ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 984/2019)

21 Ιουνίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 25 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Α. Κ.

Αιτητή

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Γεώργιος Καραπατάκης, για τον αιτητή.

Αλέξανδρος Ελευθερίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή του, ο αιτητής αξιώνει από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:-

«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, με βάση την οποία αποφάσισε, ύστερα από επανεξέταση, κατόπιν ακυρωτικής αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου, να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του και της οποίας έλαβε γνώση ο αιτητής στις 15.04.2019, που παρέλαβε επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας που απευθύνετο προς αυτόν, ημερομηνία 15.04.2019 [Φωτοαντίγραφο επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 στην παρούσα] και με την οποία τον πληροφόρησε ότι απέρριψε το υποβληθέν αίτημα του για αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

  Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της υποβολής του επίδικου αιτήματος ημερομηνίας 30.3.2015, ανατρέχουν στο έτος 2002, έτος κατά το οποίο ο αιτητής κατείχε τον βαθμό του Λοχία και στις τέσσερεις ακυρωτικές αποφάσεις τις οποίες αυτός πέτυχε, κατά της προαγωγής άλλων συναδέλφων του, στο επόμενο βαθμό ιεραρχίας, αυτόν του Υπαστυνόμου. Για σκοπούς πληρότητας, αναφέρεται πως η πρώτη ακυρωτική απόφαση ήταν η υπόθ. αρ. 898/2002 Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.7.2003, ακολούθησε διαδικασία επανεξέτασης που κατέληξε στην ακυρωτική απόφαση στην υπόθ. αρ. 403/2004 Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 13.2.2006. Δεύτερη επανεξέταση, είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθ. αρ. 1578/2006, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19.6.2009. Τρίτη διαδικασία επανεξέτασης, οδήγησε στην έκδοση της τέταρτης ακυρωτικής απόφασης στην υπόθ. αρ. 638/2010, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.11.2012.

 

  Κατά την τέταρτη διαδικασία επανεξέτασης, ο Αρχηγός Αστυνομίας αποφάσισε στις 20.2.2013 την αναδρομική προαγωγή του αιτητή στο βαθμό του Υπαστυνόμου, από την 1.8.2002. Ο αιτητής, δια του δικηγόρου του, υπέβαλε στις 30.3.2015, μεταξύ άλλων, κι αίτημα για αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του στην Αστυνομία κι ειδικότερα, αίτημα για να προαχθεί στους βαθμούς ιεραρχίας τους οποίους θα καταλάμβανε εάν κατείχε από τον χρόνο της αναδρομικής προαγωγής του στο βαθμό του Υπαστυνόμου, ήτοι από την 1.8.2002 μέχρι και την ημερομηνία που αποφασίστηκε η αναδρομική προαγωγή του.

 

  Το υποβληθέν αίτημα, έτυχε απόρριψης από τον Αρχηγό Αστυνομίας, ως αυτό του γνωστοποιήθηκε δια της επιστολής ημερομηνίας 28.5.2015, με το εξής λεκτικό:-

 

«[…] 2. Όσον αφορά το αίτημα για αναδρομική αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, σε όλες τις βαθμίδες που κατ’ ισχυρισμό του ιδίου εδικαιούτο, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και εάν το επιθυμεί μπορεί να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου».

 

  Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, ο αιτητής άσκησε προσφυγή στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση, λόγω ελλιπούς αιτιολογίας και παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας (Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1038/2015, ημερομηνίας 15.11.2018).

  Το υποβληθέν αίτημα αποκατάστασης της σταδιοδρομίας του αιτητή, οδηγήθηκε εκ νέου ενώπιον του Αρχηγού Αστυνομίας, προς επανεξέταση. Αποτέλεσμα, ήταν η εκ νέου απόρριψή του, όπως αυτό του γνωστοποιήθηκε δια της επιστολής ημερομηνίας 15.4.2019, από την οποία, καθίσταται απαραίτητη, η παράθεση αυτούσιου αποσπάσματος:-

«[…] Μελετώντας την απόφαση του Δικαστηρίου θα ήθελα καταρχήν να αναφερθώ στην θέση του δικηγόρου σας περί του ότι: «...6 από τους προαχθέντες στο βαθμό του Υπαστυνόμου την 1.8.2002, προήχθησαν στον επόμενο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, την 29.7.2015, με αποτέλεσμα να καθίσταται μειονεκτική η θέση του αιτητή έναντι αυτών και να ανατρέπεται εις βάρος του η ιεραρχία, δοθέντος ότι οι εν λόγω προαχθέντες ήταν νεότεροι του αιτητή».

Προς εξακρίβωση της αλήθειας του προαναφερόμενου ισχυρισμού, διενεργήθηκε έρευνα στο αρχείο του Τμήματος Διοίκησης και Ανθρώπινου Δυναμικού, όπου και διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

1.   Καμία προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου διενεργήθηκε στις 29.7.2015 στην Αστυνομία.

2.   Κατά το έτος 2015 υπήρχε πλήρης απαγόρευση πλήρωσης κενών θέσεων (πρώτου διορισμού και προαγωγής) στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με τον Ν.21 (Ι)/2013 και κατ’ επέκταση δεν διενεργήθηκαν προαγωγές σε κανένα βαθμό στην Αστυνομία.

3.   Την 1.8.2002 προάχθηκαν στον βαθμό του Υπαστυνόμου 30 μέλη της Αστυνομίας, από τα οποία τα 13 δεν εξασφάλισαν μέχρι σήμερα άλλη προαγωγή.

Από τα πιο πάνω προκύπτουν δύο συμπεράσματα.

•    Ο ισχυρισμός του δικηγόρου σας δεν είναι ορθός.

•    Δεν είσαστε ο μόνος που μέσα από τα προσόντα, τα κριτήρια (στοιχεία αξιολόγησης) και τις διαδικασίες που καθορίζει ο σχετικός με το θέμα Νόμος και Κανονισμοί, δεν πέτυχε να εξασφαλίσει την προαγωγή του στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, μιας και η αρχαιότητα από μόνη της αποτελεί μεν νομοθετημένο, αλλά όχι το αποφασιστικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη για τις προαγωγές.

Προτού προχωρήσω στην ανάλυση της διαδικασίας, των προσόντων και των κριτηρίων (στοιχείων αξιολόγησης) των υφισταμένων περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, (Κ.Δ.Π. 214/2004), θεωρώ ότι θα πρέπει να αναφερθεί, μια άλλη παράμετρος που αφορά το αίτημα σας. Το γεγονός δηλαδή ότι κατά το χρόνο έναρξης της αναδρομικής ισχύος της προαγωγής σας, την 1.8.2002, τελούσαν σε ισχύ, άλλοι από τους υφιστάμενους περί Προαγωγών Κανονισμούς, οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 1989, (Κ.Δ.Π. 52/1989). Σύμφωνα με τον Κανονισμό 11(1)(γ) των εν λόγω Κανονισμών, ένα μέλος θεωρείτο ως προσοντούχος για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου όταν συμπλήρωνε τετραετή υπηρεσία στο βαθμό του Υπαστυνόμου και κατά την τελευταία διετία δεν του είχε επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από αυστηρή επίπληξη για πειθαρχικό αδίκημα. Έχοντας ως δεδομένο ότι προαχθήκατε αναδρομικά στο βαθμό του Υπαστυνόμου την 1.8.2002, σύμφωνα με τους εν λόγω Κανονισμούς, θα είχατε καταστεί προσοντούχος για προαγωγή το έτος 2007, λαμβανομένου υπόψη ότι ο εκάστοτε υποψήφιος θα πρέπει να κατέχει τα προσόντα κατά την 31η Ιανουάριου κάθε έτους.

Παρόλα αυτά, το προαναφερόμενο νομικό πλαίσιο τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004, (Ν.73(1)/2004) και τους συνάδοντες με αυτόν περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς, (Κ.Δ.Π. 214/2004), που θα αναλυθούν εκτενώς πιο κάτω.

Κατ’ επέκταση, η έρευνα που διενήργησα για να αιτιολογήσω δεόντως την απόφαση μου κατά πόσο το αίτημα σας για αποκατάσταση της σταδιοδρομίας σας στην Αστυνομία, ήτοι να προαχθείτε στις θέσεις της ιεραρχίας τις οποίες θα καταλαμβάνατε αν κατείχατε την θέση του Υπαστυνόμου από την 1.8.2002, διενεργήθηκε στην βάση του περί Αστυνομίας Νόμου (Ν.73(Ι)/2004) και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς (Κ.Δ.Π.214/2004), που τέθηκαν σε ισχύ το 2004. Το εν λόγω νομικό πλαίσιο εμπεριέχει ευνοϊκότερη, σε σχέση με την αρχαιότητα, ρύθμιση για σας, αφού σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που υπήρχε παλαιότερα ένα μέλος θεωρείτο ως προσοντούχος για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου όταν συμπλήρωνε τετραετή υπηρεσία στο βαθμό του Υπαστυνόμου, σε αντίθεση με το νομικό πλαίσιο που ισχύει από το 2004 μέχρι σήμερα, όπου απαιτείται η συμπλήρωση τριετούς υπηρεσίας για να καταστεί το μέλος προσοντούχο στον εν λόγω βαθμό.

Οι προαγωγές στην Αστυνομία διενεργούνται με συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, τον περί Αστυνομίας Νόμο (Ν.73(Ι)/2004) και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς (Κ.Δ.Π.214/2004), στο οποίο καθορίζονται συγκεκριμένα προσόντα, κριτήρια (στοιχεία αξιολόγησης) και διαδικασίες και όχι αποκλειστικά και μόνο στη βάση της αρχαιότητας, με την συμπλήρωση χρόνων υπηρεσίας. Η ανέλιξη σε όλους τους βαθμούς στην Αστυνομία (μέχρι το βαθμό του Βοηθού Αρχηγού) διενεργείται στην βάση του προαναφερόμενου νομικού πλαισίου και όχι με τη μορφή των συνδυασμένων θέσεων (πλην της προαγωγής από το βαθμό του Αστυνόμου Β' σε Αστυνόμο Α'). Κατ’ επέκταση δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αποκατάσταση σε όλους τους βαθμούς με αποκλειστικό γνώμονα τα χρόνια υπηρεσίας, αλλά ούτε και με επίκληση, ωσάν να είναι αμάχητο τεκμήριο προς όφελος σας, του γεγονότος ότι προήχθησαν νεότεροι από εσάς ή από τον κάθε υποψήφιο που διεκδικεί μια θέση. Νεότερος ή παλαιότερος, εάν μετά την αξιολόγηση που θα τύχει επιτύχει να εξασφαλίσει μέσα από το σύνολο της διαδικασίας, που θα επεξηγηθεί πιο κάτω, μια θέση στις υπάρχουσες κενές θέσεις για προαγωγή, τότε προάγεται.

Σύμφωνα με το άρθρο 17 του περί Αστυνομίας Νόμου (Ν.73(Ι)/2004), οι προαγωγές μέχρι το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου διενεργούνται από τον Αρχηγό Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Οι διαδικασίες προαγωγής μέχρι και το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, ορίζονται στους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 214/2004), όπως έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα (Κανονισμοί 4, έως και 9 και Καν. 11 έως και 12) και οριοθετούν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται, τα κριτήρια (στοιχεία) αξιολόγησης, αλλά και τα προσόντα που πρέπει να συντρέχουν για να καταστεί κάποιο μέλος προσοντούχος για προαγωγή (Κανονισμοί 12 (β) και (γ)).

Η διαδικασία προαγωγών τυπικά αρχίζει με την ετήσια έκθεση αξιολόγησης [...]

2. Σύμφωνα με τον κανονισμό 7(3)(β)(ii) η αρχαιότητα βαθμολογείται με ανώτατη συνολική βαθμολογία τις 10 μονάδες. Σε περίπτωση υποψηφίου που κατέχει βαθμό Λοχία και ανώτερο, η αρχαιότητα υπολογίζεται κατά μία μονάδα για κάθε συμπληρωμένο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό που κατέχει. Ως χρόνος καθορισμού του συμπληρωμένου έτους για τον κάθε υποψήφιο στο βαθμό που κατέχει είναι η 31η Ιανουάριου κάθε έτους. Ως εκ τούτου ο υπολογισμός της αρχαιότητας σας θα αφορά κάθε συμπληρωμένο χρόνο από την ημερομηνία της αναδρομικής προαγωγής σας στο βαθμό του Υπαστυνόμου (1.8.2002).

Κατά την έρευνα και προς τον σκοπό να εξαχθεί μια πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, υπολόγισα την συνολική βαθμολογία/τελική αξιολόγηση σας, ακολουθώντας την εξής διαδικασία. Από την βαθμολογία που εξασφαλίσατε κατέχοντας τη θέση του Λοχία, για σκοπούς προαγωγής σας στο βαθμό του Υπαστυνόμου, αναφορικά με όλα τα στοιχεία αξιολόγησης που έμειναν αναλλοίωτα, αφαίρεσα την βαθμολογία που εξασφαλίσατε για την αρχαιότητα στον εν λόγω βαθμό και πρόσθεσα την αρχαιότητα που θα εξασφαλίζατε, στην βάση του σχετικού Κανονισμού, από την ημερομηνία αναδρομικής προαγωγής σας στο βαθμό του Υπαστυνόμου. Στη συνέχεια αντιπαρέβαλα την εν λόγω βαθμολογία με τους Πίνακες που συνέτασσε η εκάστοτε Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων για τα επίμαχα προαναφερόμενα έτη, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται κατά σειρά βαθμολογίας οι υποψήφιοι μέχρι τον τετραπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων που υπήρχαν και θα παρουσιάζονταν ενώπιον του εκάστοτε Συμβουλίου Κρίσεως, για να διεκδικήσουν προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Με την διαδικασία αυτή εξάγεται ένα ασφαλές συμπέρασμα ως προς τις πιθανότητες σας να εξασφαλίσετε τέτοια βαθμολογία που να σας «επέτρεπε» καταρχήν να συμπεριληφθείτε στους Πίνακες που συνέτασσε η εκάστοτε Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, να παρουσιαστείτε ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και να διεκδικήσετε προαγωγή και κατά δεύτερον, σε μια τέτοια περίπτωση κατά πόσο θα είχατε συγκεντρώσει την απαραίτητη βαθμολογία, συγκρινόμενος με όσους προάχθηκαν στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, για να πετύχετε την προαγωγή σας στον εν λόγω βαθμό.

Στη βάση της αξιολόγησης σας ως Λοχίας, (βαθμός που κατείχατε πριν την αναδρομική προαγωγή σας), για προαγωγή στον βαθμό του Υπαστυνόμου για τα έτη 2006 μέχρι και 2009, 2011 και 2012, πλην της βαθμολογίας για την αρχαιότητα στον εν λόγω βαθμό, καθώς επίσης και της βαθμολογίας που θα εξασφαλίζατε από την ημερομηνία αναδρομικής προαγωγής σας στο βαθμό του Υπαστυνόμου (1.8.2002) για την αρχαιότητα, θα ακολουθήσει αναλυτική σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψήφιους που διεκδικούσαν κατά τα προαναφερόμενα έτη προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου.

 

2006

Κατά το έτος 2006 αξιολογηθήκατε από την Επιτροπή Αξιολόγησης ως Λοχίας για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου, με βαθμολογία 53,05. Εάν αφαιρεθούν οι 8 μονάδες που εξασφαλίσατε για την αρχαιότητα στη θέση του Λοχία και προστεθούν οι 3 μονάδες που θα εξασφαλίζατε για την αρχαιότητα, εάν κατείχατε τη θέση του Υπαστυνόμου από την 1.8.2002, τότε η συνολική βαθμολογία/τελική αξιολόγηση που θα εξασφαλίζατε από της Επιτροπή Αξιολόγησης για τη διεκδικούμενη από εσάς θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου θα ήταν 48,05.

Ο τελευταίος σε βαθμολογία υποψήφιος του καταλόγου που κατήρτισε η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων και υπέβαλε στο Συμβούλιο Κρίσεως για τις προαγωγές του έτους 2006 στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου εξασφάλισε συνολική βαθμολογία 49,35.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν θα εξασφαλίζατε την απαιτούμενη βαθμολογία που θα σας επέτρεπε να παρουσιαστείτε και να διεκδικήσετε προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως.

Κατ’ επέκταση δεν θα προαγόσασταν το έτος 2006 σε Ανώτερο Υπαστυνόμο».

 

  Η ίδια συλλογιστική του Αρχηγού Αστυνομίας, ακολουθήθηκε και για τα έτη 2007, 2008, 2009, 2011 και 2012, καταλήγοντας η απόφαση, ως εξής:-

«[…] Οι προαγωγές διεξάγονται μέσα από συγκεκριμένη νομοθετημένη διαδικασία κατά την οποία αξιολογούνται συγκεκριμένα κριτήρια (στοιχεία) αξιολόγησης και προσόντα. Μέσα από τη σύγκριση της συνολικής βαθμολογίας που θα εξασφαλίζατε αξιολογώντας το σύνολο των προαναφερόμενων στοιχείων αξιολόγησης και προσόντων, με την βαθμολογία που εξασφάλισαν τα μέλη που συμμετείχαν στις διαδικασίες ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως και είτε προάχθηκαν είτε όχι, για τα έτη 2006 μέχρι και 2009, 2011 και 2012, προκύπτει με σαφήνεια και βεβαιότητα ότι δεν θα εξασφαλίζατε την απαιτούμενη βαθμολογία που θα σας επέτρεπε να εξασφαλίσετε προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Κατ’ επέκταση, το αίτημα σας για αποκατάσταση της σταδιοδρομίας σας στην Αστυνομία, ήτοι να προαχθείτε στις θέσεις της ιεραρχίας τις οποίες θα καταλαμβάνατε αν κατείχατε την θέση του Υπαστυνόμου από την 1.8.2002, απορρίπτεται.

Τέλος, να σημειωθεί ότι οι προαγωγές στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου για το έτος 2012 που πραγματοποιήθηκαν στις 4.1.2013 έχουν ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και έτσι θα έχετε την ευκαιρία να συμμετάσχετε κανονικά στη διαδικασία και να διεκδικήσετε την προαγωγή σας στον αναφερόμενο βαθμό».

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 

  Διατείνεται ο αιτητής, δια του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, πως η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης, λόγω του ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας, κατά την εξέταση του αιτήματος για αποκατάσταση σταδιοδρομίας μετά την έκδοση ακυρωτικών αποφάσεων, δεν εφάρμοσε το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της αναδρομικής προαγωγής του στον βαθμό του Υπαστυνόμου, ήτοι αυτό που ίσχυε κατά την 1.8.2002, δηλαδή τον περί Αστυνομίας Νόμο, Κεφ. 285 και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 1989, Κ.Δ.Π. 52/89. Αντί τούτου, εφάρμοσε το μεταγενέστερο και νεότερο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο που εξέταζε το υποβληθέν αίτημα, ήτοι εφάρμοσε τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004, Ν. 73(Ι)/2004 και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004, Κ.Δ.Π. 214/2004, οι οποίες δεν έχουν αναδρομική ισχύ.

 

  Με αναφορά στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Θεοφυλάκτου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 322 και στην Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70, η οποία μνημονεύεται στην προαναφερθείσα απόφαση, στο σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 57 και 58 του Ν. 158(Ι)/99, υπέβαλε πως η υποχρέωση της διοίκησης ήταν - με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση της αναδρομικής του προαγωγής, μετά από επανεξέταση – να επαναφέρουν τον αιτητή πλασματικώς και διαδοχικώς σε όλες τις θέσεις της ιεραρχίας που θα είχε καταλάβει από τον χρόνο της αναδρομικής προαγωγής του, προκειμένου να εξασφαλιστεί η φυσιολογική και συνήθης ανέλιξή του. 

 

  Δεύτερος λόγος ακύρωσης που προωθήθηκε από τον αιτητή, άπτεται ισχυρισμού πως η διοίκηση έχει παραβεί το καθήκον της προς αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, αφού κατ’ επίκληση των νομολογηθέντων στην Καραγώργη ν. Δημοκρατίας (1990) 3Γ Α.Α.Δ. 1669, δεν έχει προβεί στον καταρτισμό ενός προτύπου σταδιοδρομίας, για σκοπούς αναφοράς, προς υπολογισμό της εξέλιξης της σταδιοδρομίας που θα μπορούσε να είχε ο αιτητής, εάν προαγόταν εξαρχής και σε πραγματικό χρόνο στο βαθμό του Υπαστυνόμου.

 

  Εκ διαμέτρου αντίθετες υπήρξαν οι εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, ο οποίος ήγειρε στη γραπτή του αγόρευση, ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή να επιμείνει στο αίτημά του, προωθώντας την προσφυγή του για αποκατάσταση στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, αφ’ ης στιγμής οι προαγωγές στον εν λόγω βαθμό, για το έτος 2012, έχουν ακυρωθεί από το Δικαστήριο και συνεπώς θα έχει την ευκαιρία να τις διεκδικήσει.  

 

  Εγείρεται περαιτέρω, ζήτημα κωλύματος του αιτητή, λόγω της ανεπιφύλακτης αποδοχής της αναδρομικής του προαγωγής, για οποιαδήποτε άλλα αιτήματα και δικαιώματα, αλλά και λόγω της καθυστέρησης κατά δύο έτη για την υποβολή του επίδικου αιτήματος.

 

  Στις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρει η πλευρά της Δημοκρατίας, περιλαμβάνεται κι ισχυρισμός περί μη ύπαρξης καθήκοντος προαγωγής, υποβάλλοντας πως ο λόγος της Θεοφυλάκτου (ανωτέρω), δεν τυγχάνει εφαρμογής επί της παρούσης, αλλά αντιθέτως, ομοιότητα των γεγονότων με την παρούσα, παρουσιάζεται στην Ευσταθιάδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2006) 3 Α.Α.Δ. 657, στην οποία κρίθηκε πως δεν υπάρχει καθήκον προαγωγής, ως ζήτημα οφειλόμενης ενέργειας και συνεπώς, η προσφυγή θα πρέπει να τύχει απόρριψης, ως απαράδεκτη.

 

  Επί της ουσίας και σε σχέση με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, γίνεται παραπομπή στην Βανέζης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2522, προκειμένου να υποστηριχθεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης που στηρίχθηκε στο νέο υφιστάμενο, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, νομοθετικό καθεστώς, υποβάλλοντας πως κάθε διοικητική ενέργεια θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το ισχύον δίκαιο, ήτοι το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο που η πράξη εκδίδεται. Απορριπτέος, κατά τις εισηγήσεις των καθ’ ων η αίτηση θα πρέπει να είναι κι ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης να συντάξει πρότυπο σταδιοδρομίας στην επίδικη διαδικασία.

 

  Έχει ήδη παρατεθεί το ιστορικό που προηγήθηκε σε σχέση με την αναδρομική προαγωγή του αιτητή, από την 1.8.2002 στο βαθμό του Υπαστυνόμου, που ήταν αποτέλεσμα τεσσάρων ακυρωτικών αποφάσεων που προηγήθηκαν εκ μέρους του.

 

  Το επίδικο αίτημα, αφορά σε αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του που πλήγηκε, ενόψει της αναδρομικής του προαγωγής κατά το έτος 2013, από την 1.8.2002. Προβάλλεται, κατά τις εισηγήσεις της Δημοκρατίας, ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του να επιμένει στο εν λόγω αίτημά του, λόγω του ότι οι προαγωγές στον εν λόγω βαθμό, για το έτος 2012, έχουν ακυρωθεί από το Δικαστήριο και συνεπώς θα έχει την ευκαιρία να τις διεκδικήσει.

 

  Αυτή η θέση απορρίπτεται, καθότι η διεκδίκηση του αιτητή για προαγωγή στον επόμενο σε ιεραρχία βαθμό, ήτοι στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, δεν γίνεται μόνον για το έτος 2012, αλλά έχει ως αφετηρία, όπως προκύπτει και από το ίδιο το αίτημα ημερομηνίας 30.3.2015, το έτος 2006 κι επόμενα, ήτοι μέχρι και το έτος 2012.

 

  Το δεύτερο θέμα που ήγειραν οι καθ’ ων η αίτηση, άπτεται ζητήματος κωλύματος του αιτητή να διεκδικήσει οτιδήποτε άλλο περαιτέρω αίτημα, ενόψει της ανεπιφύλακτης αποδοχής της αναδρομικής του προαγωγής. Η θέση αυτή θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. Όπως πολύ ορθά υποστηρίζει κι η πλευρά του αιτητή, με αναφορά στην Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 658, η διαδικασία αποκατάστασης είναι διαδικασία ανεξάρτητη και δεν σχετίζεται με την επανεξέταση που λαμβάνει χώρα ύστερα από ακυρωτική δικαστική απόφαση.

 

  Το τρίτο ζήτημα που εγέρθηκε εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, άπτεται της θέσης πως η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθότι η διοίκηση δεν έχει καθήκον, ούτε κι υποχρέωση σε προαγωγή, ως ζήτημα οφειλόμενης ενέργειας, κατ’ επίκληση των νομολογηθέντων στην Ευσταθιάδης (ανωτέρω), ενώ υπέβαλε πως ο λόγος της Θεοφυλάκτου (ανωτέρω), δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα.  

 

  Όπως προαναφέρθηκε, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας υποστηρίζει πως η περίπτωση του αιτητή διαφοροποιείται από τα γεγονότα της Θεοφυλάκτου (ανωτέρω), καθότι σύμφωνα με τις θέσεις του, σε εκείνη την περίπτωση, το αίτημα του εκεί αιτητή για αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, είχε απορριφθεί, διότι δεν είχε συμπληρώσει την απαραίτητη πραγματική υπηρεσία για να μπορούσε να είχε προαχθεί στην επόμενη θέση. Κατά τις εισηγήσεις του, στην παρούσα περίπτωση, το αίτημα του αιτητή για αποκατάσταση, δεν είχε απορριφθεί για τον ίδιο λόγο, ήτοι λόγω μη συμπλήρωσης της απαραίτητης υπηρεσίας για να μπορούσε να είναι προσοντούχος για τον επόμενο βαθμό. Αυτή η διαφοροποίηση της Θεοφυλάκτου (ανωτέρω), όπως εισηγήθηκε, επισημάνθηκε στην Ευσταθιάδης (ανωτέρω).

 

  Δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις της Δημοκρατίας. Στην Ευσταθιάδης (ανωτέρω), το ζήτημα ήταν εντελώς διαφορετικό. Το αίτημα του αιτητή και συνακόλουθα, η αιτούμενη θεραπεία, ως αυτή διατυπώθηκε στο αιτητικό της προσφυγής, αφορούσε σε «παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας» της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, να προσφέρει στον εκεί αιτητή, αναδρομική προαγωγή σε άλλες δύο θέσεις, που η μία ήταν θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής κι η άλλη θέση Αναπληρωματική, τις οποίες κατέλαβε το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος, με ξεχωριστές διοικητικές πράξεις[1].

  Στη βάση των εκεί γεγονότων, σε συνάρτηση με το ίδιο το αιτητικό της προσφυγής και την αιτούμενη θεραπεία που αφορούσε παράλειψη οφειλόμενης προαγωγής, κρίθηκε πως καθοριστικό υπήρξε το ίδιο το αίτημα που υπεβλήθη εκ μέρους του, με την κατάληξη του Δικαστηρίου πως, δεν είχε στοιχειοθετηθεί καθήκον προαγωγής του αιτητή κι έτσι η προσφυγή υπήρξε απαράδεκτη.

 

  Η διαφοροποίηση των δύο πιο πάνω αναφερόμενων αποφάσεων Θεοφυλάκτου (ανωτέρω) και Ευσταθιάδης (ανωτέρω), επισημάνθηκε και στην σχετικά προσφάτως εκδοθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ. 33/2016, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.7.2022, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο εκτενές απόσπασμα:-

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέλαβε ότι παρόμοια θέματα με τα επίδικα είχαν απασχολήσει στην Ευσταθιάδης ν. Α.Η.Κ. (2006) 3 Α.Α.Δ. 657. Έτσι, παρέπεμψε σε αυτή ως υποστηρικτική της δικής του προσέγγισης, ενώ η αυθεντία, έστω εμμέσως, υποστηρίζει το αντίθετο. Στην Ευσταθιάδης το αίτημα του εφεσείοντα μετά την αναδρομική του προαγωγή στη θέση Διευθυντή Προσωπικού απορρίφθηκε ακριβώς γιατί είχε υποβληθεί ως αίτημα για περαιτέρω διορισμούς αναδρομικά στη θέση Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών και στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Η έφεση του απορρίφθηκε γιατί η διοίκηση δεν είχε θετική υποχρέωση (Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 A.A.Δ. 400, 402) να τον διορίσει στις θέσεις αυτές. Όπως αναφέρθηκε, το δικαίωμα που ίσως να είχε ήταν να ήταν ένας από τους υποψηφίους, ωστόσο δεν είχε ζητήσει να εξεταστεί τέτοιο δικαίωμα του, αλλά ζήτησε διορισμό και ήταν καθοριστικό ότι το αίτημα του είχε υποβληθεί με τον τρόπο που υποβλήθηκε.

 

 Στην παρούσα υπόθεση, ο Εφεσείων δεν είχε ζητήσει να διοριστεί ή προαχθεί σε οιαδήποτε θέση αλλά να επανεξεταστούν «όλες οι διαδικασίες διορισμού/προαγωγής που ήμουν υποψήφιος/δικαιούχος, μετά την ημερομηνία του νέου μου διορισμού, καθώς και οι διαδικασίες για θέσεις προαγωγής μόνον». Όπως το είχε θέσει, στην ίδια επιστολή του της 14.9.2011, «όσες πράξεις διορισμού/προαγωγής διενεργήθηκαν μετά της 15/12/1990, όπου ήμουν υποψήφιος, σ’ αυτές εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη, καθότι κρίθηκε ότι κατείχα κατώτερη θέση ή έστω και ίδια θέση, αλλά με πολύ μεταγενέστερη ημερομηνία, άρα ήμουν νεότερος στην Υπηρεσία, των τότε επιλεγέντων».

 

 Στη Θεοφυλάκτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 322 μετά από ακυρωτική απόφαση και επανεξέταση, ο εφεσείων διορίστηκε το 2002 στη θέση Ακόλουθου (Εξωτερικής Υπηρεσίας) του Υπουργείου Εξωτερικών, αναδρομικά από 4.6.1996. Δεν ικανοποιήθηκε και ζήτησε ότι θα έπρεπε να είχε κατ’ ακολουθία το 2000 προαχθεί στην θέση Γραμματέα Β’ ή Υποπρόξενου, στη βάση ότι από το 1996 θα είχε αποκτήσει το απαιτούμενο προσόν της προϋπηρεσίας. Αποφασίστηκε ότι η έστω πλασματική του προϋπηρεσία ήταν αρκετή. Η Θεοφυλάκτου, μνημονεύεται στην Ευσταθιάδης και διακρίνεται στη βάση ότι στη  Θεοφυλάκτου η ανώτερη θέση ήταν συνδυασμένη με την προηγούμενη. Η Θεοφυλάκτου βασίστηκε στη Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70, στην οποία αναφέρθηκε ότι (σελ.73-4):

 

«Ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση. Η οποία βέβαια, από τη φύση της, δεν διατρέχει το διαρρεύσαν διάστημα παρά μόνο νοητικά. Η σημασία της όμως έγκειται στα παράγωγα της. Η αναγνώριση των οποίων ως προκυψάντων δικαιωμάτων εξηγεί και δικαιολογεί την αναδρομικότητα εφόσον βέβαια δεν προσβάλλεται η νομιμότητα της. Σε ό,τι αφορά δε αυτά τα παράγωγα δεν χωρεί διάκριση μεταξύ τους ανάλογα με την εκ των υστέρων διαφορική θεώρηση αποτελεσμάτων.

 

Εν προκειμένω, ό,τι θα εδικαιούτο η εφεσείουσα αν κατείχε τη θέση κατά τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται η αναδρομή, το δικαιούται και τώρα».

 

 

 

Στη Θεοφυλάκτου, σελ.327, γίνεται παραπομπή στο σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως», Ανατύπωση 1988, όπου εξηγείται, στη σελ. 275, ποια είναι η υποχρέωση της διοίκησης μετά από ακυρωτική απόφαση απόλυσης υπαλλήλου:

«Διά την επαναφοράν του υπαλλήλου εις την θέσιν που θα ήτο εάν δεν είχε παρεμβληθή η ακυρωθείσα απόλυσις, η Διοίκησις οφείλει να επαναφέρη τον υπάλληλον πλασματικώς και διαδοχικώς εις όλας τας θέσεις της ιεραρχίας, τας οποίας θα είχε καταλάβει ο απολυθείς μεταξύ του χρόνου της απολύσεως και της ακυρώσεώς της. Ήτοι, η Διοίκησις υποχρεούται εις βαθμολογικήν αποκατάστασιν τούτου και συνεπώς οφείλει να κρίνη και να προαγάγη τον απολυθέντα αναδρομικώς ως μηδέποτε απομακρυθέντα εκ της υπηρεσίας, αφ' ής προήχθησαν νεώτεροί του και να επεκτείνη εις το πρόσωπόν του όλα εκείνα τα μέτρα τα εφαρμοσθέντα επί νεωτέρων του κατά το μεταξύ διάστημα και τα οποία κατέστησαν μειονεκτικήν την θέσιν αυτού έναντι τούτων, θεωρουμένου τοιουτοτρόπως του απολυθέντος ως διερχομένου πλασματικώς και διαδοχικώς από τας διαφόρους θέσεις λόγω αναδρομικών προαγωγών. Η αναδρομικότης των μέτρων αυτών είναι αναγκαία, διά να εξασφαλισθή η φυσιολογική και συνήθης εξέλιξις του υπαλλήλου».

 

 Και στη σελ. 267, σημ. 73:

 

 «Η νομολογία του ΣτΕ ακολουθεί και εις αυτό το σημείον την νομολογίαν του CdE και δη την αρχήν η οποία καθιερώθη διά της σπουδαίας αποφάσεως Rodiere, 26 dec. 1925, Les grands arrets ..., op. cit., σελ. 183 επ. Βάσει της αποφάσεως αυτής, δεν ανεγνωρίσθη μόνον η αναδρομικότης της ακυρώσεως και των πράξεων αποκαταστάσεως, αλλ' ειδικώτερον ότι η Διοίκησις οφείλει να εξασφαλίση εις τον προσφυγόντα την συνέχισιν της σταδιοδρομίας του κατά φυσιολογικόν τρόπον και με την επιβαλλομένην εξέλιξιν, λαμβανομένων υπ' όψιν τόσον των προαγωγών κατ' αρχαιότητα όσον και των κατ' εκλογήν. Περαιτέρω, ορίζεται ότι ο εν λόγω υπάλληλος έχει δικαίωμα εις μίαν ανάλογον εξέλιξιν σύμφωνον τόσον ως προς το δεδικασμένον της ακυρωτικής αποφάσεως του CdE, όσον και ως προς τα άλλα δικαιώματα των λοιπών υπαλλήλων επί των οποίων η ακύρωσις έχει αμέσους ή εμμέσους επιπτώσεις».

 

  Στην Χατζηχάννας (ανωτέρω), με αναφορά στις πιο πάνω αποφάσεις, καθώς και στην Κουφτερός ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 646, διατυπώθηκε η αρχή πως ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα, αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση.

 

  Αποτελεί αρχή του διοικητικού δικαίου ότι, μετά την ακύρωση ενός διορισμού ή μιας προαγωγής υπαλλήλου, η διοίκηση έχει καθήκον να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία, όπως αυτή θα εξελισσόταν αν δεν μεσολαβούμε η ακυρωτική απόφαση χωρίς δική του υπαιτιότητα.

  Στην Χατζηχάννας (ανωτέρω), έγινε επίκληση των νομολογηθέντων στην Καραγιώργης κ.ά ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669, με αναφορά στην αρχή δικαίου που επιβάλλεται στη διοίκηση προς αποκατάσταση της σταδιοδρομίας υπαλλήλου, η οποία διαταράχθηκε, ως αποτέλεσμα ακυρωτικών αποφάσεων. Μεταφέρω το ακόλουθο σχετικό απόσπασμα:-

«Στη Καραγιώργης κ.ά ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669, 1684-5, αναφέρθηκε ότι:

«Η αρχή του Διοικητικού Δικαίου είναι ότι, μετά την ακύρωση ενός διορισμού ή μιας προαγωγής υπαλλήλου, η Διοίκηση έχει καθήκον να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία, όπως αυτή θα εξελισσόταν αν δεν μεσολαβούσε η ακυρωτική απόφαση χωρίς δική του υπαιτιότητα. Στο σύγγραμμα του Odent Contentieux Administratif, σελ. 2049-2050 αναφέρεται:-

 

Η αποκατάσταση αυτή συνίσταται στον υπολογισμό όσο είναι δυνατόν καλύτερα αν όχι της πραγματικής τουλάχιστον της πιθανής εξέλιξης της σταδιοδρομίας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου: αυτό με τη σειρά του σημαίνει την εξέταση των θέσεων προαγωγής κατ' επιλογή που θα μπορούσε να διεκδικήσει και κατά πόσο θα μπορούσε υπό ομαλάς συνθήκας να πετύχαινε να τις πάρει. Για το σκοπό αυτό η διοίκηση και το δικαστήριο οφείλουν να βασιστούν σ' ένα πρότυπο σταδιοδρομίας των συναδέλφων του ενδιαφερομένου που κατείχαν την ίδια θέση μ' αυτό πριν την ακύρωση της προαγωγής του και είχαν παρόμοια προσόντα και αρχαιότητα. Αυτό το πρότυπο σταδιοδρομίας θα χρησιμοποιηθεί για σκοπούς αναφοράς για τον υπολογισμό της εξέλιξης της σταδιοδρομίας που ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε κανονικά να είχε αν η ακυρωθείσα απόφαση δεν ελάμβανε χώρα έχοντας υπόψη τα ευμενή και δυσμενή στοιχεία της αντίστοιχης αξίας των άλλων υπαλλήλων με βάση τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις. Έτσι θα μπορεί να καταλήξει ένας να δεχθεί ότι αφαιρουμένων των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσης απόφασης, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος θα προάγετο κατ' επιλογή από μια συγκεκριμένη ημερομηνία ή αντίθετα δεν θα ευεργετείτο με οποιαδήποτε προαγωγή».

(βλ. ακόμα Μελετίου ν. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, Αρ. Υπόθ.1277/2013, ημερ.4.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:D69 και Μικελλίδης ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθ.1894/2012, ημερ.30.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:D460).

 

 Είτε αναφερόμαστε σε ακύρωση απόλυσης για την οποία δεν είχε ευθύνη ο διοικούμενος, είτε σε αναδρομικό διορισμό του μετά από ακυρωτική απόφαση το καθήκον της διοίκησης είναι το ίδιο».[2]

 

 

  Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα περίπτωση, το αίτημα του αιτητή, όπως αυτό διατυπώθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 30.3.2015, αφορούσε σε αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, για προαγωγή στους βαθμούς της ιεραρχίας που θα καταλάμβανε, εάν κατείχε τον βαθμό του Υπαστυνόμου κατά την 1.8.2002, μέχρι την ημερομηνία που αποφασίστηκε η αναδρομική προαγωγή του, ήτοι μέχρι την 20.2.2013.

 

  Η προσφυγή αφορά ακριβώς την απόρριψη αυτού του αιτήματος, αίτημα το οποίο έτυχε εξέτασης από τους καθ’ ων η αίτηση, αλλά για τους λόγους που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αυτό απερρίφθη. Η επίδικη περίπτωση, δεν αφορά σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, αλλά το αίτημα του αιτητή, εξετάστηκε κι απορρίφθηκε. Η νομιμότητα των λόγων της απορριπτικής κατάληξης του αιτήματος, αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 

  Οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται στην ολότητά τους, ως αβάσιμες και προχωρώ να εξετάσω τους λόγους ακύρωσης που έχουν προβληθεί εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή. 

 

  Ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προωθήθηκε, αφορά τον ισχυρισμό πως ο Αρχηγός Αστυνομίας εσφαλμένα εξέτασε το υποβληθέν αίτημα του αιτητή, βασιζόμενος στον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004, Ν. 73(Ι)/2004 και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004, Κ.Δ.Π. 214/2004, ενώ κατά τις θέσεις του, όφειλε να εφαρμόσει το νομικό καθεστώς του έτους 2002, επαναφέροντάς τον, πλασματικώς και διαδοχικώς, σε όλες του βαθμούς της ιεραρχίας που θα μπορούσε αυτός να είχε καταλάβει από το χρόνο της αναδρομικής του προαγωγής μέχρι και την 20.2.2013.

 

  Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, προς υποστήριξη του νόμιμου εφαρμογής εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας των νέων Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 214/2004. κατά την εξέταση του αιτήματος του αιτητή για αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, παραπέμπει στα νομολογηθέντα στην Βανέζη κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 (Δ) Α.Α.Δ. 2522, από την οποία παρέπεμψε σε σχετικό απόσπασμα, υποβάλλοντας πως δεσμευτικό, κατά την έκδοση νέας πράξης, είναι το ισχύον δίκαιο, αφού η διοικητική πράξη εκδίδεται κατά λογική ανάγκη στο παρόν και όχι στο παρελθόν.

  Δεν συμφωνώ με τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή. Καταρχήν, πράγματι, το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε και τον χρόνο της αναδρομικής προαγωγής του αιτητή, ήτοι κατά την 1.8.2002, ήταν ο περί Αστυνομίας Νόμος, Κεφ. 285 κι οι εκδοθέντες βάσει αυτού Κανονισμοί, Κ.Δ.Π. 52/89. Ακολούθησε, δύο χρόνια αργότερα, ήτοι στις 8.4.2004, η κατάργηση του προαναφερόμενου Νόμου, με την έκδοση του περί Αστυνομίας Νόμου, Ν. 73(Ι)/2004. Βάσει του Νόμου αυτού κι ειδικότερα, βάσει των διατάξεων των άρθρων 13, 16 και 17, εκδόθηκαν οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί του 2004, Κ.Δ.Π. 214/2004, οι οποίοι κατάργησαν τους προγενέστερους Κανονισμούς, από την ημερομηνία δημοσίευσης τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

 

  Από την 1.8.2002 που ο αιτητής κατείχε τον βαθμό του Υπαστυνόμου, κατέστη προσοντούχος για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, τέσσερα χρόνια αργότερα, βάσει της Κ.Δ.Π. 52/89, ήτοι μπορούσε να διεκδικήσει προαγωγή στον επόμενο σε ιεραρχία βαθμό, κατά τις προαγωγές του έτους 2006. Εξάλλου, αυτό δεν αμφισβητείται, αφού κι ο ίδιος στο υποβληθέν αίτημά του ημερομηνίας 30.3.2015, υποστηρίζει πως θα ήταν προσοντούχος για προαγωγή κατά τις κρίσεις του έτους 2006.

 

  Κατά το έτος 2006, όμως, δεν ήταν σε ισχύ, ούτε το Κεφ. 285, ούτε η Κ.Δ.Π. 52/89. Το κατά τον χρόνο της αναδρομικής του προαγωγής νομοθετικό καθεστώς, είχε τροποποιηθεί. Σε ισχύ τότε, κατά το έτος 2006, ήταν ήδη ο Ν. 73(Ι)/2004 και οι βάσει αυτού εκδοθέντες Κανονισμοί, Κ.Δ.Π. 214/2004 και συνεπώς, ορθά ο Αρχηγός Αστυνομίας εξέτασε το υποβληθέν αίτημα, βάσει του Ν. 73(Ι)/2004 και της Κ.Δ.Π. 214/2004, αφού αυτό ήταν το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο που ο αιτητής κατέστη προσοντούχος προς διεκδίκηση προαγωγής στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, ήτοι κατά το έτος 2006. Ομοίως και για τα επόμενα σε σειρά έτη που αφορούσε το αίτημα, ήτοι για τα έτη 2007 – 2012.

 

  Ο ισχυρισμός του αιτητή θα ήταν βάσιμος, σε περίπτωση που κατά το έτος 2006, που ο ίδιος κατέστη προσοντούχος για προαγωγή, σε ισχύ ήταν ακόμα το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, ήτοι το Κεφ. 285 και οι βάσει αυτού εκδοθέντες Κανονισμοί, που δεν ήταν όμως η περίπτωση.

 

  Δεν θα μπορούσε να εξεταστεί αίτημα αποκατάστασης της σταδιοδρομίας του αιτητή, υπό άλλες συνθήκες κι άλλο νομοθετικό καθεστώς από αυτό που ίσχυε κατά το χρόνο που θα τύχει εξέτασης η εξέλιξη της σταδιοδρομίας των προσώπων που κατείχαν τον ίδιο βαθμό με τον αιτητή, παρόμοια προσόντα και αρχαιότητα. Και αυτό ήταν ο Ν. 73(Ι)/2004 κι η Κ.Δ.Π. 214/2004.

 

  Ο παραλληλισμός, όμως, των γεγονότων της Βανέζη κ.ά. (ανωτέρω), στην οποία με παρέπεμψε η Δημοκρατία, με τα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης, κρίνεται πως δεν είναι ορθός. Σε εκείνη την υπόθεση, κατά την διαδικασία επανεξέτασης μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης προαγωγής αριθμού Λοχίων στον βαθμό του Υπαστυνόμου, εφαρμογής έτυχαν οι νέοι Κανονισμοί που είχαν εκδοθεί (Κ.Δ.Π. 100/87), οι οποίοι όμως είχαν αναδρομική ισχύ, ως αυτό το επέτρεπε η εκεί Νομοθεσία (Ν. 18/87), με ειδική εξουσιοδότηση αναδρομικότητας της δευτερογενούς νομοθεσίας από τον ίδιο το Νόμο. Αυτό αποτελούσε την εξαίρεση.

 

  Κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Στην ίδια απόφαση (Βανέζης κ.ά. (ανωτέρω)), αποτυπώθηκε και ο κανόνας, ήτοι «Η ακύρωση διοικητικής πράξης ανατρέχει κατά κανόνα στο χρονικό σημείο έκδοσης της πράξης που ακυρώθηκε και επαναφέρει τα πράγματα στο νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου της έκδοσης της διοικητικής πράξης που ακυρώθηκε. Η διοίκηση υποχρεούται να προβεί σε νέα κρίση, βάσει του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ισχύει στο χρόνο αυτό. Για αποκατάσταση της νομιμότητας στην υπαλληλική σταδιοδρομία, γενικά, απαιτείται αναδρομική ισχύς της νέας διοικητικής πράξης».

 

  Όπως έχω ήδη προαναφέρει, ο λόγος που κρίνεται ορθή η εφαρμογή εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας, είναι ακριβώς η χρονική στιγμή που τέθηκε σε ισχύ το νεότερο νομοθέτημα κι η σχετική δευτερογενής νομοθεσία. Τόσο κατά το έτος 2006, όσο και μέχρι το έτος 2012 που ο αιτητής διεκδικούσε την αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, λόγω του αναδρομικού του διορισμού, σε ισχύ ήταν οι διατάξεις του νεότερου Νόμου και ορθά και νόμιμα το αίτημά του εξετάστηκε βάσει αυτού.

 

    Προχωρώ στην εξέταση του έτερου λόγου ακύρωσης που προωθήθηκε εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, πως η διοίκηση έχει παραβεί το καθήκον της προς αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, κατ’ επίκληση των νομολογηθέντων στην Καραγιώργη (ανωτέρω), λόγω του ότι δεν έχει προβεί στον καταρτισμό ενός προτύπου σταδιοδρομίας, για σκοπούς αναφοράς, προς υπολογισμό της εξέλιξης της σταδιοδρομίας που θα μπορούσε να είχε ο αιτητής, εάν προαγόταν εξαρχής και σε πραγματικό χρόνο στη θέση του Υπαστυνόμου.

 

   Στην προσβαλλόμενη απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, περιγράφεται κι επεξηγείται ο τρόπος βάσει του οποίου το υποβληθέν αίτημα έτυχε εξέτασης κι απορρίφθηκε. Όπως αναφέρεται, ο Αρχηγός Αστυνομίας προέβη στον υπολογισμό της συνολικής / τελικής βαθμολογίας που θα εξασφάλιζε ο αιτητής, ακολουθώντας την βαθμολογία που εξασφάλισε κατέχοντας τον βαθμό του Λοχία, σε σχέση με τα στοιχεία αξιολόγησης που δεν είχαν αλλάξει, αφαιρώντας την βαθμολογία που εξασφάλισε για την εκεί αρχαιότητα και προσθέτοντας την βαθμολογία που θα εξασφάλιζε από την ημερομηνία της αναδρομικής του προαγωγής.

 

  Ακολούθησε σύγκριση αυτής της βαθμολογίας με τους Πίνακες της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων για ένα έκαστο ζητούμενο έτος, λαμβάνοντας υπόψη την εκεί βαθμολογία που εξασφάλισε ο τετραπλάσιος αριθμός των κενών θέσεων υποψηφίων, αριθμός που θα καλείτο ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, για επιλογή προς προαγωγή.

 

  Με αυτόν τον τρόπο, ο Αρχηγός Αστυνομίας προέβη σε υπολογισμό της βαθμολογίας που ο αιτητής θα εξασφάλιζε για τα έτη 2006 – 2012, αντιπαραβάλλοντάς τον με την βαθμολογία που εξασφάλισε ο τελευταίος υποψήφιος που περιλαμβάνεται στον κατάλογο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, του τετραπλάσιου αριθμού κενών θέσεων, καταλήγοντας πως δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει βαθμολογία που θα του επέτρεπε να προαχθεί στον επόμενο σε ιεραρχία βαθμό.

 

  Κρίνεται πως ο τρόπος που ο Αρχηγός Αστυνομίας επέλεξε να εξετάσει το υποβληθέν αίτημα, καίτοι δεν συνιστά επακριβώς «σύνταξη προτύπου σταδιοδρομίας» των συναδέλφων του αιτητή που κατείχαν την ίδια θέση κι είχαν παρόμοια προσόντα και αρχαιότητα, εντούτοις, παρέχει επαρκές αιτιολογικό έρεισμα και ξεκάθαρο τρόπο διερεύνησης του αιτήματος, επεξηγώντας για ένα έκαστο έτος, τους λόγους για τους οποίους το αίτημα απορρίφθηκε. Δεν επιβάλλεται στη διοίκηση καθήκον σύνταξης τέτοιου προτύπου, αλλά επιβάλλεται επαρκής διερεύνηση και υπολογισμός της εξέλιξης της σταδιοδρομίας που θα μπορούσε ο αιτητής να λάβει, εάν η προαγωγή του ελάμβανε χώρα στην κανονική εξέλιξη των πραγμάτων, υπολογισμός που κρίνεται πως είναι επαρκής και τεκμηριωμένος. 

 

  Λόγω του ότι δεν εγέρθηκε οποιοσδήποτε άλλος ισχυρισμός εκ μέρους του αιτητή, σε σχέση με αυτόν καθ΄αυτόν τον υπολογισμό της βαθμολογίας που ο ίδιος θα εξασφάλιζε, κρίνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, βάσει των πιο πάνω αναφερόμενων, είναι προϊόν επαρκούς διερεύνησης, ενώ παρέχεται και επαρκής αιτιολογία για την εν λόγω απορριπτική κατάληξη. 

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.900 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.             

 

                                                     Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.



[1] Η πρώτη αφορούσε θέση Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών και η δεύτερη Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή.

[2] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο