ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                      Υπ. Αρ. 9/2018

                                             

      15 Μαΐου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 12, 30 του Συντάγματος

 

      Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου

Αιτητές

                          Και

 

                    Επίτροπος Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

                                                      Καθ' ης η Αίτηση

------

......... 

Θεοφανώ Παναγή για κ.κ. Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητές,

Θεοδώρα Πιπερή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με αφορμή δημοσιεύματα στον ημερήσιο έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο τα οποία ενέπλεκαν τους Αιτητές, την Αστυνομία Κύπρου και τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε υπόθεση διαρροής και/ή παραβίασης προσωπικών δεδομένων αριθμού φυσικών προσώπων από τις βάσεις δεδομένων τους, σε τρίτα, μη εξουσιοδοτούμενα πρόσωπα, η Καθ’ ης η αίτηση εξέδωσε σχετική Ανακοίνωση ημερομηνίας 17.08.2017 για ενημέρωση του κοινού σχετικά με τις ενέργειές της.

 

Με την επιστολή της προς τους Αιτητές ημερομηνίας 18.08.2017 με τίτλο «Δημοσιεύματα στον τύπο αναφορικά με διαρροή προσωπικών δεδομένων από την CYTA, την Αστυνομία Κύπρου και τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων», η Καθ΄ ης η αίτηση ζήτησε να την ενημερώσουν κατά πόσο ευσταθούσαν τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα και σε θετική περίπτωση να απαντηθούν, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, σχετικά ερωτήματα, τα οποία έθεσε σε 4 υποενότητες.

 

Καταλήγοντας η Επίτροπος επέστησε την προσοχή στα εδάφια (1)-(3) του άρθρου 10 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001 [Ν. 138(Ι)/2001], που αφορούν το απόρρητο και την ασφάλεια της επεξεργασίας.

 

Οι Αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 01.09.2017, προμήθευσαν την Καθ΄ ης η αίτηση με συγκεκριμένες πληροφορίες προς απάντηση των ερωτημάτων της. Μεταξύ των πληροφοριών αυτών ήταν ότι στο πλαίσιο των προληπτικών και κατασταλτικών ελέγχων που πραγματοποιούσε η μονάδα Ασφάλειας Πληροφοριών των προσβάσεων του προσωπικού των Αιτητών διεφάνη ότι συγκεκριμένη υπάλληλος τους (εφεξής «η υπάλληλος») είχε μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, σε αριθμό προσωπικών στοιχείων όπως ονοματεπώνυμου και διεύθυνσης και ότι με τον εντοπισμό του περιστατικού έγινε αμέσως καταγγελία στην Αστυνομία και αφαιρεθήκαν όλες οι προσβάσεις πληροφορικής της υπαλλήλου στους Αιτητές.

 

Ακολούθως, η Επίτροπος, εξέδωσε σχετική Απόφαση ημερομηνίας 20.10.2017 με την οποία έκρινε ότι βάσει παραδοχών των Αιτητών ότι η υπάλληλος είχε μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε απλά δεδομένα των πελατών και ότι με την αλλαγή καθηκόντων της παρέλειψαν να ενεργήσουν σύμφωνα με την πολιτική ασφαλείας ώστε να αφαιρέσουν τα δικαιώματα πρόσβασης της εν λόγω υπαλλήλου, οι Αιτητές ευθύνονταν για την παράβαση των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 10 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, δια των πράξεων και παραλείψεών τους για μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα από την υπάλληλό τους και περαιτέρω επεξεργασία, περιστατικό που ενδεχομένως να μπορούσε να αποφευχθεί εάν οι Αιτητές αφαιρούσαν τα δικαιώματα πρόσβασης της υπαλλήλου με την αλλαγή των καθηκόντων της. Υπό το φως της ως άνω κατάληξής της, η Επίτροπος κάλεσε με την Απόφαση της τους Αιτητές, τηρουμένου του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νομου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999) όπως εντός προθεσμίας δέκα ημερών υποβάλουν τους λόγους και/ή τις περιστάσεις που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την κρίση τους σχετικά με την επιβολή μίας εκ των διαλαμβανομένων στις διατάξεις των παραγράφων (β) έως (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 25 του Νόμου, διοικητικών κυρώσεων.

 

Σε απάντηση, οι Αιτητές με την επιστολή τους ημερομηνίας 27.10.2017, υπέβαλαν τις θέσεις τους. Στην εν λόγω επιστολή τους οι Αιτητές ανέφεραν, μεταξύ άλλων, και νέους ισχυρισμούς ενώ διευκρίνισαν ότι ουδέποτε προέβησαν σε παραδοχή ότι παρέλειψαν να ενεργήσουν σύμφωνα με την Πολιτική Ασφαλείας, την οποία διατηρούν για χρόνια. Επιπλέον, οι Αιτητές ανέλυσαν περαιτέρω τα συστήματα και μέτρα ασφάλειας που λαμβάνουν και εξέφρασαν την άποψη ότι έλαβαν όλα τα απαραίτητα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τον έλεγχο των προσβάσεων του προσωπικού στο βαθμό του τεχνικά εφικτού. Δήλωσαν επιπλέον ότι επειδή η υπόθεση διερευνάτο ακόμη από την Αστυνομία δεν γνωρίζουν ποια στοιχεία δόθηκαν προς τα έξω, και σημείωσαν ότι μόνο ένας από τους 207 επηρεαζόμενους συνδρομητές, αρκετοί από τους οποίους, όπως ανέφεραν, ήταν νομικά πρόσωπα, ζήτησε διερεύνηση της υπόθεσης, ενώ κανένας άλλος δεν υπέβαλε παράπονο.

 

Στη συνέχεια, με την επιστολή της ημερομηνίας 31.10.2017, η οποία στάληκε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατά την 01.11.2017 η Καθ’ ης η αίτηση διευκρίνισε ότι οι Αιτητές, με την επιστολή τους ημερομηνίας 27.10.2017, είχαν ασκήσει εμπρόθεσμα το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης και είχαν ακουστεί σχετικά με το ενδεχόμενο επιβολής διοικητικής κύρωσης και, ως εκ τούτων επεφύλαξε την απόφασή της.

 

Οι Αιτητές επανήλθαν με επιστολή ημερομηνίας 01.11.2017 και συμπληρωματικά πληροφόρησαν της Καθ΄ης η αίτηση ότι σύμφωνα με τη Γνώμη 1/2010 της Ομάδας Εργασίας του Άρθρου 29, ημερομηνίας 16.02.2010, υπεύθυνος επεξεργασίας και αποκλειστικά υπεύθυνος για τη μη εξουσιοδοτημένη επεξεργασία αποτελεί ο υπάλληλος που απέκτησε μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση.

 

Η Καθ’ ης η αίτηση προχώρησε στην έκδοση Απόφασης (Διοικητική Κύρωση) ημερομηνίας 10.11.2017 μαζί με αντίγραφο της σχετικής συνοδευτικής επιστολής ημερομηνίας 10.11.2017, με την οποία επισημαίνεται στους Αιτητές το δικαίωμα τους να προσβάλουν τη σχετική Απόφαση δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Με την εν λόγω Απόφαση επί της διοικητικής κυρώσεως σχολιάζονται ισχυρισμοί των Αιτητών και στο τέλος επιβάλλεται ως διοικητική κύρωση το χρηματικό πρόστιμο των €10.000.

 

Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται ακύρωσης της απόφασης της Καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 20.10.2017, με την οποία έκρινε ότι οι Αιτητές ευθύνονται για παράβαση του άρθρου 10(1),(2),(3) του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001 (Ν138(I)/2001-εφεξής «ο Νόμος») καθώς και της απόφασης της Καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 10.11.2017 με την οποία επέβαλε στους αιτητές πρόστιμο €10.000 για την εν λόγω παράβαση.

 

Με την αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους, οι Αιτητές εγείρουν δύο ενότητες λόγων ακυρότητας. Πρώτα ότι δεν τους παρασχέθηκε δικαίωμα ακρόασης πριν την απόφαση της Καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 20.10.2017 και δεν έτυχαν δίκαιης δίκης. Η δεύτερη ενότητα λόγων ακύρωσης άπτεται της ισχυριζόμενης έλλειψης δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης περί τα πράγματα των προσβαλλόμενων. Η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ’ ης η αίτηση με την ενδελεχή αγόρευσή της υποστηρίζει πλήρως τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων απορρίπτοντας το σύνολο των ισχυρισμών των Αιτητών.

 

Έχοντας μελετήσει τα εγειρόμενα ζητήματα διαπιστώνω ότι ο ισχυρισμός των Αιτητών για μη παροχή δικαιώματος ακρόασης πριν την απόφαση ημερομηνίας 20.10.2017, δηλαδή την απόφαση, με την οποία αποφασίστηκε ότι οι Αιτητές ευθύνονται για την παράβαση, ευσταθεί.

 

Με την επιστολή της ημερομηνίας 18.08.2017, η οποία προηγήθηκε την απόφασης ημερομηνίας 20.10.2017, η Καθ’ ης η αίτηση υπέβαλε συγκεκριμένα ερωτήματα στους Αιτητές προς διερεύνηση της όλης υπόθεσης. Έθεσε τα ερωτήματα, τα οποία η ίδια θεωρούσε ουσιώδη για την έρευνά της. Και απ’ αυτών απαντήσαν οι Αιτητές. Δεν παρήσχε στους Αιτητές οποιοδήποτε δικαίωμα ακρόασης. Ούτε τους πληροφόρησε ότι εναντίον τους προτίθεται να εκδώσει απόφαση δυνάμει των προνοιών του Νόμου και ότι σε αυτό αποσκοπεί η συλλογή των πληροφοριών ώστε να δώσει τη δυνατότητα στους Αιτητές να τοποθετηθούν επί των πτυχών της υπεράσπισής τους. Έστρεψε την έρευνά της σε όσα η ίδια επιθυμούσε στο στάδιο εκείνο να πληροφορηθεί για σκοπούς της εκ μέρους της διερεύνησης.

 

Ορθά άρα επισημαίνουν οι Αιτητές ότι δεν τους παρασχέθηκε δικαίωμα ακρόασης αλλά η επιστολή ημερομηνίας 18.08.2017 ήταν διερευνητικού χαρακτήρα προς συλλογή πληροφοριών.

 

Απόλυτα συναφής με τα ως άνω είναι η απόφαση Golden Telemedia Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 592, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος):

 

Από τον Φεβρουάριο του 2004 η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα άρχισε να διερευνά το ενδεχόμενο παράβασης των υποχρεώσεων που οι αιτητές είχαν, με βάση τον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001, (Ν. 138(Ι)/2001 όπως τροποποιήθηκε). Όπως η Επίτροπος εξήγησε στους αιτητές, η διερεύνηση ήταν το αποτέλεσμα μεγάλου αριθμού παραπόνων «από αγανακτισμένους πολίτες», ότι λάμβαναν στο κινητό τους ανεπιθύμητα μηνύματα (SMS). Η Επίτροπος υπέδειξε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 15(1) του Νόμου:

 

«Τα προσωπικά δεδομένα δεν αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από οποιοδήποτε για λόγους προώθησης, πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως, εκτός αν το υποκείμενο των δεδομένων δηλώσει γραπτώς τη συγκατάθεσή του στον υπεύθυνο επεξεργασίας.»

 

Η Επίτροπος αναφέρθηκε συναφώς και στο Άρθρο 106(1) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν. 112(Ι)/2004) όπου προβλέπεται, στο Άρθρο 106(1), ότι:

 

«Η χρήση αυτομάτων συστημάτων κλήσης χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση (συσκευών αυτομάτων κλήσεων), ή συσκευών τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μηνυμάτων SMS για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση συνδρομητών οι οποίοι έχουν δώσει εκ των προτέρων την συγκατάθεσή τους.»

 

Ανταλλάγηκε μεταξύ της Επιτρόπου και των αιτητών αλληλογραφία για να διευκρινιστούν διάφορες πτυχές και να επιλυθούν τα παρουσιασθέντα προβλήματα. Δεν σημειώθηκε πρόοδος.

 

Με επιστολή προς τους αιτητές, ημερ. 4 Ιανουαρίου 2006, η Επίτροπος εξέθεσε ό,τι θεωρούσε ως τα δεδομένα της περίπτωσης, όπως αυτά αποκρυσταλλώθηκαν κατόπιν ελέγχου, ημερ. 17 Νοεμβρίου 2005, στο χώρο εργασίας των αιτητών όπως και κατόπιν επίσκεψης στα γραφεία τους, στις 28 Δεκεμβρίου 2005, και αναφέρθηκε σε παραδοχές τους σε σχέση με κρίσιμες πτυχές.  Προχώρησε λέγοντας ότι διαπίστωσε παράβαση των υποχρεώσεων τους και τους κάλεσε να αναφέρουν, εντός δεκαπέντε ημερών, τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να τους επιβληθεί διοικητική κύρωση. Παραθέτω τις δύο καταληκτικές παραγράφους:

 

«8. Ενόψει όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υπήρξε παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 106(1) του υπό αναφορά Νόμου η οποία συνεχίζεται παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις και συστάσεις μας.

 

 9. Γι' αυτό καλείστε όπως εντός δεκαπέντε ημερών από τη λήψη της παρούσης επιστολής, αναφέρετε τους λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει να σας επιβληθεί οποιαδήποτε διοικητική κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 107 του υπό αναφορά Νόμου και τις διατάξεις του Άρθρου 25 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001.»

 

(…)

 

Με την προσφυγή τους οι αιτητές παραπονούνται ότι δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να ακουστούν προτού η Επίτροπος καταλήξει ότι υπήρξε παράβαση.

 

(…)

 

Διαδικασία για παράβαση νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων δεν χρειάζεται να διασπάται σε διακριτά στάδια, ώστε να εξετάζεται σε πρώτο στάδιο το κατά πόσο όντως υπήρξε παράβαση και σε δεύτερο στάδιο να εξετάζεται τι κύρωση να επιβληθεί, αν χρειάζεται να επιβληθεί: βλ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Εξέλιξη Επενδυτική Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 310 και Suphire (Stockbrokers) Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 3 Α.Α.Δ. 648. Εκείνο που χρειάζεται είναι να δίνεται το δικαίωμα ακρόασης και για τη μια πτυχή και για την άλλη. Είτε από την αρχή και για τα δύο είτε για το καθένα σε διαφορετικό στάδιο, αναλόγως.

 

Στην προκείμενη περίπτωση είναι, κατά την άποψη μου, προφανές ότι η Επίτροπος αποφάσισε οριστικά ότι οι αιτητές πράγματι παρέβησαν τις αναφερθείσες διατάξεις. Το «διαπιστώνεται ότι υπήρξε παράβαση» της Επιτρόπου δεν μπορεί να σήμαινε ο,τιδήποτε άλλο.  Η Επίτροπος επέλεξε λοιπόν να διασπάσει τη διαδικασία σε δύο στάδια. Της παρεχόταν η δυνατότητα. Αλλά της επιβάλλετο συνάμα η υποχρέωση, προτού αποφασίσει ότι υπήρξε παράβαση, να ακούσει τους αιτητές. Η πρώτη επί του θέματος απόφαση της, παρήγαγε εν προκειμένω έννομα αποτελέσματα. Η απόδοση ευθύνης στους αιτητές δεν μπορεί να μη σήμαινε τίποτε. Τους επηρέαζε τουλάχιστον ηθικά και, ενδεχομένως, με άλλους τρόπους απέναντι στη διοίκηση γενικότερα, αλλά νομίζω πως δεν χρειάζεται να επεκταθεί κανείς προς αυτή την κατεύθυνση. Αν η εν λόγω απόφαση δεν ήταν προσβλητέα αυτοτελώς, ο διοικούμενος θα παρέμενε με το στίγμα της παράβασης χωρίς δυνατότητα εξάλειψης όπου η Επίτροπος επέλεγε να μην προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο. Αν προχωρήσει, η απόφαση περί παράβασης ενσωματώνεται βέβαια στην απόφαση σε σχέση με την κύρωση».

 

Η ως άνω υπόθεση, αφορούσε επίσης απόφαση της Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και πριν την διαπίστωση παράβασης η Επίτροπος ήρθε, όπως και στην παρούσα, σε επικοινωνία με την εκεί αιτήτρια για σκοπό συλλογής πληροφοριών. Πληροφόρησε μάλιστα, όπως και στην παρούσα, την εκεί αιτήτρια για συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες που δυνατόν να τυποποιούν παράνομη συμπεριφορά. Ακολούθησε η έκδοση απόφασης της Επιτρόπου ότι κατόπιν παραδοχών της εκεί αιτήτριας (όπως και στην παρούσα), έκρινε ότι παραβίασε τις νομοθετικές πρόνοιες δίδοντας τότε, με την απόφασή της επί της διαπίστωσης της παράβασης στην αιτήτρια, δικαίωμα ακρόασης. Η αιτήτρια παραπονέθηκε ότι δεν της είχε παρασχεθεί δικαίωμα ακρόασης πριν την κρίση επί της παράβασης. Και το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν ήταν δυνατή η διάσπαση της διαδικασίας σε δύο στάδια, αυτό της παράβασης και αυτό της κύρωσης/επιμέτρησης όμως το δικαίωμα ακρόασης έπρεπε να είχε δοθεί πριν τη διαπίστωση της παράβασης. Όλη η προηγούμενη αλληλογραφία καταγράφηκε ως διευκρινιστική στα πλαίσια της διερεύνησης εκ μέρους της Επιτρόπου.

 

Και στην υπό κρίση υπόθεση, όσα η Καθ’ ης η αίτηση έπραξε πριν την απόφαση ημερομηνίας 20.10.2017 ήταν επικοινωνία/ αλληλογραφία προς το σκοπό συλλογής πληροφοριών και όχι παροχή δικαιώματος ακρόασης. Τα δεδομένα είναι ουσιαστικά ανάλογα με αυτά στη Golden Telemedia και άρα θεωρώ ότι ισχύει ευθέως ο δεσμευτικός λόγος της. Δεν παρασχέθηκε δικαίωμα ακρόασης στους Αιτητές πριν την απόφαση επί της διαπίστωσης της παράβασης και άρα υπάρχει εν προκειμένω ακυρωτικό έρεισμα ως ο ισχυρισμός των Αιτητών.

 

Διευκρινίζω ότι όσα ή κάποια από τα όσα οι Αιτητές ανέφεραν μετά την απόφαση ημερομηνίας 20.10.2017, ακόμα κι αν ελήφθησαν υπόψη ή σχολιάστηκαν από την Καθ΄ης η αίτηση στην επόμενη απόφασή της ημερομηνίας 10.11.2017 δεν μπορούν να θεραπεύσουν την υποχρέωση της Καθ’ ης η αίτηση να είχε παράσχει δικαίωμα ακρόασης πριν την έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 20.10.2017.

 

Εκτός από την Golden Telemedia, η οποία τάσσει σε υποχρέωση για παροχή δικαιώματος πριν τη διαπίστωση παράβασης (παρά το ότι μάλιστα και εκεί όπως και στην παρούσα δικαίωμα ακρόασης δόθηκε επί του σώματος της απόφασης διαπίστωσης της παράβασης και όχι πριν τη διαπίστωση), καθοδηγητικά είναι και όσα καθορίζει η σχετική θεωρία επί του θέματος. Ο Καθ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμά  «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 6η  έκδοση, σελ. 509 αναφέρει:

 

Επιγενόμενη τήρηση ουσιώδους τύπου, ο οποίος δεν τηρήθηκε από τη διοίκηση πριν ή κατά την έκδοση της πράξεως, δεν θεραπεύει το ελάττωμα της προσβληθείσας πράξεως (…).

 

Και στο σύγγραμμα του Καθ. Στ. Ι. Δεληκωστόπουλου  «Η παράβασις ουσιώδους τύπου ως λόγος ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων», 1970, σελ. 96-97 αναφέρεται σχετικώς:

 

«Εν τη θεωρία των διοικητικών πράξεων προβάλλεται γενικώς ότι η τήρησις των τύπων δέον να είναι επίκαιρος (…). Η αρχή της επικαιρότητας γνωρίζει την σπουδαιότεραν αυτής εφαρμογήν εις τον κανόνα, καθ’ ον αποκλείεται η κάλυψις του νομικού ελαττώματος εκ της παραλείψεως τύπου διά της εκ των υστέρων τηρήσεως τούτου».

 

Διευκρινίζω περαιτέρω ότι η παρούσα δεν είναι περίπτωση, για την οποία μπορεί να χωρήσει εξαίρεση από την υποχρέωση παροχής δικαιώματος ακρόασης ούτε άλλωστε στα πλαίσια της διαδικασίας που οδήγησε στις εδώ προσβαλλόμενες προηγήθηκε ή προβλέφθηκε δικαίωμα άσκησης ένστασης ή ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον ανώτερου ιεραρχικά οργάνου ώστε να μπορούσε η μη παροχή δικαιώματος ακρόασης να είχε «θεραπευθεί» από την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής[1].

 

Σε κάθε περίπτωση, ως προκύπτει από τα όσα οι Αιτητές ανέφεραν μετά την απόφαση ημερομηνίας 20.10.2017, αυτοί είχαν προτάξει περαιτέρω επιχειρήματα, τα οποία είτε σχολιάστηκαν από την Καθ’ ης η αίτηση στην απόφαση ημερομηνίας 10.11.2017, είτε δεν εξετάστηκαν με αποτέλεσμα οι Αιτητές στα πλαίσια της παρούσας να εγείρουν και ισχυρισμούς περί πλημμελούς έρευνας και αιτιολογίας των προσβαλλόμενων. Ούτως η άλλως, ως ανέφερα ήδη, η μεταγενέστερη της διαπίστωσης της παράβασης αναφορά ή σχολιασμός της επιχειρηματολογίας αυτής δε θεραπεύει, στην υπό κρίση διαφορά, τη μη παροχή, επίκαιρα, του δικαιώματος ακρόασης.

 

Ξεκαθαρίζω στο σημείο αυτό ότι, ως ορθά θέτει η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ’ ης η αίτηση δεν απαιτείτο η παροχή δικαιώματος προφορικής ακρόασης ούτε είναι σχετική η απόφαση στην Πρ. 1873/2012 Αντέννα Λιμιτεδ ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ημερ. 31.01.2019 (η οποία μάλιστα επικυρώθηκε με την Ε.Δ.Δ 38/2019 Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λιμιτεδ ημερ. 20.11.2021), στην οποία παραπέμπουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε κανονιστική πρόνοια, η οποία προέβλεπε δικαίωμα προφορικής ακρόασης όμως οι εκεί καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν να αλλάξουν την ενώπιον τους διαδικασία, προκαταβολικώς, με γενική τους απόφαση ώστε να μην επιτρέπεται πλέον στις ενώπιόν τους διαδικασίες η διεξαγωγή προφορικής ακρόασης παρά μόνον η υποβολή γραπτών υπομνημάτων. Αυτό θεωρήθηκε ως παράνομο και επί τούτου κρίθηκε ακυρωτέα η εκεί προσβαλλόμενη.

 

Σχετικό εδώ είναι το άρθρο 43(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν. 158(I)/1999), το οποίο θέτει ότι η ακρόαση δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά αλλά μπορεί να ασκηθεί και γραπτώς εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως. Εν προκειμένω ο Νόμος δεν ορίζει παροχή δικαιώματος προφορικής ακρόασης.

 

Καταλήγοντας, διαπιστώνω ότι από την ως άνω απόφαση στην Golden Telemedia[2], η διαδικασία που ολοκληρώθηκε με τελευταία την έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 10.11.2017 ήταν σύνθετη διοικητική ενέργεια. Στην εν λόγω απόφαση συγχωνεύτηκε η προηγούμενη απόφαση ημερομηνίας 20.10.2017 περί διαπίστωσης της παράβασης, η οποία απέλεσε την εκτελεστότητά της. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Sigma Radio TV Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2010) 3 ΑΑΔ 333 αναφέρθηκε:

 

«Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 244, σε σχέση με τη σύνθετη διοικητική ενέργεια, αναφέρονται τα εξής:-

 

«Μετά την έκδοσιν της διοικητικής πράξεως της αποτελούσης το τέρμα της όλης συνθέτου διοικητικής ενεργείας, αύτη αποτελεί έκτοτε ενιαίαν πράξιν, πλήρως συντελεσθείσαν, και συνεπώς εφεξής προσβλητή είναι μόνον η τελευταία πράξις, ουχί δε αυτοτελώς μεμονωμένη και ενδιάμεσος πράξις, ήτις απώλεσε την ιδίαν αυτής αυτοτέλειαν συγχωνευθείσα εις την τελικήν.  Προσβαλλομένης όμως της τελικής πράξεως παραδεκτώς προσβάλλονται και λόγοι αναγόμενοι εις τας μερικωτέρας και συγχωνευθείσας πράξεις, η διαπίστωσις δε της ακυρότητος τινός εξ αυτών επιφέρει την ακυρότητα των ακολουθησασών μερικωτέρων πράξεων, διά την έκδοσιν των οποίων η κριθείσα ως παράνομος αποτελεί νόμιμον προϋπόθεσιν.»

 

Τα ίδια, επίσης, επαναλαμβάνονται στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου - Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τέταρτη Αναθεωρημένη ΄Εκδοση,  παράγραφος 576:-

 

«Η σύνθετη διοικητική ενέργεια αποτελεί ενιαία διοικητική διαδικασία. Από την ενότητα αυτή προκύπτουν ουσιαστικές και δικονομικές συνέπειες.  Οι ουσιαστικές συνέπειες αφορούν το  κύρος των επί μέρους πράξεων και της όλης διοικητικής ενέργειας:  το κύρος καθεμιάς από τις διαδοχικές πράξεις εξαρτάται και από το κύρος όλων των προηγούμενων (προπαρασκευαστικών) πράξεων. Το νομικό ελάττωμα μιας προπαρασκευαστικής πράξεως συμπαρασύρει μάλιστα στην ακυρωσία όχι μόνο όλες τις επόμενες πράξεις, συμπεριλαμβανομένης και της τελικής, αλλά κατά κανόνα την όλη διοικητική ενέργεια. ...»

 

Και εδώ, η πλημμέλεια που προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 20.10.2017 αποτελεί πλημμέλεια και της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 10.11.2017.

 

Ως εκ των ανωτέρω, το αιτητικό της προσφυγής, με το οποίο προσβάλλεται η απόφαση ημερ. 20.10.2017 απορρίπτεται ως απαράδεκτο λόγω απώλειας της εκτελεστότητας της. Το αιτητικό, με το οποίο προσβάλλεται η απόφαση ημερομηνίας 10.11.2017 γίνεται δεκτό για τον λόγο που ανέφερα πιο πάνω, ήτοι ότι της έκδοσης της απόφασης ημερομηνίας 20.10.2017, με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση δεν είχε προηγηθεί παροχή δικαιώματος ακρόασης στους Αιτητές.

 

Η εξέταση του λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης παρέλκει. Η προσβαλλόμενη πράξη ημερομηνίας 10.11.2017 ακυρώνεται με 1.800 ευρώ πλέον ΦΠΑ υπέρ των Αιτητών και εναντίον της Καθ΄ης η αίτηση.  

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Σχετική εν προκειμένω είναι κατ’ αναλογία η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Μίχαλος Δημητρίου Λτδ. κ.α. ν Δημοκρατία (2009) 3 ΑΑΔ 675. Περαιτέρω στο σύγγραμμα των Καθ. Γέροντα Παυλόπουλου, Σιούτη, Φλογαίτη «Διοικητικό Δίκαιο», Έκδ. 2022 σελ 217 αναφέρεται:

 

«Ρήγμα σε αυτήν την νομολογία αποτέλεσε η απόφαση ΣΤΕ 4447/2012 Ολ. ειδικά για την περίπτωση που προβλέπεται, από ειδικές διατάξεις, η άσκηση ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων. Τότε, η περίπτωση αυτή δεν διέπεται από το άρθρο 6 του ΚΔΔ και η μη τήρηση του προβλεπόμενου τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ενδικοφανή προσφυγή προβάλλοντας τους κρίσιμους κατ' αυτόν ισχυρισμούς, που δεν  προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξης».

[2] Στην οποία αναφέρθηκε καταληκτικά:

 

«Αν προχωρήσει, η απόφαση περί παράβασης ενσωματώνεται βέβαια στην απόφαση σε σχέση με την κύρωση».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο