όΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 541/2024 (i)

7 Ιουνίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

M. S.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

Α. Δημητρίου, για τον αιτητή.

Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:    Ο αιτητής, υπήκοος Ινδίας και γεννηθείς το 1987, αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 25.06.2016 με άδεια φοιτητή, εξασφαλίζοντας προς τούτο άδεια διαμονής μέχρι τις 16.06.2020.

 

Στις 10.07.2020 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία απορρίφθηκε στις 20.04.2022 από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Στις 03.03.2024 συνελήφθη στη Λάρνακα για το αδίκημα της παράνομης διαμονής και στις 04.03.2024 κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησης, συμφώνως των άρθρων 6(1)(κ), 14 και 18ΠΣΤ(1)(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105).

 

Στις 02.04.2024 καταχώρισε την παρούσα προσφυγή αμφισβητώντας τη νομιμότητα των εν λόγω διαταγμάτων και της απόφασης να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης

 

Βασικός ισχυρισμός του αιτητή, επί του οποίου εδράζονται οι λόγοι ακύρωσης τους οποίους προωθεί, είναι ότι η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 20.04.2022, ουδέποτε του κοινοποιήθηκε, με τους καθ’ ων η αίτηση να διατείνονται στα γεγονότα που καταγράφουν στην Ένστασή τους ότι η απόφαση «του επιδόθηκε την 01.08.2022».

 

Συνεπεία της εν λόγω διάστασης στις θέσεις των διαδίκων ως προς το κατά πόσον η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επιδόθηκε ή όχι στον αιτητή, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων αναγνώρισαν ότι καθοριστική για την επίλυση του ζητήματος είναι η έρευνα στον διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την εκατέρωθεν νομική επιχειρηματολογία επί της ουσίας της προσφυγής να περιορίζεται στα αποτελέσματα των ευρημάτων της έρευνας του εν λόγω φακέλου, ο οποίος προσκομίστηκε στο Δικαστήριο και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2.  

 

Ως ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή επισημαίνει και δεν αμφισβητείται από την ευπαίδευτη δικηγόρο των καθ’ ων η αίτηση, στον διοικητικό φάκελο εντοπίζεται ως Ερυθρό 81 το πρωτότυπο επιστολής ημερομηνίας 15.07.2022, η οποία απευθύνεται στον αιτητή στη δηλωμένη στην αίτησή του για διεθνή προστασία διεύθυνσηΕπί της εν λόγω επιστολής υπάρχει σφραγίδα με την ένδειξηPOSTALκαι ημερομηνία “01 AUG 2022”.

 

Ως περαιτέρω ο κ. Δημητρίου επισημαίνει, στο έντυπο καταγραφής ενεργειών του φακέλου (minute sheet) δεν γίνεται καμία αναφορά για αποστολή της επιστολής στον αιτητή ή στο ταχυδρομείο ή οτιδήποτε σχετικό με προσπάθεια αποστολής, παραλαβής ή επιστροφής της εν λόγω επιστολήςΑυτό, κατά τον ευπαίδευτο δικηγόρο, δημιουργεί εύλογη υποψία ότι ουδεμία ενέργεια δεν έχει ληφθεί από την Υπηρεσία Ασύλου προς την κατεύθυνση αυτή και αποδεικνύει τη θέση του αιτητή ότι η απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου επί του αιτήματός του για διεθνή προστασία ουδέποτε του είχε αποσταλείΠαραπέμποντας στα κριθέντα από το παρόν Δικαστήριο στην απόφαση A.G.S.D. v Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 2146/2022, ημερ. 25.04.2023, υποβάλλει, αφενός, ότι δεν θα ήταν λογικά αναμενόμενο να βρίσκεται εντός του διοικητικού φακέλου το πρωτότυπο της επιστολής αλλά αντίγραφο αυτής και, αφετέρου, ότι πουθενά στον διοικητικό φάκελο δεν υπάρχει οποιαδήποτε καταγραφή ενέργειας από οποιονδήποτε λειτουργό για αποστολή της επιστολής στον αιτητή

Συνακόλουθα, κατά τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θα πρέπει να ακυρωθούν λόγω παραβίασης των σχετικών διατάξεων του Κεφ. 105 , της Οδηγίας 2008/115 και του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000) αλλά και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας, κατάχρησης εξουσίας και παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση και τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι καθ’ όλα ορθά και νόμιμα, εκδόθηκαν σύμφωνα με τον Νόμο και ήταν το αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι καθ’ ων η αίτηση, κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου, και εκδόθηκαν μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία τη υπόθεσης και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημέναΚατ’ επίκληση δε του τεκμηρίου της νομιμότητας και της κανονικότητας, η κα Βασιλείου εισηγείται περαιτέρω ότι ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρότητας, το οποίο φέρει αυτός.

Ως προς τον βασικό ισχυρισμό του αιτητή, ότι δηλαδή η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ουδέποτε του κοινοποιήθηκε, η ευπαίδευτη δικηγόρος υποβάλλει ότι, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και συγκεκριμένα από το Ερ. 81 (στο οποίο και η πλευρά του αιτητή παραπέμπει) και της σφραγίδαPOSTAL”, ημερομηνίας 01.08.2022, η απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου απεστάλη ταχυδρομικώς στην ορθή (ως δηλωθείσα από τον ίδιο) διεύθυνση του αιτητή και δεν υπάρχει ένδειξη εντός του διοικητικού φακέλου ότι η εν λόγω επιστολή δεν παραλήφθηκε από τον αιτητή ή έχει επιστραφείΕπιπλέον, εισηγείται πως το γεγονός ότι στον διοικητικό φάκελο εμπεριέχεται η πρωτότυπη επιστολή, δεν συνεπάγεται ότι αυτή δεν έχει αποσταλεί καθότι «είθισται στους διοικητικούς φακέλους να βρίσκονται πρωτότυπα έγγραφα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να εκδοθούν εις διπλούν».  Ως εκ τούτου, υποβάλλει ότι το βάρος απόδειξης μη παραλαβής της επιστολής βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος θέτει ισχυρισμό περί μη παραλαβής ενώ ο ίδιος δεν έχει προσκομίσει επαρκή στοιχεία ή σχετική μαρτυρία, με την οποία να στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί του.

 

Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρηματολογία, επαναλαμβάνονται καταρχάς τα κριθέντα από το παρόν Δικαστήριο στην A.G.S.D., ανωτέρω, ότι δηλαδή:

 

«[…] σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όταν εξετάζεται η κοινοποίηση διά επιστολής μίας απόφασης, υφίσταται τεκμήριο γνώσης αυτής αν αποδειχθεί ότι η επιστολή ταχυδρομήθηκε στην ορθή διεύθυνση και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, με το βάρος απόδειξης ότι η αυτή έφερε την ορθή διεύθυνση, ότι ταχυδρομήθηκε και ότι δεν επεστράφη να το φέρει ο διάδικος που το ισχυρίζεται (Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos and Others (1965) 1 C.L.R. 9, Σάββα ν Δημοκρατίας, Α.Ε. 49/2012, ημερ. 07.02.2018). 

 

Ως εκ τούτου, για να επέλθει αντιστροφή του σχετικού βάρους απόδειξης ώστε ο αιτητής να πρέπει να αποδείξει ότι δεν έλαβε την επίδικη επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου, θα πρέπει πρώτα οι καθ’ ων η αίτηση να αποσείσουν το βάρος που αυτοί έχουν να αποδείξουν ότι η επιστολή είχε πράγματι ταχυδρομηθεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία και στην ορθή διεύθυνση.». 

 

Όπως και στην A.G.S.D. έτσι και εν προκειμένω, δεν υπάρχει μεταξύ των διαδίκων αμφισβήτηση ότι στην επίδικη επιστολή αναγράφεται η ορθή διεύθυνση του αιτητή.

 

Πλην, όμως, ούτε στην παρούσα περίπτωση έχω ικανοποιηθεί ότι η απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου είχε πράγματι ταχυδρομηθεί στον αιτητή και μάλιστα την 01.08.2024, ως οι καθ’ ων η αίτηση διατείνονται, καθότι η διαπίστωση ότι στον διοικητικό φάκελο ανευρίσκεται το πρωτότυπο της επίδικης επιστολής σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε καταχώρισης περί ταχυδρόμησης αυτής στο έντυπο καταγραφής ενεργειών (minute sheet) του φακέλου, δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσον η επιστολή πράγματι ταχυδρομήθηκε, εφόσον το λογικώς αναμενόμενο είναι το πρωτότυπο μίας επιστολής να αποστέλλεται στον παραλήπτη της και στον διοικητικό φάκελο να καταχωρείται αντίγραφο αυτής

 

Οι καθ’ ων η αίτηση είχαν αυτοί το βάρος να αποδείξουν την ισχυριζόμενη πρακτική της Υπηρεσίας Ασύλου είτε να διατηρεί στους διοικητικούς φακέλους τα πρωτότυπα των επιστολών που αποστέλλονται στους αιτητές διεθνούς προστασίας, είτε την εις διπλούν πρωτότυπη έκδοση αυτών

Ουδεμία τέτοια μαρτυρία επιχειρήθηκε να προσαχθεί από τους καθ’ ων η αίτηση, παρά τη σπουδαιότητα του εν λόγω επίδικου θέματος για τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς ως προς τη νομιμότητα των προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων

 

Στην απόφαση Zaharijevic v Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 56, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) η ουσιαστική ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα που η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο (βλ. Δήμος Παραλιμνίου ν. Κακουλλή (2010) 3 Α.Α.Δ. 173). Από τη στιγμή που η Εφεσείουσα δεν έλαβε γνώση της διοικητικής απόφασης ημερ. 19.10.2005 για ακύρωση της άδειάς της, δεν είναι δυνατό να επέλθουν έννομα αποτελέσματα. Σημειώνουμε επίσης πως ούτε στην επιστολή ημερ. 9.12.2005, που η Διευθύντρια απέστειλε στο δικηγόρο της Εφεσείουσας, έγινε οποιαδήποτε μνεία στην απόφαση ημερ. 19.10.2005 για ακύρωση της άδειας, στην οποία στηρίχθηκε σε κατοπινό στάδιο η διοίκηση για να κηρύξει την Εφεσείουσα σε απαγορευμένη μετανάστρια και να εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης ημερ. 17.1.2006. Ενόψει των πιο πάνω, έχουμε την άποψη ότι η διοίκηση, στις 17.1.2006, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα, δεν μπορούσε να επικαλεστεί την απόφαση ημερ. 19.10.2005 για ακύρωση της προϋπάρχουσας άδειας της Εφεσείουσας.

Το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 14. Σ' αυτό αναφέρεται ότι η Εφεσείουσα, εξαιτίας της παράνομης διαμονής της, κηρύχθηκε παράνομη μετανάστρια, δυνάμει του Άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105.

Το ερώτημα είναι κατά πόσον το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου και ειδικότερα κατά πόσον η διοίκηση ενήργησε καλόπισταΣύμφωνα με το Άρθρο 51(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενοΟύτε η διοίκηση δικαιούται να επικαλείται τις δικές της παραλείψεις για τις οποίες δεν συνέβαλε ο διοικούμενος και να αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτόν κατάστασηΠεραιτέρω, οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών στοιχείων ώστε να εξακριβώνει τα πραγματικά γεγονότα, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο πλάνης.

Έχουμε μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση οι λόγοι έφεσης που έχουν ως επίκεντρο την έλλειψη καλής πίστης, έρευνας και πλάνης, κατά την άποψή μας ευσταθούν.

Πρώτον, οι Εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ακύρωση της άδειας της Εφεσείουσας και στηριζόμενοι σ' αυτήν να θεωρήσουν ότι διέμενε στην Κύπρο παράνομα και να την κηρύξουν ανεπιθύμητη μετανάστρια στη βάση του εδαφίου (κ) του Άρθρου 6(1) του Κεφ. 105.  Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει εφόσον η ακύρωση της άδειας δεν επέφερε έννομα αποτελέσματαΔεύτερον, οι Εφεσίβλητοι όφειλαν να ερευνήσουν κατά πόσον η Εφεσείουσα όντως πληροφορήθηκε για την ακύρωση της άδειάς της πριν την ημερομηνία λήξης και ότι τυχόν συνέχιση της διαμονής της, ενδεχομένως να την καθιστούσε, δυνάμει του Άρθρου 6 του Κεφ. 105, απαγορευμένη μετανάστρια. Η Εφεσείουσα δεν φαίνεται να έλαβε γνώση της ακύρωσης της άδειάς της, με αποτέλεσμα να μην ήταν δυνατή η προσβολή εκείνης της απόφασης, στην οποία στηρίχθηκε η διοίκηση για να την κηρύξει απαγορευμένη μετανάστρια και να εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασηςΤρίτον, η διοίκηση όφειλε να ασκήσει τη διακριτική της εξουσία μετά από επαρκή έρευνα, ώστε να μην πλανηθεί ως προς το Νόμο και τα πραγματικά γεγονότα.

[…]

Στην προκειμένη περίπτωση το υπόβαθρο για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος απέλασης πάσχει. Η διοίκηση για να κηρύξει την Εφεσείουσα «απαγορευμένη μετανάστρια» δυνάμει του Άρθρου 6 του Κεφ. 105, στηρίχθηκε στην απόφαση για ακύρωση της άδειας παραμονής και εργασίας, η οποία ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην Εφεσείουσα. [

 

Τα ανωτέρω κριθέντα υιοθετήθηκαν και στην απόφαση Raza Ali v Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 30/2022, ημερ. 19.05.2022, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την έφεση και ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση, αποφάσισε σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 14[1] του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105 και το συναφές διάταγμα κράτησης δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 18ΠΣΤ(1)[2] του Κεφ.105, αυθημερόν με τη σύλληψη του Εφεσείοντα για παράνομη παραμονή στη ΔημοκρατίαΕίχε προηγουμένως, την 2.4.2021, ακυρωθεί το δελτίο διαμονής του, που είχε εκδοθεί στη βάση των προνοιών του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007, Ν.7(Ι)/2007, ως αποτέλεσμα γάμου που είχε τελέσει με ευρωπαία πολίτιδα που, στη συνέχεια, διαφάνηκε ότι δεν ήταν γνήσιος.

 

Εφόσον το εκδοθέν δελτίο διαμονής του Εφεσείοντα είχε ισχύ μέχρι την 16.6.2025, ήταν απαραίτητο να του γνωστοποιηθεί η απόφαση ανάκλησης τουΣύμφωνα με το Άρθρο 4 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, η ουσιαστική ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα που η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο (Δήμος Παραλιμνίου ν. Κακουλλή (2010) 3 Α.Α.Δ. 173, 180και Zaharijevic v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 56, 62). Με τη γνωστοποίηση της ανάκλησης και την εκπνοή του προβλεπόμενου χρόνου για την αναχώρηση του από τη Δημοκρατία, ο Εφεσείων καθίστατο απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 6(1)(κ)[3] του Κεφ.105, που ήταν και η βάση για τη σύλληψη του και όσα επακολούθησαν.

 

Η θέση που ο Εφεσείων πρόβαλε πρωτόδικα ήταν ότι ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή ημερ.2.4.2021 και πως το γεγονός της ανάκλησης του δελτίου διαμονής του πληροφορήθηκε αφότου συνελήφθηκε την 8.12.2021.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην περίπτωση του είχε εφαρμογή το νομικό τεκμήριο ότι, όταν μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί αλλά δεν έχει επιστραφεί, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο παράδοσης στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, με το βάρος να μετατίθεται στο τελευταίο να αποδείξει ότι δεν παρέλαβε την επιστολή ή την παρέλαβε με καθυστέρησηΠαράπεμψε στη Σάββα ν. Δημοκρατίας, Αναθ HYPERLINK "https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/2018/3-201802-49-123.htm".  HYPERLINK "https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/2018/3-201802-49-123.htm"Έφ HYPERLINK "https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/2018/3-201802-49-123.htm". Αρ.49/2012, ημερ.7.2.2018, και Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415, 418.

 

Ο Εφεσείων δεν αμφισβητεί το νομικό τεκμήριοΑντίθετα, επικαλείται τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης του, ότι δηλαδή πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποδεικνύεται το πρωταρχικό γεγονός ότι η επιστολή ταχυδρομήθηκε και με το λόγο έφεσης 1 προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιστολή ημερ.2.4.2021 πράγματι είχε ταχυδρομηθεί.

 

Στην πρωτόδικη απόφαση δεν καταγράφεται ρητά εύρημα ότι η επιστολή ημερ. 2.4.2021 ταχυδρομήθηκεΑναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν προέκυπτε να είχε επιστραφεί λόγω μη παραλαβής της και πως δεν είχε τεθεί ενώπιον του οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο που δημιουργήθηκε με την αποστολή της στην ορθή διεύθυνσηΕμμέσως πλην σαφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχτεί ότι η επιστολή είχε ταχυδρομηθεί, χωρίς ωστόσο να εξηγείται πώς δικαιολογείτο η κατάληξη αυτή, ιδιαίτερα ενόψει της αμφισβήτησης του Εφεσείοντα ότι την παρέλαβε.

 

Στο διοικητικό φάκελο υπάρχει επιστολή ημερ.2.4.2021 ενώ στο ημερολόγιο ενεργειών του φακέλου η μόνη σχετική καταγραφή είναι: «2/4/21 Επ. Ακύρωσης 2/4/21».  Αναμφίβολα η καταχώρηση αυτή δεν επιμαρτυρεί ότι η ρηθείσα επιστολή κοινοποιήθηκε ή αποστάλθηκε με κάποιο τρόπο στον Εφεσείοντα, πολύ περισσότερο ότι τυχόν τέτοια αποστολή έγινε με την ταχυδρόμηση της επιστολής.

 

Καταλήγουμε ότι το υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολογούσε εξ αντικειμένου το εύρημα του ότι η επιστολή ημερ.2.4.2021 είχε ταχυδρομηθεί προς τον Εφεσείοντα και συνακόλουθα, τα όσα αναφέρθηκαν για την αποτυχία του να πείσει ότι δεν την παρέλαβε, μη ανατρέποντας το μαχητό τεκμήριο, ήταν άκαιρα.

 

Ουσιωδώς διαφορετικά ήταν τα γεγονότα σε σχέση με το ζήτημα που εξετάζουμε στην Eze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφ. Διοικ. Δικ. Αρ.36/2016, ημερ.19.5.2022, που εκδόθηκε νωρίτερα σήμερα, όπου υπήρχε στο ημερολόγιο ενεργειών καταγραφή ότι η σχετική επιστολή είχε κοινοποιηθεί και ήταν παραδεχτό ότι είχε παραληφθεί μέσω του ταχυδρομείου, κατ' ισχυρισμό σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο.».

 

Λαμβανομένης υπόψη της παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση να επιχειρήσουν καθοιονδήποτε τρόπο να αποδείξουν εν προκειμένω το πρωταρχικό γεγονός ότι η απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου πράγματι ταχυδρομήθηκε στον αιτητή, προς άρση των αμφιβολιών που εύλογα δημιουργεί ο εντοπισμός του πρωτοτύπου της εν λόγω επιστολής στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καταλήγω ότι το νομικό τεκμήριο πως, όταν μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί αλλά δεν έχει επιστραφεί, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο παράδοσης στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, με το βάρος να μετατίθεται στο τελευταίο να αποδείξει ότι δεν παρέλαβε την επιστολή ή την παρέλαβε με καθυστέρηση, δεν έχει εν προκειμένω ενεργοποιηθεί.

 

Ως εκ τούτου, η κήρυξή του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και η εναντίον του έκδοση των επίδικων διαταγμάτων απέλασης και κράτησης παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης, καθότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσής τους ο αιτητής διατηρούσε το καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας και συνακόλουθα δικαίωμα παραμονής στη ΔημοκρατίαΗ εξέταση οποιουδήποτε άλλου θέματος έχει τεθεί παρέλκει.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και τα διατάγματα ημερομηνίας 04.03.2024 ακυρώνονται.

 

Υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση επιδικάζονται έξοδα €2.000, πλέον ΦΠΑ.

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο