ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

  Υπόθεση Αρ. 1081/2018

                                                   8 Ιουλίου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ]

 

                        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             

Γ. Α.

                                                                                                                      Αιτητής,

v.

 

                             Δήμος Πάφου

                                                                             Καθ' ων η Αίτηση   

 __________________

 

Γ. Λοϊζου, για Κώστας Λοϊζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. δικηγόροι για τον Αιτητή.

Ν. Κορακίδης για Επαμεινώνδας Κορακίδης Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι του Καθ' ου η Αίτηση.

Κατ. Παναγιώτου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελιδης Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

  ___________________

                                                

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής αιτείται :

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι, η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 17.07.2018, με την οποία οι Καθ' ων η Αίτηση διόρισαν, στη μόνιμη θέση Λειτουργού Πρασίνου, στο Δήμο Πάφου, το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μχχχχχ Ιχχχχχ αντί του Αιτητού, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα των διοικητικών φακέλων, τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση συνοψίζονται στα εξής. Οι Καθ’ων η αίτηση προκήρυξαν τη μόνιμη θέση Λειτουργού Πρασίνου, στο Δήμο Πάφου, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Αρ.462, ημερομηνίας 4.8.2017. Τόσο ο  Αιτητής όσο και το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο ήταν υποψήφιοι για την επίδικη θέση συμμετέχοντας στη γραπτή εξέταση και ακολούθως σε προφορική εξέταση. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας, το  Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο κατετάγη πρώτος με τελική βαθμολογία 81,767 ενώ ο Αιτητής δεύτερος με τελική βαθμολογία 81,767. Οι Καθ' ων η Αίτηση στη συνεδρίαση τους στις 17.07.2018, αποφάσισαν και διόρισαν στη μόνιμη θέση Λειτουργού Πρασίνου, το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Οι Καθ' ων η Αίτηση ενημέρωσαν για την απόφαση τους τον Αιτητή με επιστολή ημερ. 17.07.2018, ο οποίος προσέφυγε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Ο δικηγόρος του Αιτητή, στην προσφυγή του, καταγράφει αποκλειστικά τους ακόλουθους τρεις λόγους ακύρωσης, τους οποίους παραθέτουμε αυτολεξεί:   

«1. Η απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση ελήφθη κατά κατάχρησιν και/ή καθ' υπέρβασιν εξουσίας και/ή είναι αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης και/ή νομικής πλάνης και/ή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα.

2.      Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι αντίθετη με τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου και/ή τις παραδεδεγμένες αρχές του Δημόσιου Δικαίου και/ή της Νομολογίας και/ή με τις αρχές του Φυσικού Δικαίου.

3.      Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη και/ή ελήφθη κατόπιν εσφαλμένης διαδικασίας.»

 

Αντίστοιχα, στη γραπτή του αγόρευση, ο Αιτητής αναπτύσσει τους εξής λόγους ακύρωσης:

«1. Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης και/ή νομικής πλάνης.

2.Οι Καθ' ων η Αίτηση εσφαλμένα δεν επίστωσαν τον Αιτητή με μονάδες για άλλα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία κατείχε.

3. Οι Καθ' ων η Αίτηση δεν εξεπλήρωσαν το καθήκον τους προς επιλογήν του καλύτερου υποψηφίου.

4.Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση εγένετο χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή οποιαδήποτε έρευνα.

5. Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ήτο αδικαιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.»

 

Σχετικά, πέραν της υποστήριξης της θέσης τους ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ορθή και νόμιμη, τόσο ο δικηγόρος του Δήμου όσο και του Ενδιαφερόμενου Μέρους προβάλουν ότι, όλοι ανεξαιρέτως οι λόγοι ακυρώσεως διαφαίνεται ότι δικογραφούνται με καταφανή αοριστία, γενικότητα κα ασάφεια και δεν υφίσταται η απαιτούμενη αιτιολογία.

 

Καταρχήν ο δικηγόρος των Καθ΄ων η Αίτηση σημειώνει ότι, παραβιάζεται ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει ρητή υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Χωρίς να προβαίνει σε επεξήγηση της θέσης του σε σχέση με το δικόγραφο του Αιτητή, σημειώνει ότι μόνο ζητήματα τα οποία εγείρονται στη προσφυγή με την αναγκαία λεπτομέρεια, σαφήνεια και καθαρότητα, τυγχάνουν εξέτασης και ζητά όπως η προσφυγή απορριφθεί από το Δικαστήριο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση.

 

Ακολούθως, η ευπαίδευτη δικηγόρος του Ε.Μ., επεκτείνεται επί του ζητήματος παραβίασης από τον δικηγόρο του Αιτητή του Κανονισμού 7, παραθέτοντας ενδεικτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σχετικά υποδεικνύει ότι, η νομολογία διευκρίνισε ότι οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια παραβιάστηκε και συγκεκριμένα ποιοι είναι οι λόγοι για ακύρωση της.

 

Παραπέμποντας το Δικαστήριο στις αποφάσεις της Ολομέλειας, Δημοκρατίας ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 598, B. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 862, Latomia Estate Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2831, 2832 και 2840 της 13.7.2001, Κυπριακή Δημοκρατία ν. 1. Παναγιώτη Ευγενίου κ.ά. Α.Ε. 3493 ημερ. 15.6.2005, επιλέγει να παραθέσει σχετικά αποσπάσματα ώστε να καταδείξει ακριβώς ότι, όλοι ανεξαιρέτως οι λόγοι ακυρώσεως διαφαίνεται ότι δικογραφούνται με καταφανή αοριστία, γενικότητα και ασάφεια, ενώ δεν υφίσταται η απαιτούμενη αιτιολογία.

 

Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα από την απόφαση Latomia Estate Ltd (ανωτέρω) το οποίο, μεταξύ άλλων αποσπασμάτων από αποφάσεις, καταγράφεται στην αγόρευση της κας Παναγιώτου (η έμφαση προστίθεται).

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

"7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος

εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.”

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφαση. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598)».

 

Αντίθετα, η πλευρά του Αιτητή, παρά τα όσα καταγράφονται στις αγορεύσεις Καθ΄ων η Αίτηση και ΕΜ, στην απαντητική γραπτή αγόρευση του αρκείται να απορρίψει τους ισχυρισμούς, δηλώνοντας μόνο ότι αυτοί δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα. Περαιτέρω, αντί να δοθούν απαντήσεις επί της ουσίας του ισχυρισμού για παραβίαση του Κανονισμού 7 και/ή να προχωρήσει σε αίτηση τροποποίησης του δικογράφου της Προσφυγής του ούτως ώστε να προσπαθήσει να εξειδικεύσει και/ή να εμπλουτίσει τους νομικούς λόγους ακύρωσης οι οποίοι ήδη δικογραφούνται, επέλεξε να αναφερθεί στις πράξεις και/ή παραλείψεις του δικηγόρου των Καθ΄ων η Αίτηση αναφορικά με την Ένσταση του, τις οποίες, όπως πολύ ορθά σημειώνει, υπέδειξε ήδη το Δικαστήριο στο πρακτικό του ημερ. 15.01.2020.

 

Στο στάδιο των διευκρινήσεων, τόσο ο δικηγόρος του Αιτητή, όσο και ο δικηγόρος του Δήμου αρκέστηκαν να υιοθετήσουν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων, σε αντίθεση με τη δικηγόρο του Ενδιαφερομένου Προσώπου η οποία επεκτάθηκε επί της νομιμότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, παραπέμποντας υποβοηθητικά το Δικαστήριο σε σχετική νομολογία. Ολοκληρώνοντας την τοποθέτηση της τόνισε, «Τέλος, όσον αφορά την προδικαστική μας ένσταση υιοθετώ τα όσα ανέφερα στη γραπτή μου αγόρευση και επιμένω ότι, οι νομικοί ισχυρισμοί, έτσι όπως καταγράφηκαν στην αίτηση ακυρώσεως του Αιτητή είναι αόριστοι, γενικοί και ελλιπείς, χωρίς συγκεκριμενοποίηση και χωρίς παραπομπή σε σχετική νομοθεσία, Κ.Δ.Π., σχετικά άρθρα κ.λ.π..» (…)»

 

Εξετάζοντας, αυτή ακριβώς τη θέση ότι, παραβιάζεται ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει ρητή υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως», διαπιστώνω ότι εν προκειμένω, η θέση αυτή είναι απολύτως βάσιμη. Παραπέμποντας και στους τρεις λόγους ακύρωσης οι οποίοι καταγράφονται στο δικόγραφο της προσφυγής, διαπιστώνω την αοριστία αυτών. Περαιτέρω,  διαβάζοντας και τους πέντε λόγους ακύρωσης οι οποίοι προωθούνται μέσω της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή, διαπιστώνω αναντιστοιχία αυτών με τους λόγους οι οποίοι έχουν δικογραφηθεί. Ειδικότερα οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος που προωθούνται ότι, οι Καθ' ων η Αίτηση εσφαλμένα δεν επίστωσαν τον Αιτητή με μονάδες για άλλα ακαδημαϊκά προσόντα τα οποία κατείχε, δεν εξεπλήρωσαν το καθήκον τους προς επιλογήν του καλύτερου υποψηφίου και ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση έγινε χωρίς τη δέουσα, ουδόλως καταγράφονται στο σχετικό δικόγραφο της προσφυγής. Οι δε πρώτος και πέμπτος λόγος ακύρωσης της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή δεν αναπτύσσονται με τρόπο ο οποίος να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο του ισχυρισμού. Σημειώνω μάλιστα πως ο τελευταίος λόγος ακύρωσης ότι, «η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ήτο αδικαιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη», δεν αναπτύσσεται στην αγόρευση του Αιτητή με οιονδήποτε τρόπο.

 

Συνοψίζοντας, διαπιστώνω ότι, και οι τρεις λόγοι ακυρώσεως δικογραφούνται με καταφανή αοριστία, γενικότητα και ασάφεια ενώ δεν υφίσταται η απαιτούμενη αιτιολογία. Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλει ο Αιτητής, δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα με τρόπο ούτως ώστε να μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο.

 

Σχετική είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κ.Δ. ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 A.A.Δ. 598, καθώς και οι παλαιότερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Κώστας Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1250/2012, ημερομηνίας 19/12/2013 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.

 

Απόλυτα σχετική είναι και η πιο πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Αναθ. Έφεση 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344,  την οποία η συντάκτρια της αγόρευσης του Ενδιαφερομένου Μέρους καταγράφει και μας παραπέμπει σε συγκεκριμένο απόσπασμα.

 

Επιπρόσθετα των αποφάσεων αυτών, το Δικαστήριο επισημαίνει και την απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ) κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Υπόθεση Αρ. 107/2017 ημερομηνίας 11 Δεκεμβρίου 2017, όπου, εξετάζοντας τους λόγους που προωθούσε ο Αιτητής, η Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου τόνισε τα εξής:  

«Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης τους και της εγγενούς σπουδαιότητας που ενέχουν, η εξέταση των ισχυρισμών που προβάλλουν οι καθ' ων η αίτηση περί μη δικογράφησης των υπό των αιτητών προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης: συγκεκριμένα, του ισχυρισμού ότι η Κ.Δ.Π. 351/2016  παραβιάζει την υπό του Άρθρου 28 του Συντάγματος κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, αλλά και του ισχυρισμού περί κανονιστικής ρύθμισης (Κ.Δ.Π. 351/16), η οποία αυθαίρετα και χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, όρισε μειωμένη ηλικία αφυπηρέτησης, χωρίς να προβλέπεται στο Νόμο 36(Ι)/2016 οποιαδήποτε εξουσιοδότηση προς τούτο, δεδομένου ότι ο τελευταίος αυτός Νόμος δεν εξουσιοδότησε την κανονιστική ρύθμιση της μείωσης της ηλικίας αφυπηρέτησης από το 60ο έτος στο 57ο (όπως τιτλοφορείται ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης: «η νέα Κ.Δ.Π. 351/2016 είναι ultra vires έναντι του Νόμου»).

 Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». 

Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί η απλή επίκληση της παραβίασης ενός Άρθρου του Συντάγματος ή ενός νόμου ή των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση (βλ. Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598), «οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα αυτοί να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική δε περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709).».

 

Στην Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, λέχθηκαν τα εξής άμεσα σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα:

 «Οι πρόσθετοι νομικοί λόγοι για την ακύρωση της πράξης, οι οποίοι προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, δεν μπορεί να εξεταστούν. Είναι θεμελιωμένο ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται από τη δικογραφία. Όπως επισημάναμε στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή, Σαφειρίδης ν. Κουκκουρή και Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστηρίου άπτεται του θέματος που εξετάζεται:-

 

"Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης (βλ. Δημοκρατία ν. Kassinos Construction Ltd(1990) 3 Α.Α.Δ. 3835, Abdolali Kadivari ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289)."

 

Στην παρούσα περίπτωση από τους πέντε λόγους που συνοψίζονται στη σελίδα 14 της απαντητικής αγόρευσης της αιτήτριας, οι τέσσερις πρώτοι δεν προβάλλονται και δεν στοιχειοθετούνται επαρκώς στην προσφυγή ως λόγοι ακύρωσης.».

 

Κατά πάγια επίσης νομολογία, η δικογραφία συνιστά το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Οι γραπτές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων δεν αποτελούν μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων, αλλά εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα που προσδιορίζονται στην αίτηση και τα οποία καλείται το Δικαστήριο να επιλύσει (βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257, 263 και Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva, ανωτέρω).

 

Στην Γεώργιος Π. Γεωργίου ν. Δήμος Πάφου, ECLI:CY:AD:2016:D403, Υποθ. Αρ. 1601/2011, ημερ. 9.8.2016, ECLI:CY:AD:2016:D403, λέχθηκαν τα εξής σχετικά (οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου):

 

«Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ 257 απασχόλησε το θέμα της εξειδίκευσης και αιτιολογίας των λόγων ακύρωσης στο δικόγραφο σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου  του 1962, από την οποία υιοθετώ τα ακόλουθα αποσπάσματα:

 

«Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει.

 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001)3 Α.Α.Δ. 672:

 

"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

 

"7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον."

[.]

Έχουμε πάντως κατά νου ότι, όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 A.AΔ. 598:

 

"Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης."».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν μπορεί να εξεταστεί ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης που έγκειται στον ισχυρισμό περί κανονιστικής ρύθμισης (Κ.Δ.Π. 351/16), η οποία αυθαίρετα και χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, όρισε μειωμένη ηλικία αφυπηρέτησης, αφού είναι σαφές ότι ένας τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν έχει δικογραφηθεί, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα Κανονισμό 7, αλλά και τις κατευθυντήριες της προαναφερθείσας νομολογίας. Σε κανένα από τα επτά νομικά σημεία της προσφυγής των αιτητών (ως αυτά έχουν εκτεθεί πιο πάνω) δεν δικογραφείται και/ή στοιχειοθετείται με σαφήνεια ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης. Ο γενικός και εν πολλοίς ασαφής τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκαν οι λόγοι ακύρωσης στην προσφυγή, δεν εκπληρώνει την υποχρέωση που θέτει ο εν λόγω Κανονισμός 7, σύμφωνα με τον οποίο τα νομικά σημεία θα πρέπει να καταγράφονται με σαφήνεια. Αποδοχή δε της εισήγησης ότι επαρκούν τέτοιες γενικότητες για να καλυφθούν τα συγκεκριμένα νομικά σημεία που εγείρονται στην αγόρευση των αιτητών, όχι απλώς θα καταστρατηγούσε τον υπό αναφορά Κανονισμό, αλλά και θα του αφαιρούσε κάθε νόημα ύπαρξης (βλ. ΚΡΑΣΣΕΝ ΝΤΟΝΕΒ ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:C455, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 146/2010, ημερ. 25.6.2015).»

 

 

Εν προκειμένω, ο Αιτητής στη προσφυγή του καταγράφει τρεις λόγους οι οποίοι δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα, ως επιβάλει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ομοίως επαναλαμβάνω και τη διαπίστωση μου ότι αυτοί ουδόλως αναπτύσσονται στην αγόρευση του Αιτητή με τρόπο που το Δικαστήριο να μπορεί να τους εξετάσει, ενώ κάποιοι εξ αυτών που αναπτύσσονται ουδόλως αντιστοιχούν με λόγους ακύρωσης στο σχετικό δικόγραφο της προσφυγής.

 

Δεδομένου του ευρήματος μου ότι, εν προκειμένω έχει παραβιαστεί ο Κανονισμός 7, ως έχω καταγράψει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται.

 

Κρίνω ορθό, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, να επιδικάσω 800 Ευρώ πλέον ΦΠΑ, έξοδα υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους και εναντίον του Αιτητή.                                                               

       

  Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.                              


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο