ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 308/2021)

17 Ιουνίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 1Α, 21, 23, 25, 26, 28, 29, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Ο. Τ.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ης η αίτηση.

……………………………

Ξένια Ευγενίου, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Σίλια Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την καθ’ ης η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή της, η αιτήτρια αξιώνει από το Δικαστήριο, την εξής θεραπεία:-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της Καθ’ ης η αίτηση η οποία στάληκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 25.2.2021 (Παράρτημα Α) και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 5.3.2021 (Παράρτημα Β) και με την οποία αποφάσισε η ΕΕΥ, αυθαίρετα και παρά το προηγηθέν δικαστικό ιστορικό, να τερματίσει αντίθετα στη φυσική δικαιοσύνη τον λεγόμενο επιδοκιμασία διορισμό της Αιτήτριας από τη θέση Καθηγήτριας Φιλολογικών χωρίς η Αιτήτρια να παραστεί στη συνεδρίαση και/ή χωρίς να γίνουν και άλλες προσπάθειες ώστε η Αιτήτρια να ακουστεί αφού υπήρχε η εκκρεμούσα Έφεση της καθ’ ης όπως και η προσφυγή 1696/19 της Αιτήτριας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος».

 

  Η αιτήτρια διορίστηκε από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «Επιτροπή») στη μόνιμη θέση Καθηγητή Φιλολογικών Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, από την 1.9.2016, υπό δοκιμασία. Από πολύ νωρίς, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού είχε διατυπώσει γραπτώς προς την Επιτροπή την ύπαρξη σοβαρών ελλείψεων σε σχέση με την διδακτική της επάρκεια και την εν γένει συμπεριφορά της, ως εκπαιδευτικός, τόσο ως προς τη διαχείριση της τάξης, όσο κι ως προς τις σχέσεις της με τη διεύθυνση του σχολείου, αλλά και τους συναδέλφους της. Αυτές οι διαπιστώσεις καταγράφηκαν αρχικά στην επιστολή ημερομηνίας 10.4.2017, από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το οποίο είχε υποβάλει εισήγηση προς την Επιτροπή για άμεσο τερματισμό του υπό δοκιμασία διορισμού της. Στις σχετικές επιστολές που υποστήριζαν την υποβληθείσα εισήγηση, καταγράφεται πως η αιτήτρια είχε ενταχθεί άμεσα σε πρόγραμμα μεντορικής στήριξης κι ενδοσχολικής επιμόρφωσης, στα οποία συμμετείχε για τα δύο πρώτα στάδια, ενώ για τα επόμενα δύο, λόγω μη συνεργασίας της, αυτά δεν υλοποιήθηκαν. Σχετική είναι η επιστολή της Διευθύντριας του Σχολείου που πραγματοποιήθηκε το πρόγραμμα, ημερομηνίας 31.5.2017, τα οποία τέθηκαν εκ νέου υπόψη της Επιτροπής από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού με επιστολή ημερομηνίας 31.5.2017. Σημειώνεται επ’ αυτού, πως στην πρώτη εξαμηνιαία της έκθεση, για την περίοδο 1.9.2016 – 31.1.2017, αξιολογήθηκε πως επιτέλεσε το έργο της κατά τρόπο «Μη ικανοποιητικό», έκθεση η οποία περιέχεται στο Παράρτημα 1 της Ένστασης.

 

  Η Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 20.6.2017, εξέτασε το ενδεχόμενο τερματισμού του από 1.9.2016 υπό δοκιμασία διορισμού της στην επίδικη θέση, κατ΄εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30(2) του Ν. 10/69 ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ως εκ τούτου, γνωστοποίησε στην αιτήτρια επιστολή ημερομηνίας 11.7.2017, με την οποία την ενημέρωσε για όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα, ως επίσης και για την πρόθεση τερματισμού του υπό δοκιμασία διορισμού της, καλώντας την να υποβάλει τις παραστάσεις της, αφού προσέλθει στην Επιτροπή συγκεκριμένη μέρα κι ώρα που είχε καθοριστεί, ή και γραπτώς. Λόγω μη ανταπόκρισης της αιτήτριας για λήψη της επιστολής ημερομηνίας 11.7.2017, η εξέταση του θέματος αναβλήθηκε και κλήθηκε εκ νέου με νέα επιστολή, προκειμένου να υποβάλει τις θέσεις της, σε νέα προκαθορισμένη ημερομηνία. Εν τέλει, μετά την ακρόαση των παραστάσεων της, η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 10.10.2017 αποφάσισε να μην προχωρήσει στον τερματισμό του διορισμού της και να συνεχίσει την άσκηση των καθηκόντων της, υπό τους όρους που αυτός προέβλεπε.

 

  Έξι μήνες μετά, στις 23.4.2018, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού απέστειλε προς την Επιτροπή, νέα εισήγηση για τερματισμό του διορισμού της, για τους ίδιους λόγους. Όπως καταγράφεται επ’ αυτής, τα προβλήματα που παρουσίαζε, επιβεβαιώνονταν από τις εκθέσεις του Επιθεωρητή Φιλολογικών Μαθημάτων, την έκθεση του τριμελούς κλιμακίου, τον διευθυντή του σχολείου στο οποίο εδίδασκε και τις εκθέσεις αξιολόγησης της, όπου, κατά την β΄ και γ΄ έκθεση αξιολόγησης, για τις χρονικές περιόδους 1.2.2017 – 30.6.2017 και 1.9.2017 – 31.1.2018 αξιολογήθηκε κατά τρόπο «Μη Ικανοποιητικό».

 

  Το ζήτημα του τερματισμού του διορισμού της, τέθηκε εκ νέου ενώπιον της Επιτροπής, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 19.6.2018, ζήτημα για το οποίο η αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 22.6.2018 με την οποία και κλήθηκε προς υποβολή παραστάσεων. Κατά την 6.7.2018, η αιτήτρια ακούστηκε ενώπιον της Επιτροπής, στην παρουσία του δικηγόρου της. Κατά τη συνεδρία της, ίδιας ημερομηνίας, η Επιτροπή αποφάσισε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30(2) του σχετικού Νόμου, τον τερματισμό του διορισμού της, από 1.9.2018.

 

  Κατά της προαναφερόμενης απόφασης, η αιτήτρια άσκησε την προσφυγή με αρ. 1162/2018, Τσιγαρίδα ν. Δημοκρατίας, στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 17.9.2018, ενώ ασκήθηκε από τη Δημοκρατία, η Ε.Δ.Δ. 134/2018[1].  Ενόψει αυτής, η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 3.10.2018, αποφάσισε να επαναφέρει την αιτήτρια στη μόνιμη υπό δοκιμασία θέση Καθηγητή Φιλολογικών από 1.9.2018, που ήταν η ημερομηνία τερματισμού. Σημειώνεται πως, κατ’ αυτής της απόφασης, ασκήθηκε η προσφυγή με αρ.  1945/2018 Τσιγαρίδα ν. Δημοκρατίας, με την οποία ζητούσε ακύρωση της παράλειψης της καθ’ ης η αίτηση να την μονιμοποιήσει, προσφυγή η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, με απόφαση ημερομηνίας 8.10.2020.

 

  Η αναφορά όλων των πιο πάνω γεγονότων, έγινε για σκοπούς πληρότητας του ιστορικού του υπό δοκιμασία διορισμού της αιτήτριας.

 

  Στη συνέχεια, τα επίδικα, με την υπό εκδίκαση προσφυγή, νέα γεγονότα σε σχέση με την αιτήτρια, έχουν ως εξής: Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, με επιστολή του ημερομηνίας 8.2.2019 υπέβαλε εισήγηση για παράταση του από 1.9.2016 υπό δοκιμασία διορισμού της αιτήτριας. Ο λόγος, όπως επεξηγείται, αποτέλεσε το γεγονός πως η αξιολόγησή της δεν κατέστη δυνατή κατά το πρώτο εξάμηνο της σχολικής χρονιάς 2018 -2019, αφού είχε αρνηθεί δύο φορές να δεχθεί τον Επιθεωρητή στην τάξη της.

 

  Η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 15.2.2019, αποφάσισε, για τους λόγους που καταγράφονται στα σχετικά πρακτικά, βάσει του άρθρου 30(1) του Νόμου, την παράταση της περιόδου δοκιμασίας της, μέχρι την 31.8.2019, με την επισήμανση πως θα πρέπει να τύχει περαιτέρω αξιολόγησης για εξέταση του κατά πόσον θα επικυρωθεί ή όχι ο διορισμός της. Η απόφαση της Επιτροπής για παράταση του υπό δοκιμασία διορισμού της, της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 20.2.2019.

 

  Στις 2.7.2019, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, υπέβαλε προς την Επιτροπή νέα εισήγηση για παράταση, αφού όπως καταγράφεται επί της έκθεσης αξιολόγησης ημερομηνίας 1.7.2019, για την χρονική περίοδο 1.2.2019 – 30.6.2019, δεν κατέστη δυνατή η αξιολόγησή της, αφού αρνήθηκε δύο φορές να δεχθεί τον Επιθεωρητή στην τάξη της. Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 9.9.2019, αποφάσισε νέα παράταση, μέχρι και την 30.1.2020, γεγονός που επίσης της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 25.9.2019.

 

  Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού με επιστολή ημερομηνίας 14.2.2020, υπέβαλε εισήγηση για τερματισμό του υπό δοκιμασία διορισμού της. Η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 18.2.2020 αποφάσισε να εξετάσει το ενδεχόμενο τερματισμού του διορισμού της, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 30(3) του σχετικού Νόμου, αφού επανειλημμένα η ίδια αρνείτο να επιθεωρηθεί από τον Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης, ως προνοεί η νομοθεσία και δεν κατέστη δυνατόν να ενταχθεί σε πρόγραμμα στήριξης. Η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής, καταγράφηκε στο περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 25.2.2020, απευθυνόμενη προς την αιτήτρια, που όπως καταγράφεται επί του Παραρτήματος 21 της Ένστασης, αρνήθηκε να την παραλάβει και να την υπογράψει.  Στη συνέχεια, η Επιτροπή ζήτησε γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για το πως θα πρέπει να προχωρήσει.

 

  Με επιστολές ημερομηνίας 1.6.2020 και 6.7.2020, υποβλήθηκε εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, εκ νέου εισήγηση για τερματισμό του διορισμού της, με τις οποίες γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή έκθεση αξιολόγησης της αιτήτριας για το εξάμηνο 3.2.2020 – 30.6.2020 , βάσει της οποίας κρίθηκε ως ακατάλληλη για επικύρωση του διορισμού της. Η σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δόθηκε στις 31.7.2020.

 

  Η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 6.8.2020, αποφάσισε την παράταση της περιόδου δοκιμασίας του διορισμού της αιτήτριας, μέχρι τις 31.1.2021, απόφαση που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 7.8.2020. Νέες επιστολές από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ημερομηνίας 5.1.2021 και 8.1.2021 για τερματισμό του διορισμού της, αποστάλθηκαν εκ νέου στην Επιτροπή, στις οποίες είχε επισυναφθεί κι η τελική έκθεση αξιολόγησης ημερομηνίας 7.1.2021, με την οποία η αιτήτρια κρίθηκε «Ακατάλληλη» για επικύρωση του διορισμού της.

 

  Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 19.1.2021 αποφάσισε όπως καλέσει την αιτήτρια να προσέλθει ενώπιον της και να θέσει τις παραστάσεις της, ως προς το ενδεχόμενο τερματισμού του διορισμού της, βάσει των διατάξεων του άρθρου 30(3) του σχετικού Νόμου. Ετοιμάστηκε, προς τούτο, σχετική ενημερωτική επιστολή ημερομηνίας 21.1.2021 και κλήση της αιτήτριας να παρουσιαστεί την 1.2.2021 για να ακουστεί. Έγιναν προσπάθειες για επίδοση της εν λόγω επιστολής προς την αιτήτρια. Εν τέλει, η επίδοση πραγματοποιήθηκε στις 8.2.2021, μέσω ιδιώτη δικαστικού επιδότη, στην οποία είχε κληθεί να παρουσιαστεί ενώπιον της Επιτροπής στις 10.2.2021. Η αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε, ούτε κι απέστειλε γραπτώς τις θέσεις της.

 

  Η Επιτροπή συνεδρίασε εκ νέου στις 25.2.2021 κι αποφάσισε όπως τερματίσει τον διορισμό της, από 1.3.2021, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 30(3) του Ν. 10/69, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, απόφαση που της γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 25.2.2021. Μεταφέρω αυτούσιο το ακόλουθο καταληκτικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής:-

«[…] Επίσης, παρόλες τις προσπάθειες εκ μέρους της αρμόδιας αρχής να την αξιολογήσει και κατ΄επέκταση να την εντάξει σε Πρόγραμμα Στήριξης, αυτή αρνήθηκε επανειλημμένα να τύχει αξιολόγησης. Ως εκ τούτου, δεν κατέστη δυνατόν να ενταχθεί σε Πρόγραμμα Στήριξης, με αποτέλεσμα τα διαχρονικά προβλήματα και αδυναμίες της να μην τύχουν αντιμετώπισης και συνεπώς να μην υπάρχουν περιθώρια βελτίωσής της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε όπως με βάση το άρθρο 30(3) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (Αρ. 2) του 2019, τερματίσει τον εν λόγω διορισμό της από 1.3.2021».

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, συνιστά το αντικείμενο της επί εκδίκαση προσφυγής.  

 

  Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυρίζεται πως η περίοδος δοκιμασίας του μόνιμου διορισμού της πεπλανημένα διήρκησε για πέραν των τεσσάρων χρόνων, αφού κατά τις θέσεις του, μετά τα τέσσερα χρόνια δεν υπάρχει δοκιμασία.

  Δεύτερος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται, άπτεται ισχυρισμού περί παράλειψης της καθ’ ης η αίτηση Επιτροπής να δώσει ειδική και πειστική αιτιολογία για την απόκλισή της από την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Κατά την εισήγηση, ενώ η γνωμάτευση είχε εισηγηθεί πως η ασφαλέστερη οδός για να εξεταστεί η συμπεριφορά της αιτήτριας, είναι η έναρξη πειθαρχικής δίωξης εναντίον της, αποφάσισε να τερματίσει τον υπό δοκιμασία διορισμό της, χωρίς να δώσει ειδική και πειστική αιτιολογία για την απόκλιση αυτή.

 

  Ως τρίτο λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια προβάλλει πως υπό πλάνη κι υπό παράβαση του δεδικασμένου που απορρέει από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή με αρ. 1162/2018 Τσιγαρίδα (ανωτέρω), ο διορισμός της θα έπρεπε να επικυρωθεί με μονιμότητα, προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο.

 

  Διατείνεται, περαιτέρω, πως οι νέες εισηγήσεις του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού προήλθαν από αναρμόδιο όργανο, αφού κατά τις διατάξεις του άρθρου 2, αρμόδια αρχή είναι ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, που ενεργεί συνήθως δια του Γενικού Διευθυντή, ενώ στην προκείμενη περίπτωση, εμπλέκεται αναρμόδια και χωρίς εξουσιοδότηση ο Δρ Λ., που ήταν τρίτο πρόσωπο, μη εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό.

 

  Τέλος, προβάλλεται ισχυρισμός περί στέρησης του δικαιώματος της αιτήτριας να ακουστεί, τόσο από την αρμόδια αρχή που υπέβαλε εισήγηση για τερματισμό του υπό δοκιμασία διορισμού της, εισήγηση που κατά τους ισχυρισμούς, συνιστά σύνθετη διοικητική ενέργεια, όσο και ενώπιον της Επιτροπής, η οποία δεν φρόντισε να γίνουν και άλλες προσπάθειες για να ακουστεί η αιτήτρια.

 

  Όλοι οι προβαλλόμενοι εκ μέρους της αιτήτριας ισχυρισμοί, απαντήθηκαν με ιδιαίτερη επιμέλεια εκ μέρους της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας στη γραπτή της αγόρευση, γεγονός που επικροτείται, αφού αποτελεί πολύτιμη βοήθεια στο έργο του Δικαστηρίου. Αναφορά στις θέσεις που προβλήθηκαν από την κα Χαραλάμπους, θα γίνει ειδικώς κατωτέρω, κατά την εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης.

 

  Η εδώ προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, αφορά την απόφαση της Επιτροπής, ημερομηνίας 25.2.2021, να τερματίσει από την 1.3.2021, τον διορισμό της αιτήτριας που τελούσε υπό δοκιμασία, κατ΄εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30(3) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (Αρ. 2) του 2019 (στο εξής «ο Νόμος»).

 

  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Νόμου:-

«30.—(1) Μόνιμος διορισμός γίνεται επί δοκιμασία διά διετή χρονικήν περίοδον:

Νοείται ότι η Επιτροπή δύναται εις πάσαν ειδικήν περίπτωσιν τη συμβουλή της αρμοδίας αρχής και συμφώνως προς οιασδήποτε γενικάς επί τούτω οδηγίας διδομένας υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, να μη απαιτήση χρονικήν περίοδον δοκιμασίας ή να μειώση ή παρατείνη ταύτην.

(2) Ο διορισμός εκπαιδευτικού λειτουργού υπηρετούντος επί δοκιμασία δύναται να τερματισθή καθ’ οιονδήποτε χρόνον διαρκούσης της χρονικής περιόδου δοκιμασίας, αλλά, πριν ή γίνη ο τοιούτος τερματισμός, δέον να δοθή εις τον εκπαιδευτικόν λειτουργόν ειδοποίησις της προς τερματισµόν προθέσεως περιέχουσα τους λόγους και καλούσα τούτον όπως προβή εις οιασδήποτε παραστάσεις, τας οποίας θα επεθύμει να υποβάλη εναντίον του τοιούτου τερµατισµού. Επί τη λήψει και εξετάσει οιωνδήποτε παραστάσεων η Επιτροπή δύναται είτε να τερµατίση τον διορισµόν είτε να παρατείνη την χρονικήν περίοδον δοκιµασίας διά τοσαύτην χρονικήν περίοδον, µη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, όσην η Επιτροπή εις εκάστην περίπτωσιν ήθελε θεωρήσει κατάλληλον. Αι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρµόζονται επί πάσης παραταθείσης περιόδου δοκιµασίας.

(3) Εντός ενός µηνός από της λήξεως της χρονικής περιόδου δοκιµασίας η Επιτροπή αποφασίζει κατά πόσον ο διορισµός εκπαιδευτικού λειτουργού υπηρετούντος επί δοκιµασία θα επικυρωθή, παραταθή ή τερµατισθή. Εάν ο διορισµός επικυρωθή ή τερµατισθή, ειδοποίησις περί τούτου δηµοσιεύεται εις την επίσηµον εφηµερίδα της ∆ημοκρατίας».

 

  Σχετικές είναι επίσης, οι διατάξεις του άρθρου 30Α και 36, τις οποίες επίσης παραθέτω:-

30Α.-(1) Καταρτίζεται από τις αρµόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου σύστηµα αξιολόγησης εκπαιδευτικών ως προς την παιδαγωγική και διδακτική τους επάρκεια και ειδικό πρόγραµµα παιδαγωγικής και διδακτικής κατάρτισής τους.

(2) Τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 36, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού λειτουργού όπως προνοείται στο εδάφιο (1) πραγµατοποιείται κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο ετών του µόνιµου διορισµού του επί δοκιµασία εκπαιδευτικού.

(3) Σε περίπτωση που, κατά την αξιολόγηση, εκπαιδευτικός λειτουργός κριθεί ανεπαρκής ως προς την παιδαγωγική και διδακτική του επάρκεια, υποχρεούται να µετάσχει σε ειδικό πρόγραµµα παιδαγωγικής και διδακτικής κατάρτισης που προσφέρει το Υπουργείο.

(4) Ο εκπαιδευτικός λειτουργός επαναξιολογείται µετά την εκ µέρους του ολοκλήρωση του ως άνω ειδικού προγράµµατος και η έκθεση αξιολόγησής του διαβιβάζεται στην Επιτροπή από το Υπουργείο.

(5) Σε περίπτωση που ο αξιολογούµενος εκπαιδευτικός λειτουργός κριθεί και µετά την ολοκλήρωση του ειδικού προγράµµατος ανεπαρκής ως προς την παιδαγωγική και διδακτική του ικανότητα, τούτο αποτελεί, τηρουµένων των προνοιών του εδαφίου (6), ικανοποιητικό λόγο τερµατισµού του επί δοκιµασία διορισµού του.

(6) Η Επιτροπή τερματίζει τον επί δοκιμασία διορισμό εκπαιδευτικού λειτουργού, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 36 του Νόμου, εφόσον κρίνει ότι τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία αξιολόγησης και αφού ακούσει τις παραστάσεις του εκπαιδευτικού.

[…]».

 

36.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), για όλους τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς ετοιμάζονται και υποβάλλονται στην Επιτροπή υπηρεσιακές εκθέσεις, κατά τον καθορισμένο τρόπο και χρόνο.

(2) Υπηρεσιακές εκθέσεις υποβάλλονται στην Επιτροπή κάθε εξάµηνο για κάθε εκπαιδευτικό λειτουργό που υπηρετεί επί δοκιµασία κατά τα πρώτα δύο χρόνια της υπηρεσίας του. Η τελική έκθεση υποβάλλεται ένα µήνα πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου δοκιµασίας και περιλαµβάνει οριστική σύσταση, για το αν ο διορισµός του εκπαιδευτικού λειτουργού πρέπει να επικυρωθεί ή αν η χρονική περίοδος δοκιµασίας πρέπει να παραταθεί ή αν ο διορισµός του πρέπει να τερµατισθεί, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 30 και 30Α. […]»

 

  Αφού παρέθεσα τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, προχωρώ να εξετάσω τους εγειρόμενους από την αιτήτρια ισχυρισμούς, αρχίζοντας από την εισήγηση πως υπό νομική πλάνη η περίοδος δοκιμασίας της αιτήτριας διήρκησε πέραν των τεσσάρων χρόνων κι ο μη έγκαιρος τερματισμός της, σήμαινε πως δεν χρειάζεται άλλη δοκιμασία, άρα θα έπρεπε να μονιμοποιηθεί.

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, ήγειρε ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της αιτήτριας να εγείρει τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, κατ’ επίκληση της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Τσολάκης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 583, αφού η παράταση της δοκιμασίας του διορισμού της, συνιστά απόφαση που ωφέλεσε την αιτήτρια κι ήταν ευνοϊκή για τα συμφέροντά της, ενώ ουδέποτε αμφισβητήθηκε δικαστικώς.

 

  Όπως διαπιστώνεται από τα ενώπιον μου έγγραφα, η περίοδος δοκιμασίας της αιτήτριας, παρατάθηκε τρεις φορές. Η πρώτη παράταση της περιόδου δοκιμασίας ελήφθη από την Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 15.2.2019 κι επήλθε παράταση δοκιμασίας μέχρι την 31.8.2019. Ο λόγος, ήταν η άρνηση της αιτήτριας, δύο φορές, να δεχθεί τον Επιθεωρητή στην τάξη της κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η αξιολόγησή της. Η απόφαση αυτή της Επιτροπής με την οποία παρατάθηκε η περίοδος δοκιμασίας του διορισμού της, της γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 20.2.2019. Η νομιμότητα αυτής και τα όσα της καταλογίζονται, δεν αμφισβητήθηκε δικαστικώς και συνεπώς, τεκμαίρεται νόμιμη η πρώτη παράταση. Διατηρώντας την δική της αυτοτέλεια, η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής, ως ξεχωριστή διοικητική πράξη, δεν είναι δυνατός εκ των υστέρων παρεμπίπτων έλεγχος, όπως επιχειρείται απαραδέκτως από την αιτήτρια.

 

  Τα ίδια μπορούν να λεχθούν και σε σχέση με τις άλλες δύο αποφάσεις της Επιτροπής, για την παράταση της περιόδου δοκιμασίας του μόνιμου διορισμού της. Η Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 9.9.2019, αποφάσισε, για τους ίδιους λόγους που αφορούν στο πρόσωπο της αιτήτριας, την παράταση της περιόδου δοκιμασίας του διορισμού της, μέχρι την 30.1.2020. Γνωστοποίηση αυτής της απόφασης προς την αιτήτρια, έγινε μέσω της επιστολής ημερομηνίας 25.9.2019. Ούτε κι αυτή αμφισβητήθηκε δικαστικώς, με αποτέλεσμα η παράταση της δοκιμασίας της μέχρι και την 30.1.2020, να τεκμαίρεται, επίσης, νόμιμη.

 

  Η τρίτη παράταση, αποφασίστηκε από την Επιτροπή κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 6.8.2020, με την περίοδο της δοκιμασίας του διορισμού της να ισχύει μέχρι την 31.1.2021. Αυτή γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 7.8.2020, αλλά και πάλιν δεν αμφισβητήθηκε, με κάθε επακόλουθο επ’ αυτού.

 

  Βάσει των πιο πάνω, κατ’ εφαρμογή και του λόγου της Τσολάκης (ανωτέρω), κρίνεται πως αφενός, η παράταση της περιόδου δοκιμασίας ήταν επωφελής για την αιτήτρια κι αφετέρου, κάθε απόφαση παράτασης της δοκιμασίας, μη προσβληθείσα, τεκμαίρεται νόμιμη και δεν μπορεί να χωρέσει παρεμπίπτων έλεγχος στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας, αντικείμενο της οποίας συνιστά η απόφαση τερματισμού του υπό δοκιμασία διορισμού της.

  Απορριπτέος τυγχάνει κι ο έτερος ισχυρισμός της αιτήτριας πως η Επιτροπή όφειλε να δώσει πειστική κι ειδική αιτιολογία για την απόκλισή της από την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.

 

  Καταρχήν, η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, δεν αποτελούσε γνώμη απαιτούμενη εκ του Νόμου, ούτε και συνιστούσε σύμφωνη γνώμη, όπου τυχόν παρέκκλιση από αυτήν απαιτείται ειδική αιτιολογία. Η Επιτροπή ζήτησε τη νομική συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα - για ζήτημα στο οποίο θα αναφερθώ πιο κάτω – ο οποίος έδωσε γνώμη που ήταν «απλή», από την οποία δεν δεσμεύεται ο αποδέκτης της («Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», Α.Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 397 επ.).

 

  Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός κρίνεται παντελώς ανυπόστατος, αφού δεν είναι δυνατόν να επιζητείται από την αιτήτρια η λήψη απόφασης που είναι εναντίον των συμφερόντων της, δηλαδή να επιζητεί η ίδια την εφαρμογή της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος εισηγήθηκε την εναντίον της έναρξη πειθαρχικής δίωξης για την απαράδεκτη συμπεριφορά της.

 

  Επιπροσθέτως, ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή είχε ζητήσει γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα, είχε, στο μεταξύ, εκλείψει. Η γνωμάτευση είχε ζητηθεί προτού η Επιτροπή προβεί στην τρίτη παράταση της περιόδου δοκιμασίας της αιτήτριας. Ουσιαστικά, η Επιτροπή έλαβε στις 6.8.2020 την απόφαση να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας του διορισμού της μέχρι την 31.1.2021, ενόψει και της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα.

 

  Ο τρίτος λόγος ακύρωσης, άπτεται ισχυρισμού περί παράβασης του δεδικασμένου που απέρρεε εκ της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθ. αρ. 1162/2018 Τσιγαρίδα (ανωτέρω) και πως ο διορισμός της έπρεπε να επικυρωθεί με μονιμότητα, προς συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση.

 

  Ο ισχυρισμός κρίνεται εσφαλμένος. Καταρχήν, με την υπό εκδίκαση προσφυγή, εξετάζεται η νομιμότητα μίας αυτοτελούς κι ανεξάρτητης διοικητικής απόφασης, ήτοι της απόφασης της Επιτροπής ημερομηνίας 25.2.2021, με την οποία αποφασίστηκε ο τερματισμός του διορισμού της αιτήτριας, βάσει των διατάξεων του άρθρου 30(3) του σχετικού Νόμου, ήτοι μετά την λήξη της περιόδου δοκιμασίας. Ουδεμία σχέση έχει με την τότε ληφθείσα απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 6.7.2018, η οποία αποφασίστηκε, ενόσω ακόμα εκκρεμούσε η περίοδος δοκιμασίας της αιτήτριας, ληφθείσα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 30 του Νόμου.

 

  Αλλά εν πάση περιπτώσει, όπως έχω ήδη αναφέρει, η εν λόγω ακυρωτική απόφαση, έχει ήδη ανατραπεί από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στα πλαίσια εκδίκασης της ΕΔΔ 134/18, Δημοκρατία ν. Τσιγαρίδα (ανωτέρω).

 

   Αναφορικά με τους ισχυρισμούς πως οι νέες εισηγήσεις του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, αυτές των Παραρτημάτων 20, 23 και 27 της Ένστασης, ήτοι εισηγήσεις με επιστολές ημερομηνίας (α) 14.2.2020, (β) 1.6.2020 και (γ) 5.1.2021, προήλθαν από αναρμόδιο όργανο, λόγω του ότι ο Δρ Λ. ενήργησε χωρίς εξουσιοδότηση κι ήταν μη εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό, ο οποίος ενεργεί δια μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, σε συμφωνία με τα όσα υποστηρίζονται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, κρίνονται απορριπτέοι.

 

  Ο Δρ Κ. Λ., Διευθυντής Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, υπέγραφε κάθε εισήγηση που υπέβαλλε εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, «για Γενικό Διευθυντή». Από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6, προκύπτει πως και για τις τρεις πιο πάνω αναφερόμενες εισηγήσεις προηγήθηκε εκ μέρους του Δρα Λ. η λήψη της σχετικής έγκρισης κι εξουσιοδότησης προς αποστολή των όσων σε αυτές καταγράφονται. Η σχετική έγκριση για την (α) επιστολή, προκύπτει από το Κυανούν 53 του Τεκμηρίου 6, για την (β) επιστολή από το minute sheet του ιδίου Τεκμηρίου στην αρίθμηση (18α) και για την (γ) επιστολή από το Κυανούν 103 του Τεκμηρίου 6 και από το minute sheet του ιδίου Τεκμηρίου στην αρίθμηση (24α).

 

  Τέλος, ως εντελώς αβάσιμος απορρίπτεται ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως έχει στερηθεί του δικαιώματος ακρόασης, τόσο ενώπιον της αρμόδιας αρχής, όσο κι ενώπιον της Επιτροπής. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τον τερματισμό του υπό δοκιμασία διορισμού της, δεν συνιστά σύνθετη διοικητική ενέργεια, ως οι ισχυρισμοί της. Η απόφαση λαμβάνεται από την Επιτροπή. Η όποια εισήγηση υποβάλλεται εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ως η αρμόδια αρχή, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που να ενσωματώνεται στην τελικώς εκτελεστή, που είναι το αποτέλεσμα. Ο ισχυρισμός κρίνεται εντελώς εσφαλμένος. Η Επιτροπή κατέβαλε πολλές προσπάθειες να επιδώσει, αρχικώς, την επιστολή ημερομηνίας 21.1.2021 προς την αιτήτρια, με την οποία την καλούσε να παρουσιαστεί ενώπιον της κατά την 1.2.2021, όπου θα εξετάζετο το ζήτημα του τερματισμού του διορισμού της, όπως οι προσπάθειες αυτές διαφαίνονται από τα Παραρτήματα 28 και 29 της Ένστασης, όπως και από το Παράρτημα 30, προσπάθειες που καταγράφονται και στα πρακτικά συνεδρίας της Επιτροπής, ημερομηνίας 1.2.2021. Ομοίως, ανάλογες προσπάθειες κατέβαλε η Επιτροπή, προκειμένου να επιδώσει την επιστολή ημερομηνίας 1.2.2021, όπως αυτές προκύπτουν κι από τα Παραρτήματα 30, 31 και 32 της Ένστασης.

 

  Σημειώνεται δε πως δεν έχει εγερθεί οποιοσδήποτε άλλος νομικός ισχυρισμός σε σχέση με τα όσα ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 30(3) του Νόμου, βάσει του οποίου ελήφθη η εδώ προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση. Επ’ αυτού, σημειώνω πως η απόφαση τερματισμού του διορισμού της αιτήτριας, ελήφθη εντός ενός μηνός από τη λήξεως της περιόδου δοκιμασίας (31.3.2021), αφού ελήφθη η τελική έκθεση ένα μήνα προ της λήξεως της περιόδου δοκιμασίας (έκθεση ημερομηνίας 7.1.2021 – Κυανούν 102, Τεκμηρίου 5), όπου η αιτήτρια κρίθηκε «Ακατάλληλος» για επικύρωση του διορισμού της, συμφώνως δηλαδή των όσων απαιτούνται εκ των διατάξεων του άρθρου 36(2) του Νόμου. Οι ενέργειες της καθ’ ης η αίτηση Επιτροπής, κρίνονται νόμιμες, εύλογες και ληφθείσες ασκώντας ορθά τη διακριτική της ευχέρεια. 

 

  Στη βάση όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

 

  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.                 

 

 

                       

 

         Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 



[1] Μετά την επιφύλαξη της απόφασης του Δικαστηρίου, εκδόθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο η απόφαση επί της ΕΔΔ 134/18, Δημοκρατία ν. Τσιγαρίδα, ημερομηνίας 5.6.2024, με την οποία ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση κι η προσφυγή παραπέμφθηκε στο Διοικητικό Δικαστήριο, προς επανεκδίκαση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο