ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 719/2021)

 

27 Ιουνίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               A. R. S.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Χρ. Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα  της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση                                                                                                  

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Πακιστάν, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 7.6.2021 και σύμφωνα με την οποία απερρίφθη το αίτημά του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Ο αιτητής, γεννηθείς κατά το έτος 1977, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 16.8.2004, μέσω του αερολιμένα Λάρνακας και τρεις μέρες αργότερα, στις 19.8.2004, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση σε αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στον αιτητή παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως αιτητής ασύλου, με ισχύ μέχρι την 21.4.2006.

 

Στις 2.4.2009, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Λύσης με Ευρωπαία πολίτη (Βουλγάρα υπήκοο) και συνέχισε αυτός να παραμένει και να εργάζεται στη Δημοκρατία για κάποια χρονικά διαστήματα, ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη, βάσει σχετικών εκδοθεισών αδειών, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι τις 19.10.2027.

 

Στις 26.3.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, διενεργήθηκε έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση, καθώς και προσωπική συνέντευξη στον αιτητή, στις 6.11.2020. Την ίδια ημερομηνία, υποβλήθηκε σχετικό Υπηρεσιακό Σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών, από Λειτουργό του Τμήματος που εξέτασε την περίπτωση του αιτητή, δια του οποίου υποβαλλόταν η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης.

 

Η πιο πάνω εισήγηση έγινε δεκτή και η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε, ο  δε αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς με την επίδικη επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 7.6.2021. Ως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η αίτηση απορρίφθηκε, καθότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), εφόσον κατά τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, ο αιτητής απουσίαζε από τη Δημοκρατία για 47 μέρες. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την επίδικη επιστολή, ο αιτητής δεν πληρούσε την προϋπόθεση 1(γ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111, ήτοι δεν διαπιστώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτός είναι άτομο καλού χαρακτήρα, αφού στο παρελθόν είχε απασχολήσει την Αστυνομία για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης.

 

Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 8.7.2021.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προωθεί δια της γραπτής του αγόρευσης, τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:

(i) Πάσχει η επίδικη απόφαση ως αναιτιολόγητη και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, αλλά και λόγω πλάνης στη διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσής της. Εντός αυτού του πλαισίου εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση, πεπλανημένα και κατά παράβαση των διατάξεων του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου (Ν.70/1981), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, έλαβαν ουσιωδώς υπόψη τους, στη διαμόρφωση της τελικής τους κρίσης, το γεγονός ότι ο αιτητής είχε μια καταδίκη σε ποινή φυλάκισης δυο μηνών με τριετή αναστολή για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού, το οποίο όμως, ως υποβάλλει ο κ. Χριστάκη, έλαβε χώρα κατά το έτος 2012 και συνεπώς, ο αιτητής με βάση το Νόμο 70/1981, έχει αποκατασταθεί·

(ii) Οι καθ’ ων η αίτηση παραβίασαν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του αιτητή κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της λήψης της επίδικης απόφασης·

(iii) Απουσιάζει η έγγραφη καταχώρηση λήψης της επίδικης απόφασης του αρμοδίου οργάνου, ήτοι του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός»)·

(iv) Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης πάσχει ως ελλιπής και/ή αντιφατική, ενώ πεπλανημένα και εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν οι διατάξεις της παραγράφου 1(α) και (γ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου·

(v) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας και στηριζόμενοι σε εσφαλμένη νομική βάση και/ή εξωγενή στοιχεία κρίσης, κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν πληρούσε την υπό του Νόμου προβλεπόμενη προϋπόθεση του καλού χαρακτήρα, ενώ δεν έλαβαν υπόψη τους ότι αυτός έχει ενσωματωθεί στην Κυπριακή κοινωνία και έχει ιδιαίτερους δεσμούς με τη Δημοκρατία, έχει αναπτύξει στην Κύπρο την ιδιωτική και επαγγελματική του ζωή και ότι διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους και δεν είναι βάρος για τα οικονομικά της χώρας. Περαιτέρω, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν διέμενε στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησής του.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά του αιτητή, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.

 

Τονίζουν, μεταξύ άλλων, οι καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενεργεί καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με το σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στηριζόμενοι στη διαπίστωση ότι αυτός δεν πληρούσε τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, αφού προηγουμένως διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους. Η δε αιτιολογία, συνεχίζει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου. Προβάλλει επίσης η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι, κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης του αιτητή, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι που δεν συνηγορούσαν υπέρ της παραχώρησης υπηκοότητας σε αυτόν.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Στο άρθρο 111 του Νόμου προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα».

 

Σύμφωνα λοιπόν με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, που τιτλοφορείται «Προσόντα για Πολιτογράφηση», και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 111 του Νόμου-

 

«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα: 

(α) Διαµονή στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης, και 

(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισµένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών: 

[…]

(γ) είναι καλού χαρακτήρα, [.]».

 

Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, από την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). 

 

Συνεπώς, αυτό που εξετάζεται σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι το κατά πόσον η Διοίκηση, κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενεργεί καλόπιστα.

 

Εν προκειμένω, όπως έχει προαναφερθεί, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση του αιτητή, καθότι, τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, αυτός απουσίαζε από τη Δημοκρατία για 47 μέρες. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την επίδικη επιστολή, ο αιτητής δεν πληρούσε την προϋπόθεση 1(γ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111, ήτοι δεν είχε διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτός είναι άτομο καλού χαρακτήρα, αφού στο παρελθόν είχε απασχολήσει την Αστυνομία για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης

 

Εν πρώτοις, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την ερμηνεία που εισηγείται ο συνήγορος του αιτητή ως προς την παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, απαιτούμενο προσόν για πολιτογράφηση, είναι η-

 

«(α) Διαµονή στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης».

 

Κατά τον κ. Χριστάκη, ο Νόμος δεν απαιτεί φυσική παρουσία του εκάστοτε αιτητή κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Ωστόσο, υπέρ αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης δεν συνηγορεί ούτε η γραμματική, ούτε η τελολογική, αλλ’ ούτε η συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων του Νόμου. Ο ίδιος ο Νόμος στην αμέσως πιο πάνω διάταξη, απαιτεί διαμονή στη Δημοκρατία «για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών» και όχι για κάποια διαστήματα, όπως είναι η περίπτωση στην αμέσως επόμενη παράγραφο (β), στην οποία προβλέπονται τα εξής:

 

«(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισμένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:».

 

Πράγματι, σύμφωνα με την αμέσως πιο πάνω παράγραφο, δεν απαιτείται η συνολική διαμονή του αιτούντος αλλοδαπού στη Δημοκρατία, για όλο το χρονικό διάστημα των επτά ετών αλλά για χρονικά διαστήµατα που αθροισμένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών. Σε αντίθεση με την παράγραφο (α), που απαιτεί τη διαμονή στη χώρα για όλο το διάστημα των δώδεκα μηνών και αυτό δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως παρουσία του αιτούντος αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά το εν λόγω διάστημα. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, πέραν του ότι δεν συνάδει με την προεκτεθείσα οικονομία του κειμένου, θα απέληγε σε παράδοξα αποτελέσματα, εφόσον θα παρεχόταν η δυνατότητα υποβολής αίτησης για πολιτογράφηση, σε αλλοδαπό, ο οποίος τον τελευταίο ένα χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, δεν είχε φυσική παρουσία στη Δημοκρατία.

 

Συνεπώς, πράγματι, ο αιτητής δεν πληρούσε μια εκ των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου για πολιτογράφηση και δη αυτήν της παραγράφου 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, εφόσον αυτός τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, απουσίαζε από τη Δημοκρατία για 47 μέρες. Με αυτό δε ως δεδομένο, κρίνεται ότι ορθώς η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση. Συναφώς, δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι στο Σημείωμά της προς τον Υπουργό, η Λειτουργός του Τμήματος αναφέρει ότι ο αιτητής πληροί τα τυπικά προσόντα όπως αυτά καθορίζονται στην προεκτεθείσα παράγραφο 1(β) του Τρίτου Πίνακα, όχι όμως και αυτά της παραγράφου 1(α), για την οποία η Λειτουργός αναφέρει ότι ο αιτητής απουσίαζε 47 μέρες από τη Δημοκρατία.

 

Περαιτέρω, αβάσιμοι κρίνονται οι ισχυρισμοί του συνηγόρου του αιτητή ως προς την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την προϋπόθεση του καλού χαρακτήρα. Επ’ αυτού, ο κ. Χριστάκη επιχειρηματολογεί εν εκτάσει σε σχέση με την εξαλειφθείσα καταδίκη του αιτητή, ο οποίος και έχει αποκατασταθεί από το έτος 2015, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 70/1981, δεδομένου ότι η καταδίκη του έλαβε χώρα κατά το έτος 2012. Ωστόσο, το ζητούμενο για τη Διοίκηση σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, δεν είναι η εξαλειφθείσα καταδίκη ούτε η αποκατάσταση του αιτητή, αλλά ο καλός χαρακτήρας του, ως κριτήριο που προβλέπεται ρητά στο Νόμο για σκοπούς παροχής υπηκοότητας και το οποίο δεν μπορεί να συναρτάται αποκλειστικά με το στοιχείο του χρόνου, όπως επιχειρεί να πράξει η πλευρά του αιτητή. Το γεγονός ότι ο διαπράξας αδίκημα στη Δημοκρατία έχει αποκατασταθεί με βάση το Νόμο 70/1981, δεν οδηγεί άνευ ετέρου στη διαπίστωση ότι ο αιτητής πληροί το κριτήριο του καλού χαρακτήρα. Εξάλλου, και από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Νόμου 70/1981, στο οποίο ρητά παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή, προκύπτει με σαφήνεια ότι εξαλειφθείσα ποινή δεν λαμβάνεται υπόψη από Δικαστήριο και για τους σκοπούς του εν λόγω Νόμου και δη για σκοπούς απόδειξης διάπραξης, κατηγορίας, δίωξης ή καταδίκης για ποινικό αδίκημα. Ειδικότερα, στο άρθρο 4(α) και (β) του Νόμου 70/1981, προβλέπεται ότι (η έμφαση έχει προστεθεί)-

«4.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 7 και 8, πας όστις αποκαθίσταται διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου εν σχέσει προς οιανδήποτε καταδίκην θεωρείται έναντι του Νόμου ως μηδέποτε διαπράξας, κατηγορηθείς, διωχθείς ή καταδικασθείς διά το ποινικόν αδίκημα, το αντικείμενον της καταδίκης ανεξαρτήτως δε των διατάξεων οιουδήποτε Νόμου ή νομικού κανόνος, αλλά τηρουμένων των ανωτέρω-

 

(α) Εν οιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οιασδήποτε δικαστικής αρχής ασκούσης δικαιοδοσίαν εν τη Δημοκρατία, ουδέν αποδεικτικόν στοιχείον θα είναι αποδεκτόν επί σκοπώ αποδείξεως ότι ούτος διέπραξε, κατηγορήθη, εδιώχθη ή κατεδικάσθη δι' οιονδήποτε ποινικόν αδίκημα όπερ απετέλεσε το αντικείμενον εξαλειφθείσης καταδίκης».

 

Εν προκειμένω, βεβαίως, το γεγονός ότι ο αιτητής είχε καταδικαστεί στο παρελθόν, λήφθηκε υπόψη από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, όχι από Δικαστήριο, για τους σκοπούς του Νόμου 141(Ι)/2002.

 

Είναι, συνεπώς, πρόδηλο ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα, προκειμένου η αίτησή του να μπορούσε να τύχει θετικής αντιμετώπισης. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι κατά πάγια νομολογία, ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για πολιτογράφηση, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής αιτήματος για πολιτογράφηση, αλλά «δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της πολιτογράφησης» (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009).

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν εντοπίζω να έχει παραβιαστεί η αρχή της καλής πίστης από τους καθ’ ων η αίτηση, οπότε και μόνον θα χωρούσε επέμβαση του Δικαστηρίου. Υπό το φως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση, ουδόλως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία του περί απόφασης παράνομης και/ή πεπλανημένης, ενώ ούτε και εντοπίζεται κενό έρευνας. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της (βλ. Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583)».

 

Ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη. Συνεπώς, καθίστανται αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή.

 

Περαιτέρω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της. Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην επίδικη επιστολή, ημερομηνίας 7.6.2021, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχεται η νομική βάση, το σκεπτικό και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, από τα οποία προκύπτουν με σαφήνεια οι λόγοι απόρριψης της αίτησής του από τη Διοίκηση (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Περαιτέρω, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τον ισχυρισμό περί απουσίας έγγραφης καταχώρησης της επίδικης απόφασης και/ή λήψης της απόφασης από αναρμόδιο όργανο.

 

Εν πρώτοις, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι την επίδικη απόφαση έλαβε πράγματι ο Υπουργός. Σύμφωνα με το άρθρο 111 του Νόμου, είναι ο Υπουργός, που, τηρουμένων των εκ του Νόμου προβλεπόμενων προϋποθέσεων, δύναται να αποφασίσει για την πολιτογράφηση αλλοδαπού. Εν προκειμένω, όπως καταγράφεται στο πάνω αριστερό μέρος του Σημειώματος, ημερομηνίας 6.11.2020, που ετοιμάστηκε από την αρμόδια Λειτουργό του Τμήματος (παράρτημα 7 στο δικόγραφο της ένστασης), αυτό απευθύνετο προς τον Υπουργό (μέσω της Λειτουργού Α’, κ. Ν. Ο.) και, για τους λόγους που εκτίθεντο στο εν λόγω Σημείωμα, υποβαλλόταν η εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Η εν λόγω εισήγηση τέθηκε ενώπιον του Υπουργού, από τη Διοικητική Λειτουργό Α’, κα Ο. (στην οποία απευθυνόταν το προαναφερθέν Σημείωμα), δια σχετικού εγγράφου, μαζί με σειρά εισηγήσεων αναφορικά με την εξέταση άλλων αιτήσεων για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας (βλ. επίσης παράρτημα 7 στην ένσταση) και εγκρίθηκε στις 6.4.2021. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το εν λόγω έγγραφο, καθώς και το προαναφερθέν σημείωμα και η εκεί περιεχόμενη εισήγηση για απόρριψη, απευθύνονταν στον ίδιο τον Υπουργό και δεδομένης της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 111 του Νόμου, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι η χειρόγραφη σημείωση «Εγκρίνεται», επί του υπό αναφορά εγγράφου (στο πάνω δεξιό μέρος αυτού), καθώς και η εκεί τεθείσα υπογραφή που την συνοδεύει, προέρχονται από τον Υπουργό και τίποτε περί του αντιθέτου δεν έχει αποδειχθεί. Όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως για παράδειγμα στη Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001, η Διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εν προκειμένω, τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη (βλ. επίσης Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής. Το γεγονός δε ότι την επιστολή, ημερομηνίας 7.6.2021, δια της οποίας γνωστοποιήθηκε στον αιτητή, η απορριπτική απόφαση της Διοίκησης, υπογράφει Λειτουργός του Τμήματος εκ μέρους του Διευθυντή, δεν αναιρεί το γεγονός ότι την επίδικη απόφαση έλαβε ο ίδιος ο Υπουργός, σύμφωνα με το Νόμο (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις YAXIANG LI ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 497/2021, ημερ. 17.11.2023 και CABARDO ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1514/2019, ημερ. 6.5.2022)

 

Περαιτέρω, με τη συμφωνία του Υπουργού επί της εισήγησης της αρμόδιας Λειτουργού και την απόφασή του για απόρριψη της αίτησης του αιτητή, τεκμαίρεται κατ’ αρχήν δικαίου, ότι ο Υπουργός συμφώνησε προς όλα που τέθηκαν ενώπιον του υπό τύπο λεπτομερούς έκθεσης, ενεργώντας όχι ως να εξέταζε έφεση, αλλά επαναδιερευνώντας το σύνολο των γεγονότων (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426, Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής  Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817). Η δε σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης, ούτε εξυπακούει ότι ο αυτός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση της Λειτουργού (Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6447/2013, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D643, Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151). Αντίθετα, στην απόφαση Υπουργού ενσωματώνεται και το περιεχόμενο του Σημειώματος και η σχετική εισήγηση, όπως ετοιμάστηκε από την αρμόδια Λειτουργό, την οποία ο Υπουργός υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφοροποίηση (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Varsik Mkrtchyan v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1229/2014, ημερ. 16.2.2017, Egypt Air v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1159/2015 κ.α., ημερ. 11.4.2019, Βασίλα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 426/2018, ημερ. 8.9.2021 και CABARDO, ανωτέρω).

 

Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν τίθεται εν προκειμένω ούτε ζήτημα απουσίας έγγραφης καταχώρησης, ούτε ζήτημα έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης από αναρμόδιο όργανο. Ο Υπουργός, ως το εκ του Νόμου αρμόδιο όργανο, προχώρησε στη λήψη της επίδικης απόφασης και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή δεν στοιχειοθετούνται και απορρίπτονται.

 

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα ως αμέσως πιο πάνω λεχθέντα, κρίνω ότι δεν μπορεί να έχει έρεισμα ούτε ο ισχυρισμός περί μη τήρησης άρτιου πρακτικού, δεδομένου ότι στην απορριπτική απόφαση του αποφασίζοντος οργάνου, ήτοι του Υπουργού, ρητά αναγράφεται και η ημερομηνία λήψης αυτής, με αποτέλεσμα, όχι μόνον να μην υφίσταται κενό ως προς το όργανο που έλαβε την επίδικη απόφαση, αλλά και να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, που είναι και το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις (Παντελής Χασάπη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1346/2012, ημερ. 12.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D421).

 

Τέλος, ούτε και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή, έχει έρεισμα. Συναφώς, ο αιτητής επικαλείται παραβίαση του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και του εκεί κατοχυρωμένου δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.

 

Επ’ αυτού, θα πρέπει εξ’ αρχής να επισημανθεί ότι οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το θέμα (Reza Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3. Α.Α.Δ. 383). Οσάκις ένα θέμα ρυθμίζεται από νομοθετική διάταξη, οι γενικές αρχές υποχωρούν (Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμος Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).

 

Ειδικότερα ως προς το δικαίωμα ακρόασης, έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι ένα τέτοιο δικαίωμα υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα στην ίδια διάταξη και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα (βλ. και Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95).

 

Η εξέταση αίτησης για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, ρυθμίζεται από σαφείς διατάξεις, περιεχόμενες στο Νόμο. Στη σχετική λοιπόν διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος, σαφώς και δεν υφίσταται πρόνοια για ακρόαση του αιτούντος πριν από την λήψη απόφασης επί της αίτησης. Εν προκειμένω, ο αιτητής είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μέσω της υποβολής της αίτησής του, ενώ διενεργήθηκε και προσωπική συνέντευξη. Η αίτηση απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας εξετάζεται σύμφωνα με το σύνολο των στοιχείων που έχουν ενώπιον τους οι αρμόδιες αρχές και δεν υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως (Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027). Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το παρόν Δικαστήριο στην Tonu ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2019, ημερ. 16.2.2022, Aljaro Aysha ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1458/2019, ημερ. 18.3.2022 καθώς και στις E.R.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1603/2015, ημερ. 11.6.2018 και F.A. v. Δημοκρατίας της Κύπρου, Υποθ. Αρ. 332/2016, ημερ. 30.3.2018, όπου τέθηκε παρόμοιο ζήτημα προς εξέταση.

 

Υπό το φως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση, ουδόλως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία του περί απόφασης παράνομης και/ή πεπλανημένης, ενώ ούτε και εντοπίζεται κενό έρευνας.

 

Τονίζεται εκ νέου ότι το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης». Σημειώνεται ότι το σκεπτικό της Yousife Mohamad, ανωτέρω, υιοθετήθηκε μεταγενέστερα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20 (βλ. επίσης MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013). Η ευχέρεια ενός κράτους να παρέχει την υπηκοότητά του σε άτομα, είναι κατά πάγια νομολογία αναγνωρισμένη και άπτεται των κυριαρχικών του δικαιωμάτων (Tulin Sabahatin Veysel, ανωτέρω, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Στην Ήρωα, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής άμεσα σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού.  Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται  μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη.[...]

 

Το γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει και πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν νοηματοδοτεί αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης.  Ο Υπουργός Εσωτερικών πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας. Πάντοτε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του. Δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου.  Πέραν από τη διερεύνηση τυχόν λόγων που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του αιτητή, και αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επιβάλλεται περαιτέρω διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του αιτητή να καταστεί Κύπριος πολίτης κλπ.

 

Με τα όσα εξήγησα πιο πάνω, είναι σαφές ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι με τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, διεξήχθη δέουσα έρευνα και τίποτε το αντιφατικό, αόριστο ή ασαφές λήφθηκε υπ’ όψιν. Η υπόθεση εξετάστηκε στα πλαίσια της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και κανένα από τα παράπονα του αιτητή δεν φαίνεται να ευσταθεί.».

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα και δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ’ ων, οι οποίοι ενήργησαν εντός των ορίων της, ευρείας εν προκειμένω, διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Συνακόλουθα, καταλήγω ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί, εφόσον δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο