ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1348/2018

                                             

       12 Ιουνίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με τo Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

R.R., από τη Συρία και τώρα στη Λεμεσό

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπουργού Εσωτερικών

Καθ' ων η Αίτηση

.........

 

Νικολέττα Χαραλαμπίδου για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή

Αθανασία Α. Αχιλλέως, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής γεννήθηκε στη Συρία και είναι Σύριος υπήκοος. Στις 05.07.2008 αφίχθη στη Δημοκρατία κατέχοντας άδεια εργασίας. Στις 28.07.2018, o Αιτητής υπέβαλε αίτηση για προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας, η οποία του χορηγήθηκε, μέχρι τις 06.02.2009, και έκτοτε ανανέωνε την παραμονή του διαδοχικά μέχρι τις 05.07.2012, η οποία έφερε την ένδειξη τελική μη ανανεώσιμη για το λόγο ότι συμπλήρωσε τα 4 χρόνια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία.

 

Στις 12.06.2012, εξασφάλισε έγκριση από το Υπουργείο Εσωτερικών για να παραμείνει ως επισκέπτης φιλοξενούμενος του αδερφού του, ο οποίος είναι νυμφευμένος με Κύπρια πολίτη λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στη Συρία.

 

Στις 05.07.2012, o Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραμονή ως επισκέπτης και του εκδόθηκε άδεια μέχρι τις 30.11.2012. Στις 06.12.2012, και αφού εξασφάλισε εκ νέου έγκριση από το Υπουργείο Εσωτερικών αιτήθηκε για ανανέωση της άδεια παραμονής του ως επισκέπτης, και του δόθηκε η σχετική άδεια  μέχρι τις 30.05.2013. Ακολούθως, συνέχισε να ανανεώνει τη παραμονή του στη Δημοκρατία ως επισκέπτης φιλοξενούμενος, λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στη Συρία. Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο (ερ. 107, ερ. 231, ερ. 259, μεταξύ άλλων) κατά τη παραμονή του ως επισκέπτης ήταν οικονομικά εξαρτώμενος από τον αδερφό του.

 

Στις 12.10.2016, υπέβαλε αίτηση Μ127 για απόκτηση της Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Η αίτηση του Αιτητή για πολιτογράφηση εξετάστηκε και στις 26.06.2018, κοινοποιήθηκε, με επιστολή στον Αιτητή η απόφαση για απόρριψη της αίτησής του, απόφαση, η οποία είναι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή.

 

Δια της ευπαίδευτης συνηγόρου του ο Αιτητής εγείρει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εξεδόθη από αναρμόδιο όργανο, ότι είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τον νόμο καθώς και ότι παραβιάζει την Αρχή της Καλής Πίστης και τα Άρθρα 8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στον αντίποδα, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση διά της αγόρευσής της απορρίπτει τις θέσεις του Αιτητή υποστηρίζοντας πλήρως τη νομιμότητας της διοικητικής κρίσης.

 

Ξεκινώντας από τον προτασσόμενο ως πρώτο λόγο ακύρωσης ο οποίος αφορά την αναρμοδιότητα με παραπομπή στα ερυθρά 101-96 του διοικητικού φακέλου A08-03686(Vol.ll) (Τεκμήριο 2 σε διαδικασία), ο Αιτητής υποστηρίζει ότι το μόνο που υπάρχει αναφορικά με τη λήψη της απόφασης είναι απλώς κάποιες υπογραφές, οι οποίες δεν φαίνεται σε ποιον ανήκουν, ποια είναι τα καθήκοντα των λειτουργών και ποιος έλαβε την απόφαση για την απόρριψη.

 

Ως διαπιστώνω, στα εν λόγω ερυθρά 101-96 του διοικητικού φακέλου, στα οποία παραπέμπει ο Αιτητής, βρίσκεται η Έκθεση/Εισήγηση ημερ. 18.12.2017 (εφεξής η «Έκθεση»), η οποία αναφέρει ότι ετοιμάστηκε από τη λειτουργό εξέτασης και απευθύνεται στον Υπουργό Εσωτερικών από την λειτουργό ελέγχου του Υπουργείου Εσωτερικών στις 11.01.2018, η οποία και έλεγξε την έκθεση πριν την υποβολή της στον Υπουργό. Στο ερυθρό 96 φαίνεται το ονοματεπώνυμο της λειτουργού εξέτασης και η θέση «Γραμματειακού Λειτουργού» στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, την οποία κατέχει καθώς επίσης και το ονοματεπώνυμο της Λειτουργού Ελέγχου. Άνωθεν στο ερ. 101, δηλαδή στην πρώτη σελίδα της Έκθεσης υπάρχει η καταγραφή «Απόρριψη» και η υπογραφή δίπλα από αυτή.

 

 

Στην απόφασή μου στην Πρ. Αρ. 1260/2019 Μ.Β ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α ημερ. 08.02.2024, με παραπομπή σε σχετική νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου[1], απέρριψα αντίστοιχους ισχυρισμούς της εκεί αιτήτριας. Θεωρώ ότι ισχύουν τα ίδια και στην υπό κρίση περίπτωση. Η μονολεκτική αντίστοιχα απόρριψη ή έγκριση της εισήγησης των λειτουργών μέσω της υπογραφής του Υπουργού, ήταν επαρκής απόδειξη ότι ο Υπουργός, ως αρμόδιο όργανο, εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη απόρριψης αιτήματος πολιτογράφησης.

 

Θεωρώ, στη βάση του τεκμηρίου κανονικότητάς ότι, ο αρμόδιος, βάσει του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμου του 2002 (ο Νόμος), Υπουργός εξέδωσε την απόφαση κατόπιν της υιοθέτησης της εισήγησης, η οποία περιέχεται στην Έκθεση αυτή, η δε όλη παρεμβολή των υπηρεσιακών, ήταν προς υποβοήθηση του έργου του Υπουργού, ο οποίος όμως είναι αυτός τελικώς που άσκησε την αρμοδιότητά του προς τελική λήψη απόφασης.

 

Σχετικά με τα εδώ επίδικα και λίαν καθοδηγητικά είναι όσα λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο (Εντ. Δ. Ναθαναήλ) στην Υποθ. Αρ. 6447/2013 Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30.09.2015, στην οποία παραπέμπομαι από τους Καθ’ ων η αίτηση όπου αναφέρθηκε (υπογράμμιση και έμφαση του Δικαστηρίου):

 

«Ένα Υπουργείο, ως εκτελεστικό όργανο, ενεργεί ασφαλώς διά των λειτουργών που υπηρετούν εκεί, οι οποίοι και μεταφέρουν προς τα έξω και γνωστοποιούν τη βούληση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, που στην περίπτωση του άρθρου 7Α, είναι ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος και επιλαμβάνεται της ιεραρχικής προσφυγής που τίθεται ενώπιον του.

 

Μετέπειτα, η έκθεση που ετοίμασε με το Παράρτημα 24 η κα Δ. Μαύρου, τέθηκε αρμοδίως ενώπιον του Υπουργού προς απόφαση, μέσω του ιεραρχικά προϊστάμενου της του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου.  Ουδέν βέβαια μεμπτόν επ΄αυτού.  Και όχι μόνο αυτό, αλλά η έκθεση απευθύνθηκε και μέσω του Π.Δ.Λ., ο οποίος συμφώνησε με την εισήγηση για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, όπως συμφώνησε ωσαύτως και ο Γενικός Διευθυντής.  Ο Υπουργός έθεσε τη δική του συμφωνία με την απλή λέξη «Συμφωνώ», μονογράφοντας και θέτοντας έναντι της μονογραφής του, την ημερομηνία 14.10.2013.

 

Με τη συμφωνία του Υπουργού, τεκμαίρεται κατά την αρχή δικαίου, ότι ο Υπουργός συμφώνησε προς όλα που τέθηκαν ενώπιον του υπό τύπο λεπτομερούς έκθεσης, ενεργώντας όχι ως να εξέταζε έφεση, αλλά επαναδιερευνώντας το σύνολο των γεγονότων ως πρόσθετη διοικητική αρχή, (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426, Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής  Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817 και 1. Yavorov Solachki κ.ά. - ανωτέρω -).  Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης.  Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση.  Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, υπόθ. αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014), ECLI:CY:AD:2014:D151.

 

Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.  Όπως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας.  Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576).  Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ΄ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009)».

 

Περαιτέρω βέβαια και ανεξάρτητα των όσων ανέφερα πιο πάνω, ως εξηγείται και στην αγόρευση των Καθ΄ ων η αίτηση με παραπομπή σε σχετικά έγγραφα των φακέλων αρ. 6.11.4.412 και αρ. 6.11.023.0114 του Υπουργείου Εσωτερικών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, το Υπουργείο Εσωτερικών λόγω προβλημάτων στη διαχείριση και διεκπεραίωση διαφόρων αιτήσεων της αρμοδιότητάς του, ετοίμασε Σχέδιο Δράσης για τη Διεκπεραίωση της Συσσωρευμένης Εργασίας στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής το «Σχέδιο»), το οποίο περιλάμβανε διοικητικές και οργανωτικές ρυθμίσεις και καθορισμό του αριθμού των υποθέσεων που θα διεκπεραιώνονται κατά τις εργάσιμες ώρες όσο και των υποθέσεων που θα πρέπει να διεκπεραιωθούν σε υπερωριακή βάση, καθορισμό των κριτηρίων για τις οποίες θα επιτρέπεται η επίσπευση υποθέσεων κτλ.

 

Στο Παράρτημα του Σημειώματος προς τον Υπουργό Εσωτερικών με θέμα: «Σχέδιο Δράσης για τη Διεκπεραίωση της Συσσωρευμένης Εργασίας στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης», το περιεχόμενο του οποίου εγκρίθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών καταγράφονται τα καθήκοντα τόσο της συγκεκριμένης Λειτουργού ελέγχου, η οποία χειρίστηκε την υπόθεση του Αιτητή, ανάμεσα στα οποία (Παράρτημα Ι), ήταν και ο έλεγχος και υποβολή των Εκθέσεων/Εισηγήσεων στον Υπουργό Εσωτερικών για λήψη απόφασης. Περαιτέρω, στο Παράρτημα ΙΙ του Σημειώματος όπου φαίνονται οι αιτήσεις για υπερωριακή απασχόληση (Μ127) που υπεβλήθησαν από το Επιστημονικό και Γραμματειακό Προσωπικό για συμμετοχή στο Σχέδιο, στο δεύτερο πίνακα όπου αφορά το Γραμματειακό Προσωπικό, αναγράφεται το όνομα της λειτουργού εξέτασης της αίτησης του Αιτητή.

 

Επιπρόσθετα στο Σημείωμα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αναφέρονται οι διοικητικές και οργανωτικές ρυθμίσεις που αποφασίστηκαν από τον Υπουργό Εσωτερικών για την υλοποίηση του Σχεδίου, στην παράγραφο 2(δ) του οποίου γίνεται ρητή αναφορά στην εν λόγω Λειτουργό Ελέγχου, καθώς και στην παράγραφο 2 (ζ) και το Παράρτημα Ι το οποίο είναι ίδιο με το Παράρτημα Ι του Σημειώματος προς τον Υπουργό Εσωτερικών. Τέλος, σε Ενημερωτικό Σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερ.21.03.2018 με θέμα: «Εφαρμογή Σχεδίου Δράσης για τη διεκπεραίωση συσσωρευμένης εργασίας στο ΤΑΠΜ αναφορικά με τις αιτήσεις για πολιτογράφηση» με το οποίο δίδεται, μεταξύ άλλων, η έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών για συνέχιση του ρηθέντος Σχεδίου.

 

Τα ανωτέρω έγγραφα, επίσης υποστηρίζουν ότι η όλη εργασία έγινε στα πλαίσια της διοικητικής λειτουργίας και οργάνωσης του Υπουργείου και ότι η παρεμβολή των υπηρεσιακών/λειτουργών, ήταν όχι για σκοπούς λήψης της τελικής απόφασης αλλά αμιγώς υποστηρικτικός στο έργο του αρμοδίου Υπουργού, ο οποίος και έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η εν λόγω παρεμβολή είναι όχι απλά νόμιμη [σχετικό είναι το άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(Ι)/1999), ως έχει τροποποιηθεί] αλλά και αναγκαία για σκοπούς διεκπεραίωσης του βεβαρυμμένου έργου ενός διοικητικού οργάνου, ως το συγκεκριμένο.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί αναρμοδιότητας του εκδόντος την προσβαλλόμενη πράξη οργάνου ή αποχής στην άσκηση της αρμοδιότητας του αρμοδίου οργάνου απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και ότι είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και πλάνης περί τον νόμο. Εδράζει την αντίληψή του αυτή σε επιμέρους στοιχεία της αίτησής του σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όλα τα οποία, κατά την εισήγηση, έπρεπε να είχαν οδηγήσει σε θετική έκβαση της αίτησης του.

 

Θέτει εν προκειμένω ότι οι Καθ ων η αίτηση στηρίχθηκαν κακόπιστα στο γεγονός της οικονομικής του εξάρτησης από τον αδερφό του λόγω ότι δεν εργάζεται στη Δημοκρατία (κάτι που ως εξηγεί, δεν μπορούσε να πράξει εφόσον είχε ολοκληρώσει τα επιτρεπόμενα 4 έτη παραμονής για σκοπούς εργασίας) ενώ δεν έλαβαν υπόψη τους ισχυρούς δεσμούς του με την οικογένειά και φίλους του στη Δημοκρατία καθώς και την κατανόηση ελληνικής γλώσσας και τις ορθές απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του έγιναν. Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή θέτει περαιτέρω ότι κατά πλάνη περί τον Νόμο και δη το άρθρο 111 αυτού, η διοίκηση απέρριψε την αίτηση του με την αιτιολογία ότι η Δημοκρατία δεν έχει όφελος από την πολιτογράφησή ούτε εξυπηρετείται καθ’ οιανδήποτε τρόπο το δημόσιο συμφέρον.

 

Έχοντας μελετήσει τους εκατέρωθεν, εν προκειμένω, ισχυρισμούς και ως και οι ευπαίδευτες συνήγοροι αναγνωρίζουν, είναι καλά θεμελιωμένη Νομολογία του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου ότι η παραχώρηση πολιτογράφησης εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, η δε υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή λήφθηκαν χωρίς τη δέουσα έρευνα. [Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2008 Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66].

 

Ανατρέχοντας στο Έντυπο Προσωπικής Συνέντευξης που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα 8 της Ένστασης (ερ. 95-88 Τεκμηρίου 2), το οποίο ο Αιτητής υπέγραψε στις 13.12.2017 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι:

 

Ο Αιτητής αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 05.07.2008 με πρώτο καθεστώς διαμονής να εργαστεί ως επιπλοποιός τα δε επόμενα καθεστώτα διαμονής του ήταν «Επισκέπτης». Διαμένει στο σπίτι του αδελφού του, ο οποίος κατέστη Κύπριος πολίτης λόγω γάμου του με Κύπρια, o ίδιος είναι άγαμος και άτεκνος, γνωρίζει «λίγο ελληνικά», οι καθημερινές οικογενειακές του σχέσεις είναι «Σπίτι, lnternet». Σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση αναφέρει ότι δεν εργάζεται και ότι διαμένει στη Δημοκρατία ως επισκέπτης, δεν έχει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία στην Κύπρο, δεν διαθέτει καταθέσεις σε  κυπριακές τράπεζες, ενώ στο εξωτερικό έχει σπίτι και 2 καταστήματα.

 

Σε σχέση με τους κοινωνικούς του δεσμούς στην Κύπρο, όταν του ζητήθηκε να παρουσιάσει αυτούς περιλαμβανομένης της συμμετοχής του σε οργανώσεις/σωματεία/ομίλους κτλ ανέφερε και πάλι «Σπίτι, lnternet». Κληθείς να αναφέρει τρία ονόματα Κύπριων φίλων του ανέφερε δυο, το ένα εξ αυτών χωρίς επίθετο. Από τους εγγυητές, το ένα πρόσωπο φαίνεται να είναι το ίδιο με το αναφερόμενο ως εκ των δύο φίλων του Αιτητή ενώ το άλλο πρόσωπο φαίνεται να είναι η σύζυγος του αδερφού του (ερ. 55, ερ. 65, ερ. 66).

 

Σε σχέση με την προσαρμογή του στη νοοτροπία και στα έθιμα της Κύπρου ανέφερε ότι τις γιορτές τις περνά με τον αδελφό του και τη γυναίκα του, ενώ ως προς την Κυπριακή Ιστορία και Πραγματικότητα δεν απάντησε στις δύο ερωτήσεις γνώσεων (Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ημερομηνία εορτασμού Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας).

 

Στην Έκθεση προς τον Υπουργό Εσωτερικών (ερυθρά 101-96 του διοικητικού φακέλου), η αρμόδια Λειτουργός Εξέτασης εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης στη βάση της πεποίθησης ότι ο Αιτητής δεν είχε ενταχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό στην κυπριακή κοινωνία, ότι διαμένει στην Κύπρο στο σπίτι του αδελφού του ως φιλοξενούμενος λόγω της έκρυθμης κατάστασης στη Συρία, δεν έχει πόρους συντήρησης, τα έξοδα διαμονής, διατροφής του τα καλύπτει ο αδερφός του και δεν κατέχει καθόλου περιουσιακά στοιχεία.

 

Σημειώνω ότι, όπως προκύπτει από το έντυπο ερ. 88 του  Τεκμηρίου 2,   το οποίο επισυνάπτεται στο έντυπο προσωπικής συνέντευξης του Αιτητή, η συνέντευξη διεξήχθη κυρίως στα αγγλικά αλλά σε ορισμένα μέρη ο Αιτητής κατανοούσε και απάντησε στα ελληνικά. Αυτό είναι παραδεκτό και από τον Αιτητή (σελ 17-18 Αγόρευσής του).

 

Υπό τα ως άνω δεδομένα και δη το περιεχόμενο της Έκθεσης και το έντυπο προσωπικής συνέντευξης του Αιτητή, είναι η κατάληξή μου ότι δεν μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι κακόπιστη ή προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και πλάνης περί τον νόμο. Θεωρώ ότι με τα ενώπιόν της δεδομένα, η διοίκηση ενήργησε εντός των πλαισίων της (ευρείας) διακριτικής της ευχέρειας λαμβάνοντας υπόψη την ελλειμματική, κατά τους επίδικους χρόνους, ενσωμάτωση του Αιτητή με την Κυπριακή κοινωνία και πραγματικότητα, όπως αυτή ευλόγως διαπιστώθηκε από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στην Έκθεση.

 

Δε θεωρώ ότι η μη εργοδότηση του Αιτητή ήταν το μόνο στοιχείο που προσμέτρησε αλλά και άλλα δεδομένα του φανέρωναν γενικώς πρόσωπο με μειωμένη ενσωμάτωση στη Δημοκρατία κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής του, έχοντας ως κύρια αν όχι μόνη σύνδεση-εξάρτηση, οικονομική και κοινωνική τη στενή οικογένεια του αδελφού του. Η περιορισμένη γνώση της ελληνικής γλώσσας αλλά και του Κυπριακού γίγνεσθαι επίσης, υποστηρίζουν την ορθότητα της διοικητικής κρίσης.

 

Ως προς το παράπονο του Αιτητή ότι κατά πλάνη περί το άρθρο 111 του Νόμου, η διοίκηση απέρριψε την αίτηση του με την αιτιολογία ότι  η Δημοκρατία δεν έχει όφελος από την πολιτογράφησή ούτε εξυπηρετείται καθ’ οιανδήποτε τρόπο το δημόσιο συμφέρον, καταρχάς σημειώνω ότι η απόφαση, ως τουλάχιστον κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με την επιστολή ημερομηνίας 26.06.2018, δεν αναφέρει τέτοια αιτιολογία. Αναφέρεται όμως στην εισήγηση προς τον Υπουργό όπου στο τυποποιημένο έντυπο εισήγησης, υπάρχει η εν λόγω αναφορά προς εισήγηση για απόρριψη της αίτησης.

 

Υπό το φως της νομολογίας, στην οποία με παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, θεωρώ ότι η εν λόγω αναφορά, ιδίως μετά και τη σαφή καταγραφή των λόγων που οδήγησαν στην απορριπτική εισήγηση εκ μέρους των λειτουργών που συνέταξαν την Έκθεση (περί μη ένταξης στην Κυπριακή Κοινωνία σε ικανοποιητικό βαθμό, ανυπαρξία πόρων κτλ) δεν αποτελεί πεπλανημένη αποτίμηση των κριτηρίων του Νόμου ούτε λήψη υπόψη εξωγενών κριτηρίων. Στην Υποθ. αρ. 1512/2009  Ιssa Alyatim ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 07.02.2011, η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση, αναφέρθηκε (η υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Ο αιτητής υποστηρίζει τέλος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με το νόμο αφού ικανοποιούνταν όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονταν στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν.141(Ι)/2002.  Όπως έχουμε πει και προηγουμένως, το γεγονός της κατοχής των προσόντων που προνοούνται στη νομοθεσία, δεν προσδίδει αφ΄ εαυτού δικαίωμα στον αιτητή για πολιτογράφηση. Ο Υπουργός Εσωτερικών, πέραν των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος, εξετάζει κατά κύριο λόγο, το δημόσιο συμφέρον και εκτιμά αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας.  Κι΄ αυτό, στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει ποιους επιθυμεί να έχει ως πολίτες.

 

Όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ.  Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου και η διερεύνηση τυχόν λόγου στο πρόσωπο του αιτητή που αφορά στη δημόσια τάξη και ασφάλεια.  Επιβάλλεται περαιτέρω η διερεύνηση άλλων παραγόντων όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσής του στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία να καταστεί Κύπριος πολίτης, η ικανοποιητική γνώση της ελληνικής γλώσσας, οι γνώσεις του για τον κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα, αλλά και η εν γένει συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής (βλέπε Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη-Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126).  Μόνη υποχρέωση, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, είναι η καλόπιστη εξέταση του αιτήματος και η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας».

 

Με δοσμένη την εικόνα της αίτησης, Έκθεσης και προσωπικής συνέντευξης ως την κατέγραψα πιο πάνω, θεωρώ ότι η Διοίκηση λειτούργησε εντός των πλαισίων του Νόμου ως έχει ερμηνευτεί από τη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία έχει κάνει δεκτή ότι η εξέταση των αιτήσεων ως η επίδικη πρέπει να γίνεται καλόπιστα και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Δε θεωρώ ότι, στην παρούσα περίπτωση, οι Καθ΄ων η αίτηση παρεξέκλιναν των αρχών αυτών ως εκ τούτου και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η μη πολιτογράφησή του ως Κύπριου πολίτη είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση του δικαιώματός του στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή κατά παράβαση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς επίσης ότι κατά παράβαση του Άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, ήταν θύμα διάκρισης στην απόλαυση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή με βάση το Άρθρο 8, καθότι το καθεστώς του ως επισκέπτης τον απέτρεψε από το να έχει πρόσβαση σε υπηκοότητα.

 

Υιοθετώ καταρχάς την εισήγηση των Καθ΄ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τους δεν ισοδυναμεί, αλλά ούτε και συνεπάγεται απόφαση μη παραμονής του στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Άλλωστε εδώ αυτό που κρίνεται είναι η αίτηση του Αιτητή για πολιτογράφηση και όχι η παραμονή του στη Δημοκρατία.

 

Περαιτέρω, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει υποδείξει ότι δε χωρεί παράβαση του δικαιώματός στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή κατά παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ ούτε ακόμα και σε περιπτώσεις απέλασης, όπου υπάρχει πιο δραστική διοικητική παρέμβαση, εφόσον η οικογενειακή ζωή μπορεί να συνεχιστεί σε άλλη χώρα. Σχετικές οι αποφάσεις Balalas a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2127 και Jashiashvili Lali κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 7.

 

Η απόφαση στην Genovese v Malta Application No 5314/09 μάλιστα, στην οποία με παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή ρητώς καθορίζει ότι το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δεν εγγυάται δικαίωμα απόκτησης συγκεκριμένης υπηκοότητας αλλά απλά ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι μια αυθαίρετη (arbitrary) άρνηση πολιτογράφησης μπορεί υπό συγκεκριμένες περιστάσεις να εγείρει ισχυρισμό περί παράβασης του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ[2].

 

Υπό τα δεδομένα που έχω διαπιστώσει και εκθέσει πιο πάνω δε θεωρώ ότι η παρούσα αποτελεί αυθαίρετη ούτε αναιτιολόγητη διοικητική κρίση επί της αίτησης του Αιτητή και άρα δε θεωρώ ότι παραβιάζει το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Ούτε άρα ότι αποτελεί δυσμενή διάκριση, δυνάμει του Άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, το οποίο εν πάση περιπτώσει, είναι συμπληρωματικό των ουσιαστικών διατάξεων της ΕΣΔΑ και διαπιστώνεται εφόσον τεκμηριωθεί παράβαση μιας τέτοιας διάταξης της ΕΣΔΑ[3]

 

Ως εκ τούτου απορρίπτεται και ο τρίτος και τελευταίος λόγος ακύρωσης.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, δε διαπιστώνω πεδίο παρέμβασης του παρόντος.

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα 1.800 Ευρώ εναντίον του Aιτητή και υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 



[1] Πρ. Αρ. 475/2019 Arzumanyan ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 14/3/2022 (Καλλίγερου, ΠΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 749/2019 Alarcon ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 29/3/2022 (Ευσταθίου- Νικολετοπούλου, ΔΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 1514/2019 Cabardo ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερ. 06/05/2022 (Κωμοδρόμος, ΔΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 232/2020 Mendis Hewa ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερ. 11/5/2022 (Γαβριήλ, ΔΔΔ).

 

[2] Στην παράγραφο 30 της εν λόγω Απόφασης Genovese αναφέρεται (οι υπογραμμίσεις είναι του παρόντος):

 «30.  The Court also reiterates that the concept of “private life” is a broad term not susceptible to exhaustive definition. It covers the physical and psychological integrity of a person. It can therefore embrace multiple aspects of the person’s physical and social identity (see Dadouch v. Malta, no. 38816/07, § 47, ECHR 2010... (extracts)). The provisions of Article 8 do not, however, guarantee a right to acquire a particular nationality or citizenship. Nevertheless, the Court has previously stated that it cannot be ruled out that an arbitrary denial of citizenship might in certain circumstances raise an issue under Article 8 of the Convention because of the impact of such a denial on the private life of the individual (see Karassev v. Finland (dec.), no. 31414/96, ECHR 1999-II, and Slivenko v. Latvia (dec.) [GC], no. 48321/99, § 77, ECHR 2002-II.

 

[3] Στην παράγραφο 30 της εν λόγω Απόφασης Genovese αναφέρεται (οι υπογραμμίσεις είναι του παρόντος):

 

31.  With regard to Article 14, the Court reiterates that it only complements the other substantive provisions of the Convention and the Protocols thereto. It has no independent existence since it has effect solely in relation to “the enjoyment of the rights and freedoms” safeguarded by those provisions (see, among many other authorities, Sahin v. Germany [GC], no. 30943/96, § 85, ECHR 2003-VIII). The application of Article 14 does not necessarily presuppose the violation of one of the substantive rights protected by the Convention. It is necessary but it is also sufficient for the facts of the case to fall “within the ambit” of one or more of the Articles of the Convention (see Abdulaziz, Cabales and Balkandali v. the United Kingdom, 28 May 1985, § 71, Series A no. 94; Karlheinz Schmidt v. Germany, 18 July 1994, § 22, Series A no. 291-B; and Petrovic v. Austria, 27 March 1998, § 22, Reports 1998-II).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο