ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1383/2019)

11 Ιουνίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 20, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. Ι. Γ.

2. Ε. Θ.

Αιτητές

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Ηρόδοτος Ταλιαδώρος, για Δρ Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές.

Κυριακή Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Οι αιτητές καταχώρησαν την υπό εκδίκαση προσφυγή, αξιώνοντας από το Δικαστήριο την εξής θεραπεία:-

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή 1 στις 11.7.2019 με επιστολή των Καθ’ ων η Αίτηση ημερ. 10.7.2019 (βλ. Παράρτημα Α), και με την οποίαν οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν σε σχέση με το αίτημα των Αιτητών για καταβολή εκπαιδευτικού επιδόματος για την φοίτηση των δύο παιδιών τους στο σχολείο British School of Brussels (στο Βέλγιο), επικαλούμενοι απόφαση του Υπουργείου Εξωτερικών για καθορισμό για κάθε ηλικιακή κατηγορία – τα τέλη της ιδιωτικής σχολής “The British International School” ως βάση υπολογισμού ανώτατου ορίου για την παραχώρηση εκπαιδευτικού επιδόματος στις Βρυξέλλες, με αποτέλεσμα το ύψος των διδάκτρων που έχει εγκριθεί για κάθε ένα από τα παιδιά των Αιτητών, για το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020, να ανέρχεται σε €21.550, αντί σε €29.825 (που είναι το πραγματικό ύψος των διδάκτρων στο σχολείο British School of Brussels), είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος».  

 

  Ο αιτητής αρ. 1 κατέχει τη μόνιμη θέση Γραμματέα Α΄ κι η αιτήτρια αρ. 2, τη μόνιμη θέση Συμβούλου Β΄, στο Υπουργείο Εξωτερικών. Την 6.8.2018, οι αιτητές μετατέθηκαν από τη θέση που κατείχαν στη διπλωματική αποστολή της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Βιέννη, στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες.

 

  Στις 10.6.2019, οι αιτητές υπέβαλαν συμπληρωμένη αίτηση για καταβολή εκπαιδευτικού επιδόματος για το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020 των δύο ανήλικων τέκνων τους, το μεν πρώτο για να φοιτήσει στην 4η τάξη κατώτερης εκπαίδευσης, το δε δεύτερο για φοίτηση στην 5η τάξη κατώτερης εκπαίδευσης, στο British School of Brussels, τα δίδακτρα του οποίου, όπως αυτό σημειώθηκε επί του εντύπου, ανάγονταν στο ποσό των €29.825 για ένα έκαστο τέκνο. Στο Μέρος ΙΙ του σχετικού εντύπου, υπό τίτλο «Έκθεση Αρχηγού Διπλωματικής Αποστολής», περιέχεται η βεβαίωση ορθότητας των στοιχείων που κατέγραψαν οι αιτητές. Στην παράγραφο (γ), αναφέρεται πως τα δίδακτρα της προτεινόμενης, πιο πάνω αναφερόμενης ιδιωτικής σχολής, κυμαίνονται σε λογικά για τη χώρα πλαίσια, αφού για την ιδιωτική σχολή International School of Brussels, τα δίδακτρα κυμαίνονται στις €35.560 και για την ιδιωτική σχολή St. Johns International School, τα δίδακτρα κυμαίνονται στις €32.140.

 

  Στο Μέρος ΙΙΙ του Εντύπου, επί μίας έκαστης αίτησης για κάθε ένα τέκνο, περιέχεται η απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών. Όπως εκεί σημειώνεται:-

«Το Υπουργείο έχει καθορίσει για κάθε ηλικιακή κατηγορία τα τέλη της ιδιωτικής σχολής “The British International School” σαν βάση υπολογισμού ανώτατου ορίου για την παραχώρηση εκπαιδευτικού επιδόματος στις Βρυξέλλες.

Ως εκ τούτου αναφέρεται ότι, με βάση το όριο των πιο πάνω τελών, το ύψος διδάκτρων που συστήνεται να καλυφθεί για το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020 για τον […] ανέρχεται στο 21,550 ευρώ». 

 

  Αποτέλεσμα των πιο πάνω, ήταν η έκδοση της εδώ προσβαλλόμενης διοικητικής αποφάσεως, ημερομηνίας 10.7.2019, στην οποία αναφέρονται τα εξής:-

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο μήνυμα σας […] ημερ. 25.06.2019 σχετικά με το αίτημα που υποβάλλεται για καταβολή εκπαιδευτικού επιδόματος για την φοίτηση των παιδιών σας στη σχολή “British School of Brussels” και να σας αναφέρω ότι, με βάση την απόφαση του Υπουργείου, όπου έχει καθορίσει για κάθε ηλικιακή κατηγορία τα τέλη της ιδιωτικής σχολής “The British International School” σαν βάση υπολογισμού ανώτατου ορίου για την παραχώρηση εκπαιδευτικού επιδόματος στις Βρυξέλλες, το ύψος των διδάκτρων που έχει εγκριθεί για το ακαδημαϊκό έτος 2019-2020 για τον […] και τον […] αντίστοιχα, ανέρχεται στα 21.550 ευρώ.

Το εκπαιδευτικό επίδομα που καταβάλλεται καθορίζεται στα ποσοστά με βάση το Σχέδιο Εκπαιδευτικού Επιδόματος». 

 

  Θα πρέπει να αναφερθεί πως, οι αιτητές, δια του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους, προτού προχωρήσουν στην καταχώρηση της γραπτής τους αγόρευσης, είχαν ζητήσει πρόσβαση, για σκοπούς επιθεώρησης, σε διοικητικούς φακέλους του Υπουργείου Εξωτερικών, αναφορικά με τα έτη 2009 – 2020 σε σχέση με διάφορες πόλεις του εξωτερικού. Η επιθεώρηση επιτράπηκε κι οι διοικητικοί φάκελοι στους οποίους οι αιτητές είχαν πρόσβαση, κατατέθηκαν και στην παρούσα διαδικασία και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 1-23.

 

  Κατά τους ισχυρισμούς των αιτητών, η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του περί Εξωτερικής Υπηρεσίας Νόμου του 2006, Ν. 25(Ι)/2006 ως αυτός έχει τροποποιηθεί και των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Ειδικών Όρων Υπηρεσίας) Κανονισμών του 2006, Κ.Δ.Π. 109/2006, υποβάλλοντας πως οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν δικαίωμα, βάσει των προνοιών του Σχεδίου Εκπαιδευτικού Επιδόματος να θέσουν συγκεκριμένο όριο στο ύψος των δικαιωμάτων φοίτησης και διδάκτρων.

 

  Όπως διατείνονται οι αιτητές, τα πληρωτέα επιδόματα για τα οποία ο Υπουργός Εξωτερικών κι ο Υπουργός Οικονομικών έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν το ύψος τους, ως αυτό προνοείται εκ των διατάξεων του άρθρου 4(2) και (3) του Ν. 25(Ι)/2006, είναι τα επιδόματα που αναφέρονται περιοριστικά στις διατάξεις του Κανονισμού 19 της Κ.Δ.Π. 109/2006, ήτοι το γενικό επίδομα εξωτερικού, το επίδομα φιλοξενίας και το επίδομα για εργοδότηση υπηρετικού προσωπικού από Αρχηγό Διπλωματικής Αποστολής. Το επίδικο εκπαιδευτικό επίδομα, δεν περιλαμβάνεται στα καθορισμένα πιο πάνω αναφερόμενα επιδόματα. Προνοείται στις διατάξεις του Κανονισμού 20 της Κ.Π.Δ. 109/2006, στον οποίο γίνεται αναφορά σε Σχέδιο που καταρτίζεται από τον Υπουργό Εξωτερικών και τον Υπουργό Οικονομικών. Με αναφορά στις διατάξεις της παραγράφου 5 και 7 του εν λόγω Σχεδίου, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, διατείνεται πως ο Υπουργός Εξωτερικών έχει μόνο τη δυνατότητα, είτε να απορρίψει, είτε να εγκρίνει συγκεκριμένο σχολείο, αλλά όχι να επιβάλει ανώτατο όριο ύψους διδάκτρων. Σύμφωνα με τις θέσεις τους, εάν αυτή ήταν η πρόθεση του νομοθέτη, θα έπρεπε να περιέχεται ρητή και σαφής σχετική πρόνοια περί τούτου, που δεν περιέχεται και την οποία παράνομα πρόσθεσαν οι καθ’ ων η αίτηση.

 

  Διαζευκτικά, υποβλήθηκε κι ο ισχυρισμός πως, ακόμα κι εάν υποθετικά θεωρηθεί πως το άρθρο 4 του Ν. 25(Ι)/2006 παρέχει την εξουσία για καθορισμό του ύψους του εκπαιδευτικού επιδόματος, αυτή η εξουσία θα πρέπει να ασκηθεί από κοινού από τον Υπουργό Εξωτερικών και τον Υπουργό Οικονομικών.

 

  Συνεχίζει ο ισχυρισμός πως, ο καθορισμός εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών ορίου στο ύψος των διδάκτρων, στη βάση της Εγκυκλίου ημερομηνίας 14.8.2018, είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου και πως για να υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή επί του Σχεδίου, θα έπρεπε να ληφθεί η σύμφωνη γνώμη του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.

 

  Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αιτητές προωθούν ισχυρισμό περί αναιτιολόγητης παραγνώρισης της θετικής εισήγησης του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες, ο οποίος δήλωσε πως τα δίδακτρα του προτεινόμενου ιδιωτικού σχολείου κυμαίνονται σε λογικά για τη χώρα πλαίσια, για την παραγνώριση της οποίας, οι καθ’ ων η αίτηση, όφειλαν να δώσουν ειδική αιτιολογία.

 

  Προωθείται επίσης από τους αιτητές, ισχυρισμός περί παράβασης της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, αφού κατά τις θέσεις τους, τυγχάνουν διαφορετικής κι άνισης μεταχείρισης σε σχέση με άλλους λειτουργούς που υπέβαλαν αίτηση για παροχή εκπαιδευτικού επιδόματος στο παρελθόν, για την ίδια πόλη στο εξωτερικό, για τους οποίους τότε, δεν είχε τεθεί οποιοδήποτε ανώτατο όριο. Προς τούτο, παρέπεμψαν σε πέντε περιπτώσεις, με ημερομηνίες 15.6.2012, 18.6.2012, 20.6.2012 (δύο περιπτώσεις) και 21.6.2012. Τέλος, προωθήθηκε ισχυρισμός περί παράβασης της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

  Αντίθετες υπήρξαν οι θέσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, η οποία υποστήριξε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής αποφάσεως. Ως προς τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ήτοι αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών πως η διοίκηση δεν είχε δικαίωμα να εγκρίνει την αίτηση για παραχώρηση εκπαιδευτικού επιδόματος, θέτοντας όριο ως προς το ύψος των διδάκτρων, παρά μόνον, έγκριση ή απόρριψη, υποστήριξε πως προβάλλεται άνευ εννόμου συμφέροντος, αφού η απόφαση έγκρισης, υπήρξε γι’ αυτούς, ευμενής διοικητική πράξη.

 

  Άνευ βλάβης τούτου, υποστήριξε πως οι πρόνοιες του Σχεδίου Εκπαιδευτικού Επιδόματος, δεν απαγορεύουν τον καθορισμό ανώτατων ορίων διδάκτρων, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να κινηθεί ένας λειτουργός για την εξεύρεση κατάλληλου σχολείου. Υπέβαλε πως το εκπαιδευτικό επίδομα, ως ειδικό επίδομα, ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Κανονισμού 20, οι πρόνοιες του οποίου είναι αυτοτελείς και δεν πρέπει να συγχέονται με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Νόμου, ούτε και με αυτές του Κανονισμού 19, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό των αιτητών πως η θέσπιση ανωτάτου ορίου θα πρέπει να γίνεται από τον Υπουργό Εξωτερικών και Υπουργό Οικονομικών από κοινού, αφού η κοινή τους δράση αφορά μόνον την σύνταξη του Σχεδίου.

  Απορρίπτοντας, επίσης, τον ισχυρισμό περί παράβασης της αρχής της ισότητας, υπέβαλε πως κύριος γνώμονας των καθ’ ων η αίτηση, κατά την εφαρμογή των προνοιών του Σχεδίου, είναι η ισότιμη διαχείριση ενός ετήσιου κονδυλίου που αφορά σε όλα τα ανήλικα τέκνα των προσώπων που εργάζονται στο Υπουργείο Εξωτερικών. Διατείνονται οι καθ΄ων η αίτηση πως η Εγκύκλιος ημερομηνίας 14.8.2018 κυκλοφόρησε για να θέσει τις κατευθυντήριες οδηγίες αναφορικά με την επιλογή των σχολείων, κατά την υποβολή τέτοιων αιτημάτων, με στόχο την ορθολογιστική χρήση του περιορισμένου κονδυλίου, ενώ εισηγήθηκε πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε ορθά και νόμιμα.

 

  Επίδικο, εν προκειμένω ζήτημα, άπτεται εξέτασης του κατά πόσον είναι δυνατή η έγκριση της παραχώρησης εκπαιδευτικού επιδόματος - σε τέκνα υπαλλήλων, που στην παρούσα περίπτωση υπηρετούν εκτός Κύπρου, για φοίτηση σε συγκεκριμένη ιδιωτική σχολή που απαιτείται η καταβολή διδάκτρων – θέτοντας και καθορίζοντας ανώτατο όριο του ποσού των διδάκτρων που θα τους παραχωρηθεί.

  Κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 25(Ι)/2006, ως αυτός έχει τύχει τροποποίησης, εκδίδονται Κανονισμοί που ρυθμίζουν τα επιδόματα κι άλλα ωφελήματα που καταβάλλονται στα μέλη της Εξωτερικής Υπηρεσίας κατά την μετακίνησή τους και κατά την υπηρεσία τους στο εξωτερικό. Προς τούτο, έχουν εκδοθεί οι περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Ειδικοί Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 2006, Κ.Δ.Π. 109/2006. Στις διατάξεις του Κανονισμού 20, αναφέρονται τα εξής:-

 

«Υπάλληλος που υπηρετεί στην Κύπρο ή στο εξωτερικό δικαιούται να πάρει εκπαιδευτικό επίδομα για τα τέκνα του, σύμφωνα με σχέδιο που καταρτίζεται από τον Υπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών.

 

  Το εν λόγω σχέδιο, περιέχεται ως Παράρτημα XIII στην Ένσταση της Δημοκρατίας. Κατά τα όσα ορίζονται στην παράγραφο 4 του Σχεδίου, η οποία τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, αφού οι αιτητές υπηρετούν εκτός Κύπρου, αναφέρεται πως κατά τη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού (που κατά τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 1, Υπουργός σημαίνει τον Υπουργό Εξωτερικών), καταβάλλεται εκπαιδευτικό επίδομα για τέκνο που φοιτά σε ιδιωτική σχολή, εφόσον ο Υπουργός Εξωτερικών ικανοποιηθεί πως το τέκνο δεν είναι σε θέση να φοιτήσει σε δημόσια σχολή. Σύμφωνα, επίσης, με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 5 του Σχεδίου, στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού Εξωτερικών για την καταβολή ή όχι του επιδόματος, λαμβάνεται υπόψη το ύψος των δικαιωμάτων μορφώσεως και στη βάση αυτής του της εξουσίας, μπορεί να απορρίψει συγκεκριμένα σχολεία.

 

  Στη βάση των πιο πάνω, διαπιστώνεται πως ο Υπουργός Εξωτερικών και Υπουργός Οικονομικών εκπονούν, καταρχήν, το εν λόγω Σχέδιο Εκπαιδευτικού Επιδόματος. Κάθε άλλη απόφαση, προς υλοποίηση των όσων αναφέρονται στο Σχέδιο, πλην τα της αποζημίωσης για έξοδα οικοτροφείου, δυνάμει της παραγράφου 8 του Σχεδίου, λαμβάνεται κατά τη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος, όπως προκύπτει από το Παράρτημα VI της Ένστασης έχει εκχωρήσει τις εξουσίες του προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών.

 

  Σε συμφωνία με τις εισηγήσεις των αιτητών, κατά το γράμμα του Σχεδίου, προκύπτει πως μία αίτηση για καταβολή εκπαιδευτικού επιδόματος, μπορεί είτε να εγκριθεί, είτε να απορριφθεί από τον Υπουργό Εξωτερικών (Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών). Στις πρόνοιες του εν λόγω Σχεδίου, δεν υπάρχει καμία διάταξη που να επιτρέπει την τροποποίηση των διδάκτρων, ή την οριοθέτηση ανώτατου ποσού διδάκτρων.

 

  Στην προκείμενη περίπτωση, για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι καθ’ ων η αίτηση έκαναν χρήση της Εγκυκλίου αρ. ΓΔ/24/2018, ημερομηνίας 14.8.2018 στην οποία αναφέρονται τα εξής:-

«[…] 5. Σύμφωνα με το Σχέδιο Εκπαιδευτικού Επιδόματος, ο Υπουργός Εξωτερικών, στο πλαίσιο της διακριτικής του εξουσίας, (συνεπώς και ο Γενικός Διευθυντής στον οποίον ο Υπουργός Εξωτερικών έχει εκχωρήσει την αρμοδιότητα έγκρισης αιτημάτων βάσει του εν λόγω Σχεδίου), κατά την κρίση του δύναται να απορρίψει την παραχώρηση εκπαιδευτικού επιδόματος για φοίτηση σε συγκεκριμένα σχολεία. Εάν η παραχώρηση εκπαιδευτικού επιδόματος απορριφθεί λόγω του ύψους των διδάκτρων, δύναται να παραχωρηθεί εκπαιδευτικό επίδομα βάσει ανώτατου ποσού, στο οποίο θα δικαιολογούνταν να ανέρχονται τα δικαιώματα μορφώσεως στη συγκεκριμένη πόλη / χώρα. Διασαφηνίζεται περαιτέρω ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο καθορισμός ανώτατου ποσού δικαιωμάτων μορφώσεως γίνεται μετά από έρευνα που διεξάγεται από το Υπουργείο Εξωτερικών για το κόστος άλλων σχολών στην ίδια πόλη, σε διαβούλευση με την επί τόπου Διπλωματική Αποστολή, όπως επίσης και σε σύγκριση με τα δίδακτρα σχολών όπου φοιτούν / φοιτούσαν παιδιά άλλων λειτουργών στην ίδια πόλη».[1]

 

  Η χρήση της εν λόγω Εγκυκλίου έγινε, λόγω του ότι η αίτηση που υπέβαλαν οι αιτητές απορρίφθηκε, εξαιτίας του ύψους των διδάκτρων. Εξού και προχώρησαν οι καθ΄ ων η αίτηση, να παραχωρήσουν εκπαιδευτικό επίδομα, βάσει ανωτάτου ποσού που οι ίδιοι καθόρισαν στο ποσό των €21.550 έχοντας ως όριο, τα τέλη άλλης ιδιωτικής σχολής στις Βρυξέλλες.

 

  Εφόσον η υποβληθείσα αίτηση απορρίφθηκε, οι καθ’ ων η αίτηση εφάρμοσαν την Εγκύκλιο. Βάσει αυτής, προσέδωσαν προς τους αιτητές, ένα ανώτατο όριο διδάκτρων, διόλου ευκαταφρόνητο, αφού εγκρίθηκε ποσό €21.550 αντί €29.825. Λαμβάνοντας υπόψη τούτο, κρίνεται πως οι αιτητές έχουν ευνοηθεί, αφού εκ της εφαρμογής της εγκυκλίου, υπήρξε, προς το πρόσωπό τους, ωφέλεια.

 

  Στο σύγγραμμα του καθηγητή Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» έκτη έκδοση 2014, σελ. 497 §578β αναφέρονται τα εξής:-

«Οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να στηρίζουν το αίτημα, αλλιώς είναι απορριπτέοι ως «αλυσιτελείς» (ατελέσφοροι, ανωφελείς, ανώφελοι)».

 

  Ομοίως, στο σύγγραμμα του καθηγητή Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος 2, 13η έκδοση, σελ 81 §455 - 456  αναφέρεται:-

«Στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης ακυρώσεως, το συμφέρον (γενικώς) συνίσταται στη χρησιμότητα που έχει για τον αιτούντα η νομική ρύθμιση (αποκατάσταση της νομικής του κατάστασης που έχει διαταραχθεί από μία διοικητική πράξη), η οποία μπορεί να επέλθει με την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης πράξης ή την ακύρωση της παράλειψης.

 456. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως (Δ/μα 18/1989, άρθρο 47) υπάρχει όταν συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις9: α) η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη10 στον αιτούντα και […]

_________________

10. Συνεπώς, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον, όταν εκείνος που ζητεί την ακύρωση της πράξης ωφελείται από αυτήν (ΣΕ 474/1974) ή ένα με την ακύρωση της πράξης η κατάσταση του αιτούντος καταστεί χειρότερη (ΣΕ 2866/1964, 210/1979).»

 

  Όπως λέχθηκε στην Marfin Investment Group Ανώνυμος Εταιρεία Συμμετοχών ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2017) 3 Β Α.Α.Δ. 797, με αναφορά και στην Αναστασίου v. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339  το έννομο συμφέρον είναι το πρώτο θέμα που εξετάζεται από τους λόγους που εγείρονται αυτεπάγγελτα και αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, έννομο συμφέρον που δεν αφορά μόνον την προσφυγή, αλλά και τους λόγους ακύρωσης, ώστε αυτοί να προβάλλονται παραδεκτά.

 

  Βάσει των ανωτέρω, κρίνεται απαράδεκτος, ως προβαλλόμενος άνευ εννόμου συμφέροντος, ο ισχυρισμός των αιτητών περί μη δυνατότητας, εκ των νομοθετικών και κανονιστικών προνοιών, καθορισμού ανωτάτου ορίου ύψους των παρεχόμενων εκ του Σχεδίου εκπαιδευτικού επιδόματος. Τούτο, διότι τυχόν ακύρωση της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία η αίτηση έτυχε μεν απόρριψης, όμως παρασχέθηκε ένα υψηλό ποσό διδάκτρων, ως ανώτατο όριο, κατ’ εφαρμογή της Εγκυκλίου, θα επιφέρει χειροτέρευση της θέσης των αιτητών. Διότι ακριβώς η αίτηση έτυχε απόρριψης.

 

  Ομοίως, απορριπτέος ως απαράδεκτος τυγχάνει κι ο ισχυρισμός περί έκδοσης της Εγκυκλίου ημερομηνίας 14.8.2018 καθ’ υπέρβαση και ultra vires των προνοιών του σχετικού Νόμου και Κανονισμών, καθότι τυχόν ακύρωση της Εγκυκλίου, θα επιφέρει χειροτέρευση της θέσης των αιτητών, αφού δεν θα παρέχεται πλέον περιθώριο άσκησης διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού Εξωτερικών για παραχώρηση ανωτάτου ορίου διδάκτρων σε αιτήσεις που έχουν τύχει απόρριψης.

 

  Θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα, εάν η αίτηση εγκρίνετο, αλλά με μειωμένο ποσό, κατ΄εφαρμογή της Εγκυκλίου, παρέχοντας στους αιτητές, όχι ολόκληρο το ποσό των διδάκτρων, αλλά ένα ανώτατο ποσό, ως καθορίζεται σ’ αυτήν. Τυχόν ακύρωση της Εγκυκλίου, σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν θα επέφερε χειροτέρευση της θέσης των αιτητών, αλλά ωφέλεια, με την λήψη ολόκληρου του ποσού διδάκτρων. Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω.

 

  Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται, ως προβαλλόμενοι άνευ εννόμου συμφέροντος.

 

 

  Προχωρώ στην εξέταση του λόγου ακύρωσης περί αναιτιολόγητης παραγνώρισης της θετικής εισήγησης του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες. Από τις διατάξεις, είτε του Νόμου, είτε των σχετικών Κανονισμών, είτε εκ των όσων αναφέρονται στις πρόνοιες του Σχεδίου Εκπαιδευτικού Επιδόματος, δεν εντοπίζω, ούτε να ζητείται, αλλά ούτε και να απαιτείται η προηγούμενη θετική εισήγηση του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Δημοκρατίας στη χώρα που βρίσκονται οι υπάλληλοι. Δεν αποτελεί η άποψη του εκάστοτε Μόνιμου Αντιπροσώπου, ούτε γνωμοδότηση, ούτε εισήγηση προς έγκριση ή απόρριψη, έτσι ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση, ως οι ισχυρισμοί των αιτητών, οι οποίοι κι απορρίπτονται, ως αβάσιμοι.

 

  Έτερος ισχυρισμός που προβάλλεται εκ μέρους των αιτητών, αφορά τη θέση περί παράβασης της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με άλλους λειτουργούς, αφού κατά τις θέσεις τους, υπήρξαν περιπτώσεις που η αίτηση για την ίδια παροχή εκπαιδευτικού επιδόματος έτυχε έγκρισης, χωρίς να τεθεί ανώτατο όριο ποσού.

 

  Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Α. Ν. Λοΐζου «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας», σελ. 174 με την αρχή της ισότητας, δεν μεταδίδεται η έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά παρέχεται προστασία από αυθαίρετες διακρίσεις, χωρίς να αποκλείονται εύλογες διαφοροποιήσεις. Στην Republic vArakian (1972) 3 C.L.R. 294, κρίθηκε πως η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται επί περιπτώσεων που τελούν υπό τις ίδιες, εν γένει, συνθήκες. Ομοίως, στη Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 υποδείχθηκε πως η δυναμική της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου, ώστε να αποδίδονται στα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων.

 

  Όπως έχει ήδη λεχθεί, έχει προσκομιστεί στο Δικαστήριο σωρεία διοικητικών φακέλων που αφορά σε αιτήσεις που υποβάλλονταν προς το Υπουργείο Εξωτερικών για λήψη εκπαιδευτικού επιδόματος, από το 2009 μέχρι και το έτος 2020, προκειμένου να καταδείξουν οι αιτητές παράβαση της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης. Στη γραπτή τους αγόρευση, αναφέρονται σε πέντε περιπτώσεις, τις οποίες έχω εντοπίσει στο Τεκμήριο 23 (χωρίς όμως σελιδώσεις για συγκεκριμένη παραπομπή). Αυτό που διαπιστώνεται είναι πως κι οι πέντε περιπτώσεις αφορούν στην ίδια μακρινή χρονική περίοδο, ήτοι Ιούνιο του 2012, ενώ δεν έγινε καμία παραπομπή σε πρόσφατες περιπτώσεις που αφορούσαν όμοια, με την περίπτωση των αιτητών, αιτήματα, παρόλο που έτυχαν επιθεώρησης τέτοιοι πρόσφατοι διοικητικοί φάκελοι.

 

  Καίτοι αυτές οι περιπτώσεις ανάγονται σε πολύ απομακρυσμένο χρονικό διάστημα από την επίδικη περίπτωση, από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 23, προκύπτει πως οι τρεις περιπτώσεις, ήτοι επιστολή με αρ. 2 (ως αυτή αριθμείται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών), ημερομηνίας 18.6.2012, επιστολή με αρ. 4, ημερομηνίας 21.6.2012, επιστολή με αρ. 5, ημερομηνίας 20.6.2012, αφορούσαν σε άλλο σχολείο, ήτοι αφορούσαν φοίτηση στο “British Junior Academy of Brussels, με πολύ χαμηλότερα δίδακτρα. Επομένως δεν υπάρχει ομοιότητα προς εφαρμογή της αρχής της ισότητας που επιβάλλει όμοια μεταχείριση ομοίων περιπτώσεων.

 

  Η δε περίπτωση της επιστολής με αρ. 3, ημερομηνίας 20.6.2012, αφορούσε στο ίδιο σχολείο με αυτό που επιθυμούν οι αιτητές για εγγραφή των τέκνων τους. Αφορούσε, όμως, την εγγραφή παιδιού για συνέχιση της φοίτησης του στην τελευταία τάξη, ήτοι στη 13η τάξη, της Μέσης Εκπαίδευσης, που δεν είναι η περίπτωση των τέκνων των αιτητών.

 

  Η περίπτωση της επιστολής με αρ. 1, ημερομηνίας 15.6.2012, αφορά σε εγγραφή τέκνων σε άλλο σχολείο (διαφορετικό από το σχολείο που ζητούν οι αιτητές), αίτημα το οποίο έτυχε έγκρισης. Εντούτοις, η αίτηση των αιτητών, δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτή την περίπτωση, η οποία είναι αρκετά απομακρυσμένη χρονικά, δεν υφίσταται χρονική εγγύτητα με την επίδικη περίπτωση και πρόκειται για μία μεμονωμένη περίπτωση, όπως αυτό προκύπτει μέσα από τα 23 Τεκμήρια που έχουν προσκομιστεί από το Δικαστήριο. Δεν έχει εντοπιστεί άλλη όμοια έγκριση, παρά την πληθώρα των εγγράφων κι αιτήσεων που επιθεωρήθηκαν από τους αιτητές.

 

  Καταληκτικά, κρίνεται πως οι καθ’ ων η αίτηση, έχουν ασκήσει ορθά τη διακριτική τους ευχέρεια και υπό τις περιστάσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή.  

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.900 έξοδα εναντίον των αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.             

 

                       

          Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.



[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο