ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1450/2021)

30 Ιουλίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 146, 29 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

E. F.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Αυγή Κατσούρη, για Ζήνων Χρ. Κατσούρης & Συνεργάτες, για την αιτήτρια.

Τατιάνα Ιακωβίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία αξιώνει από το Δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 16.9.2021, με την οποία διαπιστώθηκε πως το επίδομα ανεργίας που ελάμβανε για την περίοδο από 23.4.2021 μέχρι 27.5.2021, της καταβλήθηκε αντικανονικά και πως πρέπει να επιστρέψει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων το ποσό των €536,50.

 

  Στις 13.11.2020, η αιτήτρια πραγματοποίησε εγγραφή στο Μητρώο Ανέργων του Τμήματος Εργασίας, υποβάλλοντας και αίτημα για λήψη επιδόματος ανεργίας. Η υποβληθείσα αίτηση εξετάστηκε στις 9.2.2021, στις 4.4.2021 και στις 3.6.2021, σε σχέση με την περίοδο από 13.11.2020 μέχρι 27.5.2021. Αποτέλεσμα ήταν η καταβολή προς την αιτήτρια συνολικού ποσού €1949,28.  

 

  Όπως αναφέρεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων διαπίστωσαν στις 16.9.2021 πως η αιτήτρια εργοδοτήθηκε στις 23.4.2021, χωρίς να προβεί σε τερματισμό της εγγραφής της στο Τμήμα Εργασίας, ως άνεργη. Αυτό είχε αποτέλεσμα να συνεχίσει να λαμβάνει επίδομα ανεργίας για περίοδο για την οποία δεν ήταν άνεργη.

 

  Στις 16.9.2021, μετά από επανεξέταση της αιτήσεώς της, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποφάσισαν τα εξής:-

«Αναφέρομαι στο/στη ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΝΕΡΓΙΑΣ που σας καταβάλλεται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και σας πληροφορώ ότι η υπόθεση σας έχει επανεξεταστεί και διαπιστώθηκε ότι για την περίοδο από 23/04/2021 μέχρι 27/05/2021 σας καταβλήθηκε αντικανονικά το ποσό των €536,50 το οποίο πρέπει να επιστρέψετε στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων».

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, αποτελεί το αντικείμενο της υπό εκδίκαση προσφυγής.

  Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας διατείνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, αφού δεν γίνεται καμία αναφορά στο λόγο για τον οποίο θεωρεί η διοίκηση πως η καταβολή ποσού €536,50 έγινε αντικανονικά, πως δεν προηγήθηκε της εν λόγω αποφάσεως έρευνα των πραγματικών περιστατικών γύρω από τα οποία συντελέστηκε η νέα εργοδότησή της, ενώ προβάλλει κι ισχυρισμό περί παράβασης του δικαιώματος της σε προηγούμενη ακρόαση, καθότι, κατά τις θέσεις της, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσμενής. Υποβάλλει τέλος, πως η απόφαση της διοίκησης παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, ενώ το γεγονός πως δεν της γνωστοποιήθηκαν τα μέσα θεραπείας που είχε στη διάθεσή της, θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, υποστήριξε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής αποφάσεως, παρουσιάζοντας και τον διοικητικό φάκελο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1.

 

  Κατά τις διατάξεις του άρθρου 31 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 59(Ι)/2010 ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ασφαλιζόμενο πρόσωπο δικαιούται επίδομα ανεργίας, υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ρητώς αναφέρονται σ’ αυτό. Στο άρθρο 68 του Νόμου, προνοούνται οι περιπτώσεις κάτω από τις οποίες είναι δυνατή η επιστροφή παροχής που λήφθηκε παράνομα, χωρίς να την δικαιούται, εφόσον αυτή του καταβλήθηκε λόγω αποσιώπησης ή ψευδούς παράστασης ουσιώδους γεγονότος.

 

  Αποτελεί ουσιώδες γεγονός, το οποίο δεν αρνήθηκε η πλευρά της αιτήτριας, πως από 23.4.2021 η αιτήτρια εργοδοτήθηκε εκ νέου. Η ίδια παραδέχεται στη σελίδα 6 της γραπτής της αγόρευσης, πως υπήρξε νέα εργοδότησή της. Εντούτοις, ουδέποτε γνωστοποίησε προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων το νέο κι ουσιώδες αυτό γεγονός. Αυτό αποτελεί καθήκον αλλά και  υποχρέωση κάθε προσώπου που υποβάλλει αίτημα για λήψη συγκεκριμένης παροχής, να ενημερώνει δηλαδή τις αρμόδιες Υπηρεσίες για ουσιώδη ζητήματα που σχετίζονται με την παροχή την οποία αξιώνει από το κράτος.

 

  Από τα ενώπιον μου δεδομένα, προκύπτει πως η παράλειψη της αιτήτριας να θέσει ενώπιον της διοίκησης το γεγονός της νέας εργασίας της, ορθά ενεργοποίησε τη δυνατότητα των Υπηρεσιών στη βάση των διατάξεων του άρθρου 68 του Νόμου, για επανεξέταση των δεδομένων, από την οποία εύλογα κατέληξε πως για την περίοδο που η αιτήτρια εργαζόταν, η παροχή του επιδόματος ανεργίας της καταβλήθηκε αντικανονικά.

 

  Ο λόγος για τον οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει μέσα από τα στοιχεία του φακέλου της αιτήτριας. Η αιτιολογία που δόθηκε στο σώμα της απόφασης, μπορεί να είναι περιληπτική, συμπληρώνεται όμως από τα στοιχεία του φακέλου (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Είναι νομολογημένο ότι η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, αλλά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 345, Δημοκρατία ν. Krashias Footwear Ind. Ltd (2009) 3 ΑΑΔ 92).

 

  Ελήφθη ακριβώς, μετά από διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων τα οποία και καταδείκνυαν πως εσφαλμένα της είχε καταβληθεί η παροχή για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που εργαζόταν, ενώ όφειλε η ίδια να ενημερώσει προς τούτο τις Υπηρεσίες και δεν το έπραξε. Έπεται πως οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται ως ατεκμηρίωτοι και αβάσιμοι.

 

  Προβάλλεται ισχυρισμός πως παραβιάστηκε το δικαίωμά της σε προηγούμενη ακρόαση, αφού δεν κλήθηκε να θέσει τις απόψεις της, προ της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Κρίνεται όμως, πως αλυσιτελώς εγείρεται ο εν λόγω ισχυρισμός, καθότι ουδόλως αναφέρει η αιτήτρια τι θα ήγειρε σε περίπτωση που αυτή είχε κληθεί. Ο ισχυρισμός εγέρθηκε επίσης γενικά, αόριστα και με απλή επίκληση της βασικής αρχής, χωρίς όμως να εξειδικεύεται και να γίνεται αναφορά στις θέσεις που θα προωθούσε ενώπιον της διοίκησης.

 

  Παραπέμπω προς τούτο, στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος 1, 15η έκδοση, 2017, σελ. 151, όπου αναφέρονται τα εξής:-

«Έχει δε γίνει δεκτό (ΣΕ 1431/2016) ότι, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγον ακυρώσεως για τη μη τήρηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης, απαιτείται παράλληλη αναφορά των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης αν είχε κληθεί (βλ. και ΣΕ 926/2015, 29/2014, 4447/2012)».

 

  Απορριπτέος τυγχάνει κι ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως δεν ενημερώθηκε για τα μέσα θεραπείας που είχε στη διάθεσή της για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αιτήτρια άσκησε το δικαίωμά της σε προσφυγή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αποτεινόμενη προς θεραπεία, επιζητώντας τον δικαστικό έλεγχο νομιμότητας της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Συνεπώς, το γεγονός ότι η διοίκηση δεν κατέγραψε επί της προσβαλλόμενης απόφασης το δικαίωμα της αιτήτριας για άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν απολήγει σε ακυρότητα, αφ’ ης στιγμής ουδέν δικαίωμα της πλήγηκε ή επηρεάστηκε από αυτήν την παράλειψη κι ουδεμία συνέπεια επήλθε σε σχέση με την αιτήτρια.

 

  Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω πως ορθά και νόμιμα εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

  Βάσει των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.800 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

 

  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.                 

 

 

 

                       

 

Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο