ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                                         Υπόθεση Αρ. 468/2017

                                                   20 Ιουνίου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

               ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. Μ. Ι . Κ, διαχειριστή της περιουσίας του H. M., άλλως H. M. M. (Kilani) ή (Kilanioti) τέως από τη Λεμεσό αποθανόντα, Παλιάς Ηλεκτρικής 10-12, 1016 Λευκωσία

2.      T. C. αρ. ταυτότητας 361ΧΧΧ.

3.      O. U., αρ. ταυτότητας 361 ΧΧΧ

4.      O. N., αρ. ταυτότητας 150 ΧΧΧ

5.      O. S., αρ. ταυτότητας 435 ΧΧΧ

6.      O. N., αρ. ταυτότητας 494 ΧΧΧ

7.      O. S., αρ. ταυτότητας 435 ΧΧΧ

8.      O. L., αρ. ταυτότητας 361 ΧΧΧ

9.      K. N., αρ. ταυτότητας 1073 ΧΧΧ

10.    U. A., αρ. ταυτότητας 551 ΧΧΧ

11.    N. C., αρ. ταυτότητας 361 ΧΧΧ

12.    C. H., αρ. ταυτότητας 1131 ΧΧΧ

13.    G. N., αρ. ταυτότητας 550 ΧΧΧ

Αιτητών

και

1. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Υπουργικού Συμβουλίου, Λευκωσία

2. Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, Λευκωσία

3.Υπουργείου Εσωτερικών, Λευκωσία

Καθ' ων η Αίτηση

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ / ΕΝΟΡΚΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΗΜΕΡ. 17.10.2022

 

Μ. Κυριακίδης για Μάριος Ι . Κυριακίδης  Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος Αιτητών.  

 

Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.

 

Μ. Χριστοφή, για Ηλία Νεοκλέους ΔΕΠΕ, Δικηγόροι Ενδιαφερόμενου Μέρους Limassol Marina Ltd

  

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Οι Αιτητές καταχώρησαν στις 16.03.2017, την προσφυγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, δια της οποίας προσβάλλουν την παράληψη των Καθ' ων η αίτηση να προσφέρουν πίσω προς πώληση στους Αιτητές τα ακίνητα με αριθμούς τεμάχιο 60 και τεμάχιο 61 (Φ/Σχ 59/020102) στη ενορία Τζιαμί Τζιεντίτ του Δήμου Λεμεσού, τα οποία είχαν απαλλοτριωθεί για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, ήτοι την επέκταση και βελτίωση του παλιού λιμανιού Λεμεσού, στις 25.1.1954 και 19.01.1956 και ζητούν σχετικές δηλώσεις του Δικαστηρίου. Της απαλλοτρίωσης ακολούθησαν επισχέσεις το 1957 και το 2007, ενώ τα τεμάχια αυτά εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένα στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας και αφού κρίθηκαν αναγκαία για τη δημιουργία της Μαρίνας Λεμεσού, έχουν παραχωρηθεί το 2008 με Σύμβαση Μίσθωσης στην εταιρεία Limassol Marina Ltd.  

 

Της παρούσας αίτησης προηγήθηκαν, η καταχώρηση της Ένστασης στην κυρίως υπόθεση εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση στις 25.05.2018 και της ξεχωριστής  Ένστασης στην κυρίως υπόθεση εκ μέρους του Ενδιαφερόμενου Μέρους στις 6.09.2018. Επίσης μεσολάβησε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας στις 23.11.2018 για την οποία εκδόθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου στις 9.01.2019. Συνεπεία του διατάγματος του Δικαστηρίου καταχωρήθηκαν, στις 18.01.2019 μαρτυρία με ένορκη δήλωση με συνημμένα έγγραφα εκ μέρους των Αιτητών και στις 2.04.2019 μαρτυρία με 2 ένορκες δηλώσεις με συνημμένα σε αυτές έγγραφα εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση. Στις 5.11.2019 καταχωρήθηκε η γραπτή αγόρευση εκ μέρους των Αιτητών στην κυρίως υπόθεση και ακολούθως η γραπτή αγόρευση εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση στις 24.05.2021.

 

Στις 7.09.2022 καταχωρήθηκε η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας / ένορκη αποκάλυψη στοιχείων, δια της οποίας οι Αιτητές ζητούσαν Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να καλείται η δικηγόρος της Δημοκρατίας η οποία εμφανίζεται για τους Καθ' ων η Αίτηση να καταθέσει στο Δικαστήριο ενόρκως γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για την οποία έγινε αναφορά σε υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού μεταξύ τρίτων προσώπων, αίτηση η οποία έχει απορριφθεί μέσω ενδιάμεσης απόφασης ημερ.19.6.2024.

 

Ακολούθως στις 17.10.2022 καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ήτοι της Ένορκης Δήλωσης του Αιτητή αρ.4  O.  S.  από τη Λευκωσία, όπως είναι συνταγμένη και επισυνημμένη σαν Τεκμήριο 1 στην Ένορκη Δήλωση του δικηγόρου κ. Μ.  Π.  από τη Λάρνακα η οποία υποστηρίζει την Αίτηση. Στην ένορκη δήλωση του Αιτητή αρ.4 επισυνάπτεται ως «Τεκμήριο Α» τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής και επί τούτου ο ενόρκως δηλών σημειώνει 22 σημεία, κτίρια ή περιοχές με αντίστοιχες παρατηρήσεις. Με την δήλωση του βεβαιώνει ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιου εκπαιδευτικού ιδρύματος και ότι είναι ικανός να κατανοεί κτηματολογικά σχέδια και να τα ταυτίζει με τους χώρους που καταγράφονται σ' αυτά και επίσης ότι γνωρίζει τα κτηματολογικά σύμβολα και την κατάσταση που υποδηλώνουν.

 

Στην ένορκη δήλωσή του, ο προαναφερθείς συνεργάτης του δικηγόρου των Αιτητών, ορκίζεται και αναφέρει ότι ο προτεινόμενος μάρτυρας κ. O.  S.   με την προτεινόμενη Ένορκη Μαρτυρία του προσδιορίζει με σαφήνεια τα προς απόδειξη γεγονότα, ούτως ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποκτήσει πλήρη εικόνα της έκτασης γης που απαλλοτριώθηκε, το μέρος της που επισχέθηκε και ποιο από το μέρος που επισχέθηκε χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της επίσχεσης και ποιο κατέστει πλεονάζον. Ειδικότερα, ο προτεινόμενος μάρτυρας αναφέρεται στην περιοχή όπου γεννήθηκε στην οποία περιλαμβάνεται ολόκληρη η έκταση που απαλλοτριώθηκε με το διάταγμα του Κυβερνήτη αρ. 30/58 για βελτίωση και επέκταση του Παλιού Λιμανιού της Λεμεσού και δηλώνει ότι το 1963 ήταν 16 ετών και όταν άρχισαν οι δικοινοτικές ταραχές κλήθηκε και παρουσιάστηκε σε δυο Τουρκοκυπριακά φυλάκια παρατηρητήρια απέναντι από Ελληνοκυπριακό φυλάκιο, μεταξύ των οποία υπήρχε νεκρή ζώνη που περιλάμβανε τα δυο τεμάχια 60 και 61, ενώ πριν από το 1963 επισκεπτόταν τον προπάππο και τον παππού του που διέμεναν εντός ενός εκ των δύο τεμαχίων.

 

Είναι η θέση των Αιτητών, ως προβάλλεται και στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή 1 υπό την ιδιότητα του ως ο δικηγόρος των Αιτητών στη παρούσα υπόθεση, ότι η εν λόγω μαρτυρία είναι αναγκαία και απαραίτητη επειδή τα γεγονότα που οι Αιτητές επιζητούν να εισάξουν με άδεια του Δικαστηρίου στη δικογραφία σαν μαρτυρία υπέρ της υπόθεσης τους, είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα της Προσφυγής τους, δηλαδή της αμφισβήτησης του κύρους της παράλειψης των Καθ' ων η Αίτηση να επιστρέψουν τα Τεμ. 60 και 61 και κηρύξουν άκυρο και παράνομο το διάταγμα απαλλοτρίωσης και επίσχεσης. Η απόδειξη των γεγονότων αυτών, δηλαδή της μη χρήσης των Τεμ. 60 και 61 για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης και επίσχεσης, είναι προϋπόθεση στο Νόμο προκειμένου να επιτύχουν στην Προσφυγή τους και συνεπώς είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα. Η σχετικότητα συνίσταται στο γεγονός ότι η συνδρομή τους είναι προυπόθεση εφαρμογής των αρ. 13(1) και (2) του Κεφ. 226 και αρ. 23(1), (2) και (5) του Συντάγματος, που περιλαμβάνονται στα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται η Προσφυγή. Είναι η θέση του ότι, οι ισχυρισμοί για ανυπαρξία νομικής βάσης για διεκδίκηση επιστροφής των Τεμ. 60 και 61, είναι αβάσιμοι διότι το δικαίωμα παρέχεται από το αρ.13(1) του Κεφ. 226 και 23(1), (2) και (5) του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το αρ. 23(2) του Ν. 15/62.

Ισχυρίζεται επίσης ότι η μετέπειτα του διατάγματος επίσχεσης διοικητικές πράξεις που αφορούν τη χρήση των Τεμ. 60 και 61 δεν εξετάζονται και δεν προσδίδουν κύρος στην προσβαλλόμενη παράλειψη νόμω οφειλόμενης ενέργειας. Όπως αναφέρει ο δικηγόρος των Αιτητών, ελλείψει μαρτυρίας στους διοικητικούς φακέλους, χωρίς διακρίβωση με αξιόπιστη μαρτυρία διαχρονικής χρήσης ή μη χρήσης της επισχεθείσας γης, δεν είναι δυνατός από το Δικαστήριο ο σχηματισμός αντίληψης αν προέκυψε πλεονάζον τμήμα της προς επιστροφή και κατά τούτο, τα σχετικά γεγονότα που με σαφήνεια προσδιορίζει ο προτεινόμενος μάρτυρας στην Προτεινόμενη Ένορκη Μαρτυρία του, θα πρέπει με την άδεια του Δικαστηρίου να αποτελέσουν μέρος της μαρτυρίας στη δικογραφία ούτως ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποκτήσει πλήρη εικόνα της έκτασης γης που απαλλοτριώθηκε, το μέρος της που επισχέθηκε και ποιο από το μέρος που επισχέθηκε χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της επίσχεσης και ποιο κατέστει πλεονάζον.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι, αρχικώς δια της ενστάσεώς τους και εν συνεχεία δια της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου τους, εισηγούνται την απόρριψη της αίτησης, προβάλλοντας τους εξής λόγους:

«1.    «Η αίτηση των Αιτητών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, δεδομένου ότι η προτεινόμενη μαρτυρία δεν είναι εύλογα σχετική προς οποιοδήποτε επίδικο θέμα ενώ υπερακοντίζει το πλαίσιο των επίδικων ζητημάτων, όπως αυτό τίθεται ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου.

2.      Ήδη οι Αιτητές προσήγαγαν μαρτυρία στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής και το γεγονός ότι επανέρχονται χωρίς τούτο να θεμελιώνεται επαρκώς, κατά το τελικό στάδιο εκδίκασης της υπόθεσης, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, λαμβανομένου ειδικά υπόψη του γεγονότος ότι η μαρτυρία προτείνεται να δοθεί από έναν εκ των Αιτητών (αρ. 4.) στην Προσφυγή που γνωρίζει την εξέλιξη της υπόθεσης από την αρχή, δηλαδή εδώ και 5 χρόνια.

3.      Πολύ δε περισσότερο η μαρτυρία που προτείνεται ανατρέχει σε βάθος χρόνου προ εξηκονταετίας και δεν πληροί εχέγγυα αξιοπιστίας και κυρίως χρησιμότητας και σύνδεσης με τα επίδικα ζητήματα.

4.      Η προσαγωγή μαρτυρίας, όπως τώρα αναδεικνύεται από μέρους των Αιτητών στην αίτησή τους, με τον τρόπο που προτείνεται δεν μπορεί να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον τους, ούτε να θεραπεύσει το εκπρόθεσμο της προσβολής της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και/ή κάποιων διοικητικών πράξεων, ούτε μπορεί να έχει οποιαδήποτε σημασία για τα επίδικά ζητήματα, αφού παραμένει γεγονός ότι ενώ οι Αιτητές προσβάλουν παράλειψη επιστροφής από απαλλοτρίωση που έγινε το 1954-1956, επιλέγουν να παραβλέπουν το γεγονός ότι μετά την απαλλοτρίωση εκδόθηκαν διαδοχικά δύο πράξεις επίσχεσης οι οποίες, επειδή ουδέποτε προσβλήθηκαν από τους Αιτητές, παραμένουν νομικά αμάχητα και καθόλα έγκυρες. Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη μαρτύρια είναι αδιάφορη και αχρείαστη και δεν αφορά τα επίδικα θέματα.

5 Συγκεκριμένα, η ερμηνεία που αποδίδουν οι Αιτητές στην λειτουργία της επίσχεσης και δήθεν στην χρήση της επισχεθείσας ιδιοκτησίας, την οποία συνδέουν αυθαίρετα και χωρίς καμία νομική βάση με δικαίωμα επιστροφής, δεν μπορεί να συνδεθεί νομικά με ισχυρισμούς περί «εκπλήρωσης των σκοπών της επίσχεσης» ή περί «πλεονάζουσας επισχεθείσας γης» όπως επικαλούνται στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου που συνοδεύει την αίτησή τους, καθότι αποτελούν όρους αποκλειστικά δικής τους επινόησης και άγνωστους στη θεωρία του διοικητικού δικαίου και στη νομολογία. Τα διατάγματα επίσχεσης δεν προσβλήθηκαν εντός της ταχθείσας από το Σύνταγμα προθεσμίας των 75 ημερών και ως εκ τούτου, έχουν ενδυθεί αμάχητο τεκμήριο νομιμότητας και εγκυρότητας το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Η δε επίσχεση ιδιοκτησίας, επαναλαμβάνεται, δεν εξομοιούται με πράξη απαλλοτρίωσης και δεν συνδέεται με δικαίωμα επιστροφής όπως αυθαίρετα προβάλουν οι Αιτητές στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου κ. Π.  που συνοδεύει την αίτηση τους.

6.      Συνάγεται επομένως, ότι η παρούσα αίτηση βασίζεται σε μία λανθασμένη και μία αβάσιμη νομική κατασκευή περί δήθεν συσχετισμού της εγκυρότητας του διατάγματος επίσχεσης με την χρήση ή μη της επισχεθείσας γης για τον καθορισμένο σκοπό, πράγμα που παρόλο δε, που εν προκειμένω έγινε πλήρης υλοποίηση των εκάστοτε καθοριζόμενων σκοπών απαλλοτρίωσης/επισχέσεων από τη διοίκηση- δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, επειδή τα διατάγματα επίσχεσης καθίστανται νομικά αμάχητα με την έλευση της καθορισμένης συνταγματικά προθεσμίας προσβολής τους με προσφυγή στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η αποτυχία των Αιτητών να προσβάλουν έγκαιρα τα διατάγματα επίσχεσης δεν τους επιτρέπει να επιδιώκουν να ανατρέψουν το εκπρόθεσμο της προσφυγής με μαρτύρια όπως αυτή που αιτούνται να προσκομίσουν.

7.      Η προτεινόμενη δε προσαγωγή μαρτυρίας, αποτελεί ένα μη αξιόπιστο συνοθύλευμα μη συμβατών μεταξύ τους ισχυρισμών που βασίζονται σε υποκειμενικές και αστήρικτες υποθέσεις και/ή εξ ακοής φήμες που αποκόμισε ένα νεαρό πρόσωπο, ο Αιτητής αρ. 4 O. S. στην ηλικία των 16 ετών και προ πεντηκονταετίας/εξηκονταετίας, το οποίο διαφαίνεται να είχε ρόλο σε παράνομες ενέργειες ενάντια στη Κυπριακή Δημοκρατία επανδρώνοντας τουρκοκυπριακά φυλάκια στην περιοχή της Λεμεσού κοντά ίσως στην επίδικη ιδιοκτησία, κατά την περίοδο της τουρκοκυπριακής ανταρσίας και ίσως μέχρι και το 1974, οπότε και εγκατέλειψε τις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Από αυτή δε την άνομη δραστηριότητα το πρόσωπο αυτό αξιώνει, χωρίς καμία ιδιαίτερη τεχνική γνώση, χωρίς τεχνικά στοιχεία, μετρήσεις κ.λ.π. και τεχνική κατάρτιση να δώσει μαρτύρια για τα πάντα: για τις οικοδομές, τις περιφράξεις, τις οικοδομικές εργασίες, τις ασφαλτοστρώσεις, τα κτηματολογικά σχέδια, τη διάβρωση της θάλασσας όπως τα θυμάται πριν 56 με 46 χρόνια. Επί της ουσίας όμως δεν εντοπίζεται πραγματικά να αναδεικνύονται αμφισβητούμενα γεγονότα.

8.      Η προτεινόμενη προσαγωγή μαρτυρίας, είναι αδιάφορη για τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, ενώ αντιτίθεται ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο, με την πάγια και δεσμευτική νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου που αναφέρεται στην επίτευξη έργου εξαγγελθέντος με απαλλοτρίωση παρόλο που ΔΕΝ μπορεί να αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής η απαλλοτρίωση του 1956-, η οποία έχει επανειλημμένα αποσαφηνίσει ότι δεν απαιτείται η οικοδόμηση κάθε τετραγωνικού εκατοστού απαλλοτριωθείσας γης για να αιτιολογείται η εκπλήρωση και/ή υλοποίηση των μεγάλης ή και μικρότερης κλίμακας δημόσιων έργων.

9.      Η αίτηση των Αιτητών δεν είναι ολοκληρωμένη, δεδομένου ότι η προτεινόμενη μαρτυρία δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος, σε αντίθεση με όσα επιβάλλουν οι κανόνες που διαμόρφωσε η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, ότι η προτεινόμενη μαρτυρία πρέπει να είναι σε θέση να μπορεί να βοηθήσει το δικαστήριο στην απονομή της Δικαιοσύνης, ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση και σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του και συγκεκριμένα, με βάση τον εξεταστικό χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας.

10.    Η προτεινόμενη μαρτυρία, τείνει, ενδεχομένως, να αλλοιώσει τα πραγματικά δεδομένα, εισάγοντας στοιχεία μεταγενέστερα και/ή προγενέστερα και/ή άσχετα, με τον ουσιώδη χρόνο, πράγμα ανεπίτρεπτο στο πλαίσιο άσκησης του ακυρωτικού ελέγχου, με βάση τους κανόνες που διαμόρφωσε η νομολογία.

11.    Η προτεινόμενη μαρτυρία, τείνει να αλλοιώσει τα πραγματικά δεδομένα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, παρά τα όσα επιβάλλουν οι νομολογιακοί κανόνες, δεδομένου ότι η αξιολόγηση των γεγονότων δεν βαρύνει το Δικαστήριο, αλλά βέβαια το ίδιο το διοικητικό όργανο, και ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να γίνεται αποδεκτή μαρτυρία η

 

οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, τα οποία συναρτώνται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη και μπορούν να αποφασίζονται μόνο με βάσει το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων όπως δε έχει επίσης νομολογηθεί, εάν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη αξιολόγησή τους.

12.    Πρόσθετα με τα πιο πάνω, τονίζεται ότι η προτεινόμενη μαρτυρία, είναι γενικά, εκτός της πορείας που εμπίπτει στο πεδίο της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου που διενεργείται με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και στον εξεταστικό χαρακτήρα της ακυρωτικής δίκης, δεδομένου, ότι όπως οι κανόνες που διαμόρφωσε η νομολογία επιβάλλουν, η προτεινόμενη μαρτυρία θα πρέπει να σχετίζεται με την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης με τέτοιο τρόπο, ώστε το ίδιο το δικαστήριο να θέλει να την αναζητήσει. Η μαρτυρία και δη η εξ' ακοής προσώπου, που φέρεται απλώς να διακινείτο σε συγκεκριμένη περιοχή προς εξηκονταετίας, για σκοπούς διαπίστωσης της υλοποίησης έργων υποδομής, η οποία μάλιστα τείνει να αντιτίθεται με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, δεν εμπίπτει στη μαρτυρία που το Σεβαστό Δικαστήριο είθισται ή ενδείκνυται να αναζητεί κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του και είναι εντελώς ξένη προς τον εξεταστικό χαρακτήρα της διοικητικής δίκης. Επομένως, είναι ανεπίτρεπτη η αποδοχή μαρτυρίας επί των ζητημάτων που θέτουν οι Αιτητές στην αίτησή τους και στην, συνημμένη σε αυτή, ένορκη δήλωση.

13.    Δεν προβάλλεται οιαδήποτε εύλογη αιτία που να εξηγεί, την παράλειψη των Αιτητών να επιδείξουν τη δέουσα επιμέλεια και να θέσουν τα επικαλούμενα από μέρους τους γεγονότα εγκαίρως ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου, στον κατάλληλο χρόνο και σύμφωνα με τη διαδικασία και όχι κατά το τελικό στάδιο ορισμού της υπόθεσης για Διευκρινίσεις.»

 

Μέσω της εκτενούς γραπτής της αγόρευσης, η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, μεταξύ άλλων απαντά στα όσα υποστηρίζει ο δικηγόρος των Αιτητών  σε σχέση με το καταπόσον η μαρτυρία, της οποίας ζητείται η ένορκη κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, θα αποδείξει τη διαχρονική χρήση ή μη χρήσης της επισχεθείσας γης και αν προέκυψε πλεονάζον τμήμα της προς επιστροφή. Υποστηρίζει ότι, οι Αιτητές δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν τη σχετικότητα και/ή συνάφεια της αιτούμενης μαρτυρίας, σε αντίθεση μάλιστα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ενώ ακριβώς το θέμα της πραγματικής κατάστασης, εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιότητας του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και στο δικό του τομέα ειδικής εμπειρογνωμοσύνης, η οποία δεν μπορεί να αντικρουστεί μόνο με υποθέσεις και αναμνήσεις για την περιοχή οι οποίες προέρχονται από ένα εκ των Αιτητών 60 χρόνια προηγουμένως. Είναι η θέση της κας Πιπερή ότι η προτεινόμενη προσαγωγή μαρτυρίας, εάν ήθελε γίνει δεκτή, θα ισοδυναμούσε με μη αποδεκτή ανάληψη δικαιοδοσίας αναμόρφωσης του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, κατά τρόπο τέτοιο που θα υπερακοντιζόταν το πλαίσιο της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, πράγμα μη επιτρεπτό από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, υποστηρίζει, η προτεινόμενη μαρτυρία εν τη γενέσει της, όπως περιγράφεται, χαρακτηρίζεται από τέτοια γενικότητα και αοριστία, που οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι Αιτητές δεν επιχειρούν να θεμελιώσουν τους ισχυρισμούς τους, αλλά αυτό που επιχειρούν είναι η αναδιαμόρφωση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, μεταβάλλοντας και το υλικό και τα δεδομένα επί του οποίου όφειλε να τοποθετηθεί η διοίκηση, κατά τρόπο μη αποδεκτό στο διοικητικό δίκαιο.

 

Κυρίως, οι Καθ’ ων η Αίτηση εστιάζονται στη θέση ότι, η προτεινόμενη μαρτυρία, τείνει να αλλοιώσει τα πραγματικά δεδομένα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, εισάγοντας στοιχεία μεταγενέστερα και/ή άσχετα με τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης, πράγμα ανεπίτρεπτο στο πλαίσιο άσκησης του ακυρωτικού ελέγχου, δεδομένου ότι πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι η διερεύνηση των συνθηκών λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενώ η όλη προσέγγιση των Αιτητών τείνει να υπερακοντίσει τόσο τα στοιχεία κρίσης, όσο και τους κανόνες που διέπουν δικαστική διαδικασία που προωθείται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Υποστηρίζεται ότι, η προτεινόμενη μαρτυρία, τείνει να αλλοιώσει τα πραγματικά δεδομένα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, παρά τα όσα επιβάλλουν οι νομολογιακοί κανόνες, δεδομένου ότι η αξιολόγηση των γεγονότων δεν βαρύνει το Δικαστήριο, αλλά πρωτογενώς το ίδιο το διοικητικό όργανο, και δεν είναι δυνατό να γίνεται αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, τα οποία συναρτώνται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη και μπορούν να αποφασίζονται μόνο με βάσει το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων, ενώ όπως έχει επίσης νομολογηθεί, εάν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη αξιολόγησή τους. Περαιτέρω τονίζει ότι, η προτεινόμενη προσαγωγή μαρτυρίας, εάν ήθελε γίνει δεκτή, θα ισοδυναμούσε με μη αποδεκτή διεύρυνση του αντικειμένου της διοικητικής δίκης, αφενός τόσο ως προς το υπόβαθρο των πραγματικών γεγονότων και, αφετέρου, ως προς τη σχέση με το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της διοικητική δίκης και της δυνατότητας του Διοικητικού Δικαστηρίου να υπεισέρχεται σε θέματα τεχνικής κρίσης, που άπτονται ζητημάτων τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και ειδικών γνώσεων, και τα δύο μη επιτρεπτά από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου.

 

Οι Δικηγόροι του Ενδιαφερόμενου Μέρους Limassol Marina Ltd έχουν υιοθετήσει πλήρως τις θέσεις οι οποίοι προβάλλονται από τους Καθ'ων η Αίτηση, ως ανωτέρω.

 

Ολοκληρώνοντας τη παρουσίαση των θέσεων των διαδίκων, καταγράφω ότι έχω εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα τα οποία συνοδεύουν την ενώπιον μου υπόθεση ως καταγράφονται στην Αίτηση, αλλά και αφορούν το σύνολο των δικογράφων, συμπεριλαμβανομένης της Προσφυγής από τους Αιτητές και των Ενστάσεων των Καθ΄ων η Αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην κυρίως υπόθεση. Πέραν των εγγράφων τα οποία προέρχονται από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και αποτελούν Παραρτήματα στην Ένσταση της Δημοκρατίας, κατατέθηκαν με άδεια του Δικαστηρίου άλλα δύο επίσημα έγγραφα αναφορικά με την επί τόπου κατάσταση των επίδικων ακινήτων, ήτοι η Ένορκη Δήλωση («Α'») που κατατέθηκε από αρμόδια λειτουργό του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωροταξίας και η Ένορκη Δήλωση («Β'») που κατατέθηκε από αρμόδια λειτουργό του Υφυπουργείου Τουρισμού, οι οποίες αμφότερες κατατέθηκαν εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση στο Δικαστήριο στις 2.4.2019.

 

Αφού έχω μελετήσει τη προτεινόμενη μαρτυρία και τα όσα προβάλουν οι Αιτητές με σκοπό την επιτυχία της αίτησης τους ημερ. 17.10.2022, καταγράφω τα ακόλουθα:

 

Εν προκειμένω, η μαρτυρία που επιδιώκεται να γίνει αποδεκτή δεν αναφέρεται σε έγγραφα, αλλά σε διάφορους ισχυρισμούς του Ενόρκως Δηλούντα (Αιτητή αρ.4), από μνήμης τη περίοδο των διακοινοτικών ταραχών και αφορούν πολύ συγκεκριμένα δεδομένα επί χάρτου, όπως τα σημειώνει ο ίδιος επί του τοπογραφικού σχεδίου το οποίος επισυνάπτει ως τεκμήριο στην ένορκη του δήλωση. Προτείνεται ως μαρτυρία το «Τεκμήριο Α» της ένορκης δήλωσης Αιτητή αρ.4, το οποίο είναι τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής και επί τούτου ο ενόρκως δηλών σημειώνει 22 σημεία, κτίρια ή περιοχές με αντίστοιχες παρατηρήσεις. Οι αναφορές που γίνονται και προωθούνται εκ μέρους των Αιτητών αποτελούν κατ' εξοχή τεχνικά θέματα τα οποία, με βάση τη πάγια νομολογία, μόνο από εμπειρογνώμονα θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά και όχι από τις αναμνήσεις ενός δεκαεξάχρονου το 1964 προσώπου υπό τις έκρυθμες συνθήκες της τότε εποχής, και για την επιστημονική κατάρτιση του οποίου δεν δίδεται ουσιαστική περιγραφή πέραν της δήλωσης του ιδίου ότι είναι «απόφοιτος δευτεροβάθμιου εκπαιδευτικού ιδρύματος και ικανός να κατανοώ κτηματολογικά σχέδια».

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκονται ήδη έγγραφα προερχόμενα από τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία έχουν προσκομίσει οι Καθ΄ων η Αίτηση πολύ πριν την καταχώρηση της επίδικης αίτησης και με τα οποία η προτεινόμενη προσαγωγή μαρτυρίας έρχεται σε αντίθεση και εν πάση περιπτώσει σε αντιπαραβολή. Συνεπώς θα συμφωνήσω ότι, η προτεινόμενη προσαγωγή μαρτυρίας, εάν ήθελε γίνει δεκτή, θα ισοδυναμούσε με μη αποδεκτή ανάληψη δικαιοδοσίας αναμόρφωσης του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, κατά τρόπο τέτοιο, που θα υπερακοντιζόταν το πλαίσιο της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, πράγμα μη επιτρεπτό από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου.

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη τονιστεί, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Αν δε τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνισή τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο, που έχει και την ευθύνη για την αξιολόγησή τους (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91 ημερ. 24.9.1992, Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325). Συναφώς, έχει επισημανθεί πολλάκις ότι, όταν εγείρεται θέμα ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, τα ζητήματα αυτά πρέπει αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάση το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων και αποδοχή μαρτυρίας για τα ζητήματα αυτά δυνατό να διαφοροποιήσει, αλλοιώσει ή μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη και τέτοια πορεία δεν τυγχάνει της επιδοκιμασίας της νομολογίας (Δημοκρατία ν. D.J. Karapatakis Sons Ltd Consortium, Α.Ε. 125/14, ημερ. 13.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:C519, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507, Μ. Σχίζα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 691/2002, ημερ. 16.9.2004).

 

Σχετικά, έχω καταγράψει πολύ πρόσφατα στην ενδιάμεση απόφαση μου ημερομηνίας 6.6.2024 στην Υπόθεση Αρ. 693/2024, T. S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω, Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης τα εξής, τα οποία υιοθετώ και για τους σκοπούς της παρούσας:

 

«Η νομολογία η οποία διέπει την αντιμετώπιση τέτοιων αιτήσεων είναι καλά γνωστή. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, 595 στην οποία συνοψίζονται οι βασικοί κανόνες οι οποίοι διαμορφώθηκαν διαχρονικώς από τη νομολογία επί του θέματος, ως εξής:

 «Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς η αρχή ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. (Βλέπε: Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.α., Α.Ε. 2064, ημερ. 29.7.99, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 779/87, ημερ. 26.1.89, Τάσου Μιχαηλίδη κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπόθ. Αρ. 530/97, ημερ. 5/7/2000). Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία μόνο όταν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και όταν η απόδειξη τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. (Βλέπε: Sunrise Industry Clothing Ltd., v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24/9/92, Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 374/92, ημερ. 19/3/93, Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων ΠαραλιμνίουΥποθ. αρ. 71/97, ημερ. 18/11/99).» 

 

Η νομολογία των δικαστηρίων μας αντιμετωπίζει τις αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας με εξαιρετική φειδώ, επιβεβαιώνουσα το γνωστό κανόνα ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ουδέποτε υπεισέρχεται σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων ή στην αξιολόγηση των δεδομένων από πλευράς πραγματικών στοιχείων, ούτε  βέβαια προβαίνει σε κρίση επί αντικρουόμενων θέσεων (Κωνσταντίνος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 529/2009, ημερ. 25.2.2011, Φώτης Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 52/2009, ημερ. 30.12.2010). Το παρόν Δικαστήριο στην ενάσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, έχει διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, πάντοτε με γνώμονα τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα και την αποδεικτικότητα οποιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και καταπόσον μπορεί ή όχι να το βοηθήσει στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως έχει κατά κόρον αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οιαδήποτε μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί ή αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πρωταρχικός παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, δεδομένου του εξεταστικού χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας, είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία είναι εύλογα σχετική και αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος (Petrolina Ltd κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αριθ. 223/2000, ημερ. 4.4.2002, Ζαρβός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66).  Ταυτόχρονα, έχει κατ' επανάληψη τονιστεί το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, και το οποίο πηγάζει από τη φύση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Ουδόλως μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).»

 

Αναφορικά με την παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι, η προτεινόμενη μαρτυρία, όπως περιγράφεται στην ένορκη δήλωση και το συνημμένο τεκμήριο, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι Αιτητές δεν επιχειρούν να θεμελιώσουν τους ισχυρισμούς τους, αλλά αυτό που επιχειρούν είναι η αναδιαμόρφωση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, μεταβάλλοντας και το υλικό και τα δεδομένα επί του οποίου όφειλε να τοποθετηθεί η διοίκηση, κατά τρόπο μη αποδεκτό στο διοικητικό δίκαιο. Όπως έχει κατ' επανάληψη επισημανθεί από τη νομολογία, δεν είναι αποδεκτή η διεύρυνση του αντικειμένου της διοικητικής δίκης, αφενός τόσο ως προς το υπόβαθρο των πραγματικών γεγονότων και, αφετέρου, ως προς τη σχέση με το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της διοικητικής δίκης, καθότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει την δυνατότητα να διευρύνει το αντικείμενο της δίκης με εξωγενή προς αυτή δεδομένα, αφού αυτό δεν είναι επιτρεπτό από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου και τους δικονομικούς κανόνες (βλ. Δημοκρατία ν D.J. Karapatakis Sons Ltd Consortium, ΑΕ. 125/14, ημερ.13.7.2015 και M. Σχίζα v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 691/2002, ημερ. 16.9.2004).

 

Επιπρόσθετα, σχολιάζοντας και την περί τούτου επιχειρηματολογία των Καθ΄ων η Αίτηση καταλήγω ότι, ουδόλως διευκολύνεται το Δικαστήριο στο διερευνητικό του έργο με την έγκριση της αίτησης ή προκύπτει όφελος από την εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων. Διαπιστώνω από τον δικαστικό φάκελο ότι, οι Αιτητές έχουν προχωρήσει με διαδοχικές αιτήσεις οι οποίες μέχρι και σήμερα έχουν προεκτείνει τη χρονική διάρκεια της υπόθεσης. Εξετάζοντας το τι επικαλείται η πλευρά των Αιτητών, δεν θα συμφωνήσω ότι η επιτυχία της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης θα βοηθήσει το Δικαστήριο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης με τη διαμόρφωση μιας πιο σφαιρικής εικόνας των πραγμάτων και θα το διαφωτίσει, ούτε ότι θα εξοικονομηθεί δικαστικός χρόνος και έξοδα.

 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι, η αιτούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού επιτυχία της αίτησης, θα προσέκρουε ευθέως στις πιο πάνω αρχές της νομολογίας.

 

Κατά συνέπεια, η αίτηση για ένορκη αποκάλυψη στοιχείων ημερομηνίας 17.10.2022 αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της υπόθεσης.

                                                                            

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο