ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                           

(Υπόθεση Αρ. 519/2021)

 

 6 Ιουνίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Α. Σ.                  

                                                                             Αιτητής

                                                          ΚΑΙ

               ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης  η Αίτηση

 

Ι. Μιχαήλ (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Κ. Στιβαρού (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ης η Αίτηση

Α. Κωνσταντίνου, για Ενδιαφερόμενο Μέρος

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου («η Αρχή»), ημερομηνίας 23.3.2021, με την οποία προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε.Μ.) Β. Α. στη μόνιμη θέση Διευθυντή Πληροφορικής, Κλίμακα Α15, Διεύθυνση Πληροφορικής, Επιστημονικό Προσωπικό («η επίδικη θέση»), αντί και/ή στη θέση του αιτητή, από 1.4.2021.

 

Με τη Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων Αρ. [.], ημερομηνίας 7.5.2020, η Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού της Αρχής γνωστοποίησε την ύπαρξη αριθμού κενών θέσεων προς πλήρωση, μεταξύ των οποίων και της επίδικης θέσης, για την οποία επέδειξαν ενδιαφέρον ο αιτητής και το Ε.Μ..

 

Στη συνεδρία της, ημερομηνίας 18.2.2021, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της καθ’ ης η αίτηση για Θέματα Προσωπικού, επιλήφθηκε του θέματος της πλήρωσης της επίδικης θέσης και αποφάσισε να εισηγηθεί στην Αρχή την προαγωγή του Ε.Μ.. Στην εν λόγω συνεδρία, παρέστη και ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής, ο οποίος, αφού συνέστησε το Ε.Μ., αποχώρησε από τη συνεδρία.

 

Τελικά, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, στη συνεδρία του ημερομηνίας 23.3.2021, στην οποία παρέστη και ο Γενικός Διευθυντής και προέβη σε σύσταση, αποφάσισε την προαγωγή του Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε, στις 25.5.2021, η υπό κρίση προσφυγή.

 

Αξίζει, επίσης, για σκοπούς ευχερέστερης κατανόησης των αναφυόμενων ζητημάτων, να αναφερθούν και τα εξής, τα οποία εκτίθενται και στο δικόγραφο της ένστασης της καθ’ ης η αίτηση:

 

Ο αιτητής προσλήφθηκε στην υπηρεσία της καθ’ ης η αίτηση την 1.9.1984, με το διορισμό του ως Προγραμματιστή ΙΙ, Κλίμακα Α6 - Α8, στις Οικονομικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία. Την 1.4.1985, η θέση του αιτητή μετονομάστηκε σε θέση Λειτουργού Μηχανογράφησης 2ης  Τάξης, με αναβάθμιση στη Κλίμακα A8 - Α9, με περαιτέρω αναβάθμιση, την 1.9.1989, στην Κλίμακα Α8 - Α10. Την 1.5.1996, ο αιτητής προήχθη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης, Κλίμακα Α11+2, θέση η οποία, την 1.7.1997, μετονομάστηκε σε θέση Λειτουργού Μηχανογράφησης Α’, με αναβάθμιση στην Κλίμακα Α11-Α12, στις Οικονομικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία. Ακολούθως, την 1.6.2002 ο αιτητής προήχθη στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής, Κλίμακα Α13, η οποία, με την αναδιοργάνωση της 1.2.2003, μετονομάστηκε σε θέση Ανώτερου Λειτουργού (Πληροφορικής) Κλίμακα Ν2, Διεύθυνση Πληροφορικής, Επιχειρησιακή Μονάδα Υποστήριξης, ενώ την 1.1.2007, η θέση αυτή μετονομάστηκε σε θέση Βοηθού Διευθυντή (Πληροφορικής) με αναβάθμιση στη Κλίμακα Α14 ½. Όπως περαιτέρω εξηγούν στην ένστασή τους οι συνήγοροι της καθ’ ης η αίτηση, με το Λειτουργικό Διαχωρισμό της καθ’ ης η αίτηση στις 7.7.2015, η θέση του αιτητή υπάγεται στη Διεύθυνση Πληροφορικής.

 

Το Ε.Μ. προσλήφθηκε στην υπηρεσία της καθ’ ης η αίτηση την 1.3.1983, με το διορισμό της ως Προγραμματιστή ΙΙ, Κλίμακα A6 -Α8, Οικονομικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία. Την 1.4.1985, η εν λόγω θέση μετονομάστηκε σε θέση Λειτουργού Μηχανογράφησης 2ης  Τάξης, με αναβάθμιση στη Κλίμακα A8 - Α9, με περαιτέρω αναβάθμιση την 1.3.1988, στην Κλίμακα A8-A10. Την 1.5.1996, το Ε.Μ. προήχθη στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης, Κλίμακα Α11+2 και την 1.7.1997, η θέση αυτή μετονομάστηκε σε θέση Λειτουργού  Μηχανογράφησης Α’, με αναβάθμιση στην Κλίμακα Α11 - Α12, στις Οικονομικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία και περαιτέρω μετονομασία την 1.6.2001, σε θέση Λειτουργού Πληροφορικής A’.

 

Την 1.8.2001, το Ε.Μ. προήχθη στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής, Κλίμακα Α13. Με την αναδιοργάνωση της 1.2.2003, η εν λόγω θέση μετονομάστηκε σε θέση Ανώτερου Λειτουργού (Πληροφορικής) Κλίμακα Ν2, Διεύθυνση Πληροφορικής, Επιχειρησιακή Μονάδα Υποστήριξης, ενώ την 1.1.2006, η θέση αυτή μετονομάστηκε σε θέση Βοηθού Διευθυντή (Πληροφορικής) με αναβάθμιση στην Κλίμακα Α14 ½. Με τον δε προαναφερθέντα Λειτουργικό Διαχωρισμό της Αρχής στις 7.7.2015, το Ε.Μ. υπάγεται στη Διεύθυνση Πληροφορικής.

 

Στο πλαίσιο του πρώτου εγειρόμενου λόγου ακύρωσης που προωθεί δια των γραπτών της αγορεύσεων, η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα και εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη της καθ’ ης η αίτηση ως προς την υπό του Ε.Μ. κατοχή του προβλεπόμενου από την παράγραφο (1) του Μέρους ΙΙΙ του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, βασικού ακαδημαϊκού προσόντος. Κατά τον σχετικό ισχυρισμό, το Ε.Μ. δεν κατέχει το ελάχιστο απαιτούμενο προσόν που απαιτείται στην εν λόγω παράγραφο, με αποτέλεσμα η κρίση της καθ’ ης η αίτηση να πάσχει ως εσφαλμένη και/ή πεπλανημένη. Συναφώς, εγείρεται και ο ισχυρισμός περί ελλιπούς αιτιολογίας της επίδικης κρίσης της καθ’ ης η αίτηση, δεδομένου ότι από τα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και από αυτά της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, δεν  προκύπτει το πώς και γιατί ο ακαδημαϊκός τίτλος BSc Mathematics for Business που κατέχει το Ε.Μ. κρίθηκε ως ισότιμος και/ή ότι πληροί το απαιτούμενο προσόν της προαναφερθείσας παραγράφου (1) του Μέρους ΙΙΙ του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και/ή παραγνώρισης του πρόσθετου προσόντος του αιτητή, ο οποίος κατέχει τρεις ακαδημαϊκούς τίτλους, σε αντίθεση με το Ε.Μ. που κατέχει δυο, με αποτέλεσμα να παραγνωριστεί η υπεροχή του αιτητή σε προσόντα, ενώ εσφαλμένα κα/ή πεπλανημένα, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην αρχαιότητα του Ε.Μ..

 

Περαιτέρω, ως αυτοτελής, αλλά άμεσα συνδεόμενος με τα αμέσως πιο πάνω, λόγος ακύρωσης, εγείρεται ο ισχυρισμός περί ανεπαρκούς και/ή ελλιπούς και/ή παράνομης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, ενώ, τέλος, εγείρεται ισχυρισμός περί πάσχουσας σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 23.3.2021, λόγω συμμετοχής ενός εκ των μελών μέσω τηλεδιάσκεψης και, συναφώς, περί παράλειψης διασφάλισης της νομιμότητας της διαδικασίας.

 

Η καθ’ ης η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής της εξουσίας, υπήρξε δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Αποτελεί βασική θέση της πλευράς της καθ’ ης η αίτηση ότι το Ε.Μ. είναι καθόλα προσοντούχο για την επίδικη θέση και, σε κάθε περίπτωση, πληροί το απαιτούμενο βασικό προσόν του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης και δεν τίθεται θέμα πλάνης ως προς το συγκεκριμένο θέμα. Μάλιστα, κατά το σχετικό ισχυρισμό, το εν λόγω απαιτούμενο υπό της παραγράφου (1) του Μέρους ΙΙΙ του σχεδίου υπηρεσίας προσόν, απαιτείτο εξίσου και για την κατοχή προηγούμενων της επίδικης θέσεων (θέση Ανώτερου Λειτουργού-Βοηθού Διευθυντή (Πληροφορικής), θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης) και, συνεπώς, τεκμαίρεται η κατοχή του από το Ε.Μ..

 

Προβάλλει επίσης η κα Στιβαρού ότι το Ε.Μ. υπερέχει έναντι του αιτητή σε αξία (βαθμολογημένη), πείρα, ικανότητα και αρχαιότητα, κριτήρια στα οποία βασίστηκε και αιτιολογήθηκε η επιλογή του, τόσο στη σύσταση του Διευθυντή, όσο και στη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, αλλά και στο στάδιο λήψης της επίδικης απόφασης. H δε υπεροχή του Ε.Μ. προκύπτει αβίαστα και από τους οικείους διοικητικούς φακέλους και, σε και σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω συστάσεις και η τελική επιλογή, συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων. Επιπρόσθετα, η αξία του Ε.Μ. ενισχύεται από τις υπέρ του συστάσεις, ο δε ισχυρισμός του αιτητή περί υπεροχής του, τόσο στα βασικά, όσο και στα πρόσθετα προσόντα, δεν έχει στοιχειοθετηθεί, αλλά αντίθετα, καταρρίπτεται από το περιεχόμενο των φακέλων των δύο υποψηφίων και τη γενική υπηρεσιακή τους εικόνα.

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολόγησε και ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ε.Μ., ο οποίος προέβαλε παρόμοιους εν πολλοίς ισχυρισμούς, με αυτούς της καθ’ ης η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των θέσεων των διαδίκων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης πράξης.

 

Στον Κανονισμό 17 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (ΚΔΠ 291/86), προβλέπεται ότι ουδείς διορίζεται στην Υπηρεσία, ήτοι στην Α.Η.Κ., εκτός εάν, μεταξύ άλλων, κατέχει τα προσόντα που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, εις την οποία πρόκειται να γίνει ο διορισμός.

 

Σύμφωνα με την παράγραφο (1) του Μέρους ΙΙΙ του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, απαιτούμενο προσόν για την επίδικη θέση αποτελεί-

 

«Πανεπιστημιακό πτυχίο ή δίπλωμα στην Πληροφορική ή την Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή τέτοιο άλλο ακαδημαϊκό προσόν το οποίο κατά την κρίση της Αρχής μπορεί να θεωρηθεί ισότιμο».

 

Εν προκειμένω, ο αιτητής είναι κάτοχος Διπλώματος του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ) στην Ηλεκτρολογική Μηχανική, το δε Ε.Μ. κάτοχος του τίτλου BSc Mathematics for Business (Middlesex Polytechnic).

Κρίθηκε δε από την καθ’ ης η αίτηση ότι και οι δυο υποψήφιοι, ως κάτοχοι των αμέσως πιο πάνω διπλωμάτων και/ή τίτλων, πληρούσαν το υπό της προεκτεθείσας παραγράφου (1) του Μέρους ΙΙΙ του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, απαιτούμενο προσόν.

 

Βεβαίως δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων (Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.1997). Όπως λέχθηκε στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 A.A.Δ. 639, αλλά και στην Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 8/2016, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56, αποτελεί έργο καθαρά διοικητικό η αποτίμηση και/ή αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει με τη διενέργεια πρωτογενούς έρευνας και ουσιαστικής κρίσης επί του θέματος, αλλά ελέγχει το κατά πόσον η Διοίκηση έχει κινηθεί εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και έχει αιτιολογήσει πλήρως την απόφασή της (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023). Ειδικότερα δε όσον αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας μιας θέσης, έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι αυτή επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και χωρεί δικαστική παρέμβαση μόνον στις περιπτώσεις που η δοθείσα ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή (Δημοκρατία ν. Δώρας Γερμανού κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93).

 

Εν προκειμένω, διαπιστώνω να αναφύεται και ζήτημα ελλιπούς αιτιολόγησης, αλλά και ζήτημα ως προς την ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, εφόσον, ως εκ της φύσεως του αλλά και στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, δεν καθίσταται αντιληπτό πως ο τίτλος BSc Mathematics for Business που κατέχει το Ε.Μ. σχετίζεται και/ή πληροί την προϋπόθεση για κατοχή Πανεπιστημιακού πτυχίου ή διπλώματος στην Πληροφορική ή την Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Επιπρόσθετα δε, από κανένα πρακτικό συνεδρίας των καθ’ ων η αίτηση δεν προκύπτει στη βάση ποιου συλλογισμού και με βάση ποια στοιχεία κρίθηκε ότι ο συγκεκριμένος τίτλος του Ε.Μ. πληροί την υπό της παραγράφου (1) του Μέρους ΙΙΙ του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, απαίτηση. Από τα ενώπιον μου τεθέντα πρακτικά, παρατηρώ ότι ούτε η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, ούτε ο Γενικός Διευθυντής, αλλ’ ούτε το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αιτιολόγησαν, έστω στοιχειωδώς, στη βάση ποιου σκεπτικού έκριναν ότι ο τίτλος BSc Mathematics for Business που κατέχει το Ε.Μ. σχετίζεται και/ή πληροί την προϋπόθεση για κατοχή Πανεπιστημιακού πτυχίου ή διπλώματος στην Πληροφορική ή την Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται κενό έρευνας, αλλά και αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, εφόσον καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος της πράξης που είναι και το ζητούμενο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Επιπρόσθετα, τα αμέσως πιο πάνω διαπιστωθέντα, συνδέονται ευθέως με ακόμα ένα ζήτημα, το οποίο και θέτει η πλευρά του αιτητή, αυτό της τήρησης άρτιων πρακτικών από το αποφασίζον όργανο. Εν προκειμένω, η μη καταγραφή στα πρακτικά της διαδικασίας, οποιουδήποτε λόγου ή/και σκεπτικού αναφορικά με την αξιολόγηση του προαναφερθέντος τίτλου του Ε.Μ., σε συνάρτηση με τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα, εγείρει ευθέως ζήτημα μη άρτιων πρακτικών και απολήγει στο ανέφικτο της διενέργειας δικαστικού ελέγχου (Παντελής Χασάπη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1346/2012, ημερ. 12.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D421). Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης, ως ήταν εν προκειμένω και η αξιολόγηση του βασικού προσόντος του Ε.Μ., επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης (Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.α. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 741). Στην S. HADJICHRISTOFI CONSTRUCTION LIMITED ν. Δήμου Αγλαντζιάς, Υποθ. Αρ. 480/2011, ημερ. 26.2.2013, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά και στην Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, τόνισε ότι η τήρηση άρτιου πρακτικού συνιστά εχέγγυο χρηστής διοίκησης και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων.

 

Ούτε βεβαίως και μπορεί το κενό αιτιολόγησης που παρατηρείται εν προκειμένω, να συμπληρωθεί με τα όσα συναφή αναφέρουν και/ή ισχυρίζονται στις γραπτές τους αγορεύσεις η συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση και ο συνήγορος για το Ε.Μ.. Οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί συνιστούν απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση και γενικότερα ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Αντέννα Λίμιτεδ (Αρ. 1) ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242, Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στις C. LIASIDES EXHIBITIONWISE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 230/2018, ημερ. 9.9.2022 και MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/2018, ημερ. 10.5.2022).

 

Περαιτέρω, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω τα εξής: η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση και του Ε.Μ. ισχυρίστηκαν δια των γραπτών τους αγορεύσεων ότι το απαιτούμενο, βασικό προσόν του Ε.Μ., ήτοι ο τίτλος BSc Mathematics for Business, απαιτείτο «με πανομοιότυπο τρόπο» από τα σχέδια υπηρεσίας για την, προηγούμενη της επίδικης, θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης, καθώς και της αναπληρωματικής θέσης Διευθυντή Πληροφορικής και, συνεπώς, τεκμαίρεται η κατοχή του εν λόγω τίτλου από το Ε.Μ. και, συνακόλουθα, ότι το Ε.Μ. πληροί άνευ ετέρου το υπό της προεκτεθείσας παραγράφου (1) του Μέρους ΙΙΙ του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, απαιτούμενο προσόν.

 

Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός κρίνεται αβάσιμος.

 

Εν πρώτοις, είναι εσφαλμένη η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Ε.Μ. επί του θέματος, με αναφορά στην Γνωστοποίηση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 12.1.1996 (Κ.Δ.Π. 5/1996), («Επισυνημμένο 2» στη γραπτή του αγόρευση), ο οποίος και ισχυρίζεται ότι, δυνάμει της εν λόγω Κ.Δ.Π., ο τίτλος BSc in Mathematics for Business που κατέχει το Ε.Μ., αναγνωρίζεται ως τίτλος στην Ηλεκτρονική Μηχανική, περιλαμβανομένης της Μηχανικής της Πληροφορικής: η ΚΔΠ 5/1996 ανακλήθηκε ήδη από το έτος 2012, με την ΚΔΠ 436/2012, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ημερομηνίας 9.11.2012.

 

Περαιτέρω, όπως ορθώς παρατηρεί η πλευρά του αιτητή, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της επί του θέματος, η ευπαίδευτη συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση αναφέρεται στην, προηγούμενη της επίδικης, θέση Ανώτερου Λειτουργού-Βοηθού Διευθυντή (Πληροφορικής) και επισυνάπτει, ως «Συνημμένο Γ» στην αγόρευσή της, αντίγραφο του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας, στο κάτω μέρος του οποίου αναγράφεται ότι αυτό «Εγκρίθηκε από την Αρχή στη συνεδρία της ημερομηνίας 13 Ιανουαρίου 2004». Όχι όμως προγενέστερα. Παράλληλα, στο «Συνημμένο Α» στη γραπτή αγόρευση της καθ’ ης η αίτηση, και συγκεκριμένα, στην περιεχόμενη στο σημείο (ζ), σελίδα 1, «υπηρεσιακή ανέλιξη» του Ε.Μ., διαπιστώνεται ότι η κ. Α. διορίστηκε στην Αρχή στη θέση Προγραμματιστή ΙΙ την 1.3.1983, προήχθη για πρώτη φορά την 1.5.1996 στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης και για δεύτερη φορά την 1.8.2001 στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής. Περαιτέρω, το Ε.Μ. έλαβε τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού (Πληροφορικής) την 1.2.2003, κατόπιν διαδικασίας αναδιοργάνωσης και όχι προαγωγής, πριν από την 13.1.2004 ήτοι προτού τεθεί σε ισχύ το υπό αναφορά σχέδιο υπηρεσίας. Μετά δε τις 13.1.2004, το Ε.Μ. έλαβε, την 1.1.2006, τη θέση Βοηθού Διευθύντριας Πληροφορικής κατόπιν μετονομασίας της θέσης και εν συνεχεία, την 21.1.2019, τη θέση Αναπληρώτριας Διευθύντριας Πληροφορικής, κατόπιν αναπλήρωσης. Προκύπτει, συνεπώς ότι, πράγματι, η καθ’ ης η αίτηση δεν αξιολόγησε για προαγωγή το Ε.Μ. και/ή ούτε αξιολόγησε τα προσόντα του στη βάση του προαναφερθέντος σχεδίου υπηρεσίας που εγκρίθηκε στις 13.1.2004, ήτοι μεταγενέστερα της προαγωγής του, ως εσφαλμένα διατείνονται καθ’ ης η αίτηση και Ε.Μ., ούτως ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι πράγματι το Ε.Μ. πληρούσε το εκεί απαιτούμενο προσόν και, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι υπάρχει αμάχητο τεκμήριο κατοχής του.

 

Επιπρόσθετα, παρατηρώ ότι, όσον αφορά στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης, για την οποία γίνεται αναφορά στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του Ε.Μ. και επισυνάπτεται το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας ως «Επισυνημμένο 1», στο σημείο «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ», παρά το ότι ως απαιτούμενο προσόν καταγράφεται η κατοχή «(α) Πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή της Πληροφορικής ή οποιουδήποτε άλλου ισοδύναμου πανεπιστημιακού διπλώματος σχετικά με τα πιο πάνω, που να επιτρέπει στον κάτοχο του να γίνει μέλος του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου (στο εξής «το ΕΤΕΚ») ως Μηχανικός της Πληροφορικής στον κλάδο της Ηλεκτρονικής Μηχανικής που περιλαμβάνει και τη Μηχανική της Πληροφορικής», εντούτοις ρητά προβλέπεται ότι η μη κατοχή του εν λόγω απαιτούμενου προσόντος δεν αποκλείει κάποιο υποψήφιο, νοουμένου ότι αυτός κατέχει τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα. Υπενθυμίζεται ότι το Ε.Μ. έλαβε τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Μηχανογράφησης την 1.5.1996, ενόσω δηλαδή ήταν σε ισχύ το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας (αναφέρεται στο κάτω μέρος του η ημερομηνία 5.12.1995). Συνάγεται λοιπόν από τα πιο πάνω, ότι το Ε.Μ. έλαβε την υπό αναφορά θέση διότι κατείχε τα υπόλοιπα απαιτούμενα προσόντα του σχετικού σχεδίου Υπηρεσίας, πλην του προεκτεθέντος απαιτούμενου προσόντος (α).

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι τεκμαίρεται η υπό του Ε.Μ. κατοχή του προβλεπόμενου από την παράγραφο (1) του Μέρους ΙΙΙ του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, βασικού ακαδημαϊκού προσόντος. Για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, δεν ισχύει το τεκμήριο κατοχής του εν λόγω προσόντος από  το Ε.Μ.. Η δε καθ’ ης η αίτηση, παρέλειψε να διερευνήσει κατά πόσον το Ε.Μ. πράγματι πληρούσε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, απαιτούμενα, ενώ υπό πλάνη θεώρησε ότι το Ε.Μ. ήταν προσοντούχο και/ή ότι υφίστατο τεκμήριο εκ μέρους του κατοχής του απαιτούμενου από την παράγραφο (1) του Μέρους ΙΙΙ του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, βασικού ακαδημαϊκού προσόντος. 

 

Τέλος, αβάσιμα η καθ’ ης η αίτηση εγείρει ζήτημα επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας από τον αιτητή καθότι, ως ισχυρίζεται, δεν μπορεί αυτός να στρέφεται κατά της διαδικασίας με την οποία αναγνωρίστηκε η κατοχή από το Ε.Μ. του επίδικου προσόντος όταν, με τον ίδιο τρόπο, αναγνωρίστηκε και η εκ μέρους του κατοχή του προσόντος. Είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής, ως κάτοχος Διπλώματος στην Ηλεκτρολογική Μηχανική (διαθέτοντας επιπρόσθετα BSc in Computer Science και BSc in Electrical Engineering), πληρούσε το υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενο προσόν και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε περαιτέρω διεξαγωγή έρευνας εκ μέρους της Αρχής, όπως αντίθετα απαιτείτο για το Ε.Μ.: ο αιτητής δε βάλλει κατά του συνόλου της διαδικασίας, αλλά είναι συγκεκριμένο το παράπονό του και έγκειται στο ότι η Αρχή όφειλε να διερευνήσει κατά πόσον το Ε.Μ. κατέχει το απαιτούμενο βασικό ακαδημαϊκό προσόν. Δεν προκύπτει να έγινε η δέουσα έρευνα επ’ αυτού και δεν καθίσταται αντιληπτό πως o ακαδημαϊκός τίτλος BSc in Mathematics for Business πληροί τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα.

 

Ως εκ των πιο πάνω, διαπιστώνεται κενό έρευνας αλλά και αιτιολογίας, που επιδρούν καταλυτικά στο κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ ούτε και το ενδεχόμενο εμφιλοχωρήσασας πλάνης μπορεί να αποκλειστεί. Κατά πάγια νομολογία, ακόμα και η πιθανότητα πλάνης αναφορικά με ουσιώδη γεγονότα, οδηγεί σε ακύρωση (Δήμος Στροβόλου ν. Πήττα κ.α. (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 55, Ιορδάνου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 250).

Κατά συνέπεια, η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση πάσχει και υπόκειται σε ακύρωση. Με τις πιο πάνω δε διαπιστώσεις, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1900 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο