ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                      Υπ. Αρ. 1694/2019

                                             

      20 Ιουνίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

1.   Μ.  Σ.

   2.   Σ. Α. Θ.

3.   Α. Π.

4.   Σ. Π.

5.   Μ. Π.

Αιτητές

                          Και

 

1.    Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Γενικού Εισαγγελέα

2.    Υπουργού Εσωτερικών, μέσω Γενικού Εισαγγελέα

3.    Αρδευτικό Τμήμα «Αρχάγγελος», Αγίου Ιωάννη, μέσω του ταμία αυτής

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

Ανθηνίκη Χαραλάμπους, για Μάριος Α. Σωφρονίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

Νικόλας Ανδρέου, για Χ. Π. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ' ων η αίτηση 3.

                                               

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή, ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.06.2022, προσβάλλεται η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση 3 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α με ημερομηνία 30.08.2019) που γνωστοποιήθηκε κατόπιν αποστολής επιστολής με ημερομηνία 24.09.2019 από τους κ.κ. Λεύκιος Βασιλείου & Σία στους Αιτητές 2 και 5, αναφορικά με την απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας των Αιτητών με αρ. τεμαχίου 99, αρ. εγγραφής 0/7261, φ/σχ. 48/02, τμήμα 0, για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.

 

Σημειώνεται ότι οι Αιτητές απέσυραν την παρούσα προσφυγή σε σχέση με τους Καθ' ων η αίτηση 1 και 2, με αποτέλεσμα η προσφυγή να παραμείνει μόνο για τους Καθ' ων η αίτηση 3.

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και τα εκεί παραπεμπόμενα έγγραφα, είναι τα ακόλουθα:

 

Οι Αιτητές είναι οι συνιδιοκτήτες του τεμαχίου με αρ. 99, αρ. εγγραφής 0/7261, φ/σχ. 48/02, τμήμα Ο, στον Άγιο Ιωάννη Αγρού της Επαρχίας Λεμεσού (εφεξής «το ακίνητο»), εντός του οποίου βρίσκεται υδατοδεξαμενή χωρητικότητας 45 κ.μ. Κατά την εκδοχή των Καθ’ ων η αίτηση 3, η εν λόγω υδατοδεξαμενή είχε εγκατασταθεί στο ακίνητο κατά ή περί το έτος 1987 από το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.

 

Το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Ιωάννη Αγρού (εφεξής το «Κοινοτικό Συμβούλιο»), με επιστολή του προς τον Έπαρχο Λεμεσού ημερ. 10.09.2009 υπέβαλε αρχικά αίτημα για απαλλοτρίωση τμήματος του ακινήτου. Η απόφαση αυτή λήφθηκε στη συνεδρία του Κοινοτικού Συμβουλίου με α/α 7/09 ημερομηνίας 02.07.2009.

 

Κατά ή περί την 21.12.2009 το Κοινοτικό Συμβούλιο απέστειλε επιστολή στο Γραφείο του Επάρχου Λεμεσού ημερ. 17.12.2009, ληφθείσα από την Επαρχιακή Διοίκηση στις 21.12.2009, σύμφωνα με την οποία αναλαμβάνετο η ανάληψη υποχρέωσης αναφορικά με την καταβολή αποζημιώσεων.

 

Επειδή το αίτημα του Κοινοτικού Συμβουλίου αφορούσε 2 ξεχωριστές απαλλοτριώσεις, δηλαδή την απαλλοτρίωση του χώρου του ακινήτου, στον οποίο έχει εγκατασταθεί η δεξαμενή των Καθ' ων η Αίτηση 3 και απαλλοτρίωση του χώρου που έχει ανορυχθεί η γεώτρηση 94/96 που αφορά την υδατοπρομήθεια της Κοινότητας (αυτή αφορά μέρος άλλου τεμαχίου, το με αρ. 85), o Γενικός Διευθυντής του Υπ. Εσωτερικών, ζήτησε από το γραφείο του Επάρχου Λεμεσού, με επιστολή του ημερ. 29.09.2015, που κοινοποιήθηκε στο Κοινοτικό Συμβούλιο, την προώθηση δυο ξεχωριστών Ατομικών Διοικητικών Πράξεων, μια από το Κοινοτικό Συμβούλιο ως Απαλλοτριούσα Αρχή σε σχέση με τη γεώτρηση και μια από τους Καθ’ ων η αίτηση 3 (Αρδευτικό Τμήμα) ως Απαλλοτριούσα Αρχή σε σχέση με τη δεξαμενή χωρητικότητας 45 κ.μ. που αφορά αποκλειστικά και μόνο σκοπούς Άρδευσης των κτημάτων που είναι εντεταγμένα στο Αρδευτικό Τμήμα.

 

Το Κοινοτικό Συμβούλιο, ανταποκρίθηκε με επιστολή του ημερ. 02.11.2011. Η Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, με επιστολή ημερ. 29.10.2015 ζήτησε από τους Καθ' ων η Αίτηση 3, σχετική απόφαση για να προωθήσει τη διαδικασία απαλλοτρίωσης του χώρου της δεξαμενής του Αρδευτικού Τμήματος. Με επιστολή του ημερ. 02.11.2015 το Κοινοτικό Συμβούλιο ενημέρωσε το Γραφείο του Επάρχου Λεμεσού, ότι οι Καθ' ων η Αίτηση 3, σε συνεδρία ημερ. 23.01.2015, αποφάσισαν να προβούν σε απαλλοτρίωση του χώρου του ακινήτου, στον οποίο ανεγέρθηκε η υδατοδεξαμενή.

 

Στις 25.06.2018, οι Καθ’ ων η αίτηση 3, ζήτησαν εκ νέου με επιστολή του προς τον Έπαρχο Λεμεσού, όπως προωθηθεί η επίδικη απαλλοτρίωση, αναλαμβάνοντας εκ νέου την υποχρέωση αποζημίωσης.

 

Στις 07.09.2018 δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4866, Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με αρ. 463 με αναφερόμενη ως Απαλλοτριούσα Αρχή τους Καθ’ ων η αίτηση 3. Αυτή αφορά μέρος του ακινήτου, στο οποίο οι Αιτητές κατέχουν μερίδια. Στην εν λόγω γνωστοποίηση αναφέρθηκαν τα ακόλουθα ως αιτιολογία:

 

«Η Αρδευτική Επιτροπή «Αρχάγγελος» του χωριού Άγιος Ιωάννης Λεμεσού ως Απαλλοτριώνουσα Αρχή, γνωστοποιεί ότι η ακίνητη ιδιοκτησία που περιγράφεται στον πιο κάτω πίνακα είναι αναγκαία για τους ακόλουθους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για την προμήθεια, συντήρηση και ανάπτυξη προμηθειών οι οποίες είναι απαραίτητες στη ζωή ή βελτιώνουν την ευημερία του κοινού ή για οποιοδήποτε από τους σκοπούς που αναφέρονται, και η απαλλοτρίωσή της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλαδή για την εξασφάλιση του χώρου της δεξαμενής χωρ. 45 Κ.μ. του Αρδευτικού Τμήματος «Αρχάγγελος» Αγίου Ιωάννη».

 

Ακολούθησε επίδοση της πιο πάνω γνωστοποίησης προς όλους τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες με διπλοσυστημένες επιστολές ημερ. 11.09.2018, στην οποία αναφερόταν η δυνατότητα υποβολής ένστασης, καθώς και σχετική ειδοποίηση. Οι Αιτητές, διά των δικηγόρων τους, υπέβαλαν ένσταση με επιστολή ημερ. 22.10.2018 προς τον Έπαρχο Λεμεσού εναντίον της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι για την συγκεκριμένη υδατοδεξαμενή έχουν εγείρει αγωγή εναντίον του Κοινοτικού Συμβουλίου. Σημειώνεται ότι εν λόγω αγωγή είχε καταχωρηθεί στις 29.12.2015.

 

Διά των δικηγόρων τους, οι Αιτητές απέστειλαν υπενθυμητική επιστολή ημερ. 17.01.2019 και στις 13.02.2019 το γραφείο του Επάρχου Λεμεσού απάντησε ότι η ένσταση τους αφού εξεταστεί θα διαβιβαστεί στο Υπουργείο Εσωτερικών, με τη σχετική εισήγηση του Επάρχου, για λήψη σχετικής απόφασης από την Υπουργική Επιτροπή.

 

Το γραφείο του Επάρχου Λεμεσού εξέτασε την ένσταση και με επιστολή του ημερ. 23.05.2019 προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών συνέστησε απόρριψη της.

 

Στις 09.07.2019, οι δικηγόροι των Αιτητών απέστειλαν επιστολή στο γραφείο του Επάρχου Λεμεσού αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι είχαν (χθεσινή) τηλεφωνική συνομιλία με λειτουργό του γραφείου και ότι η εν λόγω επιστολή τους αποστέλλεται προς διόρθωση κάποιων πληροφοριών της επιστολής τους ημερομηνίας 22.10.2018 επαναλαμβάνοντας την ένστασή τους στη σκοπούμενη απαλλοτρίωση.

 

Ακολούθως, η Υπουργική Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 21.08.2019 απέρριψε την ένσταση. Στις 30.08.2019 δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της δημοκρατίας με αρ. 4923 Διατάγματα Απαλλοτρίωσης και Επίταξης με αριθμό 474 και 477 αντίστοιχα, που αφορούν την Αναγκαστική Απαλλοτρίωση Ιδιωτικής Ακίνητης Ιδιοκτησίας στην Κοινότητα Αγίου Ιωάννη με Απαλλοτριούσα Αρχή τους Καθ’ ων η αίτηση 3.

 

Με επιστολή των Εγγεγραμμένων Εκτιμητών Ε.Π.Ε Λεύκιου Βασιλείου & Σία, ημερ. 25.10.2019 (εφεξής οι «Εκτιμητές»), ενημερώθηκε το Γραφείο του Επάρχου Λεμεσού, σχετικά με την αποστολή διπλοσυστημένων επιστολών/προσφορών ημερ. 24.09.2019 προς τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες, αναφέροντας ότι ουδείς ανταποκρίθηκε ή αποδέχθηκε το προσφερόμενο ποσό.

 

Οι Αιτητές 2 και 5 ισχυρίζονται ότι πληροφορήθηκαν την έκδοση του επίδικου διατάγματος απαλλοτρίωσης με την εν λόγω επιστολή των Εκτιμητών ημερ. 24.09.2019, την οποία έλαβαν κατά ή περί την 08.10.2019 και καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή στις 26.11.2019. Σημειώνεται ότι από τον διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει να απαντήθηκε από τη διοίκηση η ένσταση των Αιτητών. Ούτε να τους κοινοποιήθηκε η έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Οι Καθ΄ων η αίτηση 3 δεν ισχυρίζονται βέβαια ότι έγινε κάτι τέτοιο, είναι άλλωστε η θέση τους ότι αυτό δεν απαιτείτο, δεδομένης της δημοσίευσης του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Αυτή η θέση τους μας φέρνει στην ένσταση τους.

 

Με την ένσταση τους οι Καθ’ ων η αίτηση 3 ήγειραν δύο προδικαστικές ενστάσεις: Ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και ότι οι Αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος και/ή η προσφυγή τους προσκρούει στο δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

 

Με την αγόρευσή των ευπαιδεύτων δικηγόρων τους οι Καθ’ ων η αίτηση τελικώς προωθούν και αναπτύσσουν μόνο την προδικαστική ένσταση ως προς το εκπρόθεσμο. Θεωρούν ότι εφόσον η προσφυγή καταχωρήθηκε 88 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η προσφυγή είναι εμφανώς εκπρόθεσμη. Παραπέμπουν συναφώς το Δικαστήριο σε σχετική νομολογία [Pissas v. The Electricity Authority of Cyprus (Νο. 1) (1966) 3 C.L.R. 634, R. St. Estates Ltd ν. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 121] με πλέον πρόσφατη την απόφαση Αναθ. Έφεση Αρ. 29/2015 Κληρίδης, διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Kiazim v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος κ.α. ημερ. 01.11.2021.

 

Έχοντας μελετήσει με προσοχή το ζήτημα υπό το φως της σχετικής νομολογίας, δε συμφωνώ με τους Καθ’ ων η αίτηση 3 ότι, στα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, μπορεί η παρούσα προσφυγή να θεωρηθεί εκπρόθεσμη.

 

Καταρχάς η πιο πάνω Αναθ. Έφεση Αρ. 29/2015 δεν μπορεί να προσφέρει καθοδήγηση στα υπό κρίση γεγονότα. Πρωτίστως (και αυτό ενέχει, ως θα καθορίσω πιο κάτω με παραπομπή στη σχετική δεσμευτική νομολογία, ιδιαίτερη βαρύτητα), διότι σε εκείνη την περίπτωση δεν είχε υποβληθεί ένσταση εκ μέρους του επηρεαζόμενου ιδιοκτήτη επί της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. Δευτερευόντως, εκεί το Δικαστήριο έκρινε ότι ο διαχειριστής, ο οποίος είχε διοριστεί προ της δημοσίευσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης και είχε πρόσβαση στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στο απαλλοτριωθέν ακίνητο, είχε εκ του νόμου και του διατάγματος διαχείρισης υποχρέωση να προβεί σε απογραφή της περιουσίας του αποβιώσαντος (δηλ του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη της απαλλοτριωθείσας περιουσίας) και άρα να πληροφορηθεί άμεσα την έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης και να το προσβάλει έγκαιρα. Εκεί μάλιστα μεσολάβησαν 8 μήνες από την δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης και την καταχώρηση της προσφυγής από τον διαχειριστή.

 

Στα υπό κρίση περιστατικά προσφέρει ευθεία καθοδήγηση η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην  απόφαση Παπαντωνίου Αντώνης ως συνδιαχειριστής της περιουσίας της Αθηνάς Παπαντωνίου και Άλλοι ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 1) (2010) 3 ΑΑΔ 122, στην οποία μάλιστα γίνεται εκτενής ανασκόπηση της σχετικής (και αντικρουόμενης) νομολογίας περιλαμβανομένων των αποφάσεων στην Pissas v. The Electricity Authority of Cyprus (Νο. 1) (1966) 3 C.L.R. 634 και R. St. Estates Ltd ν. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 121, στις οποίες παραπέμπουν οι Καθ’ ων η αίτηση 3 καθώς και στην επίσης σχετική Βakkaliaou v. Municipality Famagusta (1969) 3 C.L.R. 19. Στην Παπαντωνίου λοιπόν αναφέρθηκε (η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Στις 2.12.05 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, με τον αριθμό 1174, η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης.  Σε αντίθεση προς ό,τι είχε συμβεί στην Pissas αλλά και στις άλλες σχετικές, περιλάμβανε πλήρη περιγραφή του ακινήτου αλλά και τα ονόματα των ιδιοκτητών.  Αυτό αφού είχε μεσολαβήσει η τροποποίηση του Νόμου με το Ν. 135(Ι)/1999 που επέβαλλε, πλέον, αυτό το περιεχόμενο της Γνωστοποίησης.  Όπως και την επίδοση της Γνωστοποίησης προς κάθε ενδιαφερόμενο μέρος πράγμα που, όπως θα δούμε, έγινε εν προκειμένω.  Στις 30.6.06 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης.  Αυτό παραπέμπει με πλήρη περιγραφή στη Γνωστοποίηση που προηγήθηκε και, όσο και αν δεν βλέπουμε το λόγο για τον οποίο δεν προβλέφθηκε πλήρης αναφορά στο ακίνητο και στους ιδιοκτήτες και στην περίπτωση του Διατάγματος, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση των αιτητών πως η περίπτωση εμπίπτει στις αρχές της Pissas, τις οποίες πλήρως υιοθετούμε.  Με γνωστό το πλήρες, από τη συζητούμενη άποψη, περιεχόμενο της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, η παραπομπή σ' αυτή περιλάμβανε όσα χρειάζονται για την απαραίτητη ταυτοποίηση.

 

Με την επιστολή ημερομηνίας 16.2.06 ο Δήμος Λευκωσίας ενημέρωσε τους διαχειριστές της περιουσίας του ακινήτου για τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης και για το δικαίωμά τους να υποβάλουν ένσταση, επισυνάπτοντας και αντίγραφο της Γνωστοποίησης.  Κατετέθη γραπτή ένσταση και σημειώνουμε πως δεν εγείρονται οποιασδήποτε μορφής ζητήματα σε σχέση είτε με την ειδοποίηση των διαχειριστών είτε με την υποβολή της ένστασης από τους αιτητές 2 και 3 που περιγράφονται ως ιδιοκτήτες μεριδίου ή ως κληρονόμοι.  Η ένστασή τους αντιμετωπίστηκε ως ένσταση κατά το Νόμο, εξετάστηκε και απορρίφθηκε με την απόφαση του Δήμου Λευκωσίας ημερομηνίας 13.4.06, οπότε, βεβαίως, αποφασίστηκε και η δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Είδαμε πότε δημοσιεύτηκε το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης.  Δημοσιεύτηκε σχεδόν 2½ μήνες μετά, στις 30.6.06.  Στο μεταξύ δεν ειδοποιήθηκαν οι αιτητές για την απόρριψη της ένστασης και για την απόφαση για την απαλλοτρίωση. Αυτό έγινε με την επιστολή ημερομηνίας 9.8.06, την οποία οι αιτητές, όπως αναφέρουν, παρέλαβαν στις 16.8.06.  Οπότε, με αυτή την ημερομηνία ως βάση, καταχώρησαν την προσφυγή μέσα στις 75 ημέρες που ακολούθησαν.  Εμπροθέσμως όπως εισηγούνται στη βάση της νομολογίας επί του θέματος.  Εκπροθέσμως κατά τους καθ' ων η αίτηση στη βάση των επί του σημείου πρωτόδικων αποφάσεων που αναφέρθηκαν και με την πρόταση πως η επιστολή τους ημερομηνίας 9.8.06 ήταν, στην πραγματικότητα, πλεονασματική.

 

Εξετάσαμε τα δεδομένα και καταλήγουμε πως, στη βάση της νομολογίας μας, η κατά το Νόμο υποβολή ένστασης επέβαλλε καθήκον εξέτασης και απάντησης επί αυτήςΈχουμε και εδώ ειδοποίηση γι' αυτό το δικαίωμα, μάλιστα επιβαλλόμενη από το Νόμο αλλά θεωρούμε πως η αρχή είναι ευρύτερη.  Η συνάρτησή της προς το Άρθρο 29 του Συντάγματος είναι σημαντική.  Δημιουργείται προσδοκία απάντησης προσωπικής και η υποχρέωση γι' αυτή δεν μπορεί να παρακαμφθεί ώστε η μη συμμόρφωση της διοίκησης να προκαλεί έννομα αποτελέσματα σε βάρος του πολίτη.  Σε τέτοια περίπτωση, όπως έχει νομολογηθεί, η δημοσίευση δεν είναι επαρκής με την έννοια του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.  Εναρκτήριο σημείο πρέπει να είναι η ημερομηνία της προσωπικής ειδοποίησης την οποία άνετα θα μπορούσε να δώσει η διοίκηση.  Η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη και, κατά την καθιερωμένη πρακτική, θα εξετάσουμε την ουσία».

 

Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε με συνέπεια από επόμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σχετικές οι αποφάσεις Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λιασή (Λιασίδη) κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 25 Εγγλεζάκης Ανδρέας Μοδέστου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 525 και Στυλιανού Ανδρέας και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 493.

 

Ερχόμενος στα εδώ κρινόμενα, είναι θεωρώ παραδεκτό ότι οι Αιτητές διά των δικηγόρων τους υπέβαλαν ένσταση και επικοινώνησαν μάλιστα με τα αρμόδια τμήματα εξέτασής της σε διάφορες περιπτώσεις για σκοπούς πληροφόρησης τους. Εντούτοις ουδεμία απάντηση στην ένστασή τους έλαβαν αλλά πληροφορήθηκαν την έκδοση του επίδικου Διατάγματος Απαλλοτρίωσης έμμεσα μάλιστα, κατόπιν της λήψης επιστολής εκ μέρους των Εκτιμητών ημερ. 24.09.2019 και αυτό όχι προς το σκοπό απάντησης επί της ένστασής τους αλλά για την προσφορά της σχετικής αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση.

 

Με αυτά ως δεδομένα και λαμβάνοντας καθοδήγηση από τον δεσμευτικό λόγο της απόφασης Παπαντωνίου (ανωτέρω), δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία δημοσίευσης του επίδικου Διατάγματος Απαλλοτρίωσης αλλά η λήψη γνώσης από την επιστολή των Εκτιμητών ημερ. 24.09.2019, από την οποία έστω έμμεσα οι Αιτητές έλαβαν γνώση της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης (και της απόρριψης της ένστασής τους).

 

Ως εκ τούτου η παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 26.11.2019, 63 ημέρες μετά την επιστολή ημερομηνίας 24.09.2019 (ακόμα ολιγότερες αν ληφθεί υπόψη η ημερομηνία λήψης της από τους Αιτητές 2 και 5), είναι εμπρόθεσμη και άρα η πρώτη προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση 3 απορρίπτεται.

 

Δεδομένης της μη ανάπτυξης της δεύτερης προδικαστικής ένστασης από τους Καθ’ ων η αίτηση αλλά και της απουσίας οποιουδήποτε υλικού από τα ενώπιόν μου, το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει είτε τον ισχυρισμό ότι οι Αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλουν το επίδικο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης  είτε συμπεριφορά που προσκρούει στο δόγμα επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας και η δεύτερη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται. Προχωρώ στην εξέταση των λόγων ακύρωσης.

 

Με την αγόρευσή τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών εγείρουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και πλημμελούς αιτιολογίας καθώς και ότι εκδόθηκε παράνομα και αντίθετα με το Σύνταγμα και τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο αλλά και υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και παράνομα καθότι δεν εκχωρείται δια νόμου κανένα δικαίωμα ή εξουσία στους Καθ’ ων η αίτηση 3 να προβαίνουν σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις.  

 

Προς ανάλυση του λόγου ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη εξεδόθη υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και παράνομα καθότι δεν εκχωρείται δια νόμου κανένα δικαίωμα ή εξουσία στους Καθ’ ων η αίτηση 3 να προβαίνουν σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, οι Αιτητές παραπέμπουν στις πρόνοιες του Άρθρου 23(4) του Συντάγματος και του άρθρου 32(1) του περί Αρδευτικών Τμημάτων (Χωριά) Νόμου (Κεφ.342), ως έχει τροποποιηθεί (εφεξής ο «Νόμος») υποβάλλοντας ότι έτυχαν ερμηνείας από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση επί της προσφυγής Σχίζας Κυριάκος ν. Επιτροπής του Αρδευτικού Τμήματος Αγίου Θεόδωρου Σολέας (2007) 4 ΑΑΔ 415. Αναφέρουν ότι στην εν λόγω απόφαση, η οποία υιοθετεί το σκεπτικό της Φάττας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 4 Α.Α.Δ. 1170 (απόφαση εντ. Δικ. Χατζηχαμπή) νομολογήθηκε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση 3 δεν έχουν δικαίωμα να προβούν στην επίδικη απαλλοτρίωση, καθότι το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος προνοεί ότι οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία μπορεί να απαλλοτριωθεί αναγκαστικά μόνο από τη Δημοκρατία ή από δημοτική αρχή ή από Κοινοτική Συνέλευση. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρθηκε συγκεκριμένα ότι:

 

«Κατά την κρίση μου μόνο τα τρία σώματα που αναφέρονται ρητά στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, υπό τις συνθήκες βέβαια που ορίζει το Σύνταγμα και ο σχετικός Νόμος.  Τα σώματα αυτά είναι η Δημοκρατία, οι Δημοτικές Αρχές και οι Κοινοτικές Συνελεύσεις και δεν περιλαμβάνουν Επιτροπείες Αρδευτικών Τμημάτων χωριών, όπως είναι οι καθ' ων η αίτηση».

 

Περαιτέρω, εισηγούνται οι Αιτητές, αποφασίστηκε ότι το άρθρο 32 του περί Αρδευτικών Τμημάτων (Χωριά) Νόμου, Κεφ. 342 με το οποίο δίδεται εξουσία σε Επιτροπείες Αρδευτικών Τμημάτων χωριών να απαλλοτριώνουν ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε σε ισχύ Νόμου περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, δεν μπορεί να ισχύει και μετά τη θέσπιση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Έχοντας μελετήσει τις εν λόγω αποφάσεις καθώς και το όλο νομοθετικό πλαίσιο, σημειώνω ότι, της έκδοσης των πιο πάνω πρωτόδικων αποφάσεων στη Σχίζας και Φάττας, ακολούθησε η τροποποίηση του Νόμου με τον περί Αρδευτικών Τμημάτων (Χωριά) (Τροποποιητικό) Νόμο του 2011 (Ν. 132(I)/2011) ημερ. 14.10.2011. Με την εν λόγω τροποποίηση ο ορισμός (άρθρο 2): "αρδευτικό τμήμα" τροποποιήθηκε ως εξής (η έμφαση τίθεται στο κείμενο που προστέθηκε με την τροποποίηση):

 

«"αρδευτικό τμήμα" σημαίvει αρδευτικό τμήμα πoυ συστάθηκε από τoυς γαιoκτήμovες σε χωριό ή εvoρία χωριoύ ή oμάδα χωριώv βάσει τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ, πoυ λειτoυργεί εvτός τέτoιoυ χωριoύ ή εvoρίας ή oμάδας χωριoύ το οποίο είναι οργανισμός κοινής ωφελείας με εξουσία να αποκτά, να κατέχει και να διαθέτει ιδιοκτησία, να συνάπτει συμβόλαια και να ενάγει και ενάγεται, μέσω του Ταμία της αντίστοιχης Αρδευτικής Επιτροπείας».

 

Πλέον άρα διευκρινίστηκε (για ότι αυτό άξιζε) ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αποτελούν οργανισμό κοινής ωφέλειας, ως εκ τούτου, εντάσσονται στο Άρθρο 23(4) του Συντάγματος, το οποίο ρητώς προβλέπει ότι «οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας δύναται να απαλλοτριωθή αναγκαστικώς» όχι μόνον υπό της Δημοκρατίας ή υπό της δημοτικής αρχής, ως και υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως αλλά «επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας, προς ους έχει παραχωρηθή τοιούτον δικαίωμα υπό του νόμου».

 

Θεωρώ δε, ότι το όλο θέμα έχει ξεκαθαρίσει με την απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Καλομοίρας Σωκράτους και Άλλων (2015) 3 ΑΑΔ 361, όπου διατυπώθηκε η αρχή:

 

«ότι οι λέξεις «ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας», οριοθετούν περιπτώσεις απαλλοτρίωσης ανεξάρτητες και αυτόνομες από εκείνες που μνημονεύονται προηγουμένως και αναφέρονται στη Δημοκρατία, τις δημοτικές αρχές και τις Κοινοτικές Συνελεύσεις ως δικαιούμενες να προβαίνουν σε απαλλοτρίωση. Το προσθετικό «ως επίσης» δεν αφήνει αμφιβολία για τη δυνατότητα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου να διενεργούν απαλλοτριώσεις».

 

Συνεπώς από το όλο κείμενο του Νόμου και ιδίως από τον ως άνω ορισμό, ο οποίος ρητώς καθορίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση 3 είναι οργανισμός κοινής ωφέλειας αλλά και λαμβάνοντας καθοδήγηση από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί Αναθεωρητικής Έφεσης στη Σωκράτους (ανωτέρω), ο εν λόγω λόγος ακύρωσης, με τον οποίο ουσιαστικά αμφισβητείται η δυνατότητα των Καθ΄ων η αίτηση βάσει του Συντάγματος, του Νόμου και της νομολογίας να εκδώσουν την προσβαλλόμενη πράξη, απορρίπτεται.

 

Προχωρώ στους ισχυρισμούς των Αιτητών ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και πλημμελούς αιτιολογίας. Επί τούτων, θεωρώ ότι οι Αιτητές έχουν δίκαιο να παραπονούνται.

 

Ανατρέχοντας στο σύνολο των εγγράφων, τα οποία κατατέθηκαν ως διοικητικοί φάκελοι από τους Καθ’ ων η αίτηση, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε έγγραφο, το οποίο να αιτιολογεί την αναγκαιότητα της εν λόγω απαλλοτρίωσης για το συγκεκριμένο ακίνητο.

 

Όσα έγγραφα εντοπίζονται πριν την έκδοση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης αναφέρουν βασικά ότι η υδατοδεξαμενή υπάρχει ήδη επί του ακινήτου, ότι αυτή απαιτείται για το συγκεκριμένο σκοπό που αναφέρεται στην γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και ότι εκ παραδρομής δεν ολοκληρώθηκε η συγκεκριμένη απαλλοτρίωση. Ουσιαστικά οι μόνες πληροφορίες που αντλούνται από τα έγγραφα που βρίσκονται στον διοικητικό φάκελο είναι αυτές. Τα γεγονότα όμως αυτά, σε καμία περίπτωση είναι επαρκή για να αιτιολογήσουν την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης απαλλοτρίωσης επί του εν λόγω ακινήτου.

 

Το γεγονός μάλιστα της ύπαρξης της υδατοδεξαμενής επί  του ακινήτου, όχι μόνο δεν αιτιολογεί την αναγκαιότητα παραμονής της επ’ αυτού, αλλά τουναντίον, με δεδομένη την έγερση από τους Αιτητές δικαστικής διαδικασίας προς άρση της ισχυριζόμενης παράνομης επέμβασης λόγω της ύπαρξης της, αποτελεί από μόνο του λόγο που θα έπρεπε να  οδηγήσει σε πληρέστερη αιτιολόγηση των λόγων που κατέστησαν αναγκαία την επίδικη απαλλοτρίωση.

 

Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου βέβαια ότι στην ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση (παράγραφος 2) τίθεται ο ισχυρισμός ότι η υδατοδεξαμενή υπήρχε προ τριανταετίας με τη συγκατάθεση των «τότε ιδιοκτητών» του ακινήτου όμως αυτός παραμένει ισχυρισμός χωρίς απολύτως καμία τεκμηρίωση ή υποστηρικτικό προς τούτο στοιχείο εντός του διοικητικού φακέλου, από τη δε εκκρεμούσα αγωγή των Αιτητών εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση φαίνεται αυτό να είναι επίδικο να αποφασιστεί από το αρμόδιο δικαστήριο.

 

Η ανυπαρξία αιτιολογίας προκύπτει και από τα όσα ακολούθησαν την ένσταση των Αιτητών. Η επιστολή του Επάρχου προς το Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 23.05.2019  αλλά και τα πρακτικά της Υπουργικής επιτροπής ημερ. 21.08.2019 αναφέρουν μόνον ότι η προς απαλλοτρίωση έκταση είναι μικρής έκτασης και αξίας και θα πληρωθεί αποζημίωση και ότι η απαλλοτρίωση είναι επιτακτική για σκοπούς δημοσίας ωφέλειας.

 

Τα πιο πάνω λοιπόν στοιχεία του διοικητικού φακέλου, θεωρώ ότι δεν είναι επαρκή προς αιτιολόγηση της επίδικης απαλλοτρίωσης. Σε συμφωνία με τις υποβολές των Αιτητών, θεωρώ ότι πάγια Νομολογία έχει καθορίσει ότι πριν από κάθε απαλλοτρίωση πρέπει να προηγηθεί μελέτη, με την οποία να αιτιολογείται ο λόγος επιλογής του συγκεκριμένου προς απαλλοτρίωση ακινήτου, ότι έγινε η δέουσα έρευνα για την επιλογή της καλύτερης λύσης ανάλογα πάντοτε με τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης, κτλ.

 

Όπως αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση στην Ε.Δ.Δ Αρ.42/2017,  Κική Είκοσι, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιώσασας Πίτσας Είκοσι κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. ημερ. 10.04.2024 (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Το διοικητικό όργανο με την πολυσέλιδη μελέτη - έκθεση του παρέθεσε και ανέλυσε όλα τα σχετικά κριτήρια.  Όπως έχει τεθεί νομολογιακά, μια τέτοια μελέτη αποτελεί και την προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης.   (Βλ. Glyki and another v. The Municipal Corporation of Famagusta, (1967)3 C.L.R. 677, Μεστάνας κ.ά. ν. Δημοτικό Συμβούλιο Αθηαίνου (αρ.2) 1992 3 Α.Α.Δ. 185 και, Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου, ανωτέρω).  Εν προκειμένω, η ολοκληρωμένη αυτή μελέτη είχε ως αποτέλεσμα πως η συνολική διοικητική πράξη περιείχε στοιχεία επαρκούς έρευνας και δέουσας αιτιολογίας, ώστε να μην αφήνεται πεδίον επέμβασης μας ως προς την επικυρωτική πρωτόδικη κρίση».

 

Στην Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 543 με παραπομπή επίσης σε πάγια νομολογία, αναφέρθηκε (έμφαση του Δικαστηρίου):

 

Η επιλογή της γης, η προώθηση της απαλλοτρίωσης και η χρήση της περιουσίας για τους σκοπούς για τους οποίους αυτή αποκτάται, αποτελεί έργο και ευθύνη της Εκτελεστικής Εξουσίας - (βλ. Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ. ν. Δήμου Λ/σού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25), με ταυτόχρονη, όμως, υποχρέωση της Απαλλοτριούσας Αρχής, προτού προχωρήσει στη λήψη της απόφασης για απαλλοτρίωση, να ετοιμάσει ολοκληρωμένη μελέτη - (βλ. Σπύρου ν. Δημοτ. Συμβ. Κ. Πολεμιδιών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 307).

 

Έχουμε εξετάσει, μέσα από τους διοικητικούς φακέλους, την πορεία που ακολουθήθηκε για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ό,τι προκύπτει από αυτούς, είναι ότι οι καθ' ων η αίτηση έχουν ερευνήσει όλα όσα αφορούν και επηρεάζουν το έργο, για το οποίο κρίθηκε αναγκαία η απαλλοτρίωση του μέρους του τεμαχίου της αιτήτριας. Στην πρόταση, η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο σε σχέση με το Σχέδιο Τριτοβάθμιας Επεξεργασίας και Αξιοποίησης των Λυμάτων, υπάρχει σύνοψη των εκθέσεων που ετοιμάστηκαν, οι οποίες, επίσης, βρίσκονται στους διοικητικούς φακέλους, μαζί με καταγραφές υψομετρικών μετρήσεων της περιοχής και σωρεία άλλων εγγράφων σχετικών με την απαλλοτρίωση, που αποκαλύπτουν την έρευνα που έγινε και συμπληρώνουν την αιτιολογία, η οποία, εν πάση περιπτώσει, διατυπώνεται με επάρκεια τόσο στη Γνωστοποίηση όσο και στο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης.

 

Στη Σπύρου ν. Δημοτ. Συμβ. Κ. Πολεμιδιών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 307 αναφέρθηκε:

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η Διοίκηση δεν προχωρεί στη λήψη απόφασης για απαλλοτρίωση προτού εξετάσει τα σχέδια του έργου που δείχνουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση. (Ίδε Κολοκασίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 427.) Η Απαλλοτριούσα Αρχή έχει την υποχρέωση να εξετάζει τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια επιβάλλεται η ετοιμασία μιας ολοκληρωμένης μελέτης. (Ίδε Μεστάνας και Άλλοι ν. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηαίνου (Αρ.2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 185. Ίδε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, 87, Οικονόμου "Ο Δικαστικός Έλεγχος της Διακριτικής Εξουσίας" (1966) 186)».

 

Ως προς την αναγκαιότητα για δέουσα έρευνα για επιλογή της καλύτερης λύσης στην Υπόθεση Αρ. 1754/2007 Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου κ.α ημερ. 29.03.2011 αναφέρθηκε:

 

«Η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι η απαλλοτρίωση και η επίταξη προϋποθέτουν δέουσα έρευνα για την επιλογή της καλύτερης λύσης ανάλογα πάντοτε με τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης (Καπονίδης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 598)».

 

Είναι σαφές ότι η νομολογία έχει καθορίσει σταθερά την αναγκαιότητα όπως πριν από κάθε απαλλοτρίωση, υπάρχει σχεδιασμός και μελέτη που να τεκμηριώνει την αναγκαιότητά της και ότι έγινε δέουσα έρευνα για την επιλογή της καλύτερης λύσης ανάλογα πάντοτε με τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Η έκταση του σχεδιασμού ή μελέτης φυσικά ποικίλλει και, κατά κανόνα, δεν αναμένεται για μικρής έκτασης απαλλοτριώσεις, ο σχεδιασμός να είναι ανάλογος μεγάλων και πολύπλοκων έργων. Στην παρούσα όμως περίπτωση, η οποία φαίνεται ότι πράγματι αφορά μικρής έκτασης απαλλοτρίωση, τόσο από τον διοικητικό φάκελο όσο και από τα έγγραφα που επισυνάπτονται στην Ένσταση, απουσιάζει πλήρως το αναγκαίο αιτιολογικό υπόβαθρο είτε στη μορφή μελέτης είτε έκθεσης είτε έστω πρακτικού που να θεμελιώνει την αναγκαιότητα απαλλοτρίωσης για το συγκεκριμένο ακίνητο. Η απλή ύπαρξη του τετελεσμένου γεγονότος της επί του ακινήτου προΰπαρξής της υδατοδεξαμενής, ιδίως ενόψει της εκκρεμούσας αγωγής που αφορά αυτό ακριβώς το γεγονός, όχι απλά δεν προσφέρει αιτιολογικό υπόβαθρο αλλά απαιτούσε υπό τις περιστάσεις επαρκέστερη αιτιολόγηση των λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στη συγκεκριμένη επιλογή. Η πλήρης απουσία του εν λόγω αιτιολογικού υποβάθρου θεμελιώνει και πλημμελή έρευνα.

 

Δεδομένων των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται ως αναιτιολόγητη και προϊόν πλημμελούς έρευνας με 1.800 ευρώ πλέον ΦΠΑ υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.  

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο