ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                 

(Υπόθεση Αρ. 1108/2020)

 

                                         3 Ιουνίου 2024

 

                           [ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                    Κ. Χ.                                                                                                                Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

           ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ

 

                                                      Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ρ. Ιάσωνος (κα), για CHRYSSES DEMETRIADES & CO LLC, για Αιτητή

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής αξιώνει-

 

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η πράξη και/ή απόφαση της Υπηρεσίας Φοιτητικής Μέριμνας μέσω του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας (στο εξής αναφερόμενη ως «η Καθ’ης η Αίτηση») που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατόπιν επανεξέτασης με επιστολή ημερομηνίας 16/10/2020, με την οποία γνωστοποίησαν ότι απορρίπτεται το αίτημα του για χορήγηση κρατικής φοιτητικής μέριμνας για το Ακαδημαϊκό Έτος 2019/20, ενώ το ίδιο αίτημα είχε εγκριθεί για τα 3 προηγούμενα έτη, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Ο αιτητής υπέβαλε στις 13.4.2020, δυο αιτήσεις προς το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας («το Υπουργείο»), για παραχώρηση κρατικής φοιτητικής χορηγίας για τους δυο υιούς του, για το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020.

 

Εις απάντηση, η Υπηρεσία Φοιτητικής Μέριμνας του Υπουργείου («η Υπηρεσία») απέστειλε στον αιτητή δυο επιστολές, με πανομοιότυπο περιεχόμενο, ημερομηνίας 10.9.2020 και 14.9.2020 αντίστοιχα, με τις οποίες τον ενημέρωσε ότι τα αιτήματά του εξετάστηκαν προσεκτικά, αλλά δεν εγκρίθηκαν, καθότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειάς του υπερέβαινε το ποσό των €1.200.000. Όπως αναφερόταν στις επιστολές, σύμφωνα με τον περί Κρατικής Φοιτητικής Μέριμνας Νόμο του 2015, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), δικαίωμα σε κρατική φοιτητική μέριμνα έχει η οικογένεια φοιτητή, της οποίας η συνολική αξία των περιουσιακών της στοιχείων, στα οποία περιλαμβάνονται η ακίνητη ιδιοκτησία σε τιμές 1.1.2013 και σε τρέχουσες τιμές, οι καταθέσεις, οι μετοχές, τα χρεόγραφα και τα ομόλογα, δεν υπερβαίνουν το ποσό του €1.200.000.

 

Ο αιτητής επανήλθε και με επιστολή του ημερομηνίας 12.10.2020, εξέφρασε τη θέση ότι είχαν γίνει εσφαλμένοι υπολογισμοί από τους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον υπολογισμό της αξίας της περιουσίας της οικογένειάς του, καλώντας τους να επανεξετάσουν τις αιτήσεις του. Αναφέρθηκε ειδικότερα ο αιτητής στα τρία πιστοποιητικά εμπρόθεσμης κατάθεσης, στα οποία ήταν εγγεγραμμένη η σύζυγός του μαζί με τους γονείς της και τα οποία αυτός είχε ήδη θέσει ενώπιον της Υπηρεσίας δια της αρχικής του αίτησης, ισχυριζόμενος ότι δεν θα έπρεπε η ίδια η σύζυγός του να επωμιστεί το συνολικό ποσό, αλλά μόνο το 1/3 που της αναλογεί.

 

Το Υπουργείο απέστειλε νέα απαντητική επιστολή στον αιτητή, ημερομηνίας 16.10.2020, δια της οποίας επανέλαβε τη θέση ότι τα αιτήματά του δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν.

 

Κατά της αμέσως πιο πάνω πράξης, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στις 27.11.2020.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση, ήγειραν δια του δικογράφου της ενστάσεως και προώθησαν δια της γραπτής τους αγόρευσης, προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη δια της προσφυγής πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα και/ή πράξη βεβαιωτική προηγούμενης πράξης και/ή απόφασή τους.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε επί του ζητήματος, η θέση της πλευράς του αιτητή, η οποία, απορρίπτοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς των καθ’ ων η αίτηση, επιχειρηματολόγησε υπέρ της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία, ως έχουσα όλα τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας πράξης, σαφώς και δύναται να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη πράξη υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων και ισχυρισμών.

 

Πριν από την εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, προέχει βεβαίως η εξέταση της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, με την οποία εγείρεται ζήτημα αντικειμενικής προϋπόθεσης του παραδεκτού της προσφυγής, αυτό της φύσης της προσβαλλόμενης πράξης, ήτοι ζήτημα δημοσίας τάξεως, το οποίο εξετάζεται κατά προτεραιότητα, ακόμα και αυτεπάγγελτα, από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Georgiou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 828, Yiangou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 27, Hadjigeorghi v. The Minister of Finance (1987) 3 C.L.R. 280). Καθίσταται δε αντιληπτό ότι τυχόν επιτυχία της εν λόγω προδικαστικής ένστασης, σφραγίζει άνευ ετέρου την τύχη της υπό κρίση προσφυγής και καθιστά αχρείαστη την εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι προσβαλλόμενη πράξη στην υπό εξέταση προσφυγή, αποτελεί η περιεχόμενη στην επιστολή του Υπουργείου προς τον αιτητή πράξη, ημερομηνίας 16.10.2020. Κρίνεται σκόπιμη η αυτολεξεί παράθεση του κειμένου της εν λόγω επιστολής:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στη σχετική με το πιο πάνω θέμα επιστολή σας με ημερομηνία 12.10.2020 και να σας πληροφορήσω ότι δεν έχουν προκύψει πρόσθετα στοιχεία που να δικαιολογούν αλλαγή στην αρχική μας απόφαση η οποία σας έχει κοινοποιηθεί με επιστολές μας ημερομηνίας 10.9.2020 και 14.9.2020.

 

Η αξία των περιουσιακών σας στοιχείων ανέρχεται σε €1.218.641,88 και αποτελείται από την ακίνητη σας οικογενειακή περιουσία, που έχει εντοπιστεί μέσω του διασυνδεδεμένου αρχείου που διαθέτει η Υπηρεσία Φοιτητικής Μέριμνας με το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η αξία της οποίας ανέρχεται σε €945.300,00 καθώς και τις καταθέσεις της οικογένειας σας που έχουν εντοπιστεί μέσω του διασυνδεδεμένου αρχείου που διαθέτει η ΥΦΜ με τα Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα και ανέρχονται σε €273.341,88.

 

Σύμφωνα με τον περί Κρατικής Φοιτητικής Μέριμνας Νόμο του 2015 έως 2019, η κρατική φοιτητική μέριμνα παραχωρείται, εφόσον η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειας στα οποία συμπεριλαμβάνονται –

α) χρηματοοικονομικά στοιχεία σε τρέχουσες τιμές και στα οποία συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων και η αξία των καταθέσεων σε τρέχουσες τιμές, και

β) ακίνητη ιδιοκτησία σε τιμές 1.1.2013

δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες ευρώ.

 

Ως εκ τούτου, τα αιτήματα σας για επανεξέταση δεν μπορούν να εγκριθούν.

 

Οι πρόνοιες του Νόμου δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια στην Υπηρεσία Φοιτητικής Μέριμνας για διαφορετικό χειρισμό του θέματός σας.».

 

Όπως έχει προαναφερθεί, ο αιτητής υπέβαλε δυο αιτήσεις, ημερομηνίας 13.4.2020, στις οποίες, ως και ο ίδιος ανέφερε δια της επιστολής του ημερομηνίας 12.10.2020, είχε ήδη περιλάβει όλα τα έγγραφα και εν πάση περιπτώσει, τα έγγραφα που εδώ ενδιαφέρουν και αφορούν στον υπολογισμό και/ή την αξία της περιουσίας της οικογένειάς του. Ήδη δια των επιστολών τους ημερομηνίας 10.9.2020 και 14.9.2020, οι καθ’ ων η αίτηση ενημέρωσαν τον αιτητή ότι είχαν εξετάσει προσεκτικά τις εν λόγω αιτήσεις και ότι αυτές δεν μπορούσαν να εγκριθούν, καθότι η αξία της εν λόγω περιουσίας υπερέβαινε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, το ποσό του €1.200.000. Περαιτέρω, στις ίδιες επιστολές αναφερόταν ότι, σύμφωνα με το Νόμο, δικαίωμα σε κρατική φοιτητική μέριμνα έχει η οικογένεια φοιτητή, της οποίας η συνολική αξία των περιουσιακών της στοιχείων, στα οποία περιλαμβάνονται η ακίνητη ιδιοκτησία σε τιμές 1.1.2013 και σε τρέχουσες τιμές, οι καταθέσεις, οι μετοχές, τα χρεόγραφα και τα ομόλογα, δεν υπερβαίνουν το ποσό του €1.200.000. Η δε αξία της περιουσίας του αιτητή, σύμφωνα πάντα με τους καθ’ ων η αίτηση, υπερέβαινε το πιο πάνω ποσό.

 

Εξετάζοντας την επίδικη επιστολή, το περιεχόμενο της οποίας έχει εκτεθεί αυτολεξεί πιο πάνω, και αντιπαραβάλλοντας το περιεχόμενό της με αυτό των δυο προηγηθεισών επιστολών, ημερομηνίας 10.9.2020 και 14.9.2020, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να καταδεικνύει διενεργηθείσα νέα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, στη βάση νέων, πόσω δε μάλλον ουσιωδών, στοιχείων, τα οποία να λήφθηκαν υπόψη πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, σύμφωνα με τα ενώπιον μου τεθέντα, ούτε και ο ίδιος ο αιτητής έθεσε νέα στοιχεία ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση με την επιστολή του ημερομηνίας 12.10.2020, τα οποία δεν ήσαν ενώπιον της Διοίκησης κατά τη λήψη της αρχικής της απόφασης, που περιέχεται στις δυο επιστολές, ημερομηνίας 10.9.2020 και 14.9.2020, αντίστοιχα: τα όσα αναφέρει ο αιτητής στην εν λόγω επιστολή του, δεν συνιστούν νέα στοιχεία που δεν υπήρχαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη της αρχικής τους απόφασης, αλλά αφορούν σε υπολογισμούς που, κατά τον αιτητή, θα έπρεπε να προβούν οι καθ’ ων η αίτηση για τον υπολογισμό της αξίας της περιουσίας της οικογένειάς του και από τους οποίους, κατά την εισήγησή του, προκύπτει ότι η αξία της εν λόγω περιουσίας δεν υπερέβαινε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, το ποσό του €1.200.000. Μάλιστα, για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού του, ο αιτητής παραπέμπει σε έγγραφα που ήσαν ήδη κατατεθειμένα ενώπιον της Υπηρεσίας Φοιτητικής Μέριμνας, κατά την εξέταση των εν λόγω αιτήσεων και δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη.

 

Συνεπώς, με την προσβαλλόμενη πράξη, ημερομηνίας 16.10.2020, οι καθ’ ων η αίτηση ενέμειναν στην αρχική τους απόφαση και, όπως ρητώς ανέφεραν στον αιτητή, «δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία που να δικαιολογούν αλλαγή στην αρχική απόφαση» τους. Επί της ουσίας, δια της προσβαλλόμενης πράξης τους, οι καθ’ ων η αίτηση επιβεβαίωσαν την αρχική τους απόφαση, με την οποία είχαν απορρίψει τα δυο αιτήματα του αιτητή, καθότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειάς του υπερέβαινε το ποσό του €1.200.000, σύμφωνα με τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα κριτήρια.

 

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι πράξη η οποία περιέχει απλή επιβεβαίωση προηγούμενης, δεν είναι εκτελεστή (Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394). Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας βεβαιωτικής πράξης επισημάνθηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, Ζίττης, ανωτέρω, Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507). Κατά τη νομολογία, μια πράξη θεωρείται βεβαιωτική όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με την προγενέστερη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα (Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189). Η πράξη συνιστά βεβαιωτική προγενέστερης, αν δεν έχει, στο μεταξύ, διενεργηθεί νέα έρευνα, ή αν δεν έχουν προκύψει νέα ουσιώδη στοιχεία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της, ακόμα και αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, αποτελεί βεβαιωτική (Pieris, ανωτέρω, Kefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελίδα 240). Απόφαση, που απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη εκτελεστή, δεν είναι εκτελεστή, εκτός εάν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα, κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία που, αν και προϋπήρχαν της εκτελεστής, ήταν, κατά το χρόνο που λήφθηκε η εκτελεστή, άγνωστα ή δεν λήφθηκαν υπόψη (Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Αιμιλίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1149/2011, ημερ. 31.1.2013). Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βεβαιωτικής πράξης, εξετάστηκαν εκ νέου στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Melinda Matute Respicio v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 25/2018 ημερ. 15.12.2023, όπου, με αναφορά στην πάγια επί του θέματος νομολογία, τονίστηκε ιδιαίτερα ότι, προκειμένου η υπό της Διοίκησης διενεργηθείσα έρευνα να θεωρηθεί «νέα έρευνα», θα πρέπει να έχουν ληφθεί υπόψη νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία. Λέχθηκαν συναφώς τα εξής:

 

«Εκτελεστή θεωρείται η πράξη η οποία αν και περιέχει απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης, εν τούτοις εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ’ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν εξεταστούν στοιχεία κρίσης που έχουν πρόσφατα προκύψει ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται υπ' όψιν για πρώτη φορά (Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566 και Κelpis v. Republic (1970) 3 C.L.R.196).»

 

Συναφώς παραπέμπουμε και στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 ΑΑΔ 394, σελ. 401:

 

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της "διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν". Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

(α)   Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

(β)   Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

(γ)   Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

(δ)   Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

(ε)  Ταυτότητα του διατακτικού.

(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου)».

Άμεσα σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χαράλαμπος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 124/2011, ημερ. 22.3.2017, όπου επίσης τονίστηκε ότι για να θεωρείται νέα η διενεργηθείσα έρευνα, η οποία απολήγει στην έκδοση νέας, εκτελεστής διοικητικής πράξης, θα πρέπει να έχουν ληφθεί υπόψη νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία.

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, και λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης, είναι πρόδηλο ότι η εδώ προσβαλλόμενη πράξη συνιστά επιβεβαίωση προηγούμενης απόφασης της Διοίκησης, που περιέχεται στις δυο προαναφερθείσες επιστολές, ημερομηνίας 10.9.2020 και 14.9.2020, αφού πρόκειται για πράξη που έχει ουσιαστικά το ίδιο περιεχόμενο με αυτήν που περιέχεται στις δυο αυτές επιστολές και δη την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για τους ίδιους λόγους και/ή με το ίδιο αιτητικό και στη βάση των ίδιων στοιχείων. Συνεπώς, πρόκειται για κλασσική περίπτωση πράξης βεβαιωτικής της αρχικής απόφασης των καθ' ων η αίτηση, επί του ιδίου ακριβώς ζητήματος και με πανομοιότυπο περιεχόμενο, στερούμενη ωσαύτως εκτελεστότητας. Είναι σαφές ότι, δια της προσβαλλόμενης πράξης δηλώνεται απλώς εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη πράξη της. Ούτε και προκύπτει να έχει διενεργηθεί νέα έρευνα και/ή να έχουν ληφθεί υπόψη νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία για την διαμόρφωση της επίδικης, απορριπτικής, απάντησης των καθ' ων η αίτηση, τα οποία ήσαν άγνωστα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη κατά το χρόνο λήψης της αρχικής απορριπτικής απόφασης.

 

Θα μπορούσε βεβαίως ο αιτητής να είχε στραφεί δια της προσφυγής του, κατά της περιεχόμενης στις δυο προαναφερθείσες επιστολές των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 10.9.2020 και 14.9.2020, απόφασης. Η οποία και είναι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη που δύναται να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Η έννοια του όρου «εκτελεστή διοικητική πράξη» έχει απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά και το Διοικητικό Δικαστήριο, σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων και έχει αποτελέσει το αντικείμενο εξέτασης σε πληθώρα αποφάσεών του. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γεναγρίτης v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029, λέχθηκαν τα εξής άμεσα σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα:

                                   

«Η έννοια του όρου "εκτελεστή διοικητική πράξη" έχει επεξηγηθεί στη Δημοκρατία v. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:

 

"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους."

 

Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις.

 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της "εκτελεστής διοικητικής πράξεως" είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, Έκδοση 1982, σελ. 170).

 

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων".

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."

 

(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", εκ. τρίτη, σελ. 120-121: "Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως").».

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω και δεδομένων των περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης, κρίνω ότι τα όσα αναφέρονται στην επίδικη επιστολή των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 16.10.2020, σαφώς και δε συνιστούν εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά βεβαιωτική πράξη, με την οποία δεν δημιουργήθηκαν οποιαδήποτε δικαιώματα ή/και υποχρεώσεις στον αιτητή, ούτε και επήλθαν οποιαδήποτε άμεσα έννομα αποτελέσματα στον αιτητή, τα οποία δεν υπήρχαν προηγουμένως και, γενικότερα, δεν καθορίστηκε δίκαιο (βλ. και Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191, Karkotis Manufacturing & Trading Public Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 102/2012, ημερ. 21.5.2015, καθώς και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Farrakh ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 709/2019, ημερ. 17.3.2022).

 

Κατά συνέπεια, η προδικαστική ένσταση ευσταθεί, εφόσον πράγματι, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης, υποκείμενη ωσαύτως σε απόρριψη.

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζουν την τύχη της υπό κρίση προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.                    

 

                                                        

 

Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο