ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                                         Υπόθεση Αρ. 468/2017

                                                   19 Ιουνίου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

               ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. Μάριου Ι . Κυριακίδη, διαχειριστή της περιουσίας του Hilmi Mahmut, άλλως Hilmi Mahmut Mustafa (Kilani) ή (Kilanioti) τέως από τη Λεμεσό αποθανόντα, Παλιάς Ηλεκτρικής 10-12, 1016 Λευκωσία

2.      T. C. αρ. ταυτότητας XXXXXX.

3.      O. U., αρ. ταυτότητας XXXXXX.

4.      O. N., αρ. ταυτότητας XXXXXX

5.      O. S., αρ. ταυτότητας XXXXXX

6.      O. N., αρ. ταυτότητας XXXXXX

7.      O. S., αρ. ταυτότητας XXXXXX

8.      O. I., αρ. ταυτότητας XXXXXX

9.      K. N., αρ. ταυτότητας XXXXXX

10.    U. A., αρ. ταυτότητας XXXXXX

11.    N. C., αρ. ταυτότητας XXXXXX

12.    C. H., αρ. ταυτότητας XXXXXXX

13.    G. N., αρ. ταυτότητας XXXXXX

Αιτητών

και

1. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Υπουργικού Συμβουλίου, Λευκωσία

2. Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, Λευκωσία

3.Υπουργείου Εσωτερικών, Λευκωσία

Καθ' ων η Αίτηση

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ / ΕΝΟΡΚΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΗΜΕΡ. 7.9.2022

 

Μ. Κυριακίδης για Μάριος Ι . Κυριακίδης  Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος Αιτητών.  

 

Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.

 

Μ. Χριστοφή, για Ηλία Νεοκλέους ΔΕΠΕ, Δικηγόροι Ενδιαφερόμενου Μέρους Limassol Marina Ltd

  

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Οι Αιτητές καταχώρησαν στις 16.03.2017, την προσφυγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, δια της οποίας προσβάλλουν την παράληψη των Καθ' ων η αίτηση να προσφέρουν πίσω προς πώληση στους Αιτητές τα ακίνητα με αριθμούς τεμάχιο 60 και τεμάχιο 61 (Φ/Σχ 59/020102) στη ενορία Τζιαμί Τζιεντίτ του Δήμου Λεμεσού, τα οποία είχαν απαλλοτριωθεί για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, ήτοι την επέκταση και βελτίωση του παλιού λιμανιού Λεμεσού, στις 25.1.1954 και 19.01.1956 και ζητούν σχετικές δηλώσεις του Δικαστηρίου. Της απαλλοτρίωσης ακολούθησαν επισχέσεις το 1957 και το 2007, ενώ τα τεμάχια αυτά εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένα στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας και αφού κρίθηκαν αναγκαία για τη δημιουργία της Μαρίνας Λεμεσού, έχουν παραχωρηθεί το 2008 με Σύμβαση Μίσθωσης στην εταιρεία Limassol Marina Ltd.  

 

Της παρούσας αίτησης προηγήθηκαν, η καταχώρηση της Ένστασης στην κυρίως υπόθεση εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση στις 25.05.2018 και της ξεχωριστής  Ένστασης στην κυρίως υπόθεση εκ μέρους του Ενδιαφερόμενου Μέρους στις 6.09.2018. Επίσης μεσολάβησε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας στις 23.11.2018 για την οποία εκδόθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου στις 9.01.2019. Συνεπεία τους διατάγματος του Δικαστηρίου καταχωρήθηκαν, στις 18.01.2019 μαρτυρία με ένορκη δήλωση με συνημμένα έγγραφα εκ μέρους των Αιτητών και στις 2.04.2019 μαρτυρία με 2 ένορκες δηλώσεις με συνημμένα σε αυτές έγγραφα εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση. Στις 5.11.2019 καταχωρήθηκε η γραπτή αγόρευση εκ μέρους των Αιτητών στην κυρίως υπόθεση και ακολούθως η γραπτή αγόρευση εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση στις 24.05.2021.

 

Στις 7.09.2022 καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας / ένορκη αποκάλυψη στοιχείων, δια της οποίας οι Αιτητές ζητούν :

«1) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να καλείται η δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ κα Θεοδώρα Πιπερή -  Χριστοδούλου η οποία εμφανίζεται για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην υπό τον ωσάνω αριθμό και τίτλο Προσφυγή εκ μέρους της Καθ' ης η Αίτηση Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω 1. του Υπουργικού Συμβουλίου 2. Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων 3. Υπουργείου Εσωτερικών, όπως καταθέσει στο Δικαστήριο ενόρκως τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην Αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με αρ. 1055/2012 με την οποία γνωμάτευσε ότι τα ακίνητα του Τουρκοκύπριου Ενάγοντα στην αγωγή που βρίσκονται στη Λεμεσό, Ενορία Τζιαμί Τζιεντίτ, Τοποθεσία Άγιος Αντώνιος Φ/Σ 59/020201 (πρώην LIV/2 2.1 & ΙΙΙ), (α) Αρ. Έγγραφής 1/65002 τεμ. 260 (β) Αρ. Εγγραφής 1/65006 τεμ. 264 (Υ) Αρ. Εγγραφής 1/65005 Τεμ. 263 τα οποία απαλλοτριώθηκαν με το διάταγμα του Κυβερνήτη υπ' αρ. 30 που δημοσιεύτηκε στο Τρίτο Παράρτημα της Εφημερίδας της Κυβέρνησης στις 11.01.1956 για βελτίωση και επέκταση του παλιού λιμανιού της Λεμεσού και επιστράφηκαν στον ιδιοκτήτη μετά την απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κυπριακή  Δημοκρατία μέσω Υπουργικού Συμβουλίου και άλλων ν. Ελένης Παντελή Κωνσταντή και άλλων (1994) 3CLR 307 δεν υπάγονται στη διαχείριση του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991 (Ν. 139/91) και ότι τα ακίνητα και ο Ενάγων δεν υπόκεινται στους περιορισμούς του εν λόγω Νόμου.

2)      Άδειαν του Δικαστηρίου όπως η ωσάνω γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελία αποτελέσει μέρος της μαρτυρίας στην Προσφυγή.

3)      Άλλη διαταγή που το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιη ή/και πρέπουσα υπό τις περιστάσεις ώστε να τεθεί ενώπιον του μαρτυρία ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας γνωμάτευσε ότι ακίνητα που απαλλοτριώθηκαν με το ίδιο διάταγμα απαλλοτρίωσης των Τεμ. 60 και 61 που αναφέρονται στο αιτητικό της Προσφυγής, δεν υπάγονται στη διαχείριση του Κηδεμόνα των Εγκαταλειφθεισών Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και ότι ούτε τα ακίνητα, ούτε ο ιδιοκτήτης τους υπόκεινται στους περιορισμούς του πιο πάνω Νόμου 139/91.»

 

Στην ένορκη δήλωσή της που συνοδεύει την αίτηση, η συνεργάτιδα του δικηγόρου των Αιτητών, ορκίζεται και αναφέρει ότι για τα όσα δηλώνει είναι εξουσιοδοτημένη από τον ίδιο τον Αιτητή 1 όσο και από τους υπόλοιπους Αιτητές, ενώ αναφέρει ότι έχει πρόσβαση στο φάκελο της παρούσας υπόθεσης. Επίσης αναφέρει ότι έχει πρόσβαση στο φάκελο της Υπόθεσης Αρ. 1055/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού όπου, ως ισχυρίζεται, ο Ενάγων, μέλος της τουρκοκυπριακής κοινότητας, διεκδικούσε αποζημιώσεις από τη Δημοκρατία για κατεδάφιση κτιρίων και στέρηση ακινήτων τα οποία ήταν ιδιοκτησίας του. Πάντα ως ορκίζεται η εργαζόμενη στο δικηγορικό γραφείο το οποίο εκπροσωπεί τους Αιτητές,  ο Αιτητής 1, ως δικηγόρος στην εν λόγω πολιτική αγωγή, έχει πληροφορηθεί για γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι, τα ακίνητα στην εν λόγω υπόθεση αλλά και τα επίδικα τεμάχια αρ. 60 και 61 (Φ/Σχ 59/020102) δεν υπάγονται στη διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Σχετικά επικαλείται αντίγραφο πρακτικού με το οποίο αποσύρθηκε η ως άνω αγωγή όπου η δικηγόρος της Δημοκρατίας η οποία εμφανίστηκε στην εν λόγω υπόθεση, αναφέρεται σε ακίνητα τα οποία αφορούσε η πολιτική υπόθεση και προβαίνει σε σχετική δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Είναι η θέση της ενόρκως δηλούσας ότι, η εν λόγω μαρτυρία είναι αναγκαία και απαραίτητη επειδή οι Καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν το αντίθετο, ότι δηλαδή τα επίδικα τεμάχια υπάγονται στη διαχείριση του Κηδεμόνα με συνέπεια οι Αιτητές να μην έχουν έννομο συμφέρον αφού αυτά μετά τη σύμβαση μίσθωσης θα περιέλθουν στον Κηδεμόνα δυνάμει του Ν.139(Ι)/1991. Επίσης προβάλει ως επιχείρημα προς επιτυχία της αίτησης ότι, με τον τρόπο αυτό «διευκολύνεται το Δικαστήριο στο διερευνητικό του έργο πέραν του οφέλους από την εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων» και ότι, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης να εγκριθεί η εν λόγω αίτηση.

 

Τα ίδια εν πολλοίς αναφέρονται και στη σύντομη γραπτή αγόρευση του Αιτητή 1, υπό την ιδιότητα του ως ο δικηγόρος των Αιτητών στη παρούσα υπόθεση, όπου τονίζει τη σχετικότητα της αιτούμενης προς προσαγωγή μαρτυρίας με το θέμα της ύπαρξης ή όχι εννόμου συμφέροντος των Αιτητών και ότι επιτυχία της αίτησης θα βοηθήσει το Δικαστήριο στη διερεύνηση της υπόθεσης και θα εξοικονομήσει χρόνο.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι, αρχικώς δια της ενστάσεώς τους και εν συνεχεία δια της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου τους, εισηγούνται την απόρριψη της αίτησης, προβάλλοντας τους εξής λόγους:

««Η αίτηση των Αιτητών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθότι είναι αβάσιμη, ενοχλητική, αλυσιτελής και καταχρηστική και στερείται δικονομικού υπόβαθρου, ενώ το αιτούμενο διάταγμα δεν υπάρχει τρόπος, ακόμα και εάν γίνει αποδεκτό, να μπορεί να εφαρμοστεί και/ή να εκτελεστεί

2. Η αίτηση των Αιτητών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή δεδομένου ότι η προτεινόμενη μαρτυρία και/ή αποκάλυψη δεν είναι εύλογα σχετική προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα,

ενώ υπερακοντίζει το πλαίσιο των επίδικων ζητημάτων, όπως αυτό τίθεται ενώπιον  του Σεβαστού Δικαστηρίου.

3.      Ήδη οι Αιτητές προσήγαγαν μαρτυρία στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής και το γεγονός ότι επανέρχονται χωρίς τούτο να θεμελιώνεται επαρκώς, κατά το τελικό στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης, με τρίτη αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας και/ή αποκάλυψη συνιστά πρόδηλη κατάχρηση της διαδικασίας.

4.      Η παρούσα αίτηση, όπως τώρα αναδεικνύεται από μέρους των Αιτητών στην αίτησή τους και με τον τρόπο που προτείνεται η ικανοποίησή της, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε σημασία για τα επίδικά ζητήματα, αφού από την Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει συνάγεται ότι, αυτό που επιθυμούν οι Αιτητές -δηλαδή το να αντλήσουν αναλογία επειδή στο πλαίσιο άλλης δικαιοδοσίας και συγκεκριμένα στο πλαίσιο κάποιας αγωγής κάποια ακίνητα στην κατά τον ισχυρισμό τους ίδια περιοχή, ενδεχομένως έτυχαν κάποιου συγκεκριμένου χειρισμού βάσει καθεστώτος ιδιοκτησίας, δεν αποτελούν δεδομένα που μπορούν να εφαρμοστούν στην παρούσα υπόθεση ή να έχουν κάποια σχετικότητα με αυτήν. Δεν επιχειρείται καν μία κάποια ουσιαστική σύνδεση με τα επίδικα ζητήματα, ούτε εντοπίζονται κοινά ζητήματα με την παρούσα υπόθεση.

5.      Η αίτηση των Αιτητών δεν είναι ολοκληρωμένη, δεδομένου ότι η προτεινόμενη μαρτυρία/αποκάλυψη δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος, σε αντίθεση με όσα επιβάλλουν οι κανόνες που διαμόρφωσε η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, ότι η προτεινόμενη μαρτυρία πρέπει να είναι σε θέση να μπορεί να βοηθήσει ειδικά και συγκεκριμένα το δικαστήριο στην απονομή της Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του και ειδικότερα, με βάση τον εξεταστικό χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας.

6.      Η αίτηση των Αιτητών είναι αβάσιμη και/ή καταχρηστική και δημιουργεί σύγχυση επιχειρώντας να αντλήσει επιχειρήματα που αφορούν άλλη δικαιοδοσία που διέπεται από άλλους διαδικαστικούς και δικονομικούς κανόνες και έχει άλλο σκοπό, στόχευση και λειτουργία και να τα εφαρμόσει στην παρούσα υπόθεση- συγκεκριμένα οι Αιτητές επιχειρούν τα ενδεχομένως διαμειφθέντα σε μία υπόθεση πολιτικής δικαιοδοσίας -στην οποία εντελώς άλλα είναι τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά δεδομένα- να τα χρησιμοποιήσει αυθαίρετα για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, σε πλήρη αντίθεση με τα ισχύοντα στην διοικητική δίκη που έχει ως υπόβαθρο το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

7.      Η προτεινόμενη μαρτυρία/αποκάλυψη τείνει, ως άσχετη με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, να αλλοιώσει τα πραγματικά δεδομένα, εισάγοντας στοιχεία μεταγενέστερα και/ή προγενέστερα και/ή σίγουρα άσχετα και/ή μη συγκρίσιμα, πράγμα ανεπίτρεπτο στο πλαίσιο άσκησης του ακυρωτικού ελέγχου, σε αντίθεση με τους κανόνες που επιβάλλουν το Σύνταγμα, ο νόμος, η νομολογία και η θεωρία του διοικητικού δικαίου.

8.      Η προτεινόμενη μαρτυρία/αποκάλυψη, τείνει να αλλοιώσει τα πραγματικά δεδομένα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, παρά τα όσα επιβάλλουν οι νομολογιακοί κανόνες, δεδομένου ότι η αξιολόγηση των γεγονότων δεν βαραίνει το Δικαστήριο, αλλά βέβαια το ίδιο το διοικητικό όργανο, και δεν είναι δυνατό να γίνεται αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, τα οποία συναρτώνται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη και μπορούν να αποφασίζονται μόνο με βάσει το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου. Ο δε διοικητικός φάκελος τονίζεται ότι αποτελεί μέρος της διοικητικής δίκης και κατατίθεται αυτούσιος στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας- όπως δε έχει επίσης νομολογηθεί, εάν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη αξιολόγησή τους.

9.      Πρόσθετα με τα πιο πάνω, τονίζεται ότι η προτεινόμενη μαρτυρία/αποκάλυψη, είναι γενικά, εκτός της πορείας που εμπίπτει στο πεδίο της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου που διενεργείται με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και στον εξεταστικό χαρακτήρα της ακυρωτικής δίκης.

10 Δεν προβάλλεται οιαδήποτε εύλογη αιτία που να εξηγεί, την παράλειψη των Αιτητών να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια και να θέσουν τα επικαλούμενα από μέρους τους γεγονότα εγκαίρως ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου, στον κατάλληλο χρόνο και σύμφωνα με τη διαδικασία και όχι κατά το τελικό στάδιο ορισμού της υπόθεσης για Διευκρινίσεις, γεγονός που δεικνύει ότι η αίτηση των Αιτητών αποσκοπεί στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της εκδίκασης της παρούσας προσφυγής. »

 

Μέσω της εκτενούς γραπτής της αγόρευσης, η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, της οποίας ζητείται η ένορκη κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, αναφέρει ότι, το αίτημα των Αιτητών είναι καταχρηστικό, εκτός της διαδικασίας και τυχόν αποδοχή του θα εκτροχιάσει την ομαλή πορεία της δίκης και την απονομή της Δικαιοσύνης, υπερακοντίζοντας το πλαίσιο της ακυρωτικής δικαιοδοσίας που θεμελιώνεται στις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση σχολιάζουν ακριβώς το αποκλειστικό επιχείρημα των Αιτητών, ότι δηλαδή η αίτηση στην ουσία της αποσκοπεί στη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος των Αιτητών. Εντοπίζουν ότι, οι Αιτητές θεωρούν ότι καταλυτικής σημασίας για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους, αποτελεί γνωμάτευση η οποία φέρεται να έδωσε ο Γενικός Εισαγγελέας στο πλαίσιο μάλιστα χειρισμού μίας συγκεκριμένης αγωγής εναντίον της Δημοκρατίας, όπου Ενάγων παρουσιάζεται να ήταν επίσης μέλος της τουρκοκυπριακής κοινότητας, ο οποίος όμως ουδεμία σχέση έχει με τους Αιτητές στη παρούσα υπόθεση. Η αναφερόμενη γνωμάτευση, σημειώνει, αφορά ξεκάθαρα άλλην υπόθεση, άλλους Αιτητές και άλλα ακίνητα, συνεπώς δεν ξεκαθαρίζεται με ποιόν τρόπο οι Αιτητές θεμελιώνουν το έννομό τους συμφέρον εν προκειμένω. Με την αγόρευση της, όπως έπραξε και ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο της Ακρόασης της επίδικης αίτησης, η δικηγόρος των Καθ'ων η Αίτηση, αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιας γνωμάτευσης την οποία δηλώνει ότι αγνοεί, ενώ επιπλέον σημειώνει ότι, «δεν γίνεται κατανοητό πως νομικά επιχειρήματα -εάν υπάρχουν- που αφορούν άλλη υπόθεση και άλλα πραγματικά γεγονότα, πρέπει να αποκαλυφθούν στο δικηγόρο των Αιτητών, για να είναι σε θέση να στηρίξει νομικά την υπόθεσή του». Επαναλαμβάνει δε η αναφερόμενη δικηγόρος ότι το έγγραφο αυτό, εάν υφίσταται, δεν το κατέχει και ούτε η ίδια έχει πρόσβαση στο φάκελο της αναφερθείσας αγωγής. Τονίζει ότι, η προβολή νομικών επιχειρημάτων αποτελεί ζήτημα που αφορά την μελέτη κάθε δικηγόρου και απευθύνεται στο Δικαστήριο, δεν εξαρτάται ούτε συνδέεται με έστω καθ' υπόθεση γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ως εάν αυτή να υπέχει θέση δεσμευτικής για το Δικαστήριο νομολογίας ανώτερου δικαστηρίου και βέβαια ούτε δεσμεύει, ούτε εμποδίζει το Δικαστήριο καθ'οιονδήποτε να καταλήξει στη δική του κρίση βάσει των ενώπιον του στοιχείων και δεδομένων. Επομένως, τονίζει, η επιμονή στην κατάθεση στη διοικητική δίκη ενός υποτιθέμενου εγγράφου της νομικής υπηρεσίας δεν συνεπάγεται ότι η αμφισβήτηση του εννόμου συμφέροντος των Αιτητών θα απωλέσει το υπόβαθρό της και αυτόματα θα τους αναγνωριστεί η εκπλήρωση αυτής της προϋπόθεσης του παραδεκτού της προσφυγής.

 

Επιπρόσθετα, υποδεικνύει ότι, μια γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ουδόλως δεσμευτική είναι για το Δικαστήριο το οποίο δεν έχει υποχρέωση να την αναζητήσει ως κρίσιμη για να εκφράσει κρίση για τα ενώπιον του δεδομένα και παραπέμπει στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 6/2008, Χριστόδουλος Τσέλεπος ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 410, ημερομηνίας 14.7.2010, όπου το εκεί αναφερόμενο διοικητικό όργανο, το Υπουργικό Συμβούλιο, διαφώνησε με την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, και το αποτέλεσμα ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο να δικαιώσει τη δική του νομική προσέγγιση, και όχι του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Επιπρόσθετα, οι Καθ'ων η Αίτηση καταδεικνύουν ζήτημα καταχρηστικότητας εκ μέρους των Αιτητών, αφού οι ίδιοι οι Καθ'ων η Αίτηση τέσσερα χρόνια νωρίτερα, σε μία προσπάθεια αντικειμενικής διευκόλυνσης της διαδικασίας, ζήτησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 26.8.2019, αντίγραφο της οποίας κοινοποιήθηκε και στο Δικαστήριο, να παρέχουν ικανοποιητικά στοιχεία σε σχέση με τους Αιτητές, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο βαθμός που επιτρέπει εφαρμογή των διατάξεων του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/1991) στην παρούσα υπόθεση, χωρίς όμως να υπάρξει ικανοποιητική ανταπόκριση από μέρους τους και αποσαφήνιση των δεδομένων για την παρούσα υπόθεση. Παρά το ότι προηγήθηκε, υποστηρίζουν οι Καθ΄ων η Αιτηση, μέσω της παρούσας αίτησης επιδιώκουν ουσιαστικά να εξαναγκάσουν τη δικηγόρου του αντιδίκού τους, να λάβει τη θέση μάρτυρα στη διαδικασία, θέτοντας την και εκτός της εκπροσώπησης των Καθ'ων η Αίτηση, αφού κατά πάγια νομολογία, είναι ασυμβίβαστη η ιδιότητα του δικηγόρου και του μάρτυρα στην ίδια υπόθεση.

 

Ολοκληρώνοντας τη παρουσίαση των θέσεων της Δημοκρατίας, καταγράφω ότι τονίζεται φορτικά από τους Καθ'ων η Αίτηση ότι, στη προκείμενη περίπτωση οι Αιτητές δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν τη σχετικότητα και/ή συνάφεια της αιτούμενης μαρτυρίας, σε αντίθεση μάλιστα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Τονίζουν ότι, η προσαγωγή μαρτυρίας, όπως αναδεικνύεται από μέρους των Αιτητών στην αίτησή τους και με τον τρόπο που προτείνεται δεν μπορεί να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς τους. Το θέμα των πραγματικών δεδομένων που θα θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον των Αιτητών εναπόκειται σε αυτούς να το υποστηρίξουν, και το θέμα αυτό δεν εξαρτάται ούτε συνδέεται με τι έχει ενδεχομένως καταγραφεί ή δεν έχει καταγραφεί σε μία υποτιθέμενη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας. Η προτεινόμενη προσαγωγή μαρτυρίας, εάν ήθελε γίνει δεκτή, θα ισοδυναμούσε με μη αποδεκτή ανάληψη δικαιοδοσίας αναμόρφωσης του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, κατά τρόπο τέτοιο, που θα υπερακοντιζόταν το πλαίσιο της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, πράγμα μη επιτρεπτό από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η προτεινόμενη μαρτυρία εν τη γενέσει της, όπως περιγράφεται, χαρακτηρίζεται από τέτοια γενικότητα και αοριστία, που οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι Αιτητές δεν επιχειρούν να θεμελιώσουν τους ισχυρισμούς τους, αλλά αυτό που επιχειρούν είναι η αναδιαμόρφωση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, μεταβάλλοντας και το υλικό και τα δεδομένα επί του οποίου όφειλε να τοποθετηθεί η διοίκηση, κατά τρόπο μη αποδεκτό στο διοικητικό δίκαιο.

 

Οι Δικηγόροι του Ενδιαφερόμενου Μέρους Limassol Marina Ltd έχουν υιοθετήσει πλήρως τις θέσεις οι οποίοι προβάλλονται από τους Καθ'ων η Αίτηση, ως ανωτέρω.

 

Αφού έχω καταγράψει τις θέσεις εκατέρωθεν των πλευρών, σημειώνω τη φειδώ με την οποία αντιμετωπίζει το Δικαστήριο τέτοιες αιτήσεις, ότι πρωταρχικός παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψιν είναι η σχετικότητα της αίτησης με οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης, καθώς και τη πάγια νομολογία ότι δεν θα πρέπει να τυγχάνει αλλοίωση ή μεταβολή των στοιχείων τα οποία είχε ενώπιον της η διοίκηση κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επιπρόσθετα, καταλυτικής σημασίας ώστε να επιτραπεί η προσκόμιση της προτεινόμενης μαρτυρίας, είναι η προϋπόθεση να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πλήρες και ορθό το υπόβαθρο των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπόθεση των Αιτητών, αλλά και αυτό επιτρέπεται προκειμένου το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ορθή, ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, ούτως ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει ορθή κρίση. Ωστόσο, εξετάζοντας τη παρούσα Αίτηση, διαπιστώνω ότι το Δικαστήριο καλείται να επιτρέψει τη προσκόμιση ενώπιον του μέσω ένορκης κατάθεσης της δικηγόρου των Καθ’ ων η Αίτηση, αμφισβητούμενου ως προς την ύπαρξη του εγγράφου της Νομικής Υπηρεσίας το οποίο μάλιστα η ίδια δηλώνει ότι αγνοεί παντελώς και το οποίο δεν προκύπτει να είχε τεθεί ή να βρισκόταν ενώπιον των Καθ'ων η Αίτηση κατά τους ουσιώδεις χρόνους της επίδικης υπόθεσης, πράξη η οποία θα έρθει σε πλήρη αντίθεση με την ισχύουσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Έχω εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα τα οποία συνοδεύουν την ενώπιον μου υπόθεση ως καταγράφονται στην Αίτηση, αλλά και αφορούν το σύνολο των δικογράφων, συμπεριλαμβανομένης της Προσφυγής από τους Αιτητές και των Ενστάσεων των Καθ΄ων η Αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

 

Σχετικά έχω καταγράψει πολύ πρόσφατα στην ενδιάμεση απόφαση μου ημερομηνίας 6.6.2024 στην Υπόθεση Αρ. 693/2024, T. S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω, Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης τα εξής, τα οποία υιοθετώ και για τους σκοπούς της παρούσας:

 

«Η νομολογία η οποία διέπει την αντιμετώπιση τέτοιων αιτήσεων είναι καλά γνωστή. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, 595 στην οποία συνοψίζονται οι βασικοί κανόνες οι οποίοι διαμορφώθηκαν διαχρονικώς από τη νομολογία επί του θέματος, ως εξής:

 «Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς η αρχή ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. (Βλέπε: Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.α., Α.Ε. 2064, ημερ. 29.7.99, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 779/87, ημερ. 26.1.89, Τάσου Μιχαηλίδη κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπόθ. Αρ. 530/97, ημερ. 5/7/2000). Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία μόνο όταν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και όταν η απόδειξη τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. (Βλέπε: Sunrise Industry Clothing Ltd., v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24/9/92, Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 374/92, ημερ. 19/3/93, Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων ΠαραλιμνίουΥποθ. αρ. 71/97, ημερ. 18/11/99).» 

 

Η νομολογία των δικαστηρίων μας αντιμετωπίζει τις αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας με εξαιρετική φειδώ, επιβεβαιώνουσα το γνωστό κανόνα ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ουδέποτε υπεισέρχεται σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων ή στην αξιολόγηση των δεδομένων από πλευράς πραγματικών στοιχείων, ούτε  βέβαια προβαίνει σε κρίση επί αντικρουόμενων θέσεων (Κωνσταντίνος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 529/2009, ημερ. 25.2.2011, Φώτης Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 52/2009, ημερ. 30.12.2010). Το παρόν Δικαστήριο στην ενάσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, έχει διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, πάντοτε με γνώμονα τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα και την αποδεικτικότητα οποιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και καταπόσον μπορεί ή όχι να το βοηθήσει στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως έχει κατά κόρον αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οιαδήποτε μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί ή αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πρωταρχικός παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, δεδομένου του εξεταστικού χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας, είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία είναι εύλογα σχετική και αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος (Petrolina Ltd κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αριθ. 223/2000, ημερ. 4.4.2002, Ζαρβός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66).  Ταυτόχρονα, έχει κατ' επανάληψη τονιστεί το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, και το οποίο πηγάζει από τη φύση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Ουδόλως μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).»

 

Αναφορικά με την παρούσα υπόθεση, ο μοναδικός λόγος ο οποίος προβάλλεται από τον δικηγόρο των Αιτητών για την αναγκαιότητα επιτυχίας της ενδιάμεσης αίτησης για προσαγωγή της προβαλλόμενης μαρτυρίας, αφορά τη θέση τους ότι η εν λόγω μαρτυρία είναι αναγκαία και απαραίτητη προς απάντηση της θέσης των Καθ' ων η αίτηση ότι τα επίδικα τεμάχια υπάγονται στη διαχείριση του Κηδεμόνα με συνέπεια οι Αιτητές να μην έχουν έννομο συμφέρον αφού αυτά εν τέλει θα περιέλθουν στον Κηδεμόνα δυνάμει του Ν.139(Ι)/1991.

 

Ακριβώς επί τούτου παρατηρώ ότι, είναι η ξεκάθαρη και έντονη θέσης της κας Πιπερή ότι δεν υφίσταται τέτοιο έγγραφο και σε κάθε περίπτωση, δεν το κατέχει η ίδια ώστε να το καταθέσει ενόρκως στο Δικαστήριο, όπως ζητείται μέσω της αίτησης από τους Αιτητές. Σημειώνω δε και την επισήμανση της περί καταχρηστικότητας της αίτησης, αφού τυχόν επιτυχία της θα μετέτρεπε την ίδια σε μάρτυρα και θα την απομάκρυνε από την εκπροσώπηση των Καθ΄ων η Αίτηση.

 

Σε κάθε περίπτωση, πολύ εύστοχα, η δικηγόρος των Καθ΄ων η αίτηση προβάλει πως, ακόμα και να υπήρξε μια τέτοια, γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ουδόλως δεσμευτική είναι για το Δικαστήριο, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να την αναζητήσει ως κρίσιμη για να εκφράσει κρίση για τα ενώπιον του δεδομένα. Το θέμα των πραγματικών δεδομένων που θα θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον των Αιτητών εναπόκειται σε αυτούς να το υποστηρίξουν, ενώ το θέμα αυτό δεν εξαρτάται ούτε συνδέεται με τι έχει ενδεχομένως καταγραφεί ή δεν έχει καταγραφεί σε μία υποτιθέμενη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, προφορική αναφορά στην οποία υποστηρίζουν ότι έγινε σε μια υπόθεση μεταξύ τρίτων προσώπων, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, μερικά χρόνια προηγουμένως.

 

Κρίνω ότι, η προτεινόμενη μαρτυρία, όπως περιγράφεται στην ένορκη δήλωση, χαρακτηρίζεται από τέτοια γενικότητα και αοριστίαν η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι Αιτητές δεν επιχειρούν να θεμελιώσουν τους ισχυρισμούς τους, αλλά αυτό που επιχειρούν είναι η αναδιαμόρφωση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, μεταβάλλοντας και το υλικό και τα δεδομένα επί του οποίου όφειλε να τοποθετηθεί η διοίκηση, κατά τρόπο μη αποδεκτό στο διοικητικό δίκαιο. Όπως έχει κατ' επανάληψη επισημανθεί από τη νομολογία, δεν είναι αποδεκτή η διεύρυνση του αντικειμένου της διοικητικής δίκης, αφενός τόσο ως προς το υπόβαθρο των πραγματικών γεγονότων και, αφετέρου, ως προς τη σχέση με το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της διοικητικής δίκης, καθότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει την δυνατότητα να διευρύνει το αντικείμενο της δίκης με εξωγενή προς αυτή δεδομένα, αφού αυτό δεν είναι επιτρεπτό από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου και τους δικονομικούς κανόνες (βλ. Δημοκρατία ν D.J. Karapatakis Sons Ltd Consortium, ΑΕ. 125/14, ημερ.13.7.2015 και M. Σχίζα v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 691/2002, ημερ. 16.9.2004).

 

Αναφορικά δε με το δεύτερο επιχείρημα των Αιτητών ότι, με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται το Δικαστήριο στο διερευνητικό του έργο πέραν του οφέλους από την εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων, διαπιστώνω από τον δικαστικό φάκελο ότι, οι Αιτητές έχουν προχωρήσει με διαδοχικές αιτήσεις οι οποίες μέχρι και σήμερα έχουν προεκτείνει τη χρονική διάρκεια της υπόθεσης. Εξετάζοντας το τι επικαλείται η πλευρά των Αιτητών, δεν θα συμφωνήσω ότι η επιτυχία της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης θα βοηθήσει το Δικαστήριο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης με τη διαμόρφωση μιας πιο σφαιρικής εικόνας των πραγμάτων και θα το διαφωτίσει ως προς το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος το οποίο προβάλλει ο δικηγόρος των Αιτητών, ούτε ότι θα εξοικονομηθεί δικαστικός χρόνος και έξοδα.

 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι, η αιτούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού επιτυχία της αίτησης, θα προσέκρουε ευθέως στις πιο πάνω αρχές της νομολογίας.

 

Κατά συνέπεια, η αίτηση για ένορκη αποκάλυψη στοιχείων ημερομηνίας 7.9.2022 αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της υπόθεσης.

 

Η προσφυγή ορίζεται για περαιτέρω οδηγίες στις 4.7.2024 και ώρα 9.00 π.μ..

                                                                            

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο