ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ.96/2019)

                                             21 Μαΐου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                           Ι. Ν. Π.

                                                                             Αιτήτρια

                                                ΚΑΙ

                     ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

                  ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

      

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Χρ. Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

Μ. Παρούτη (κα), για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος 2

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.1.2019 και σύμφωνα με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη («Ε.Μ.») 1. Π.Κ. και 2. Α.Β., προήχθησαν στη μόνιμη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α’, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού («η επίδικη θέση»), από 15.12.2018, αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας.

 

Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, με επιστολή του ημερομηνίας 5.10.2018, υπέβαλε εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, πρόταση προς την Ε.Δ.Υ. για πλήρωση δυο κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α’, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Λόγω του ότι οι επίδικες θέσεις είναι θέσεις προαγωγής, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της ημερομηνίας 17.10.2018, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσής τους σε μεταγενέστερη ημερομηνία και όπως στη συνεδρία κληθεί να παραστεί και ο Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, προκειμένου να προβεί σε σύσταση.

 

Πράγματι, στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 20.11.2018, παρέστη η Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού («η Αν. Διευθύντρια»), η οποία, αφού σύστησε για προαγωγή τα δυο Ε.Μ., αποχώρησε από τη συνεδρία. Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, στα πλαίσια εξέτασης της καταλληλότητας των υποψηφίων,  ανέτρεξε στον φάκελο πλήρωσης της θέσης, στους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβε επίσης υπόψη της, τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας. Έκρινε δε η Ε.Δ.Υ. στη βάση του συνόλου των ενώπιον της στοιχείων, ότι τα δυο Ε.Μ. ήσαν οι πλέον κατάλληλοι και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.12.2018.

 

Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, στις 24.1.2019.

 

Η πλευρά της αιτήτριας προωθεί εν πρώτοις τον ισχυρισμό ότι πάσχει η σύσταση της Αν. Διευθύντριας ως αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, ως πεπλανημένη και προϊόν μη δέουσας έρευνας, αλλά και ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων. Κατά τη σχετική εισήγηση, η υποβληθείσα σύσταση είναι τρωτή, εφόσον καμία αναφορά δεν έγινε σε υπεροχή οποιουδήποτε εκ των υποψηφίων σε προσόντα, ούτε και καθορίστηκε η βαρύτητα των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων, παραγνωρίστηκε δε η υπό της αιτήτριας κατοχή του επαγγελματικού προσόντος της εγγραφής της στο Μητρώο δικηγόρων, του μεταπτυχιακού της στα νομικά και της υπεροχής της σε ξένες γλώσσες, ενώ παράνομα δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στην, μηδαμινής και/ή οριακής σημασίας, υπεροχή των Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας σε αρχαιότητα, που μάλιστα, όσον αφορά στο Ε.Μ. 2, ανάγετο στην ημερομηνία γέννησης.

 

Ο έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί πάσχουσας κρίσης της καθ’ ης η αίτηση, αφενός λόγω του γεγονότος ότι έλαβε υπόψη της την πάσχουσα σύσταση της Αν. Διευθύντριας και, αφετέρου, λόγω έλλειψης αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, αλλά και λόγω εμφιλοχωρήσασας πλάνης.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε το αποτέλεσμα μιας καθόλα νόμιμης διαδικασίας, λήφθηκε δε αυτή κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία και είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά τη λήψη της. Η δε αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων κρίσης, περιλαμβανομένων και των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων, υπήρξε σύννομη και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας της καθ’ ης η αίτηση. Σε κάθε δε περίπτωση, καταλήγει η κα Κοτσώνη, η αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ..

 

Η πλευρά του Ε.Μ. 2 δεν καταχώρησε γραπτή αγόρευση, αλλά ρητά δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι υιοθετεί τις θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτές διατυπώνονται στη γραπτή τους αγόρευση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Η συγκριτική εικόνα αιτήτριας και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής αποκαλύπτει τα εξής:

 

Στο κριτήριο της αξίας, σύμφωνα με τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων, προ του ουσιώδους χρόνου, ετών, η αιτήτρια και τα δυο Ε.Μ., είναι ισοδύναμοι, ως καθόλα εξαίρετοι.

 

Ως προς τα προσόντα, η αιτήτρια, όπως και τα δυο Ε.Μ., διαθέτουν, πέραν των προσόντων Πανεπιστημιακού επιπέδου, και πρόσθετα προσόντα ακαδημαϊκού ή/και επαγγελματικού επιπέδου: συγκεκριμένα, η αιτήτρια, πέραν του Πτυχίου Νομικής, διαθέτει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στην Δημόσια Διοίκηση και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα (Master of Laws) in European Law and Integration. Διαθέτει επίσης επαγγελματικό προσόν, εφόσον είναι εγγεγραμμένη δικηγόρος στην Κύπρο. Το Ε.Μ. 1, πέραν του Πτυχίου στη Δημόσια Διοίκηση και Διοίκηση Επιχειρήσεων, είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Master in Public Sector Management, καθώς και Μεταπτυχιακού Διπλώματος Master in Science in Human Recourse Management & Organizational Behaviour, ενώ το Ε.Μ. 2, πέραν του Πτυχίου στην Πολιτική Επιστήμη, διαθέτει επίσης Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Master of Arts in European Integration, καθώς και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στην Δημόσια Διοίκηση.

 

Επιπρόσθετα, και οι τρεις υποψήφιοι έχουν επιτύχει σε διάφορες, πέραν των απαιτούμενων, εξετάσεις ή/και κατέχουν πιστοποιητικά γνώσης ξένων γλωσσών, προσόντα, ωστόσο, τα οποία έχουν μηδαμινή σημασία, εφόσον δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία και μόνον, κατά τη νομολογία, λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης (Έλενα Παπαθεοδότου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 832/2011, ημερ. 30.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D588, Σταύρος Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 783/2002, ημερ. 19.4.2004, Γιαννάκης Καναράς v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1509/2008, ημερ. 26.10.2010, Παναγιώτης Πουργουρίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1386/2007, ημερ. 23.12.2008, Γεώργιος Ταλιώτης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1317/2010, ημερ. 26.1.2012 και Μάριος Στεφανίδης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1207/2011, ημερ.15.2.2013).   

 

Όσον αφορά στο κριτήριο της αρχαιότητας, η αιτήτρια και τα δυο Ε.Μ., διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού στις 16.8.2006. Ωστόσο, το Ε.Μ. 1 υπερέχει σε αρχαιότητα λόγω κατοχής προηγούμενης θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία, ήτοι αυτήν του Βοηθού Στατιστικής, στην οποία διορίστηκε την 1.2.2005: αυτή δε η αρχαιότητα, συνεπάγεται και υπέρτερη πείρα που προσθέτει στην αξία. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχαιότητα φέρει μαζί της, κατά τεκμήριο, και την ανάλογη πείρα λόγω ακριβώς του εύρους της υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου (Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Εκ του γεγονότος δε ότι η αρχαιότητα δεν έχει παύσει να αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο, η πείρα, ως απορρέουσα από αυτή την αρχαιότητα, την τονίζει, προσθέτοντας στην αξία (Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2/2014, ημερ. 13.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:C15, Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Όσο δε αφορά στο Ε.Μ. 2, η όποια υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας, ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης (8.5.1975 το Ε.Μ. 2 και 10.4.1980 η αιτήτρια): κατά πάγια νομολογία, αυτή η υπεροχή του Ε.Μ. σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, ναι μεν έχει περιορισμένη σημασία (Λ. Ναθαναήλ ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.α., Α.Ε. 39/2012, ημερ. 15.5.2018, Δημοκρατία κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756, Λαμπρινή Γωγάκη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 488/2013, ημερ. 11.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D513), ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένα εκ του νόμου μετρήσιμο στοιχείο, το οποίο νόμιμα μπορεί να συνυπολογιστεί (Αλευρά κ.α. v. Hρακλέους κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85, Βαθούλα Παναγή Αντωνιάδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1017/2012, ημερ. 4.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:D734). Όπως λέχθηκε στην Μαρία Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 124/14 και 134/14, ημερ. 6.12.2017, η αρχαιότητα παραμένει ένα αναγνωρισμένο, νόμιμο και θεσμοθετημένο κριτήριο και πρέπει να συνυπολογίζεται, διότι ουδέποτε έπαυσε να έχει τη σημασία της, παρά την υποτίμηση που έτυχε κατά καιρούς νομολογιακά (Ζωδιάτης, ανωτέρω και Ταλιώτη, ανωτέρω). Κατά πάγια νομολογία, η αρχαιότητα, ως θεσμοθετημένο στοιχείο κρίσης, δύναται να διαδραματίσει καθοριστικό και/ή ρυθμιστικό ρόλο, εφόσον υπάρχει ισοδυναμία στα λοιπά στοιχεία κρίσης (Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 162/2010, ημερ. 11.4.2017, Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Μάλιστα, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ίση ή ισοπεδωτική βαθμολόγηση αξίας και ισοδυναμία στα προσόντα, ακόμα και η οριακή, έστω, υπεροχή κάποιου σε αρχαιότητα, αποκτά σημασία (Σιαμπαρτά ν. Δημοκρατίας 417/2010, ημερ. 4.10.2012, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 654/2001, ημερ. 19.1.2002). 

Επιπρόσθετα, τα δυο Ε.Μ., σε αντίθεση με την αιτήτρια, διαθέτουν υπέρ τους τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας, η οποία, κατά πάγια νομολογία, προσθέτει στην αξία των υποψηφίων (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485), εφόσον βεβαίως η σύσταση αυτή είναι νόμιμη και δε συγκρούεται με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων. Εν προκειμένω, σε μια προσμέτρηση όλων των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, κρίνω ότι η δοθείσα σύσταση υπέρ των Ε.Μ., βρίσκεται σε συμβατότητα με τους οικείους διοικητικούς φακέλους και, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε εύλογα επιτρεπτή. Στη σύστασή της, η Αν. Διευθύντρια, αποτυπώνοντας εν πολλοίς την προεκτεθείσα συγκριτική εικόνα αιτήτριας και Ε.Μ., ανέφερε τα εξής:

 

«Κατά τον ουσιώδη χρόνο (9.10.2018), οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στο σχετικά κατάλογο με α/α 1-21 κατείχαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα.

 

Προκειμένου να σχηματίσω πλήρη εικόνα σε σχέση με την εν γένει αξία και καταλληλότητα κάθε υποψηφίου, για τους σκοπούς υποβολής συστάσεων, έχω μελετήσει και αξιολογήσει με προσοχή το σύνολο των στοιχείων από τους Προσωπικούς τους Φακέλους και τις Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, έχοντας υπόψη στο σύνολό τους τα καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Ειδικά όσον αφορά στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, σημειώνω ότι έλαβα υπόψη τη γενική εικόνα των υποψηφίων, όπως αυτή προκύπτει από το σύνολο των Εκθέσεων που έχουν υποβληθεί γι' αυτούς, δίδοντας ιδιαίτερη σημασία στα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α’, οι κάτοχοι της θέσης αναλαμβάνουν τη διεξαγωγή μελετών και επιλαμβάνονται θεμάτων διοίκησης προσωπικού, οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας και του ευρύτερου κρατικού τομέα, ιδιαίτερα σε σχέση με εργασιακές σχέσεις, μισθοδοτικές διαρθρώσεις, όρους υπηρεσίας, επιδόματα, πολιτική αφυπηρετήσεων, συντάξεις, αξιολόγηση προσωπικού και εργασίας, διεξαγωγή εξετάσεων, οργάνωση, οργανωτικές και βαθμολογικές διαρθρώσεις, σχέδια υπηρεσίας, διοικητικές διαδικασίες και μεθόδους, επισκόπηση, διαχείριση και επιμόρφωση προσωπικού, στελέχωση υπηρεσιών, σε ένα ή περισσοτέρους κλάδους εργασίας του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.

 

Ύστερα από αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, υπό το φως των άσων έχω αναφέρει πιο πάνω, κρίνω ως καταλληλότερους και συστήνω για προαγωγή τους πιο κάτω υποψήφιους:

 

1.   Κ. Π. (α/α 1)

2.   Β. Α. (α/α 2)

 

Συστήνοντας την υποψήφια Κ. Π. (α/α 1), σημειώνω ότι αυτή έχει διοριστεί στην παρούσα της θέση την ίδια ημερομηνία μαζί με τους υποψηφίους με α/α 3-11 που ακολουθούν, ωστόσο υπερέχει έναντι αυτών σε αρχαιότητα λόγω κατοχής άλλης μόνιμης θέσης στη δημόσια υπηρεσία. Σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψηφίους, η Κ. υπερέχει σε αρχαιότητα που ανάγεται στην παρούσα τους θέση.

 

Σημειώνω, επίσης, ότι η πιο πάνω υποψήφια έχει καθόλα εξαίρετες Υπηρεσιακές Εκθέσεις κατά τα τελευταία χρόνια, όπως και οι υπόλοιποι υποψήφιοι που δεν συστήνονται. Επιπλέον, η συστηνόμενη είναι κάτοχος μεταπτυχιακών προσόντων, όπως είναι και οι υπόλοιποι συνυποψήφιοί της, που, επίσης, διαθέτουν επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία, παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και ούτε αποτελούν πλεονέκτημα, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, εξ’ ου και τα λαμβάνω υπόψη.

 

Συστήνοντας τον υποψήφιο Β. Α. (α/α 2), σημειώνω ότι ο εν λόγω υποψήφιος έχει την ίδια ημερομηνία διορισμού στην παρούσα του θέση με τους υποψηφίους με α/α 3-11, ωστόσο υπερέχει έναντι αυτών σε αρχαιότητα που ανάγεται μεν στην ημερομηνία γέννησής τους, πλην όμως, δεδομένου ότι όλα τα άλλα στοιχεία είναι ίσα, την προσμετρώ, ενώ υπερέχει όλων των υπολοίπων υποψηφίων που ακολουθούν και δεν συστήνονται σε αρχαιότητα που ανάγεται στην παρούσα τους θέση. Επιπλέον, ο πιο πάνω υποψήφιος έχει, όπως και οι ανθυποψήφιοι του, καθόλα εξαίρετες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, κατά τα τελευταία χρόνια, ενώ είναι κάτοχος επιπρόσθετων μεταπτυχιακών προσόντων. Επισημαίνω, ακόμη, ότι και οι υπόλοιποι υποψήφιοι που ακολουθούν και δεν συστήνονται διαθέτουν επιπρόσθετα προσόντα, όπως και ο συστηνόμενος, τα οποία, παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα, εντούτοις είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, για αυτό και λαμβάνονται υπόψη.

 

Σε μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιον μου στοιχείων, υπό το φως των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, κρίνω ότι οι υποψήφιοι που συστήνω υπερτερούν των λοιπών υποψηφίων ως προς την καταλληλότητα για προαγωγή στη θέση του Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού A' και τους συστήνω ανεπιφύλακτα.».

 

Λαμβανομένων υπόψη των αμέσως πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό ως προς τη δοθείσα σύσταση, η οποία ουδόλως συγκρούεται με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων. Έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί, μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ανάγκη εναρμόνισης των συστάσεων του Διευθυντή με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, οι οποίες διατηρούν την εγκυρότητά τους, μόνον εφόσον συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, αυτές δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το διορίζον όργανο (Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ροζάννα Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/2010, ημερ. 10.9.2015, «Η νομιμότητα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται σε συνάρτηση με τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις». Εν προκειμένω, δεδομένης και της προεκτεθείσας συγκριτικής εικόνας της αιτήτριας και των Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, κρίνω ότι η σύσταση της Αν. Διευθύντριας συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε αυτή εύλογα επιτρεπτή, προσθέτοντας ωσαύτως στην αξία των επιλεγέντων: δεν εντοπίζεται υπεροχή της αιτήτριας σε οποιοδήποτε κριτήριο επιλογής, αντιθέτως, την όποια υπεροχή, έστω και οριακή, έχουν τα Ε.Μ. στο κριτήριο της αρχαιότητας, δεδομένης της ισοδυναμίας των τριών υποψηφίων στα λοιπά κριτήρια επιλογής, αυτήν δε την υπεροχή ενισχύει η δοθείσα σύσταση, η οποία, ως συνάδουσα με τους διοικητικούς φακέλους, προσθέτει στην αξία.

 

Συνακόλουθα, δεν εντοπίζεται σφάλμα ούτε στην τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, λαμβάνοντας μεταξύ άλλων, υπόψη και τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας, επέλεξε για προαγωγή τα δυο Ε.Μ., αναφέροντας τα εξής, στη δική της απόφαση:

 

«H Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια -αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σε αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, και αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας, έκρινε ότι οι παρακάτω υπερέχουν των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτούς προαγωγή στη μόνιμη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού A', Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, από 15.12.18:

 

1.   Κ. Π. (α/α 1)

2.   Β. Α. (α/α 2)

 

H Επιτροπή, επιλέγοντας τους πιο πάνω, έλαβε υπόψη ότι αυτοί έχουν αξιολογηθεί ως καθόλα Εξαίρετοι στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, έχοντας δηλαδή αξιολογηθεί σε ισοδύναμο επίπεδο με όλους τους μη επιλεγέντες ανθυποψήφιούς τους, και, επιπλέον, διαθέτουν και την υπέρ τους σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας.

 

Σ ό,τι αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτοί υπερέχουν σε αρχαιότητα έναντι όλων των μη επιλεγέντων ανθυποψηφίων τους. Συγκεκριμένα, η Κ. υπερέχει έναντι των ανθυποψηφίων της με α/α 3-11, οι οποίοι κατέχουν τη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού από την ίδια ημερομηνία με την εν λόγω επιλεγείσα, αλλά υπερέχει έναντί τους σε αρχαιότητα λόγω κατοχής προηγούμενης θέσης στη δημόσια υπηρεσία, και υπερέχει έναντι όλων των υπόλοιπων μη επιλεγέντων υποψηφίων σε αρχαιότητα που ανάγεται στην παρούσα τους θέση, ήτοι Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, η οποία κυμαίνεται από ένα χρόνο και τεσσερισήμισι μήνες έως πέντε περίπου χρόνια. Αναφορικά με τον Β., η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός υπερέχει έναντι των ανθυποψηφίων του με α/α 3 - 11, οι οποίοι κατέχουν τη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού από την ίδια ημερομηνία με τον εν λόγω επιλεγέντα, αλλά υπερέχει έναντί τους σε αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης και υπερέχει έναντι όλων των υπόλοιπων μη επιλεγέντων υποψηφίων σε αρχαιότητα που ανάγεται στην παρούσα τους θέση, ήτοι Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, η οποία κυμαίνεται από ένα χρόνο και τεσσερισήμισι μήνες έως πέντε περίπου χρόνια.

 

Όσον αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι τόσο οι επιλεγέvτες όσο και οι μη επιλεγέντες υποψήφιοι διαθέτουν, πέραν των προσόντων Πανεπιστημιακού επιπέδου, επιπρόσθετα προσόντα ακαδημαϊκού ή και επαγγελματικού επιπέδου. Συγκεκριμένα, σ' ό,τι αφορά τους επιλεγέντες, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η Κ. Π. (α/α 1) κατέχει Master in Public Sector Management και Master of Science in Human Resource Management and Organisational Behaviour από το Cyprus International Institute of Management και o B. Α. (α/α 2) κατέχει Master of Arts in European Integration, Nottingham University, και Μεταπτυχιακά Δίπλωμα στη Δημόσια Διοίκηση, University of Nicosia. Σ ό,τι αφορά τα επιπρόσθετα προσόντα που κατέχουν oι μη επιλεγέντες υποψήφιοι, η Επιτροπή σημείωσε ότι [.] η Ν. I. (α/α 10) κατέχει Master of Laws in European Law and Integration, Leicester University, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Δημόσια Διοίκηση, University of Nicosia, και είναι Εγγεγραμμένη Δικηγόρος στην Κύπρο [.]. Πέραν των πιο πάνω, η Επιτροπή σημείωσε ότι τόσο oι επιλεγέντες όσο και οι μη επιλεγέντες υποψήφιοι έχουν παρακολουθήσει αριθμό σειρών προγραμμάτων ή/και έχουν εξασφαλίσει πιστοποιητικά που σχετίζονται με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. H Επιτροπή παρατήρησε συναφώς ότι, στο σύνολό τους, τα εν λόγω προσόντα, αν και δεν αποτελούν πρόσθετο προσόν ή πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, εντούτοις, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η Επιτροπή, σε μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιον της στοιχείων, έκρινε ότι οι επιλεγέντες, οι οποίοι διαθέτουν και την υπέρ τους σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, είναι καταλληλότεροι για προαγωγή στη θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού A', Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.».

 

Η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ., κρίνεται ορθή και σύννομη, εύλογα επιτρεπτή, ενώ συνάδει και με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων. Η δε επιλογή των δυο Ε.Μ., τα οποία έχουν υπέρ τους την δοθείσα σύσταση και τα οποία υπερέχουν, έστω και οριακά, σε αρχαιότητα, χωρίς να υστερούν σε προσόντα, έναντι της αιτήτριας, κρίνεται νόμιμη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.

 

Ειδικότερα όσον αφορά τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων, ζήτημα για το οποίο επιχειρηματολόγησε εν εκτάσει ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, επισημαίνω τα εξής: πράγματι η αιτήτρια, σε αντίθεση με τα Ε.Μ., διαθέτει και επαγγελματικό προσόν, εφόσον είναι εγγεγραμμένη δικηγόρος. Ωστόσο, δεδομένης της προεκτεθείσας συγκριτικής εικόνας αιτήτριας και Ε.Μ. σε πρόσθετα προσόντα, θεωρώ ότι η υπό της αιτήτριας κατοχή αυτού του συγκεκριμένου προσόντος, το οποίο ούτε απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αναφέρεται ως πλεονέκτημα, δεν μπορεί από μόνη της να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της αιτήτριας (Δ.Μ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1505/2017 κ.α., ημερ. 16.11.2022). Αυτό, βεβαίως, δεν συνεπάγεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη και δεν αξιολόγησαν το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας, εξάλλου αυτό προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά. Εν πάση δε περιπτώσει, δεν απαιτείτο  ρητή αναφορά σε όλα τα προσόντα. Στην Μαρία Παπά ν. Ανδρέας Φραντζής, Α.Ε. 91/2014, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C62, όπου τόσο η εφεσείουσα (εκεί ενδιαφερόμενο μέρος) όσο και ο εφεσίβλητος (εκεί αιτητής) κατείχαν τόσο τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, καθώς και επιπρόσθετα προσόντα, όπως συμβαίνει και εν προκειμένω, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:

 

«Ως προς τα προσόντα των μερών, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης της ΕΔΥ, πιο πάνω, σημειώθηκε ότι η εφεσείουσα δεν υστερεί του συστηθέντα εφεσίβλητου και καταγράφονται τα πρόσθετα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα, χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά σε όλα τα προσόντα. Όμως, τα επιπρόσθετα προσόντα του εφεσίβλητου βρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ και λήφθηκαν «δεόντως υπόψη» (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αντωνίου, ΑΕ 124/2014 κ.ά., ημερομηνίας 6.12.2017). Όπως προκύπτει από τη νομολογία «τα επιπρόσθετα προσόντα παραμένουν πρόσθετα ασχέτως του αριθμού τους και είναι λάθος να υπερτονίζεται η κατοχή κάποιων προσόντων από υποψήφιο, αποδίδοντας σ΄ αυτά μεγαλύτερη αξία ή βαρύτητα»  (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 2076/2012, ημερομηνίας 22.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D988, xxx Κουρτελλάρης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1039/2010, ημερομηνίας 17.7.2012, και xxx Μάρκου κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ., Συνεκ. Υποθ. Αρ. 950/2010 κ.ά., ημερομηνίας 22.3.2013). Ως εκ τούτου, η πρωτόδικη απόφαση ότι υπάρχει κάποια υπεροχή του εφεσίβλητου ως προς τα πρόσθετα «προσόντα» σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ήταν λανθασμένη. Συνακόλουθα, δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη εκ μέρους της ΕΔΥ ως προς αυτό το στοιχείο.».

 

Κατά πάγια νομολογία, το διορίζον όργανο αξιολογεί και σταθμίζει τα πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, αποφεύγοντας δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σ' αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.135/2013, ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44, Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Γιώργος Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Εν προκειμένω, και δεδομένης της συνολικής υπηρεσιακής εικόνας αιτήτριας και Ε.Μ., δεν εντοπίζω να εκφεύγει των πιο πάνω ορίων η υπό των καθ’ ων η αίτηση αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η επίδικη απόφαση κρίνεται σύννομη και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση.

 

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82, lerides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 180, Θέσπις Παντζαρή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 744/98, ημερ. 26.5.1999, Ανδρέας Χρίστου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 134/96, ημερ. 19.3.1997). Πεδίο δε για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, κάτι που εν προκειμένω δεν εντοπίζεται.

 

Όπως, με βάση τα προεκτεθέντα, δεν εντοπίζεται κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Από τα σχετικά πρακτικά και ειδικά αυτό της συνεδρίας 20.11.2018, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκύπτουν με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή των Ε.Μ., έναντι της αιτήτριας, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων. Από το πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας, προκύπτει ευκρινώς το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. και η διενέργεια της δικής της, δέουσας έρευνας. Στην απόφασή της, η καθ’ ης η αίτηση καταγράφει τα κριτήρια αξιολόγησης και γενικότερα όλα όσα έλαβε υπόψη της προκειμένου να επιλέξει τα Ε.Μ., ενώ προβαίνει και σε συγκριτική αντιπαραβολή των Ε.Μ. με τους άλλους υποψηφίους, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας, που έχουν επιπρόσθετα προσόντα, παρόλο που έχει πολλάκις νομολογηθεί πως το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να αναφερθεί ονομαστικά σε υποψηφίους που δεν επιλέγει (Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 291, Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1999) 3 Α.Α.Δ. 110). Η δε αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί, και όντως συμπληρώνεται, από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ, Αρ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022).

 

Ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017). Επαρκής θεωρείται η έρευνα που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, 450), η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία επί της έρευνας που θα ακολουθηθεί είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121).

 

Οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι αποκρυσταλλωμένες: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση έδρασαν εντός ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, αλλ’ ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, περιλαμβανομένων και των πρόσθετων προσόντων.

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης (Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490 Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016, Κούσιου Κορφιώτου, ανωτέρω) και, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη και ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.

Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, εκτός αν πράγματι προκύπτει μια τέτοια έκδηλη υπεροχή (Χρίστος Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 901/2010, ημερ. 8.10.2013, ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329). Στην υπό κρίση περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός των ορίων που της παρέχει ο Νόμος και σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας έναντι των Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου (Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023).

 

Λαμβανομένων υπόψη όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, η δε προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο