ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 1476/2018, 1477/2018,

 1479/18, 1480/18, 1481/18,1482/18, 1483/18, 1484/18, 1485/18, 1486/18, 1487/18, 1488/18, 1489/18, 1490/18)

 

                           25 Ιουνίου 2024

                        [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση αρ. 1476/2018)

 

1.   Α. Π

2.   Α. Τ

3.   Ι. Κ

4.   Σ. Λ

5.   Χ. Ο

Αιτητές,

                                   και

                  Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων η αίτηση.

__________________________________

(Υπόθεση αρ. 1477/2018)

1.Α. Κ

2.Δ. Μ

3.Χ. Π

4.Χ. Α

Αιτητές,

                                  και

                  Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

(Υπόθεση αρ. 1479/2018)

1.   Α. Β και άλλων, τα ονόματα των οποίων εκτίθενται στον ΠΙΝΑΚΑ «Α» που επισυνάπτεται στην παρούσα

            Αιτητές,

                                    και

                 Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

(Υπόθεση αρ. 1480/2018)

                                   Ι. Σ

Αιτητής,

                                   και

                 Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1481/2018)

1.   Γ. Σ. Γ

2.   Κ. Μ.Κ

Αιτητές,

                                    και

                  Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1482/2018)

1.   Γ. Γ

2.   Σ. Σ

3.   Χ. Ε

Αιτητές,

                                   και

                  Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1483/2018)

                                  Π. Β

Αιτήτρια,

                                   και

                    Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1484/2018)

 

1.   Γ. Π

2.   Γ. Κ

3.   Μ. Γ

Αιτητές,

                                   και

                   Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1485/2018)

 

                                   Χ. Χ

Αιτητής,

                                    και

                  Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1486/2018)

1.   Ε. Π. Ν

2.   Ε. Α

3.   Χ. Γ

Αιτητές,

                                  και

                    Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1487/2018)

 

                                Μ. Γ

Αιτήτρια,

                                 και

                   Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1488/2018)

                                Λ. Μ. Ι

 

Αιτητής,

                                   και

                   Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1489/2018)

1.   Π. Χ

2.   Χ Φ

Αιτητές,

                                   και

                    Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 1490/2018)

 

1.   Α. Ο και άλλων, τα ονόματα των οποίων εκτίθενται στον ΠΙΝΑΚΑ «Α» που επισυνάπτεται στην παρούσα

Αιτητές,

                                   και

                   Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

Κ. Μάμαντος, για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε,  δικηγόροι για τους αιτητές.

Α. Παπαμιχαήλ (κα) με Π. Μιτσή (κα) για Α & Α Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός και Συνεργάτες  Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

                         Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης  η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (στο εξής η «Αρχή») σε συνεδρίες  της ημερομηνίας 13.2.2018, 6.3.2018 και 17.4.2018 αποφάσισε την προαγωγή συνολικά 561 υπαλλήλων που υπηρετούν σε βαθμούς των οποίων οι θέσεις είναι ενιαίες και συγκεκριμένα στις θέσεις Ανώτερου Τεχνικού (Τεχνικό Προσωπικό), Ανώτερου Τεχνικού (Προσωπικό Πληροφορικής), Ανώτερου Γραφέα, Ανώτερου Ειδικευμένου Τεχνίτη, Τεχνικού Ι (Τεχνικό Προσωπικό), Τεχνικού Ι (Προσωπικό Πληροφορικής), Ανώτερου Γραφέα (Γραφειακό Προσωπικό), Ειδικευμένου Τεχνίτη Ι, Ειδικευμένου Τεχνίτη, Μηχανικού Α, Λειτουργού Α (Διοικητικό Προσωπικό) Λειτουργού Α( Εμπορικό προσωπικό), Λειτουργού Α (Προσωπικό Πληροφορικής) Τεχνικού Επόπτη Α’, Γραμματειακού Επόπτη Α και Γραφέα ΙΙ. Οι εν λόγω προαγωγές έλαβαν με απόφαση της Αρχής αναδρομική ισχύ με αναφορά για έκαστο προαχθέντα υπάλληλο το χρονικό σημείο σύμφωνα με το οποίο δικαιούτο να προαχθεί στον επόμενο ενιαίο βαθμό, βάσει των χρόνων που προνοούνται στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Αποφασίστηκε δε ότι οι προαχθέντες θα τοποθετούνταν στην κλίμακα του βαθμού προαγωγής στην αντίστοιχη βαθμίδα ως αυτή προνοείται στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας από 1.1.2017 -και επομένως όχι από την ημερομηνία αναδρομικής προαγωγής τους- ημερομηνία κατά την οποία επήλθε η λήξη της ισχύος του περί της μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιµαριθµικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωµατούχων και Εργοδοτουµένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου ∆ηµόσιου Τοµέα Νόμος του 2011 Ν.192(Ι)/2011.

 

Με αφορμή τις πιο πάνω αναδρομικές προαγωγές, οι  αιτητές, οι οποίοι είναι επίσης υπάλληλοι της Αρχής και κατέχουν διαφορετικές μεταξύ τους θέσεις και μισθολογικές κλίμακες αιτήθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση δια μέσω των δικηγορών τους με επιστολή ημερομηνίας 8.3.2018 όπως «στην περίπτωση που η εν λόγω ρύθμιση θα περιλαμβάνει την παραχώρηση συσσωρευμένων προσαυξήσεων από την 1η Ιανουαρίου 2017, οι οποίες όμως αφορούν ετήσιες προσαυξήσεις που αντιστοιχούν στην περίοδο που ο περί της μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδουτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέας Νόμος του 2011 (Ν.192(Ι)2011) ευρίσκετο σε ισχύ και σύμφωνα με τον οποίο οι πελάτες μας δεν έτυχαν προσαυξήσεων, τότε στη βάση της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των διοικουμένων θα πρέπει κατ΄ ανάλογο τρόπο να δοθούν ανάλογες προσαυξήσεις και στους πελάτες μας.»

 

Ακολούθησε δεύτερη επιστολή των δικηγόρων των αιτητών ημερομηνίας 30.3.2018 καθώς και μια τρίτη επιστολή των δικηγορών των αιτητών  ημερομηνίας 24.4.2018 δια της οποίας οι αιτητές διαμαρτύροντο ότι δεν απαντήθηκαν και αγνοήθηκαν οι προηγούμενες επιστολές τους και ότι η Αρχή παρά τις αντιδράσεις των αιτητών σε συνεδρία της ημερομηνίας 17.4.2018 προχώρησε σε περαιτέρω αναδρομικούς διορισμούς και/ή τοποθετήσεις σε βαθμούς των οποίων οι θέσεις είναι ενιαίες.

 

Οι δικηγόροι της Αρχής με επιστολή τους ημερομηνίας 20.7.2018 αναφερόμενοι στην τελευταία επιστολή των δικηγορών των αιτητών ημερομηνίας 24.4.2018  επεσήμαναν ότι οι προαγωγές σε βαθμούς των οποίων οι θέσεις είναι ενιαίες δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση πλήρωσης κενών θέσεων και ως εκ τούτου η Αρχή προέβη σε προαγωγή συγκεκριμένων υπαλλήλων οι οποίοι δικαιούντο προαγωγής με βάση τις σχετικές διατάξεις των Κανονισμών και των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Αναφερόμενοι στη θέση των συνηγόρων των αιτητών ότι σε περίπτωση που δοθήκαν συσσωρευμένες προσαυξήσεις σε αυτούς που προήχθησαν αναδρομικά, οι οποίες αφορούν προσαυξήσεις που αντιστοιχούν στην περίοδο που ο Ν.192(Ι)/2011 ήταν σε ισχύ να δοθούν και στα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού στα πλαίσια της αρχής της ισότητας, οι δικηγόροι των καθ΄ων η αίτηση ανέλυσαν την αρχή της ισότητας και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της, επισημαίνοντας στους συνηγόρους των αιτητών ότι εκπροσωπούν δυο κατηγορίες πελατών. Η πρώτη κατηγορία στην οποία περιλαμβάνονται υπάλληλοι οι οποίοι έχουν προαχθεί με τις πρόσφατες αποφάσεις της Αρχής και για τους οποίους δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα άνισης μεταχείρισης και η δεύτερη κατηγορία στην οποία υπάγονται υπάλληλοι, οι οποίοι δεν έχουν προαχθεί και επομένως δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με αυτούς που έχουν τύχει προαγωγής και επομένως δεν ετίθετο θέμα ρύθμισης άλλων μισθολογικών αναπροσαρμογών.

 

Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής αποτέλεσε και το έναυσμα των υπό κρίση Προσφυγών, οι οποίες καταχωρίστηκαν στις 25.9.2018 και δια των οποίων επιζητούνται επακριβώς όμοιες θεραπείες. Συγκεκριμένα οι αιτητές σε όλες τις Προσφυγές αιτούνται δικαστικής απόφασης ως ακολούθως:

«Α) Δήλωση και/ή διακήρυξη του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή η πράξη των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους των Αιτητών με επιστολή ημερομηνίας 20/7/2018 προς απάντηση σχετικού αιτήματος των Αιτητών με την οποία οι Καθ’ ων η Αίτηση αυθαίρετα και/ή παράνομα απέρριψαν την αιτηθείσα άρση της σε βάρος των Αιτητών άνιση μεταχείριση, στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και συνεπώς οι Καθ’ ων η Αίτηση πρέπει να διαταχθούν όπως ότι παραλείφθηκε να διενεργηθεί.

 

Β) Δήλωση και/ή διακήρυξη του σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παραλείπουν αυθαίρετα και/ή άδικα να καταβάλουν την μισθοδοσία των Αιτητών ως η προβλεπόμενη για ένα έκαστο αυτών μισθολογική βαθμίδα, ώστε να έχουν έκτοτε νόμιμη, δίκαιη και συμφωνημένη ανέλιξη και/ή συνταξιοδοτικά ωφελήματα και/ή άλλα δικαιώματα, και συνεπώς οι Καθ’ ων η Αίτηση να διαταχθούν όπως ότι παραλείφθηκε να διενεργηθεί.»

 

Οι Προσφυγές συνεκδικάστηκαν δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 28.11.2019. Παρεμβάλλεται ότι οι Προσφυγές αρ. 1475/18 και 1478/18 αποσύρθηκαν μετά από σχετική άδεια του Δικαστηρίου. Πρόσθετα και εκκρεμούσης της δικαστικής διαδικασίας και κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου η Προσφυγή αρ. 1476/18 αποσύρθηκε εκ μέρους των αιτητών αρ. 1 και 2, η Προσφυγή αρ. 1477/18 αποσύρθηκε εκ μέρους του αιτητή αρ.1, η Προσφυγή αρ. 1479/18 αποσύρθηκε εκ μέρους των αιτητών αρ.1, 4,5,7,8, 9, 10, 11, 14, 15, 16,17,18,21,26 και 27, η Προσφυγή αρ. 1482/18 αποσύρθηκε εκ μέρους των αιτητών αρ.2 και 3, η Προσφυγή αρ. 1484/18 αποσύρθηκε εκ μέρους του αιτητή αρ.1, η Προσφυγή αρ. 1489/18 αποσύρθηκε εκ μέρους του αιτητή αρ.1 και η Προσφυγή αρ.1490/18 αποσύρθηκε εκ μέρους των αιτητών αρ. 3,4, 5,7,10,11,13,16,18,19,22, 25, 28, 30, 32, 37, 39, 40, 45,48 και 51. Συνεπώς οι Προσφυγές περιορίστηκαν πλέον μόνο ως προς τους υπόλοιπους αιτητές.

Με τις ενστάσεις που καταχωρήθηκαν, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ήγειρε σε όλες τις Προσφυγές, αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, οι οποίες αναπτυχθήκαν ενδελεχώς στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση. Με την πρώτη και δεύτερη προδικαστική ένσταση υποστηρίχθηκε ότι δεν προσβάλλεται διοικητική και δη εκτελεστή διοικητική πράξη. Συγκεκριμένα εισηγήθηκε η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ότι αυτό που προσβάλλεται με τις υπό κρίση Προσφυγές ειναι η επιστολή των συνηγόρων των καθ΄ων η αίτηση και όχι απόφαση διοικητικού οργάνου, δια της οποίας απορρίπτεται συγκεκριμένο αίτημα. Κατά τους καθ’ ων η αίτηση, η εν λόγω επιστολή συνιστά νομική επιστολή, δια της οποίας ουδόλως μεταβάλλονται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των αιτητών. Υποβάλλεται πρόσθετα ότι η Αρχή ουδόλως υπείχε δια Νόμου θετική και επιβεβλημένη υποχρέωση να προσδώσει στους αιτητές αναδρομικές προσαυξήσεις για την περίοδο 1.1.2012 έως 31.12.2016, «αλλά ακριβώς το αντίθετο».  Συνεπώς καταλήγει η εισήγηση, η κατ’ ισχυρισμό παράλειψη της Αρχής να καταβάλει αναδρομικά μισθολογικές αναβαθμίσεις στους αιτητές για τον χρόνο που ίσχυε η εφαρμογή του Ν.192(Ι)/2011, δεν συνιστά σύμφωνα με τη νομολογία παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και ως εκ τούτου με τις Προσφυγές δεν προσβάλλονται εκτελεστές πράξεις. Εξάλλου, κατά τη θέση των καθ΄ων η αίτηση η όποια μισθολογική αναβάθμιση των υπαλλήλων της Αρχής διενεργείται στη βάση των Συλλογικών Συμβάσεων, η δε όποια διαφορά προκύπτει εξ αυτών δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου αλλά του εργατικού δικαίου και την οποία το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει. Με την τρίτη προδικαστική ένσταση ηγέρθηκε ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρησης των Προσφυγών, προδικαστική ένσταση όμως, η οποία αποσύρθηκε με τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση. Οι καθ΄ων η αίτηση προώθησαν και τέταρτη προδικαστική ένσταση, δια της οποίας εισηγήθηκαν ότι οι αιτητές στερούνται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να εγείρουν και να προωθούν τις παρούσες προσφυγές. Τούτο διότι, ως αναλυτικά επεξηγήθηκε, το συμφέρον των αιτητών δεν είναι έννομο, ήτοι δεν στηρίζεται στο Νόμο και δεν έχει οποιοδήποτε νομικό έρεισμα. Με αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. Ν.192(Ι)/2011, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση εισηγείται ότι  το αίτημα των αιτητών όχι μόνο δεν στηρίζεται στις πρόνοιες του Νόμου αλλά αντιθέτως δια του αιτήματος ζητείται από τη διοίκηση όπως ενεργήσει αντίθετα με τα όσα προβλέπονται στον ίδιο το Ν.192(Ι)/2011.

Επιβάλλεται ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας καθώς και λόγω της φύσης που ενέχουν, η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που εγέρθηκαν.

 

Σημειώνεται εξαρχής ότι η θέση των αιτητών ότι οι προδικαστικές ενστάσεις τέθηκαν με γενικό τρόπο και χωρίς να αναλύονται επαρκώς στο δικόγραφο της ενστάσεως, κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ώστε οι αιτητές κατά τη σύνταξη της γραπτής τους αγόρευσης να μην γνωρίζουν επακριβώς το περιεχόμενο τους, δεν δύναται να οδηγήσει αφ’ εαυτής στη μη εξέταση των εγειρόμενων προδικαστικών ενστάσεων. Ως βεβαίως και οι ίδιοι οι αιτητές αναγνωρίζουν δια της γραπτής τους αγόρευσης τα ζητήματα που εγείρονται- και ανεξαρτήτως της όποιας δικογράφησης τους ή μη- εξετάζονται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ως ζητήματα δημοσίας τάξεως και μάλιστα κατά προτεραιότητα (Γυμναστικός Σύλλογος« Τα Ολύμπια» v. Δήμος Λεμεσού (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 95/19, ημερομηνιας 5/6/24) (Δημοκρατία v. Χατζηπαντελή (1989) 3 ΑΑΔ 911). Εν πάση περιπτώσει, ως ήδη ανέφερα οι προδικαστικές ενστάσεις αναπτύχθηκαν με επάρκεια στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση, ώστε οι αιτητές να είχαν κάθε δυνατότητα και να μην αποστερείτο σ΄ αυτούς το δικαίωμα να τοποθετηθούν εκ νέου επί αυτών με την απαντητική τους αγόρευση, ως και βεβαίως έπραξαν (Δ.Χ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1898/19, ημερομηνίας 30/8/22)  Davoud και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 930/17, ημερομηνίας 28/6/19).

 

Προέχει δε η κατά προτεραιότητα ενασχόληση και εξέταση αναφορικά με το κατά πόσον οι αιτητές κατέχουν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς άσκηση και προώθηση των Προσφυγών τους αφού είναι αυτή ακριβώς η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος που ενεργοποιεί την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και ως τέτοιο θεμελιακό ζήτημα πρέπει να αποφασίζεται, ως η νομολογία επιτάσσει, κατά προτεραιότητα (Δημοκρατία v Βάσω Ανδρέου (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 132/2018, ημερομηνίας 15/2/24) Χριστοδούλου v. Πανεπιστήμιο Κύπρου (Α.Ε. 155/2014 ημερ.17.3.21), ECLI:CY:AD:2021:C100 Ιωαννίδης v Υπουργού Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών  (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 49/2015, ημερομηνίας 9/3/22) Ανδρέας Μιχαήλ και Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 82/2018 σχετική με 83/2018, ημερομηνίας 11/1/2024) Πανεπιστημίου Κύπρου και Κοινοπραξία Φυσικών Προσώπων Αντωνίου κ.α.( Αναθεωρητική Έφεση αρ. 139/12, ημερομηνίας 8/6/18). Μάλιστα ως επαναλήφθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Γυμναστικός Σύλλογος  «Τα Ολύμπια» v. Δήμος Λεμεσού (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 95/19, ημερομηνίας 5/6/24) «η ύπαρξη του αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση, η οποία πρέπει να συντρέχει και να εξετάζεται η πλήρωση της σε κάθε περίπτωση, αφού, κατά ρητή επιταγή του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ο Αιτητής πρέπει να έχει ίδιον, ενεστώς έννομο συμφέρον

 

Επί τούτου, απόλυτα σχετικά είναι τα όσα υπομνήσθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Πανεπιστήμιου Κύπρου v Θεοδότης Χατζηβασιλείου (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 24/2018, ημερομηνίας 25/1/24) τα οποία και παραθέτω:

 

«Η εξέταση του εννόμου συμφέροντος αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο, δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, όπου, στην παράγραφο 2, τίθεται ως όρος και προϋπόθεση η προσβολή εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως. Κατά πάγια γραμμή της νομολογίας, εδραζόμενη στην πιο πάνω συνταγματική διάταξη, η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος είτε εγείρεται από τα διάδικα μέρη, είτε εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ως πρώτο θέμα μεταξύ των λόγων που ερευνώνται, είτε αυτοί αφορούν την αρμοδιότητα ή την κακή σύνθεση ή τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 1) Marfin Investment Group Ανώνυμος Εταιρεία Συμμετοχών   v.Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2017) 3 ΑΑΔ 797)

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση προς υποστήριξη της θέσης της ότι οι αιτητές στερούνται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος, ισχυρίζεται ότι το συμφέρον των αιτητών δεν είναι έννομο. Τούτο διότι το αίτημα που υπέβαλλαν οι αιτητές για παραχώρηση προσαυξήσεων δεν στηρίζεται στο Νόμο αλλά αντιθέτως ζητείται από τη διοίκηση όπως ενεργήσει αντίθετα με το Νόμο, πράγμα που ως σημειώνουν, δεν είναι επιτρεπτό. Υποβάλλουν οι καθ΄ων η αίτηση ότι ως προνοείται στο άρθρο 3 του περί της μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιµαριθµικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωµατούχων και Εργοδοτουµένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου ∆ηµόσιου Τοµέα Νόμος του 2011 Ν.192(Ι)/2011, οι μισθοί των αξιωματούχων και των εργοδουτουμένων και ενόσω ισχύει η εφαρμογή του Νόμου, παραμένουν στο ύψος που είχαν κατά την 31η Δεκέμβριου 2011, αφού πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, η περίοδος από 1.1.2012 μέχρι 31.12.2016 δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό της απαραίτητης υπηρεσίας για σκοπούς προσαυξήσεων. Τονίζει δε, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ότι η Αρχή εφάρμοσε τις απαγορευτικές πρόνοιες του Νόμου, στις οποίες, ως υποβάλλεται, «πουθενά δεν προβλέπεται δυνατότητα αναδρομικής πρόσδοσης στους Αιτητές των προσαυξήσεων άμα τη λήξη του Νόμου ». Πρόσθετα εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση ότι η συνταγματικότητα του Νόμου έχει κριθεί με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία ν. Αυγουστή  (ΕΔΔ αρ.177/18 κ.ά. 10.4.2020). 

 

Η πλευρά των αιτητών απορρίπτει τη βασιμότητα της προδικαστικής ένστασης και προς αντίκρουση της αντιτείνει ότι τα «όποια δικαιώματα και συμφέροντα» των αιτητών, οι οποίοι είναι εργοδοτούμενοι των καθ΄ων η αίτηση έχουν επηρεαστεί δυσμενώς από την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης «αφού όταν η Καθ΄ης εφάρμοσε τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου, ο  Αιτητής παρέμεινε βαθμολογικά και μισθολογικά στο σημείο που βρισκόταν  κατά την 31/12/2011 και κατόπιν τούτου δεν έλαβε όλες τις προσαυξήσεις που αυτός δικαιούτο κατά την ως άνω χρονική περίοδο, ως επίσης δεν του προσδόθηκαν τα όσα σε μισθοδοσία δικαιούτο, εν αντιθέση με την μισθολογική και/ή βαθμολογική υπηρεσία και ανέλιξη, στοιχεία τα οποία αναγνωρίστηκαν και δόθηκαν σε άλλους συναδέλφους του». Μάλιστα και στα πλαίσια απάντησης της προδικαστικής ένστασης, οι αιτητές με την απαντητική τους γραπτή  αγόρευση καλούν τους καθ΄ων η αίτηση να εφαρμόσουν τη σχετική νομοθεσία και για τη δική τους περίπτωση, όπως ακριβώς έπραξαν και στην περίπτωση των άλλων συναδέλφων τους. Παραπέμπουν δε οι αιτητές σε νομολογία σύμφωνα με την οποία πρόσωπο διατηρεί ηθικό έννομο συμφέρον να προσβάλλει την προαγωγή ή τον αναδρομικό διορισμό άλλου προσώπου εφόσον η απόφαση αυτή μεταβάλλει το ισοζύγιο της αρχαιότητας. Καταλήγουν δε ότι το έννομο συμφέρον των αιτητών όχι μόνο υφίστατο κατά την ημερομηνία καταχώρησης των Προσφυγών αλλά υφίσταται ακόμα και σήμερα, αφού οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχουν προχωρήσει να αποκαταστήσουν την αδικία εις βάρος των αιτητών.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα. Κρίνω και στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων, ότι η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.

 

Κατά πάγια νομολογία το συμφέρον το οποίο απαιτείται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει πρέπει να έχει νομικό έρεισμα. Ως μάλιστα υπομνήσθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Δημοκρατία v Βάσω Ανδρέου (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 132/2018, ημερομηνίας 15/2/24) ο όρος «ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον» στο πιο πάνω Άρθρο καθιστά την άμεση προσβολή υφιστάμενου συμφέροντος του αιτητή  που απορρέει από το Νόμο, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής  (New Dimensions Property Developments Ltd ν. Δημοκρατία Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 164/18, ημερομηνίας 4.10.2021) και Νίκολας v.Δημοκρατίας (1995) 4(Α) Α.Α.Δ. 227, 230).

 

Απόλυτα σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Παναγιώτης Σταύρου και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 68/2017, ημερομηνίας 7/11/23) όπου υιοθετηθήκαν τα όσα επί του θέματος αναφέρθηκαν στην Κωνσταντίνου ν. Δήμου Πάφου (1988) 3 Α.Α.Δ. 707 :

 

«Έχει νομολογηθεί ότι η στοιχειοθέτηση του συμφέροντος, το οποίο νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο δικαστήριο, βαρύνει τον προσφεύγοντα, όπως εξυπακούει το Άρθρο 146.2 και αναγνωρίζει η νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) (1967) 3 C.L.R. 147, Δήμος ΄Εγκωμης ν. Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ. 346). Το συμφέρον το οποίο απαιτείται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος (Βλ. K. and M. (Transport) Ltd κ.ά. ν. Αναθεωρητικής  Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225 (απόφαση Πική, Π.) και Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., (1997) 3 Α.Α.Δ. 81).

 Σύμφωνα με τον  Π. Δ. Δαγτόγλου στο Σύγγραμμα του «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2η έκδοση, 1994,  στην παρ.537:

 

«Έννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας το συμφέρον δηλαδή που δεν είναι μια απλή προσδοκία οικονομικών ωφελημάτων, ένα απλό ενδιαφέρον για πολιτικά, κοινωνικά ή θρησκευτικά θέματα. ΄Εννομο συμφέρον είναι βέβαια πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο Νόμος.» (Η έμφαση προστέθηκε)

 

Όπως παρατηρεί ο Δημήτριος Θ. Πυργάκης στο σύγγραμμα «Το Έννομο Συμφέρον στη Δίκη Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» σελ.81:

 

«6.1. Συμφέρον καθ’ εαυτό έννομο

Το συμφέρον είναι έννομο, όταν: α) δεν αντίκειται στο δίκαιο, β) αναγνωρίζεται από το δίκαιο και γ) αποσκοπεί στη διατήρηση των ισχυουσών ρυθμίσεων, οι οποίες διασφαλίζουν μια ευνοϊκή για τον αιτούντα κατάσταση. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο αιτών θεμελιώνει έννομο συμφέρον προς άσκηση αίτησης ακύρωσης, όταν, καταρχήν η ωφέλεια που προσδοκά από την ακύρωση της πράξης είναι δυνατόν να αξιολογηθεί ως έννομη καθ’ εαυτή. Σε κάθε περίπτωση ο διοικούμενος, με την ακύρωση της πράξης και την άρση της παρανομίας της διοίκησης, πρέπει να προβαίνει στην απόλαυση νομίμου δικαιώματός του.»

 

Έχω διεξέλθει το αίτημα των αιτητών, ως αυτό διατυπώνεται στην επιστολή των συνηγόρων τους ημερομηνίας 8.3.2018 και με το οποίο οι αιτητές, κατ΄ επίκληση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αιτήθηκαν όπως σε τυχόν περίπτωση που η αναδρομική προαγωγή άλλων συναδέλφων τους περιλαμβάνει και την καταβολή προσαυξήσεων, οι οποίες να «αφορούν ετήσιες προσαυξήσεις που αντιστοιχούν στην περίοδο που Ν.192(Ι)2011 ευρίσκετο σε ισχύ, χρονικό διάστημα για το οποίο οι αιτητες δεν έτυχαν προσαυξήσεων», να δίδοντο τέτοιες προσαυξήσεις και στους αιτητές.

 

Ως προς το ζήτημα της παραχώρησης προσαυξήσεων, ως και το αίτημα των αιτητών, σχετικές είναι οι  διατάξεις του περί της µη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιµαριθµικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωµατούχων και Εργοδοτουµένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου ∆ηµόσιου Τοµέα Νόµοι του 2011 έως 2014, Ν.192(Ι)/2011, ο οποίος ως ρητώς προνοείται και στο άρθρο 10 αυτού, τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2012 µέχρι την 31η ∆εκεµβρίου 2016.

Ειδικότερα στο άρθρο 3 του Νόμου, το οποίο φέρει ως πλαγιότιτλο «Μη παραχώρηση προσαύξησης» προνοούνται τα ακόλουθα:

 

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόµου ή Κανονισµών ή διοικητικών ρυθµίσεων ή πρακτικών που ρυθµίζουν θέµατα καταβολής απολαβών και σύνταξης, κατά την περίοδο ισχύος του παρόντος Νόµου, οι µισθοί των αξιωµατούχων και των εργοδοτουµένων παραµένουν στο ύψος της 31ης εκεµβρίου 2011 και, τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος Νόµου, η περίοδος από 1η Ιανουαρίου 2012 έως 31η ∆εκεµβρίου 2016 δεν λαµβάνεται υπόψη για σκοπούς συµπλήρωσης της απαραίτητης υπηρεσίας για σκοπούς παραχώρησης προσαυξήσεων:

Νοείται ότι, η περίοδος υπηρεσίας αξιωµατούχου ή εργοδοτούµενου πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόµου λαµβάνεται υπόψη για σκοπούς συµπλήρωσης δωδεκάµηνης υπηρεσίας, ώστε να παραχωρηθεί προσαύξηση µετά τη λήξη της ισχύος του παρόντος Νόµου, σύµφωνα µε τον κατά περίπτωση νόµο ή Κανονισµό ή διοικητική ρύθµιση ή πρακτική.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Σε συνάρτηση με την πιο πάνω ρητή νομοθετική απαγόρευση για παραχώρηση προσαυξήσεων κατά τη διάρκεια ισχύος του Νόμου είναι και τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 (ως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν. 73(Ι)/2014) δια του οποίου ρητώς υπαγορεύεται ότι ακόμα και σε περίπτωση προαγωγής που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια ισχύος του Νόμου, η μισθοδοσία του προαχθέντα παρεμένει η ίδια μέχρι την ημερομηνία λήξης της ισχύος του Νόμου. Παραθέτω τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 4:

 

«4(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόµου ή κανονισµών ή διοικητικών ρυθµίσεων ή πρακτικών που ρυθµίζουν θέµατα καταβολής απολαβών ή συντάξεων, κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόµου, προαγωγή εργοδοτουµένου σε θέση προαγωγής ή σε θέση πρώτου διορισµού και προαγωγής συνεπάγεται ότι η µισθοδοσία αυτού παραµένει η ίδια µε τη µισθοδοσία που καταβαλλόταν σε αυτόν αµέσως προ της προαγωγής αυτού:[…]

(3) Μετά τη λήξη της ισχύος του παρόντος Νόµου, εργοδοτούµενος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόµου προήχθη σε θέση προαγωγής ή σε θέση πρώτου διορισµού και προαγωγής, θα τοποθετηθεί µισθοδοτικά από την ηµεροµηνία που ακολουθεί την ηµεροµηνία της λήξης της ισχύος του παρόντος Νόµου, σύµφωνα µε τη θέση διορισµού ή προαγωγής αυτού και µε βάση τον κατά περίπτωση νόµο ή κανονισµούς ή διοικητικές ρυθµίσεις ή πρακτικές που ίσχυαν πριν τη ψήφιση του παρόντος Νόµου και για σκοπούς υπολογισµού-[..]»

 

Με σαφήνεια εξάγεται από το ρητό λεκτικό του άρθρου 3 του Νόμου, το οποίο κατά την κρίση μου ουδεμίας άλλης ερμηνείας επιδέχεται,  ότι οι μισθοί των εργοδοτουμένων, θα παρέμεναν στο ύψος που αυτοί βρίσκοντο κατά την 31η  ∆εκεµβρίου 2011 καθώς και ότι η περίοδος από 1η Ιανουαρίου 2012 έως 31η ∆εκεµβρίου 2016, η οποία συνιστά και την περίοδο ισχύος του Νόμου, δεν επιτρέπετο να ληφθεί υπόψη για σκοπούς συμπλήρωσης της απαραίτητης υπηρεσίας για σκοπούς παραχώρησης προσαυξήσεων. Είναι δε ξεκάθαρο ότι η επίμαχη πρόνοια όχι μόνο δεν καθιστά νομοθετικά επιτρεπτή την παραχώρηση προσαυξήσεων κατά την περίοδο που ο Ν. 192(Ι)/2011 βρισκόταν σε ισχύ, αλλά τουναντίον καθίσταται απόλυτα σαφές ότι κάτι τέτοιο ρητώς απαγορεύετο. Μάλιστα δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι είναι ορθή η θέση της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση ότι στις πρόνοιες του υπό αναφορά Νόμου δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε διάταξη που να επιτρέπει την αναδρομική πρόσδοση προσαυξήσεων, μετά τη λήξη της ισχύος του Νόμου.

 

Κατά συνέπεια οι αιτητές δεν θα μπορούσαν να αντλήσουν οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα για παραχώρηση προσαυξήσεων  κατά τη διάρκεια που ίσχυε ο Ν. 192(Ι)/2011, αφού κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν εδράζεται σε οποιοδήποτε νομοθετική διάταξη  που να προσδίδει νόμιμο έρεισμα και να καθιστά το αίτημα των αιτητών έννομο, αλλά αντιθέτως ευθέως αντίκειται στις απαγορευτικές διατάξεις του ίδιου του Ν. 192(Ι)/2011.

 

Συνεπώς η θέση της πλευράς των αιτητών, που προβάλλεται προς αντίκρουση της προδικαστικής ένστασης περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος, ότι έχουν επηρεαστεί δυσμενώς  τα συμφέροντα των αιτητών  διότι οι αιτητές κατά την εφαρμογή του Νόμου παρέμειναν μισθολογικά και βαθμολογικά στο σημείο που βρίσκονταν κατά την 31.12.2011 χωρίς να λάβουν όλες τις προσαυξήσεις που δικαιούντο κατά την ως άνω χρονική περίοδο, στερείται προφανώς οποιουδήποτε νόμιμου ερείσματος, αφού οι αιτητές δεν δικαιούντο οποιασδήποτε προσαύξησης βάσει των προνοιών του Ν.192(Ι)/2011. Ως υποδείχθηκε και ανωτέρω, η συγκεκριμένη νομοθεσία ουδόλως παρέχει νομικό έρεισμα στο αίτημα των αιτητών και επομένως δεν μπορεί να συνιστά πηγή άντλησης εννόμου συμφέροντος για τους αιτητές. Ούτε και βεβαίως η απλή και μόνο επίκληση «δυσμενούς επηρεασμού στα συμφέροντα των αιτητών» είναι ικανή να θεμελιώσει αφ΄ εαυτής δικαίωμα προσφυγής και να στοιχειοθετήσει έννομο συμφέρον (Κ. and M. (Transport) Ltd κ.ά. v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3Α.Α.Δ.225)New Dimensions Property Developments Ltd ν.Δημοκρατία, ΕΔΔ αρ. 164/18, 4.10.2021).

 

Ούτε όμως η ατεκμηρίωτη αναφορά των αιτητών ότι δεν τους αποδόθηκαν τα όσα δικαιούντο, εν αντιθέσει με άλλους συναδέλφους τους θα μπορούσε να προσδώσει κατ΄ επίκληση της αρχής της ισότητας νόμιμο έρεισμα στο αίτημα των αιτητών και επομένως να νομιμοποιήσει τους αιτητές στην άσκηση και προώθηση των Προσφυγών τους (Πολύβιος Νεοφύτου κ.α v Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ 228).

 

Επί τούτου οφείλω να υπομνήσω ότι αποτέλεσε εξαρχής ρητή και σαφή θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι σε καμία περίπτωση δεν προσδόθηκαν στους αναδρομικά προαχθέντες αναδρομικές προσαυξήσεις ή συσσωρευμένες προσαυξήσεις, οι οποίες να αντιστοιχούν στην περίοδο ισχύος του  Ν. 192(Ι)/2011 καθώς και ότι ουδέποτε λήφθηκε από την Αρχή μια τέτοια απόφαση κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου. Τα έγγραφα που προσκομίστηκαν ενώπιον μου από τους καθ΄ων η αίτηση συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν στη διαδικασία προαγωγών, ουδόλως επιμαρτυρούν την πρόσδοση αναδρομικών προσαυξήσεων στη βάση του Ν.192 (Ι)/2011 ή έστω τη λήψη τέτοιας απόφασης εκ μέρους της Αρχής. Τουναντίον αυτό που προκύπτει ειναι ότι η  όποια μισθολογική αναβάθμιση έτυχαν οι 561 συνάδελφοι των αιτητών, οι οποίοι κατείχαν μάλιστα διαφορετικές μεταξύ τους θέσεις και μισθολογικές βαθμίδες, ήταν απότοκο των αναδρομικών προαγωγών και της τοποθέτησης τους σε μισθολογικές κλίμακες που προνοούνταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, η οποία, τοποθέτηση, έλαβε χώρα μετά τη λήξη της ισχύος του Ν. 192 (Ι)/2011. Ούτε και  βεβαίως οι αιτητές και παρά τις αόριστες και γενικές αναφορές τους περί παραχώρησης τέτοιων προσαυξήσεων, αναδρομικών ή συσσωρευμένων, ως τις κατονομάζουν, σε άλλους συναδέλφους τους, τους οποίους ουδόλως κατονομάζουν, έχουν τεκμηριώσει ή καταδείξει, ως υπαρκτό ένα τέτοιο γεγονός. Αφ΄ης στιγμής δεν αποδείχθηκε, μάλιστα, ότι πράγματι δόθηκαν τέτοιες αναδρομικές προσαυξήσεις σε άλλους υπαλλήλους της Αρχής, η εισήγηση των αιτητών ότι οι ίδιοι έχουν έννομο συμφέρον επειδή δεν τους αποδοθήκαν τα όσα αποδόθηκαν σε άλλους συναδέλφους τους δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει, ούτε  υπό αυτή τη σκοπιά, την ύπαρξη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος (Παναγιώτης Σταύρου και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 68/2017, ημερομηνίας 7/11/23).

 

Αυτό που παραμένει καθοριστικό και εμφανώς παραβλέπουν οι αιτητές είναι ότι οι διατάξεις του συγκεκριμένου Νόμου όχι μόνο δεν παρείχαν κανένα έρεισμα για παραχώρηση προσαυξήσεων, αλλά αντιθέτως απαγόρευαν κάτι τέτοιο. Επομένως και εάν ακόμα είχαν δίκαιο οι αιτητές και εν τέλει δόθηκαν παρανόμως και κατά παράβαση των ρητών προνοιών του Ν.192 (Ι)/2011 προσαυξήσεις σε άλλους υπαλλήλους της Αρχής, αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για τις διεκδικήσεις των αιτητών αφού οι αιτητες δεν θα μπορούσαν να αντλήσουν οποιοδήποτε δικαίωμα που να αντίκειται στο δίκαιο και ούτε και αναγνωρίζεται ισότητα στην παρανομία (Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου v Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 148/19, ημερομηνίας 19/10/23) Γεώργιος Λιβέρας v Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ 116) (Μ.Α Κτήμα Μακένζυ Λίμιτεδ κ.α v Δήμου Λάρνακας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 71/2019, ημερομηνιας 22/11/23).

 

Ούτε βεβαίως η απλή παράθεση στην απαντητική αγόρευση των αιτητών, προς αντίκρουση της προδικαστικής ένστασης,   νομολογίας η οποία αφορά περιπτώσεις όπου οι αιτούντες με έρεισμα τον επηρεασμό της υπηρεσιακής τους κατάστασης και/ή της ιεραρχίας στο τμήμα, αποκτούν ηθικό έννομο συμφέρον, μπορεί να θεμελιώσει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον των αιτητών για έγερση και προώθηση των υπό κρίση Προσφυγών. Τούτο διότι οι εν λόγω νομολογιακές αρχές, όπως και η όποια επιχειρηματολογία καταγράφηκε στην γραπτή αγόρευση των αιτητών περί επηρεασμού της αρχαιότητας των αιτητών, παρέμειναν παντελώς ασύνδετες με τα όσα επιζητούνται από τους αιτητές στις αιτούμενες θεραπείες των Προσφυγών. Σημασία βεβαίως έχει η αιτούμενη θεραπεία, όπως αυτή προσδιορίζεται στο δικόγραφο της Προσφυγής και η οποία κατά πάγια νομολογία καθορίζει το αντικείμενο της Προσφυγής (Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 530) (Νικόλας Χ΄Νικόλα κα.v Δημοκρατίας ( Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.84/18, ημερομηνίας 7/2/24). Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται, ότι δια της πρώτης αιτούμενης θεραπείας των υπό κρίση Προσφυγών προσβάλλεται η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, προς απάντηση του αιτήματος των αιτητών, το οποίο υπενθυμίζω αφορούσε, αίτημα για παραχώρηση προσαυξήσεων και δια της οποίας, σύμφωνα πάντοτε με την αιτούμενη θεραπεία, απορρίφθηκε η αιτηθείσα άρση της σε βάρος των αιτητών άνισης μεταχείρισης και επομένως να διαταχθούν οι καθ΄ων αίτηση παν παραληφθέν να διενεργηθεί. Το δε δεύτερο αιτητικό αφορά την παράλειψη της Αρχής για καταβολή μισθοδοσίας στους αιτητές «ως η προβλεπόμενη για ένα έκαστο αυτών μισθολογική βαθμίδα ». Συναφώς διαπιστώνεται ότι οι αιτητές δεν προσέβαλαν ούτε την απόφαση να προσδοθεί στις προαγωγές των συνολικά 561 υπαλλήλων σε ενιαίες θέσεις αναδρομική ισχύ, κατά το μέτρο που αυτή τους επηρέαζε,  αλλά ούτε και την απόφαση της Αρχής να τεθούν οι αναδρομικά προαχθέντες στην αντίστοιχη κλίμακα του βαθμού προαγωγής στην αντίστοιχη βαθμίδα ως αυτή προνοείται στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Άλλωστε, δεν δύναται δια των παρούσων Προσφυγών να επιδιώκεται η αναψηλάφηση άλλων διοικητικών αποφάσεων, οι οποίες σχετίζονται ευθέως με την διαδικασία των προαγωγών και οι οποίες περιβάλλονται με το τεκμήριο νομιμότητας. Έπεται ότι ουδόλως τυγχάνει εφαρμογής, ώστε να επιφέρει την αναγκαία νομιμοποίηση των αιτητών, η νομολογία την οποία επικαλούνται οι αιτητές και η οποία αφορά περιπτώσεις οπού ευθέως αμφισβητείται η απόφαση αναδρομικής προαγωγής ή διορισμού υπαλλήλου.

 

 

Υπό αυτές τις περιστάσεις και στη βάση των όσων υποδείχθηκαν ανωτέρω, διαπιστώνω ότι τα όσα οι αιτητές επικαλέστηκαν με σκοπό να στοιχειοθετήσουν έννομο συμφέρον δεν βρίσκουν νομικό έρεισμα. Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι το αίτημα των αιτητών για παραχώρηση προσαυξήσεων που αντιστοιχούν στην περίοδο που ίσχυε ο Ν. 192(Ι)/2011 κατ΄ επίκληση της ίσης μεταχείρισης όχι μόνο δεν ερείδεται σε οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη αλλά τουναντίον αποδοκιμάζεται από το δίκαιο.

 

Συνεπώς οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να επιζητούν τα όσα αναγράφονται στην αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο Α  των Προσφυγών τους λόγω έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος.

 

Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, δεν μπορεί όμως να υφίσταται ούτε ζήτημα οποιαδήποτε υπαρκτής παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας. Αντικείμενο των Προσφυγών ως αυτό προσδιορίζεται στην αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο Β, συνιστά η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση «να καταβάλουν την μισθοδοσία των Αιτητών ως η προβλεπόμενη για ένα έκαστο αυτών μισθολογική βαθμίδα.» Καθίσταται όμως φανερό, ότι οι αιτητές δεν κατέδειξαν, ως βεβαίως όφειλαν οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη η οποία να επιβάλλει στους καθ΄ων η αίτηση λήψη θετικής ενέργειας, ώστε να στοιχειοθετείται κατ΄ επέκταση υπαρκτή παράλειψη εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση για εκπλήρωση καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο Νόμος.

 

 

Η έννοια της παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας αποτέλεσε επανειλημμένα αντικείμενο νομολογιακής εξέτασης. Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα υπομνήσθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Αγνή Σακκά και Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 98/2017, ημερομηνίας 6/12/23), από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

«Όπως δε έχει τονιστεί στην υπόθεση Χειμωνίδης κ.α v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 47, στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας  που μπορεί να οδηγήσει στην καταχώριση προσφυγής σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος «… οσάκις δια σαφούς διατάξεως η διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένη ενέργεια προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως».

 

Στην υπόθεση Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 400 σημειώθηκε ότι:

«Παράλειψη διοικητικού οργάνου να εκπληρώσει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο νόμος. Σ' εκείνη την περίπτωση, η αδράνεια ελέγχεται εφόσον η παράλειψη της Διοίκησης την εκτρέπει από το νομοθετημένο καθήκον της. Αυτή είναι η έννοια την οποία ενέχει ο όρος "παράλειψη" στο άρθρο 146.1 του Συντάγματος, γιατί μόνο σ' εκείνη την περίπτωση η παράλειψη  είναι αφ' εαυτής παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων και, συνεπώς, εκτελεστή.

 

Όπως επίσης σημειώνεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 243,

 

"Παράλειψις  οφειλόμενης νομίμου ενέργειας προσβλητή επί ακυρώσει δι' αιτήσεως προς το Συμβούλιον Επικρατείας δύναται να υπάρξη μόνον οσάκις διά σαφούς διατάξεως η Διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως. Της  ενέργειας μη επιβαλλομένης ρητώς υπό του νόμου και συνεπώς μη ούσης υποχρεωτικής διά την Διοίκησιν, η παράλειψις της Διοικήσεως ίνα ενεργήση, και η εκ της παραλείψεως τεκμαιρομένη άρνησις δεν συνιστούν εκτελεστάς πράξεις, άλλως τεκμαίρεται, ότι η ενέργεια ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως, εντός της σφαίρας της οποία δεν είναι νοητή παράλειψις  οφειλόμενης ενέργειας.»

 

Αυτό που επομένως οφείλαν οι αιτητές να καταδείξουν επί τη βάση των πάγιων νομολογημένων αρχών ειναι την ύπαρξη θετικής υποχρέωσης την οποία να επιβάλλει ο Νόμος. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν καταδείχθηκε αλλά τουναντίον, παρατηρώ ότι τα όσα καταγράφονται στα γεγονότα των Προσφυγών προσδιορίζουν ως την προσβαλλόμενη δια των Προσφυγών απόφαση την απόρριψη του αιτήματος των αιτητών με επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 20.7.2018. Επισημαίνεται ότι με τη μια και ενιαία γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε εκ μέρους των αιτητών, προβλήθηκε και χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στα ξεχωριστά δεδομένα έκαστου αιτητή- ένας κοινός και μοναδικός λόγος ακύρωσης, ήτοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Στα πλαίσια αυτής εγέρθηκε, ότι η τροποποίηση του άρθρου 4 του Ν. 192(Ι)/2011 που διενεργήθηκε με το Ν. 73(Ι)/2014 και η προσβαλλόμενη απόφαση επέφεραν σε δυσμενέστερη θέση τους αιτητές έναντι των ισόβαθμων συναδέλφων τους όσον αφορά την απώλεια προσαυξήσεων. Εισηγήθηκαν δε οι αιτητές ότι κατά την ορθή ερμηνεία του Ν.192(Ι)/2011, ότι καθόσον ίσχυε ο Ν.192(Ι)/2011, οι βαθμολογικές ανελίξεις έπρεπε να προχωρούν κανονικά στην ώρα τους , «χωρίς να δίδονται τα λεφτά του σκαλιού, ώστε όταν τέλειωνε η περίοδος παγιοποίηση προσαυξήσεων, σε όποιο σκαλί θα βρίσκονταν ο εκάστοτε υπάλληλος της Αρχής,  «να αρχίσει από εκείνη την ημέρα να παίρνει το μισθό του».

 

Όλα αυτά βεβαίως παρέμειναν πράγματι παντελώς ατεκμηρίωτα και παντελώς ασύνδετα, με την κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη  και τη συναφή στοιχειοθέτηση οποιουδήποτε υπαρκτού καθήκοντος της διοίκησης. Συνεπώς είναι απόλυτα ορθή η θέση των καθ΄ων η αίτηση, την οποία οι αιτητές άφησαν προφανώς αναπάντητη, ότι η Αρχή ουδόλως υπείχε δια Νόμου θετική και επιβεβλημένη υποχρέωση να προσδώσει στους αιτητές αναδρομικά οποιεσδήποτε μισθολογικές προσαυξήσεις ή αναβαθμίσεις κατά  την περίοδο που ίσχυε η εφαρμογή του Νόμου 192 (Ι)/2011 και συνεπώς ότι η κατ’ ισχυρισμό παράλειψη δεν συνιστούσε σύμφωνα με τη νομολογία παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

 

Καθοριστικότερο όλων παραμένει ότι στα νομικά σημεία των Προσφυγών δεν περιλαμβάνεται καν οποιαδήποτε αναφορά στο Ν. 192(Ι)/2011 ή στο άρθρο 4(4) αυτού, το οποίο οι αιτητές επικαλούνται με τη γραπτή τους αγόρευση και το οποίο ειρήσθω εν παρόδω ουδόλως αφορά τη πρόσδοση μισθολογικών προσαυξήσεων αλλά την περίπτωση θεµελίωσης προσόντων και µόνο για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής (Φάρμα Αδελφών Κωνσταντίνου Λτδ κα και Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 125/2016, ημερομηνίας 14/11/23). Συνεπώς με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, δεν στοιχειοθετείται ότι η Αρχή είχε θετική υποχρέωση να  καταβάλει «μισθοδοσία», ως οι αιτητές το θέτουν αφού κάτι τέτοιο δεν επιβάλλεται από οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια.

 

Κατά συνέπεια δεν υφίσταται οποιαδήποτε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας  από μέρους της Αρχής, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

 

Παρόλο ότι οι ανωτέρω διαπιστώσεις απολήγουν καταλυτικές και επισφραγίζουν την τύχη των Προσφυγών δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω ότι ούτε η επισυνημμένη στις Προσφυγές επιστολή των δικηγόρων των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 20.7.2018, η οποία σύμφωνα με τα γεγονότα των Προσφυγών συνιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβάνει εκτελεστή διοικητική πράξη. Τούτο διότι δεν διαπιστώνω να περιλαμβάνεται οποιαδήποτε απόφαση της ίδιας της Αρχής, με την οποία να λαμβάνεται απόφαση για απόρριψη του αιτήματος των αιτητών (Αγρόκτημα Γαλήνη Λτδ v Δημοκρατίας ( 2010) 3 Α.Α.Δ 303). Εν προκειμένω δια μέσω της απάντησης των δικηγόρων των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 20.7.2018, δεν επιβάλλετο οποιαδήποτε υποχρέωση στους αιτητές που δεν υπήρχε πριν την έκδοση της και ούτε από αυτήν δημιουργήθηκαν οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα, αφού δεν δημιουργήθηκε ή τροποποιήθηκε ή καταλύθηκε μια νομική κατάσταση για τους αιτητές. Ως εκ τούτου κρίνω ότι ευσταθεί και η εγειρόμενη προδικαστική ένσταση περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης δια των Προσφύγων πράξης. Ως έχει πολλάκις νομολογηθεί, το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων δηλαδή η γένεση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, πράγμα που, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω, δεν επισυμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση (ZILHA OZAY OGUZ κ.α και Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 91/2017, ημερομηνίας 29/11/23) Κυπριακή Δημοκρατία ν.  Sunoil  Bunkering  Limited (1994) 3 Α.Δ.Δ. 26).

 

Η δε θέση των αιτητών που προέβαλαν προς απάντηση της προδικαστικής ένστασης ότι δεν θα μπορούσαν να προσβάλουν τις εγκυκλίους δια των οποίων γνωστοποιείτο στους αιτητές η αναδρομική προαγωγή υπαλλήλων της Αρχής διοτι οι εγκύκλιοι  δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις καθώς και ότι για πρώτη φορά η διοίκηση τοποθετήθηκε αναφορικά με τις προσαυξήσεις των αιτητών με την επιστολή ημερομηνιας 20.7.2018, ουδόλως μπορεί να επηρεάσει κατ΄ ουδένα τρόπο την ανωτέρω κατάληξη και να αποδώσει χαρακτήρα εκτελεστότητας στην επιστολή ημερομηνιας 20.7.2018, το περιεχόμενο της οποίας, ως παρατηρώ, εξαντλείτο σε νομική επιχειρηματολογία περί της αρχής στης ισότητας.

 

Συνεπώς και στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί, η προδικαστική ένσταση που εγέρθηκε περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος των αιτητών σε όλες τις Προσφυγές όπως και η προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εκτελεστότητας των προσβαλλόμενων με τις Προσφυγές  πράξεις γίνονται δεκτές.

 

Κατά συνέπεια, οι Προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται ως απαράδεκτες. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                      Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

Προσφυγή  1479/18

ΠΙΝΑΚΑΣ «Α»

 

1.   Α. Η

2.   Α. Ν

3.   Α. Σ

4.   Α. Γ

5.   Α. Β

6.   Γ. Γ

7.   Γ. Κ

8.   Δ. Π

9.   Ε. Χ

10.  Ε. Ρ

11.  Κ. Α

12.  Κ. Π

13.  Κ.Τ

14.  Κ. Μ

15.  Μ. Χ

16.  Μ. Β

17.  Μ.Π

18.  Π. Π

19.  Π. Γ

20.  Σ. Σ

21.  Χ. Λ

22.  Χ. Χ

23.  Χ. Α

24.  Χ. Σ

25.  Χ. Σ

26.  Χ. Δ

 

 

Προσφυγή  1490/18

ΠΙΝΑΚΑΣ «Α»

1.   Α. Κ

2.   Α. Σ

3.   Α. Χ

4.   Α. Δ

5.   Α. Χ

6.   Α. Χ

7.   Γ. Ι

8.   Γ. Α. Ι

9.   Γ. Γ

10.  Γ. Α

11.  Γ. Γ

12.  Γ. Γ

13.  Δ. Μ.Θ

14.  Δ. Γ

15.  Δ. Μ

16.  Ε. Ι

17.  Ε. Δ

18.  Ε. Κ

19.  Ε. Χ

20.  Ε. Χ

21.  Ε. Χ

22.  Η. Τ

23.  Κ. Κ

24.  Κ.Κ

25.  Κ. Σ

26.  Κ. Χ

27.  Κ. Π

28.  Κ. Σ

29.  Λ. Μ

30.  Μ. Τ – Κ

31.  Μ. Μ. Χ

32.  Μ. Κ

33.  Μ. Μ

34.  Μ. Π

35.  Μ. Π. Μ

36.  Μ. Τ

37.  Μ. Χ

38.  Μ. Β

39.  Μ. Π

40.  Μ. Σ

41.  Μ. Τ

42.  Μ. Κ

43.  Ν. Ν

44.  Π. Ι

45.  Π. Π

46.  Σ. Τ

47.  Σ. Κ

48.  Σ. Π

49.  Φ. (Ε) Ό

50.  Χ. Α

51.  Χ. Μ

52.  Χ. Π

53.  Χ. Χαρ. Π

54.  Χ. Σ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο