ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

                                                                   Υπόθεση Αρ. 481/2020  

                                                   27 Ιουνίου, 2024

 

                                             [ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Ξ. Μ. Ξ.

 

                                                                                                                      Αιτητή,

v.

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων  

                                                                             Καθ' ων η Αίτηση.

   

 __________________

 

Κ. Μελάς, για Αργυρού & Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε. δικηγόροι Αιτητή.

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η αίτηση.

  ___________________

                                                

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 26/3/2020 που του κοινοποιήθηκε με επιστολή που παρέλαβε στις 3/4/2020, με την οποία του ανακοινώθηκε ότι, η Καθ' ης η Αίτηση κατά την διαδικασία της επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση που έχει εκδώσει το Διοικητικό Δικαστήριο στις 19/7/2019, στην προσφυγή του με αριθμό 1562/15 κατά της απορριπτικής απόφασης της Καθ' ης η Αίτηση στην Ιεραρχική Προσφυγή που υπέβαλε ο Αιτητής κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απέρριψε εκ νέου το αίτημα του Αιτητή για παροχή σ' αυτόν από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Σύνταξης Ανικανότητας.

 

Ως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, αντίγραφο του οποίου έχει υποβληθεί στο δικαστήριο, τα γεγονότα έχουν ως εξής:

 

Ο Αιτητής, ήταν 52 ετών και εργαζόταν ως πελεκάνος στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, όταν στις 22/09/2014 υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, η οποία συνοδεύονταν από ιατρική έκθεση από τον θεράποντα ιατρό του. Στις 29/09/2014, ο Αιτητής εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Υγείας, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ανικανός πλέον να ασκεί τα καθήκοντα εργασίας του.

 

Στις 18/12/2014, ο Αιτητής εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για εργασία. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου απέρριψε την αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 05/02/2015 και ενημέρωσε για την απόφαση του τον Αιτητή με επιστολή ημερ. 09/02/2015.

Ο Αιτητής προσέφυγε στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή ημερομηνίας 20/02/2015 κατά της απόφασης του Διευθυντή ζητώντας επανεξέταση, με αποτέλεσμα στις 02/07/2015 να γίνει εξέταση του από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο (Δ.Ι.Σ.) το οποίο με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα γνωμάτευσε ότι είναι ικανός για εργασία αναφέροντας ότι: «Ο αιτητής προσήλθε στο ΔΙΣ μετά από Ιεραρχική προσφυγή σε απόφαση του ΔΥΚΑ να κριθεί ικανός για εργασία μετά από εισήγηση ΠΙΣ. Το ΔΙΣ εκ της κλινικής εξέτασης ως και των εργαστηριακών εξετάσεων κρίνει ότι ο αιτητής είναι ικανός για εργασία. Το ΔΙΣ εισηγείται όπως απορριφθεί η Ιεραρχική προσφυγή».

 

Η Υπουργός αφού μελέτησε τα δεδομένα της υπόθεσης του Αιτητή και αφού έλαβε υπόψη της τα πιστοποιητικά που ήταν καταχωρημένα στο φάκελο του, καθώς και την έκθεση του Δ.Ι.Σ. και διαπίστωσε ότι είναι ικανός για εργασία, αποφάσισε να απορρίψει την προσφυγή του, εφόσον έκρινε με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, ότι αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 40(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου. Η απόφαση της Υπουργού Εργασίας κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 18/09/2015 και κατά αυτής ο Αιτητής προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο καταχωρώντας την Υπόθεση αρ.1562/2015, στην οποία εκδόθηκε από το Δικαστήριο ακυρωτική απόφαση στις 19/07/2019.

 

Υπό τις περιστάσεις κρίνεται χρήσιμη η παράθεση εκτενούς αποσπάσματος από την ακυρωτική απόφαση στην εν λόγω Υπόθεση Αρ. 1562/2015, ως ακολούθως:

 

«Στην αίτηση του ημερομηνίας 22/9/2014, ο αιτητής είχε αναφέρει ότι έχει "Πρόβλημα με τον σπόνδυλο και Μούδιασμα των ποδιών". Ανέφερε επίσης ότι από τις 15Π/2Ο13, σταμάτησε να εργάζεται με άδεια ασθενείας - Σπονδυλοδεσία. Ο δε θεράπων ιατρός του, που τον παρακολουθεί από το 1992 για το πρόβλημα του σπονδύλου του, αναφέρει στην Ιατρική του Έκθεση ότι ο αιτητής το 1990 χειρουργήθηκε με σπονδυλοδεσία, ότι ο αιτητής παρουσιάζει οξύτατη οσφυαλγία και ισχιαλγία στη σπονδυλική στήλη και κάτω άκρα. Σημειώνει δε, ότι η πορεία της ασθένειας επιδεινώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Αναφέρθηκε επίσης σε ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης του. Γνωμάτευσε δε, ότι ο αιτητής είναι ανίκανος για εξάσκηση του επαγγέλματος του ως πελεκάνος και ότι προβλέπεται ο αιτητής να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για το επάγγελμα του.

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με επιστολή του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας ημερομηνίας 2/10/2014, την οποία υπογράφει και Νευροχειρούργος του Γενικού Νοσοκομείου, στις 29/9/2014, το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, είχε εξετάσει την περίπτωση του αιτητή και "σύμφωνα με τις ιατρικές εκθέσεις των θεραπόντων Ιατρών, τις εργαστηριακές και κλινικές εξετάσεις διαπίστωσε ότι το 1990 υπεβλήθη σε Σπονδυλοδεσία O4-O5-I1', ότι βρίσκεται υπό παρακολούθηση, λαμβάνει φαρμακευτική και φυσιοθεραπευτική αγωγή. Όπως αναφέρεται, "Σήμερα παρουσιάζει πολλές εκφυλιστικές αλλοιώσεις και επώδυνη δυσκαμψία οσφύος”, "Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας του το ιατροσυμβούλιο φρονεί ότι ο ανωτέρω είναι ανίκανος πλέον να ασκεί τα καθήκοντα της  εργασίας του".

Στην ίδια επιστολή σημειώνεται, ότι τα Ιατροσυμβούλια του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν ακολουθούν την ίδια νομοθεσία με αυτά του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και ως εκ τούτου δεν εξυπακούεται ότι το Ιατροσυμβούλιο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων παραχωρεί σύνταξη ανικανότητας.

Στην απορριπτική απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 9/2/2015, αναφέρεται ότι το Ιατρικό Συμβουλίου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων που εξέτασε τον αιτητή στις 18/12/2014, γνωμάτευσε ότι "με βάση τη φυσιολογική κλινική εξέταση (χωρίς εστιακή νευρολογική σημειολογία) και σε συνδυασμό με τη φύση της εργασίας του ο αιτητής δεν έχει μόνιμα απωλέσει τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος του”.

Το δε Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο, στη γνωμάτευση του ημερομηνίας 2/7/2015, αναφέρει κατά γενικό τρόπο ότι "εκ της κλινικής εξέτασης ως και των εργαστηριακών εξετάσεων κρίνει ότι ο αιτητής είναι ικανός για εργασία” και εισηγήθηκε όπως απορριφθεί η Ιεραρχική Προσφυγή που αιτητή.

Ανατρέχοντας στο σχετικό έντυπο του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου, παρατηρώ ότι γίνεται αναφορά στις εργαστηριακές εξετάσεις "(Τ. εικόνα σπονδυλοδεσία O4+5+I1 με HARTSHILL …) γίνεται αναφορά σε "ελαφριά δυσκαμψία ΟΜΣΣ”, καθώς και σε κανονική και φυσιολογική κίνηση και βηματισμό και αντανακλαστικά.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι τα ευρήματα των Ιατροσυμβουλίων των δύο Τμημάτων της Κυβέρνησης που εξέτασαν τον αιτητή με διαφορά 9 περίπου μηνών, αφενός των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και αφετέρου του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, είναι εκ διαμέτρου αντίθετα, όχι ως προς τις διαπιστώσεις τους για την πάθηση του αιτητή, αλλά τις πραγματικές επιπτώσεις της πάθησης στον αιτητή.

Ενώ το Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, αναφέρει ότι ο αιτητής παρουσιάζει πολλές εκφυλιστικές αλλοιώσεις και επώδυνη δυσκαμψία οσφύος και λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας του είναι ανίκανος πλέον να εργάζεται ως πελεκάνος στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναφέρεται σε ελαφριά δυσκαμψία και σε φυσιολογική κίνηση και βηματισμό και καταλήγει ότι ο αιτητής είναι ικανός για να εργάζεται ως πελεκάνος.

Μπορεί (όπως εξάλλου σημειώνεται από τις Ιατρικές Υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας στην επιστολή ημερομηνίας 2/10/2014, ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου), να μην ακολουθείται η ίδια νομοθεσία από τα Ιατροσυμβούλια των δύο πιο πάνω Τμημάτων της Κυβέρνησης, αυτό όμως δεν απαλλάσσει το Ιατροσυμβούλιο του αρμόδιου Τμήματος, εν προκειμένω των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών κάθε περίπτωσης, όπως είναι η περίπτωση του αιτητή, στην οποία τόσο το Ιατροσυμβούλιο των Υπηρεσιών Υγείας όσο και ο θεράπων Ιατρός του, έκριναν τον αιτητή ως ανίκανο για το επάγγελμα του (γι' αυτό εξάλλου ο αιτητής τέθηκε εκτός εργασίας από την υπηρεσία του στις 2/12/2014), να καταγράψει και να αιτιολογήσει με επάρκεια τα ευρήματα και διαπιστώσεις του, έτσι ώστε να καθίστατο ευχερής ο δικαστικός έλεγχος.

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιων στοιχείων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον καθίσταται ανέφικτη η άσκηση του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (βλ. ενδεικτικά Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214 και Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).

Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν. Πρέπει δε να δίδονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι ώστε να δύναται το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η πράξη λήφθηκε με βάση το ορθό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο (βλ. Ελένη Αποστόλου ν Δημοκρατίας,  Υποθ. Αρ. 1196/2013, ημερ. 17.9.2014), ECLI:CY:AD:2014:D685.

Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης συνεπεία ελλιπούς έρευνας».

 

Μετά την ακυρωτική απόφαση, στις 18/12/2019 το ΔΙΣ επανεξέτασε τον φάκελο του Αιτητή, και αποφάσισε ως εξής (παραθέτω αυτούσιο το λεκτικό):

«Το ΔΙΣ επανεξέτασε τον φάκελο του αιτητή μετά από δικαστική απόφαση και οδηγίες της Υπουργού. Το ΔΙΣ αφού έλαβε υπόψη όλα τα ιατρικά δεδομένα όπως αυτά παρουσιάζονται από τον θεράποντα ιατρό και το κυβερνητικό ιατρικό συμβούλιο, όπως και την κλινική εξέταση που διενήργησε το ίδιο και τα εργαστηριακά ευρήματα κατά τον ουσιώδη χρόνο στις 2/07/2015, κρίνει τον αιτητή ως ικανό για εργασία κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το ΔΙΣ εισηγείται απόρριψη της προσφυγής.»

 

Ακολουθώντας την απόφαση του ΔΙΣ, η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε εκ νέου την ιεραρχική προσφυγή του Αιτητή, εκδίδοντας στις 5/3/2020 την δική της απόφαση (παραθέτω αυτούσιο το λεκτικό):

« Απόφαση Υπουργού

Μετά από εξέταση της υπόθεσης και αφού έχω λάβει υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στον φάκελο του κου  Μχχχχ καθώς και την έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερ.  18/12/19, που επανεξέτασε τα ιατρικά δεδομένα της περίπτωσης του κου  Μχχχχ κατά τον ουσιώδη χρόνο, κρίνω ότι συντρέχουν/δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, το οποίο με βάση τις τότε ιατρικές γνωματεύσεις και εργαστηριακά ευρήματα, τον έχει κρίνει ικανό για εργασία κατά τον ουσιώδη χρόνο (2/7/15), σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 40()5) του περί Κοινωνικών ασφαλίσεων Νόμου.

(2) Συνεπώς, η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ.  9/2/15 να απορρίψουν την αίτηση του κου  Μιχαήλ για σύνταξη ανικανότητας κρίνεται ορθή/λανθασμένη και ως εκ τούτου εγκρίνω/απορρίπτω την ιεραρχική προσφυγή.»

 

Η απόφαση της Υπουργού Εργασίας κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή ημερ. 26/03/2020 η οποία επαναλαμβάνει το ως άνω λεκτικό και ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 10/06/2020.

 

Ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Αιτητής  υποστηρίζει ότι κατά την επανεξέταση εκ μέρους της διοίκησης υπήρξε παραβίασης του δικαστικού δεδικασμένου και του Άρθρου 146(5) του Συντάγματος. Επιπρόσθετα, λόγω του ότι κατά τον ισχυρισμό του παραβιάστηκε το δεδικασμένο, προβάλει ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Ως τρίτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται η θέση ότι η απόφαση της Καθ' ης η αίτηση (προπαρασκευαστική και τελική) είναι αναιτιολόγητη.

Αντίθετα, η θέση των Καθ΄ ων η Αίτηση επί του ζητήματος αυτού είναι ακριβώς ότι, «Εκείνο το οποίο όφειλε και έπραξε το ΔΙΣ κατά την επανεξέταση ήταν να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του, με δεδομένο ότι υπήρχε αντικρουόμενη ιατρική μαρτυρία εντός του φακέλου. Πράγμα που έπραξε. Στην Ιατρική Έκθεση του ΔΙΣ που συντάχθηκε κατά την επανεξέταση (παραπέμπουμε στο Παράρτημα 13), καταγράφονται τα ακόλουθα: «Μετά την επανεξέταση του φακέλου του αιτητή και αφού έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα έγγραφα που περιλαμβάνονται σ' αυτόν (απόφαση κυβερνητικού συμβουλίου και ιατρικές εκθέσεις θεράποντα ιατρού) η απόφαση του ΔΙΣ παραμένει η ίδια όπως και κατά τον ουσιώδη χρόνο (2.7.2015) με βάση και την κλινική εξέταση».

 

Σχετικά, ως προς την επανεξέταση, στο σύγγραμμα του Καθηγητή Κώστα Παρασκευά «Η συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις στην Κύπρο», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2021, συνοψίζονται οι αρχές που διέπουν την επανεξέταση υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος και τονίζεται η δέσμευση από τα λειτουργικά ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης. Παραπέμπω ειδικότερα στη σελίδα 105 και χωρίς να επαναλάβω τον μεγάλο αριθμό αναφορών σε δικαστικές αποφάσεις που το συνοδεύουν, παραθέτω το εξής απόσπασμα.  

«Η επανεξέτασή στοχεύει στην επαναξιολόγηση, από το αρμόδιο όργανο, των ισχυόντων δεδομένων κατά τον ουσιώδη χρόνο και τη λήψη της απόφασης, λαμβανομένης βεβαίως υπόψη της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης. Όπου ακυρώνεται απόφαση της Διοίκησης, το αρμόδιο διοικητικό όργανο, κατά την επανεξέταση, δεσμεύεται όχι μόνο από το αποτέλεσμα, αλλά και από τη θετική κρίση της νομικής υπόστασης των επίδικων θεμάτων. Εκτός από της αρχές του δεδικασμένου, και για λόγους ευνομίας (κράτος δικαίου), επιβάλλεται η δέσμευση της διοίκησης από την κρίση του Διοικητηρίου, σε σχέση με τα επιλυόμενα επίδικα θέματα.

 

Έχει δε επίσης κατ΄επανάληψη νομολογηθεί ότι κατά την επανεξέταση, η Διοίκηση δεσμεύεται από τα νομικά και πραγματικά δεδομένα που αποτελούσαν λειτουργικά ευρήματα και οδήγησαν στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Η Διοίκηση δεσμεύεται από το αναγκαίο μέρος του σκεπτικού της απόφασης – (operative finding). Η δέσμευση επομένως για το Δικαστήριο, αφορά στα λειτουργικά ευρήματα του δικάσαντος Δικαστηρίου τα οποία δεσμεύουν επίσης και το διοικητικό όργανο και τα οποία θα πρέπει σαφώς να λάβει υπόψη ως δεδομένα κατά την επανεξέταση.

 

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, σε όποιο βαθμό στοιχειοθετούν την ακυρωτική απόφαση, δεσμεύουν τη διοίκηση κατά την επανεξέταση και δεν μπορεί ως εκ τούτου να αποστεί από αυτά. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισμένα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει την νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης.»

 

Η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ.1562/2015, εκτενές απόσπασμα της οποίας έχει καταγραφεί ανωτέρω, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης συνεπεία ελλιπούς έρευνας. Όπως έχει συγκεκριμένα υποδείξει το Δικαστήριο, το Ιατροσυμβούλιο του αρμόδιου Τμήματος, εν προκειμένω των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων,  δεν είχε καταγράψει και αιτιολογήσει με επάρκεια τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του, έτσι ώστε να καθίστατο ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Πολύ περισσότερο αφού, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, προηγουμένως άλλο Ιατροσυμβούλιο, αυτό των Υπηρεσιών Υγείας του Υπουργείου Υγείας, αλλά και ο θεράπων Ιατρός του Αιτητή, τον έκριναν ως ανίκανο για το επάγγελμα του, με αποτέλεσμα αυτός να τεθεί εκτός εργασίας από την υπηρεσία του στις 2/12/2014. Όπως σημειώνεται στην απόφαση, ο Αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 52 ετών και εργαζόταν ως πελεκάνος στο Τμήμα Δημοσίων Έργων.

 

Έχω μελετήσει τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 18/12/2019, κατά την επανεξέταση συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης ημερ. 19/08/2019. Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι εκ μέρους του ΔΙΣ εξετάστηκαν ικανοποιητικά τα όσα, με περισσή θα έλεγα λεπτομέρεια, έχει υποδείξει το Δικαστήριο ακυρώνοντας τη προηγούμενη απόφαση. Εν προκειμένω, παρά τις υποδείξεις του Δικαστηρίου, το ΔΙΣ αρκέστηκε ουσιαστικά να επαναλάβει το λεκτικό της προηγούμενης του – ακυρωθείσας απόφασης – χωρίς να εξειδικεύσει και να αιτιολογήσει την απόφαση του με τρόπο που θα καθιστούσε εφικτό τον δικαστικό έλεγχο. Ούτε, διαπιστώνω, έχει γίνει οιαδήποτε αναφορά στο επάγγελμα του Αιτητή, για το οποίο αυτός κρίθηκε από το Ιατροσυμβούλιο του Υπουργείου Υγείας ως ανίκανος να το ασκεί, ως είχε υποδείξει το Δικαστήριο.  

 

Σχετικά, παραπέμπω στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Καλλιγέρου Μ. ΠΔΔ (όπως ήταν τότε), στην Υπόθεση Αρ. 821/2016, ημερομηνίας 23/07/2019, ΑΝΔΡΕΟΥ ν. Κ. Δ. ΜΕΣΩ 1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα τα οποία βρίσκουν εφαρμογή και στην παρούσα υπόθεση:

 «Συμφωνώ με τους καθ' ων η αίτηση ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στη κρίση της διοίκησης, ούτε εξετάζει τεχνικές κρίσεις και ούτε υποκαθιστά τις απόψεις της διοίκησης επί ειδικών τεχνικών θεμάτων, τα οποία παραμένουν ανέλεγκτα, αλλά οπωσδήποτε το Δικαστήριο απαιτείται να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει αιτιολογία της επίδικης απόφασης και στην περίπτωση που υπάρχουν αντιφατικές γνωματεύσεις να παρέχεται εκείνη η αιτιολογία που να καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο, ώστε να διαπιστωθεί ότι και αυτές λήφθηκαν υπόψη και παραμερίζονται ενόψει της διαφωνίας επί των ευρημάτων και για τους λόγους για τους οποίους υπάρχει διαφωνία.

Επί του ανωτέρου παραπέμπω στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 417/2002, Έλλη Κατσώνη v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22/5/2003: 

«Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο έντυπο του Ιατρικού Συμβουλίου παρατηρούνται σημαντικές παραλείψεις και κενά, με αποτέλεσμα αφενός να παραμένει άγνωστο το πώς αντιμετωπίσθηκε το πόρισμα του Δρος Αθάνατου και αφετέρου να καθίσταται δυσχερής ο δικαστικός έλεγχος αναφορικά με το σκεπτικό που οδήγησε στη διαπίστωση ότι η αιτήτρια ήταν ικανή για ελαφράς μορφής εργασία. Προκύπτει ειδικότερα από εξέταση του περιεχομένου της "Έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου" ότι δεν είναι συμπληρωμένο το "ΜΕΡΟΣ V" που αφορά το "Πόρισμα Εξέτασης του Ιατρικού Συμβουλίου" και πιο συγκεκριμένα τα υπ' αριθμόν 5 και 6 στοιχεία που αναφέρονται στο "Πόρισμα και Διάγνωση" του Συμβουλίου και στο "Βαθμό αναπηρίας του αιτητή σύμφωνα με τον Έκτο Πίνακα του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου".

Επιπρόσθετα όμως εκτός από την έλλειψη αιτιολόγησης του πορίσματος του Ιατρικού Συμβουλίου σημειώνεται ότι και η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση της 6/3/2002 είναι αναιτιολόγητη. Προκύπτει από το περιεχόμενο της πιο πάνω απόφασης ότι ο Εξεταστής Απαιτήσεων, υιοθετώντας το πόρισμα του Ιατρικού Συμβουλίου, παραγνώρισε τις απόψεις του Δρος Αθάνατου και χωρίς να αιτιολογήσει την επιλογή μεταξύ των δύο αντικρουόμενων επιστημονικών απόψεων προχώρησε, εξίσου αναιτιολόγητα, στον καθορισμό ποσοστού ανικανότητας σε 60%.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα της επίδικης απόφασης εφόσον η αιτιολογία του μεν Ιατρικού Συμβουλίου είναι ασαφής, ελλιπής και αόριστη, ενώ του Εξεταστή Απαιτήσεων, όπως επισημάνθηκε, εντελώς ανύπαρκτη. Οι αρχές αιτιολογίας των διοικητικών αποφάσεων επιβάλλουν ότι οι λόγοι που δίδονται δεν πρέπει να αφήνουν καμιά αμφιβολία για το σκεπτικό της απόφασης. (Constantinides vRepublic (1967) 3 CLR 7). Το πιο πάνω οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου και η απόφαση του Εξεταστή Απαιτήσεων που την ακολούθησε, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένες, δεν συνάδουν με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Τόσο το Ιατρικό Συμβούλιο, όσο και ο Εξεταστής Απαιτήσεων αποτελούν διοικητικά όργανα επιφορτισμένα με κρίσιμης σημασίας αρμοδιότητες και ως εκ τούτου οφείλουν να αιτιολογούν με επάρκεια τις αποφάσεις στις οποίες καταλήγουν.

Λόγω έλλειψης αιτιολογίας η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση της 6/3/2002 ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των καθ' ων η αίτηση.". 

Θεωρώ, όπως και στην απόφαση ανωτέρω, ότι απουσιάζει από την επίδικη απόφαση η αιτιολογία εκείνη που θα καθιστούσε εφικτό τον δικαστικό έλεγχο σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους τα Ιατρικά Συμβούλια διαφώνησαν με τις ιατρικές γνωματεύσεις που προσκόμισε ο αιτητής από τους θεράποντες γιατρούς του, καθότι δεν διαφαίνεται να αντιπαραβλήθηκαν τα δικά τους συμπεράσματα με εκείνα των θεραπόντων ιατρών (βλ. Ηροδότου v. Δημοκρατίας 2010. 3 Α.Α.Δ, 220,  Ανδρέας Ιωάννου v. Δημοκρατίας υπόθεση 547/11, ημερομηνίας 24/1/13).  Από το πρακτικό της επίδικης απόφασης δεν προκύπτει αβίαστα η σκέψη της διοίκησης και ούτε καν μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο του διοικητικού φάκελου ο λόγος για τον οποίον παραμερίστηκαν οι ιατρικές γνωματεύσεις στη βάση των ιατρικών ευρημάτων των καθ' ων η αίτηση. 

 

Τόσο ο Διευθυντής, όσο και η Υπουργός, που άσκησε δευτεροβάθμιο έλεγχο της υπόθεσης, όφειλαν να επεκτείνουν την έρευνά τους στο είδος της εργασίας του αιτητή, σε συνάρτηση με την πάθησή του, καθότι, όπως αναφέρεται στο διοικητικό φάκελο, ο αιτητής υπήρξε διανομέας στο επάγγελμα. Υπό τις περιστάσεις αυτές απαιτείτο αιτιολογία για τη διαφοροποίηση από τη γνωμάτευση των θεραπόντων ιατρών».

 

Όπως διαπιστώνω, και αυτή τη φορά το Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΔΙΣ),  δεν είχε καταγράψει και αιτιολογήσει με επάρκεια τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του, έτσι ώστε να καθίστατο ευχερής ο δικαστικός έλεγχος, αλλά επανέλαβε τυπικά ότι είχε αναφέρει και στην αρχική του απόφαση η οποία οδήγησε στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Δεν είναι αρκετό επί τεχνικών θεμάτων να καταγράφεται κάτι ως αιτιολογία, αλλά η αιτιολογία θα πρέπει να αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους ανατρέπονται τα όσα υποστηρίζει μέσω ιατρικών εκθέσεων του θεράποντος ιατρού του ο Αιτητής, αλλά και το Ιατροσυμβούλιο των Υπηρεσιών Υγείας (βλ. επιστολή ημερομηνίας 2/10/2014, ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου). Να καταδεικνύονται δηλαδή οι λόγοι, για τους οποίους παρουσιάζεται διαφωνία από το αρμόδιο διοικητικό όργανο σε σχέση με τις ιατρικές επιστημονικές γνωματεύσεις που υποστηρίζουν το συγκεκριμένο αίτημα, εν προκειμένω της ιεραρχικής προσφυγής του Αιτητή. Το Δικαστήριο θα πρέπει να μπορεί να ασκήσει τον αναθεωρητικό του έλεγχο, ικανοποιούμενο ότι η επίδικη απορριπτική απόφαση αποτελεί το αποτέλεσμα της δέουσας έρευνας.

 

Ολοκληρώνοντας διαπιστώνω ότι, αντίστοιχα και το λεκτικό της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπουργού Εργασίας, δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Σημειώνω επί του τυποποιημένου κειμένου, την απουσία διαγραφής στο σημείο «κρίνω ότι συντρέχουν/δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου», παράλειψη ενδεικτική της μη δέουσας προηγούμενης έρευνας εκ μέρους της διοίκησης επί της συγκεκριμένης περίπτωσης, μάλιστα κατόπιν επανεξέτασης ως συνέπεια ακυρωτικής απόφασης Δικαστηρίου.

 

Με αναφορά στα πιο πάνω, κρίνω ότι και μετά την επανεξέταση συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης, εκ νέου το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει τον αναθεωρητικό του έλεγχο, ικανοποιούμενο ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί το αποτέλεσμα της δέουσας έρευνας, έχοντας επαρκή αιτιολόγηση.

 

Συνεπώς καταλήγω ότι, η διοίκηση έχει αποτύχει να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης ημερ. 19/07/2019 αλλά και ότι, η απόφαση της Καθ' ης η αίτηση πάσχει ως αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και είναι μη ορθά αιτιολογημένη.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Η Προσφυγή επιτυγχάνει, με €1700 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Αιτητή και εναντίον της Καθ' ης η αίτηση.

                  

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο