ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 108/2022)

15 Ιουλίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 9, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Ε. Δ.

Αιτήτρια

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ)

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Ξένια Ευγενίου, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Παντελής Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

    Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια αξιώνει από το Δικαστήριο, την ακόλουθη θεραπεία:-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ’ ης η αίτηση ημερ. 10.12.2021 (Παράρτημα Α) με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της Αιτήτριας κατά της απόρριψης της αίτησής της για Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα – αναπηρικό επίδομα, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».

 

  Η αιτήτρια, γεννηθείσα το έτος 1991, είχε υποβάλει προς την Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας αίτηση για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, στην οποία δήλωσε πως είναι άτομο με αναπηρία. Με επιστολή ημερομηνίας 28.5.2020, η Υπηρεσία ενημέρωσε την αιτήτρια πως στη βάση του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα Περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου, η αναπηρία θα πρέπει να πιστοποιείται από το Σύστημα Αξιολόγησης Αναπηρίας. Ζητήθηκε, ως εκ τούτου, από την αιτήτρια η υποβολή ιατρικής αναφοράς και παραπομπής από τον θεράποντα ιατρό της. Η αιτήτρια υπέβαλε τα ζητούμενα έγγραφα στις 12.6.2020. Σύμφωνα με την ιατρική έκθεση του θεράποντος ιατρού της, το έτος 2002 η αιτήτρια είχε διαγνωστεί με οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία σοβαρής μορφής και υποβάλλετο σε χημειοθεραπεία για πέντε έτη. Το έτος 2007 υπέστη οστεονέκρωση των μηριαίων κεφαλών κι είχε υποβληθεί σε ολική αρθροπλαστική και των δύο ισχίων. Το 2009 υπεβλήθη σε αρθροσκόπηση γόνατος λόγω νέκρωσης του έξω μηριαίου κονδύλου.

 

  Η πρώτη αξιολόγηση της αναπηρίας της αιτήτριας, έγινε στις 4.3.2021, στην οποία συμμετείχαν δύο ορθοπεδικοί. Η αναπηρία της κρίθηκε ως «μέτρια κινητική». Αποτέλεσμα αυτού, ήταν η απόρριψη της αίτησης, ως αυτό της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 10.6.2021, καθότι σύμφωνα με το Ολοκληρωμένο Πόρισμα Αξιολόγησης Αναπηρίας, δεν πιστοποιήθηκε ως άτομο με αναπηρία, ως αυτό ορίζεται στις διατάξεις του σχετικού Νόμου.

 

  Κατά της πιο πάνω απόφασης, η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση, ημερομηνίας 23.7.2021. Όπως ανέφερε, η απόφαση της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας, είναι εσφαλμένη, καθότι η ίδια είχε ήδη εγκριθεί για επιχορήγηση, βάσει του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Άτομα με Αναπηρία για Απόκτηση Αυτοκινήτου, από το 2012 λαμβάνει ειδικό επίδομα από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας κι από το έτος 2015 λαμβάνει Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα.

 

  Στις 22.10.2021, ακολούθησε η δεύτερη αξιολόγηση της αναπηρίας της αιτήτριας από δύο ορθοπεδικούς. Οι ιατροί που την εξέτασαν, πιστοποίησαν πως η αναπηρία της αιτήτριας είναι μέτρια κινητική (μικρότερη του 39%). Όπως καταγράφεται στο πρακτικό αξιολόγησης, πρόκειται για ασθενή με αρθροπλαστική ισχίων αμφοτερόπλευρα και διαμερισματική αρθροπλαστική στο αριστερό γόνατο. Βαδίζει χωρίς βοήθημα ικανοποιητικές αποστάσεις, ενώ κρίθηκε ως μέτριου βαθμού αναπηρία στο αριστερό γόνατο.

 

  Ως αποτέλεσμα η ένσταση που υπέβαλε η αιτήτρια απορρίφθηκε, όπως αυτό της γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 10.12.2021, η νομιμότητα της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της υπό εκδίκαση προσφυγής.

 

  Δια της ευπαιδεύτου συνηγόρου της, η αιτήτρια προβάλλει, ως λόγο ακύρωσης, την αντιφατική κρίση της διοίκησης για μέτρια κινητική αναπηρία, χωρίς να επεξηγηθεί στη βάση ποιων στοιχείων κατατάχθηκε σε αυτή την κατηγορία, ενώ ελάμβανε από το έτος 2003 επίδομα και λόγω παρόδου του χρόνου η κατάσταση της έχει επιδεινωθεί. Κατά τις εισηγήσεις, δεν υπάρχει άρτιο πρακτικό, δεν προκύπτει από την Ένσταση το κατά πόσον τα ιατρικά πιστοποιητικά της αιτήτριας λήφθηκαν υπόψη και πως αναιτιολόγητα επέρχεται αλλαγή της στάσης της διοίκησης, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Εγείρεται ισχυρισμός περί παράβασης της Σύμβασης για τα Δικαιωμάτων των Ατόμων με Αναπηρίες, ενώ προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η πάσχουσα συγκρότηση των Επιτροπών Αξιολόγησης Αναπηρίας, λόγω του ότι δεν προκύπτει ποιος αποφάσισε την συγκρότηση αυτών των Επιτροπών, ποιος τους διόρισε και ποιος αποφάσισε τις ειδικότητες των ιατρών που θα συμμετέχουν. Τέλος, υποστηρίζει η αιτήτρια πως δεν παρουσιάστηκε η απόφαση της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας και πως η Λειτουργός που γνωστοποιεί την απορριπτική απόφαση δεν υπήρξε προς τούτο εξουσιοδοτημένη.

 

  Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας αφού παρέθεσε τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, βάσει των οποίων η αναπηρία που θα πρέπει να πιστοποιηθεί είναι σοβαρή ή ολική σωματική ή πνευματική ή αισθητηριακή ή μέτρια νοητική, υπέβαλε πως το γεγονός ότι ήταν προηγουμένως λήπτρια αναπηρικού επιδόματος δεν αποτελεί τεκμήριο για την κατάσταση της αναπηρίας της, αφού απαιτείται, στη βάση του ισχύοντος πλέον Νόμου, να προηγηθεί αξιολόγηση της αναπηρίας. Με αναφορά στο Ολοκληρωμένο Πόρισμα Αξιολόγησης Αναπηρίας υπέβαλε πως ορθά κρίθηκε πως δεν είναι άτομο με αναπηρία, σοβαρής ή ολικής που να το καταστήσει δικαιούχο παροχής αναπηρικού επιδόματος, αλλά άτομο με αναπηρία κινητικής μορφής μερικής μόνο έκτασης. Δεν απαντάται ο ισχυρισμός της αιτήτριας σε σχέση με την συγκρότηση των Επιτροπών Αξιολόγησης, ενώ υποβάλλει πως η προσβαλλόμενη απόφαση υπογράφτηκε ορθά από την συγκεκριμένη λειτουργό, αφού προηγήθηκε η απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος.

 

  Στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα του περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου, Ν. 109(Ι)/2014, ως αυτός έχει τροποποιηθεί, αναφέρονται τα ακόλουθα:-

«άτομο με αναπηρία», για τους σκοπούς της νομοθεσίας, σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει μακροχρόνιες σωματικές, πνευματικές, διανοητικές ή αισθητηριακές διαταραχές, οι οποίες, κατά την αλληλοεπίδρασή τους με διάφορα εμπόδια, δυνατό να εμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του στην κοινωνία σε ίση βάση με άλλους και το οποίο πιστοποιείται ως πρόσωπο με σοβαρή ή ολική αναπηρία από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας ή να έχει εγκριθεί ως λήπτης δημόσιου βοηθήματος ως ανάπηρο άτομο με βάση τις διατάξεις του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, μέχρι να πιστοποιηθεί ως άτομο με σοβαρή ή ολική μακροχρόνια σωματική ή/και πνευματική ή/και διανοητική ή/και αισθητηριακή αναπηρία από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας, εφόσον κληθεί για πιστοποίηση ή πρόσωπο που πιστοποιείται από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας ως πρόσωπο με μέτρια νοητική αναπηρία·

[…]

«αναπηρικό επίδοµα» σηµαίνει το επίδοµα που παρέχεται σε άτοµο µε αναπηρία µε βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 34·»

 

Στις διατάξεις του άρθρου 34 του Νόμου, γίνεται αναφορά σε ειδική ρύθμιση για άτομο με αναπηρία, ως εξής:-

 

«34.-(1) Τηρουµένων των διατάξεων του άρθρου 39 και ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων (α) µέχρι (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, άτοµο µε αναπηρία οποιασδήποτε ηλικίας δύναται να αιτείται παροχή ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος, νοουµένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 5, 8, 12, 13 και 14 του παρόντος Νόµου:

[…]

(2) Σε άτοµο µε αναπηρία το οποίο καθίσταται δικαιούχο ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος παρέχεται και µηνιαίο ποσό ίσο µε διακόσια είκοσι έξι (€226) ευρώ, ως αναπηρικό επίδοµα.

(3) Οποιοδήποτε άτοµο µε αναπηρία το οποίο δεν πληρεί τις προϋποθέσεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 και του εδαφίου (2) του άρθρου 5 και πληρεί τις λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, θα εξετάζεται από τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας µε βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περίπτωσής του:

Νοείται ότι το ποσό που παρέχεται σε δικαιούχο άγαµο ανάπηρο άτοµο ηλικίας µικρότερης των εικοσιοκτώ (28) ετών ως ελάχιστο εγγυηµένο εισόδηµα ή/και το ποσό που παρέχεται σε οποιοδήποτε δικαιούχο ως αναπηρικό επίδοµα δύναται να παραχωρείται και µε τη µορφή παροχής υπηρεσιών ή/και µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο µετά από διαβούλευση και σε αυτή την περίπτωση, το δικαιούχο άγαµο πρόσωπο ηλικίας µικρότερης των εικοσιοκτώ (28) ετών, θεωρείται ως µέλος της οικογενειακής µονάδας για παροχή ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος.»

 

 

  Στον διοικητικό φάκελο του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, ο οποίος σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, περιλαμβάνεται το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των Επιτροπών Αξιολόγησης και των Κέντρων Αξιολόγησης Αναπηρίας του Τμήματος Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, όπως αυτό αποφασίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με την Απόφαση με αρ. 79.926, ημερομηνίας 14.12.2015 (ερυθρά 110-100).

 

  Όπως αναφέρεται στους όρους λειτουργίας των Επιτροπών Αξιολόγησης, η Επιτροπή Αξιολόγησης αποτελείται από τουλάχιστον δύο ιατρούς, ειδικότητας που καθορίζεται από το Τμήμα, αναλόγως των δεδομένων των αιτητών, ο ένας εκ των οποίων ορίζεται από το Τμήμα ως Πρόεδρος για την εκάστοτε συνεδρία. Η Επιτροπή Αξιολόγησης προβαίνει σε κλινική αξιολόγηση κάθε αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη κάθε πληροφορία που παρέχει ο αιτητής. Κατά την καταγραφή, περιγραφή, τεκμηρίωση και πιστοποίηση της αναπηρίας και τη συγγραφή του πορίσματος και της γνωμάτευσης, η Επιτροπή χρησιμοποιεί το εγχειρίδιο της Διεθνούς Ταξινόμησης της Λειτουργικότητας, Αναπηρίας και Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, καθώς και άλλα έντυπα και οδηγούς του Τμήματος. Το ολοκληρωμένο πόρισμα πιστοποιεί την ύπαρξη αναπηρίας, τον τύπο και την έκταση της και γνωστοποιείται στον αιτητή. Αιτητής που διαφωνεί με την γνωμάτευση της Επιτροπής Αξιολόγησης, μπορεί να υποβάλει ένσταση γραπτώς στο Τμήμα και να τύχει επαναξιολόγησης, η οποία διενεργείται από άλλη Επιτροπή Αξιολόγησης.

 

  Στο εν λόγω θεσμικό πλαίσιο αναφέρεται επίσης πως οι ιατροί που συμμετέχουν στις Επιτροπές Αξιολόγησης επιλέγονται εκ περιτροπής από καταλόγους που καταρτίζει το Τμήμα, μετά από δημόσιο διαγωνισμό και υπογραφή ατομικών συμβάσεων μεταξύ του Τμήματος και των Αξιολογητών. Η Επιτροπή υποστηρίζεται από ένα Λειτουργό του Τμήματος.

 

  Στην προκείμενη περίπτωση, εντοπίζω στα ερυθρά 19 και 61, τα πρακτικά επιλογής των αξιολογητών, για την πρώτη και δεύτερη αξιολόγηση αντίστοιχα. Στο πρακτικό για την πρώτη αξιολόγηση ημερομηνίας 4.3.2021, προκύπτει πως η Λειτουργός του Τμήματος, κα Γ. Ζ. κι η υπεύθυνη Λειτουργός του Τμήματος, κα Ν. Μ., προέβησαν σε επιλογή των αξιολογητών ιατρών από τους καταλόγους που τηρούνται στο Τμήμα, σύμφωνα με τους όρους του δημόσιου διαγωνισμού, στη βάση των οποίων αυτοί έχουν ορισθεί, με αγορά υπηρεσιών. Καθορίστηκε, ως ειδικότητα, η ορθοπεδική. Ομοίως, στο πρακτικό για την δεύτερη αξιολόγηση της αιτήτριας, ημερομηνίας 22.10.2021, οι ίδιες Λειτουργοί προέβησαν σε επιλογή των αξιολογητών ιατρών, κατά τον ίδιο τρόπο, οι οποίοι ήταν διαφορετικοί από τους πρώτους, για σκοπούς επαναξιολόγησης, στα πλαίσια της υποβληθείσας ένστασης και πάλιν ειδικότητας ορθοπεδικής.

 

  Δεν εντοπίζω οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο συγκρότησης των Επιτροπών Αξιολόγησης, αφού ακολουθήθηκαν τα όσα ορίζονται στο θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας των Επιτροπών Αξιολόγησης. Ενώ διαπιστώνω πως η επιλογή της ειδικότητας της ορθοπεδικής, υπήρξε ορθή, ενόψει της έκθεσης και από τον θεράποντα ιατρό της αιτήτριας, που ήταν επίσης ειδικότητας ορθοπεδικής. Ο ισχυρισμός, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

  Εντούτοις, από την έκθεση του Ολοκληρωμένου Πορίσματος Αξιολόγησης Αναπηρίας, δεν καθίσταται αντιληπτό, για σκοπούς δικαστικού ελέγχου, πως κατέληξε η Επιτροπή Αξιολόγησης ιατρών, κατά την αρχική αξιολόγηση της αιτήτριας ημερομηνίας 4.3.2021 στην ύπαρξη μέτριας κινητικής αναπηρίας στο Μέρος Α «Πιστοποίηση Αναπηρίας» του σχετικού εντύπου, ενώ στο Μέρος Β «Γνωμάτευση για τα δικαιώματα κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών» η αιτήτρια αξιολογείται ως δικαιούχο πρόσωπο για λήψη της παροχής με αρ. 12 «Οικονομική Βοήθεια για την Αγορά Τεχνικών Μέσων, Οργάνων και Άλλων Βοηθημάτων» η οποία δίδεται σε «Άτομα με σοβαρές κινητικές, αισθητηριακές ή άλλης αναπηρίες»[1], ομοίως της παροχής με αρ. 13 «Δανεισμός Τεχνικών Μέσων» που δίδεται σε σε «Άτομα με σοβαρές κινητικές, αισθητηριακές ή άλλης αναπηρίες»[2] (ερυθρά 36-34 Τεκμηρίου 1).

 

  Η ίδια αντίφαση στην αξιολόγηση της αναπηρίας της αιτήτριας, εντοπίζεται και κατά τη δεύτερη αξιολόγησή της, ημερομηνίας 22.10.2021 (ερυθρά 78-76 Τεκμηρίου 1).

 

  Δεν επεξηγείται από την Επιτροπή Αξιολόγησης το πως και το γιατί η αναπηρία της αιτήτριας να θεωρείται μέτρια κινητική, για σκοπούς παροχής ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος / αναπηρικού επιδόματος, ενώ να θεωρείται σοβαρή κινητική, αφού καθίσταται δικαιούχος των πιο πάνω παροχών, που επίσης απαιτείται η διαπίστωση σοβαρής κινητικής αναπηρίας.

 

  Πέραν της πιο πάνω αντίφασης στην αξιολόγηση της αναπηρίας της αιτήτριας, κρίνεται, σε συμφωνία με τις εισηγήσεις της αιτήτριας, πως ο τρόπος που διενεργείται η εξέταση από τους αξιολογητές ιατρούς, δεν παρέχει στο Δικαστήριο την δυνατότητα να προβεί σε δικαστικό έλεγχο, αφού δεν προκύπτουν ούτε οι απόψεις τους, ούτε και οι εισηγήσεις τους, αλλά αυτές δίδονται με ένα ενδεικτικό αριθμό προσδιοριστή της βλάβης, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, χωρίς να δίδεται καμία περαιτέρω αιτιολογία, γιατί επιλέγηκε η ταξινόμηση της αναπηρίας, ως μέτρια και όχι σοβαρή.

 

  Η αντίφαση στον χαρακτηρισμό της αναπηρίας της αιτήτριας, όπως αυτή έχει περιγραφεί ανωτέρω, σε συνάρτηση με άλλες παροχές για τις οποίες η ίδια κρίθηκε ως δικαιούχο πρόσωπο, σε συνδυασμό με την αόριστη και αναιτιολόγητη κατάταξη της αναπηρίας της, ως μέτριας κινητικής, κρίνεται ως πεπλανημένη κι αναιτιολόγητη και ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

 

  Για τους λόγους που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει.

 

  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, με €1.900 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.  

 

        

 

 

Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 



[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.

[2] Η έμφαση επίσης προστέθηκε.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο