ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1432/2022(iJ))

24 Ιουλίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Κ. Κ.

Αιτητής

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Άννα Ν. Πηλείδου, για τον αιτητή.

Θάσος Χατζηλούκα, Δικηγόρος, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία αξιώνει από το Δικαστήριο την εξής θεραπεία:-

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 04.05.2022 με την οποία απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή του κατά της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών να τον κρίνει, κατά τις κρίσεις Αξιωματικών για το έτος 2022, ως «Παραμένων στον ίδιο βαθμό» είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».

 

  Ο αιτητής, Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας, διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 30.5.1997, στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, με ειδικότητα την Ηλεκτρονική Μηχανική. Στις 22.12.2000 προάχθηκε στο βαθμό του Υπολοχαγού, την 1.9.2004 στον βαθμό του Λοχαγού και την 31.12.2012 στον κατεχόμενο σήμερα βαθμό, αυτόν του Ταγματάρχη.

 

  Με απόφαση του Υπουργού Άμυνας ημερομηνίας 28.6.2021, ο αιτητής τοποθετήθηκε στις Βρυξέλλες, στη θέση Βοηθού / Στρατιωτικού Αντιπροσώπου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για περίοδο μέχρι τρία έτη, ήτοι από 16.7.2021. Με απόφαση του Υπουργού Άμυνας ημερομηνίας 16.2.2022, η τοποθέτησή του στις Βρυξέλλες τερματίστηκε, από 18.3.2022 και ο αιτητής επαναπατρίστηκε στην Κύπρο, αφού έκρινε την απόδοσή του ως μη ικανοποιητική.  

 

  Στις 31.12.2021 υπεβλήθη η Έκθεση Αξιολόγησης του αιτητή από τον Αντιπλοίαρχο Ν. Λ., Στρατιωτικό Αντιπρόσωπο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ο άμεσα προϊστάμενός του, για την χρονική περίοδο από 16.7.2021 – 31.12.2021, στην οποία είχε αξιολογηθεί σε δώδεκα προσόντα με βαθμολογία «Πολύ Καλή», σε τέσσερα προσόντα με βαθμολογία «Καλή», σε έξι προσόντα «Μέτρια» και σε ένα με βαθμολογία «Μη αποδεκτή». Σημειώνεται πως ο Α΄ Γνωματεύων συμφώνησε με τον αξιολογούντα στις 15.2.2022.

 

  Η Έκθεση Αξιολόγησης κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 28.2.2022. Στις 4.3.2022 υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή υποβάλλοντας πως η αξιολόγηση του έγινε από τον Στρατιωτικό Αντιπρόσωπο που σε κανένα στάδιο της τοποθέτησής του στις Βρυξέλλες είχε αντικειμενική αντιμετώπιση προς τον ίδιο, πως δεν είχε αμερόληπτη κρίση, αφού είχε αποστείλει και δύο αναφορές για τον αιτητή προς το Υπουργείο Άμυνας, οι οποίες ουδέποτε του γνωστοποιήθηκαν. Υποστήριξε πως κατά του αξιολογούντος, ο αιτητής υπέβαλε γραπτώς καταγγελία στον Πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Επιτροπή Πολιτικής και Ασφαλείας της ΕΕ, για την εμπαθή, προσβλητική κι εχθρική συμπεριφορά του προς το πρόσωπό του.

 

  Επί της Έκθεσης Αξιολόγησης, καταγράφεται η απόφαση του Α΄ Γνωματεύοντα ημερομηνίας 10.3.2022, επί της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή, με την οποία εμμένει στην αρχική του γνωμάτευση, αφού, όπως καταγράφεται, ο αξιολογούμενος (αιτητής) δεν παρέθεσε νέα στοιχεία που να θέτουν εν αμφιβόλω την ορθότητα της βαθμολογίας που τέθηκε από τον αξιολογούντα. Λόγω της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής, η βαθμολόγηση υπεβλήθη ενώπιον του Β΄ Γνωματεύοντα προκειμένου να ελέγξει, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού 21(4) της Κ.Δ.Π. 351/2016, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, την ορθή τήρηση της διαδικασίας αξιολόγησης από τον αξιολογούντα και τον Α΄ Γνωματεύοντα, έτσι ώστε να δώσει την τελική αξιολόγηση του Αξιωματικού.

 

  Ως Β΄ Γνωματεύων, ενήργησε ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, ο οποίος κατά την 17.3.2022, κατέγραψε επί της έκθεσης αξιολόγησης, τα εξής:-

«Ενεργώντας ως όργανο οριστικής Αξιολόγησης και από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη μου επί τη βάση των συνημμένων εγγράφων, συμφωνώ με τις βαθμολογίες που τέθηκαν από τον αξιολογούντα στις οποίες συμφώνησε ο Α’ Γνωματεύων, επί των σημείων της Έκθεσης Αξιολόγησης και για τα οποία είχε προσφύγει ο αξιολογούμενος για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η ΕΑ σε συνάρτηση με τις υπηρεσίες τις οποίες εκτέλεσε».

 

  Κατά το έτος 2022 ο αιτητής πληρούσε τις προϋποθέσεις κρίσης και περιλήφθηκε στους δικαιούμενους κρίσης για το συγκεκριμένο έτος. Στις 28.3.2022 κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών ως «Παραμένων στον ίδιο βαθμό», κατά τις διατάξεις του Κανονισμού 38(3)(δ)(i) των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών) Κανονισμών του 2016, Κ.Δ.Π. 351/2016, ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη την βαθμολογία του, επί της έκθεσης αξιολόγησης για την περίοδο από 16.7.2021 – 31.12.2021.

 

  Αποτέλεσμα αυτού, ήταν η κατάταξη του αιτητή στον Πίνακα Αξιωματικών βαθμού Ταγματάρχη Τεχνικού Σώματος ημερομηνίας 28.3.2022, ως «Παραμένων στον ίδιο βαθμό». Η εν λόγω απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 31.3.2022.

 

  Κατά τις πιο πάνω αναφερόμενης κρίσης του, ο αιτητής υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου Επανακρίσεων, ημερομηνίας 14.4.2022. Έθεσε ζητήματα έλλειψης αμεροληψίας όσον αφορά το πρόσωπο του αξιολογούντος, πως δεν αναζητήθηκαν οι απόψεις του αρχηγού της διπλωματικής αποστολής ως προς την απόδοσή του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 2.5.2022 αποφάσισε την απόρριψη της προσφυγής. Η εν λόγω απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 4.5.2022, η νομιμότητα της οποίας συνιστά το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 

  Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, ήγειρε αριθμό λόγων ακύρωσης. Κατά πρώτον, προώθησε ισχυρισμό πως η έκθεση αξιολόγησης του  βασίστηκε στις διατάξεις του Κανονισμού 20(7)(α) της Κ.Δ.Π. 351/2016 η οποία εξέρχεται των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης, ήτοι του άρθρου 26(3) του Ν. 36(Ι)/2016 και του άρθρου 64(3) του Ν. 19(Ι)/2011. Όπως υποστηρίζει, η επίδικη κρίση, στηρίχθηκε στην έκθεση αξιολόγησης για την περίοδο από 16.7.2021 – 31.12.2021, περίοδο κατά την οποία ο αιτητής ήταν τοποθετημένος στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, η οποία τοποθέτηση έγινε βάσει των άρθρων 26 του Ν. 36(Ι)/2016 και 64 του Ν. 19(Ι)/2011. Εισηγείται πως για την αξιολόγηση του αιτητή που έγινε από τον Στρατιωτικό Αντιπρόσωπο που ήταν μέλος του στρατού, έπρεπε να ληφθεί υπόψη συμβουλευτική έκθεση αξιολόγησης από τον μη στρατιωτικό προϊστάμενο του αιτητή, ήτοι τον Πρέσβη στον οποίο υπαγόταν διοικητικά. Συνοπτικά, η εισήγηση του αιτητή είναι πως για κάθε αξιωματικό που τοποθετείται σε διπλωματικές αποστολές, θα έπρεπε να υποβάλλεται συμβουλευτική έκθεση από τον μη στρατιωτικό προϊστάμενο η οποία να λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγησή του, είτε ο προϊστάμενος του αξιολογούμενου είναι στρατιωτικός, είτε μη.

 

  Δεύτερος ισχυρισμός που προωθήθηκε, άπτεται παράβασης της αρχής της αμεροληψίας σε διάφορα στάδια της διαδικασίας, από το στάδιο της διενέργειας της έκθεσης αξιολόγησης του αιτητή, μέχρι και την έκδοση της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεως Αξιωματικών.

  Ως πρώτη πτυχή του ισχυρισμού,  προβάλλεται η συμμετοχή του Α΄ Γνωματεύοντος, αλλά και του Β΄ Γνωματεύοντος, Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι ήταν αποδέκτες υπηρεσιακών αναφορών που απέστελλε ο αξιολογών σε σχέση με την απόδοση του αιτητή, οι οποίοι προχώρησαν στη συνέχεια σε έλεγχο της ορθότητας της έκθεσης αξιολόγησης.

 

  Ως δεύτερη πτυχή παράβασης της αρχής της αμεροληψίας, κατά τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, δεικνύεται η συμμετοχή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, ως Β΄ Γνωματεύοντος στην έκθεση αξιολόγησης του αιτητή και μεταγενέστερα, ως Μέλους του Συμβουλίου Επανακρίσεων, συμμετοχή που δεν ήταν τυπική, καθότι ο Β΄ Γνωματεύων εξετάζει τη νομιμότητα και την ορθότητα των στοιχείων για την τεκμηρίωση των βαθμολογιών και το Μέλος του Συμβουλίου έχει εξουσία να απορρίψει ή να αποδεχτεί την υποβληθείσα προσφυγή του αιτητή, κατατάσσοντάς τον στην κατάλληλη, κατά την γνώμη του, διαβάθμιση κρίσης.

 

  Τα ίδια ισχύουν κι ως προς την συμμετοχή του Υπουργού Άμυνας, ως Μέλους του Συμβουλίου Επανακρίσεων, αφού κι αυτός ήταν δέκτης των υπηρεσιακών αναφορών που απέστελλε ο αξιολογών, σε σχέση με την απόδοση του αιτητή, ενώ πρόσθετα, ο Υπουργός Άμυνας, με απόφασή του ημερομηνίας 16.2.2022 τερμάτισε την υπηρεσία του στη θέση Βοηθού Στρατιωτικού Αντιπροσώπου στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κρίνοντας την απόδοσή του ως μη ικανοποιητική. Αργότερα, κλήθηκε ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Επανακρίσεων, να εξετάσει την προσφυγή που υπέβαλε ο αιτητής, σε σχέση με την απόδοσή του.

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή υπέβαλε πως η αρχή της αμεροληψίας έχει παραβιαστεί και λόγω της προκατάληψης του αξιολογούντα, ο οποίος επεδείκνυε προς το πρόσωπο του αιτητή συμπεριφορά απαξιωτική και μειωτική, τον αντιμετώπιζε με εχθρότητα, προβολές κι ειρωνείες, συμπεριφορά για την οποία ο αιτητής υπέβαλε καταγγελία στον Πρέσβη, αλλά και μέσω των δικηγόρων του.

  Προβάλλεται τέλος ο ισχυρισμός εκ μέρους του αιτητή πως οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων υπήρξαν λανθασμένες, λόγω του ότι έχουν βασιστεί επί της έκθεσης αξιολόγησης του αιτητή για την περίοδο από 16.7.2021 – 31.12.2021 η οποία συνιστά μη νόμιμο στοιχείο κρίσεως και πάσχουν από έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

  Αντίθετες υπήρξαν οι θέσεις κι εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση. Με αναφορά στις διατάξεις των άρθρων 26 και 76 του Ν.36(I)/2006, αλλά και των Κανονισμών 20 και 21 της Κ.Δ.Π. 351/2016, υπέδειξε πως στην προκείμενη περίπτωση, ο άμεσα προϊστάμενος του αιτητή, είναι μέλος του Στρατού και δεν απαιτείτο να ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε Συμβουλευτική Έκθεση Αξιολόγησης. Απέρριψε τους ισχυρισμούς του αιτητή περί παράβασης της αρχής της αμεροληψίας και υποστήριξε ως ορθή, νόμιμη και αιτιολογημένη την κρίση του αιτητή για το έτος 2022.

 

  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου, Ν. 19(Ι)/2011, ο Υπουργός Άμυνας αποφάσισε την τοποθέτηση του αιτητή στη θέση Βοηθού Στρατιωτικού Αντιπροσώπου / Συμβούλου στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στην ΕΕ στις Βρυξέλλες για περίοδο τριών χρόνων, από την 16.7.2021. Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, κατά την περίοδο από 16.7.2021 μέχρι 31.12.2021, συντάχθηκε έκθεση αξιολόγησης από τον Αντιπλοίαρχο Ν. Λ., Στρατιωτικό Αντιπρόσωπο της Κύπρου στην ΕΕ, ο οποίος ενεργούσε ως άμεσα προϊστάμενος του αιτητή. Σχετικές πρόνοιες για την ρύθμιση της τοποθέτησης, μετάθεσης, ή απόσπασης Αξιωματικών, περιλαμβάνονται στις διατάξεις του άρθρου 64 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου, Ν. 19(Ι)/2011, ως έχει τροποποιηθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στην επιφύλαξη του εδαφίου 3(α) αυτού, αναφέρεται πως ο εν λόγω Αξιωματικός, κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του, είναι υπόλογος στον αρχηγό της διπλωματικής αποστολής, σε ό,τι αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

 

  Πρόνοιες σχετικές με τοποθετήσεις Αξιωματικών, περιλαμβάνονται και στις διατάξεις του άρθρου 26 του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου του 2016, Ν. 36(Ι)/2016, ως έχει τροποποιηθεί, όπου κατά τις διατάξεις επίσης της επιφύλαξης του εδαφίου 3(α) αυτού, γίνεται αναφορά στη διοικητική υπαγωγή τους, σε ό,τι αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων τους στον αρχηγό της διπλωματικής αποστολής.

 

  Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 76 του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 36(Ι)/2016 εκδόθηκαν οι περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών) Κανονισμοί του 2016, Κ.Δ.Π. 351/2016. Στις διατάξεις του Κανονισμού 21(1)(α), καθορίζεται ο αξιολογών, ήτοι το πρόσωπο που προβαίνει στην σύνταξη έκθεσης αξιολόγησης και προσδιορίζεται ως τέτοιο πρόσωπο, ο ιεραρχικά προϊστάμενος του προς αξιολόγηση Αξιωματικού. Στον Κανονισμό 20(7)(α) της Κ.Δ.Π. 351/2016 γίνεται αναφορά, τόσο στους αξιολογούντες, όσο και στους γνωματεύοντες, πως είναι πάντοτε μέλη του Στρατού ή της Εθνικής Φρουράς και πως σε περίπτωση που ο άμεσα προϊστάμενος δεν είναι μέλος του Στρατού ή της Εθνικής Φρουράς, για σκοπούς αξιολόγησης, λαμβάνουν υπόψη σχετική Συμβουλευτική Έκθεση Αξιολόγησης που συντάσσεται από τον μη στρατιωτικό προϊστάμενο του αξιολογούμενου Αξιωματικού. 

 

  Δεν συμφωνώ με τον ισχυρισμό που προωθήθηκε εκ μέρους του αιτητή, ότι δηλαδή οι διατάξεις του Κανονισμού 20(7)(α) της Κ.Δ.Π. 351/2016 εξέρχονται των ορίων της εξουσιοδότησης που δόθηκε με το άρθρο 76 του Ν. 36(Ι)/2016 κι ότι αντιβαίνει στα όσα ορίζει το άρθρο 26(3) του ίδιου Νόμου. Η διοικητική υπαγωγή του Αξιωματικού, στον αρχηγό της διπλωματικής αποστολής που δεν είναι μέλος του Στρατού, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων προσώπου που είναι μέλος του Στρατού της Δημοκρατίας, δεν του αποδίδει οποιαδήποτε εκ του Νόμου εξουσία να προβαίνει και σε αξιολόγηση της απόδοσης Αξιωματικού για σκοπούς προαγωγών, στους κόλπους του Στρατού της Δημοκρατίας.

 

  Διοικητική υπαγωγή, δεν περιλαμβάνει και την αξιολόγηση του Αξιωματικού, ούτε καθιστά τον Αρχηγό της διπλωματικής αποστολής, ως τον άμεσα προϊστάμενο του υπό αξιολόγηση Αξιωματικού. Τα όσα ορίζονται στον Κανονισμό 20(7) της Κ.Δ.Π. 351/2016, δεν εξέρχονται της δοθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης. Ορθά, στην προκείμενη περίπτωση, δεν αναζητήθηκε οποιαδήποτε συμβουλευτική έκθεση αξιολόγησης σε σχέση με τον αιτητή από πρόσωπο μη στρατιωτικό, αφ’ ης στιγμής ο άμεσα προϊστάμενος του αιτητή είναι μέλος του Στρατού της Δημοκρατίας. Ο αντίθετος ισχυρισμός του αιτητή, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

  Προχωρώ να εξετάσω τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί παράβασης της αρχής της αμεροληψίας, κατά διάφορα στάδια, που οδήγησαν τελικά στην κρίση ως «Παραμένων στον ίδιο βαθμό».

 

  Η αρχή της αμεροληψίας συνιστά θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου. Τα διοικητικά όργανα πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Η αρχή αυτή, αποτελεί πλέον τη θεσμοθετημένη διάταξη του άρθρου 42(2) του Ν. 158(Ι)/99.  Στην Α.Ε. 11/15, Δημοκρατία ν. Δρος Χριστοδούλου κ.ά. ημερομηνίας 1.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:C488, με αναφορά και στην Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769, επαναλήφθηκε η ιδιαίτερη σημασία της αρχής της αμεροληψίας της διοίκησης, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, αρχή η οποία εκδηλώνεται και στην ύπαρξη κωλύματος συμμετοχής σε συλλογικά όργανα, που όπως υποδείχθηκε, συμμετοχή κωλυόμενου μέλους, αποτελεί λόγο ακύρωσης της πράξεως. Στην εν λόγω απόφαση, εξετάστηκε κυρίως η έννοια της ιδιάζουσας σχέσης, υπό την έννοια της συσχέτισης των προσώπων μεταξύ τους, προϊσταμένου και υποψήφιου, τονίζοντας τον αντικειμενικό χαρακτήρα του ζητήματος, ήτοι το πως αυτή η σχέση παρουσιάζεται στα μάτια ενός καλόπιστου τρίτου αντικειμενικού παρατηρητή, εάν αυτή περιέχει στοιχεία που αποκαλύπτουν ή προδιαθέτουν μεροληπτική στάση.

 

  Στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2003) 3 Α.Α.Δ. 554, κρίθηκε παράνομη η συμμετοχή μέλους στη Συμβουλευτική Επιτροπή, που είχε ιδιάζουσα σχέση με ένα εκ των υποψηφίων (εκεί εφεσίβλητο) ο οποίος αποκλείσθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή, στην οποία μετείχε ως μέλος, αντίδικος του υποψηφίου σε δικαστική διαδικασία, σε άλλη προσφυγή, στην οποία και ετίθετο το ίδιο θέμα σε σχέση με τα προσόντα του. Όμοια αντιμετώπισης περί μεροληπτικής κρίσης, κρίθηκε και στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2012) 3 Α.Α.Δ. 326, η ύπαρξη συνεχούς δικαστικής αντιπαράθεσης μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής με τον εκεί εφεσίβλητο.

 

  Ισχυρισμοί περί έλλειψης αμεροληψίας, πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή και ικανοποιητική βεβαιότητα, το δε βάρος απόδειξης φέρει ο επικαλούμενος την προκατάληψη (Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176, Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8, Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 526).

 

  Το θέμα της προκατάληψης, πρέπει να τίθεται με την πρώτη ευκαιρία ενώπιον του διοικητικού οργάνου για να το εξετάσει, σε περίπτωση που υπάρχει πλήρης γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν το ενδεχόμενο προκατάληψης, προκειμένου να προχωρήσει απρόσκοπτα η ενώπιόν του διαδικασία. Εφόσον ο διάδικος αδρανεί να πράξει τούτο, τότε, το δικαίωμά του αυτό, θεωρείται ότι εγκαταλείπεται (Δημοκρατία ν. Χατζηχάννας κ.ά., Α.Ε. 142/2005, ημερομηνίας 13.3.2007, Σισμάνη κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 420, Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2007) 4Β Α.Α.Δ. 737, Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (ανωτέρω), Δημοκρατία ν. Δρος Χριστοδούλου (ανωτέρω), ΣτΕ 1487/1997).  Σημειώνεται δε, πως στα νομικά σημεία της προσφυγής περιλαμβάνεται ως λόγος ακύρωσης ζήτημα παράβασης της αρχής της αμεροληψίας.

 

  Η πρώτη πτυχή του λόγου ακύρωσης, αφορά ισχυρισμό περί παράβασης της αρχής της αμεροληψίας, με αναφορά στη συμμετοχή του Α΄ Γνωματεύοντος και του Β΄ Γνωματεύοντος, Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι ήταν αποδέκτες υπηρεσιακών αναφορών που απέστελλε ο αξιολογών σε σχέση με την απόδοση του αιτητή κι οι οποίοι προχώρησαν στη συνέχεια σε έλεγχο της ορθότητας της έκθεσης αξιολόγησης.

 

  Κατά τα όσα ορίζονται στον Κανονισμό 21(1), (2), (3) και (4) της Κ.Δ.Π. 351/2016, κάθε έκθεση αξιολόγησης υποβάλλεται από τον αξιολογούντα στον Α΄ Γνωματεύοντα, ο οποίος είναι ιεραρχικά προϊστάμενος του αξιολογούντος, προκειμένου να ελέγξει την ορθή τήρηση της διαδικασίας αξιολόγησης, ενώ προβαίνει σε βαθμολόγηση μόνο των προσόντων που η δική του βαθμολογία διαφοροποιείται από την βαθμολογία του αξιολογούντος.  Ακολούθως, η έκθεση αξιολόγησης, γνωστοποιείται στον αξιολογούμενο Αξιωματικό.

 

  Σε περίπτωση που ο τελευταίος υποβάλει ιεραρχική προσφυγή, αυτήν επιλαμβάνεται ο Α΄ Γνωματεύων. Σε περίπτωση που η ιεραρχική προσφυγή απορριφθεί, η έκθεση αξιολόγηση κι όλα τα σχετικά με αυτήν έγγραφα, υποβάλλονται στον Β΄ Γνωματεύοντα, ο οποίος είναι ιεραρχικά προϊστάμενος του Α΄ Γνωματεύοντα. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο εδάφιο (4), ο Β΄ Γνωματεύων αφού ελέγξει την ορθή τήρηση της διαδικασίας αξιολόγησης από τους δύο προαναφερθέντες αξιολογητές, προβαίνει σε τελική αξιολόγηση του Αξιωματικού, βαθμολογώντας μόνο τα προσόντα για τα οποία υποβλήθηκε η προσφυγή, ή τα προσόντα τα οποία οι δύο προηγούμενοι αξιολογητές αξιολόγησαν με διαφορετική βαθμολογία ή αποφαίνεται επί δυσμενούς άποψης του Α΄ Γνωματεύοντος αιτιολογώντας την απόφασή του. Η εν λόγω απόφαση γνωστοποιείται στον αξιολογούμενο.

 

  Προχωρώντας να εξετάσω τον εγειρόμενο ισχυρισμό, σε σχέση με την πρώτη εγειρόμενη πτυχή, δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η αποστολή εκ μέρους του αξιολογούντος κι άμεσα προϊσταμένου του αιτητή υπηρεσιακών αναφορών, σε σχέση με την απόδοσή του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση τους, ως προς την άσκηση των εξουσιών τους που περιγράφονται πιο πάνω. Οι όποιες υπηρεσιακές αναφορές τέθηκαν υπόψη, τόσο του Α΄ Γνωματεύοντα, όσο και του Β΄ Γνωματεύοντα, έγιναν για σκοπούς τεκμηρίωσης και/ή αιτιολόγησης εκ μέρους του αξιολογούντος, της βαθμολόγησης των επιμέρους προσόντων στα οποία στα οποία τέθηκε βαθμολογία «Καλή», «Μέτρια» και «Μη αποδεκτή», κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 19.  

 

  Εντοπίζω, όμως, ζήτημα παράβασης της αρχής της αμεροληψίας σε σχέση με τις υπόλοιπες πτυχές του ισχυρισμού. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, συμμετείχε στην αξιολογική διαδικασία ως Β΄ Γνωματεύων, ο ρόλος του οποίου, όπως προδιαγράφεται στις διατάξεις του Κανονισμού 21(4), είναι ουσιαστικός, αφού προβαίνει στην τελική αξιολόγηση του Αξιωματικού. Αποτελεί δηλαδή διοικητικό όργανο οριστικής πλέον αξιολόγησης του Αξιωματικού για το συγκεκριμένο έτος, όργανο του οποίου η συμμετοχή δεν είναι καθόλου τυπική, αλλά ουσιαστική και καταληκτική της αξιολόγησης. Παρά την πιο πάνω ουσιαστική εμπλοκή του, ως προς τον καθορισμό της αξιολόγησης του Αξιωματικού, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, μετείχε κι ως Μέλος του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, δυνάμει των διατάξεων του Κανονισμού 30(γ), έχοντας εξουσία να απορρίψει ή να αποδεχτεί την υποβληθείσα προσφυγή του αιτητή, κατατάσσοντάς τον στην κατάλληλη, κατά την γνώμη του, διαβάθμιση κρίσης που αποφασίζεται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του Κανονισμού 38(3), αποκλειστικά από την βαθμολογία που περιέχεται στην έκθεση αξιολόγησής του.

 

  Ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, έχοντας ήδη διαμορφώσει την άποψή του σε σχέση με την απόδοση του αιτητή, δεν θα μπορούσε να συμμετέχει νόμιμα ως Μέλος του Συμβουλίου Επανακρίσεων, προκειμένου να εξετάσει την υποβληθείσα από τον αιτητή προσφυγή, η οποία στηριζόταν σε αιτιάσεις που ανέτρεχαν στην βαθμολογία που του αποδόθηκε, για την οποία ο Αρχηγός είχε ήδη διατυπώσει δυσμενή άποψη.

 

  Τα ίδια μπορεί να λεχθούν και σε σχέση με την συμμετοχή του Υπουργού Άμυνας, ως Προέδρου του Συμβουλίου Επανακρίσεων, ο οποίος, ομοίως, διατύπωσε δυσμενή για τον αιτητή γνώμη, αποφασίζοντας τον τερματισμό της απόσπασής του στη θέση Βοηθού Στρατιωτικού Αντιπροσώπου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Κύπρου στην ΕΕ στις Βρυξέλλες, κατά την 16.2.2022, αφού έκρινε ο ίδιος την απόδοσή του, ως μη ικανοποιητική.

 

  Στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος 1, 15η έκδοση (2017) σελ. 122 και επ., αναφέρονται τα εξής σχετικά:-

«128. Τα πρόσωπα που αποτελούν τα διοικητικά όργανα, είτε μονομελή είτε συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις για αμερόληπτη κρίση, ώστε να δημιουργείται στον διοικούμενο η πεποίθηση του αδιαβλήτου της πράξης που εκδίδουν (κανόνας αμεροληψίας, ΚΔΔ/σίας άρθρο 7§ που έχει συνταγματική προέλευση, 374/2016, 1600/2015, ΣΕ 1117/2000). Συνεπώς, τα πρόσωπα αυτά οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης (ΣΕ 2431/96)∙ ειδικότερα, στην περίπτωση των συλλογικών οργάνων, τα μέλη (και ο εισηγητής εάν δεν είναι μέλος) πρέπει να απέχουν από τη συνεδρίαση, εφόσον […] ή γενικότερα δημιουργούν ευλόγως την υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και συνεπώς προειλημμένη άποψη για την υπόθεση (ΣΕ 3427/2014, 374/2016). Τούτο δε διότι διαφορετικά δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού τους, που κλονίζει την πεποίθηση του διοικουμένου στο αδιάβλητο της κρίσης του οργάνου30».

 

  Εν προκειμένω, τόσο ο Αρχηγός, όσο κι ο Υπουργός Άμυνας, οι οποίοι μετείχαν ως Μέλος ο πρώτος και ως Πρόεδρος ο δεύτερος, είχαν διαμορφώσει ήδη την άποψή τους, εκφράζοντας και διατυπώνοντας δυσμενή για τον αιτητή απόφαση. Ο πρώτος, προβαίνοντας στην τελική αξιολόγηση του για την περίοδο από 16.7.2021 μέχρι 31.12.2021, ο δε δεύτερος, με τον τερματισμό της τοποθέτησής του, κατά τον Φεβρουάριο του 2022, κρίνοντας την απόδοσή του, ως μη ικανοποιητική.

 

  Λαμβανομένης υπόψη της ουσιώδους συμμετοχής των δύο πιο πάνω αναφερόμενων προσώπων, αφενός, σε προστάδιο της καταληκτικής διαβάθμισης κρίσης, σε ό,τι αφορά τον Αρχηγό και αφετέρου, σε ξεκάθαρη κρίση μη ικανοποιητικής απόδοσης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του αιτητή, εκ μέρους του Υπουργού Άμυνας, διαπιστώνω πως η κρίση των δύο αυτών προσώπων, δεν μπορούσε να παρέχει τα εχέγγυα αμερόληπτης και ανεπηρέαστης σκέψης, άποψης και κρίσης.

 

  Ο σχετικός επομένως εγειρόμενος λόγος ακύρωσης, επιτυγχάνει.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

  Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση €1.900 πλέον Φ.Π.Α.

                       

 

 

 

 

 

Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο