ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

 (Υπόθεση αρ. 1055/2015)

 

  24 Ιουλίου 2024

 [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

                                       Π. Δ.

 

Αιτητής,

                                         και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργού Εσωτερικών

      ως Κηδεμόνα-Διαχειριστή Τουρκοκυπριακών Περιουσιών

 

Καθ’ ων η αίτηση.

__________________________________

Α. Τοφαρή (κα), για  Ηλίας Χρίστου Δ.Ε.Π.Ε, για τον αιτητή.

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

                         Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση προκύπτουν από τα γεγονότα της ένστασης καθώς και από το περιεχόμενο των έξι διοικητικών φακέλων, δεν αμφισβητούνται και έχουν ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής, εκτοπισθέντας από την Αμμόχωστο, σύνηψε στις  15.3.1996 με τον Υπουργό Εσωτερικών, υπό την ιδιότητα αυτού ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (εφεξής ως «ο Κηδεμόνας») Σύμβαση Μίσθωσης (αρ. μητρώου 7960) για την εκμίσθωση μέρους τουρκοκυπριακής περιουσίας και συγκεκριμένα του τεμαχίου αρ.60, Φ/Σχ. 60/A1W1 και W2, στη Λάρνακα έκτασης 2304 τ.μ, με σκοπό την ανέγερση γυμναστηρίου/κολυμβητηρίου εκ μέρους του αιτητή. Η αρχική περίοδος μίσθωσης καθορίστηκε για πέντε έτη, ήτοι από 1.4.1996 μέχρι 31.3.2001, με μηνιαίο ενοίκιο 370 Λ.Κ (ήτοι €632), το οποίο θα έπρεπε να πληρώνεται προκαταβολικά. Σύμφωνα δε με το περιεχόμενο της εν λόγω Συμβάσης, ο μισθωτής μεταξύ άλλων, όφειλε να καταβάλει το μίσθωμα, όπως αυτό προνοείτο στους όρους της Συμβάσης, να χρησιμοποιεί το Μίσθιο για την ανέγερση με δική του δαπάνη γυμναστήριου/κολυμβητήριου και να μην εκμισθώνει, εκχωρεί ή παραχωρεί άδεια χρήσεως σε τρίτο του όλου ή μέρος του Μισθίου.

Ο αιτητής και παρά τις συνέχεις επιστολές και επανειλημμένες προειδοποιήσεις για καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων δεν προέβαινε στην έγκαιρη και/ή πλήρη αποπληρωμή τους, με αποτέλεσμα την συσσώρευση καθυστερημένων οφειλών. Στις 18.9.1997 και μετά από αίτημα του αιτητή, αποφασίστηκε όπως το μηνιαίο ενοίκιο μειωθεί κατά 50% για ένα χρόνο, νοουμένου ότι ο αιτητής θα καταβάλει τα καθυστερημένα ενοίκια. Περαιτέρω στις 8.12.1998 εγκρίθηκε επιπρόσθετη μείωση του ενοικίου του αιτητή κατά 50%, υπό τον όρο ότι ο αιτητής θα κατέβαλε τα οφειλόμενα ενοίκια. Ως αποφασίστηκε -σύμφωνα με το ερυθρό 36 Τεκμηρίου 2Β, και ερυθρό 218 Τεκμηρίου1Β-η μείωση αυτή θα ίσχυε μέχρι τις 31.12.1999 και ως εκ τούτου ο αιτητής ενημερώθηκε ότι από 1.1.2000, το ποσό του ενοικίου επανερχόταν στο αρχικό ποσό των 370 Λ.Κ (€632).  Παρεμβάλλεται ότι και παρά τις εκκρεμούσες οφειλές του αιτητή με συμπληρωματική συμφωνία που ακολούθησε επί της αρχικής Συμβάσης Μίσθωσης ημερομηνίας 15.3.1996 δίδετο το δικαίωμα στον μισθωτή να αιτηθεί την ανανέωση της Συμβάσης για ακόμη 8 έτη.

 

Δοθέντος ότι ο αιτητής δεν προέβαινε στην εξόφληση των οφειλόμενων ενοικίων προς τον Κηδεμόνα, ο τελευταίος καταχώρησε την αγωγή αρ.5510/98 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, το οποίο με απόφαση του ημερομηνίας 2.5.2001 διέτασσε τον αιτητή όπως καταβάλει το οφειλόμενο τότε ποσό των £2.590 με τόκο προς 8% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως του, ως η αξίωση του Κηδεμόνα.

 

Παρά την έκδοση της πιο πάνω δικαστικής απόφασης και παρά την αποστολή αλλεπάλληλων επιστολών και επανειλημμένων προειδοποιήσεων για λήψη δικαστικών μέτρων, ο αιτητής εξακολουθούσε να μην προβαίνει, ούτε σταδιακά, στην αποπληρωμή των καθυστερημένων οφειλόμενων ενοικίων, τα οποία συσσωρεύοντο.

Ως εκ τούτου, ο Κηδεμόνας αποφάσισε τη λήψη νέων δικαστικών μέτρων για διεκδίκηση των συσσωρευμένων οφειλόμενων ενοικίων, τα οποία για τα προηγούμενα διαρρεύσαντα χρόνια και μέχρι τις 13.4.2011 ανέρχοντο σε ποσό ύψους €59.682,57.

 

Εντούτοις, ως καταγράφεται σε ενημερωτική επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Έπαρχο Λάρνακας ημερομηνίας 14.7.2011, ο Υπουργός Εσωτερικών, υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνας, αποφάσισε και μετά από συνάντηση που είχε με τον αιτητή στις 16.6.2011, όπως δοθεί στον αιτητή η ευκαιρία για σταδιακή αποπληρωμή των οφειλών του, ήτοι και πέραν της αποπληρωμής του  μηνιαίου ενοικίου, το οποίο ανέρχετο στα  €632,18, ο αιτητής να καταβάλλει μηνιαίως και το ποσό των €1000- €1500. Ως σημειώνετο δε στην εν λόγω επιστολή αν δεν υπήρχε συμμόρφωση του αιτητή προς τα συμφωνηθέντα, θα προωθούνταν άμεσα δικαστικά μέτρα για είσπραξη των οφειλομένων ενοικίων, μη αποκλειόμενου και του τερματισμού της Σύμβασης Μίσθωσης.

 

Ως προκύπτει από σχετική κατάσταση των οφειλόμενων ενοικίων του αιτητή, η οποία περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο (ερυθρά 279-276 Τεκμηρίου 1Β αλλά και από το ερυθρό 286) ο αιτητής από τον Αύγουστο του 2011 μέχρι τον Ιανουάριο του 2012 κατέβαλε το ποσό των €1.600 και στη συνέχεια και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012 κατέβαλε μηνιαίως, αφού πρώτα εξασφάλισε σχετική συγκατάθεση των καθ΄ων η αίτηση, το ποσό των €1200, ενώ από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι τον Μάρτιο του 2013 κατέβαλε μειωμένα ποσά ύψους €900 και €600.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 9.4.2013, ο αιτητής, κατ΄ επίκληση  της κατάστασης της οικονομίας, αιτείτο όπως ο ίδιος καταβάλει μηνιαίως το μειωμένο ποσό των €600 και με την ανάκαμψη της οικονομίας να επανέλθει στην καταβολή των €1200 μηνιαίως με σκοπό να καλύψει και τις καθυστερημένες οφειλές.

 

To αίτημα του αιτητή εξετάστηκε στις  25.6.2013 και κρίθηκε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί δεδομένου ότι παρά την απόφαση του Κηδεμόνα να δοθεί ευκαιρία στον αιτητή για σταδιακή αποπληρωμή των οφειλομένων, ο αιτητής εξακολουθούσε να οφείλει πολύ μεγάλο ποσό καθυστερημένων ενοικίων. Ο Έπαρχος Λάρνακας με επιστολή ημερομηνίας 10.7.2013 κατόπιν οδηγιών του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ενημέρωσε τον αιτητή για την απόφαση του Κηδεμόνα καθώς και ότι ο αιτητής όφειλε να συνεχίζει να καταβάλει, πέραν του τρέχοντος ενοικίου, το ποσό των 1000-€1500 για τη σταδιακή αποπληρωμή των οφειλομένων, τα οποία ανέρχοντο σε ποσό ύψους  €52,919,30.

 

Ωστόσο ο αιτητής-ως διαφαίνεται και από την «κατάσταση δόσεων» ημερομηνίας 21.2.2014 που περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 1Β- συνέχιζε να μην συμμορφώνεται με την απόφαση του Κηδεμόνα για σταδιακή αποπληρωμή των καθυστερημένων ενοικίων και την ταυτόχρονη καταβολή του μηνιαίου ενοικίου καταβάλλοντας άλλοτε χαμηλότερο ποσό και άλλοτε ποσό που κάλυπτε μόνο το μηνιαίο ενοίκιο.

 

Ακολούθησε στις 28.7.2014 η υπογραφή νέας αναθεωρημένης Σύμβασης Μίσθωσης (Σύμβαση αρ. μητρώου 11428) μεταξύ του αιτητή και του Υπουργού Εσωτερικών, υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνα, η ισχύ της οποίας θα άρχετο από την 1.8.2014 και θα έληγε στις 31.7.2017. Το μηνιαίο μίσθωμα παρέμεινε καθοριζόμενο στα €632,00, πληρωτέο προκαταβολικά, με πρόσθετο όρο όπως αυξάνεται κατά 7% ανά διετία. Συμφωνήθηκε δε και εγγράφως, ως επιπρόσθετος όρος, ότι ο αιτητής όφειλε ως μισθωτής «να καταβάλλει ως μηνιαίο ενοίκιο το πόσο των €1000-€1500 για τις παλαιές οφειλές του, συν το τρέχων μηνιαίο ενοίκιο της υφιστάμενης Συμβάσης Μίσθωσης, ως  η απόφαση του Κηδεμόνα Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών ημερομηνίας 25.6.2013». Περαιτέρω και δυνάμει των όρων της Σύμβασης Μίσθωσης, ο αιτητής είχε μεταξύ άλλων και τις ακόλουθες υποχρεώσεις :

 

«4. Ο Μισθωτής υπόκειται στις πιο κάτω υποχρεώσεις:-

 […]

(β)  Στην περίπτωση που το ενοίκιο είναι μηνιαίο, να καταβάλλει το μίσθωμα  προκαταβολικά, κάθε μήνα [..].

(ε) Να μην υπενοικιάζει/ υπεκμισθώνει, εκχωρεί, ή παραχωρεί το δικαίωμα χρήσης του όλου ή μέρος του Μισθίου σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, χωρίς την άδεια του  Εκμθισθωτή. […]»

 

Πρόσθετα, ως διαλαμβάνετο και στον όρο 7 (α) της εν λόγω  Σύμβασης, οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ότι «σε περίπτωση που ο Μισθωτής δεν εκπληρώσει οποιαδήποτε υποχρέωση που πηγάζει από τη Σύμβαση  αυτή, ο Εκμισθωτής δύναται να τερματίσει την Σύμβαση Μίσθωσης πριν τη λήξη της ισχύος της, με γραπτή προειδοποίηση τουλάχιστον 30 ημερών.»

 

Ο αιτητής και μετά τη σύναψη της νέας Σύμβασης Μίσθωσης δεν προέβηκε σε καταβολή οποιουδήποτε ποσού, με τις οφειλές αυτού να ανέρχονται σε ποσό συνολικού ύψους €52,220,31.

 

Στις 26.11.2014 κοινοποιήθηκε στον αιτητή από την Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας – Κλάδος Διαχείρισης  Τ/Κ Περιουσιών επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Αναφέρομαι στις Συμβάσεις Μίσθωσης αρ μητρώου 7960 και 11428, με τις οποίες σας παραχωρήθηκε μέρος του Τ/Κ τεμ. με αρ. 60, Φ/Σχ.LA/1W2, στην Λάρνακα, με μηνιαίο ενοίκιο €632, στο οποίο έχετε ανεγείρει κολυμβητήριο και γυμναστήριο και με λύπη μου παρατηρώ πως δεν καταβάλετε τα οφειλόμενα ενοίκια σας, ως η απόφαση του Κηδεμόνα Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών, δηλ την καταβολή του ποσού των €1000-€1500 μηνιαίως για τις παλαιές οφειλές σας και €632 ως το μηνιαίο τρέχον ενοίκιο σας.

2. Ενόψει των πιο πάνω σας καλώ όπως εντός 30 ημερών από την παραλαβή της παρούσας επιστολής καταβάλετε τις όφειλες σας που ανέρχονται στις  €55.220,31 στο Γραφείο μου.

3.  Σε αντίθετη περίπτωση εναντίον σας θα ληφθούν τα δέοντα μέτρα για είσπραξη των οφειλομένων ενοικίων, ακύρωση της Σύμβασης Μίσθωσης και συνεργείο του Γραφείου μου θα προχωρήσει στην ανάκτηση του υποστατικού/χώρου.»

 

Σημειώνεται ότι επιστολή με το ίδιο περιεχόμενο αποστάληκε στον αιτητή και στις 9.1.2015.

 

Από έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση στις 24.1.2015 στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη αναφορικά με τους μετόχους και διευθυντές της εταιρείας χχχχ FIT LIMITED (ως μετονομάστηκε) η οποία λειτουργεί το γυμναστήριο που ανήγειρε ο αιτητής στο εκμισθωμένο τεμάχιο, προέκυψε πως ο αιτητής πλέον δεν ήταν ούτε Διευθυντής αλλά ούτε και μέτοχος στην εν λόγω εταιρεία. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι μοναδικός μέτοχος της εταιρείας ήταν πλέον η κα I. D. και διευθυντής και γραμματέας αυτής, η εταιρεία χχχχ TRUST LIMITED, διευθυντής της οποίας ήταν ο κ. Α. Μ. Δ., σύζυγος της μοναδικής μετόχου.

 

Στις 16.2.2015 ο κ. Α. Μ. Δ. ενεργώντας εκ μέρους της εταιρείας χχχχ-GYM LTD με επιστολή του προς τον Κηδεμόνα ζητούσε όπως παραχωρηθεί στην εν λόγω εταιρεία (μέτοχοι της οποίας ήταν ο ίδιος, ο κ. Δ. Δ. και η κα Κ. Δ.) η μίσθωση του τ/κ τεμαχίου. Σημείωνε δε  ότι σε περίπτωση που γινόταν δεκτή η αίτηση του θα προέβαινε στην αποπληρωμή όλων των καθυστερημένων οφειλών του αιτητή, ο οποίος ως αναφέρετο είχε αποχωρήσει κατά τα τελευταία τρία χρονιά από τη θέση του μετόχου αλλά και του διευθυντή της εταιρείας χχχχ FIT LIMITED.

 

Τελικώς το όλο ζήτημα του αιτητή τέθηκε ενώπιον του Κηδεμόνα ο οποίος αποφάσισε τον τερματισμό της υφιστάμενης Σύμβασης Μίσθωσης και προώθηση της διαδικασίας ανάκτησης του υποστατικού μετά από ειδοποίηση 30 ημερών, ένεκα του ότι ο αιτητής εκχώρησε δικαιώματα χρήσης σε τρίτους και όφειλε τεράστιο χρηματικό ποσό σε ενοίκια. Η πιο πάνω απόφαση του Κηδεμόνα κοινοποιήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, στον Έπαρχο Λάρνακας ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 4.6.2015, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο:

 

«Αναφέρομαι στις Συμβάσεις Μίσθωσης αρ μητρώου 7960 και 11428, με τις οποίες σας παραχωρήθηκε μέρος του Τ/Κ τεμ. με αρ. 60, Φ/Σχ.LA/1W2, στην Λάρνακα, με μηνιαίο ενοίκιο €632, στο οποίο έχετε ανεγείρει κολυμβητήριο και γυμναστήριο και σας πληροφορώ πως σύμφωνα με απόφαση του Κηδεμόνα Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών αυτή ακυρώνεται, αφού έλαβε υπόψη του πως εκχωρήσατε δικαιώματα χρήσης του υποστατικού σε τρίτους και οφείλετε τεράστιο χρηματικό ποσό σε ενοίκια.

2. Ενόψει των πιο πάνω σας πληροφορώ πως εντός 30 ημερών από την παραλαβή της παρούσας επιστολής το Γραφείο μου θα προχωρήσει στην ανάκτηση του υποστατικού/χώρου.

3. Όσο αφορά τα οφειλόμενα ενοίκια, θα προωθηθούν δικαστικά μέτρα εναντίον σας, για είσπραξη τους.»

 

Αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής, συνιστά η νομιμότητα της απόφασης για τερματισμό της Σύμβασης Μίσθωσης, ως αυτή κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την πιο πάνω επιστολή.

 

Με την ένσταση της η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Ειδικότερα προέβαλε ότι ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να εγείρει την παρούσα Προσφυγή καθώς και ότι η παρούσα Προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου ένεκα του ότι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης για τερματισμό της Σύμβασης, ο Κηδεμόνας εκμίσθωσε το ακίνητο σε άλλη εταιρεία. Περαιτέρω ηγέρθηκε ότι δια της  Προσφυγής προσβάλλεται πράξη η οποία δεν εμπίπτει στην σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

 

Οι πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις έτυχαν εξέτασης από την τότε Προέδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου Δικαστή Μ. Καλλιγέρου στην ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 26.3.2019 και είχαν για τους λόγους που εκεί επεξηγούνται απορριπτική κατάληξη.

 

Με την ίδια ενδιάμεση απόφαση απορρίφθηκε ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής πράξης, η αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Β) της Προσφυγής δια της οποίας ζητείτο να κηρυχθεί άκυρη η απόφαση που εμπεριέχετο σε επιστολή ημερομηνίας 5.6.2015 και η οποία πληροφορούσε τον αιτητή για το ενδεχόμενο να ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον του αν συνέχιζε την εκτέλεση προσθηκομετατροπών στο υπό εκμίσθωση τεμάχιο χωρίς την έγκριση του Κηδεμόνα. 

 

Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς του αιτητή, όπως αυτοί προβάλλονται στη γραπτή του αγόρευση προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, υπό το φως της πάγιας νομολογίας και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης.

 

Εν πρώτοις ο αιτητής -και για τους ίδιους δε ακριβώς λόγους-  ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά προϊόν πλάνης και μη δέουσας έρευνας. Προς υποστήριξη των εν λόγω ισχυρισμών του,  ο αιτητής εισηγείται ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους το γεγονός ότι ο αιτητής «είχε προβεί σε διακανονισμό και είχε υπογράψει γραπτή συμφωνία και/ή προφορική συμφωνία με τους καθ΄ων η αίτηση (η οποία βρίσκεται στο φάκελο) για την καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων» συμφωνία, η οποία κατά την εισήγηση, ως μεταγενέστερη «τροποποιούσε τη συμφωνία μίσθωσης και η οποία δεν μπορούσε να τερματιστεί γι΄ αυτό το λόγο». Περαιτέρω υποβάλλεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη ότι το υποστατικό χρησιμοποιείτο εξ αρχής από άλλο τρίτο πρόσωπο ήτοι την εταιρεία χχχχ FIT LTD και ποτέ από τον ίδιο τον αιτητή, πράγμα που οι καθ΄ων η αίτηση πάντοτε γνώριζαν και επομένως, συνεχίζει η πλευρά του αιτητή, η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δόθηκε άδεια χρήσης σε τρίτο πρόσωπο δεν υφίσταται. Ούτε όμως λήφθηκε υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση, πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 9.4.2013, δια της οποίας αιτείτο μείωση του ενοικίου για δυο έτη λόγω της οικονομικής κρίσης που υπήρχε. Αντιθέτως, υποβάλλει η πλευρά του αιτητή, οι καθ΄ων η αίτηση έλαβαν υπόψη το παραπλανητικό και ψευδές περιεχόμενο της επιστολής του κ. Α. Δ. προς το Κηδεμόνα ημερομηνίας 16.2.2015, δια της οποίας ο κ. Α. Δ. πέτυχε την υπογραφή σύμβασης μίσθωσης του τ/κ τεμαχίου με την εταιρεία χχχχ-GYM LTD στην οποία ήταν ο κύριος μέτοχος. Καταλήγει δε ο συνήγορος του αιτητή ότι υπό πλάνη και ελλιπή έρευνα δεν λήφθηκε υπόψη ούτε η επιστολή του δικηγόρου του αιτητή προς το Κηδεμόνα ημερομηνίας 6.7.2015 αλλά ούτε και η επιστολή του ίδιου του αιτητή προς την Αν. Διευθύντρια Τουρκοκυπριακών Υπηρεσιών ημερομηνίας 1.9.2015, δια των οποίων  ως αναφέρεται, επεξηγούνταν τα πραγματικά γεγονότα.

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή ουδόλως ευσταθούν και απορρίπτονται συλλήβδην ως αβάσιμοι.

 

Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι καθοριστικός λόγος για την ακύρωση της Σύμβασης Μίσθωσης, στη βάση της οποίας εκμισθώθηκε το τ/κ τεμάχιο στον αιτητή, αποτέλεσε το γεγονός ότι ο αιτητής, κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, όφειλε στον Κηδεμόνα τεράστιο χρηματικό ποσό σε ενοίκια καθώς και ότι ο αιτητής εκχώρησε δικαιώματα χρήσης του υποστατικού σε τρίτους.

 

Εν πρώτοις παρατηρώ ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής περί πλάνης των καθ΄ων η αίτηση διότι δήθεν δεν λήφθηκε υπόψη η μεταγενέστερη συμφωνία διακανονισμού του αιτητή με τους καθ’ ων η αίτηση για την καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων, η οποία κατά την εισήγηση τροποποιούσε τη συμφωνία μίσθωσης, παρέμειναν παντελώς αόριστα και ατεκμηρίωτα. Εν προκειμένω ο αιτητής, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του, δεν υποδεικνύει οτιδήποτε, ούτε και παραπέμπει ως όφειλε σε συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου που να αποδεικνύουν ή έστω να υποστηρίζουν τη θέση του περί ύπαρξης μεταγενέστερης «γραπτής και/ή προφορικής συμφωνίας» η οποία να τροποποιεί τη Σύμβαση Μίσθωσης, ημερομηνίας 28.7.2014. Ούτε και βεβαίως ο αιτητής έστω αναφέρει ως και θα αναμένετο πότε έλαβε χώρα μια τέτοια συμφωνία και ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτής, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός του να απολήγει αίολος (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.α (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016, ημερομηνίας 6/9/23). Άλλωστε δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω ότι έχω διεξέλθει με ιδιαίτερη προσοχή και τους έξι διοικητικούς φακέλους και δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να επαληθεύει τη θέση του αιτητή περί ύπαρξης τέτοιας μεταγενέστερης συμφωνίας, στο διοικητικό φάκελο. Τουναντίον το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων φανερώνει αναντίλεκτα, ότι η Σύμβαση Μίσθωσης αρ.11428 ημερομηνίας 28.7.2014, οι όροι της οποίας καθόριζαν με δεσμευτικό τρόπο τη σχέση των μερών, ουδόλως προκύπτει να τροποποιήθηκε είτε εγγράφως είτε προφορικώς. Μάλιστα ως ήδη υποδείχθηκε, στη Σύμβαση αυτή διαλαμβάνετο στον όρο 4(β) ότι το μηνιαίο μίσθωμα θα πρέπει να καταβάλλεται προκαταβολικά κάθε μήνα καθώς και ο επιπρόσθετος ρητός όρος ότι ο αιτητής όφειλε να καταβάλει, στη βάση της απόφασης του Κηδεμόνα ημερομηνίας 25.6.2013, ως οφειλόμενα μηνιαία ενοίκια τόσο το μηνιαίο πόσο των €1000-€1500 που αντιστοιχούσε στην κάλυψη παλαιών οφειλών όσο και το μηνιαίο συμφωνηθέν ενοίκιο ύψους632. Αυτή δε την υποχρέωση καταβολής των μηνιαίων ενοικίων ο αιτητής την αποδέχτηκε με την υπογραφή της Σύμβασης, πλην όμως ως αναντίλεκτα επιμαρτυρείται από τα ενώπιον μου έγγραφα, ο ίδιος ουδόλως συμμορφώθηκε με αυτήν. Είναι δε μάλιστα στη βάση αυτής της υποχρέωσης του αιτητή που απέρρεε από τους όρους της Σύμβασης που οι καθ΄ων η αίτηση ως ρητά αναγράφεται στις επιστολές ημερομηνίας 26.11.2014 και 9.1.2015 απαίτησαν την καταβολή του οφειλόμενου εκ του αιτητή ποσού €55.220,31 και στο τέλος προέβηκαν ένεκα και της παραβίασης των πιο πάνω όρων για καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων στον τερματισμό της επίμαχης Σύμβασης κατ’ εφαρμογή του όρου 7 (α) της εν λόγω Σύμβασης.

 

Είναι δε για όλους τους πιο πάνω λόγους που δεν ευσταθούν ούτε οι ισχυρισμοί του αιτητή περί ελλιπούς έρευνας και πλάνης επειδή δήθεν οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη την επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 9.4.2013 δια της οποίας αιτείτο μείωση του ποσού του μηνιαίου ενοικίου μέχρι, ως αναγράφεται στην ίδια την επιστολή, την ανάκαμψη της οικονομίας. Καθίσταται εν προκειμένω σαφές ότι το μόνο που όφειλαν οι καθ΄ων η αίτηση να λάβουν υπόψη κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης ήταν οι ρητοί όροι της Σύμβασης Μίσθωσης ημερομηνίας 28.7.2014, οι οποίοι, ως ήδη υποδείχθηκε, καθόριζαν με αποκλειστικό τρόπο τη συμβατική υποχρέωση του αιτητή για καταβολή των οφειλόμενων μηνιαίων ενοικίων. Άλλωστε αυτό που εμφανώς παραβλέπει ο αιτητής είναι ότι το αίτημα του ημερομηνίας 9.4.2013 εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Κηδεμόνα με απόφαση ημερομηνίας 25.6.2013 καθότι κρίθηκε ότι ο αιτητής και παρά την ευκαιρία που του δόθηκε σε συνάντηση με τον Υπουργό, υπό την  ιδιότητα του ως Κηδεμόνα, για σταδιακή αποπληρωμή των οφειλομένων, εξακολουθούσε να οφείλει πολύ μεγάλο ποσό καθυστερημένων ενοικίων. Ο ίδιος δε ο αιτητής ενημερώθηκε για την απόρριψη του αιτήματος του με επιστολή ημερομηνίας 10.7.2013, στην οποία μάλιστα σημειώνετο η υποχρέωση του αιτητή για καταβολή πέραν του τρέχοντος μηνιαίου ενοικίου και του ποσού των 1000-€1500 προς σταδιακή αποπληρωμή των οφειλομένων, τα οποία ανέρχοντο τότε σε ποσό ύψους  €52,919,30.

 

Καθοριστικό παραμένει ότι το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης φανερώνει με τρόπο αναντίλεκτο τη διαχρονική στάση του αιτητή, μέχρι και τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης,  για μη συμμόρφωση με την συμβατική του υποχρέωση για καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων, γεγονός που ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε περιοριζόμενος απλώς στην αναφορά ότι το ποσό που όφειλε σε ενοίκια κατά τη λήψη της απόφασης δεν ήταν «υπέρογκο». Ούτε και βεβαίως ο αιτητής αμφισβήτησε και με αναφορά στους όρους της Σύμβασης ότι η μη καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων δεν παρείχε το δικαίωμα στον Κηδεμόνα να τερματίσει νομίμως τη συνομολογηθείσα Σύμβαση.

 

Επομένως καθόλα νόμιμα ο Κηδεμόνας και στη βάση των όρων της Σύμβασης αποφάσισε να τερματίσει τη Σύμβαση Μίσθωσης ένεκα της οφειλής τεράστιου ποσού ενοικίων από τον αιτητή, γεγονός που συνιστά αυτοτελή λόγο τερματισμού και το οποίο ο αιτητής δεν κατόρθωσε με τα όσα ισχυρίζεται να κλονίσει (βλ. άρθρο 32 του Ν.158(Ι)/1999, RUPAWATHI PEDURUK ATHUKORALAGE και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 515/15, ημερομηνίας 26/4/18) Φυτή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 368/2012, ημερομηνίας 22.10.2013) Φωτίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 501). S. D.H. P. και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1156/20, ημερομηνίας 14/3/2023).

 

Παρά την πιο πάνω καταλυτική διαπίστωση, η οποία επέτρεπε ούτως ή άλλως τον νόμιμο τερματισμό της Σύμβασης,  δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω ότι ούτε τα όσα ο αιτητής διατείνεται με σκοπό να καταδείξει ως εσφαλμένη την κρίση του Κηδεμόνα ότι εκχωρήθηκε από τον αιτητή δικαίωμα χρήσης του υποστατικού σε τρίτους ευσταθούν.

 

Εν προκειμένω, η εισήγηση του αιτητή ότι ενώ ο Κηδεμόνας γνώριζε εξαρχής, εντούτοις αγνόησε το γεγονός ότι το υποστατικό δεν χρησιμοποιείτο από τον ίδιο τον αιτητή προσωπικά αλλά από άλλο τρίτο πρόσωπο ήτοι την εταιρεία χχχχ FIT LTD, η οποία κατέβαλε τα ενοίκια και της οποίας ο αιτητής ήταν μέτοχος και σύμβουλος, εμφανώς παραβλέπει τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με την υποβληθείσα αίτηση του αιτητή (ερυθρό 137-135 του Τεκμηρίου 1Β) ο αιτητής επιθυμούσε την παραχώρηση του τ/κ τεμαχίου για σκοπούς επαγγελματικής στέγης και συγκεκριμένα για να ανεγείρει, ως ο ίδιος κατέγραφε γυμναστήριο/κολυμβητήριο. Εξού και στην αρχική Σύμβαση Μίσθωσης ρητώς καταγράφετο ότι ο αιτητής  όφειλε να χρησιμοποίει το Μίσθιο για την ανέγερση με δική του δαπάνη κολυμβητήριου και γυμναστήριου. Στη δε Σύμβαση Μίσθωσης ημερομηνίας 28.7.2014 που χρονικά ακολούθησε, περιλαμβάνετο στον όρο 4(α) η υποχρέωση του αιτητή να χρησιμοποίει το Μίσθιο ως χώρος για επαγγελματική στέγη καθώς στη Σύμβαση διαλαμβάνετο και ο επιπρόσθετος όρος ο αιτητής να χρησιμοποιεί το Μίσθιο για την ανέγερση κολυμβητηρίου και γυμναστήριου. Ήταν δε ρητός όρος της Σύμβασης (όρος 4(ε) ότι ο αιτητής δεν θα υπενοικιάζει/υπεκμισθώνει, εκχωρεί, ή παραχωρεί το δικαίωμα χρήσης του Μισθίου σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, χωρίς την άδεια του Κηδεμόνα.

 

Ως αναφέρεται στα γεγονότα της Προσφυγής, ο αιτητής ήταν ιδρυτής και μέτοχος της εταιρείας χχχχ χχχχ & FITNESS CENTRE LTD, ως μετέπειτα μετονομάστηκε σε χχχχ FIT LTD. Στην πορεία, όμως των χρόνων αυτό άλλαξε, πράγμα που και ο ίδιος ο αιτητής παραδέχεται δια της γραπτής του αγόρευσης, στα γεγονότα της οποίας ρητώς καταγράφεται «ότι  ενώ η ρηθείσα εταιρεία αρχικά ξεκίνησε με ιδρυτή τον αιτητή στην πορεία λόγω κάποιων γεγονότων μοναδικός μέτοχος της εταιρείας κατέστη τρίτο πρόσωπο». Αναντίλεκτα κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής δεν είχε οποιαδήποτε σχέση είτε ιδιοκτησιακή είτε μετοχική είτε διευθυντική με την εν λόγω εταιρεία, το γυμναστήριο της οποίας βρισκόταν στο Μίσθιο, γεγονός που η ίδια η έρευνα των καθ΄ων η αίτηση στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη κατέδειξε αφού εξ΄ αυτής διεφάνη ότι άλλος ήταν ο μοναδικός μέτοχος και Διευθυντής της εταιρείας και όχι ο αιτητής.

Εν πάση περιπτώσει εάν η θέση του αιτητή είναι ότι οι καθ΄ων η αίτηση γνώριζαν εξαρχής ότι ο αιτητής είχε εκμισθώσει το ακίνητο σε τρίτους κατά παράβαση της σύμβασης, κρίνω ότι ο αιτητής ουδόλως νομιμοποιείται να επικαλείται ένα τέτοιο ισχυρισμό, αφού κατά πάγια νομολογία τόσο η Προσφυγή όσο και οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος για να είναι παραδεκτοί.  Συνεπώς ο αιτητής δεν μπορεί να αντλήσει έννομο συμφέρον κατ΄ επίκληση της δίκης του παράβασης (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ 108) Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339). Αυτό δε που παραμένει καθοριστικό είναι ότι ήταν ρητός όρος της Σύμβασης η απαγόρευση υπεκμίσθωσης, εκχώρησης ή παραχώρησης του δικαιώματος χρήσης σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και η παράβαση του εν λόγω όρου έδιδε δικαίωμα στον Κηδεμόνα για τερματισμό της σύμβασης.

 

Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή ούτε η ατεκμηρίωτη θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση έλαβαν υπόψη «μόνο» τα γεγονότα τα οποία τους είχε αναφέρει παραπλανητικά ο κ. Α. Δ. με επιστολή του ημερομηνίας 16.2.2015.

 

Τούτο διότι ο τερματισμός της Σύμβασης Μίσθωσης δεν διενεργήθηκε, ως ορθά επισημαίνουν οι καθ΄ων η αίτηση, επί τη βάσει των όσων αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή αλλά ούτε και υπάρχει οποιαδήποτε καταγραφή από την οποία έστω να προκύπτει ότι η εν λόγω επιστολή αποτέλεσε λόγο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν προκειμένω αυτό που και πάλι παραβλέπει ο αιτητής είναι ότι ο ίδιος ο Κηδεμόνας, ως προκύπτει και από σχετική χειρόγραφη σημείωση λειτουργού των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 20.1.2015, η οποία εντοπίζεται στις έγγραφες καταχωρήσεις του Τεκμηρίου 1Β, πραγματοποίησε και μάλιστα σε χρόνο που προηγείτο της αποστολής της εν λόγω επιστολής έρευνα αναφορικά με τους μετόχους και διευθυντές της εταιρείας χχχχ FIT LIMITED. Από τα δε πιστοποιητικά έρευνας του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη διαπιστώθηκε, ως ήδη υποδείχθηκε, ότι ο αιτητής δεν διατηρούσε οποιαδήποτε μετοχική ή διευθυντική σχέση με την εν λόγω εταιρεία, η οποία λειτουργούσε το γυμναστήριο επί του εκμισθούμενου υπό του αιτητή τ/κ τεμάχιο. Και τούτο ήταν αρκετό. Επομένως το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων φανερώνει ότι έρεισμα της επίδικης απόφασης αποτέλεσαν τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη από τον ίδιο τον Κηδεμόνα. Τα όσα δε κατέγραφε ο Α.Δ. στη επιστολή του περί του ότι ο αιτητής είχε αποχωρήσει κατά τα τελευταία τρία χρονιά από τη θέση του μετόχου αλλά και του διευθυντή της εταιρείας χχχχ FIT LIMITED, η οποία είχε τη λειτουργία και διαχείριση του γυμναστηρίου, ήταν δεδομένα τα οποία ήταν ήδη ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση. Ούτε βεβαίως ενδιαφέρουν ή σχετίζονται με οιοδήποτε τρόπο με το αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής οι αναφορές του αιτητή στη μεταγενέστερη απόφαση του Κηδεμόνα να παραχωρήσει το εν λόγω τ/κ τεμάχιο και να υπογράψει μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης Σύμβαση Μίσθωσης με την εταιρεία χχχχ-GYM LTD στην οποία κύριος μέτοχος ήταν ο κ. Α. Δ.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι δεν λήφθηκαν υπό πλάνη υπόψη και δεν διερευνήθηκαν τα όσα έθεσε ο τότε δικηγόρος του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 6.7.2015 αλλά και ο ίδιος ο αιτητής με επιστολή ημερομηνίας 1.9.2015 προς την Αν. Διευθύντρια Τουρκοκυπριακών Περιουσίων. Επί τούτου δεν χρειάζεται  να λεχθούν πολλά. Καθοριστικό δε παραμένει- ως ορθώς υποδεικνύει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση -ότι και οι δυο επιστολές είναι μεταγενέστερες του ουσιώδους χρόνου και επακολούθησαν χρονικά τη λήψη απόφασης για τερματισμό της σύμβασης, γεγονός που καθιστά απορριπτέες τις αιτιάσεις του αιτητή. Τα όσα δε αναγράφοντο στην μεταγενέστερη επιστολή του δικηγόρου του αιτητή σε σχέση με τις διαφορές και δικαστικές διαμάχες του αιτητή με τον Α. Δ. και των αγωγών που καταχώρησε ο τελευταίος εναντίον του αιτητή δια μέσου της εταιρείας χχχχ FIT LTD, συμπεριλαμβανομένου και της έκδοσης προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην αγωγή αρ. 541/15, ημερομηνίας 24.3.2015, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της αγωγής, ουδόλως μπορούν να κλονίσουν τη νομιμότητα της απόφασης και τα δεδομένα επί των οποίων αυτή στηρίχθηκε. Καθοριστικό δε παραμένει το αδιαμφισβήτητο γεγονός, το οποίο η πλευρά του αιτητή ουδόλως κατόρθωσε να κλονίσει και το οποίο συνιστά στέρεο έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης ότι αιτητής κατά το χρόνο λήψης της απόφασης είχε οφειλές ενοικίων ύψους €55.220,31 τις οποίες, κατά παράβαση της Σύμβασης, παρέλειπε να εξοφλήσει. Άλλωστε δεν θα μπορούσα να μην παρατηρήσω ότι και στην επιστολή που ο ίδιος ο αιτητής απέστειλε στη Διευθύντρια ημερομηνίας 1.9.2015, το περιεχόμενο της οποίας επικαλείται ότι δεν λήφθηκε υπόψη, υπάρχει ρητή παραδοχή του αιτητή ότι κατά το έτος 2012 μεταβίβασε τις μετοχές της εταιρείας που κατείχε στον Α. Δ. καθώς και ότι τα τελευταία τρία χρόνια την εταιρεία χχχχ FIT LTD διαχειρίζεται ο Α. Δ. και όχι ο ίδιος.  

Ολωσδιόλου αβάσιμη είναι και η έτερη γενικόλογη και παντελώς ατεκμηρίωτη αναφορά του αιτητή περί νομικής πλάνης των καθ΄ ων η αίτηση διότι δήθεν η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 7 των  περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμοι Ν. 139/1991, ως αυτές ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Καταρχάς και πέραν του ότι στα νομικά σημεία της Προσφυγής δεν περιλαμβάνεται καν οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με το άρθρο 7 του Ν. 139/1991,  το οποίο ο αιτητής επικαλείται με τη γραπτή του αγόρευση, δεν διαβλέπω -και βεβαίως ουδέν έχει υποδειχθεί από τον αιτητή-πως και με ποιο τρόπο οι νομοθετικές αυτές διατάξεις, οι οποίες προνοούν ότι ο Κηδεμόνας παράλληλα µε την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών των τουρκοκυπριακών περιουσιών θα μεριμνά και για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων, συσχετίζονται με την υπό κρίση περίπτωση, η οποία αφορά αποκλειστικά σε απόφαση τερματισμού Σύμβασης Μίσθωσης, η οποία λήφθηκε στη βάση παραβίασης συμβατικών υποχρεώσεων του αιτητή.

Ούτε και όμως θα μπορούσε να γίνει δεκτή η θέση του αιτητή ότι ο τερματισμός της σύμβασης καθίσταται παράνομος διότι οι καθ΄ων η αίτηση υπό πλάνη και «αντί να αναφέρονται σε τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης», ως θα έπρεπε, «αναφέρονται σε ακύρωση της».  Αρκεί να αναφερθεί ότι ο αιτητής δεν εξειδικεύει οτιδήποτε που να μπορεί να καταδείξει ότι η αναφορά των καθ΄ων η αίτηση σε ακύρωση αντί τερματισμό συνιστά ουσιώδη πλάνη που πράγματι να επέδρασε στη λήψη της επίδικης απόφασης, ώστε να επιφέρει την ακυρότητα της. Επομένως η εισήγηση του αιτητή απολήγει τυπολατρική και παραγνωρίζει την ουσία των πραγμάτων, αφού ανεξαρτήτως της όποιας ορολογίας χρησιμοποιήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση το αποτέλεσμα που επήλθε δεν ήταν άλλο από τη λήξη της σύμβασης μίσθωσης.

 

Συνεπώς και στη βάση των ανωτέρω δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό στην κρίση των καθ΄ων η αίτηση. Σε αντίθεση με τις όποιες αιτιάσεις των αιτητών περί ελλιπούς έρευνας και πλάνης, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε στη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Περαιτέρω ο αιτητής διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και είναι προϊόν ελλιπούς αιτιολογίας διότι αφήνει αμφιβολίες ως προς τον τρόπο που η Επαρχιακή Διοίκηση θα προχωρήσει σε ανάκτηση του χώρου καθώς και τους λόγους που οι καθ’ ων η αίτηση προέβηκαν σε αυτήν την απόφαση. Πρόσθετα και κατ’ επίκληση της αρχής της καλής πίστης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση έδρασαν με αντιφατικό τρόπο διότι σε προγενέστερο στάδιο προχώρησαν σε έκδοση δικαστικής απόφασης για την καταβολή των ενοικίων και όχι σε τερματισμό της σύμβασης και επομένως δημιούργησαν προσδοκίες προς τον αιτητή ότι και αυτή τη φορά θα δρούσαν παρομοίως.

 

Τίποτα από τα πιο πάνω δεν ευσταθεί.  Είναι δε απολυτά ορθή η θέση της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση ότι ο τρόπος διατύπωσης της προσβαλλόμενης απόφασης αναντίλεκτα και αναμφίβολα καταδεικνύει και χωρίς να αφήνει καμία αμφιβολία τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της. Η δε αντίθεση θέση του αιτητή, η οποία ως παρατηρώ προβάλλεται χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση και στοιχειοθέτηση δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης και στα όσα ρητώς καταγράφηκαν και επεξηγήθηκαν από τους ίδιους τους καθ’ ων η αίτηση, από τα οποία με σαφήνεια προκύπτει ότι ο τερματισμός της επίμαχης σύμβασης επήλθε ένεκα του τεράστιου χρηματικού ποσού που όφειλε ο αιτητής σε ενοίκια και της εκ μέρους του εκχώρησης δικαιώματος χρήσης του  Μισθίου σε τρίτους(Μ.Α.Ν.Ι. ESTATES LTD κ.α. v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 57/2017, ημερομηνίας 13/11/23).  Οι δε ισχυρισμοί του αιτητή που προβάλλονται με έρεισμα ότι στην επιστολή που του κοινοποιήθηκε δεν επεξηγήθηκε ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν η ανάκτηση του τεμαχίου, ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα της επίδικης πράξης, αφού τα όσα εισηγείται ο αιτητής ως ελλείψεις της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, δεν αφορούν τίποτα άλλο παρά μόνο υλικές ενέργειες προς εκτέλεση της απόφασης τερματισμού της σύμβασης και επομένως ουδόλως συνιστούν μέρος της αιτιολογίας που όφειλε να παρασχεθεί. Ούτε βεβαίως ευσταθεί η θέση του αιτητή ότι παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης και ότι οι καθ΄ων η αίτηση έδρασαν με αντιφατικό τρόπο καθότι σε προγενέστερο στάδιο προχώρησαν σε έκδοση δικαστικής απόφασης και όχι σε τερματισμό της σύμβασης, ως εν προκειμένω έπραξαν. Εμφανώς παραβλέπει ο αιτητής ότι είναι ο ίδιος που παραβίασε τους όρους της Σύμβασης Μίσθωσης και δη τη συμβατική του υποχρέωση για αποπληρωμή των ενοικίων, γεγονός που έδιδε στον Κηδεμόνα το αναφαίρετο δικαίωμα να τερματίσει τη Σύμβαση δυνάμει του όρου 7(α) της Σύμβασης. Επομένως δεν νομιμοποιείται ο αιτητής δεδομένης και της εκ μέρους του παραβίασης των συμβατικών όρων να αμφισβητεί κατ΄ επίκληση της αρχής της καλής πίστης την απόφαση του Κηδεμόνα να ενεργοποιήσει το παρεχόμενο εκ της Σύμβασης δικαίωμα του για τερματισμό, όρο που ο ίδιος ο αιτητής αποδέχτηκε μάλιστα κατά την υπογραφή της Σύμβασης. Άλλωστε η πιο πάνω εισήγηση του αιτητή παραγνωρίζει πρόσθετα ότι τέτοιες ενέργειες ήτοι λήψη δικαστικών μέτρων προς είσπραξη των οφειλομένων, είχαν ληφθεί ήδη από τους καθ΄ων η αίτηση σε προγενέστερο στάδιο και ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε, αλλά συνέχιζε να παραλείπει να καταβάλει τα μηνιαία ενοίκια και να παραβιάζει τις απορρέουσες εκ της Σύμβασης υποχρεώσεις του, ακόμα δε και μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης.

 

Αποτελεί έτερο ισχυρισμό του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση παραβίασαν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης καθότι ουδέποτε ζήτησαν από τον αιτητή τη θέση του ή τη γνώμη του για τα γεγονότα. Προς υποστήριξη της θέσης του ο αιτητής παραθέτει το άρθρο 43 του Ν. 158(Ι)/99.

 

Ο ισχυρισμός δεν μπορεί να τύχει δικαστικής εξέτασης καθότι στα νομικά σημεία της Προσφυγής δεν περιλαμβάνεται καν -πόσο δε μάλλον εξειδικεύεται με απαιτούμενη σαφήνεια, ως η πάγια νομολογία επιτάσσει και οι απαιτήσεις που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου -λόγος ακύρωσης περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης ή οποιαδήποτε έστω αναφορά στο άρθρο 43 του Ν.158 (Ι)/99. Το μόνο που εντοπίζεται στα νομικά σημεία της Προσφυγής είναι η γενική αναφορά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «4.ελήφθη κατά παράβαση των Αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης» και/ή ότι «8.ελήφθη κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου και της Νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου»  αλλά αυτό βεβαίως δεν είναι αρκετό και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά σύμφωνα και με την πάγια νομολογία ορθή δικογράφηση (Nestoras Hotels Ltd  και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 169/18, ημερομηνιας 20/3/24) Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56) Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Haghilo ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 156/12, ημερ. 27.2.2018), ECLI:CY:AD:2018:C91.

 

Στην απόφαση Δήμος Λευκωσίας και Κοινοπραξίας Cybarco Ltd- A. Aristotelous Constructions Ltd (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 19/2017, ημερομηνίας 31.10.2023) το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπόμνησε εκ νέου ότι η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της Προσφυγής είναι απαραίτητη για την εξέταση από μέρους του Διοικητικού Δικαστηρίου των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και επομένως οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.

 

Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χριστοδουλίδης και Πανεπιστημίου Κύπρου (Αναθεωρητική Έφεση αρ.95/12, ημερομηνίας 6/7/18), ECLI:CY:AD:2018:C344 όπου και σε αντίθεση με την υπό κρίση περίπτωση περιλήφθηκε στα νομικά σημεία της Προσφυγής λόγος ακύρωσης για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης. Τα παραθέτω:

 

«Στην προκείμενη υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής με γενικότητα η παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης χωρίς καμία απολύτως εξειδίκευση, κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν σημαίνει στην ουσία οτιδήποτε η γενική διατύπωση στη δικογραφία ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο ή με παράνομη συγκρότηση ή σύνθεση ή λειτουργία ή ότι η όλη διαδικασία που προηγήθηκε της τελικής απόφασης πάσχει από ακυρότητα. Αυτού του είδους οι τοποθετήσεις δεν είναι παρά γενικότητες που μπορούν με ευκολία να τεθούν σε οποιαδήποτε αίτηση ακυρώσεως. Πρέπει, αντίθετα, να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τι συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο. Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο. Επομένως, ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν καλύπτονταν τα θέματα, από τη δικογραφία[..]»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω ότι η διοίκηση δεν είχε νομική υποχρέωση να παρέχει στον αιτητή δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, αφ΄ης στιγμής στην προκειμένη περίπτωση με σαφήνεια προκύπτει από τα γεγονότα που συναπαρτίζουν την υπόθεση ότι ο τερματισμός της σύμβασης διενεργήθηκε αποκλειστικά επί των όρων που διαλαμβάνοντο στη Σύμβαση. Υπενθυμίζεται δε ότι η επίδικη απόφαση ήταν απότοκο και της μακρόχρονης παραβίασης από μέρους του αιτητή των όρων της Σύμβασης για καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων. Στην εν λόγω Σύμβαση προβλέπετο ρητώς ότι σε περίπτωση τερματισμού της λόγω μη εκπλήρωσης οποιασδήποτε συμβατικής υποχρέωσης από το μισθωτή θα έπρεπε να δοθεί από τον εκμισθωτή γραπτή προειδοποίηση 30 ημέρων, πράγμα που ο Κηδεμόνας έπραξε. Μάλιστα ο Κηδεμόνας και πριν τη λήψη της επίμαχης απόφασης απέστειλε προειδοποιητικές επιστολές στον αιτητή ημερομηνίας 26.11.2014 και 9.1.2015 τονίζοντας του ότι η Σύμβαση επρόκειτο να τερματιστεί αν δεν κατέβαλε το οφειλόμενο ποσό των €55.220,31. Ο αιτητής αγνόησε το περιεχόμενο των επιστολών και ουδόλως αντέδρασε. Άλλωστε ο αιτητής ουδέν έθεσε ως προς τη επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν οι όποιες θέσεις θα ανέπτυσσε αν καλείτο να ακουστεί, με αποτέλεσμα και η εισήγηση να προβάλλεται αλυσιτελώς (PAPOUIS DAIRIES LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 79/2018, ημερομηνίας 15.3.2024).

 

Τέλος, ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή, ότι προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ότι ειδική και/ή Συμβουλευτική Επιτροπή  παρείχε γνώμη ότι η σύμβαση μίσθωσης του αιτητή δεν έπρεπε να τερματιστεί, με συναφή παράθεση του άρθρου 4 και 4 Α του Ν. 139/1991, ευσταθεί, αφού γνώμη με τέτοιο περιεχόμενο δεν εντοπίζεται καν στο διοικητικό φάκελο, ως  βέβαια επεσήμανε και η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση.  Άλλωστε ουδείς λόγος ακύρωσης περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της Προσφυγής αναφορικά με τα συγκεκριμένα άρθρα του Νόμου και βεβαίως ο αιτητής δεν έχει ισχυριστεί οποιαδήποτε παραβίαση τους.

Συνεπώς και στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει ότι ο αιτητής δεν έχει θέσει οτιδήποτε ικανό για να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας που περιβάλλει την προσβαλλομένη απόφαση (Καττιμέρη v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023).

 

Κατά συνέπεια, η Προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1600 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

                                              Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο