ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 662/2018

                                             

       18 Ιουνίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

Α. Σ. Χ.

Αιτητής

                          Και

 

 Κοινοτικού Συμβουλίου Τόχνης

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

 

......... 

 

Χριστόδουλος Σώζος, Δικηγόρος για Αιτητή

Σοφία Αντωνίου για Ανδρέου, Χατζηχριστοφή Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για  Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Με την παρούσα προσφυγή του ο Αιτητής ζητεί όπως «η υπό ημ. 8.12.2017 Κατάστασις Κινήσεων Φορολογούμενου του Κοινοτικού Συμβουλίου Τόχνης, Επιβολή Φορολογίας ημ. 30.8.2017, διά τον ποσόν (…) Σύνολον €535.25, είναι άκυροι, παράνομοι, άνευ νομικής ισχύος και μη επιβλητέαι (sic)». Η εν λόγω «Κατάστασις» είναι η προσβαλλόμενη πράξη.

 

Στις 23.12.2017, με σχετική επιστολή προς την Επαρχιακή Διοίκηση με τίτλο «Ένστασις», την οποία ο Αιτητής συνυπογράφει με τον δικηγόρο του και στην οποία επισυνάφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, ο Αιτητής ανέφερε τους λόγους που κατά τη εισήγηση του έπρεπε η προσβαλλόμενη πράξη να ακυρωθεί αναφέροντας καταληκτικά ότι η προσβαλλόμενη πράξη περιήλθε στη γνώση του στις 12.12.2017 («αι Καταστάσεις αυταί μοι ενεχειρίσθησαν κατά την 12.12.2017»).

 

Με επιστολή ημερ. 04.04.2018 που απέστειλε η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας προς τον Αιτητή με τίτλο «Ένσταση κατά της επιβολής τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας από το Κοινοτικό Συμβούλιο Τόχνης. Ο περί Κοινοτήτων Νόμος, άρθρα 74 έως 78, 106 ΚΔΠ 321/2000» ανέφερε:

 

«Ο Έπαρχος Λάρνακας ασκώντας την εξουσία που του έχει εκχωρηθεί με την Κ.Δ.Π. 321/2000, εξέτασε δυνάμει του άρθρου 106 του περί Κοινοτήτων Νόμου τη σχετική με το πιο πάνω θέμα επιστολή - ένσταση σας ημερομηνίας 23 Δεκεμβρίου 2017, εκ μέρους του Αxxxx Σxxxx Χxxxxxxxxx, κατά της επιβολής τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας από το Κοινοτικό Συμβούλιο Τόχνης.

 

(α) Το Κοινοτικού Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 74 του περί Κοινοτήτων Νόμου, νομιμοποιείται να επιβάλλει τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

(β) Οι ενέργειες του Κοινοτικού Συμβουλίου Τόχνης, σε σχέση με τον καθορισμό συντελεστή και επιβολή τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας καθώς επίσης και σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα τέλη που σας επιβλήθηκαν, έγιναν σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις που διαλαμβάνονται στα άρθρα 75, 76 και 77 του περί Κοινοτήτων Νόμου.

 

2. Συνεπώς κρίνεται ότι η επιβολή των τελών έγινε νομότυπα και θα πρέπει να καταβληθούν.(…)».

 

Σημειώνεται ότι ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 16.05.2018, μετά τη λήψη της επιστολής ημερ. 04.04.2018 της Επαρχιακής Διοίκηση Λάρνακας και με το αιτητικό, το οποίο ανέφερα εισαγωγικά.

 

Με την ένστασή τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ’ ων η αίτηση επιχειρηματολογούν υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, εγείροντας παράλληλα δύο προδικαστικές ενστάσεις:

 

Αφενός ότι η παρούσα Προσφυγή δεν στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης και/ή προσβάλλεται πράξη η οποία απώλεσε την εκτελεστότητα της και/ή ενσωματώθηκε σε άλλη εκτελεστή διοικητική πράξη, ήτοι την απόφαση του Επάρχου Λάρνακας ημερ. 04.04.2018 επί της ένστασης που υπέβαλε ο Αιτητής, η οποία δεν προσβάλλεται με την παρούσα Προσφυγή. Αφετέρου ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά την επιβολή τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή και φέρει ημερ. 08.12.2017 ενώ η παρούσα Προσφυγή καταχωρήθηκε στις 16.05.2018 και συνεπώς είναι εκπρόθεσμη καθότι δεν καταχωρήθηκε εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών που ορίζει το άρθρο 146.3 του Συντάγματος.

 

Μελετώντας τα εκατέρωθεν επιχειρήματα ιδίως με αναφορά στα σχετικά έγγραφα, καταλήγω να αποδεκτώ τη βασιμότητα αμφότερων προδικαστικών ενστάσεων.

 

Ξεκινώντας από την πρώτη προδικαστική ένσταση, το άρθρο 74 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (εφεξής ο «Νόμος») προβλέπει (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Το Συμβούλιο έχει την εξουσία να επιβάλλει, αναφορικά με κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται μέσα στα όρια της κοινότητας, ετήσιο φόρο, καλούμενο “τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας”. Τα ποσά που προκύπτουν από αυτό κατατίθενται στο Ταμείο Κοινότητας».

 

Το δε άρθρο 106 του Νόμου προβλέπει μεταξύ άλλων (έμφαση και υπογράμμιση επίσης του Δικαστηρίου):

 

«Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο-

 

(…)

(δ) από την επιβολή ή καταλογισμό από το Συμβούλιο οποιουδήποτε ποσού, μπορεί, μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης του Συμβουλίου επί οποιουδήποτε ζητήματος που αναφέρεται στο άρθρο αυτό, να υποβάλει προσφυγή στον Υπουργό.

 

(2) Κάθε τέτοια προσφυγή υποβάλλεται γραπτώς, υπογράφεται από τον αιτητή και εκθέτει τους λόγους επί των οποίων βασίζεται.

 

(3) Ο Υπουργός, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνει ότι η απόφαση του Συμβουλίου είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ανακαλεί ή τροποποιεί την προσβαλλόμενη απόφαση».

 

Με την Κ.Δ.Π. 321/2000, ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σ' αυτόν από το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τίνος Νόμου, Νόμος αρ. 23 του 1962 και του εδαφίου (1) του άρθρου 109 του Νόμου, εκχώρησε στους Επάρχους και τους εξουσιοδότησε να ασκούν τις εξουσίες, τις οποίες ο Υπουργός έχει εξουσία να ασκεί δυνάμει των διατάξεων των πιο κάτω άρθρων 60(5)(β), 64(2) και 106(3) του περί Κοινοτήτων Νόμου, μεταξύ αυτών (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«(…)

 

(3) η προσφυγή κάθε προσώπου που έχει παράπονο, που ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 106(3), εναντίον αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου, για τυχόν άρνηση έκδοσης ή ανανέωσης οποιασδήποτε άδειας ή για την απόσυρση ή αναστολή ή ανάκληση οποιασδήποτε άδειας ή για την επιβολή οποιουδήποτε όρου από το Συμβούλιο σε οποιαδήποτε άδεια ή για την ανανέωση της ή για την επιβολή ή καταλογισμό οποιουδήποτε ποσού να υποβάλλεται απευθείας στον οικείο Έπαρχο, για εξέταση και λήψη τελικής απόφασης, για τυχόν ανάκληση ή τροποποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης του Κοινοτικού Συμβουλίου».

 

Παρά τον τίτλο «Ένστασις» επί της επιστολής του Αιτητή αντί «προσφυγή», η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, την αντιμετώπισε ως (ιεραρχική) προσφυγή[1] στα πλαίσια του πιο πάνω άρθρου 106 (και των άρθρων 74-78) του Νόμου και απεφάσισε απ’ αυτής, ως αρμοδίως και κατόπιν της ως άνω δέουσας εξουσιοδότησης (δυνάμει της ΚΔΠ 321/2000) μπορούσε να πράξει. Και την απέρριψε.

 

Έχει παγίως νομολογηθεί (Economides and Others v. Republic (1978) 3 C.L.R. 230, Strongiliotis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1085 και Kotsonis v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2394, μεταξύ πολλών αποφάσεων επί του θέματος) ότι σε περίπτωση άσκησης δια νόμου προβλεπόμενης ένστασης ή ιεραρχικής προσφυγής, η απόφαση που εκδίδεται επ’ αυτής αποτελεί τη μόνη εκτελεστή πράξη, η δε πράξη του πρωτοβάθμιου διοικητικού οργάνου, εδώ Καθ’ ων η αίτηση Κοινοτικό Συμβούλιο Τόχνης, χάνει την (όποια) εκτελεστότητά της. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Kυπριακή Δημοκρατία ν. Φυτωρίου «Το Άλσος Λτδ» (2015) 3 ΑΑΔ 656 αναφέρθηκε (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Η νομολογία καθορίζει ότι, σε περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος ενστάσεως εναντίον απόφασης της διοίκησης, τούτο οδηγεί σε απώλεια της εκτελεστότητας της καθότι, η επί τούτου απόφαση, ενσωματώνεται στη νέα που είναι και η μόνη εκτελεστή.

 

Στο σύγγραμμα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 14η Έκδοση, 2ος Τόμος, σελ. 111, αναφέρεται:

 

"Πράξεις που έχουν ενσωματωθεί σε μεταγενέστερη διοικητική πράξη οι οποίες ήταν «εκτελεστές» αλλά έχασαν την αυτοτέλεια τους και τον εκτελεστικό χαρακτήρα τους λόγω της ενσωμάτωσης (Σ.Ε. 2492/1977, 1789/1988, 347/1995). Η ενσωμάτωση της αρχικής πράξης σε μεταγενέστερη επέρχεται: ...............................

 

(ii) Σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής (Σ.Ε. 4630/1983, 621/1987, 1040/2005)."

 

Στην υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρεται στη σελ. 402:

 

"Η ενσωμάτωση εκτελεστής πράξης σε άλλη εκτελεστή πράξη επέρχεται «οσάκις ασκείται κατ' αυτής» η λεγόμενη ενδικοφανής ιεραρχική προσφυγή, όπως π.χ. αίτηση αναθεώρησης «θεσπιζόμενη ειδικώς υπό του νόμου» για το συγκεκριμένο θέμα οπότε «η καθ' ης η αίτησις αναθεωρήσεως, πράξις ενσωματούται εις την κατ' αναθεώρησιν εκδιδομένην». Το αυτό ισχύει και επί πράξεως, καθ' ης ησκήθη ένστασις νόμω προβλεπομένη, και ήτις ενσωματούται εις την επί της ενστάσεως εκδιδομένην. Επίσης ενσωματούται η πράξις πρωτοβάθμιου διοικητικού οργάνου κατόπιν προσφυγής, κατά νόμον ασκουμένης ενώπιον δευτεροβαθμίου, εις την απόφαση του τελευταίου, ως λ.χ. γνωμοδότησις ανακριτικού συμβουλίου κατά τον νόμον περί κατατάξεως αξιωματικών:"

 

Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Εταιρεία Μουτουλλάς - Καλοπαναγιώτης Μεταφοραί Λτδ. ν. Αρχής Αδειών κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 2277, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Είναι καθιερωμένη αρχή διοικητικού δικαίου ότι πράξη ή απόφαση εναντίον της οποίας έγινε ένσταση ή ιεραρχική προσφυγή, με βάση νομοθετική πρόνοια χάνει την εκτελεστότητα της. Όταν εκδοθεί απόφαση στην ένσταση ή στην ιεραρχική προσφυγή, έστω και να είναι απορριπτική, η προσβαλλόμενη απόφαση ενσωματώνεται στη νέα, η οποία είναι η μόνη εκτελεστή πράξη».

 

Στην απόφαση της τότε ΠΔΔ Μ. Καλλιγέρου, στην Υπόθεση Αρ. 240/2013 Avenida Tourist Enterprises  Limited ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα ημερ. 12.08.2016 αναφέρθηκε, λίαν σχετικώς με τα εδώ κρινόμενα:

 

«Δυνάμει του άρθρου 106, του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (86(Ι)/99), κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο από την επιβολή από Κοινοτικό Συμβούλιο οποιουδήποτε ποσού, δύναται να προσφύγει στον Υπουργό, ο οποίος εκχώρησε την εν λόγω εξουσία στους Επάρχους.  Καταχωρώντας την ιεραρχική τους προσφυγή, δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, ημερομηνίας 20/12/12, μέσω του δικηγόρου τους, στον Έπαρχο Λεμεσού, οι αιτητές ζήτησαν ακύρωση των επιβληθεισών φορολογιών. Την αμέσως επόμενη μέρα, δηλαδή την 21/12/12, ο Έπαρχος Λεμεσού με σχετική επιστολή του απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή.

 

Η δυνατότητα που προβλέπεται στο Νόμο για ένσταση ή/και ιεραρχική προσφυγή σε ιεραρχικά ανώτερο όργανο, δεν είναι υποχρεωτική, ώστε κάποιος να μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο μόνο αφού πρώτα απευθυνθεί στο ιεραρχικά ανώτερο όργανο, εδώ τον Έπαρχο με αίτημα την αναθεώρηση της απόφασης του κατώτερου οργάνου, εδώ του Κοινοτικού Συμβουλίου.  Οι αιτητές είχαν δύο επιλογές.  Είτε να καταχωρίσουν προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της απόφασης επιβολής των τελών και φόρων, είτε να καταχωρίσουν ένσταση στον Έπαρχο, επιδιώκοντας δεύτερου βαθμού αρμοδιότητα ελέγχου, τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας της απόφασης, επιλογή που εν τέλει άσκησαν. (βλ. Rotsides v. Republic (1986) 3 CLR 2386, Petrolina Ltd v. The Municipal Committee of Famagusta (1971) 3 CLR 420.) 

 

Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, η μόνη εκτελεστή διοικητική απόφαση που μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι η απόφαση που εκδίδεται από το ιεραρχικά ανώτερο όργανο επί της ιεραρχικής προσφυγής.  Η προσβληθείσα απόφαση του διοικητικού οργάνου, παύει να είναι εκτελεστή μετά την έκδοση της απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής. (βλ. Economides and Others v. Republic (1978) 3 CLR 230, Mitidou v. C.Y.T.A. (1982) 3 C.L.R. 555, Iordanou v. Republic (1985) 3 CLR 476.)

 

(…)

 

Παρά το γεγονός ότι με τις προδικαστικές ενστάσεις οι αιτητές είχαν την ευκαιρία να επιδιώξουν να προβούν σε τροποποίηση της προσφυγής τους - χωρίς να αποφασίζω βεβαίως τώρα ποιά  θα ήταν η κατάληξη μίας τέτοιας αίτησης - παρέλειψαν να το πράξουν και μέχρι τέλους υποστήριξαν το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της προσφυγής.  Η ιεραρχική προσφυγή δεν αναστέλλει την προθεσμία για καταχώριση προσφυγής κατά της απόφασης του κατώτερου οργάνου, (Xenis Larkos v. Republic (1987) 3 CLR 2189).  Ούτως ή άλλως από τη στιγμή που θα επιλέξει ο διοικούμενος να καταχωρίσει ιεραρχική προσφυγή, η απόφαση του δευτεροβάθμιου διοικητικού οργάνου, όταν αυτή εκδοθεί, είναι και η μόνη εκτελεστή.  Είναι μέσω της προσβολής της νομιμότητας αυτής της απόφασης, που θα ελεγχθεί εμμέσως και το νόμιμο της απόφασης του πρωτοβάθμιου διοικητικού οργάνου.

 

Η προσφυγή των αιτητών κατά των αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα, αντί κατά της απόφασης του Επάρχου Λεμεσού, είναι απαράδεκτη.  Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχασαν την εκτελεστότητά τους και η μόνη εκτελεστή απόφαση ήταν αυτή του Επάρχου.  (…)».

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, παρά το ότι πριν την καταχώριση της παρούσας προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, ο Αιτητής είχε λάβει γνώση της απόφασης του Επάρχου ημερομηνίας 04.04.2018 επί της Ιεραρχικής του Προσφυγής, την οποία θέτει μάλιστα ως παράρτημα στην προσφυγή του σχολιάζοντας την, τελικώς με την παρούσα προσφυγή του προσεβλήθη η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 08.12.2017. Αυτό απαραδέκτως λόγω της μη εκτελεστότητας της εν λόγω προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η πρώτη προδικαστική ένσταση περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης επιτυγχάνει.

 

Περαιτέρω, με βάση τα ήδη εκτεθέντα γεγονότα, και η δεύτερη προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση πρέπει να επιτύχει. Ακόμα κι αν η προσβαλλόμενη πράξη ήταν εκτελεστή και πάλι η παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 16.05.2018 είναι εκπρόθεσμη και άρα απαράδεκτη δεδομένου ότι καταχωρήθηκε πολύ πέραν των 75 ημερών από τη λήψη γνώση της, η οποία έγινε το αργότερο την 12.12.2017, ημερομηνία που, και κατά παραδοχή του ιδίου του Αιτητή (στην ‘Ενστασή του) έλαβε γνώση της.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με 1.600 ευρώ έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 

 



[1] Και ο Αιτητής βέβαια θεωρεί (σελ. 7 παράγραφος 20 Αγόρευσής του) ότι άσκησε (ιεραρχική) προσφυγή δυνάμει του εν λόγω άρθρου 106(1) του Νόμου, άλλωστε η επιστολή του ημερομηνίας 23.12.2017 απευθύνθηκε στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, το αρμόδιο δηλαδή όργανο εξέτασης (ιεραρχικών) προσφυγών δυνάμει του άρθρου 106 του Νόμου.  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο