ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 859/2021)

 

14 Ιουνίου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                              MR. S. K.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

     ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

                        ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                                   ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Κ. Ποταμίτου (κα), για Ανδρέα Κ. Καρεκλά και Συνεργάτες, για Αιτητή

Αιγ. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Ινδίας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 26.6.2021, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για έκδοση δελτίου διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθότι, όπως αναφέρεται στην επιστολή, διαπιστώθηκε ότι αυτός ουδέποτε διέμενε και/ή συμβίωνε με την Ευρωπαία πρώην σύζυγό του.

 

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 18.1.2010, με άδεια γενικής απασχόλησης ως εργάτης σε κάποιον Π. Τ. και του παρασχέθηκε αρχικά άδεια προσωρινής παραμονής διάρκειας τριών μηνών. Έκτοτε το Τμήμα ανανέωνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα την άδεια προσωρινής παραμονής του αιτητή, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι και τις 18.1.2014.

 

Στις 25.1.2014, και ενώ υπήρχε εισιτήριο επαναπατρισμού του, ο αιτητής εγκατέλειψε τον τόπο εργασίας του χωρίς ειδοποίηση και συνέχισε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, σε άγνωστη διεύθυνση, με αποτέλεσμα τα στοιχεία του να καταχωρηθούν στο stop list, στις 24.2.2014.

 

Στις 25.2.2016, ο αιτητής αναχώρησε από τη Δημοκρατία, με προορισμό το Δελχί της Ινδίας και τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν εκ νέου στο stop list, στις 8.3.2016.

 

Στις 16.9.2016, ο αιτητής αφίχθη εκ νέου στη Δημοκρατία και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 26.1.2017.  

 

Στις 10.10.2016, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με Ρουμάνα υπήκοο και τρεις μέρες αργότερα, στις 13.10.2016, αυτός υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, στο πλαίσιο εξέτασης της γνησιότητας του γάμου του αιτητή, μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων (ΥΑΜ) μετέβησαν, στις 6.10.2017, στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του ζεύγους, όπου ούτε ο αιτητής ούτε η σύζυγός του εντοπίστηκαν, ενώ ούτε και νέα διεύθυνση διαμονής είχαν δηλώσει. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση που εστάλη στον Διοικητή της ΥΑΜ, ημερομηνίας 6.10.2017-

 

«Ακολούθως κλήθηκε τηλεφωνικός [sic] ο αλλοδαπός [σημ.: ο αιτητής] στο τηλ. [.], ο οποίος ερωτηθείς σχετικά δήλωσε ότι συνεχίζει να εργάζεται στην εταιρία [sic] Αφοι Πάντζιαρου ερ. (219) αλλά για τρείς μήνες περίπου βρίσκεται με άδεια ασθενείας λόγω εργατικού ατυχήματος. Του ζητήθηκε να δηλώσει την δ/νση διαμονής του και τότε απάντησε ότι διέμενε στην Αθηαίνου αλλά μετά το ατύχημα μετακόμισε κάπου κοντά στην οδό Λήδρας αλλά δεν γνώριζε την δ/νση του.

Ερωτηθείς σχετικά με την σύζυγο του δήλωσε ότι :"βρισκόταν μαζί του στο σπίτι και τον φροντίζει". Του ζητήθηκε να γίνει συνομιλία με την σύζυγο του και τότε ισχυρίστηκε ότι αυτή βρισκόταν στην εργασία της. Ισχυρίστηκε ότι εργάζεται σε υπεραγορά αλλά δεν θυμόταν την επωνυμία της υπεραγοράς. Όταν του ζητήθηκε να δηλώσει τον αριθμό του τηλεφώνου επικοινωνίας της, έκλεισε το τηλέφωνο. Έκτοτε έγιναν συστηματικές προσπάθειες τηλεφωνικής επικοινωνίας χωρίς θετικό αποτέλεσμα.

Η υπεύθυνη λογιστηρίου της εταιρίας Α/φοι Πάντζιαρου ερ. (219), Ε. Α. σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε επιβεβαίωσε ότι ο αλλοδαπός βρίσκεται με άδεια ασθενείας για τρείς μήνες περίπου. Δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τον γάμο του αλλοδαπού αλλά ούτε και για την δ/νση διαμονής του.

Από έλεγχο που διενεργήθηκε μέσω του μηχανογραφημένου συστήματος του Τμήματος Μετανάστευσης διαπιστώθηκε ότι ο αλλοδαπός δεν αποτάθηκε για να δηλώσει την νέα δ/νση του. Το Ερ. (234) είναι σχετικό.

Ενόψει των πιο πάνω γίνεται εισήγηση όπως η αίτηση που υπέβαλε για άδεια παραμονής ως σύζυγος Ευρωπαίας απορριφθεί και να κληθεί να αναχωρήσει.».

 

Ακολούθως, την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης του αιτητή υπέβαλε και η Λειτουργός του Τμήματος κα Χ., προς τον Αν. Διευθυντή, δια σχετικού σημειώματός της, ημερομηνίας 1.11.2017.

 

Τελικά, η εισήγηση έγινε δεκτή και ο Αν. Διευθυντής αποφάσισε την απόρριψη της προαναφερθείσας αίτησης του αιτητή.

 

Στις 17.3.2018, εστάλη νέα επιστολή προς τον Διοικητή της ΥΑΜ, στην οποία αναφερόταν ότι ο αιτητής «παραμένει παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία και επίσης τα στοιχεία του είναι καταχωρημένα στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων. Την 13-03-2018 αναζητήθηκε από την δηλωθείσα διεύθυνση του στην [.] 6 στη Λευκωσία, χωρίς όμως να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του. Να σημειωθεί ότι την 06-10-2017 0 Α/Αστ [.] αναζήτησε τον εν λόγο αλλοδαπό στην πιο πάνω διεύθυνση για τις εξετάσεις σχετικά με τον γάμο του ζεύγους και δεν έγινε κατορθωτός ο εντοπισμός του. (ερ235) είναι σχετικό.». Συνακόλουθα, καταχωρήθηκαν εκ νέου στο stop list τα στοιχεία του αιτητή, ο οποίος στις 20.12.2019 κατέθεσε αίτηση διαζυγίου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ενώ στις 9.1.2020, αυτός υπέβαλε νέα αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης.

 

Στις 26.6.2021, το Τμήμα ενημέρωσε δια σχετικής επιστολής του τον αιτητή ότι η αμέσως πιο πάνω αίτησή του απορρίφθηκε και καλούσε αυτόν όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός τριάντα (30) ημερών, καθότι διαπιστώθηκε ότι ουδέποτε διέμενε με την πρώην Ευρωπαία σύζυγό του και, συνακόλουθα, δεν είχε δικαίωμα διαμονής στη χώρα, εφόσον δεν πληρούσε τις διατάξεις του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), ακόμα και αν ο γάμος του είχε διαρκέσει πέραν των τριών χρόνων πριν από την έναρξη της διαδικασίας διαζυγίου.

Στις 4.8.2021, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση και περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Κατά τη σχετική εισήγηση, οι καθ’ ων η αίτηση, χωρίς να εξετάσουν δεόντως εάν ο γάμος ήταν όντως εικονικός, προχώρησαν σε απόρριψη της άδειας διαμονής του αιτητή. Εγείρονται επίσης ισχυρισμοί περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, αλλά και περί υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, καλόπιστα, ενώ ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Τονίζεται εξ’ αρχής ότι το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Maria Slavova ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, «Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224 και Mushtag v. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.». Η Δημοκρατία λοιπόν, στα πλαίσια του «προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της» (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151), έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της, με μόνο περιορισμό την τήρηση της αρχής της καλής πίστης, η δε εξουσία της αυτή, ως απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής της κυριαρχίας, τής παρέχει και τη δυνατότητα να αποκλείει αλλοδαπούς από το έδαφός της (Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000).

 

Εν προκειμένω, δεν έχω εν πρώτοις λόγο να αμφισβητήσω την εγκυρότητα των πηγών και/ή των διαπιστώσεων των καθ’ ων η αίτηση, περιλαμβανομένης και της διαπίστωσης ότι το ζεύγος όχι μόνον δεν διέμενε στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής, αλλά και ότι ο αιτητής ουδέποτε διέμενε με την προαναφερθείσα Ρουμάνα υπήκοο, η οποία διαπίστωση αποτέλεσε το βασικό λόγο που οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Πρόκειται για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), μια καθόλα αρμόδια προς τούτο κρατική αρχή, η οποία, ως εκ της φύσεως της, αποτελεί μια έγκυρη και αξιόπιστη πηγή, και αυτές οι πληροφορίες μπορούν ωσαύτως να αποτελέσουν επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα αιτιολόγησης της επίδικης απορριπτικής απόφασης (βλ. Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D338, Krisztian Befeki v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην TONU ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2019, ημερ. 16.2.2022).

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης και χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας.

 

Προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία και δη από την έκθεση της ΥΑΜ ημερομηνίας 6.10.2017 (παράρτημα 8 στην ένσταση), αλλά και το σημείωμα της Λειτουργού κας Χ. προς τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος, ημερομηνίας 1.11.2017 (επίσης παράρτημα 8), ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα της περίπτωσης του αιτητή, περιλαμβανομένου βεβαίως και του μεταναστευτικού του προφίλ και του καθεστώτος αυτού κατά το χρόνο διαμονής του στη Δημοκρατία. Παρατηρώ επίσης ότι ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση ήταν και η προεκτεθείσα επιστολή προς τον Διοικητή της ΥΑΜ, ημερομηνίας 17.3.2018.

 

Επιπρόσθετα, παρατηρώ ότι πέραν της έκθεσης, συμπληρώθηκε δεόντως από τους καθ’ ων η αίτηση και το σχετικό  έντυπο ημερομηνίας 9.8.2017, αναφορικά με τη διενέργεια ελέγχου της γνησιότητας του γάμου, με παραπομπή μάλιστα και σε εντός του διοικητικού φακέλου έγγραφα. Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στο εν λόγω έντυπο, ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία για να εργαστεί και ακολούθως εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής και εργασίας του και εξαφανίστηκε σε άγνωστο χώρο, είναι δε άγνωστο πότε αφίχθηκε εκ νέου και πως.

Από τα πιο πάνω, κρίνω ότι προκύπτει η διενέργεια της απαιτούμενης έρευνας, αλλά και η επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης απορριπτικής απόφασης, κατά τρόπο που να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Περαιτέρω δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση. Αντίθετα, η επίδικη απόφαση είναι σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Από κανένα σημείο είτε των εγγράφων της ένστασης, είτε του οικείου διοικητικού φακέλου και εν γένει του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, δεν προκύπτει η παραμικρή ένδειξη ότι ο αιτητής πράγματι συζούσε και/ή είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, συμβίωση, δεόντως αποδεδειγμένη, με την προαναφερθείσα Ρουμάνα υπήκοο.

 

Η επίδικη απόφαση, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενό της, βασίστηκε στις διατάξεις του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρουν-

 

«(2) Χωρίς επηρεασμό τυχόν ιδίου δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ενδιαφερομένων διευκολύνεται η είσοδος και διαμονή στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, των ακόλουθων προσώπων:

(α) [.]

(β) του/της συντρόφου με τον/την οποίο/α ο πολίτης της Ένωσης έχει διαρκή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη.

 

(3) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (2), η αρμόδια αρχή αναλαμβάνει εκτενή εξέταση της προσωπικής κατάστασης των αναφερομένων στο εν λόγω εδάφιο προσώπων, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής συνεντεύξεων με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όπου αυτό απαιτείται, και αιτιολογεί κάθε άρνηση εισόδου ή διαμονής των προσώπων αυτών στη Δημοκρατία.

 

(4) Σε περίπτωση αμφιβολίας και, για σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο υφίσταται διαρκής σχέση κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αναφορικά με τον εικονικό γάμο.».

 

Εν προκειμένω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, εύλογα οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα κριτήρια, προκειμένου να του εκδοθεί δελτίο διαμονής ως συζύγου πολίτιδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία είχε διαρκή σχέση, εφόσον μια τέτοια σχέση δεν μπορούσε επ’ ουδενί να αποδειχθεί με βάση τα ενώπιον τους τεθέντα στοιχεία. Κατά συνέπεια, ενόψει των πιο πάνω, εύλογα μπορεί να διαπιστωθεί ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε αμφιβολία στους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το κατά πόσον πράγματι υφίστατο οποιαδήποτε διαρκής σχέση δεόντως αποδεδειγμένη μεταξύ του αιτητή και της προαναφερθείσας Ρουμάνας υπηκόου, κατά την έννοια της προεκτεθείσας παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του Νόμου, οπότε και μόνον θα ετύγχαναν εφαρμογής, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) αναφορικά με τον εικονικό γάμο. Ελλείψει οποιασδήποτε αμφιβολίας επί του θέματος, αλλά και δεδομένων των όσων αναφέρονται στην προεκτεθείσα έκθεση, οι καθ’ ων η αίτηση δεν χρειαζόταν να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια πριν από την επίδικη κατάληξή τους. Κατά συνέπεια, δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, αλλ’ ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κρίση της Διοίκησης.

 

Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής: εισηγείται ουσιαστικά η πλευρά του αιτητή ότι θα έπρεπε να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω οι διατάξεις του Κεφ. 105, προφανώς τα άρθρα 7Α και 7Β, στα οποία παραπέμπει το προεκτεθέν άρθρο 4 του Νόμου, προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση. Τα εν λόγω άρθρα, ωστόσο, ρυθμίζουν τα περί εικονικότητας ενός γάμου και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα, εφόσον, ως προκύπτει και από την προεκτεθείσα επίδικη απόφαση, η απόρριψη του αιτήματος, δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι διαπιστώθηκε πως οι σύζυγοι ουδέποτε διέμεναν μαζί, ήτοι στη βάση της έλλειψης του στοιχείου της συμβίωσης. Τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω τα νομολογηθέντα στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Nisse v. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 23/2015, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:C436, όπου υπήρξε διαπίστωση ότι οι εκεί σύζυγοι δεν διέμεναν μαζί και το ζεύγος δεν συμβίωνε. Παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:

 

«Παρατηρώ εξ αρχής πως τα όσα ο δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει σε σχέση με τη σημείωση από το λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση ο οποίος διενήργησε έρευνα για τη γνησιότητα του γάμου, πως διατηρούσε αμφιβολίες σε σχέση με τη γνησιότητά του, δεν μπορούν να εγείρονται καθότι η απόρριψη του αιτήματος δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί. Το δε άρθρο 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα της Δημοκρατίας του 2007, Ν. 9(Ι)/2007, («ο Νόμος») προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στην χώρα προέλευσης», εν προκειμένω τη Γαλλία. Οπότε, ούτε η επίκληση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου βοηθά την αιτήτρια. Η δε επί τόπου έρευνα και τα συναχθέντα συμπεράσματα προηγήθηκαν τόσο της επιστολής του συζύγου όσο και της προσκόμισης από την αιτήτρια, των ιατρικών βεβαιώσεων για την υγεία του συζύγου της. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας στο στάδιο εκείνο, όταν δεν είχαν τεθεί ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση τα εκ των υστέρων προσκομισθέντα στοιχεία.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι η απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας δεν είχε  γίνει στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί, επεσήμανε ότι ούτε η επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου 7(Ι)/2007, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στη χώρα προέλευσης», που στην προκείμενη περίπτωση ήταν η Γαλλία, μπορούσαν να βοηθήσουν την περίπτωση της Εφεσείουσας».

 

Παρομοίως, και στην υπό κρίση υπόθεση, από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι από τις έρευνες που διενεργήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι ουδέποτε είχε υπάρξει συμβίωση του ζεύγους. Κατά συνέπεια, κρίνεται εύλογη η κρίση της αρμόδιας αρχής ότι ο αιτητής δεν συμβίωνε με την Ρουμάνα πρώην σύζυγό του και ούτε υπήρχε υποχρέωση εξέτασης της περίπτωσής του σύμφωνα με τις διατάξεις του  Κεφ. 105 (βλ. την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην G. S. J. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1399/2021, ημερ. 26.4.2024 και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην  Β.Κ. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1600/2021 και 627/2023 (i-Justice), ημερ. 27.6.2023).

 

Δεν εντοπίζεται πλάνη, αλλ’ ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας της επίδικης απόφασης και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του συνηγόρου του αιτητή κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από τα παραρτήματα της ένστασης, ότι οι καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν ενδελεχή και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Στην επίδικη απόφαση, ως αυτή περιέχεται στην προεκτεθείσα επιστολή ημερομηνίας 26.6.2021, εκτίθενται τόσο η νομική βάση της απόφασης, όσο και ο λόγος, για τον οποίο απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της απόφασης από τα παραρτήματα της ένστασης και το σύνολο του διοικητικού φακέλου (βλ. άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, που είναι και το ζητούμενο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Εν προκειμένω, η δοθείσα αιτιολογία παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Ούτε και έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε εκ μέρους του αιτητή που να μπορεί να αναιρέσει και/ή ανατρέψει τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να παραμένει αναντίλεκτο γεγονός ότι ο αιτητής, κατά τη διάρκεια του γάμου του με τη Ρουμάνα υπήκοο, ουδέποτε συμβίωσε μαζί της και, συνεπώς, πράγματι στην περίπτωσή του, δεν πληρούνταν οι προεκτεθείσες προϋποθέσεις του Νόμου, προκειμένου να μπορούσε να χορηγηθεί σε αυτόν δελτίο διαμονής του στη Δημοκρατία (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην A.R. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 736/2020, ημερ. 16.2.2023 και στην G. S. J., ανωτέρω). Είναι ακριβώς στη βάση της αμέσως πιο πάνω διαπίστωσης που απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή.

 

Τέλος, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτόν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Όπως λέχθηκε στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί με τις αμέσως προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, ήτοι «διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα».

 

Είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί αυτή ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις M. M. R. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1477/2021, ημερ. 20.2.2024, D.H. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 735/2020, ημερ. 15.2.2023 και THE VEGETABLES PRODUCERS AND EXPORTERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 34/2018, ημερ. 30.6.2020).

Συνεπώς, και αυτός ο λόγος ακύρωσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ενόψει δε των πιο πάνω διαπιστώσεων, ούτε και ο ισχυρισμός περί κατάχρησης ή/και υπέρβασης εξουσίας έχει έρεισμα και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Εν κατακλείδι, λαμβανομένου υπόψη του προεκτεθέντος ιστορικού και του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο