ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                 

(Υπόθεση Αρ. 1815/2019)

 

                                         25 Ιουνίου 2024

 

                                [ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

                 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

   ΔΡ. Κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.                                                                                                     Αιτητές

                                                  ΚΑΙ

 

                 ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

Καθ’ ου η Αίτηση

 

Α. Ταλιαδώρος, μαζί με Η. Ταλιαδώρο και Γ. Μούντη, για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητές

Κ. Μελάς, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ου η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, η «απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση, ημερομηνίας 25.9.2019, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Υπόθεσης αρ. 2/2018, επιδόθηκε στους Αιτητές αρχικά στις 30.9.2019 και διορθωμένο κείμενό της στις 9.10.2019 (βλ. Παράρτημα Z) και με την οποία οι Αιτητές κρίθηκαν από τον Καθ' ου η Αίτηση ένοχοι στις 4 από τις 6 κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, σύμφωνα με το Κατηγορητήριο ημερομηνίας 16.7.2018, για μη εφαρμογή επαρκών και κατάλληλων συστημάτων και διαδικασιών και άσκηση δέουσας επιμέλειας, σε σχέση με συγκεκριμένο πελάτη, κατ' επίκληση συγκεκριμένων άρθρων του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(1)/2007) και τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο συνολικού ύψους €31.000».

 

Συνοπτικά, τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τα εξής:

 

Στις 14.5.2018 και 15.5.2018, διενεργήθηκε επιτόπιος εποπτικός έλεγχος από το Τμήμα Εποπτείας και Συμμόρφωσης του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, στο δικηγορικό γραφείο των αιτητών. Στη βάση των όσων προέκυψαν από τον διενεργηθέντα έλεγχο, ο καθ’ ου η αίτηση αποφάσισε να εκκινήσει διαδικασία εναντίον των αιτητών και προς τούτο, συνέταξε και τούς απέστειλε κατηγορητήριο, ημερομηνίας 16.7.2018, καλώντας τους να υποβάλουν τυχόν έγγραφες παραστάσεις ενώπιον του καθ’ ου η αίτηση εντός 15 ημερών. Όπως αναγράφεται στο κατηγορητήριο, αυτό συντάχθηκε δυνάμει του άρθρου 59(2)(β) και 6(α) του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου (Ν.188(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), και της Οδηγίας που εξέδωσε ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος προς τα μέλη του για τη διαδικασία διεξαγωγής εποπτικού ελέγχου και διαδικασία επιβολής κυρώσεων/προστίμων.

 

Στις 2.8.2018, υποβλήθηκαν οι έγγραφες παραστάσεις των αιτητών, όπως αργότερα, στις 19.3.2019, υποβλήθηκαν και οι διευκρινίσεις που είχε ζητήσει ο καθ’ ου η αίτηση από τους αιτητές.

 

Τελικά, στις 25.9.2019, εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία οι αιτητές κρίθηκαν ένοχοι για μη συμμόρφωσή τους με τα άρθρα 2, 3, 4, 5, 58(α), 59(2)(β), 59(4), 59(5), 59(6)(α) και (β), 59(9), 60(α) και (β), 61(1)(β),(γ) και (δ), 62, 64(1)(α) και (γ) και 64(2) του Νόμου και τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους €31.000,00. Επί της ουσίας, κρίθηκε ότι οι αιτητές, κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων, δεν είχαν εφαρμόσει επαρκή και κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες για προσδιορισμό της ταυτότητας και την άσκηση δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη τους, δια της εξακρίβωσης της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου, δια της συλλογής πληροφοριών για το σκοπό και το σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης, δια της άσκησης συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση με τον πελάτη, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τα στοιχεία και πληροφορίες που κατέχονται σε σχέση με τον πελάτη, την επιχείρηση και το προφίλ κινδύνου του πελάτη, περιλαμβανομένης της προέλευσης των κεφαλαίων και, τέλος, ότι οι αιτητές δεν εφάρμοσαν αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη για συναλλαγές ή επιχειρηματικές σχέσεις με πελάτη που δεν είναι παρών για να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, με πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο και σε περιπτώσεις οι οποίες από τη φύση τους παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 13.12.2019.

 

Προέχει, πριν από την εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που εγείρει η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, με τις οποίες τίθεται ουσιαστικά ζήτημα δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπό κρίση διαφοράς. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καθ’ ου η αίτηση, η παρούσα υπόθεση εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, καθότι το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου δεν ασκεί εκτελεστική εξουσία εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά εξουσία που σχετίζεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Με αναφορά στο άρθρο 24 του περί Δικηγόρων Νόμου (Κεφ. 2), υποβάλλεται η εισήγηση ότι, στις εξουσίες του καθ’ ου η αίτηση εμπίπτουν όλα τα θέματα που αφορούν το επάγγελμα του δικηγόρου και το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου έχει τη γενική εποπτεία επί όλων των μελών του Συλλόγου. Συναφώς, εγείρεται και δεύτερη προδικαστική ένσταση, η οποία έγκειται στον ισχυρισμό ότι η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη ως απαράδεκτη και για το λόγο ότι στρέφεται κατά πράξης που αφορά σε συμμόρφωση με εσωτερικά μέτρα του καθ’ ου η αίτηση. Εντός αυτού του πλαισίου, με αναφορά σε σχετική νομολογία, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν εμπίπτει στο χώρο του δημοσίου δικαίου, αλλά του ιδιωτικού.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες επί του θέματος υπήρξαν οι θέσεις των συνηγόρων των αιτητών, οι οποίοι με αναφορά σε νομοθεσία, αλλά και σε σχετική νομολογία, υποστηρικτική των δικών τους θέσεων, προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει όλα τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία δύναται ωσαύτως να προσβληθεί, και ορθώς προσβλήθηκε, δια προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, συνιστά θέμα δημοσίας τάξεως και δύναται να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, και τονίστηκε εκ νέου πολύ πρόσφατα, στην Ανδρέας Στέλιου Παμπόρη ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 133/18, ημερ. 19.6.2024, θέματα δημόσιας τάξης, όπως είναι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, εξετάζονται αυτεπάγγελτα (Σπανού v. Κκαϊλή κ.α. Ε.Δ.Δ 47/2018 ημερ. 11.1.2024). Το ζήτημα της δικαιοδοσίας, συνδέεται άρρηκτα με τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης και η έκβασή του δύναται να επιδράσει καταλυτικά στην τύχη της προσφυγής, εφόσον μόνον εκτελεστές διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου μπορούν να προσβληθούν δια προσφυγής, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Παντελής Zέμπασιης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442). Παρομοίως, και σε άμεση συνάρτηση με τα προεκτεθέντα, και το ζήτημα της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, ως θέμα δημοσίας τάξεως, μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 31427, Hadjigeorghi v. The Minister of Finance (1987) 3 C.L.R. 280).

 

Παρόμοιο με το εδώ εξεταζόμενο θέμα, εξετάστηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στην, δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση στην Δημήτρης Λοϊζίδης ν. Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος κ.α., ΕΔΔ 5/18, ημερ. 20.11.2023. Με την απόφασή του στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει ότι η απόφαση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, με την οποία εγκρίθηκε η διατήρηση της παραχωρηθείσας άδειας συμβούλου αφερεγγυότητας στον εκεί αιτητή, υπό τον όρο συμμετοχής του τελευταίου σε ειδικό εκπαιδευτικό σεμινάριο και επιτυχίας του σε γραπτή εξέταση, ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημόσιου δικαίου. Τα όσα επεσήμανε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφορικά με τη φύση των πράξεων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, δεν επιδέχονται πολλαπλής ερμηνείας. Λέχθηκαν συναφώς τα εξής (η έμφαση έχει προστεθεί):

 

«Το  πρώτιστο που πρέπει να απαντηθεί είναι αν η προσβαλλόμενη πράξη ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου το οποίο δεν είναι πάντοτε εύκολο να διαπιστωθεί. Σχετικές είναι κατά πρώτο οι πρόνοιες της νομοθεσίας που αφορούν το υπό εξέταση ζήτημα. 

[.]

Το πως η νομολογία μας αντιμετωπίζει το ζήτημα, αν η προσβαλλόμενη πράξη ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση Λεωφορεία Λευκωσίας Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ε.Δ.Δ. αρ. 36/17, ημερ. 17.10.23, όπου υιοθετήθηκε ο λόγος της υπόθεσης Αναφορικά με την Darimpex Ltd, Πολ. Έφ. 216/20, ημερ. 7.6.2021, στην οποία επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στην απόφαση Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 ΑΑΔ 218, απασχόλησαν τα βασικά κριτήρια για την οριοθέτηση των τομέων του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. Βασική παράμετρο συνιστά η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου. Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δυο τομέων δικαίου είναι λεπτή και δεν είναι εύκολο πάντοτε να συρθεί, σημειώνονται τα ακόλουθα, στη σελίδα 222:

 

"O τομέας του δημοσίου δικαίου οριοθετείται, όπως διευκρινίζει η νομολογία, από το ενδιαφέρον του δημοσίου στην προαγωγή των σκοπών που αποβλέπει ο νομοθέτης να προάγει, με τη χορήγηση της εξουσίας, από την άσκηση της οποία απορρέει η απόφαση η οποία προσβάλλεται.

 

Η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου, αποτελεί το βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων του δικαίου. Εάν η πράξη σκοπεί, κατά κύριο λόγο (primarily), στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και, στην αντίθετη περίπτωση, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου - (βλ. Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342, 2346)."

 

Όπως είχε την ευκαιρία να επαναλάβει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Θεοχαρίδη, Π.Ε. 124/2018, ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A392:

"Ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης είναι ο πιο καθοριστικός, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Στην υπόθεση Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442, τονίστηκε ότι «αν με την πράξη που εκδίδει διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». (Βλ. επίσης Antoniou and others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623)"».

 

Το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος διαλαμβάνει ότι το Διοικητικό Δικαστήριο «. έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσας προσφυγής υποβαλλόμενης κατά αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστική ή διοικητική  λειτουργία .».   

         

Στην υπόθεση Valana v. The Republic 3 R.S.C.C. 92, αποφασίστηκε ότι οι λέξεις «πράξη» ή «απόφαση» στο Άρθρο 146.1 του Συντάγματος σημαίνει μια πράξη ή απόφαση, η οποία εμπίπτει μόνο στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου και όχι μια πράξη ή απόφαση ενός δημοσίου λειτουργού στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. (βλ. Achilleas Hadjikyriakou and Theodologia Hadjiapostolou 3 R.S.C.C. 89).

 

Στην υπόθεση Αιμιλιανίδης ν. Συμβουλίου Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174 αποφασίστηκε ότι η εκλογή Προέδρου και κατ΄ επέκταση Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου «. δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου γιατί όταν ένας δημόσιος λειτουργός περιβάλλεται με αρμοδιότητα να ενεργήσει σχετικά με θέματα ο κύριος σκοπός των οποίων δεν είναι η προώθηση ενός δημόσιου σκοπού αλλά η ρύθμιση των σχέσεων που ανάγονται στη σφαίρα του Αστικού Δικαίου, τότε τέτοια πράξη είναι θέμα που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και δεν αποτελεί μια πράξη ή απόφαση μέσα στην έννοια της παραγράφου 1 του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος περιλαμβάνει όλους τους δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμα στη Δημοκρατία. Το δε Συµβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου αποτελείται από τα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 23, μεταξύ αυτών και ο Γενικός Εισαγγελέας. Οι δε εξουσίες του Συμβουλίου καθορίζονται στο άρθρο 24 του Περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, ως εκ της φύσης του, δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δεν υφίσταται νομοθετική διάταξη που να καθιστά τις λειτουργίες του θέμα δημοσίου δικαίου ούτε  και μπορεί να θεωρηθεί ως νομικό  πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος προωθεί τους δικούς του επαγγελματικούς σκοπούς και συνεπώς δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Βλ., επίσης, Papacharalambous  and others v. Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330, Papacharalambous  and others v. The Bar Council (1983) 3 C.L.R. 342 και Παπακόκκινου ν. Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Υπόθεση αρ. 455/2007, ημερ. 1.9.2009). 

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Νόμος απάλλαξε τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο από την υποχρέωση υποβολής αίτησης για να αναγνωριστεί ως επαγγελματικό σώμα για τους σκοπούς του πιο πάνω Νόμου. Ο τελευταίος, υπό την ιδιότητα του ως αρμόδια αρχή, με βάση το Νόμο, έχει εξουσία να ρυθμίζει θέματα, μεταξύ άλλων και την έκδοση αδειών συμβούλων αφερεγγυότητας. Η εξουσία του αυτή περιορίζεται μόνο στα μέλη του και σε κανένα άλλο πρόσωπο. Η πράξη του εφεσίβλητου αρ. 1 να ζητήσει από τον εφεσείοντα να παρακολουθήσει σεμινάριο και να παρακαθήσει σε εξετάσεις, για να συνεχίσει να βρίσκεται σε ισχύ η άδεια του μετά την πάροδο 5 μηνών, δεν εντάσσεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

 

Εν κατακλείδι, τα συγκεκριμένα θέματα που εγέρθηκαν με την προσφυγή δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Παρά το ότι ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος απαλλάχθηκε από την υποχρέωση να υποβάλει αίτηση και αναγνωρίστηκε από τον Υπουργό ως αναγνωρισμένο σώμα για σκοπούς του Νόμου, δεν μεταβάλλεται το πιο πάνω συμπέρασμα. 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, υιοθετούμε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο οριοθέτησε την πράξη ως ιδιωτικού δικαίου.».

 

Μάλιστα, αναφορά στην αμέσως πιο πάνω απόφαση, ως προς το ζήτημα της φύσης της πράξης ως εμπίπτουσας στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου, έγινε και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην Παμπόρη, ανωτέρω. Περαιτέρω, η ίδια προσέγγιση επί ζητήματος παρόμοιου ως το εδώ εξεταζόμενο, ακολουθήθηκε και στην Π.Ν. ΚΟΥΡΤΕΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε. ν. Συμβουλίου Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Υποθ. Αρ. 477/2023, ημερ. 24.7.2023, αντικείμενο της οποίας ήταν η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο στους αιτητές, καθότι έκρινε ότι αυτοί είχαν παραβιάσει τις πρόνοιες του Νόμου 188(Ι)/2007. Το Διοικητικό Δικαστήριο, με αναφορά και στην πρωτόδικη απόφαση Λοιζίδης ν. Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου κ.ά., Υπόθεση Αρ. 1474/2015, ημερ. 27.12.2017, η οποία επικυρώθηκε αργότερα με την Λοιζίδης, ανωτέρω, έκρινε ότι ο καθ' ου η αίτηση δεν ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, ούτως ώστε οι πράξεις του να εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Διοκητικού Δικαστηρίου.

 

Πράγματι, το κατά πόσον μια διοικητική απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου, δεν είναι πάντοτε εύκολο να διαπιστωθεί (Μυρτώ Χριστοδούλου κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου κ.α., υπ. Αρ. 551/2013, ημερ. 7.6.2013). Νομολογιακά, ωστόσο, έχουν αναγνωρισθεί διάφορα κριτήρια προς την ταξινόμηση μιας πράξης είτε στη σφαίρα του ιδιωτικού είτε του δημοσίου δικαίου. Πολύ πρόσφατα, στην Παμπόρη, ανωτέρω, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με αναφορά στην Λοϊζίδης, ανωτέρω, αλλά και στην Λεωφορεία  Λευκωσίας Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α., Ε.Δ.Δ. αρ. 36/17, ημερ. 17.10.2023, καθώς και στην Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218, επεσήμανε ότι βασικό κριτήριο, συνιστά η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου. Το πεδίο του δημοσίου δικαίου οριοθετείται από το ενδιαφέρον του δημοσίου στην προαγωγή των σκοπών που αποβλέπει ο νομοθέτης να προαγάγει, με τη χορήγηση της εξουσίας, από την άσκηση της οποίας απορρέει η απόφαση η οποία προσβάλλεται. Η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου, αποτελεί το βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων του δικαίου. Εάν η πράξη σκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και, στην αντίθετη περίπτωση, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου (Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342, 2346). Αυτό δε το κριτήριο, ήτοι ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης, είναι ο πιο καθοριστικός, υποσκελίζοντας και το κριτήριο της φύσης του οργάνου που την εξέδωσε (βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Θεοχαρίδη, Π.Ε. 124/2018, ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A392). Περαιτέρω, στην ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΩΝ (ΠΟΑ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ (ΚΟΑΠ) κ.α., Α.Ε. 35/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C222, τονίστηκε εκ νέου ότι το κύριο κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ πράξεων δημοσίου δικαίου και πράξεων ιδιωτικού δικαίου, είναι η φύση της ίδιας της πράξης και ο επιδιωκόμενος με την πράξη αυτή σκοπός. Ο δε καθορισμός των αστικών δικαιωμάτων των πολιτών από πράξη ή απόφαση διοικητικού οργάνου, κατά την άσκηση της εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας του, εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου κάτω από το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος (Δρ. Γεωργίου ν. ΑΗΚ (1995) 3 ΑΑΔ 424, 434).

 

Εφόσον λοιπόν με την εκδιδόμενη υπό του διοικητικού οργάνου πράξη επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, τότε η πράξη αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Ζέμπασιης κ.α., ανωτέρω, Ηellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481 και MARIOS MACHLOUZARIDES v. Republic (1985) 3 Α.Α.Δ. 2342). Δημόσιος δε σκοπός είναι εκείνος, στην ευόδωση του οποίου, εξ' αντικειμένου, έχει συμφέρον το κοινό ή τμήμα του κοινού (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882). Αντίθετα, πράξεις διοικητικών οργάνων που ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, είναι ουσιαστικά οι πράξεις με τις οποίες καθορίζονται και/ή ρυθμίζονται πρωταρχικά και/ή εξυπηρετούνται ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών (ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΩΝ (ΠΟΑ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ , ανωτέρω, Hellenic Bank v. Republic (1994) 3 C.L.R. 481). Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, πράξη που επηρεάζει αποκλειστικά ιδιωτικά δικαιώματα και όχι κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον του κοινού, στη σωστή εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (Republic v. M.D.M. Estate Developments Ltd (1982) 3 C.L.R. 642, 655).

 

Λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών και/ή γεγονότων της υπόθεσης, υπό το φως βεβαίως των πιο πάνω και δη των κριτηρίων που διαμόρφωσε η ημεδαπή νομολογία ως προς την ταξινόμηση μιας πράξης της Διοίκησης στη σφαίρα του ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, αλλά και των λεχθέντων στην Λοϊζίδης (ΕΔΔ 5/18), ανωτέρω και των προεκτεθεισών αποφάσεων επί του ζητήματος που εδώ εξετάζεται πριδικαστικώς, καταλήγω ότι και η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στο χώρο του δημοσίου δικαίου και δεν δύναται να προσβληθεί δια προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, σύμφωνα με το άρθρο 18 του περί Δικηγόρων Νόμου (Κεφ. 2), περιλαμβάνει όλους τους δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμα στη Δημοκρατία. Το δε Συµβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου αποτελείται από τα πρόσωπα που καθορίζονται στο άρθρο 23 του εν λόγω Νόμου, μεταξύ των οποίων και ο Γενικός Εισαγγελέας. Οι εξουσίες του Συμβουλίου καθορίζονται στο άρθρο 24 του ιδίου Νόμου και σε αυτές εμπίπτουν όλα τα θέματα που αφορούν στο επάγγελμα του δικηγόρου (Παπακόκκινου ν. Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Υπόθεση αρ. 455/2007, ημερ. 1.9.2009). Είναι σαφές από το ίδιο το κείμενο του εν λόγω Νόμου, ότι Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, ως εκ της φύσης του, δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δεν υφίσταται νομοθετική διάταξη που να εντάσσει τις λειτουργίες του στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου ούτε και μπορεί να θεωρηθεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Υπέρ αυτής της προσέγγισης συνηγορούν και οι διατάξεις του Νόμου 188(Ι)/2007, ο οποίος επίσης τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Εν προκειμένω, οι εξουσίες που ασκεί ο καθ' ου η αίτηση προκύπτουν από τις πρόνοιες του Νόμου. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 59(1)(ε) του Νόμου, ο καθ’ ου η αίτηση είναι η εποπτική αρχή:

 

«(ε) [.] για τις επαγγελµατικές δραστηριότητες -

(i) δικηγόρου και/ή εταιρείας δικηγόρων κατά την έννοια που δίδεται στους όρους αυτούς από τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόµου·

(ii) οµόρρυθµης εταιρείας ή ετερόρρυθµης εταιρείας της οποίας οι οµόρρυθµοι εταίροι είναι δικηγόροι ή εταιρείες δικηγόρων, καθώς και οποιασδήποτε σχετικής θυγατρικής εταιρείας τέτοιων εταιρειών:

Νοείται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες περιλαµβάνουν τις υπηρεσίες εµπιστευµάτων και υπηρεσιών προς τρίτα µέρη που καθορίζονται στον παρόντα Νόµο·».

 

Σκοπός της πιο πάνω διάταξης είναι ο εποπτικός έλεγχος δικηγόρων και εταιρειών δικηγόρων, ούτως ώστε να παρεμποδίζεται και/ή να καταπολεμάται η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Πρόκειται επί της ουσίας για έλεγχο της νόμιμης δραστηριοποίησης των δικηγόρων και των δικηγορικών εταιρειών, που συνιστά εν πολλοίς τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ως σώματος, το οποίο, μεταξύ άλλων, είναι το αρμόδιο για «να διαφυλάττει την τιµή [.] του Δικηγορικού Σώµατος» (βλ. άρθρο 24(1)(α) του περί Δικηγόρων Νόμου). Όπως λέχθηκε στην Λοϊζίδης, ανωτέρω, ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος προωθεί τους δικούς του επαγγελματικούς σκοπούς και, συνεπώς, δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος (βλ. επίσης Papacharalambous and others v. Nicosia Local Bar Association (1983) 3 C.L.R. 330, Papacharalambous  and others v. The Bar Council (1983) 3 C.L.R. 342 και Παπακόκκινου, ανωτέρω). Εν προκειμένω, ο καθ’ ου η αίτηση, υπό την ιδιότητά του ως εποπτική αρχή, με βάση το Νόμο, αλλά και στη βάση των διατάξεων του άρθρου 24 του περί Δικηγόρων Νόμου, έχει την εξουσία να εποπτεύει τις επαγγελµατικές δραστηριότητες δικηγόρου και/ή εταιρείας δικηγόρων και να ρυθμίζει θέματα, μεταξύ άλλων, που άπτονται της διαφύλαξης της τιμής και ανεξαρτησίας του δικηγορικού σώματος και της άσκησης και δεοντολογίας του επαγγέλματος (βλ. άρθρο 24(1)(α) και (β) του περί Δικηγόρων Νόμου). Η εξουσία του αυτή περιορίζεται μόνο στα μέλη του Συλλόγου και σε κανένα άλλο πρόσωπο, ενώ και οι πράξεις του, ως η εδώ προσβαλλόμενη, συνιστούν πράξεις που περιορίζονται στο πλαίσιο της εσωτερικής σχέσης του Συλλόγου με τα μέλη του. Εντός αυτού του πλαισίου και η εδώ επίδικη απόφαση επιβολής προστίμου στους αιτητές, ως απόρροια εφαρμογής και/ή υλοποίησης της εν λόγω εσωτερικής σχέσης του καθ’ ου η αίτηση με αυτούς, ως μέλος του Συλλόγου, δεν εντάσσεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και/ή δεν αφορά και/ή δεν επηρεάζει κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον του κοινού παρά μόνον ένα ιδιωτικό συμφέρον, ήτοι αυτό των αιτητών, ευρισκόμενη ωσαύτως εκτός της εμβέλειας του αναθεωρητικού ελέγχου των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 625/2019, ημερ. 15.6.2022).

 

Στις υποθέσεις Papacharalambous and Others, ανωτέρω και Papacharalambous and Another, ανωτέρω, αποφασίστηκε ότι «ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος είναι σύνδεσμος επαγγελματιών που προωθεί τους δικούς του επαγγελματικούς σκοπούς αλλά δεν είναι ως εκ της φύσεως του όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία με την έννοια του Άρθρου 146 διότι δεν υπάρχει ούτε ρητή νομοθετική διάταξη που καθιστά τις λειτουργίες τέτοιου συνδέσμου θέμα δημοσίου δικαίου, ούτε και πληρεί τις προϋποθέσεις που το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας αποφάσισε ως απαραίτητες για να δύναται να θεωρηθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως κρατικός έλεγχος επ’ αυτού ή τέτοια έκταση δυνάμεως δημοσίου δικαίου πάνω στην οργάνωση και λειτουργία του ώστε να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως δημόσια υπηρεσία». Περαιτέρω, στην υπόθεση Valana v. The Republic 3 R.S.C.C. 92, αποφασίστηκε ότι οι λέξεις «πράξη» ή «απόφαση» στο Άρθρο 146.1 του Συντάγματος σημαίνει μία πράξη ή απόφαση, η οποία εμπίπτει μόνο στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου και όχι μία πράξη ή απόφαση ενός δημοσίου λειτουργού στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1048 η οποία υιοθέτησε την Αιμιλιανίδης ν. Συμβουλίου του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου (1992) 3 Α.Α.Δ. 174, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει αποφανθεί ότι για την ένταξη μίας πράξης στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου είναι απαραίτητο αυτή να προέρχεται από το κράτος ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η πραγμάτωση με μία τέτοια πράξη δημοσίου σκοπού, είναι το όλο αποφασιστικό κριτήριο (Βλέπε: Γεωργίου ν. Α.Η.Κ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 424, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36).

 

Το σημαντικότερο γνώρισμα των οργανισμών δημοσίου δικαίου είναι ο προικισμός τους με αποφασιστική αρμοδιότητα σε ένα ή περισσότερους τομείς του δημοσίου δικαίου. Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου είναι πλάσματα του νόμου. Ιδρύονται και λειτουργούν δυνάμει νομοθεσίας η οποία καθορίζει μεταξύ άλλων τον τρόπο λειτουργίας τους και το διορισμό και λειτουργία των διοικητικών τους συμβουλίων (Βλέπε: ΡΙΚ ν. Χρίστου Καραγιώργη και Άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159 και Στεφανίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367).

[.]

Το όλο σκεπτικό της απόφασης (Antonis Kourris) σε συνδυασμό με το άρθρο 15 του περί Δικηγόρων Νόμου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συλλογικά όργανα που απαρτίζονται από τον Γενικό Εισαγγελέα και από δικηγόρους, με βάση το Νόμο περί Δικηγόρων, δεν ασκούν εκτελεστική εξουσία μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά εξουσία που σχετίζεται με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης.

[.]

Είναι σαφές από τη νομολογία ότι για να μπορεί ένα συλλογικό όργανο να θεωρηθεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή αρχή που ασκεί εκτελεστική εξουσία θα πρέπει να τελεί υπό τον έλεγχο του Κράτους ή το Διοικητικό του Συμβούλιο να διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο (Βλέπε, μεταξύ άλλων, πρωτόδικη απόφαση του Φρ. Νικολαΐδη, Δ. Χριστόδουλος Προεστός ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 407).»

 

Τα γεγονότα και/ή περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, δεν φαίνεται να μπορούν να διαφοροποιήσουν με οποιοδήποτε τρόπο τα ήδη αποφασισμένα από τη νομολογία σε σχέση με τις λειτουργίες που ασκεί ο καθ' ου η αίτηση και τη φύση της δράσης του. Όπως οποιαδήποτε άλλη πράξη του καθ' ου η αίτηση δεν θεωρείται ότι ασκείται και/ή εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, έτσι και η υπό κρίση δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση.

 

Επιπρόσθετα, ούτε από τον ίδιο το Νόμο προκύπτει η δυνατότητα άσκησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατ’ απόφασης ως η επίδικη, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό των αιτητών. Συναφώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση των αιτητών ότι ο ίδιος ο Νόμος παρέχει τη δυνατότητα καταχώρησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, κατά πράξεων του καθ’ ου η αίτηση: με αναφορά στη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 59(6Α)(α) του Νόμου, οι συνήγοροι των αιτητών εισηγούνται ότι το δικαίωμα καταχώρησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 κατ’ απόφασης ως η επίδικη, «εκλαμβάνεται ως δεδομένο». Στη συγκεκριμένη διάταξη, προβλέπονται τα εξής:

 

«Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή στην απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου, η αρμόδια Εποπτική Αρχή δημοσιεύει, χωρίς καθυστέρηση, στον επίσημο διαδικτυακό της  τόπο τις σχετικές πληροφορίες και μεταγενέστερες πληροφορίες για την έκβαση της προσφυγής, καθώς και κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου ή μέτρου:».

 

Ωστόσο, παρατηρώ ότι, ενώ σε άλλες διατάξεις του Νόμου, ρητά προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (βλ. π.χ. άρθρα 61 Α(9)(γ) και 61Γ(16)(α)), παρόμοια αναφορά δεν γίνεται στο άρθρο 59(6Α)(α), αλλά ο νομοθέτης περιορίστηκε στη χρήση του, γενικότερου εννοιολογικού περιεχομένου, όρου «προσφυγή». Θα συμφωνήσω επ’ αυτού με την προσέγγιση της πλευράς του καθ’ ου η αίτηση ότι η κατ’ αυτό τον τρόπο χρήση του όρου στο κείμενο, μάλλον σκοπεί στον καθορισμό των υποχρεώσεων που έχει η αρμόδια αρχή, εν προκειμένω ο καθ’ ου η αίτηση, να δημοσιεύει χωρίς καθυστέρηση τις σχετικές πληροφορίες, σε περίπτωση άσκησης ένδικου μέσου. Υπέρ αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης, εξάλλου, συνηγορεί το ίδιο το άρθρο 60(2) της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, η οποία ενσωματώθηκε στην ημεδαπή έννομη τάξη με το Νόμο. Στο εν λόγω άρθρο, το οποίο αντιστοιχεί στην υπό συζήτηση διάταξη της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 59(6Α)(α) του Νόμου, προβλέπεται ότι, «Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσίευση αποφάσεων κατά των οποίων έχει ασκηθεί προσφυγή, οι αρμόδιες αρχές πρέπει επίσης να δημοσιεύουν, χωρίς καθυστέρηση, στον επίσημο διαδικτυακό τους τόπο τις σχετικές πληροφορίες και μεταγενέστερες πληροφορίες για την έκβαση της προσφυγής». Ας σημειωθεί περαιτέρω, ότι στο Αγγλικό κείμενο η λέξη «appeal» είναι αυτή που χρησιμοποιείται, αντί της λέξης «recourse», και αντιστοιχεί στην λέξη «προσφυγή» του Ελληνικού κειμένου. Συνεπώς, κρίνω ότι πράγματι, εν προκειμένω, δεν προβλέπεται η δυνατότητα καταχώρησης προσφυγής κατ’ απόφασης του καθ’ ου η αίτηση, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Επιπρόσθετα δε, υπέρ της ως αμέσως ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης, συνηγορεί και το γεγονός ότι πρόσφατα, με τον περί Δικηγόρων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2023 (Ν.99(Ι)/2023), προφανώς για να καλυφθεί το υφιστάμενο κενό στη σχετική νομοθεσία ως προς την παροχή θεραπείας κατ’ απόφασης του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, αλλά ενδεχομένως και ως αντιστάθμισμα στις δραστικές εξουσίες που παρέχονται μέσω της υφιστάμενης νομοθεσίας στον καθ’ ου η αίτηση, θεσμοθετήθηκε, δια της εισαγωγής νέου άρθρου (32Α) στον περί Δικηγόρων Νόμο[1], η δυνατότητα καταχώρησης αγωγής ή αίτησης ενώπιον δικαστηρίου για οποιοδήποτε θέμα εναντίον του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, δια της εν λόγω διάταξης, παρέχεται η δυνατότητα καταχώρησης αγωγής ή αίτησης (άλλης βεβαίως από την αίτηση ακυρώσεως για την οποία το Σύνταγμα προβλέπει προθεσμία 75 ημερών για την καταχώρησή της), εντός δώδεκα μηνών, όχι όμως προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η προδικαστική ένσταση ευσταθεί: εν προκειμένω, ο καθ’ ου η αίτηση δεν άσκησε εκτελεστική εξουσία εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος και η προσβαλλόμενη πράξη, ως εκ της φύσεως της, δεν εντάσσεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, σφραγίζεται η τύχη της παρούσας και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή, ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης, αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 

 

 



[1] Βλ. Ν.99(Ι)/2023 που τροποποιεί τον περί Δικηγόρων Νόμο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο