ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 1143/2018

28 Ιουνίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ι. Α.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

Κ. Μάμαντος και Α. Γεωργίου, ασκούμενη δικηγόρος, για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Γ. Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:    Ο αιτητής, γεννηθείς το 1987, εκτοπισμένος ο ίδιος και νυμφευμένος με τη μη εκτοπισμένη Χ.Ι, υπέβαλε στις 30.12.2014 στην Υπηρεσία Μέριμνας και Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων (ΥΜΑΠΕ) αίτηση για χορηγία για αυτοστέγαση σε ιδιόκτητο οικόπεδο στην Παραμύθα της Επαρχίας ΛεμεσούΣυμφώνως των σχετικών στοιχείων που υπέβαλε, στο εν λόγω οικόπεδο, το οποίο ανήκει στη σύζυγό του κατά 1/3 μερίδιο, υφίσταται υπό ανέγερση οικοδομή, για την οποία εκδόθηκε στις 24.03.2014 σχετική άδεια οικοδομής και στην οποία, με την ολοκλήρωση των εργασιών ανέγερσης, θα διαμείνει η οικογένεια.

 

Σημειώνεται ότι ο αιτητής αναγνωρίσθηκε ως εκτοπισθείς και απέκτησε ταυτότητα εκτοπισμένου στις 14.01.2014, μετά δηλαδή την τροποποίηση στις 27.12.2013 του περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και άλλα Πρόσωπα Νόμου (Ν.46(I)/2005) με τον Ν.170(Ι)/2013, με τη διαγραφή από το άρθρο 2 του Νόμου του ορισμού «εκτοπισθείς εκ μητρογονίας» αλλά και την τροποποίηση στις 27.12.2013 του άρθρου 119 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν.141(I)/2002) με τον Ν.174(Ι)/2013, συμφώνως της δεύτερης επιφύλαξης του οποίου:

«Νοείται περαιτέρω ότι, τα παιδιά των οποίων μόνο η μητέρα είναι εκτοπισθείσα θεωρούνται ότι έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στις κατεχόμενες περιοχές και θεωρούνται εκτοπισθέντες από το μέρος από το οποίο προέρχεται η μητέρα τους, αποκλειστικά για σκοπούς οποιασδήποτε κρατικής παροχής ή άλλου ωφελήματος που παραχωρείται σε εκτοπισθέντες, χωρίς ο τόπος καταγωγής τους να συνδέεται με οποιαδήποτε εκλογικά δικαιώματα ή εκλογική διαδικασία.».

 

Κατά την παραλαβή της αίτησης του αιτητή από την ΥΜΑΠΕ και κατόπιν συνδιάλεξης μαζί του με αρμόδιους λειτουργούς, διαφάνηκε ότι ο αιτητής και η σύζυγός του κατείχαν στο παρελθόν άλλη κατοικία, η οποία δεν είχε δηλωθεί στη σχετική ένορκο δήλωση που υποβλήθηκε με την αίτησηΩς εκ τούτου, ζητήθηκε από τον αιτητή να υποβάλει πρόσθετα στοιχεία και βεβαιώσεις από τα οποία προέκυψε ότι ο αιτητής και η σύζυγός του από τις 14.11.2007 κατείχαν από 1/4 μερίδιο έκαστος μία κατοικία στο Δήμο Μέσα Γειτονιάς, την οποία πώλησαν σε τρίτο πρόσωπο στις 20.06.2012, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τον αιτητή.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 13.10.2016 της ΥΜΑΠΕ, ζητήθηκε από τον αιτητή η υποβολή, εντός προθεσμίας 30 ημερών, πρόσθετων εγγράφων και πιστοποιητικών με σκοπό την επικαιροποίηση των στοιχείων του στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησής τουΟ αιτητής δεν ανταποκρίθηκε και δεν υπέβαλε τα ζητηθέντα έγγραφα μέχρι και την ημερομηνία εξέτασης της αίτησής του στις 04.05.2017 από την Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας, η οποία σε σχετική συνεδρία της, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης για τους ακόλουθους λόγους:

 

(α) ο αιτητής δεν καλύπτεται από τα υφιστάμενα κριτήρια καθότι, μαζί με τη σύζυγό του, ήταν από τις 14.11.2007 κάτοχοι οικίας στη Μέσα Γειτονιά την οποία πώλησαν στις 20.06.2012 και από την ημερομηνία απόκτησής της έχουν παρέλθει τα 2 έτη πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στις 30.12.2014.

(β) ο αιτητής δεν προσκόμισε τα ζητηθέντα στοιχεία.

 

Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 28.08.2017 και εναντίον αυτής ο αιτητής υπέβαλε στις 04.10.2017 ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, βάσει του άρθρου 13 του Ν.46(I)/2005, αιτούμενος αναθεώρηση της απόφασης καθότι, ως επεσήμανε, κατά την περίοδο που είχε στην κατοχή του την κατοικία στη Μέσα Γειτονιά, δεν είχε ακόμα εγκριθεί η νομοθεσία του 2013 για τους εκ μητρογονίας πρόσφυγες και ως εκ τούτου ο ίδιος δεν θεωρείτο δικαιούχος στεγαστικής βοήθειαςΕπιπλέον, υπέβαλε τη θέση ότι τα κριτήρια, με τα οποία αποφασίζεται η έγκριση ή η απόρριψη στεγαστικής βοήθειας σε εκτοπισθέντα, είναι αντισυνταγματικά καθότι παραβιάζουν το Άρθρο 28 του Συντάγματος και την αρχή της ισότητας.

 

Η ιεραρχική προσφυγή εξετάστηκε από τον Υπουργό ο οποίος αποφάσισε την απόρριψη της για τους ακόλουθους λόγους, όπως αυτοί καταγράφονται σε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου προς τον αιτητή, ημερομηνίας 21.05.2018:

 

«3. Σύμφωνα με το ισχύον σχετικό κριτήριο «Σε αιτητή που στεγάστηκε σε οικιστική μονάδα που απέκτησε ή ανέγειρε με δικούς του πόρους χωρίς κρατική οικονομική βοήθεια, εντός δύο ετών πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, παραχωρείται στεγαστική βοήθεια ποσοστού 50% της βοήθειας που ισχύει κατά την ημερομηνία εξέτασης του αιτήματος…» Στη δική σας περίπτωση, η αίτηση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση των δύο ετών.

4. Βάσει των όσων αναφέρονται πιο πάνω διαφαίνεται ότι η αίτηση σας εξετάστηκε με βάση το Νόμο που προβλέπει για την παροχή στεγαστικής βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και άλλα Πρόσωπα και για τον καθορισμό κριτηρίων και προϋποθέσεων παροχής της».

 

Τη νομιμότητα της ανωτέρω απόφασης για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του ο αιτητής αμφισβητεί με την παρούσα προσφυγήΔιά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων του σημειώνει καταρχάς πως, ο λόγος που κατά την υποβολή της αίτησής του δεν αποκάλυψε ότι ήταν κάτοχος προηγούμενης κατοικίας, ήταν γιατί θεώρησε πως κατέστη δικαιούχος για παροχή στεγαστικής βοήθειας από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη δικαιούχος προσφυγικής ταυτότητας, ήτοι από τις 27.12.2013, ενώ την υπό αναφορά κατοικία την αποξενώθηκε πριν καν συμπεριληφθούν οι εκ μητρογονίας πρόσφυγες στο άρθρο 2 του Ν.46(Ι)/2005 και στον όρο εκτοπισθείςΩς εκ τούτου, υποβάλλει ότι, όχι μόνο κατά την ημερομηνία απόκτησης αλλά ούτε και κατά την ημερομηνία αποξένωσης της κατοικίας στη Μέσα Γειτονιά, δεν θα μπορούσε να είχε υποβάλει αίτηση για παροχή στεγαστικής βοήθειας, καθότι κατά τον χρόνο εκείνο δεν κατείχε, ως εκ μητρογονίας πρόσφυγας, ταυτότητα εκτοπισθέντοςΓια το λόγο αυτό, εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας εφόσον ο ίδιος, εκ των πραγμάτων, θα αδυνατεί να τύχει οικονομικής βοήθειας ως εκ μητρογονίας πρόσφυγας λόγω της κατοχής άλλης κατοικίας, η αγορά της οποίας έλαβε χώρα σε χρόνο πέραν των 2 ετών πριν από την αναγνώρισή του ως εκτοπισθέντας, ενώ άλλοι εκ μητρογονίας πρόσφυγες, που απέκτησαν το δικαίωμα παροχής στεγαστικής βοήθειας την ίδια ημερομηνία με τον ίδιο, απολαμβάνουν το δικαίωμα που η ιδιότητά τους ως πρόσφυγες τους δίδειΠρος θεμελίωση της εν λόγω θέσης του ο αιτητής παραπέμπει στην απόφαση σταθμό, ως τη χαρακτηρίζει, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση υπ’ αριθμό 33631/06, Βρούντου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 13.10.2015, αλλά και σε σχετική επί του θέματος έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με το παράπονο ΑΡΑ 14/2017, ημερομηνίας 04.04.2019 και την κατάληξη ότι, παρά την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας για την αναγνώριση της προσφυγικής ιδιότητας και στους εκ μητρογονίας πρόσφυγες, εντούτοις συνεχίζεται η διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου σε μία ομάδα εκ μητρογονίας προσφύγων οι οποίοι είχαν αγοράσει τις κατοικίες του χρόνια πριν αναγνωριστούν ως εκτοπισθέντες και επομένως εκ προοιμίου δεν μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίωμά τους για παροχή στεγαστικής βοήθειας μέσα σε δύο χρόνια από το χρόνο της αγοράς, ως τα σχετικά κριτήρια απαιτούνΣημειώνεται ότι οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του αιτητή αναγνωρίζουν ότι η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο, πλην όμως υιοθετούν τα συμπεράσματά της ως μέρος της επιχειρηματολογίας προς υποστήριξη των λόγων ακύρωσης που ο αιτητής προωθεί με την προσφυγή του.

 

Ακολούθως διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, πεπλανημένα ως προς τον νόμο και τα γεγονότα και χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευναςΕπιπλέον, κατά τον αιτητή, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 13 του Ν.46(Ι)/2005 που καθορίζει την προθεσμία εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών από τον Υπουργό και του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99), καθότι στον αιτητή δεν δόθηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, πριν την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς του αιτητή και αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, της σχετικής νομοθεσίας και των κριτηρίων που είχαν τεθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και βρίσκονταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο εξέτασης της αίτησης του αιτητή και στα οποία ο ευπαίδευτος δικηγόρος συγκεκριμένα παραπέμπειΕπιπρόσθετα, διατείνεται ότι η απόφαση είναι το αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών του Υπουργού, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.  

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς στη βάση της ισχύουσας νομοθεσίας, των σχετικών με την παροχή στεγαστικής βοήθειας κριτηρίων που ήταν σε ισχύ κατά των ουσιώδη χρόνο αλλά και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Συμφώνως του άρθρου 13 του Ν.46(Ι)/2005, πράγματι, ο Υπουργός εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή και αποφασίζει το αργότερο σε ενενήντα μέρες από την υποβολή της, προθεσμία η οποία εν προκειμένω παρήλθεΠλην, όμως, ως ορθώς επισημαίνει ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση, οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές (άρθρο 11(1) του Ν.158(I)/1999).  Ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται, δοθέντος ότι ο αιτητής, εν πάση περιπτώσει, δεν επικαλείται οποιαδήποτε βλάβη ή δυσμενή συνέπεια από την καθυστέρηση εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής του.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης καθότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά αλλά είναι αρκετό αυτός να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο νόμος ορίζει το αντίθετο (άρθρο 43(4) του Ν.158(Ι)/99).  Εν προκειμένω ο αιτητής, με την ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε, εξέθεσε γραπτώς τις απόψεις και τη διαφωνία του με την απόφαση της Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας να απορρίψει την αίτησή του.

 

Αναφορικώς με τον δεύτερο λόγο απόρριψης της αίτησης, ήτοι τη μη εκ μέρους του αιτητή υποβολή των ζητηθέντων στοιχείων, δεν παραβλέπω ότι ο αιτητής δεν ήγειρε οποιονδήποτε ισχυρισμό στην ιεραρχική προσφυγή του και ότι για πρώτη φορά, με τη γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων δικηγόρων του στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, διατείνεται ότι ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή ημερομηνίας 13.10.2016.  Πλην, όμως, στην επιστολή ημερομηνίας 28.08.2017, με την οποία του κοινοποιήθηκε η απόφαση για απόρριψη της αίτησής του, αναφέρεται κατά αόριστο τρόπο ότι η αίτηση, εκτός από την μη πλήρωση των υφισταμένων κριτηρίων, απορρίφθηκε και γιατί ο αιτητής δεν προσκόμισε τα ζητηθέντα στοιχείαΔεν συγκεκριμενοποιήθηκε, δηλαδή, πότε και πώς τα εν λόγω στοιχεία συγκεκριμένα ζητήθηκαν από τον αιτητή, ώστε αυτός να δύναται να επικαλεστεί με την ιεραρχική προσφυγή του ότι ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή ημερομηνίας 13.10.2016. 

 

Εν πάση δε περιπτώσει, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η εν λόγω επιστολή είχε πράγματι ταχυδρομηθεί στον αιτητή και μάλιστα την ημερομηνία που αναγράφεται σε αυτήν, καθότι διαπιστώνω πως στον διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 2) είναι αρχειοθετημένο ως Ερ. 57 το πρωτότυπο της επιστολής ημερομηνίας 13.10.2016, σε αντίθεση με όλες τις άλλες σχετικές επιστολές που απευθύνονται στον αιτητή και για τις οποίες ανευρίσκονται αρχειοθετημένα στον διοικητικό φάκελο αντίγραφα αυτώνΣημειώνοντας ότι το λογικώς αναμενόμενο είναι το πρωτότυπο μίας επιστολής να αποστέλλεται στον παραλήπτη της και στον διοικητικό φάκελο να καταχωρείται αντίγραφο αυτής, ούτε στο έντυπο καταγραφής ενεργειών (minute sheet) του φακέλου εντοπίζω, πέραν της περιγραφής του περιεχομένου του Ερ. 57 με τη φράση «Προς Ι. Ακαι την ημερομηνία 13.10.2016, οποιαδήποτε άλλη καταχώριση περί ταχυδρόμησης της εν λόγω επιστολή προς τον αιτητή, γεγονός το οποίο δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσον η επιστολή πράγματι απεστάλη προς αυτόνΥπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όταν εξετάζεται η κοινοποίηση διά επιστολής μίας απόφασης, υφίσταται τεκμήριο γνώσης αυτής αν αποδειχθεί ότι η επιστολή ταχυδρομήθηκε στην ορθή διεύθυνση και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, με το βάρος απόδειξης ότι αυτή έφερε την ορθή διεύθυνση, ότι ταχυδρομήθηκε και ότι δεν επεστράφη να το φέρει ο διάδικος που το ισχυρίζεται (Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos and Others (1965) 1 C.L.R. 9, Σάββα ν Δημοκρατίας, Α.Ε. 49/2012, ημερ. 07.02.2018). 

 

Επιπρόσθετα, αποδέχομαι τη θέση των ευπαιδεύτων δικηγόρων του αιτητή ότι οι καθ’ ων η αίτηση, παρά τη μη προσκόμιση από τον αιτητή των ζητηθέντων στοιχείων, εντούτοις δεν απέρριψαν εξ αυτού και μόνο την αίτηση αλλά εξέτασαν στην ουσία του το υποβληθέν αίτημα για παροχή στεγαστικής βοήθειαςΩς εκ τούτου, προχωρώ να εξετάσω το λόγο για τον οποίο το αίτημα απορρίφθηκε.

 

Συμφώνως των ισχυόντων κατά την εξέταση της αίτησης κριτηρίων, τα οποία επισυνάπτονται στην Ένσταση των καθ’ ων η αίτηση:

 

          «Παράρτημα Β2, Παράγραφος Ε4

 

4. Αιτητής ο οποίος υποβάλλει αίτημα για αυτοστέγαση σε ιδιόκτητο οικόπεδο ή για αγορά διαμερίσματος/κατοικίας, ο ίδιος ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειας του, δεν πρέπει να είναι ή να ήταν ιδιοκτήτης οικιστικής μονάδας, εκτός και αν αυτή χρησιμοποιείται ως επαγγελματική στέγη.

 

Παράρτημα Β1, Παράγραφοι Δ1 και Δ2

 

1. Σε αιτητή που στεγάσθηκε σε οικιστική μονάδα που απέκτησε ή ανέγειρε με δικούς του πόρους, χωρίς κρατική οικονομική βοήθεια, εντός δύο (2) ετών πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, παραχωρείται στεγαστική βοήθεια ποσοστού 50% της βοήθειας που ισχύει κατά την ημερομηνία εξέτασης του αιτήματος, λαμβάνοντας υπόψη τη σύνθεση της οικογένειας όπως ήταν κατά την ημερομηνία απόκτησης ή ανέγερσης της κατοικίας.

2. Σε αιτητή που κατείχε στο παρελθόν αλλά αποξενώθηκε από οικιστική μονάδα και υποβάλλει αίτηση για ανέγερση ή απόκτηση νέας μονάδας, παραχωρείται στεγαστική βοήθεια που είναι ίση με το 50% της βοήθειας που ισχύει κατά την ημερομηνία εξέτασης της αίτησης, νοουμένου ότι η ανέγερση / απόκτηση της πρώτης οικιστικής μονάδας πραγματοποιήθηκε εντός δύο (2) ετών πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης».

 

Ως ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή αναγνώρισε κατά την ακρόαση της υπόθεσης, περιορίζοντας την αιτούμενη από τον αιτητή θεραπεία, η προηγούμενη κατοχή εκ μέρους του άλλης οικιστικής μονάδας από αυτήν για την οποία υποβλήθηκε η αίτηση, δεν τον καθιστούσε δικαιούχο του συνόλου της στεγαστικής βοήθειας που ίσχυε κατά την ημερομηνία εξέτασης του αιτήματος, συμφώνως της Παραγράφου Ε4 του Παραρτήματος Β2.  Πλην, όμως, το παράπονο του αιτητή είναι ότι εσφαλμένα δεν του παραχωρήθηκε στεγαστική βοήθεια ίση με το 50% της βοήθειας που ίσχυε κατά την ημερομηνία εξέτασης της αίτησης, συμφώνως της Παραγράφου Δ2 του Παραρτήματος Β1 και τούτο γιατί κρίθηκε από την ΥΜΑΠΕ ότι η απόκτηση της πρώτης οικιστικής μονάδας δεν πραγματοποιήθηκε εντός δύο (2) ετών πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, κατά παραγνώριση, σύμφωνα με τον αιτητή, του χρόνου απόκτησης της ιδιότητας του εκτοπισθέντος.

 

Από την απόφαση της ΥΜΑΠΕ, εναντίον της οποίας ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή, προκύπτει πράγματι ότι αυτός δεν κρίθηκε δικαιούχος σύμφωνα με την Παράγραφο Δ2 του Παραρτήματος Β1.  Από την προσβαλλόμενη, όμως, απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών προκύπτει ότι ο αιτητής δεν κρίθηκε ως δικαιούχος σύμφωνα με την Παράγραφο Δ1 του Παραρτήματος Β1.  Προκύπτει, δηλαδή, πρόδηλη πραγματική και νομική πλάνη του Υπουργού, ο οποίος εσφαλμένα εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή στη βάση άλλου κριτηρίου από αυτό που η ΥΜΑΠΕ είχε αξιολογήσει και έτσι πεπλανημένα θεώρησε ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή χορηγίας για αυτοστέγαση στο ιδιόκτητο οικόπεδο στην Παραμύθα μετά την παρέλευση των δύο ετών από την ημερομηνία που στεγάστηκε στην εν λόγω οικιστική μονάδα.

 

Συνεπεία της εν λόγω πλάνης, ο βασικός ισχυρισμός του αιτητή, βάσει και των κριθέντων από το ΕΔΑΔ στη Βρούντου, περί διαφορετικής και ως εκ τούτου άνισης και αντισυνταγματικής μεταχείρισης λόγω φύλου μίας ομάδας εκ μητρογονίας προσφύγων λόγω αδύνατης, εκ των πραγμάτων, εφαρμογής της Παραγράφου Δ2 του Παραρτήματος Β1 των σχετικών κριτηρίων, δεν αξιολογήθηκε από τον Υπουργό στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του για εξέταση των ιεραρχικών προσφυγών εναντίον των αποφάσεων της Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας.

 

Υπενθυμίζεται ότι η ιεραρχική προσφυγή δεν έχει την έννοια της έφεσης και δεν αποσκοπεί στην αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου διοικητικού οργάνου με αναφορά στην βασιμότητα της συλλογιστικής που υποστηρίζει την απόφαση του, αλλά έχει την έννοια της επανεξέτασης της απόφασης από ένα δεύτερο όργανο ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα διόρθωσης τυχόν λαθών ή κατάχρησης εξουσίας από το πρώτο διοικητικό όργανο, (Tsouloftas v Republic (1983) 3 C.L.R. 426, Παπαδόπουλος κ.ά. ν Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση 163/2011, ημερ. 27.09.2017). 

 

Όπως επεξηγεί ο Νίκος Χρ. Χαραλάμπους, με παραπομπή σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

 

«Η φύση και η έκταση της αρμοδιότητας του οργάνου που εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή εξαρτάται από τις συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου που προβλέπει την ιεραρχική προσφυγή. Κατά κανόνα, η ιεραρχική προσφυγή έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα και το όργανο που εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή υπεισέρχεται στη θέση του οργάνου που εξέδωσε την πράξη και ασκεί τόσο έλεγχο νομιμότητας όσο και έλεγχο ουσίας. Τέτοια είναι η εξουσία της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών. Στις περιπτώσεις αυτές, η εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής δεν λειτουργεί ως έφεση αλλά ως νέα διερεύνηση όλων των δεδομένων από το ιεραρχικά ανώτερο όργανο, ώστε να εξεταστούν όλα εξ υπαρχής, να διορθωθούν τα οποία λάθη ή παραλείψεις έγιναν ενδεχομένως από το διοικητικό όργανο και να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα. Με άλλα λόγια η ιεραρχική προσφυγή δεν αποτελεί δικαστική διαδικασία και δεν αποσκοπεί στην εξέταση της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου οργάνου, αλλά στη δημιουργία ενός δεύτερου σκέλους στη διαδικασία λήψης της απόφασης, που αποβλέπει στην εξάλειψη τυχόν λαθών από το κατώτερο όργανο. Ως εκ τούτου, το όργανο που εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή δεν περιορίζεται στην αναθεώρηση των λόγων της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά εξετάζει την υπόθεση εξ υπαρχής και έχει την ίδια πρωτογενή αρμοδιότητα με το όργανο που την εξέδωσε. Μπορεί να διενεργήσει δική του έρευνα, να διευρύνει το πλαίσιο της έρευνας που διεξήγαγε το πρώτο όργανο, να ακούσει το ίδιο τους ενδιαφερόμενους και, εφόσον το επιτρέπει ο νόμος, όπως στην περίπτωση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, να λάβει υπόψη του και γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης

 

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω πλάνη και έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.700, πλέον ΦΠΑ.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο