ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

(Υπόθεση Αρ. 1206/2021)

 

 4 Ιουνίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                          Α. Γ.                                                                                                    Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.1.2024

     ΓΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

 

Α. Τερέντης, μαζί με Σ. Τσαχίδου (κα), για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Θ. Παναγή (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Δια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγής, η αιτήτρια ζητεί-

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 06/08/2021 είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια την 09/08/2021 και δια της οποίας η επιτροπή του υπουργείου παιδείας ή το ΥΠΠΑΝ αποφάνθηκε σχετικά με την αίτηση της αιτήτριας για απόσπαση/μετακίνηση πλήρωσης θέσης φιλολόγου στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξέλλες ΙΙΙ τα ακόλουθα: ότι η διαδικασία πλήρωσης της υπό αναφορά θέσης έχει ολοκληρωθεί και η αίτηση της δεν ήταν επιτυχής.».

 

Εκκρεμούσης της προσφυγής, και αφού είχε καταχωρηθεί ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και η γραπτή αγόρευση τόσο της αιτήτριας όσο και των καθ’ ων η αίτηση, η πλευρά της αιτήτριας καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, ημερομηνίας 19.1.2024, με την οποία ζητείται-

 

«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάζεται η τροποποίηση της αιτούμενης θεραπείας της προσφυγής και συγκεκριμένα με διόρθωση και την προσθήκη στην αιτούμενη θεραπεία στην δεύτερη γραμμή μεταξύ των δύο λέξεων [«αποτελέσματος», «η οποία»] της προσθήκης της ακόλουθης φράσης:

«όσον αφορά την επιλογή της κ. Α. Α. αντί της αιτήτριας»».

 

Προηγουμένως, στις 3.6.2022, καταχωρήθηκε από τους δικηγόρους της ως αμέσως πιο πάνω επιλεγείσας, κας Α., σημείωμα εμφάνισης στη διαδικασία, δια του οποίου εδίδετο ειδοποίηση ότι «το Ενδιαφερόμενο Μέρος Α. Α. [«το Ε.Μ.»] προτίθεται να εμφανιστεί κατά την ως άνω διαδικασία». Μάλιστα, στη συνέχεια, στις 5.1.2023, το Ε.Μ. καταχώρησε ένσταση, δια της οποίας προέβαλε, εν είδει προδικαστικού ισχυρισμού, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω αλυσιτέλειας και/ή έλλειψης ενεστώτος εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να προσβάλει την προσβαλλόμενη πράξη και/ή να προωθεί την παρούσα προσφυγή, «καθότι η αιτήτρια δεν διεκδικεί ακύρωση της επίδικης απόσπασης για επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους αντί και/ή στη θέση της ιδίας». Ειδικότερα, κατά τον σχετικό ισχυρισμό, από το λεκτικό της αιτούμενης θεραπείας της προσφυγής και/ή από την προσβαλλόμενη πράξη, ως αυτή καθορίζεται από το αιτητικό της προσφυγής και περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 6.8.2021, δεν προκύπτει ότι η αιτήτρια διεκδικεί την επίδικη απόσπαση αντί του Ε.Μ., αλλά στρέφεται μόνον κατά της απόρριψης της δικής της αίτησης.

 

Επί της υπό κρίση αίτησης τροποποίησης, οι καθ’ ων η αίτηση δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 13.3.2024, ότι δεν θα έφεραν ένσταση. Ωστόσο, ένσταση κατά της αιτούμενης τροποποίησης ήγειρε το Ε.Μ., που ισχυρίζεται ότι η αίτηση είναι πραγματικά και νομικά αβάσιμη, δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και  η αιτήτρια δεν υπέδειξε κανέναν λόγο και/ή αιτία που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης. Τονίζει ιδιαίτερα η πλευρά του Ε.Μ. ότι δια της σκοπούμενης τροποποίησης, επιδιώκεται η εισαγωγή μιας εντελώς νέας και ανεξάρτητης θεραπείας και όχι η διόρθωση λάθους ή αβλεψίας. Ειδικότερα, κατά το σχετικό ισχυρισμό, η αιτήτρια ουσιαστικά επιδιώκει δύο και πλέον χρόνια μετά την καταχώρηση της προσφυγής, δεκαέξι (16) μήνες μετά την καταχώρηση της ένστασης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, ένα (1) έτος από την καταχώρηση της ένστασης εκ μέρους του Ε.Μ., οκτώ (8) μήνες μετά από την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας και μετά την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση, να τροποποιήσει το υφιστάμενο σημείο (A) του αιτητικού της αίτησης ακυρώσεως, κατά τρόπο που αντίκειται στην πάγια επί του θέματος νομολογία και προκαλεί εκτροχιασμό της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά διαδικαστικά πλαίσια εξέτασης των προσφυγών από το Δικαστήριο και τα χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης.

 

Υποβάλλει επίσης η πλευρά του Ε.Μ. ότι, με την υπό κρίση αίτηση, επιχειρείται η καταστρατήγηση της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών που καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος και επιχειρείται η εκπρόθεσμη καταχώρηση νέας αίτησης ακυρώσεως και η εισαγωγή νέας αιτούμενης θεραπείας, μέσω της οποίας η αιτήτρια επιδιώκει τη διεκδίκηση της επίδικης απόσπασης. Εγείρεται, συναφώς, ο ισχυρισμός ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να επιδιώκει την αιτούμενη τροποποίηση, «εφόσον δεν έχει προωθήσει τέτοιο συμφέρον της ιδίας με το υφιστάμενο σημείο (A) του Αιτητικού της Αίτησης Ακυρώσεως, παρά μόνο ζητούσε την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση με την οποία την ενημέρωναν ότι η διαδικασία πλήρωσης της θέσης Φιλολόγου στο Ευρωπαϊκό Σχολείο «Βρυξέλλες ΙΙΙ» είχε ολοκληρωθεί και η αίτησή της δεν ήταν επιτυχής». Ειδικότερα, από το υφιστάμενο λεκτικό της αιτούμενης θεραπείας της προσφυγής, δεν προκύπτει ότι η αιτήτρια διεκδικεί την επίδικη απόσπαση αντί και/ή στη θέση του Ε.Μ. Τονίζεται, τέλος, από το Ε.Μ. ότι η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατά παράβαση της πάγιας επί του θέματος νομολογίας.

 

Την ένσταση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κας Η. Νικολαΐδου,  δικηγόρου συνεργαζόμενης με τους δικηγόρους του Ε.Μ., η οποία, αφού δηλώνει ότι γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης από προσωπική γνώση και χειρισμό και από έγγραφα που έχει στη κατοχή της, λόγω της θέσης της και από πληροφορίες που συγκέντρωσε, αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου και ισχυρίζεται εν πολλοίς όσα έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω ως προς τους λόγους ένστασης.

 

Από την άλλη, την υπό κρίση αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της ίδιας της αιτήτριας, η οποία, ως λέγει, γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης και έχει λάβει νομική συμβουλή για τα νομικά ζητήματα. Τονίζει ιδιαίτερα η ενόρκως δηλούσα ότι η μη συμπερίληψη στην υφιστάμενη αιτούμενη θεραπεία της φράσης «όσον αφορά την επιλογή της κ. Α. Α. αντί της αιτήτριας», ήταν «μικρή παράλειψη», γιατί είχε την εντύπωση ότι αυτή η φράση συμπεριλαμβανόταν στη φράση «στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος», δηλαδή του αποτελέσματος της επιλογής του Ε.Μ. αντί αυτής. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ομνύουσα, η αίτησή της γίνεται καλόπιστα και δεν θα επέλθει οποιοσδήποτε επηρεασμός στο Ε.Μ. ή και στη διαδικασία με την αιτούμενη τροποποίηση, είναι δε η ίδια η αιτήτρια που επηρεάζεται από τυχόν καθυστέρηση. Για να υπάρξει δε πλήρης απονομή της δικαιοσύνης, θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Τα ίδια εν πολλοίς αναπτύσσονται και στις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων, οι οποίοι με αναφορές σε νομολογία υποστηρικτική των θέσεων τους, επιχειρηματολογούν είτε υπέρ είτε κατά της έγκρισης της αίτησης.

 

Στη γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος για την αιτήτρια επιχειρηματολογεί υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος και τονίζει ότι η τροποποίηση είναι αναγκαία για να διορθωθεί το λάθος και/ή η αβλεψία της αιτήτριας στην διατύπωση του αιτητικού της προσφυγής της, να προσδιορίσει ότι η πράξη που προσβάλλει είναι η επιλογή του E.M. αντί της ίδιας. Η μη συμπερίληψη στο αιτητικό της προσφυγής της φράσης «όσον αφορά την επιλογή της κ. Α. Α. αντί της αιτήτριας», ήταν μικρή παράλειψη και/ή αβλεψία, ενώ σχεδόν από όλο το περιεχόμενο της προσφυγής, πέραν του αιτητικού, προκύπτει το  «συγκριτικό στοιχείο», καθώς και ότι η προσφυγή στρέφεται κατά της επιλογής του Ε.Μ. αντί της αιτήτριας. Εν πάση δε περιπτώσει, συνεχίζει ο κ. Τερέντης, ο χρόνος καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης κρίνεται εύλογος και δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημία στους καθ’ ων η αίτηση από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Ούτε και υφίσταται ζήτημα εκτροχιασμού της δίκης από το υφιστάμενο πλαίσιο αυτής. Συνακόλουθα, καταλήγει ο συνήγορος της αιτήτριας, είναι δίκαιο και εύλογο όπως εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα τροποποίησης της προσφυγής.

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για το Ε.Μ. τονίζει ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, καθότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση διατάγματος τροποποίησης της προσφυγής. H δε έγκριση της αίτησης θα οδηγήσει σε εκτροχιασμό της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και στην εισαγωγή μιας εντελώς νέας και ανεξάρτητης θεραπείας, διαφορετικής από αυτήν που έχει ήδη δικογραφηθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας. Περαιτέρω, η φύση της θεραπείας που προτείνεται να προστεθεί, δεν δικαιολογεί την έγκριση του αιτήματος που υποβάλλεται, αφού θα οδηγήσει σε καταστρατήγηση της υπό του Συντάγματος προβλεπόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών.

 

Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις και τους ισχυρισμούς που προβάλλονται, τόσο εκ μέρους της αιτήτριας, όσο και εκ μέρους του Ε.Μ. ως προς τη βασιμότητα της υπό κρίση αίτησης, υπό το φως βεβαίως των πάγιων και διαχρονικών νομολογιακών αρχών που διέπουν την εξέταση αιτήσεων ως η υπό κρίση.

 

Η νομιμοποιητική βάση για την εισαγωγή και έγκριση τροποποιήσεων σε αιτήσεις ακυρώσεως δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, όπως αναγνωρίζει και η ημεδαπή νομολογία (βλ. Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργείου Οικονομικών κ.α., Υποθ. Αρ. 1019/09, ημερ. 22.6.2010), παρέχεται από τον Κανονισμό 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος εφαρμόζεται στην παρούσα δυνάμει του Κανονισμού 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015. Σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει τέτοιες οδηγίες και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, όπως απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Βεβαίως, ναι μεν νομολογιακά γίνεται αποδεκτή η εφαρμογή ελαστικότερων κριτηρίων στην αναθεωρητική δικαιοδοσία για έγκριση αιτημάτων τροποποίησης της αίτησης ακυρώσεως, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ανυπαρξία στη διοικητική διαδικασία δικονομικών κανόνων, οι οποίοι να διέπουν την ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου διαδικασία, μέχρι και την τελική απόφαση (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 A.A.Δ. 289, The Learning Center (TLC) Peyia Ltd, Υποθ. Αρ. 47/2019, ημερ. 19.4.2021). Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Χλόη Ιωαννίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 4Γ Α.Α.Δ. 1471, ημερ. 20.6.1997, δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένη η θετική άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση αίτησης ως η υπό κρίση και «το στοιχείο της φύσης του νομικού σημείου που προτείνεται να προστεθεί, σε συνδυασμό προς το σύνολο των υπολοίπων περιστατικών, όπως είναι το στάδιο στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, ο λόγος γι' αυτό, αλλά και οι συνέπειες που θα φέρει η εισαγωγή του στην πορεία της διαδικασίας, είναι παράγοντες σχετικοί».

 

Στην Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου Υποθ. Αρ. 1125/2010, ημερ. 22.7.2011, λέχθηκε ότι, κατά κανόνα επιτρέπεται η τροποποίηση, εφόσον δεν προκαλείται με την έγκρισή της ανεπανόρθωτη ζημιά στη θέση της άλλης πλευράς, αλλά και εκτροχιασμός της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η τροποποίηση δεν επιτρέπεται όταν επιζητείται να εισαχθούν εντελώς νέοι λόγοι ακύρωσης (βλ. Δήμος Λεμεσού ν. Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως-Αρχή Ισότητας, Υποθ. Αρ. 780/2010, ημερ. 27.9.2012, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Στυλιανίδης ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1271/2017, ημερ. 23.9.2022 και Hermes Airports Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Υποθ. Αρ. 921/2014 ημερ. 21.9.2018).

 

Έχοντας θέσει το πιο πάνω πλαίσιο, επισημαίνω τα εξής:

 

Εν πρώτοις, δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω ότι στην υπό κρίση περίπτωση, πράγματι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε με καθυστέρηση, σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. Υπενθυμίζεται ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 14.10.2021 και στη συνέχεια, αφού είχαν καταχωρηθεί οι ενστάσεις των καθ’ ων η αίτηση και του Ε.Μ., αλλά και  η γραπτή αγόρευση τόσο της αιτήτριας όσο και των καθ’ ων η αίτηση, η πλευρά της αιτήτριας, καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση στις 19.1.2024, με την οποία ζητείται η τροποποίηση της προσφυγής, δια της ρητής συμπερίληψης στο αιτητικό αυτής και/ή στην αιτούμενη θεραπεία, του Ε.Μ. ως επιλεγείσας αντί της αιτήτριας, αναφορά και/ή λεκτικό που είχε παραληφθεί και/ή δεν περιλήφθηκε στο αρχικό αιτητικό της αίτησης ακυρώσεως.

 

Εν προκειμένω, πέραν του ότι το αίτημα για τροποποίηση όντως υποβάλλεται σε προχωρημένο στάδιο της υπόθεσης, διαπιστώνω επίσης ότι, δια της αιτούμενης τροποποίησης, μεταβάλλεται ουσιωδώς η αιτούμενη θεραπεία, δεδομένου ότι αμφισβητείται πλέον ρητά η επιλογή του Ε.Μ. για την επίδικη θέση, η οποία έλαβε χώρα δι’ αποφάσεως της ΕΕΥ ημερομηνίας 13.8.2021, ενώ με την αρχική αιτούμενη θεραπεία, η αιτήτρια βάλλει κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 6.8.2021, με την οποία κρίθηκε ότι η αίτησή της αναφορικά με τη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, δεν ήταν επιτυχής. Πέραν του ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές, ανεξάρτητες και αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι δια της αιτούμενης τροποποίησης, η αιτήτρια επιθυμεί να καταστήσει σαφές ότι δεν στρέφεται μόνον κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησής της, αλλά και κατά της απόφασης επιλογής του Ε.Μ.. Ωστόσο, ως έχει ήδη λεχθεί, το Ε.Μ., δια του δικογράφου της ενστάσεως του, προβάλλει προδικαστικώς ότι απαράδεκτα και άνευ εννόμου συμφέροντος επιδιώκεται δια της υπό εξέταση αίτησης, η εισαγωγή μιας εντελώς νέας και ανεξάρτητης θεραπείας, μέσω της οποίας η αιτήτρια επιδιώκει ουσιαστικά τη διεκδίκηση της επίδικης απόσπασης, κατά τρόπο που καταστρατηγείται η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών που καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Είναι πρόδηλο ότι το ζήτημα που εγείρεται με την αμέσως πιο πάνω προδικαστική ένσταση του Ε.Μ., συνδέεται άρρηκτα με το εδώ εξεταζόμενο, ήτοι αυτό της αιτούμενης τροποποίησης και αφορά ευθέως στο ερώτημα κατά πόσον, πράγματι, με το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, η αιτήτρια βάλλει και κατά της επιλογής του Ε.Μ. αντί και/ή στη θέση της ιδίας. Ωστόσο, το ερώτημα αυτό θα αποφασιστεί στο πλαίσιο εξέτασης της κυρίως αίτησης, δεδομένης και της συμπερίληψης  σχετικής προδικαστικής ένστασης στο δικόγραφο της ένστασης του Ε.Μ..  Όχι όμως στο παρόν στάδιο, όπως και θα εγένετο σε περίπτωση αποδοχής της υπό κρίση αίτησης. Πράγματι, τυχόν αποδοχή της αίτησης τροποποίησης, θα απέληγε ουσιαστικά στο να προαποφασιστεί από το παρόν στάδιο, η προδικαστική ένσταση του Ε.Μ., εις βάρος του Ε.Μ., κάτι βεβαίως που, υπό το φως των προεκτεθεισών κατευθυντήριων της νομολογίας, είναι ανεπίτρεπτο, δεδομένου ότι έτσι θα επέρχετο δυσμενής επηρεασμός των συμφερόντων του Ε.Μ.. Αντίθετα, δεν θα επέλθει οποιαδήποτε ζημία και/ή βλάβη στην πλευρά της αιτήτριας από την απόρριψη της παρούσας αίτησης εφόσον, δεδομένης της προδικαστικής ένστασης, το υπό συζήτηση ζήτημα παραμένει ανοικτό και θα τύχει εξέτασης κατά το στάδιο εξέτασης της κυρίως αίτησης, στη βάση όλων των δεδομένων της υπόθεσης και υπό το φως της σχετικής νομολογίας.

 

Επιπρόσθετα, στη διαμόρφωση της τελικής μου κρίσης έλαβα υπόψη και το αδικαιολόγητα αργοπορημένο στάδιο υποβολής της υπό εξέταση αίτησης. Συναφώς, θα πρέπει να πω ότι δεν έχω πεισθεί για τους λόγους που η αίτηση υποβλήθηκε καθυστερημένα, σε αυτό το στάδιο, ήτοι δυο χρόνια και τρεις μήνες μετά την καταχώρηση της προσφυγής, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ήταν εξ’ αρχής γνωστό στην αιτήτρια και το ότι η αίτησή της για την επίδικη θέση είχε απορριφθεί, αλλά και το ότι είχε επιλεχθεί για την εν λόγω θέση το Ε.Μ.. Σύμφωνα με τη νομολογία, το αναμενόμενο αποδεικτικό βάρος αιτιολόγησης της αίτησης, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση και όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση που παρατηρείται, τόσο αυξάνεται το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής (Φοινιώτης v. Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33). Θα μπορούσε δε η αιτήτρια να περιλάβει εξ’ αρχής στο αιτητικό της αίτησης ακυρώσεως το λεκτικό που τώρα επιθυμεί να προσθέσει (PHILIPS COLLEGE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1688/2007, ημερ. 20.12.2012). Είναι αρκετό στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω ότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομολογία, κατά την εξέταση αιτήσεων ως η υπό κρίση, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, πέραν του στοιχείου της φύσης της θεραπείας που ζητείται να προστεθεί, το χρονικό σημείο που υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση, αλλά και το λόγο για αυτό (Χλόη Ιωαννίδου, ανωτέρω). Σημειώνεται ότι στη Δήμος Λεμεσού, ανωτέρω, η καταχώρηση αίτησης τροποποίησης «δυο ολόκληρα χρόνια μετά την καταχώρηση της προσφυγής», σε συνάρτηση με την αδικαιολόγητη καθυστέρηση προς τούτο, αλλά και την ανεπάρκεια στην ετοιμασία της αίτησης ακυρώσεως, θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ως επαρκείς παράγοντες για την απόρριψη της αίτησης τροποποίησης. Παρομοίως, στην Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 897/2019, ημερ. 23.9.2021, το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η καταχώρηση αίτησης τροποποίησης 17 μήνες μετά από την έγερση της προσφυγής, έγινε με υπέρμετρη καθυστέρηση (βλ. και Hermes Airports Ltd, ανωτέρω).

 

Συνεπώς, και γι’ αυτό το λόγο η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί. Διαφορετική προσέγγιση, δεν θα ήταν ούτε προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης αλλ’ ούτε και των ιδίων των διαδίκων.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται €700 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους και εναντίον της αιτήτριας.

 

Η προσφυγή ορίζεται για προγραμματισμό στις 5.7.2024 και ώρα 9.00 π.μ..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο