ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1/2020)

28 Ιουνίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 1Α, 2, 6, 9, 10, 11, 13, 14, 15, 18, 19, 22, 23, 24, 25, 26, 28, 30, 31, 33, 34, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟ 109 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2002, ΝΟΜΟΣ 141(Ι)/2002, ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1-61 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1999, ΝΟΜΟΣ 158(Ι)/1999

 

N. K., ΑΛΛΩΣ N. K.,

Αιτητής

v.

 

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ TOY ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟY ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Αίτηση ημερομηνίας 11.6.2024 για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης

Μελάνθη Χαραλάμπους, για Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Νικολέττα Νικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό εκδίκαση αίτηση, η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης, κατά της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 28.3.2024, σε συγκεκριμένο προτεινόμενο χρόνο ή σε οποιοδήποτε χρόνο το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιο.

 

  Η αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και ιδίως στη Δ.48 Θ. 1-4, 8(1)(qq), 9, Δ.35 Θ.1-18-20, 32, στη Δ.57 Θ.2, στον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 και ιδίως στους Κανονισμούς 1-7, 9-15, στον περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.

 

  Υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Μ. Χ., δικηγόρου συνεργαζόμενης στο γραφείο των δικηγόρων του αιτητή. Όπως αναφέρει η ομνύουσα, στις 28.3.2024 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου κι οι δικηγόροι του αιτητή, τον ενημέρωσαν αυθημερόν για το αποτέλεσμα της αποφάσεως. Αναφέρει στην παράγραφο 4 της ενόρκου δηλώσεως της, πως ο αιτητής επικοινώνησε μία βδομάδα πριν την υποβολή της υπό εκδίκαση αιτήσεως με το γραφείο τους και ζήτησε όπως καταχωρηθεί έφεση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου, έχοντας, όπως αναφέρεται, κατά νου πως η προθεσμία για την καταχώρηση έφεσης είναι η ίδια όπως αυτή για την καταχώρηση προσφυγής, δηλαδή 75 μέρες αντί 42. Οι δικηγόροι του, τότε, τον ενημέρωσαν πως θα πρέπει να υποβληθεί αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης.

 

  Όπως αναφέρεται από την ομνύουσα, η παρούσα αίτηση υποβάλλεται αμέσως μετά που ο αιτητής ενημερώθηκε για την ορθή ημερομηνία καταχώρησης έφεσης και χωρίς καμία χρονοτριβή, ενώ έχει αφεθεί ο χρόνος που τυχόν θα επιτραπεί να καταχωρηθεί, στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Υποστηρίζει πως οι καθ’ ων η αίτηση ουδεμία ζημιά θα υποστούν από την έγκριση της αιτήσεως, ενώ θα ήταν άδικο για ένα νέο άνθρωπο να στερηθεί του δικαιώματος διεκδίκησης των δικαιωμάτων του.

 

  Οι καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στις 19.6.2024, υποστηριζόμενη από την ένορκη δήλωση της κας Κ. Χ., δικηγόρου εργαζόμενης στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την ομνύουσα, ο αιτητής πληροφορήθηκε εγκαίρως και δεόντως από τους δικηγόρους του την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί που προβάλλονται περί μη γνώσης της προθεσμίας για την καταχώρηση έφεσης, δεν τεκμηριώνονται με οποιονδήποτε τρόπο και δεν συνιστούν εξαιρετικό λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εκ μέρους του Δικαστηρίου άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

  Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της κας Χ., υπήρχε επαρκής χρόνος για τον αιτητή για την καταχώρηση έφεσης, δεν προκύπτει οποιαδήποτε αντικειμενική δυσκολία, ενώ όφειλε να γνωρίζει, συμβουλευόμενος τους δικηγόρους του, την προθεσμία για την καταχώρηση έφεσης. Υποστηρίζει η ομνύουσα πως δεν υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης, δεν αποκαλύπτονται οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους προωθείται το παρόν διάβημα, ενώ τα όσα υποστηρίζονται από τον αιτητή, δεν αποτελούν καλό λόγο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. 

  Κατά την ακρόαση της αίτησης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών, εφοδίασαν το Δικαστήριο με γραπτές αγορεύσεις επί του θέματος, υποστηρίζοντας μία έκαστη, τη δική της θέση.

 

  Στις διατάξεις του άρθρου 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015, ως αυτός έχει τροποποιηθεί, Ν. 131(Ι)/2015, προνοούνται τα εξής:-

 

«13. Κάθε απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Εφετείου, για λόγο που αναφέρεται σε νομικό σημείο μόνον, εντός χρονικής περιόδου σαράντα δύο (42) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.»

 

  Οι αρχές που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί, ως προς το ζήτημα της παράτασης του χρόνου καταχώρησης έφεσης, αποκαλύπτουν πως το ζήτημα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και πως αποκλειστικός οδηγός για την άσκησή της, είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

 

  Όπως κρίθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μέα Ιωάννου Properties Ltd κ.ά. ν. Vasilyeva, Πολιτική Έφεση αρ. 429/19, ημερομηνίας 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A433, στην οποία εκεί εξετάστηκε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης ειδοποίησης αντέφεσης, το Δικαστήριο ανέφερε πως σε τέτοιας φύσεως αιτήσεις, έχει να αντιμετωπίσει πολλές φορές αντικρουόμενα συμφέροντα και πως αποκλειστικός οδηγός στην άσκησης της εξουσίας του, είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

 

  Με αναφορά στην Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, τονίστηκε πως οι προθεσμίες που τίθενται από τους θεσμούς για τη λήψη δικονομικών μέτρων οριοθετούν και το πλαίσιο για την καλή απονομή της δικαιοσύνης. Οι λόγοι της καθυστέρησης θα πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου. Όπως λέχθηκε, το συμφέρον της δικαιοσύνης, είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Κρίθηκε δε, πως όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που διαρρέει μεταξύ της εκπνοής της προθεσμίας και της κίνησης του μηχανισμού για παράταση, ανάλογα μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα αποδοχής του αιτήματος.

 

  Στη Lavar Shipping Co Ltd ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1635, τονίστηκε η εξαιρετική φύση αυτού του δικονομικού μέτρου, με αναφορά στην ελεύθερη και αδέσμευτη εξουσία του Δικαστηρίου, πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

  Παραπέμπω επίσης στα όσα λέχθηκαν στη Ι. & Α. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1989) 3Α Α.Α.Δ. 2385,:-

«Οι αρχές που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί είναι: Η ανάγκη αυστηρής τήρησης των προθεσμιών που καθορίζονται από τους Θεσμούς. Η παράταση του χρόνου είναι εξαιρετικό δικονομικό μέτρο. Το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να παρατείνει το χρόνο καταχώρισης της έφεσης. Η εξουσία αυτή είναι ελεύθερη και αδέσμευτη και ασκείται με βάση τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Ο αιτητής πρέπει να προβάλει τα αναγκαία στοιχεία για να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η παράταση είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Η πρόνοια των προθεσμιών κάμπτεται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτητή μόνον αν το συμφέρον της δικαιοσύνης και τα δοσμένα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης συνηγορούν υπέρ αυτής.»

 

  Όλα τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν εκ νέου και στις Πολιτική Έφεση 110/22 Conread Research Bureau Limited κ.ά. ν. Χαραλάμπους, ημερομηνίας 21.2.2023, Γενική Αίτηση αρ. 1/2020, Thanh ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.7.2020, Georgiadou ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 327, Ιωάννου ν. Κράνου σαν διαχειριστή της περιουσίας της Κράνου (2000) 1Α Α.Α.Δ. 7, Fame Transport Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 561.

 

  Έχω εξετάσει τις αντίστοιχες θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων, υπό το φως των πιο πάνω αναφερόμενων αρχών. Στην κρινόμενη περίπτωση, για την απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 28.3.2024, ενημερώθηκε αυθημερόν ο αιτητής από τους δικηγόρους του, όπως αυτό αναφέρεται στην παράγραφο 3 της ενόρκου δηλώσεως της κας Χαραλαμπίδου που υποστηρίζει την υπό εκδίκαση αίτηση. Η ενημέρωση του δικηγόρου προς τον πελάτη του, σε σχέση με την έκδοση μίας απορριπτικής αποφάσεως, αναμένεται να περιλαμβάνει και συμβουλή για τον παραπέρα χειρισμό της υποθέσεώς του, δηλαδή ενημέρωση για τα δικαιώματα που έχει, καθώς και για την προθεσμία εντός της οποίας αυτά θα πρέπει ν’ ασκηθούν.

 

  Τίποτε δεν περιλαμβάνεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό εκδίκαση αίτηση, για ενημέρωση του αιτητή, προς αυτήν την κατεύθυνση. Παρά μόνον, γίνεται αναφορά σε λανθασμένη εντύπωση που ο ίδιος ο αιτητής είχε, σε σχέση με την προθεσμία που θα μπορούσε να εφεσιβάλει την απόφαση του Δικαστηρίου.

 

  Όπως κρίθηκε από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο αιτητής θα πρέπει να προβάλει τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η παράταση είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα, θα πρέπει να επεξηγούνται κι οι λόγοι γι’ αυτήν την καθυστέρηση.

  Δεν θεωρώ πως η εντύπωση του αιτητή, ότι η έφεση καταχωρείται εντός 75 ημερών, όπως ακριβώς κι η προθεσμία για την καταχώρηση της προσφυγής, συνιστά ικανοποιητική επεξήγηση για την καθυστέρηση που έχει επέλθει, ήτοι περίοδο καθυστέρησης 33 ημερών μέχρι την υποβολή της επίδικης αιτήσεως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος πως ο αιτητής εκπροσωπείτο στη διαδικασία από δικηγόρο και δεν εμφανιζόταν αυτοπροσώπως.

 

  Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η αναγκαιότητα αυστηρής τήρησης των προθεσμιών, που στην προκείμενη περίπτωση, η προθεσμία που τίθεται εκ της Δ.35 Θ.2 για την άσκηση έφεσης, είναι συνυφασμένη με την τελεσιδικία και τις αρχές της δικαιοσύνης που ταυτίζονται μ’ αυτήν. Ακριβώς, μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης, ο επιτυχών διάδικος μπορεί με βεβαιότητα να προσβλέπει στην άσκηση των δικαιωμάτων του και το δημόσιο στην τελεσφόρηση των μηχανισμών της δικαιοσύνης (Χόππη (ανωτέρω)).

 

  Κρίνεται, υπό το φως των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό εκδίκαση αίτηση, πως η καθυστέρηση που σημειώθηκε δεν έχει δικαιολογηθεί με τρόπο ικανοποιητικό και επαρκή, ενώ αποτελεί και καθήκον του δικηγόρου που εκπροσωπεί τον πολίτη, να τον ενημερώνει πλήρως για τα δικαιώματά του, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας που θα μπορούσαν αυτά να ασκηθούν, σεβόμενοι την αρχή της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων, εντός πλαισίου ορθής εκπροσώπησής του ενώπιον των Δικαστηρίων.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €500 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

                   Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο