ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

(Υπόθεση Αρ. 1063/2020)

 

 

 12 Ιουνίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

CYPRUS SUBSEA CONSULTING AND SERVICES CSCS LTD                                                                                                                  Αιτήτρια

                                                 ΚΑΙ

 

     ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2) ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ

                                 

Καθ΄ ης  η Αίτηση

 

 

 Κ. Σταυρινός, για Ε. Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Στ. Χατζηστεφάνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας A’, για Καθ’ ης η Αίτηση

Γ. Καζολέας, για Σ. Διονυσίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας («Αναθέτουσα Αρχή») προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 5.10.2020 και σύμφωνα με την οποία, ο διαγωνισμός με αρ. 14/2018 για την «Προμήθεια Ολοκληρωμένου Φορητού Ηχοβολιστικού Συστήματος Πολλαπλής Δέσμης, για την Διενέργεια Υδρογραφικών Αποτυπώσεων» («ο Διαγωνισμός»), ανατέθηκε στο Ενδιαφερόμενο Μέρος (Ε.Μ.) JGC Geoinformation Systems SA,  αντί στην αιτήτρια.

 

Ο Διαγωνισμός δημοσιεύτηκε στις 25.2.2020 μέσω του συστήματος e-procurement και αντικείμενό του ήταν η προμήθεια ενός ολοκληρωμένου φορητού ηχοβολιστικού συστήματος πολλαπλής δέσμης με όλα τα συστατικά του μέρη, η διενέργεια μελέτης εγκατάστασης του συστήματος σε σκάφος του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών, καθώς και η εγκατάσταση του συστήματος στο σκάφος, η εκπαίδευση των χρηστών στη χρήση του συστήματος και η παροχή τεχνικής υποστήριξης και συντήρησης του εξοπλισμού για περίοδο πέντε (5) ετών. Το υπό αναφορά σύστημα προοριζόταν να χρησιμοποιείται προκειμένου για τη διενέργεια υδρογραφικών αποτυπώσεων του θαλάσσιου χώρου της Κύπρου. Η συνολική εκτιμώμενη αξία του Διαγωνισμού υπολογίστηκε στο ποσό των €294.750,00 (Διακόσιες Ενενήντα Τέσσερις Χιλιάδες επτακόσια πενήντα Ευρώ) μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.A., το δε ποσό αυτό αναλύθηκε, στα πλαίσια της προκήρυξης του Διαγωνισμού, ως ακολούθως: ποσό €274.750,00 (Διακόσιες Εβδομήντα Τέσσερις Επτακόσιες Πενήντα χιλιάδες) μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.A. προϋπολογίσθηκε για την αγορά, εγκατάσταση και εκπαίδευση στη χρήση του εξοπλισμού και ποσό €20.000,00 (Είκοσι Χιλιάδων) μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.A. αφορούσε την παροχή υπηρεσιών συντήρησης του εξοπλισμού και τεχνικής υποστήριξης των χρηστών του συστήματος. Η αγορά, εγκατάσταση και εκπαίδευση στη χρήση του εξοπλισμού συγχρηματοδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά 85% και από εθνικούς πόρους της Ελλάδας και της Κύπρου κατά 15%, ενώ η συντήρηση του συστήματος και η παροχή τεχνικής υποστήριξης χρηματοδοτείτο αποκλειστικά από εθνικούς πόρους της Κύπρου.

 

Καταληκτική ημερομηνία για υποβολή προσφορών, είχε οριστεί αρχικά η 31.3.2020, η οποία στη συνέχεια επεκτάθηκε μέχρι τις 13.4.2020. H προθεσμία υποβολής ερωτήσεων από τους υποψήφιους οικονομικούς φορείς έληγε στις 17.3.2020, ενώ η προθεσμία απαντήσεων εκ μέρους της Αναθέτουσας Αρχής έληγε την 31.3.2020 και ώρα 9:00 π.μ..

 

Μετά τη δημοσίευση του Διαγωνισμού, υπεβλήθησαν από την Αναθέτουσα Αρχή έξι διευκρινίσεις μέσω του συστήματος. Υποβλήθηκε δε εμπρόθεσμα προσφορά από τρεις (3) οικονομικούς φορείς, μεταξύ των οποίων και αυτή της αιτήτριας και του Ε.Μ., μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος e-procurement, ενώ για την αξιολόγηση των προσφορών διορίστηκε Επιτροπή Αξιολόγησης, τα μέλη της οποίας προχώρησαν στην υπογραφή Δήλωσης Ευσυνειδησίας και Αμεροληψίας, ημερομηνίας 8.4.2020.

 

Ακολούθησε η αποσφράγιση των προσφορών στις 13.4.2020 και στη συνέχεια έλαβαν χώρα οι συνεδρίες της Επιτροπής Αξιολόγησης. Ειδικότερα, στις συνεδρίες της Επιτροπής κατά τις ημερομηνίες 28.4.2020, 11.5.2020 και 20.5.2020, αξιολογήθηκε το ζήτημα του κατά πόσον πληρούνταν, από τους οικονομικούς φορείς που υπέβαλαν εμπρόθεσμα προσφορά, οι προϋποθέσεις συμμετοχής και αποφασίστηκε o αποκλεισμός του ενός εκ των τριών οικονομικών φορέων, καθότι κρίθηκε ότι αυτός δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις συμμετοχής και ως εκ τούτου η υποβληθείσα προσφορά του δεν πέρασε στο επόμενο στάδιο αξιολόγησης, ήτοι στο στάδιο αξιολόγησης της τεχνικής προσφοράς. Ακολούθως, στις συνεδρίες της Επιτροπής Αξιολόγησης κατά τις ημερομηνίες 25 με 29.5.2020, 15 με 16.6.2020, 23 με 25.6.2020 και 3 με 8.7.2020, αξιολογήθηκαν οι τεχνικές προσφορές των εναπομείναντων δύο προσφοροδοτών, ήτοι της αιτήτριας και του Ε.Μ.. Η Επιτροπή Αξιολόγησης αποφάσισε τον αποκλεισμό της αιτήτριας, καθότι έκρινε ότι η προσφορά της δεν πληρούσε τους όρους του Διαγωνισμού και συγκεκριμένα τα σημεία 10.1 και 10.2 του Εντύπου 8 των εγγράφων του Διαγωνισμού, με αποτέλεσμα να καθίσταται απορριπτέα η προσφορά της. Ως εκ τούτου, και με βάση τους όρους του Διαγωνισμού, η αιτήτρια δεν πέρασε στο επόμενο στάδιο αξιολόγησης της τεχνικής προσφοράς. Από την άλλη, η Επιτροπή Αξιολόγησης έκρινε ότι η προσφορά του Ε.Μ. ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του αντικειμένου της Σύμβασης και του Διαγωνισμού, οπότε και πέρασε στο επόμενο στάδιο βαθμολόγησης της τεχνικής προσφοράς και η συγκεκριμένη προσφορά αξιολογήθηκε σύμφωνα με τα κριτήρια του Διαγωνισμού.

 

Εν συνεχεία, η Επιτροπή Αξιολόγησης προώθησε την Έκθεση Αξιολόγησης στο Συμβούλιο Προσφορών, το οποίο στη συνεδρία του ημερομηνίας 20.7.2020, αποφάσισε ομόφωνα την υιοθέτηση των εισηγήσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης, προβαίνοντας ταυτόχρονα σε εισήγηση όπως η Αναθέτουσα Αρχή ενημερώσει τους προσφέροντες αναφορικά με την απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών πριν από την αποσφράγιση του οικονομικού φακέλου του τελικώς επιτυχόντος προσφοροδότη (Ε.Μ.).

 

Στις 21.7.2020, η Αναθέτουσα Αρχή ειδοποίησε τους προσφέροντες με επιστολή της που εστάλη διά ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αναφορικά με την απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών. Ακολούθως, και αφού είχε παρέλθει η υπό του νόμου προβλεπόμενη προθεσμία για άσκηση προσφυγής ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, χωρίς να έχει ασκηθεί προσφυγή, η Επιτροπή Αξιολόγησης προχώρησε, στις 12.8.2020, στην αποσφράγιση της οικονομικής προσφοράς του Ε.Μ. και, την ίδια ημέρα, αφού αξιολόγησε την εν λόγω προσφορά, αποφάσισε όπως εισηγηθεί την ανάθεση του Διαγωνισμού στο Ε.Μ..

 

Ακολούθησε συνεδρία του Συμβούλιου Προσφορών, ημερομηνίας 4.9.2020, κατά την οποία το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα όπως κατακυρώσει την προσφορά στο Ε.Μ..

 

Στις 25.9.2020, η Αναθέτουσα Αρχή ζήτησε με επιστολή της προς το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, να ελέγξει ότι η ανάθεση της σύμβασης, ως ανωτέρω, συνάδει με το νομοθετικό πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις και τις αρχές που διέπουν αυτό, το δε Γενικό Λογιστήριο, ως η αρμόδια προς τούτο Αρχή, προχώρησε στην έκδοση Πιστοποιητικού Συμβατότητας Ανάθεσης στις 29.9.2020. Ακολούθως, η Αναθέτουσα Αρχή ενημέρωσε με σχετικές επιστολές της, ημερομηνίας 5.10.2020, που εστάλησαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όλους τους οικονομικούς φορείς ως προς την έκβαση του Διαγωνισμού

 

Όπως επίσης αναφέρεται στην ένσταση της καθ’ ης η αίτηση, ενόψει του ότι η ισχύς των προσφορών επρόκειτο να λήξει στις 13.10.2020, η αιτήτρια και το Ε.Μ. προχώρησαν σε ανανέωση των προσφορών τους έως και τις 13.11.2020.

 

Στο μεσοδιάστημα, δι’ επιστολής της ημερομηνίας 23.10.2020, η Αναθέτουσα Αρχή κάλεσε το Ε.Μ. όπως προσέλθει για υπογραφή της Σύμβασης, η οποία και τελικά υπεγράφη στις 11.11.2020.

 

Στις 16.11.2020, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Τόσο η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, όσο και αυτή του Ε.Μ. προέβαλαν δια του δικογράφου της ενστάσεως τους και προώθησαν περαιτέρω δια των γραπτών τους αγορεύσεων, προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενες ότι η αιτήτρια στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για την άσκηση και προώθηση της προσφυγής της, καθότι, κατά το χρονικό σημείο καταχώρησης της εν λόγω προσφυγής, στις 16.11.2020, είχε ήδη λήξει η χρονική ισχύς της προσφοράς της για τον Διαγωνισμό. Κατά το σχετικό ισχυρισμό, η χρονική ισχύς της προσφοράς της αιτήτριας παρατάθηκε μεν μέχρι τις 13.11.2020, αλλά στη συνέχεια δεν ανανεώθηκε εκ νέου, με αποτέλεσμα κατά το χρόνο καταχώρησης της προσφυγής, στις 16.11.2020, να μην υπήρχε σε ισχύ προσφορά εκ μέρους της αιτήτριας, της οποίας, συνακόλουθα, ο σύνδεσμος με την προσβαλλόμενη πράξη έχει αποκοπεί, και στερείται αυτή της απαιτούμενης νομιμοποίησης προς καταχώρηση και προώθηση της προσφυγής της. Ως περαιτέρω διατείνονται η καθ’ ης η αίτηση και το Ε.Μ., όφειλε η αιτήτρια να καταχωρήσει την προσφυγή της εντός του χρόνου κατά τον οποίο εξακολουθούσε να ισχύει η προσφορά της.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε επί του συγκεκριμένου ζητήματος η θέση της αιτήτριας, η οποία τονίζει πως έπραξε ό,τι της ζητήθηκε από την καθ’ ης η αίτηση, ανανεώνοντας την εγγυητική της, μετά δε την κατακύρωση της προσφοράς και την υπογραφή της Σύμβασης της καθ’ ης η αίτηση με το Ε.Μ., δεν ζητήθηκε από την αιτήτρια η ανανέωση της εγγυητικής, αυτή δε η μη ανανέωση οφείλεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά της καθ’ ης η αίτηση. Συνεπώς, ουδόλως στερείται η αιτήτρια του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της προσφυγής της.

 

Η εξέταση της πιο πάνω προδικαστικής, ως εκ της φύσης της και της εγγενούς σπουδαιότητας που ενέχει, προέχει της εξέτασης οποιουδήποτε άλλου ζητήματος. Το ζήτημα της ύπαρξης του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος και η κρίση για την ύπαρξη ή έλλειψη νομιμοποίησης, εξετάζεται και αποφασίζεται κατά προτεραιότητα, ακόμη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, λόγω ακριβώς του θεμελιώδους του ζητήματος (THE ONISI LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202A/2010, ημερ. 13.2.2017, Αννίτα Δημητριάδου ν. Γλαύκου Καριόλου κ.α., Α.Ε. 124/2010, ημερ. 5.6.2015).

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η αιτήτρια, όπως και το Ε.Μ., προχώρησε σε ανανέωση της προσφοράς της μέχρι τις 13.11.2020, όπως της είχε ζητηθεί από την Αναθέτουσα Αρχή. Αποτελεί επίσης παραδεκτό γεγονός ότι στις 11.11.2020, ενώ δηλαδή βρισκόταν σε ισχύ η προσφορά της αιτήτριας, υπεγράφη τελικά η Σύμβαση μεταξύ της Αναθέτουσας Αρχής και του Ε.Μ.. Με αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και θα πρέπει να απορριφθεί. Είναι δεδομένο ότι η αιτήτρια έπραξε ό,τι ζητήθηκε από αυτήν και προχώρησε στην ανανέωση της ισχύς της προσφοράς της για ένα μήνα, ήτοι μέχρι τις 13.11.2020. Το γεγονός ότι, ενώ η προσφορά της αιτήτριας βρισκόταν σε ισχύ και χωρίς να μεσολαβήσει οποιοδήποτε γεγονός που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ευθύνη και/ή υπαιτιότητα στην αιτήτρια, η καθ’ ης η αίτηση αποφάσισε να προχωρήσει σε υπογραφή της Σύμβασης με το Ε.Μ., δεν θα μπορούσε να αποστερήσει από την αιτήτρια τη δυνατότητα να αμφισβητήσει δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, την ορθότητα και νομιμότητα της απόφασης του αποκλεισμού της και της ανάθεσης του Διαγωνισμού στο Ε.Μ.. Άλλωστε, εύλογα προκύπτει και το ερώτημα ποιος ο λόγος να προχωρούσε σε οποιαδήποτε περαιτέρω, μετά το πέρας της 13.11.2020, ανανέωση της προσφοράς της η αιτήτρια, όταν ήδη από 11.11.2020, όταν και βρισκόταν ακόμα σε ισχύ η προσφορά της, η Σύμβαση της καθ’ ης η αίτηση με το Ε.Μ. είχε υπογραφεί.

Υπ’ αυτά τα δεδομένα, οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση επί του θέματος, θα απέληγε σε αποστέρηση από την αιτήτρια κάθε δυνατότητας ουσιαστικής και/ή αποτελεσματικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην I. SOTERIOU CONSTRUCTIONS LTD v. Υπουργείου Εσωτερικών κ.α., Υποθ. Αρ. 69/2013, ημερ. 22.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D993, όπου το Δικαστήριο, απορρίπτοντας προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση ότι οι εκεί αιτητές στερούνταν του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος καθότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η ισχύς της προσφοράς τους είχε λήξει χωρίς να ανανεωθεί, επεσήμανε ότι «οι αιτητές έπραξαν ότι ζητήθηκε από αυτούς» και ουδεμία ευθύνη έφεραν για την λήξη της προσφοράς τους, με αποτέλεσμα αυτοί να διαθέτουν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς καταχώρηση και προώθηση της προσφυγής τους. Την αυτή προσέγγιση, με αναφορά και στην SOTERIOU, ανωτέρω, ακολούθησε στη συνέχεια και το παρόν Δικαστήριο, στην CYBARCO LTD-S.K. EUROMARKET LTD-MEKEL LTD AQWISE JV ν. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, Υποθ. Αρ. 272/2015, ημερ. 31.1.2019. Διαφορετική ενδεχομένως να ήταν η κατάληξή μου, εάν εξ’ υπαιτιότητας της αιτήτριας, η τελευταία δεν είχε προβεί στα αναγκαία για την ανανέωση της προσφοράς της, οπότε και πράγματι, θα υφίστατο ζήτημα έλλειψης της απαιτούμενης νομιμοποίησής της προς προώθηση της προσφυγής της (βλ. Δημοσθένους ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, Υποθ. Αρ. 1735/2011, ημερ. 5.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:D651 και ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ALTERRA ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, Υποθ. Αρ. 1134/2005, ημερ. 19.3.2007).

 

Συναφώς, και λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, στερείται ερείσματος ο ισχυρισμός της καθ’ ης η αίτηση ότι όφειλε η αιτήτρια να καταχωρήσει την προσφυγή της το αργότερο μέχρι τις 13.11.2020, ημερομηνία που έληγε η ισχύς της προσφοράς της. Ουσιαστικά, δι’ αυτής της εισήγησης, υπόκειται αναπόφευκτα σε σύντμηση η υπό του Άρθρου 146 του ιδίου του Συντάγματος προβλεπόμενη προθεσμία των 75 ημερών για καταχώρηση προσφυγής. Ασφαλώς, λαμβανομένων υπόψη και των προεκτεθέντων, αυτή η εισήγηση στερείται βασιμότητας. Αντίθετα, εμπρόθεσμα και μετ’ εννόμου συμφέροντος η υπό κρίση προσφυγή καταχωρήθηκε εντός της προθεσμίας των 75 ημερών από την ημερομηνία που η αιτήτρια έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης δια της επιστολής της Αναθέτουσας Αρχής, ημερομηνίας 5.10.2020.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προσδικαστική ένσταση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης που προωθεί η αιτήτρια, εγείρεται ζήτημα παράνομης συγκρότησης και πάσχουσας σύνθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης, κατά παράβαση του Κανονισμού 9(1) των περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών Έργων και Υπηρεσιών (Γενικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 201/2007). Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης είναι ουσιαστικά τρισκελής: ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι (α) από πουθενά δεν προκύπτει ο διορισμός της τριμελούς Επιτροπής Αξιολόγησης από τον προϊστάμενο της Αναθέτουσας Αρχής ή από εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, ως προβλέπει ο Κανονισμός 9(1) της Κ.Δ.Π. 201/2007, (β) ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η σύσταση για τα άτομα που θα συνέστηναν την τριμελή Επιτροπή Αξιολόγησης εγκρίθηκε από το αρμόδιο όργανο, αυτό δεν αρκεί, καθότι το αρμόδιο όργανο όφειλε όχι απλώς να εγκρίνει, αλλά το ίδιο να επιλέξει τα τρία πρόσωπα που θα αποτελούσαν την Επιτροπή και (γ) πάσχει η σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης καθότι τα πρόσωπα που την αποτελούν, στερούνται τεχνικής κατάρτισης, κατά παράβαση του Κανονισμού 10 της Κ.Δ.Π. 201/2007, σύμφωνα με τον οποίο τα μέλη κάθε Επιτροπής Αξιολόγησης, θα πρέπει να έχουν τεχνική και/ή επαγγελματική κατάρτιση επί του εξεταζόμενου θέματος.

 

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Εν πρώτοις, ως προς τον ισχυρισμό ότι η σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν έτυχε της έγκρισης του προϊσταμένου της Αναθέτουσας Αρχής ή εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του, προκύπτει από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου, στο οποίο με παρέπεμψε η συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, ότι αυτός στερείται βασιμότητας: συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο της ίδιας της έκθεσης αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης, η οποία βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 3» κατά τις διευκρινίσεις και δη από το παράρτημα 15 της εν λόγω έκθεσης, με τίτλο «Ορισμός Επιτροπής Αξιολόγησης» (σελ. 140 και επόμενες), προκύπτει ότι ο διορισμός των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης έγινε από τον Προϊστάμενο της Αναθέτουσας Αρχής, ήτοι του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Ως Προϊστάμενος δε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενεργούσε ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, κ. Ε. Α. Η., ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μόνιμος Πρώτος Κτηματολογικός Λειτουργός και, σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, διορίστηκε ως Αναπληρωτής Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης του, για την περίοδο από τις 23.3.2020 μέχρι 31.3.2020 και από τις 2.4.2020 μέχρι τις 21.4.2020.

 

Περαιτέρω, όσον αφορά στη διαδικασία διορισμού των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης, προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, ότι η εισήγηση για σύσταση της τριμελούς Επιτροπής έγινε με εσωτερικό σημείωμα, ημερομηνίας 8.4.2020, προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος μέσω Αναπληρωτή Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού και Υπεύθυνης Κλάδου (ιεραρχικά προϊστάμενοι του Λειτουργού και Συντονιστή της Επιτροπής Αξιολόγησης κ. Γ. Κοκόση). H εισήγηση εστάλη ως συνημμένο έγγραφο ηλεκτρονικού μηνύματος ίδιας ημερομηνίας στους προαναφερθέντες. Εν συνεχεία, την ίδια μέρα (8.4.2020), το υπό αναφορά εσωτερικό σημείωμα μονογραφήθηκε από την Υπεύθυνη Κλάδου κα Γ. Π. Ο. και εστάλη με ηλεκτρονικό μήνυμα στον Αναπληρωτή Πρώτο Κτηματολογικό Λειτουργό κ. Α. Χ., ο οποίος ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο ιεραρχικά προϊστάμενος του Κλάδου Γεωδαισίας, Υδρογραφίας και Φωτογραμμετρίας και εκ των Λειτουργών που αξιολογούν την απόδοση, ως δημοσίων υπαλλήλων, και των τριών μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης. Λόγω δε τούτου, ως εξηγεί η συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση στη γραπτή της αγόρευση, ο εν λόγω προϊστάμενος γνώριζε τα προσόντα, τις γνώσεις και τις ικανότητες των υπό αναφορά μελών, ως επίσης και τη φύση των καθηκόντων, με τα οποία τα μέλη αυτά ήσαν επιφορτισμένα. Το προαναφερθέν ηλεκτρονικό μήνυμα περιείχε στον τίτλο του την ονομασία του Διαγωνισμού και ανέφερε τα ακόλουθα: «Σχετικά με το πιο πάνω θέμα επισυνάπτεται σχετικό σημείωμα. Παρακαλώ για τις κατ' αρμοδιότητα ενέργειές σας.» Ακολούθως, ο Αναπληρωτής Πρώτος Κτηματολογικός Λειτουργός (κ. Α. Χ.), με ηλεκτρονικό μήνυμα, εισηγήθηκε στον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, την έγκριση της προτεινόμενης σύνθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης. Ο δε Αναπληρωτής Διευθυντής, με δικό του ηλεκτρονικό μήνυμα στον Αναπληρωτή Πρώτο Κτηματολογικό Λειτουργό, ενέκρινε τη σύνθεση της Επιτροπής και δόθηκαν οδηγίες για τις απαιτούμενες ενέργειες. Από τη συγκεκριμένη αλληλογραφία, στην οποία με παρέπεμψε η συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση και εντοπίζεται στα ερυθρά 259-257 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 2» κατά τις διευκρινίσεις, προκύπτει ότι πράγματι, η σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης εγκρίθηκε από τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο οποίος και ήταν εν προκειμένω το αρμόδιο όργανο να αποφασίσει επ’ αυτού. Συνεπώς, στερείται βασιμότητας ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί πάσχουσας συγκρότησης της Επιτροπής Αξιολόγησης.

 

Περαιτέρω, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τον ισχυρισμό ότι ο Διευθυντής δεν άσκησε την αρμοδιότητά του κατά τρόπο κυριαρχικό, επειδή, ως διατείνεται η αιτήτρια, προχώρησε σε απλή έγκριση της σύστασης υφιστάμενου οργάνου και όχι σε προσωπική επιλογή των μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως εκ της θέσεως του, ήταν γνώστης της οργανωτικής και επιχειρησιακής δομής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και, συνακόλουθα, γνώριζε ότι οι συγκεκριμένοι λειτουργοί που ορίστηκαν ως μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, ήσαν κατάλληλοι ή/και οι πλέον κατάλληλοι για να αποτελέσουν τη σύνθεση της συγκεκριμένης Επιτροπής. Ας σημειωθεί ότι δια της γραπτής της αγόρευσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση παρέθεσε σειρά στοιχείων από τα οποία προκύπτει, κατά την εισήγησή της, ότι τα επιλεγέντα τρία πρόσωπα, ως εκ της θέσης τους και των καθηκόντων τους, ήσαν τα πλέον κατάλληλα για να αποτελέσουν μέλη της Επιτροπής. Όπως αναφέρεται, τα πρόσωπα που επελέγησαν ως μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, είναι οι λειτουργοί εκείνοι που, κατά τον ουσιώδη για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης χρόνο, στελέχωναν, μαζί με την προϊσταμένη τους, τον Τομέα Υδρογραφίας, ο οποίος υπάγεται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και, ως εκ τούτου, τα πρόσωπα αυτά ήσαν τα πλέον κατάλληλα για αξιολόγηση των προσφορών που υπεβλήθησαν στον πλαίσιο του Διαγωνισμού, με δεδομένο το αντικείμενο του Διαγωνισμού (προμήθεια ενός Ολοκληρωμένου Φορητού Ηχοβολιστικού Συστήματος Πολλαπλής Δέσμης, το οποίο περιλαμβάνει το φορητό ηχοβολιστικό σύστημα  και σύστημα πλοήγησης και προσδιορισμού θέσης, αισθητήρες μέτρησης ταχύτητας του ήχου, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, λογισμικό συλλογής δεδομένων, καθώς και η διενέργεια μελέτης εγκατάστασης του συστήματος σε σκάφος του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών και η εγκατάστασή του σε αυτό). Επιπρόσθετα, ως εξηγεί η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, τα προσόντα των τριών μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης, τα οποία ήσαν τοποθετημένα στον Κλάδο Γεωδαισίας, Υδρογραφίας, Φωτογραμμετρίας, Τομέας Υδρογραφίας, προκύπτουν από τους προσωπικούς τους φακέλους και, ως εκ τούτου, ο Αναπληρωτής Διευθυντής ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον τα συγκεκριμένα πρόσωπα είχαν ή όχι την απαιτούμενη επαγγελματική και τεχνική κατάρτιση για να στελεχώσουν την Επιτροπή Αξιολόγησης. Αντίκρουση των εν λόγω θέσεων δεν υπήρξε από την πλευρά της αιτήτριας, η οποία και δεν καταχώρησε απαντητική γραπτή αγόρευση.

 

Υπ’ αυτά τα δεδομένα, και με βάση το περιεχόμενο των οικείων διοικητικών φακέλων και τα όσα συναφή, στα οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση αναφορικά με τα προσόντα των τριών μελών της Επιτροπής Αξιολόγησης, προκύπτει, κατά τεκμήριο, η υπό των μελών κατοχή της απαιτούμενης επαγγελματικής και/ή τεχνικής κατάρτισης επί του θέματος, στο οποίο αφορούσε ο Διαγωνισμός και δεν απαιτείτο οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά ή/και καταγραφή επ’ αυτού (Lella Kentonis Investment Co Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ.1295/2012, ημερ. 28.8.2018).

 

Ως εκ των πιο πάνω, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται και ο ισχυρισμός ότι, κατά παράβαση του Κανονισμού 10 της Κ.Δ.Π. 201/2007, τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν κατείχαν τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα και τεχνικές γνώσεις για σκοπούς διορισμού τους ως μελών της εν λόγω Επιτροπής.

 

Περαιτέρω, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τον ισχυρισμό ότι το αρμόδιο όργανο, ήτοι ο προϊστάμενος της Αναθέτουσας Αρχής, όφειλε όχι απλώς να εγκρίνει, αλλά ο ίδιος να επιλέξει τα τρία πρόσωπα που θα αποτελούσαν την Επιτροπή Αξιολόγησης. Μάλιστα, προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της επ’ αυτού, η πλευρά της αιτήτριας παραπέμπει στην ακυρωτική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Μπάχα Θεοφιλίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 60/2013, ημερ. 19.10.2016, η οποία ωστόσο, δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. Εν πρώτοις, θα πρέπει να λεχθεί ότι εκείνη η υπόθεση αφορούσε σε απόφαση για πρόσληψη εργοδοτουμένων καθορισμένης διάρκειας και όχι σε απόφαση ανάθεσης Διαγωνισμού, ως η παρούσα, και, ως εκ τούτου, οι δυο υποθέσεις είναι ριζικά διαφορετικές ως προς το εφαρμοστέο νομοθετικό πλαίσιο.

 

Σε εκείνη την υπόθεση, εφαρμοστέα νομοθεσία ήταν ο περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Εργοδοτουμένων Καθορισμένης Διάρκειας στη Δημόσια Υπηρεσία και για άλλα Συναφή θέματα Νόμος του 2011 (Ν. 25(Ι)2011) και η σύσταση της εκεί επιτροπής έγινε δυνάμει του άρθρου 4(1) του εν λόγω Νόμου. Στην παρούσα περίπτωση, η σύσταση της Επιτροπής Αξιολόγησης έγινε δυνάμει του Κανονισμού 9(1) της Κ.Δ.Π. 201/2007. Υπάρχει σαφής διαφοροποίηση μεταξύ του λεκτικού των δυο διατάξεων. Σύμφωνα με το άρθρο 4(1) του Νόμου 25(Ι)2011-

 

«Το Υπουργείο αφού λάβει την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, συστήνει τριμελή Επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν δύο λειτουργοί τον Υπουργείου, οι οποίοι επιλέγονται από το γενικό διευθυντή του οικείου Υπουργείου ή από τον προϊστάμενο του Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας ή από το Διευθυντή τον Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ανάλογα με την περίπτωση, εκ των οποίων ο ένας ενεργεί ως Πρόεδρος, και ένας λειτουργός του Τμήματος ή Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας που επιλέγεται από τον οικείο προϊστάμενο».

 

Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό 9(1) της ΚΔΠ 201/2007-

 

«Εκτός όπου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 31, των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου 1 του άρθρου 84, του Τμήματος 1 τον Κεφαλαίου VII του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος 11Β του Νόμου και όπου η σύμβαση αφορά έργο ή σχέδιο για το οποίο διορίστηκε Διαχειριστική Επιτροπή από το Υπουργικό Συμβούλιο, η μελέτη και αξιολόγηση των προσφορών ανατίθεται σε τριμελή τουλάχιστον μόνιμη ή προσωρινή για συγκεκριμένο διαγωνισμό Επιτροπή Αξιολόγησης που διορίζεται, πριν την υποβολή των προσφορών, από τον προϊστάμενο της αναθέτουσας αρχής ή από εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του».

 

Είναι σαφής η διάκριση των δυο περιπτώσεων, η οποία έγκειται στην εγγενή διάκριση του εννοιολογικού περιεχομένου των ρημάτων «επιλέγεται» και «διορίζεται». Στην Θεοφιλίδου, ανωτέρω, το οικείο νομοθετικό πλαίσιο απαιτούσε όπως τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης επιλέγονται από τον Προϊστάμενο. Γι’ αυτό εξάλλου, το Δικαστήριο τούτο επεσήμανε σε εκείνη την υπόθεση ότι «η Γενική Διευθύντρια ενέκρινε, δεν επέλεξε όμως, τη σύνθεση της Επιτροπής», τονίζοντας ότι «Σε καμία περίπτωση η έγκριση των προτεινόμενων μελών της Επιτροπής (εν προκειμένω Προέδρου και δυο Μελών) δε συνιστά και επιλογή τους». Στην υπό εξέταση υπόθεση, ωστόσο, ο νομοθέτης δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «επιλέγονται» αλλά τη λέξη «διορίζονται». Δηλαδή, δεν απαιτείται η διεργασία επιλογής των μελών από τον Προϊστάμενο, αλλά επαρκεί και η υπ’ αυτού πράξη διορισμού τους. Είναι σαφής η διάκριση. Δι’ αυτής δε της πράξης διορισμού των μελών της Επιτροπής από το αρμόδιο όργανο, πληρούται άνευ ετέρου η υπό του Κανονισμού 9(1) απαίτηση.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο πρώτος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν τηρούσε λεπτομερή πρακτικά για κάθε συνεδρία της, κατά παράβαση του άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999). Κατά τη σχετική εισήγηση, η Επιτροπή Αξιολόγησης «ομαδοποίησε κατά ένα παράδοξο τρόπο πολλαπλές συνεδριάσεις και σύνταξε 1 πρακτικό για πλείονες συνεδριάσεις, χωρίς ημερομηνία σύνταξης πρακτικού, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα αναφορικά με το τι διημείφθη σε κάθε συνεδρία που έλαβε σε ξεχωριστές ημέρες και ώρες ούτε και ποιοι ήσαν παρόντες σε έκαστη συνεδρία». Αυτό δε το «φαινόμενο», συνεχίζει η πλευρά της αιτήτριας, παρατηρήθηκε σε συνεδρίες που ήσαν άμεσα σχετικές με τον αποκλεισμό της αιτήτριας και την αξιολόγηση της προσφοράς της. Οι αιτιάσεις της αιτήτριας αφορούν στις συνεδρίες από 25.5.2020 έως 29.5.2020, από 15.6.2020 έως 16.6.2020, από 23.6.2020 έως 25.6.2020, τη συνεδρία 3.7.2020 και από 6.7.2020 έως 8.7.2020.

 

Έχοντας εξετάσει όλα τα ενώπιον μου τεθέντα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης, κρίνω ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Εν πρώτοις, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι, για όλες τις προαναφερθείσες συνεδρίες τηρήθηκαν πρακτικά και το γεγονός ότι, πράγματι, δεν τηρήθηκε ένα πρακτικό για κάθε μια συνεδρία, αλλά ένα ενιαίο και/ή συνεχές πρακτικό για περισσότερες της μιας συνεδρίες της Επιτροπής, οι οποίες έλαβαν χώρα σε περισσότερες της μίας ημέρας, δεν αναιρεί την αρτιότητα των τηρηθέντων πρακτικών κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του δικαστικού ελέγχου, που είναι και το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις (Παντελής Χασάπη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1346/2012, ημερ. 12.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D421). Αυτό που επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης, είναι η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης (Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 741) και αυτό προκύπτει ότι έγινε και στην παρούσα περίπτωση, εφόσον τα πρακτικά που τηρήθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης, επιτρέπουν την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης (Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 417). Επιπρόσθετα, και στην έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής, η οποία δεν μπορεί να διαβάζεται απομονωμένα, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των τηρηθέντων πρακτικών, καταγράφονται με επαρκή σαφήνεια και λεπτομέρεια τα πεπραγμένα των συνεδριάσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και να μην στοιχειοθετείται ζήτημα ελλιπών πρακτικών (ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ADT-ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 42/2015, ημερ. 12.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:C4). Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, το πλήρες σκεπτικό της Επιτροπής Αξιολόγησης, καταγράφεται αναλυτικά στην ίδια την έκθεση αξιολόγησης, η οποία μονογράφεται σε κάθε μια από τις συνολικά 544 σελίδες της.

 

Πέραν όμως των αμέσως πιο πάνω, τα ίδια τα «ομαδοποιημένα», ως τα αποκαλεί η πλευρά της αιτήτριας, πρακτικά, ανταποκρίνονται στην επιταγή για τήρηση άρτιων πρακτικών των συνεδριών του διοικητικού οργάνου. Σαφώς και δεν απαιτείτο περαιτέρω λεπτομερής καταγραφή, εφόσον, με τα όσα περιέχονται σε αυτά, προκύπτουν με ευκρίνεια τα ουσιώδη γεγονότα και ζητήματα που εξετάστηκαν και συζητήθηκαν ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι σε κάποιες εκ των συνεδριών (βλ. π.χ. συνεδρίες 4 έως 7), ακολουθήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης η ίδια πρακτική, ήτοι έκαστη εκ των εν λόγω συνεδριών αντιμετωπίστηκε από την Επιτροπή ως μία συνεδρία, η οποία όμως έλαβε χώρα σε περισσότερες της μίας ημέρες. Προκύπτει συναφώς ότι διεξάγοντο συνεχόμενες συνεδρίες επί του ιδίου θέματος και εντός αυτού του πλαισίου, ετοιμαζόταν ένα ενιαίο πρακτικό. Αυτή δε η τήρηση ενός ενιαίου και/ή συνεχούς πρακτικού δεν συνιστά αφ’ εαυτής έρεισμα για τον ισχυρισμό περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών, δεδομένου ότι, όπως εξάλλου προκύπτει και από το διοικητικό φάκελο, πριν από τις εν λόγω συνεδρίες είχαν προσκλήθεί δεόντως οι Παρατηρητές (μάλιστα, οι προσκλήσεις οι οποίες αποστέλλονταν πριν από έκαστη συνεδρία (σειρά συνεδριών) κατέγραφαν κατά τρόπο ρητό και σαφή ότι κάθε συνεδρία θα εκτεινόταν χρονικά σε πέραν της μίας ημέρας), τα δε πρακτικά φέρουν όλα τα απαραίτητα γνωρίσματα, ήτοι είναι δεόντως μονογραμμένα από όλα τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, καταγράφουν το χώρο, τις μέρες και ώρες διεξαγωγής της συνεδρίας, τους παρόντες και απόντες από κάθε συνεδρία, ενώ με σαφήνεια και λεπτομέρεια καταγράφονται και τα πεπραγμένα των συνεδριών, τα ευρήματα και οι αποφάσεις της Επιτροπής. Έχει, εξάλλου, κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι το γεγονός πως έγινε ένα πρακτικό για περισσότερες της μιας συνεδρίες του συλλογικού διοικητικού οργάνου, δεν μετατρέπει το πρακτικό σε μη άρτιο εφόσον αυτό είναι αρκετά λεπτομερές και περιέχει επαρκή αιτιολογία (βλ. Ιωσήφ Πεκρής ν. Δημοκρατίας (2009) 4 A.A.Δ. 505, Κεννε-Μαρμαρά ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1225/2007, ημερ. 14.4.2009 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Μ.Ν. ν. Συμβουλίου Αποφυλακίσεως Κρατουμένων επ’ Αδεία, Υποθ. Αρ. 363/2023 iJustice, ημερ. 15.6.2023). 

 

Ενόψει των πιο πάνω, απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο δεύτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης.

 

Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης που προωθείται, η αιτήτρια βάλλει κατά της απόφασης αποκλεισμού της από τον Διαγωνισμό, η οποία, ως προβάλλει, βασίστηκε σε εξωγενή και/ή εσφαλμένα και/ή παντελώς αυθαίρετα κριτήρια και/ή όρους, που ουδέποτε είχαν τεθεί ως τεχνικές προδιαγραφές του εξοπλισμού στα έγγραφα του Διαγωνισμού, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Κατά το σχετικό ισχυρισμό, η καθ’ ης η αίτηση προχώρησε σε μη εύλογη και μη αντικειμενική ερμηνεία των όρων 10.1 και 10.2 των όρων του Διαγωνισμού, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της αιτήτριας.

 

Κρίνω ότι και αυτός ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης στερείται βασιμότητας.

 

Τονίζεται εξ’ αρχής ότι κατά πάγια νομολογία, η κρίση της Διοίκησης επί ζητημάτων τεχνικής φύσης και σε διαπιστώσεις που αποτελούν απόρροια τεχνικών γνώσεων, όπως είναι εν πολλοίς οι ισχυρισμοί της αιτήτριας στην υπό κρίση περίπτωση, είναι γενικά ανέλεγκτη και εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του Δικαστηρίου (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017, Κυριάκου Ανδρέα Κκαḯλα ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης, Α.Ε. 268/2012, ημερ. 1.11.2018, WTE WASSERTECHNIK GMBH ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 118/2011, ημερ. 23.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:C38, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227).

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην LELLA KENTONIS INVESTMENT CO LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/10 κ.α., ημερ. 21.12.2016, τονίστηκε εκ νέου ότι η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης σε τεχνικά θέματα και θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις, γίνεται καταρχήν αποδεκτή, εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας. Η αυτή προσέγγιση επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Δήμος Λευκωσίας ν. Κοινοπραξία CYBARCO LTD -A. ARISTOTELOUS CONSTRUCTIONS LTD, ΕΔΔ Αρ. 19/17, ημερ. 31.10.2023, αλλά και στην Χρίστος Πρωτοπαπάς ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ Αρ. 39/17, ημερ. 17.10.2023, όπου επισημάνθηκε ότι δεν ελέγχονται από το ακυρωτικό Δικαστήριο θέματα τεχνικής φύσεως και ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στην εξέταση τυχόν πλάνης περί τα πράγματα, κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας, καθώς και έλλειψης αιτιολογίας (βλ. και Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α., Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016, Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 140/2013, ημερ. 8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:C147 και Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατία κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 543), ζητήματα που εδώ δεν εντοπίζω να υφίστανται. 

 

Εν προκειμένω, δε χωρεί αμφιβολία ότι οι υπό αναφορά όροι οι όροι 10.1 και 10.2, οι οποίοι αποτελούν τμήμα του Πίνακα 10 του Εντύπου 8 με τίτλο «Πίνακας προσφοράς και συμμόρφωσης με τις τεχνικές προδιαγραφές» του προϊόντος, αφορούν ξεκάθαρα σε τεχνικά ζητήματα.    Σύμφωνα με τον όρο 8.3.2.2 (α) του Μέρους A των Εγγράφων του Διαγωνισμού, η τεχνική προσφορά έπρεπε να περιλαμβάνει αναλυτική παρουσίαση των προσφερόμενων προϊόντων και των τεχνικών τους χαρακτηριστικών, με συμπλήρωση του, περιεχόμενου στο προαναφερθέν Έντυπο 8, Πίνακα Προσφοράς και Συμμόρφωσης με τις τεχνικές προδιαγραφές. Σύμφωνα δε με τους εν λόγω δυο όρους, απαιτείτο, ως μέρος των προδιαγραφών, όπως-

 

«10.1. Προσφέρεται ο απαιτούμενος εξοπλισμός με επαρκή καλωδίωση και όποια άλλα αναλώσιμα χρειάζονται για την διασφάλιση της απρόσκοπτης και συνεχούς παροχής ενέργειας στο σύνολο του εξοπλισμού.

10.2. Όλα τα επιμέρους τμήματα του συστήματος τροφοδοσίας είναι κατάλληλα για θαλάσσιες εφαρμογές και εγκατάσταση σε σκάφος».

 

Λαμβανομένων υπόψη των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, αλλά και της προεκτεθείσας πάγιας νομολογίας, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της ορθής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας της καθ’ ης η αίτηση και δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση, αλλ’ ούτε κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Οι ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά της αιτήτριας προς υποστήριξη των ισχυρισμών της περί εξωγενών και/ή εσφαλμένων και/ή αυθαίρετων κριτηρίων και/ή όρων, που ουδέποτε είχαν τεθεί ως τεχνικές προδιαγραφές του Διαγωνισμού και περί μη εύλογης και μη αντικειμενικής ερμηνείας των όρων 10.1 και 10.2 των όρων του Διαγωνισμού, αφορούν στην κρίση της Διοίκησης επί τεχνικών θεμάτων και/ή ειδικών γνώσεων που σχετίζονται με τις προδιαγραφές του εξοπλισμού και των τμημάτων του συστήματος τροφοδοσίας, ήτοι με τις τεχνικές προδιαγραφές του Διαγωνισμού, κρίση η οποία εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του Δικαστηρίου τούτου. Πράγματι, οι ισχυρισμοί της αιτήτριας επ’ αυτών των ζητημάτων, κατά τον τρόπο που αναπτύσσονται στη γραπτή της αγόρευση, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης από το Δικαστήριο, εφόσον άπτονται ειδικών και/ή επιστημονικών γνώσεων και/ή τεχνικών θεμάτων, τα οποία έτυχαν εξέτασης από ειδικούς εμπειρογνώμονες και/ή επιστήμονες με εξειδικευμένες γνώσεις και για τα οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαμορφώσει κρίση. Διαφορετική προσέγγιση, θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη ανάληψη δικαιοδοσίας ελέγχου της ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως και/ή ειδικών γνώσεων.

 

Ως εκ των πιο πάνω, ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Περιορίζομαι μόνον στο να επισημάνω ότι κρίνω ορθή την παρατήρηση της συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση σε σχέση με τον όρο 10.1 και τον ισχυρισμό της αιτήτριας, ότι «πουθενά στα έγγραφα τον διαγωνισμού δεν προσδιορίζεται χρονικά το τι εννοείται με τον όρο «απρόσκοπτη και συνεχής παροχή ενέργειας στο σύνολο του εξοπλισμού», καθώς και ότι, ενώ η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να υποβάλει ερώτημα για σκοπούς λήψης διευκρίνισης στο στάδιο υποβολής διευκρινίσεων του Διαγωνισμού, δεν το έπραξε, ούτε και προέβη σε οποιοδήποτε σχολιασμό ή παρατήρηση σε σχέση με τη διατύπωση του όρου 10.1, με αποτέλεσμα να κωλύεται, κατ’ επίκληση του δόγματος του ανεπίτρεπτου της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας-αποδοκιμασίας, να εγείρει τώρα τον εν λόγω ισχυρισμό (Soteriou Constructions Ltd ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 69/2013, ημερ. 22.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D993). Πράγματι, η αιτήτρια αποδέχθηκε τους όρους του Διαγωνισμού και υπέβαλε ανεπιφύλακτα την προσφορά της, χωρίς να προχωρήσει στην αποστολή ερωτήματος για λήψη διευκρίνισης ως προς το περιεχόμενο του υπό αναφορά όρου, αλλ’ ούτε και στην αποστολή σχολίου ή παρατήρησης σε σχέση με αυτόν, ως μπορούσε και είχε δικαίωμα να πράξει δυνάμει και του όρου 5.2 με τίτλο «Έγγραφη Υποβολή Ερωτήσεων από τους Ενδιαφερόμενους» του Μέρους Α των Εγγράφων του Διαγωνισμού, αποδεχόμενη ωσαύτως ανεπιφύλακτα όλους τους όρους του Διαγωνισμού, περιλαμβανομένων και των επίδικων όρων.

Επιπρόσθετα δε, σημειώνω την ορθή θέση της πλευράς της αιτήτριας ότι οι όροι ενός δημόσιου διαγωνισμού θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά: αυτό ωστόσο ισχύει τόσο για τη Διοίκηση όσο και για τους διαγωνιζόμενους (Γεννάδιος Θεολόγου ν. Δημοκρατίας μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, Υποθ. Αρ. 166/2017, ημερ. 14.2.2020). Εν προκειμένω, οι περιεχόμενες στον προεκτεθέντα όρο 10.1 λέξεις «απρόσκοπτης» και «συνεχούς» αποτελούν από μόνες τους τον προσδιορισμό της απαίτησης της Αναθέτουσας Αρχής, ήσαν επαρκώς σαφείς και δεν απαιτείτο οποιοσδήποτε περαιτέρω προσδιορισμός του περιεχομένου τους. Συμφωνώ δε με τη θέση της συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση ότι, με βάση την γραμματική και στενή ερμηνεία, απρόσκοπτη και συνεχής παροχή ενέργειας στο σύνολο του εξοπλισμού, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι το σύστημα τροφοδοσίας θα πρέπει να παρέχει ενέργεια χωρίς διακοπή από την έναρξη μέχρι τη λήξη λειτουργίας του συστήματος, ως ορθώς εξάλλου ερμηνεύτηκε από την ίδια την καθ’ ης η αίτηση.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται σφάλμα ή/και πλημμέλεια ως προς τη διαπίστωση της καθ’ ης η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε ουσιώδεις προδιαγραφές του Διαγωνισμού και, κατά συνέπεια, και ο τρίτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Περαιτέρω, στο πλαίσιο πρόσθετου, αυτοτελούς λόγου ακύρωσης, η αιτήτρια, με αναφορά σε συγκεκριμένες τεχνικές προδιαγραφές του Διαγωνισμού, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και η προηγηθείσα απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης, παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης των προσφοροδοτών, αλλά και τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Και ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης στηρίζεται εν πολλοίς σε ισχυρισμούς που, όπως και πιο πάνω, άπτονται τεχνικών ζητημάτων. Ισχύουν και εν προκειμένω όσα έχουν εκτεθεί στο πλαίσιο εξέτασης του αμέσως προηγούμενου λόγου ακύρωσης, αναφορικά με τον δικαστικό έλεγχο της κρίσης της Διοίκησης επί ζητημάτων τεχνικής φύσης και επί διαπιστώσεων που αποτελούν απόρροια τεχνικών γνώσεων. Σημειώνω εν πάση περιπτώσει ότι, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, στο πλαίσιο εξέτασης των υποβληθεισών προσφορών και του ισχυρισμού του Ε.Μ. ότι ο υπ’ αυτού παρεχόμενος εξοπλισμός ήταν ισοδύναμος με αυτόν που ζητούνταν, η Επιτροπή Αξιολόγησης ζήτησε την άποψη του αρμοδίου Κλάδου της Αναθέτουσας Αρχής, ήτοι του Κλάδου Διαχείρισης και Υποστήριξης Συστήματος Πληροφοριών Γης και αξιολογώντας την απάντηση που έλαβε, έκρινε ότι η απόκλιση από τις τεχνικές απαιτήσεις του Διαγωνισμού ήταν επουσιώδης και αποδέχθηκε την προσφορά, κατ’ εφαρμογήν του όρου 3.2 του Μέρους Α των Εγγράφων του Διαγωνισμού, ο οποίος παρείχε τη δυνατότητα στην Αναθέτουσα Αρχή να αποδεχτεί προσφορές που παρουσίαζαν τυχόν ασήμαντες αποκλίσεις. Όπως δε προκύπτει από την έκθεση Αξιολόγησης (Παράρτημα 31 αυτής, σελ. 311-312), με παρόμοιο τρόπο, προφανώς κατ’ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσφοροδοτών, ενήργησε η Επιτροπή Αξιολόγησης και κατά την αξιολόγηση της προσφοράς της αιτήτριας, όταν και εντόπισε ότι και η δική της προσφορά παρουσίαζε απόκλιση ως προς τον όρο 5.4 του πίνακα 5 του Εντύπου 8, καθότι, ενώ η Αναθέτουσα Αρχή ζητούσε συρματόσχοινο, η Αιτήτρια προσέφερε ειδικό νήμα. Ωστόσο, η Επιτροπή Αξιολόγησης επιβεβαίωσε ότι το νήμα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της Αναθέτουσας Αρχής και έκρινε την απόκλιση επουσιώδη. Αντίθετα, κρίθηκε από την καθ’ ης η αίτηση, η οποία κατά τη νομολογία είναι η πλέον κατάλληλη για να θέτει τις προϋποθέσεις έγκυρης συμμετοχής και τους όρους ενός Διαγωνισμού, ως ο καλύτερος γνώστης των αναγκών της (Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ.1033), ότι οι αποκλίσεις που παρουσίαζε η προσφορά της αιτήτριας από τους όρους 10.1 και 10.2 ήταν ουσιώδεις, με αποτέλεσμα να αξιολογηθεί η αιτήτρια ότι δεν πληρούσε τους όρους του Διαγωνισμού, δεδομένης βεβαίως της καθοριστικής σημασίας που έχει η συμμόρφωση με τους ουσιώδεις όρους του Διαγωνισμού αλλά και η παράλειψη προσφοροδότη να συμμορφωθεί με αυτούς (Π.K. Ιωάννου και Υιοί Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1917, Tamassos Tobacco Suppliers and Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 60).

 

Εν προκειμένω, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά την αξιολόγηση των προσφορών εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί κρίνονται αβάσιμοι.

 

Περαιτέρω δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου και δη της βάσης των όρων του Διαγωνισμού, δυνάμει των οποίων ενήργησε η καθ’ ης η αίτηση στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική πρόνοια δικαίου, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Στην O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, επισημάνθηκε ότι «οι έννοιες της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης, ως γενικές από τη φύση τους αρχές, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους, όπως τονίστηκε στην Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19/12/2013, στην οποία λέχθηκε περαιτέρω ότι θα πρέπει «να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημιά του πολίτη» (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις S.E. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 490/2024 (i-Justice), ημερ. 17.5.2024, Δ.Ν. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1626/2021, ημερ. 19.4.2024 και HERMES AIRPORTS LTD ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υποθ. Αρ. 1123/2015, ημερ. 14.10.2021).

 

Ως εκ των πιο πάνω, και ο τέταρτος λόγος ακύρωσης στερείται βασιμότητας και απορρίπτεται.

 

Τέλος, η αιτήτρια προωθεί τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως και η προηγηθείσα απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης, είναι αναιτιολόγητες και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένες και/ή στηριζόμενες σε αντιφατική αιτιολογία.

 

Κρίνω ότι ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και αυτός ο λόγος ακύρωσης. Δεν εντοπίζεται κενό αιτιολογίας, αλλ’ αντιθέτως, από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων εγγράφων, προκύπτουν με σαφήνεια και επάρκεια το σκεπτικό και οι λόγοι που απέληξαν στην απόρριψη της προσφοράς της αιτήτριας. Ειδικότερα, στην ίδια την επίδικη επιστολή της Αναθέτουσας Αρχής προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 5.10.2020 (παράρτημα 14 στην ένσταση), με την οποία την ενημέρωνε για την επίδικη απόφαση, προκύπτουν λεπτομερώς οι λόγοι απόρριψης της προσφοράς της αιτήτριας. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή-

 

«Σύμφωνα με την Σημείωση 3 του Εντύπου 8, «Αν στη στήλη «ΑΠΑΙΤΗΣΗ» έχει συμπληρωθεί λέξη «ΝΑΙ», που σημαίνει ότι η αντίστοιχη προδιαγραφή είναι υποχρεωτική για τον υποψήφιο Ανάδοχο ή ένας αριθμός που σημαίνει υποχρεωτικό αριθμητικό μέγεθος της προδιαγραφής και απαιτεί συμμόρφωση, θεωρούνται ως απαράβατοι όροι και οι προσφορές που δεν καλύπτουν τέτοιες απαιτήσεις απορρίπτονται ως απαράδεκτες.»

 

Στο Έντυπο 8 στα σημεία 10.1 και 10.2 στην στήλη ΑΠΑΙΤΗΣΗ υπάρχει η λέξη ΝΑΙ. Η προσφορά σας δεν ικανοποιεί τα σημεία 10.1 και 10.2 του Εντύπου 8 των εγγράφων του διαγωνισμού, ως εκ τούτου η απόκλιση από τις προδιαγραφές καθιστούν την προσφορά απορριπτέα.

 

Συγκεκριμένα η προτεινόμενη γεννήτρια δεν διασφαλίζει την απρόσκοπτη και συνεχή παροχή ενέργειας στο σύνολο του εξοπλισμού (σημείο 10.1), ούτε είναι κατάλληλη για θαλάσσιες εφαρμογές και εγκατάσταση σε σκάφος (σημείο 10.2).

 

2. Η σύμβαση ανατέθηκε σύμφωνα με απόφαση του αρμοδίου οργάνου στην εταιρεία JGC Geoinformation Systems SA για το ποσό των €292,750.00.».

 

Επιπρόσθετα, η αιτιολογία της επίδικης απόφασης προκύπτει και/ή συμπληρώνεται τόσο από την έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, αλλά και από τις συνεδρίες και τα τηρηθέντα πρακτικά της Επιτροπής, καθώς και από τη συνεδρία και απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών, ημερομηνίας 20.7.2020 (παράρτημα 9 στην ένσταση), όπου εκτίθενται και οι λόγοι υιοθέτησης της εισήγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης και απόρριψης της προσφοράς της αιτήτριας.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αιτιολογία της επίδικης απόφασης κρίνεται επαρκής, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Φράγκου, ανωτέρω).

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο