ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 1020/2020 και 1031/2020)

 

11 Ιουλίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθ. αρ. 1020/2020)

 

Κ. Σ.,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Καθ’ ου η αίτηση.

__________________________________

(Υπόθ. αρ. 1031/2020)

Σ. Μ.,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Καθ’ ου η αίτηση.

……………………………

Πάνος Παναγιώτου, για Κωνσταντίνου Παναγιώτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή στην προσφυγή 1020/2020.

Χριστάκης Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή στην προσφυγή 1031/2020.

Μόνικα Δαμιανού, για Σ. Σαμψών & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον καθ΄ ου η αίτηση.

Ανδρέας Αγγελίδης, με Σίμο Αγγελίδη, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο και των δύο προσφυγών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν λόγω του ότι προσβάλλουν την ίδια διοικητική πράξη, συνιστά η νομιμότητα της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού, η οποία ελήφθη κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 22.9.2020, με την οποία διορίστηκε στη θέση της Γενικής Διευθύντριας του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (στο εξής «ΚΟΑ»), το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. Χ. – Π., αναδρομικά από 16.4.2018, αντί και/ή στη θέση των αιτητών. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, με την Απόφαση με αρ. 90.153, ημερομηνίας 7.10.2020.

 

  Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, η επίδικη θέση αφορά σε συμβόλαιο ιδιωτικού δικαίου πενταετούς διάρκειας. Η διαδικασία πλήρωσής της, συνιστά διαδικασία επανεξέτασης, μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθ. αρ. 603/2018 Σολωμού ν. ΚΟΑ, ημερομηνίας 9.9.2020. Το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ’ ου η αίτηση, προς συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, αναφορά στο οποίο θα ακολουθήσει κατωτέρω, προχώρησε σε επανεξέταση της ακυρωθείσας θέσης, η οποία είχε προκηρυχθεί στις 31.7.2015. Ενδιαφέρον για την διεκδίκηση της θέσης, εξακολουθούσαν να έχουν 15 υποψήφιοι.

 

  Όπως αναφέρεται στα πρακτικά συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΟΑ, ημερομηνίας 22.9.2020, για σκοπούς επανεξέτασης, τέθηκε υπόψη του, μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων που είχε γίνει κατά την προηγούμενη διαδικασία, από τον οίκο K. Treppides & Co Ltd, ημερομηνίας 4.7.2017, ενώ τονίστηκε πως ουσιώδης χρόνος για πλήρωση της επίδικης θέσης, είναι η τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων, ήτοι η 18.9.2015. Όπως αναφέρεται, το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη το ίδιο σε αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων, προκειμένου να εξακριβώσει το κατά πόσον οι υποψήφιοι πληρούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, ενώ αποφάσισε όπως αγνοήσει τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων που είχαν διεξαχθεί περί τον Μάρτιο του 2018, υπό την προηγούμενη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου.

 

  Αφού προχώρησε σε ερμηνεία των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, σε σχέση με την απαίτηση της παραγράφου Β.2, ήτοι της δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρας σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση συντονισμό και έλεγχο εργασιών, αποφάσισε πως προσοντούχοι είναι, μεταξύ άλλων υποψηφίων, οι δύο αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος. Πίστωσε επίσης και στους τρείς την κατοχή της απαίτησης της παραγράφου Β.5, για πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.

 

  Ως προς την απαίτηση της παραγράφου Β.3 του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι την πολύ καλή γνώση των αθλητικών πραγμάτων στην Κύπρο και στο εξωτερικό καθώς και καλή γνώση του αθλητικού δικαίου (Κυπριακού, Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου), πίστωσε τον αιτητή στην προσφυγή 1020/2020, το ενδιαφερόμενο μέρος, όχι όμως και τον αιτητή στην προσφυγή 1031/2020 και συνεπώς, η αίτησή του, δεν εξετάστηκε περαιτέρω.

 

  Αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος της παραγράφου Β.6 του Σχεδίου Υπηρεσίας πιστώθηκε τόσο ο αιτητής στην προσφυγή 1020/2020, όπως επίσης και το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ κρίθηκαν οι δύο πιο πάνω υποψήφιοι και ως κατέχοντες πρόσθετα μη απαιτούμενα αλλά σχετικά προσόντα.

 

  Κατά την ίδια συνεδρία, το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ’ ου η αίτηση, κατέληξε πως καταλληλότερη για διορισμό στην επίδικη θέση, είναι το ενδιαφερόμενο μέρος και της προσέφερε αναδρομικό διορισμό από 16.4.2018. Με την Απόφαση με αρ. 90.153, το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 7.10.2020, ενέκρινε τον αναδρομικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, θέση την οποία αποδέχτηκε με επιστολή της, ημερομηνίας 9.10.2020.

 

  Προσφυγή 1020/2020

  Πρώτος λόγος ακύρωσης που προωθήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, άπτεται ισχυρισμού περί παράβασης του δεδικασμένου που απορρέει από την ακυρωτική απόφαση στην Σολωμού (ανωτέρω). Ειδικότερα, κατά τις θέσεις του αιτητή, ο καθ’ ου η αίτηση παρέλειψε να ερμηνεύσει με σαφήνεια την απαίτηση της παραγράφου Β.2 του Σχεδίου Υπηρεσίας για την κατοχή δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετή πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.

  Σύμφωνα με τον αιτητή, για τον καθορισμό της προαναφερόμενης απαίτησης, δεν υπήρξε ενιαίο μέτρο κρίσης, καθότι για τους υποψήφιους που προέχονταν από τον δημόσιο κι ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθορίστηκε ως τέτοια θέση, η κατοχή κλίμακας Α13, καθώς επίσης και τα καθήκοντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης που κατείχαν, ενώ για τους υποψήφιους που προέρχονταν από τον ιδιωτικό τομέα, όπως το ενδιαφερόμενο μέρος, δεν υπήρχε αντίστοιχη διαβάθμιση, ούτε κι εξέταση των καθηκόντων που αυτοί εκτελούσαν.

 

  Επ΄ αυτού, αποτελεί ισχυρισμό του αιτητή, πως η θέση Λέκτορα, την οποία κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποτελεί την χαμηλότερη σε σειρά κατάταξης καθηγητών σε Πανεπιστήμιο, θέση η οποία δεν έχει υφιστάμενους, δεν ασκεί διοικητικά καθήκοντα, ενώ το πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχε αποτελούσε συνεργασία του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου με την Ρεάλ Μαδρίτης, διάρκειας μία εβδομάδας και σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η ίδια δεν λειτουργούσε ως Συντονίστρια του προγράμματος ή επικεφαλής, όπως η ίδια παρουσιάζεται.

 

  Κατά δεύτερον, υποστηρίζει ο αιτητής πως το Διοικητικό Συμβούλιο, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε βαθμολογία κατά την αξιολόγηση αναφορικά με την πλήρωση εκ των υποψηφίων της απαίτησης της παραγράφου Β.3 του Σχεδίου Υπηρεσίας, που απαιτεί πολύ καλή γνώση των αθλητικών πραγμάτων στην Κύπρο και στο εξωτερικό και καλή γνώση του αθλητικού δικαίου (Κυπριακού, Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου), έδωσε υπεροχή στο ενδιαφερόμενο μέρος έναντι του αιτητή, χωρίς να δώσει τους λόγους αυτής της κατάληξης. Τούτο, λαμβανομένου υπόψη πως η εργασία του ενδιαφερόμενου μέρους ως Λέκτορα, δεν μπορεί να υπολογιστεί ως πείρα σε θέματα αθλητισμού και να θεωρηθεί μάλιστα πως υπερέχει έναντι του αιτητή.

 

  Όσον αφορά την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου να λάβει υπόψη του, ως πρόσθετο μη απαιτούμενο, αλλά συναφές ακαδημαϊκό προσόν, τον διδακτορικό τίτλο του ενδιαφερόμενου μέρους στο Αθλητικό Μάρκετινγκ, ο αιτητής υπέδειξε πως αυτό δεν είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης και πως δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη.

 

  Εν κατακλείδι, ο αιτητής διατείνεται πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει τα απαιτούμενα εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης προσόντα.

 

  Προσφυγή 1031/2020

  Υποστηρίζει ο αιτητής, δια του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, πως η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου η αίτηση να κρίνει πως ο αιτητής δεν κατέχει το προσόν της παραγράφου Β.3 του Σχεδίου Υπηρεσίας, είναι αναιτιολόγητη, συνιστά μεταβολή στάσης της διοίκησης χωρίς να δοθεί ειδική αιτιολογία περί τούτου κι έρχεται σε αντίθεση με την αξιολόγηση των προσόντων του, όπως αυτή είχε προηγηθεί από τους ιδιώτες στους οποίους είχε ανατεθεί, κατά την αρχική διαδικασία, η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων, κατά την οποία είχε κριθεί ως προσοντούχος.

 

  Υποστηρίζει πρόσθετα ο αιτητής, πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληροί την απαίτηση της παραγράφου Β.2 του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι της απαίτησης περί δεκαετούς πείρας σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετή πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών. Κατά τις εισηγήσεις, ουσιώδης χρόνος κατοχής της προαναφερόμενης απαίτησης, ήταν η τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων, ήτοι η 18.9.2015 κι η πίστωση που γίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της πείρας του ενδιαφερόμενου μέρους, αφορά γενικά το έτος 2005, χωρίς να αναφέρεται ακριβής ημερομηνία λήψης καθηκόντων συντονίστριας του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου. Ομοίως, γενική είναι κι η αναφορά του Διοικητικού Συμβουλίου προς το πρόσωπο του ενδιαφερόμενου μέρους, πως από το έτος 2010 τελούσε ως επικεφαλής της Σχολής της Ρεάλ Μαδρίτης, αφού και πάλιν δεν αναφέρεται συγκεκριμένη ημερομηνία λήψης αυτών των καθηκόντων, προκειμένου να προσμετρήσει και να πιστωθεί πείρα πενταετής, μέχρι την 18.9.2015, ενώ πουθενά δεν καταγράφονται τα καθήκοντα που αυτή εκτελούσε. Εισηγείται επίσης πως υπήρξε πλάνη του Διοικητικού Συμβουλίου ως προς τον ουσιώδη χρόνο κατοχής των απαιτούμενων προσόντων, που ήταν η 18.9.2015, ενώ πουθενά δεν γίνεται μνεία αυτής της ημερομηνίας.

    Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση, υποστήριξε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, υποβάλλοντας πως κατά την επανεξέταση της απόφασης για πλήρωση της επίδικης θέσης, η οποία αποτελεί την ανώτερη θέση στον Οργανισμό, λήφθηκαν υπόψη οι κρίσεις του Δικαστηρίου κατά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στη Σολωμού (ανωτέρω), προς πλήρη συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

 

  Σε σχέση με τον αιτητή στην προσφυγή 1031/2020, ο καθ’ ου η αίτηση υπέβαλε πως δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου με την οποία διορίστηκε στην επίδικη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω μη κατοχής εκ μέρους του, των απαιτούμενων προσόντων της παραγράφου Β.3 του Σχεδίου Υπηρεσίας, αφού τα ακαδημαϊκά του προσόντα κι όλη η επαγγελματική του σταδιοδρομία, συμπεριλαμβανομένης της θέσης που κατείχε στον καθ’ ου η αίτηση, δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με αθλητικά πράγματα και/ή αθλητικό δίκαιο.

 

  Στη διαδικασία εμφανίστηκε επίσης το ενδιαφερόμενο μέρος, όπου δια του ευπαιδεύτου συνηγόρου της, ήγειρε ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής αποφάσεως, υποβάλλοντας πως η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη είναι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, στην οποία κι ενσωματώθηκε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΟΑ. Κατά τις εισηγήσεις, αφ’ ης στιγμής οι προσφυγές στρέφονται μόνον κατά του ΚΟΑ και όχι και κατά του Υπουργικού Συμβουλίου, απόφαση που συνιστά την μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, οι προσφυγές θα πρέπει να απορριφθούν. Επί της ουσίας, κι ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους, υποστήριξε πλήρως τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ενώ υπέβαλε πως ουδείς εκ των αιτητών απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

  Στη διαδικασία κατατέθηκαν και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια, ο φάκελος της διαδικασίας, οι φάκελοι των αιτητών κι οι αιτήσεις των τριών διαδίκων.

 

  Κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους, υπέβαλε πως στις 3.2.2023 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας νέα διοικητική πράξη και συγκεκριμένα, η ανανέωση της Σύμβασης Εργασίας του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση της Γενικής Διευθύντριας του ΚΟΑ, για περίοδο άλλων πέντε ετών, ήτοι μέχρι τις 16.4.2023. Κατά τις εισηγήσεις, αυτή η νέα διοικητική πράξη, παρόλο που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εντούτοις δεν προσεβλήθη από τους αιτητές, γεγονός που καθιστά τις υπό εκδίκαση προσφυγές αλυσιτελείς.

 

  Αντίθετες, βεβαίως, υπήρξαν οι θέσεις των αιτητών, σύμφωνα με τις οποίες, τυχόν ακύρωση της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης, θα συμπαρασύρει σε ακύρωση και την προσφορά διορισμού στην επίδικη θέση για τη νέα πενταετία. Συνεπώς, δεν δημιουργείται καμία αλυσιτέλεια.

 

  Η επίδικη θέση, αποτελεί στην υψηλότερη θέση στην ιεραρχία του καθ’ ου η αίτηση Οργανισμού.  

   Όπως ήδη αναφέρθηκε, η παρούσα διαδικασία συνιστά διαδικασία επανεξέτασης της πλήρωσης της επίδικης θέσης, μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην Σολωμού (ανωτέρω), προσφυγή που ασκήθηκε από τον αιτητή στην προσφυγή 1020/2020. Τότε, κατά της νομιμότητας της ίδιας διοικητικής πράξης, ο αιτητής στην προσφυγή 1031/2020 είχε επίσης εγείρει την προσφυγή με αρ. 691/2018, η οποία λόγω μη συνεκδίκασής της με την προσφυγή 603/2018[1], με την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στις 9.9.2020, αυτή απερρίφθη, αφού κατέστη άνευ αντικειμένου. Ορθώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην προσφυγή 1031/2020 υποβάλλει πως του παρέχεται η δυνατότητα, στα πλαίσια της εδώ επανεξέτασης, να εγείρει τους λόγους ακύρωσης που είχε προβάλει τότε και δεν εξετάστηκαν, κατ’ επίκληση της Α.Ε. 213/2012 Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.12.2018

 

  Προχωρώ να εξετάσω την εισήγηση του ενδιαφερόμενου μέρους πως οι δύο υπό εκδίκαση προσφυγές, κατά του αρχικού διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 16.4.2018, έχουν καταστεί αλυσιτελείς, ενόψει της μη προσβολής εκ μέρους των αιτητών της νέας απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου η αίτηση με την οποία ανανεώθηκε η σύμβαση εργασίας του ενδιαφερόμενου μέρος με τον ΚΟΑ, μέχρι την 16.4.2023.

 

  Δεν συμφωνώ με την εισήγηση περί απόρριψης των υπό εκδίκαση προσφυγών, λόγω αλυσιτέλειας.

 

  Η νέα απόφαση ανανέωσης της σύμβασης εργασίας του ενδιαφερόμενου μέρους για δεύτερη πενταετία, είχε ως έρεισμα την απόφαση διορισμού της αναδρομικά – ενόψει της ακυρωτικής απόφασης – από 16.4.2018. Όπως πολύ ορθά εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών, σε περίπτωση που οι εδώ προσφυγές γίνουν αποδεκτές κι ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση ακυρωθεί, τότε συμπαρασύρεται σε ακύρωση κι η ανανέωση, η οποία είχε ως βάθρο τον αρχικό διορισμό. Εξάλλου, η απόφαση του ΚΟΑ με την οποία ανανεώθηκε η σύμβαση εργασίας του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση της Γενικής Διευθύντριας, δεν αποτέλεσε αντικείμενο προς διεκδίκηση από οποιονδήποτε άλλο υποψήφιο, αλλά ελήφθη κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 3(1Α) του περί  Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου, Ν. 115/90 ως έτυχε τροποποίησης με τον Ν. 118(Ι)/2002, λαμβάνοντας υπόψη πως την επίδικη θέση κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος. Εάν ο αρχικός διορισμός ακυρωθεί, συμπαρασύρεται σε ακύρωση κι η ανανέωση.

 

  Το ενδιαφερόμενο μέρος ήγειρε και ζήτημα έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, υποβάλλοντας πως η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, είναι η απόφαση ου Υπουργικού Συμβουλίου στην οποία ενσωματώθηκε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, απόφαση που δεν προσβάλλεται με τις προσφυγές.

 

  Στο ζήτημα τοποθετούνται πολύ ορθά οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών στις απαντητικές γραπτές τους αγορεύσεις, παραπέμποντας στην Κατσούρη ν. Πεύκαρος κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 295, από την οποία και παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:-

 «Από τις αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι των διαδίκων αναδύεται ένας κοινός παρονομαστής: Όπου οι πράξεις διοικητικού οργάνου υπόκεινται, εκεί όπου ο Νόμος ορίζει, στην έγκριση ετέρου διοικητικού οργάνου, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι μόνο η εγκριτική. Στη βάση αυτής της παραμέτρου εξετάζεται και η φύση της πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου ως συμπληρωματικής προς την αποφασιστική αρμοδιότητα του εκτελεστικού οργάνου. Ζήτημα όμως που άπτεται της εκτελεστότητας και μόνο της πράξης και συνδέεται στενά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, για παροχή δικαιώματος έννομης προστασίας του διοικούμενου, εφόσον σε προσφυγή υπόκεινται οι εκτελεστές ατομικές πράξεις ή παραλείψεις εκ των οποίων δημιουργούνται κατά Νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, ζήτημα που η πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε διαχρονικά: Η όποια, κατά την κρίση μας, αμφιβολία, μόνιμη τα τελευταία χρόνια, η οποία δυνατόν να προκύπτει από τις ανωτέρω αποφάσεις, βρίσκεται στην προσπάθεια του Δικαστηρίου να επεξηγήσει τη φύση της πρώτης ώστε να κριθεί αν παραδεκτώς προσβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146. Ότι αυτό είναι το ζήτημα που απασχολεί το Δικαστήριο, τόσο στην Χανιάν όσο και στις επόμενες, επιβεβαιώνεται από το σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα του Στασινόπουλου «Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων», σ. 124, όπως παρατίθεται στην Χανιάν (ανωτέρω).

Στην υπό κρίση περίπτωση αναμφίβολα η εκτελεστή διοικητική πράξη, απόφαση του ΚΟΤ τελειώθηκε διά της εγκριτικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι αιτητές-εφεσίβλητοι παραδεκτώς λοιπόν προσέβαλαν την απόφαση του ΚΟΤ μετά την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και όχι αυτοτελώς. Ό,τι προωθήθηκε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου πρωτόδικη διαδικασία ως ακυρωτικός λόγος, έπληττε τη νομιμότητα της απόφασης του αποφασιστικού οργάνου του ΚΟΤ χωρίς να εγερθεί ζήτημα πλημμέλειας ή νομιμότητας της εγκριτικής πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Δικαστήριο ορθά λοιπόν δεν προχώρησε να εξετάσει το ζήτημα εφόσον η κρίση περί της νομιμότητας της απόφασης του ΚΟΤ με τα ενώπιον του εγερθέντα επίδικα ζητήματα, δεν θα διαφοροποιούσε την κατάληξη του. Από τη στιγμή που η απόφαση του οργάνου με αποφασιστική αρμοδιότητα, ΚΟΤ, ακυρώθηκε, συμπαρέσυρε σε ακυρότητα και την εγκριτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι συνήγοροι των διαδίκων κάλεσαν το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αμφιλεγόμενου ζητήματος της αναγκαστικής συνένωσης του εγκριτικού οργάνου σε υποθέσεις σύνθετων διοικητικών ενεργειών ή αποφάσεων. Θεωρούμε ότι το ζήτημα δεν επιλύεται δια της εισαγωγής άκαμπτου κανόνα, αλλά κρίνεται πάντοτε από το πώς πλαισιώνονται δια του δικογράφου οι λόγοι ακυρότητας. Αν δηλαδή οι νομικοί λόγοι ακύρωσης και η όποια πλημμέλεια πλήττει και την ίδια την εγκριτική απόφαση ή όχι, π.χ. όπου συντρέχει λόγος ακυρότητας εξαιτίας κακής σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου. Ζήτημα που υπενθυμίζουμε δεν συνέτρεχε στην υπό εξέταση υπόθεση.

 Εναπόκειται λοιπόν στο συνήγορο του εκάστοτε αιτητή να σταθμίσει το ζήτημα και να συνενώσει ή όχι το εγκριτικό όργανο εκεί όπου κρίνει ότι τούτο απαιτείται εκ των γεγονότων της υπόθεσης του εντολέα του. Αυτό χωρίς να παραγνωρίζουμε τους κινδύνους της επιλογής του με δεδομένο ότι ζητήματα που άπτονται της κακής σύνθεσης αποφασιστικού ή εγκριτικού οργάνου, ως ζητήματα δημοσίου δικαίου, δυνατόν να εγερθούν κατά πάντα στάδιο ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, οπότε σε τέτοια περίπτωση η μη συνένωση του οργάνου ως διαδίκου στη σχετική διαδικασία δεν θα επέτρεπε ενδεχομένως την εξέταση τους».

 

  Η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία εγκρίθηκε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου η αίτηση, ελήφθη κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 7.10.2020. Κι οι δύο προσφυγές καταχωρήθηκαν μετά την εγκριτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, στις 30.10.2020 και 3.11.2020, ενώ δεν συνενώθηκε ως διάδικος το Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτό ορθώς, αφ’ ης στιγμής δεν εγείρονται εκ μέρους των αιτητών οποιοιδήποτε ισχυρισμοί σε σχέση με πλημμέλεια του εγκριτικού οργάνου, παρά μόνον εγείρονται ισχυρισμοί που άπτονται της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΟΑ.

 

  Προχωρώ να εξετάσω τους εγειρόμενους ισχυρισμούς σε σχέση με την προσφυγή 1020/2020, αρχίζοντας από τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης περί παράβασης δεδικασμένου, σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

 

 Όπως κρίθηκε στην ακυρωτική απόφαση το Διοικητικό Συμβούλιο του καθ΄ου η αίτηση όφειλε να προβεί σε ερμηνεία των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας και ειδικότερα, σε ερμηνεία του τι συνιστά «πείρα σε υπεύθυνη θέση» προκειμένου να γίνει συσχέτιση των καθηκόντων που του ενδιαφερόμενο μέρος εκτελούσε και να εξεταστεί το κατά πόσον πληρούσε την απαίτηση για δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση από την οποία πενταετή τουλάχιστον σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών. Τούτο, ιδίως λόγω και της φύσης της εργασίας της ως Λέκτορα σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο που επέβαλλε εντατικότερη διερεύνηση. Κατά δεύτερον, κρίθηκε ως μεμπτή η κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου πως το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, χωρίς να προηγηθεί συγκεκριμένη εξειδίκευση αναφορικά με το ποιος ακαδημαϊκός τίτλος της πιστώθηκε προς τούτο. Και τρίτον, το Δικαστήριο κατέληξε πως η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρος υπήρξε αναιτιολόγητη, αφού στηρίχθηκε σε γενικές αναφορές και επιφανειακή αξιολόγηση διαφόρων παραγόντων, στην προφορική συνέντευξη για την οποία δεν προκύπτει η απόδοση, αλλά ούτε και βαθμολογία.

 

  Παραθέτω τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης:-

 «Β. Απαιτούμενα Προσόντα:

(1) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα από τα πιο κάτω θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:

Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Οικονομικές Επιστήμες, Κοινωνικές Επιστήμες, Νομικά, Διοίκηση Αθλητισμού, Φυσικής Αγωγής

      (Σημ.: Ο όρος «Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει    και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).

(2) Δεκαετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.

(3) Πολύ καλή γνώση των αθλητικών πραγμάτων στην Κύπρο και στο εξωτερικό καθώς και καλή γνώση του αθλητικού δικαίου (Κυπριακού, Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου).

[…]

(5) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής ή της Γαλλικής ή της Γερμανικής γλώσσας.

(6) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σε θέμα σχετικό με τα αναφερόμενα στην παράγραφο (1) θέματα, που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

  Κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, το Διοικητικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 22.9.2020, προχώρησε σε ερμηνεία του όρου «πείρα σε υπεύθυνη θέση» και «πείρα σε διοικητικά/εποπτικά καθήκοντα». Όπως αναφέρθηκε, το Διοικητικό Συμβούλιο θεώρησε ως υπεύθυνες θέσεις αυτές με μισθοδοτική κλίμακα Α13 και άνω, ενώ για την ερμηνεία του όρου «διοικητικά/εποπτικά» αποφάσισε όπως ληφθεί υπόψη η φύση και το είδος των καθηκόντων που οι υποψήφιοι εκτελούσαν.

 

  Το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφάσισε πως την απαίτηση της παραγράφου Β.2 του Σχεδίου Υπηρεσίας κατέχει τόσο ο αιτητής στην προσφυγή 1020/2020, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

  Ειδικότερα, σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος, αναφέρθηκαν τα εξής:-

«1. Μ. Χ. – Π.

Το Διοικητικό Συμβούλιο έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην κατοχή του προσόντος από την αιτήτρια, υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης ημερομηνίας 09/09/2020, στην προσφυγή 603/2018 και των διαπιστώσεων που περιέχονται σε αυτή.

Το Διοικητικό Συμβούλιο εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία που αφορούν στην αιτήτρια και λαμβάνοντας υπόψη και την επιστολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου ημερομηνίας 07/09/2015, η οποία συμπεριλαμβάνεται στην αίτηση της αιτήτριας, έκρινε ότι η αιτήτρια, πέραν από τη θέση Λέκτορος που κατείχε στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, από το 2005 έως και την ημερομηνία λήξης της προκήρυξης για τη θέση του Γενικού, κατείχε επίσης και τις ακόλουθες θέσεις στο Πανεπιστήμιο αυτό, τα καθήκοντα και η χρονική περίοδος άσκησης των οποίων, καλύπτουν κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετή τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών:

1. 2005 έως την ημερομηνία λήξης της προκήρυξης για τη θέση του Γενικού Διευθυντή - Συντονίστρια του Ακαδημαϊκού Προγράμματος Αθλητικής Διοίκησης στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, με καθήκοντα τα οποία το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ως διοικητικά/εποπτικά υπεύθυνης θέσης που ικανοποιούν την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για κατοχή του προσόντος της «δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών».

2.   2010 έως την ημερομηνία λήξης της προκήρυξης για τη θέση του Γενικού Διευθυντή Επικεφαλής της Σχολής της Ρεάλ Μαδρίτης στην Κύπρο, με καθήκοντα τα οποία το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει ως καθήκοντα διοικητικά/εποπτικά υπεύθυνης θέσης που ικανοποιούν την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για κατοχή του προσόντος της «δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών».

Κατά την εξέταση των καθηκόντων της θέσης που κατείχε η αιτήτρια ως Επικεφαλής της Σχολής της Ρεάλ Μαδρίτης στην Κύπρο, το Διοικητικό Συμβούλιο δεν παρέλειψε να ερευνήσει το επίπεδο και τη φύση της Σχολής της Ρεάλ Μαδρίτης και τη σχέση της στην Κύπρο με το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Από την έρευνα που διεξήγαγε το Διοικητικό Συμβούλιο, διεφάνη ότι το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου συνήψε διμερή συμφωνία με το ισπανικό Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης «Universidad Europea de Madrid», μέρος του οποίου αποτελεί η Σχολή «Real Madrid International Professional School». Σύμφωνα με τη διμερή αυτή συμφωνία, το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο ανέλαβε τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες της Σχολής στην Κύπρο.

Το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε επίσης ότι η Σχολή «Real Madrid International Professional School» στην Κύπρο, ως μέρος του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης «Universidad Europea de Madrid» και του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, ανταποκρίνεται στο επίπεδο που απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, κατά την προσμέτρηση της πείρας και της χρονικής περιόδου προς ικανοποίηση της «δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών».

Με βάση τα πιο πάνω, το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε ότι τα καθήκοντα που ασκούσε η αιτήτρια τόσο ως Συντονίστρια του Ακαδημαϊκού Προγράμματος Αθλητικής Διοίκησης στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, όσο και ως Επικεφαλής της Σχολής της Ρεάλ Μαδρίτης στην Κύπρο, πληρούν το εν λόγω προσόν.

Στην κρίση ότι η αιτήτρια κατέχει το προσόν της «δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών», το Διοικητικό Συμβούλιο δεν έλαβε καθόλου υπόψη του και δεν προσμέτρησε την κατοχή της θέσης της Λέκτορος στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου από την αιτήτρια, ούτε την υπηρεσία της στην Κυπριακή Ολυμπιακή Επιτροπή[2]

 

  Αυτό που προκύπτει από τις πιο πάνω αναφορές, είναι πως το Διοικητικό Συμβούλιο, προκειμένου να πιστώσει στο ενδιαφερόμενο μέρος την απαίτηση της παραγράφου Β.2 του Σχεδίου Υπηρεσίας, στηρίχθηκε στην επιστολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερομηνίας 7.9.2015, η οποία επισυνάφθηκε στην αίτηση που υπέβαλε το ενδιαφερόμενο μέρος προς διεκδίκηση της επίδικης θέσης.

 

  Όπως καταγράφει το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο, πίστωσε στο ενδιαφερόμενο μέρος την εν λόγω απαίτηση, αφού έλαβε υπόψη «δύο θέσεις» που κατείχε στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου: (α) αυτήν της Συντονίστριας του Ακαδημαϊκού Προγράμματος Αθλητικής Διοίκησης και (β) αυτήν της Επικεφαλής της Σχολής της Ρεάλ Μαδρίτης στην Κύπρο.

 

  Το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο, τόνισε πως δεν έλαβε καθόλου υπόψη του και δεν προσμέτρησε προς αυτήν την κατεύθυνση την κατοχή εκ μέρους της, της θέσης της Λέκτορος στο εν λόγω Πανεπιστήμιο.

 

  Εδώ έγκειται κατά την κρίση μου η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Διοικητικό Συμβούλιο, ως προς την πλήρωση της εν λόγω απαίτησης από το ενδιαφερόμενο μέρος.

  Έχω εντοπίσει την επιστολή ημερομηνίας 7.9.2015 στην οποία στηρίχθηκε ουσιαστικά το Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου να πιστώσει το ενδιαφερόμενο μέρος με την κατοχή της απαίτησης της παραγράφου Β.2 του Σχεδίου Υπηρεσίας. Περιέχεται στο Τεκμήριο 1 στα κυανά 137-136. Πρόκειται για μία δισέλιδη επιστολή εκ μέρους της Διευθύντριας του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο στο οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση Λέκτορα. Σ’ αυτήν γίνεται αναφορά και σε άλλα καθήκοντα που είχε το ενδιαφερόμενο μέρος, πέραν της κατοχής της θέσης Λέκτορα.

 

  Τόσο, όμως, ο ρόλος της ως Συντονίστριας του Ακαδημαϊκού Προγράμματος Αθλητικής Διοίκησης, όσο κι ο ρόλος της, ως Επικεφαλής της Σχολής της Ρεάλ Μαδρίτης στην Κύπρο, δεν συνιστούσαν ξεχωριστές «θέσεις», πέραν από την οργανική θέση που κατείχε στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Αυτός ο διπλός ρόλος του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κατοχή εκ μέρους της άλλων και πρόσθετων «θέσεων», όπως ακριβώς το έθεσε το Διοικητικό Συμβούλιο και μάλιστα, χωρίς να λάβει υπόψη του την κατοχή εκ μέρους της, της θέσης της Λέκτορος. Εάν το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε τη θέση της Λέκτορος, δεν θα της δίδονταν ούτε αυτά τα δύο προγράμματα. Δηλαδή, δεν θα μπορούσε να μην ληφθεί υπόψη από το Διοικητικό Συμβούλιο η κύρια επαγγελματική και οργανική θέση που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος και να ληφθούν υπόψη τα «προγράμματα» τα οποία της είχαν ανατεθεί παρεμπιπτόντως, ενόψει και τη θέσης της Λέκτορος που αυτή κατείχε.

 

  Συνοπτικά, κρίθηκε πως κατείχε την απαίτηση της παραγράφου Β.2 του Σχεδίου Υπηρεσίας, πιστώνοντάς της, αντί το μείζον, το έλασσον.

 

  Και τούτο, τη στιγμή που το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο, καθόρισε ως «υπεύθυνη θέση» την θέση μισθοδοτικής κλίμακας Α13. Καμία αναφορά και καμία συσχέτιση έγινε ως προς τούτο, σε σχέση, είτε με τον ένα ρόλο – αυτόν της Συντονίστριας του Ακαδημαϊκού Προγράμματος Αθλητικής Διοίκησης – είτε με τον άλλο ρόλο - αυτόν της Επικεφαλής της Σχολής της Ρεάλ Μαδρίτης στην Κύπρο.

  Επιπροσθέτως, το Διοικητικό Συμβούλιο δεν προσέδωσε τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διερεύνηση στην οποία το ίδιο προέβη, ως προς το επίπεδο και τη φύση της Σχολής της Ρεάλ Μαδρίτης και την σχέση της στην Κύπρο με το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Εξάλλου, αυτοί οι ρόλοι που είχε αναλάβει το ενδιαφερόμενο μέρους, ήταν πλήρως συναρτώμενοι με την κύρια απασχόλησή της, ως Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο και δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως «θέσεις», όπως υπό πλάνη θεώρησε ο καθ’ ου η αίτηση Οργανισμός.   

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω πως το Διοικητικό Συμβούλιο υπό πλάνη πίστωσε στο ενδιαφερόμενο μέρος την απαίτηση της παραγράφου Β.2 του Σχεδίου Υπηρεσίας, για την κατοχή εκ μέρους της δεκαετούς τουλάχιστον πείρας σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστον πείρα σε εποπτικά/διοικητικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.

 

  Παρά την πιο πάνω κατάληξη, για σκοπούς πληρότητας, θα προχωρήσω να εξετάσω και τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.

 

  Εγέρθη ζήτημα εκ μέρους του αιτητή στην προσφυγή 1020/2020 πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν πληροί ούτε την απαίτηση της παραγράφου Β.3 του Σχεδίου Υπηρεσίας για την πολύ καλή γνώση αθλητικών πραγμάτων στην Κύπρο και στο εξωτερικό και καλή γνώση του αθλητικού δικαίου (Κυπριακού, Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου). Επ’ αυτού, αναφέρεται πως ο αιτητής στην προσφυγή 1020/2020 πιστώθηκε με την κατοχή του, όπως επίσης και το ενδιαφερόμενο μέρος. Όμως, κατά την τελική επιλογή, όπως αναφέρεται στη σελίδα 20 των πρακτικών της επίδικης συνεδρίας, κρίθηκε πως το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε, έναντί του. Ειδικότερα, αναφέρθηκε:-

 

«Έναντι του υποψηφίου Δρ Κ. Σ., που υπηρετεί στον Οργανισμό, η Δρ Μ. Χ. Π. υπερέχει σε γνώση για τα αθλητικά πράγματα [...]».

 

  Σε συμφωνία με τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, κρίνεται πως η πιο πάνω αναφορά του Διοικητικού Συμβουλίου, περί υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους, έναντι του αιτητή σε σχέση μ’ αυτήν την απαίτηση, είναι παντελώς αναιτιολόγητη και αστήρικτη από τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα. Όπως αναφέρει το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο στη σελίδα 15 των πρακτικών της επίδικης συνεδρίας, για να εξετάσει την πλήρωση αυτής της απαίτησης, εξέτασε τις αιτήσεις των αιτητών, τα έγγραφα και τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν σε αυτές.

 

  Παρόλα αυτά, τίποτε δεν αναδεικνύεται υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρος που να του αποδίδει υπεροχή, σε σχέση με αυτήν την απαίτηση, έναντι του αιτητή. Συνεπώς, κι αυτή η κατάληξη του Διοικητικού Συμβουλίου, θα πρέπει να ακυρωθεί, ως πεπλανημένη.

 

  Στη βάση των όσων έχουν ήδη εκτεθεί, καταλήγω πως η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, αναδρομικά από 16.4.2018, στη θέση της Γενικής Διευθύντριας του καθ’ ου η αίτηση, θα πρέπει να ακυρωθεί.

  Προσφυγή 1031/2020

  Όπως έχει ήδη λεχθεί, ο αιτητής στην προσφυγή 1031/2020, έχει κριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο πως δεν πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου Β.3, ήτοι αυτήν της «Πολύ καλής γνώσης των αθλητικών πραγμάτων στην Κύπρο και στο εξωτερικό καθώς και καλής γνώσης του αθλητικού δικαίου (Κυπριακού, Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου)».

 

  Εγέρθηκε εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του αιτητή να προσβάλει την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου με την οποία διορίστηκε στην επίδικη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω μη κατοχής εκ μέρους του, των απαιτούμενων προσόντων της παραγράφου Β.3 του Σχεδίου Υπηρεσίας, αφού τα ακαδημαϊκά του προσόντα κι όλη η επαγγελματική του σταδιοδρομία, συμπεριλαμβανομένης της θέσης που κατείχε στον καθ’ ου η αίτηση, δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με αθλητικά πράγματα και/ή αθλητικό δίκαιο.

 

  Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πως αποκλεισθείς υποψήφιος από θέση προαγωγής, στερείται εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή και να αμφισβητήσει την νομιμότητα άλλης επιλογής, όταν ο ίδιος δεν κατέχει τα προαπαιτούμενα, εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας, προσόντα (Ε.Δ.Δ. 148/20, Δημοκρατίας ν. Κέκκου κ.ά., ημερομηνίας 19.10.2021, Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2017) 3Α Α.Α.Δ 311, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ 769,  Κάζανου ν. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 293, Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588).

 

  Όπως επεξηγήθηκε και στην Χριστοδουλίδης (ανωτέρω), με αναφορά στην Meletis v. C.P.O. a.o. (1987) 3 C.L.R. 1984, η μόνη περίπτωση που προσδίδεται έννομο συμφέρον σε αποκλεισθέντα υποψήφιο, προς αμφισβήτηση διορισμού ή προαγωγής άλλου προσώπου, αντί του ιδίου, αφορά τυχόν αμφισβήτηση της νομιμότητας του Σχεδίου Υπηρεσίας στη βάση του οποίου αυτός αποκλείστηκε και μόνον βεβαίως, εφόσον αυτό, εν τέλει, κριθεί άκυρο. Που δεν είναι όμως, εν προκειμένω, η περίπτωση.

  Για το κατά πόσον ο αιτητής στην προσφυγή 1031/2020 πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου Β.3, γίνεται στα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου, η εξής αναφορά (σελ. 15-16):-

               
«Το Διοικητικό Συμβούλιο εξέτασε ακολούθως την κατοχή από τους επτά (7) αιτητές που κρίθηκαν προσοντούχοι, την κατοχή του πιο πάνω από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντος.

Από την εξέταση των αιτήσεων των αιτητών, των εγγράφων και των στοιχείων που τις συνόδευαν, το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε ότι την «Πολύ καλή Γνώση Αθλητικών Πραγμάτων στην Κύπρο και στο εξωτερικό και καλή γνώση του αθλητικού δικαίου (Κυπριακού, Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου)», κατέχουν οι ακόλουθοι αιτητές:

1. Μ. Χ. Π.

[...]

2. Σ. Κ.

[...]

3. Β. Κ.

[...]

Το Διοικητικό Συμβούλιο αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται στις αιτήσεις των λοιπών υποψηφίων, έκρινε ότι αυτοί δεν πληρούν την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας Πολύ καλή Γνώση Αθλητικών Πραγμάτων στην Κύπρο και στο εξωτερικό και καλή γνώση του αθλητικού δικαίου (Κυπριακού, Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου) και ως εκ τούτου, δεν εξέτασε περαιτέρω τις αιτήσεις τους».[3]

 

               

  Συμφωνώ με τις θέσεις του αιτητή, πως το Διοικητικό Συμβούλιο δεν έδωσε καμία απολύτως αιτιολογία για την πιο πάνω αναφερόμενη κατάληξη, η οποία πάσχει από αοριστία και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Σε συμφωνία, επίσης, με τις εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, η εν λόγω κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου, έρχεται σε αντίθεση με την αξιολόγηση των τυπικών προσόντων των υποψηφίων, κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης από την ιδιωτική εταιρεία στην οποία το έργο αυτό είχε ανατεθεί κι η οποία ήταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την επίδικη συνεδρία, ως αυτό καταγράφεται ρητώς στο πρακτικό στη σελ. 2.

 

  Εκεί, ο αιτητής στην προσφυγή με αρ. 1031/2020 είχε πιστωθεί με την κατοχή του εν λόγω προσόντος, ενώ χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία για αυτή την αλλαγή στάσης, το Διοικητικό Συμβούλιο τον απέκλεισε από την πάρα πέρα αξιολόγηση της αιτήσεώς του.

 

  Τα όσα αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση του καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τα πτυχία που ο αιτητής κατέχει δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, ως μέρος της αιτιολογίας του Διοικητικού Συμβουλίου.  

 

  Βάσει των πιο πάνω, η κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου πως ο αιτητής στην προσφυγή 1031/2020 δεν πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου Β.3 του Σχεδίου Υπηρεσίας κι η αίτησή του δεν εξετάστηκε περαιτέρω, κρίνεται ως εσφαλμένη. Το ζήτημα της αξιολόγησης της αιτήσεως του, θα πρέπει να οδηγηθεί εκ νέου προς επανεξέταση, υπό το φως των όσων έχουν λεχθεί, προς πλήρη και ορθή διερεύνηση του καταλληλότερου υποψηφίου προς διορισμό στην επίδικη θέση.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους και οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                               Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 



[1] Σολωμού (ανωτέρω).

[2] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.

[3] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο