ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                       

(Υπόθεση Αρ. 887/2022 (iJustice))

 

  28 Ιουνίου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                            Χ. Χ. Π.                                                                                                                     Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Κ. Βενιζέλου (κα), για Κωνσταντίνος Γρηγορίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Αιτήτρια

Π. Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια ζητεί-

«Δήλωση και/ή Διάταγμα και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 23/02/2022 με την οποία απέρριψαν την ένσταση της Αιτήτριας, κατά της απόφασης για απόρριψη της αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας, «Σχέδιο Εστία», είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Η αιτήτρια, στις 24.9.2020, υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («το Υπουργείο») για ένταξη στο Σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας («Σχέδιο Εστία»).

 

Η αίτηση απορρίφθηκε και η απορριπτική απόφαση εστάλη στην αιτήτρια δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 13.1.2021.

 

Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, υπέβαλε ένσταση στις 5.2.2021, η οποία παραλήφθηκε από το Υπουργείο στις 22.2.2021.

 

Η ένσταση της αιτήτριας εξετάστηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, η οποία υπέβαλε στον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («ο Υπουργός») την εισήγηση για απόρριψή της, καθότι, ως αναφέρεται στο σχετικό Έντυπο Αξιολόγησης, «δεν έχουν ικανοποιηθεί οι λόγοι απόρριψης της αίτησης, με την προσκόμιση της ένστασης». Η εισήγηση της Επιτροπής έγινε δεκτή από τον Υπουργό, ο οποίος, με απόφασή του ημερομηνίας 18.2.2022, απέρριψε την ένσταση.

 

Η αιτήτρια έλαβε γνώση της απορριπτικής, επίδικης, απόφασης δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 23.2.2022 και στις 6.5.2022, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.

 

Η πλευρά της αιτήτριας προωθεί ισχυρισμούς περί ελλιπούς και/ή πάσχουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, παραβίασης των προνοιών και των όρων του Σχεδίου Εστία, εμφιλοχωρήσασας πλάνης και παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, της καλής πίστης, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και καλόπιστα, υπήρξε δε αυτή πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Έχω εξετάσει την επίδικη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, τον οποίο ανέπτυξε και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων η συνήγορός της, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησής της.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Στην επιστολή ημερομηνίας 13.1.2021, στην οποία περιέχεται η απόφαση απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, αναφέρονται τα εξής:

 

«Αναφορικά με την αίτησή σας για ένταξη στο Σχέδιο Eστία θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι με βάση τα στοιχεία και παραστατικά που έχετε υποβάλει η αίτησή σας απορρίπτεται για τον πιο κάτω λόγο:

 

Έχει διαπιστωθεί ότι δεν προσκομίσατε όλα τα απαραίτητα παραστατικά τα οποία απαιτούνται για την αξιολόγηση της αίτησής σας, παρά το ότι σας έχουν ζητηθεί από την Εταιρεία Εξαγοράς Πιστώσεων στην οποία την υποβάλατε. Συγκεκριμένα δεν προσκομίσατε το έντυπο για το εξεταζόμενο άτομο (έντυπο Β) για όλα τα Εξεταζόμενα άτομα, που σας έχουν ζητηθεί και απαιτούνται για την εξέταση της αίτησης σας.».

 

Περαιτέρω, στην επιστολή 23.2.2022, όπου περιέχεται η απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της αιτήτριας, αναφέρονται τα εξής:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην ένσταση σας, με ημερομηνία 22/2/2021 αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και να σας ενημερώσω ότι, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, αποφασίστηκε η απόρριψη της ένστασης σας, καθώς δεν προσκομίσατε με αυτήν τα απαραίτητα παραστατικά που απαιτούνταν για να καταστεί δυνατή η εξέταση της αίτησης σας.

 

Πληροφορείστε ότι, εάν το επιθυμείτε, μπορείτε να προσβάλετε την εν λόγω απόφαση στο Διοικητικό Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της παρούσας επιστολής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».

 

Ωστόσο, από το σώμα της επίδικης απόφασης, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 23.2.2022, αλλά και από την προηγηθείσα απόφαση του Γενικού Διευθυντή που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 13.1.2021, απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στη νομική βάση λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα ποια είναι η σχετική νομοθεσία, στη βάση της οποίας ενήργησαν εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση και αποφάσισαν την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας. Επιπρόσθετα, ούτε και στο προαναφερθέν Έντυπο Αξιολόγησης της Ένστασης της αιτήτριας, όπου περιέχεται η εισήγηση απόρριψης, την οποία υιοθέτησε ο Υπουργός, γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή/και κανονισμού ή/και σε οποιαδήποτε άλλη πρόνοια, ούτως ώστε να μπορούσε να εξεταστεί ζήτημα συμπλήρωσης της δοθείσας αιτιολογίας της πράξης. Η μόνη αναφορά που γίνεται τόσο στην αρχική απορριπτική απόφαση, όσο και στο Έντυπο Αξιολόγησης της Ένστασης, είναι σε ένα «έντυπο Β», η οποία βεβαίως και δεν είναι επαρκής.

Η συμπερίληψη της νομικής βάσης στο σώμα της επίδικης απόφασης, καθίστατο επιτακτική, προκειμένου να καταστεί εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Η παντελής απουσία αναφοράς σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου, δυνάμει της οποίας λήφθηκε η επίδικη απόφαση, στοιχειοθετεί λόγο ακύρωσης περί έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην ROYAL RIS RESTAURANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 316/2021, ημερ. 6.3.2024).

 

Δεν παραγνωρίζω ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση αναφέρεται τόσο στην ένστασή του, αλλά και στη γραπτή του αγόρευση, στις πρόνοιες του Σχεδίου Προστασίας της Κύριας Κατοικίας («Σχέδιο Εστία»), στη βάση του οποίου, ως διατείνεται, λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκειμένου να επιχειρηματολογήσει υπέρ της νομιμότητας των ενεργειών της Διοίκησης. Ωστόσο, η εν λόγω αναφορά συνιστά απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία βεβαίως και είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ των υστέρων από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565 και Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Ε.Τ. ν. Συμβούλιο Νοσηλευτικής και Μαιευτικής Κύπρου, Υποθ. Αρ. 864/2021, ημερ. 13.6.2024, C. LIASIDES EXHIBITIONWISE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 230/2018, ημερ. 9.9.2022 και MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/2018, ημερ. 10.5.2022).

 

Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται όχι μόνο οι πραγματικοί, αλλά και οι νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποίων νομοθετικών/κανονιστικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348). Απαιτείτο, εν προκειμένω, στο σώμα της επίδικης απόφασης, ή έστω στο Έντυπο Αξιολόγησης της Ένστασης της αιτήτριας, με το οποίο υποβλήθηκε η εισήγηση για απόρριψη της ένστασης και την οποία εισήγηση υιοθέτησε ο Υπουργός,  ρητή και σαφής συμπερίληψη των διατάξεων του νόμου ή/και των προνοιών του Σχεδίου, στη βάση των οποίων ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση και έλαβαν την επίδικη απόφαση, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθή υπαγωγή σε αυτές των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και να καταστεί αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης, επιτρέποντας ωσαύτως τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Εν προκειμένω, ούτε καν αναφορά στο Σχέδιο Εστία δεν έγινε, πόσω δε μάλλον σε οποιαδήποτε πρόνοια αυτού.

 

Τα όσα αναφέρονται στην επιστολή ημερομηνίας 23.2.2022, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, αλλά και στην προηγηθείσα απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 13.1.2021 και στο Έντυπο Αξιολόγησης της Ένστασης, δεν ανταποκρίνονται στις πιο πάνω επιταγές περί δέουσας αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης, το οποίο δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά πάγια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο, επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να εντοπίσει τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ΕΔΔ αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020).

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι υφίσταται κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Αυτή δε η διαπίστωση αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση άλλων ζητημάτων.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.    

 

 

Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο