας. Αντίθετα, κρίνω ότι το ΣΠΠ διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα και η απόφασή του κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Περαιτέρω, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόδοση των μονάδων για τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, αλλά και λόγω ύπαρξης πλάνης, διενεργήθηκε δε αυτή καθ’ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του ΣΠΠ. Εντός αυτού του πλαισίου η αιτήτρια προβάλλει ότι αδίκως και απαραδέκτως η βαθμολογική διαφορά μεταξύ του τίτλου “master” και του διδακτορικού τίτλου, αφενός, και του διπλώματος μιας ανώτερης σχολής, αφετέρου, είναι μόλις μισή μονάδα καθώς και ότι αυθαίρετα και κατ’ άνιση μεταχείριση, η κατοχή επαγγελματικού τίτλου ισοδυναμεί με διδακτορικό.

 

Επ’ αυτού, θα πρέπει εξ’ αρχής να επισημανθεί ότι ούτε η αιτήτρια ούτε το Ε.Μ. κατέχουν διδακτορικό τίτλο, ούτε και το Ε.Μ. διαθέτει οποιοδήποτε επαγγελματικό τίτλο ή δίπλωμα ούτως ώστε να μπορούσε να επηρεαστεί η βαθμολόγηση. Ωστόσο, πράγματι, η αιτήτρια κατέχει πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, ήτοι μεταπτυχιακό τίτλο, ο οποίος αξιολογήθηκε από το ΣΠΠ και της προσδόθηκε 1 μονάδα, σύμφωνα με την απόφαση του ΣΠΠ κατά την πρώτη συνεδρία του, ημερομηνίας 2.5.2019, ως προς τον τρόπο βαθμολόγησης των πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, πέραν των απαραίτητων, που κατείχαν οι υποψήφιοι. Σημειώνεται, συναφώς ότι, σύμφωνα και με το άρθρο 3(1)(β)(iv) του Νόμου, τα «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα» βαθμολογούνται από 0 μέχρι 3 μονάδες. Πράγματι, κατά την εν λόγω συνεδρία του, το ΣΠΠ, σε συμβατότητα με το Νόμο και εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, αποφάσισε να προσδώσει για την κατοχή Πτυχίου 1 μονάδα, για την κατοχή Μεταπτυχιακού επιπέδου master 1 μονάδα, για την κατοχή Μεταπτυχιακού επιπέδου διπλώματος (όχι επιπέδου master): 0.5 μονάδα, για Διδακτορικό τίτλο 1 μονάδα, για Επαγγελματικό τίτλο που καθιστά κάποιον προσοντούχο για εγγραφή στον ΣΕΛΚ 1 μονάδα και για κατοχή διπλώματος αναγνωρισμένης ανώτερης σχολής τριετούς τουλάχιστον μεταλυκειακού κύκλου σπουδών (π.χ. ΑΤΙ, ΤΕΙ κ.λ.π.) 0.5 μονάδα. Η δε βαθμολόγηση στο συγκεκριμένο στοιχείο κρίσης, συνεκτιμήθηκε με την αξιολόγηση των λοιπών κριτηρίων.

 

Οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι αποκρυσταλλωμένες: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός, ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω). Ειδικότερα δε, ως προς την αιτιολόγηση της βαθμολογίας των κριτηρίων σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 6(Ι)/1998, έχει κριθεί ότι σε καμιά από τις διατάξεις του Νόμου δεν προκύπτει η υποχρέωση της Διοίκησης για αιτιολόγηση της βαθμολογίας των κριτηρίων, αλλά έχουν προβλεφθεί ως επαρκές μέτρο δικλείδες ασφαλείας, όσον αφορά στην απόδοση μονάδων (Ηλιάνα Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 543/2007, ημερ. 22.7.2009).

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι το ΣΠΠ έδρασε εντός ορίων της διακριτικής ταυ ευχέρειας και καθόρισε τη βαθμολογία των κριτηρίων εντός του πλαισίου που τάσσει ο Νόμος. Δεν εντοπίζεται εν προκειμένω ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του καθ’ ου η αίτηση, αλλ’ ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία και δη τα παραρτήματα της ένστασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων, την σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα και προχώρησε στην καταγραφή της κρίσης του για έκαστο υποψήφιο ξεχωριστά (βλ. πρακτικά συνεδρίας ημερομηνίας 2.6.2020 (παράρτημα 11 της ένστασης) και ειδικότερα το σημείο Γ.5).

 

Περαιτέρω, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι πάσχει η διαδικασία και η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού της, η αιτήτρια προβάλλει εκ νέου ως λόγο ακύρωσης τον ισχυρισμό περί απουσίας αξιολόγησης από τον οικείο προϊστάμενο. Ο εν λόγω ισχυρισμός έχει ήδη εξεταστεί πιο πάνω και έχει απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, κρίνω ότι αδίκως η αιτήτρια παραπονείται περί της μη ξεχωριστής αξιολόγησης και βαθμολόγησης των υποψηφίων από κάθε μέλος του ΣΠΠ, με αποτέλεσμα, ως ισχυρίζεται, την πάσχουσα βαθμολόγηση και/ή τελική αξιολόγηση των υποψηφίων. Το ΣΠΠ, ως διορίζον όργανο, εφαρμόζει για το εν λόγω ζήτημα, ήτοι για τη βαθμολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, τις ειδικότερες διατάξεις της Κ.Δ.Π. 883/2003. Ειδικότερα, στις παραγράφους (4) και (5) του Κανονισμού 10, προβλέπεται η διαδικασία που ακολουθεί το Συμβούλιο και ο τρόπος βαθμολόγησης των προφορικών εξετάσεων, χωρίς να απαιτείται διακριτή βαθμολόγηση από έκαστο μέλος:

 

«(4) Το Συμβούλιο κατά την τελική επιλογή και διορισμό του καλύτερου υποψηφίου λαμβάνει δεόντως υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Σε περίπτωση δε διεξαγωγής και γραπτής εξέτασης τότε λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η βαθμολογία στο γραπτό διαγωνισμό και η σειρά επιτυχίας σε αυτό.

(5) Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται.».

 

Δεν εντοπίζεται πλημμέλεια στην ακολουθηθείσα διαδικασία, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του καθ’ ου η αίτηση, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου (βλ. Σολομωνίδης, ανωτέρω). Το υπό συζήτηση ζήτημα  διέπεται από τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών και, σε τέτοια περίπτωση, η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης. Εν προκειμένω, ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, το ΣΠΠ ήταν το αρμόδιο όργανο να βαθμολογήσει τους υποψηφίους με βάση τις ικανότητες και τις γνώσεις τους επί του αντικειμένου της θέσης. Ούτε και έχω λόγο να αμφισβητήσω, ενόψει και του τεκμηρίου της νομιμότητας το οποίο και δεν έχει ανατραπεί, ότι η διαμόρφωση της κρίσης και της βαθμολογίας του ΣΠΠ, έγινε μετά από συνεκτίμηση και/ή συνυπολογισμό των ξεχωριστών κρίσεων και/ή βαθμολογίων των τριών μελών του.

 

Κατά συνέπεια, και αυτός ο λόγος ακύρωσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Τέλος, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι δεν μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος της επίδικης απόφασης, λόγω της μη προσκόμισης του γραπτού της εξέτασης της αιτήτριας και του Ε.Μ., καθώς επίσης και των βαθμολογίων που έλαβε έκαστος. Ισχυρίζεται επίσης ο συνήγορος της αιτήτριας, με παραπομπή στα άρθρα 3(3) και 5(4) του παραρτήματος του Νόμου, ότι αποτελεί απαίτηση του Nόμου όπως τα γραπτά είναι μέρος του φακέλου.

 

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός έχει έρεισμα. Εν πρώτοις, δεν εντοπίζω να υφίσταται άρθρο 3(3) στο Παράρτημα του Νόμου (η δε διάταξη του άρθρου 3(3) στο κύριο μέρος του Νόμου είναι άσχετη), ενώ ούτε και το άρθρο 5(4) του Παραρτήματος του Νόμου εφαρμόζεται εν προκειμένω και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να υποστηρίξει την πιο πάνω θέση της αιτήτριας. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«(4) Κάθε γραπτό κείμενο που έχει οποιοδήποτε διακριτικό στοιχείο ή τρόπο γραφής που μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση της ταυτότητας του υποψηφίου θεωρείται άκυρο, δεν εξετάζεται και δεν βαθμολογείται, αλλά φυλάσσεται και αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου της όλης διαδικασίας».

 

Τα εν λόγω γραπτά δεν εντοπίζονται ως μέρος του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε, ωστόσο δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι αυτά κατέχονται από το ΤΕΠΑΚ, το οποίο και διεξήγαγε τις γραπτές εξετάσεις (βλ. Δημήτρης Μιχαηλίδης ν Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού Αμαθούντας κ.α., Υποθ. Αρ. 962/2020, ημερομηνίας 11.11.2022, όπου ακολουθήθηκε παρόμοια προσέγγιση). Εν πάση όμως περιπτώσει, οι βαθμολογίες όλων των υποψηφίων που συμμετείχαν στη γραπτή εξέταση, περιέχονται ως Παράρτημα Α και ως Παράρτημα B των πρακτικών της Έκτης Συνεδρίας του ΣΠΠ ημερομηνίας 30.4.2020 (παράρτημα 9 της ένστασης), όπου τα μέλη του ΣΠΠ παρέλαβαν τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης για την επίδικη θέση από το ΤΕΠΑΚ, που είχε την ευθύνη της διοργάνωσης και διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων. Οι υπογεγραμμένοι πίνακες που εκτίθενται στα εν λόγω παραρτήματα (περιέχονται και στο ερυθρό 6 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 2»), θεωρούνται ως τα επίσημα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων και απεστάλησαν για δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Όπως ορθώς παρατηρεί η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, από τον Πίνακα του Παραρτήματος Α και του Παραρτήματος B των εν λόγω πρακτικών, προκύπτει αναλυτικά η βαθμολόγηση των υποψηφίων για κάθε ενότητα της γραπτής εξέτασης. Στον δε πίνακα του Παραρτήματος B, είναι καταγεγραμμένα και τα ονόματα των υποψηφίων, με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτή η ταυτοποίηση και του Ε.Μ. και της αιτήτριας και, συνακόλουθα, να μπορεί να ελεγχθεί ότι η βαθμολογία που χρησιμοποιήθηκε για την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων και και για τον καταρτισμό του Πίνακα Διοριστέων, ήσαν όντως αυτές που απεστάλησαν από το ΤΕΠΑΚ ως τελική βαθμολογία των βαθμολογητών του. Συναφώς, δεν μπορώ να συημφωνήσω ούτε με τον ισχυρισμό περί πλάνης περί τα πράγματα λόγω του ότι «η κρίση του βαθμολογητή στηρίχθηκε σε ανύπαρκτα ή ανακριβή στοιχεία» και ότι χρειάζεται να εξετασθεί κατά πόσον οι βαθμολογητές υπερέβησαν τα «άκρα όρια της κατά κοινή πείρα και αντίληψη αντικειμενικής δυνατής αξιολόγησης». Ας σημειωθεί, επίσης, ότι το γραπτό της εξέτασης αποτελείτο αποκλειστικά από ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και, συνεπώς, δεν υφίστατο περιθώριο να υπεισέλθει η κρίση του βαθμολογητή στη βαθμολογία.

 

Συνεπώς, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Τέλος, και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν εντοπίζεται σφάλμα στην ακολουθηθείσα διαδικασία, καταλήγω ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ., ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (Θεοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490, Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω). Εν προκειμένω, η αιτήτρια είχε το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής (Παναγιώτη Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755, Δημοκρατία ν. Μάριος Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329), προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν αποδείχθηκε από πλευράς αιτήτριας έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου, η οποία, κατά πάγια νομολογία, είναι δυνατή μόνον όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος υποψηφίου (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023). Ούτε και υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του καθ’ ου η αίτηση, οπότε και μόνον θα μπορούσε το ακυρωτικό Δικαστήριο να παρέμβει.

Η προσβαλλόμενη απόφαση πληροί όλες τις παραμέτρους που θέτει η νομολογία, εφόσον σε αυτήν αναφέρονται τόσο η αιτιολογία της αλλά και τα αναγκαία στοιχεία, ώστε να μπορεί να ασκηθεί ο απαιτούμενος δικαστικός έλεγχος (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Σε μια συνολική στάθμιση όλων των δεδομένων της περίπτωσης, καταλήγω ότι η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση υπήρξε ορθή, νόμιμη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Σύμφωνα την οποία, «Αν υπάρχει αντικειµενική αδυναµία τήρησης της διαδικασίας που προβλέπει ο νόµος, η διοίκηση µπορεί να ακολουθήσει µια παραπλήσια διαδικασία που παρέχει τα ίδια εχέγγυα µε την προβλεπόµενη από το νόµο».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο