ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                    

(Υπόθεση Αρ. 1492/2021)

 

 9 Ιουλίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                        Γ. Μ.                                                                                                 Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

                  ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Κ. Μάμαντος, για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Μ. Αντωνίου (κα), για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για Kαθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής ζητεί-

 

«1. Δήλωση και/ή διακήρυξη και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των Καθ’ ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους του Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 18/11/2021 προς απάντηση σχετικού αιτήματος του Αιτητή, και με την οποία οι Καθ’ ων η αίτηση αυθαίρετα και/ή παράνομα αρνούνται να αναγνωρίσουν την προϋπηρεσία του Αιτητή ως ειδικού αστυφύλακα για σκοπούς μισθολογικής τοποθέτησης του και/ή τοποθέτησης του στην δέουσα κλίμακα στην υπηρεσία τους, είναι άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.».

 

Σημειώνεται ότι κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή ζήτησε, ορθώς, την άδεια του Δικαστηρίου όπως αποσύρει την περιεχόμενη στο αιτητικό 2 της αίτησης ακυρώσεως αιτούμενη θεραπεία, η οποία και, συνακόλουθα, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

 

Το ιστορικό της υπόθεσης ανάγεται στο έτος 2000, όταν οι καθ’ ων  αίτηση, με επιστολή τους ημερομηνίας 14.12.2000, πληροφόρησαν τον αιτητή ότι το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 13.12.2000, αποφάσισε να του προσφέρει διορισμό στη θέση Τροχονόμου επί δοκιμασία δύο χρόνων, από 2.1.2001. Στην εν λόγω επιστολή, εκτίθεντο η εγκεκριμένη κλίμακα μισθοδοσίας, οι απολαβές του αιτητή και τα καθήκοντα της θέσης.

 

Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 15.12.2000, ενημέρωσε τους καθ’ ων η αίτηση ότι είχε λάβει την πιο πάνω επιστολή και ότι αποδεχόταν την πρόσληψή του.

 

Ακολούθως, μετά πάροδο πάροδο 20 και πλέον χρόνων, και συγκεκριμένα στις 6.7.2021, οι δικηγόροι του αιτητή απέστειλαν επιστολή προς τους καθ' ων η αίτηση, στην οποία αναφερόταν ότι ο αιτητής βρίσκεται στην κλίμακα Α5, ενώ με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, αυτός θα έπρεπε να βρίσκεται σε συγκεκριμένη βαθμίδα της κλίμακας Α7,  ζητώντας την άμεση τοποθέτηση του στη δέουσα κλίμακα και βαθμίδα, στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας για τη θέση του τροχονόμου.

 

Εν συνεχεία, οι καθ’ ων η αίτηση με επιστολή τους προς τους δικηγόρους του αιτητή, ημερομηνίας 20.7.2021, τους ενημέρωσαν ότι ο αιτητής προσλήφθηκε στην υπηρεσία του Δήμου στη θέση Τροχονόμου στις 2.1.2001, στις συνδυασμένες κλίμακες Α2-Α5-Α7(ΙΙ) και ότι, τηρουμένων των διατάξεων του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, και των σχετικών Κανονισμών, υπάλληλος που κατέχει θέση σε συνδυασμένες κλίμακες, προχωρεί στη ψηλότερη κλίμακα των συνδυασμένων κλιμάκων, αφού πρώτα εξαντλήσει όλες τις βαθμίδες της χαμηλότερης κλίμακας, με αποτέλεσμα ο αιτητής να έχει τοποθετηθεί στην κλίμακα A5, αφού εξάντλησε τις βαθμίδες της χαμηλότερης κλίμακας, ήτοι της Α2, και κατ’ αντίστοιχο τρόπο, θα τοποθετηθεί στην κλίμακα Α7(ΙΙ) αφού θα έχει προηγουμένως εξαντλήσει τις βαθμίδες της κλίμακας A5.

 

Οι δικηγόροι του αιτητή απέστειλαν επιστολή προς τους καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 27.9.2021, στην οποία αναφερόταν ότι ο αιτητής πριν από την πρόσληψη του στην υπηρεσία του Δήμου Λευκωσίας, βρισκόταν στην υπηρεσία της Αστυνομίας Κύπρου ως Ειδικός Αστυφύλακας, στην κλίμακα A1-3-5+2, λαμβάνοντας το βασικό μισθό της κλίμακας Α1, 5η βαθμίδα, ήτοι €1.212, και ότι ο Δήμος, κατά την πρόσληψη του αιτητή, δεν έλαβε υπόψη του την προαναφερθείσα υπηρεσία του αιτητή για σκοπούς μισθολογικής τοποθέτησης και αρχαιότητας, ζητώντας την άμεση τοποθέτηση του αιτητή στη δέουσα βαθμίδα και κλίμακα, όπως προσδοθεί σε αυτόν η ορθή σειρά αρχαιότητας και όπως του καταβληθούν άμεσα οποιαδήποτε αναδρομικά χρήματα και/ή οφειλές που δεν του είχαν δοθεί λόγω των πιο πάνω, κατ’ ισχυρισμόν, παραλείψεων.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αποτάθηκαν στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών για καθοδήγηση, το οποίο, με επιστολή του ημερομηνίας 1.11.2021, απάντησε ότι οι Ειδικοί Αστυφύλακες, παρότι είναι μέλη της Αστυνομίας, δεν κατέχουν μόνιμη θέση και ως εκ τούτου, και σύμφωνα με τις πρόνοιες της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. 43.054 και ημερ. 14.9.1995, που βρισκόταν σε ισχύ και εφαρμόζετο κατά τον ουσιώδη χρόνο, η απασχόληση Ειδικού Αστυφύλακα στην Αστυνομία δεν δύναται να ληφθεί υπόψη για σκοπούς μισθοδοτικής τοποθέτησης του σε μόνιμη θέση σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που εφαρμόζει κατ’ αναλογίαν, την πολιτική της δημόσιας υπηρεσίας.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση, με επιστολή τους προς τους δικηγόρους του αιτητή ημερομηνίας 18.11.2021, με αναφορά και στην προαναφερθείσα γνωμάτευση, τους ενημέρωσαν ότι οι Ειδικοί Αστυφύλακες, παρότι είναι μέλη της Αστυνομίας, δεν κατέχουν μόνιμη θέση και ως εκ τούτου, και σύμφωνα με τις πρόνοιες της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, η απασχόληση Ειδικού Αστυφύλακα στην Αστυνομία δεν δύναται να ληφθεί υπόψη για σκοπούς μισθοδοτικής τοποθέτησης του αιτητή στη μόνιμη θέση του Τροχονόμου στο Δήμο Λευκωσίας.

 

Στις 6.12.2021, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν δια της ενστάσεώς τους και ανέπτυξαν εκτενώς δια της γραπτής τους αγόρευσης προδικαστικές ενστάσεις, ισχυριζόμενοι ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη βεβαιωτική της αρχικής πράξης διορισμού του αιτητή, την οποία αυτός αποδέχθηκε ρητά και ανεπιφύλακτα, καθώς και ότι στερείται ο αιτητής του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη πράξη και να επιζητεί αναγνώριση της προϋπηρεσίας του ως Ειδικού Αστυφύλακα για σκοπούς μισθολογικής τοποθέτησής του και/ή τοποθέτησής του στην δέουσα κλίμακα, εφόσον κατά τον διορισμό του αποδέχτηκε ελεύθερα, ρητά και ανεπιφύλακτα τους όρους διορισμού και μισθοδοσίας του και ουδέποτε τους αμφισβήτησε. Εισηγούνται, κατ’ ακολουθίαν, οι καθ’ ων η αίτηση, την απόρριψη της υπό εξέταση προσφυγής ως απαράδεκτης.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες επί των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων υπήρξαν οι θέσεις του συνηγόρου του αιτητή, ο οποίος επιχειρηματολογεί εν εκτάσει υπέρ του παραδεκτού της προσφυγής και, περαιτέρω, δια των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί, ισχυρίζεται ότι η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

 

Προέχει, βεβαίως, η εξέταση του κατά πόσον υφίσταται η απαιτούμενη νομιμοποίηση του αιτητή προς καταχώρηση και προώθηση της παρούσας προσφυγής. Κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα της ύπαρξης του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος και η κρίση για την ύπαρξη ή έλλειψη νομιμοποίησης εξετάζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, πρέπει δε αυτό να εξετάζεται και να αποφασίζεται κατά προτεραιότητα, λόγω ακριβώς του θεμελιακού του ζητήματος (The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202A/2010, ημερ. 13.2.2017, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κοινοπραξίας Φυσικών και Νομικών Προσώπων Αντωνίου, Πίττα, Σκουρής, Μαραθοβουνιώτης, Μαύρου, Πίττας, Παπαχριστοφόρου, SKP Soteriou, Kyrzis Partners, Nicolaou & Konides Quantity Surveyors, εγγεγραμμένης ως ΕΡΓΟ ΣΥΝ - ΠΑΓΚ, Α.Ε. 139/2012, ημερ. 8.6.2018 και Παπαδόπουλος κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ.1).

 

Όπως λέχθηκε στην The Onisi Ltd, ανωτέρω, στην οποία παραπέμπει και η μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Παπαθεοδώρου κ.α. ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Α.Ε. 99/12, ημερ 16.10.2018, το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σ' όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την έγερση της προσφυγής, μέχρι την εκδίκαση της και την έκδοση της σχετικής απόφασης, μπορεί δε αυτό να εξαλειφθεί αν ο αιτητής αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη και η αποδοχή του είναι ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και όχι αποτέλεσμα πίεσης ή απειλής επέλευσης επιβλαβών συνεπειών σε αυτόν.

 

Εν προκειμένω, δε χωρεί αμφιβολία ότι ο αιτητής είχε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα την πράξη διορισμού του ως Τροχονόμου, καθώς και όλους τους όρους απασχόλησής του, μεταξύ των οποίων και τους όρους μισθοδοσίας που διέπουν τον εν λόγω διορισμό, ήτοι την εγκεκριμένη μισθολογική κλίμακα και τις απολαβές του, ως αυτές αναφέρονται στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση προς τον αιτητή, ημερομηνίας 14.12.2000 (επισύναψη 1 στο δικόγραφο της ένστασης).  Η ρητή και ανεπιφύλακτη αποδοχή προκύπτει αβίαστα από την επιστολή του ιδίου του αιτητή προς το Δημοτικό Γραμματέα του Δήμου, ημερομηνίας 15.12.2020 (επισύναψη 2 στην ένσταση), με την οποία ο αιτητής ενυπόγραφα αποδέχεται την πρόσληψή του στην εν λόγω θέση. Στη δε προηγηθείσα προς τον αιτητή επιστολή διορισμού του, ημερομηνίας 14.12.2000, αναφέρεται από τους καθ’ ων η αίτηση προς τον αιτητή, με σαφήνεια η εγκεκριμένη κλίμακα μισθοδοσίας της θέσης, καθώς και ότι «οι απολαβές σας ορίστηκαν στην πρώτη βαθμίδα της κλίμακας Α2 £1.072,- ετησίως, πλέον ετήσιες αυξήσεις που έχουν εγκριθεί από την Κυβέρνηση, πλέον τιμαριθμικό επίδομα σύμφωνα με το ποσοστό που εγκρίνεται κατά καιρούς από την Κυβέρνηση». H δε εγκεκριμένη μισθοδοτική κλίμακα αναγράφεται και στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που δόθηκε στον αιτητή με την εν λόγω επιστολή.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, είναι σαφές ότι ο αιτητής πράγματι γνώριζε με την απαιτούμενη επάρκεια τα περί της μισθοδοσίας του αλλά και τα περί των όρων υπηρεσίας του κατά το διορισμό του, τον οποίον αυτός αποδέχτηκε ρητά και ανεπιφύλακτα, περιλαμβανομένης βεβαίως και της μισθολογικής κλίμακας της επίδικης θέσης (αρχική βαθμίδα της Κλίμακας Α2), την οποία και αυτός αποδέχθηκε ελεύθερα και ανεπιφύλακτα. Αυτή δε ακριβώς η ανεπιφύλακτη, οικειοθελής και κατ’ ελεύθερη βούληση αποδοχή των όρων του διορισμού του και/ή της επίδικης απόφασης πρόσληψής του, οδηγεί στην εξάλειψη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή για καταχώρηση και προώθηση της παρούσας προσφυγής. Δια της ανεπιφύλακτης και ελεύθερης αποδοχής της απόφασης πρόσληψής του, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή, ημερομηνίας 14.12.2000, και με την επιστολή αποδοχής του αιτητή ημερομηνίας 15.12.2000, ο αιτητής απέκοψε τον ειδικό δεσμό, conditio sine qua non της ίδιας της έννοιας του εννόμου συμφέροντος, μεταξύ αυτού και μιας νόμιμης κατάστασης, δυνάμει του οποίου θα μπορούσε να αναμένει και/ή να αντλήσει ωφέλεια (βλ. και απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην Μ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1084/2020, ημερ. 24.3.2023 και στην CYBARCO LTD-S.K. EUROMARKET LTD-MEKEL LTD AQWISE JV ν. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, Υποθ. Αρ. 272/2015, ημερ. 31.1.2019, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα και ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση, καθώς και Επ. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 5η έκδοση, σελ. 433).

 

Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Μαρία Ζαντή ν. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου μέσω Διοικούσας Επιτροπής, ΕΔΔ 129/2018, ημερ. 14.2.2024, όπου η Εφεσείουσα (αιτήτρια) είχε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα τον διορισμό της στην θέση Λειτουργού Προγράμματος Σπουδών του Εφεσίβλητου (καθ’ ου η αίτηση), με μισθολογική τοποθέτηση στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8, αργότερα όμως ζητούσε τη μισθολογική αναβάθμισή της. Κατά την Έφεση, ο συνήγορος της Εφεσείουσας εισηγήθηκε πως αυτή είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση, αφού η θέση αυτή αφορούσε  νέο, ξεχωριστό αίτημα της, που υποβλήθηκε μετά το διορισμό της, για αναγνώριση της 16ετούς  προϋπηρεσίας της στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, για σκοπούς μισθολογικής αναβάθμισης. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις θέσεις της Εφεσείουσας, έκρινε ορθή την πρωτόδικη κατάληξη περί απαράδεκτης προσφυγής λόγω έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας, αναφέροντας τα εξής:

 

«Εξετάσαμε με κάθε προσοχή την πιο πάνω εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας, την οποία προέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιον μας.  Αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους, για τους πιο κάτω λόγους: 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης, συνεπάγεται αποστέρηση του έννομου συμφέροντος προσβολής της με προσφυγή.  (βλ. Π. Κύρου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (2017) 3 (Α) ΑΑΔ 217 και Α. Μιχαήλ ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά., ΕΔΔ 82/2018  και 83/2018, ημερ. 11.1.2024). Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται και από το Συμβούλιο της Επικράτειας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929 – 1959, σελ. 260, 261), όπου σημειώνεται πως, «γενικώς, δεν δημιουργείται έννομο συμφέρον οσάκις διαπιστώνεται ότι ο αιτών συνήνεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην έκδοση της πράξης. Η γενόμενη τυχόν αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης από τον αιτούντα καθιστά απαράδεκτη την κατ’ αυτής στρεφόμενη αίτηση ακυρώσεως, ελλείψει συμφέροντος.» 

 

Σχετικό επί του θέματος είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, 16η έκδοση (2022) του Επ. Σπηλιωτόπουλου, στις  παρ. 457 και 458, σελ. 105 και 106, που συνοψίζει την ορθή προσέγγιση επί του θέματος: 

 

«457. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία:  α) κατά την έκδοση προσβαλλόμενης πράξης (ΣΕ 4964/2012), β) κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, δηλαδή κατά την κατάθεσή της και γ) κατά την τελευταία συζήτησή της.  Το έννομο συμφέρον μπορεί να μην δημιουργηθεί ή μπορεί να εκλείψει μετά τη δημιουργία του για λόγους υποκειμενικούς, που αφορούν τον αιτούντα ή αντικειμενικούς. Έτσι, η δημιουργία έννομου συμφέροντος εμποδίζεται, αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι θετική και εκδόθηκε μετά από αίτηση του προσώπου που ασκεί την αίτηση ακυρώσεως ή προκλήθηκε από αυτό, ή εάν ο αιτών έδωσε κατά οποιοδήποτε τρόπο την συναίνεσή του για την έκδοση της πράξης (ΣΕ 2356/1964, 2468/2009). 

 

458. Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει από αντικειμενικούς λόγους και η δίκη καθίσταται άνευ αντικειμένου, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), όπως όταν ο αιτών έχασε, μετά την έκδοση της πράξης, την ιδιότητα με την οποία είχε υποστεί τη βλάβη (ΣΕ 1757/2005), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (Δ/γμα 18/1989, άρθρο 29).  Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της όπως π.χ. είναι η ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης και ειδικότερα η υποβολή προσφορών σε διαγωνισμό δημοσίων έργων χωρίς επιφύλαξη για τη νομιμότητα της διακήρυξης.  Η αποδοχή πρέπει i)  να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής  (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως δεν υποδηλώνει αποδοχή της πράξης. Επίσης, το έννομο συμφέρον παύει να υπάρχει, εάν απωλέσθηκε η ιδιότητα υπό την οποίαν δημιουργείται βλάβη από την πράξη (ΣΕ 280/1996) εκτός αν επικαλείται τυχόν δυσμενείς συνέπειες σε βάρος της από τη προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ4888/021, ΣΕ 1792/2014)».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο, στη βάση των επίδικων γεγονότων, πως η Εφεσείουσα, στις 31.8.2007 αποδέχθηκε τον επίδικο διορισμό της, με μισθολογική τοποθέτηση στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8.   Η αποδοχή της ήταν σαφής και εκούσια, δόθηκε  δηλαδή με ελεύθερη βούληση και χωρίς καμιά επιφύλαξη.  Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος δεν απέρριψε, αλλά αποδέχθηκε στις 6.11.2007 και απέδωσε σ’ αυτήν, μετά το διορισμό της, κατόπιν αιτήματος της ημερ. 22.10.2007, δύο επιπρόσθετες προσαυξήσεις για το μεταπτυχιακό της δίπλωμα, ουδόλως κατά την κρίση μας, επηρεάζει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της Εφεσείουσας να προσβάλει την επίδικη απόφαση για απόρριψη του αιτήματος της,  σε σχέση με την προϋπηρεσία της στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.  Τούτο γιατί η εκ των υστέρων του διορισμού της και εν μέρει ικανοποίηση του αιτήματος της για άλλο λόγο, δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να αλλοιώσει την προγενέστερη ανεπιφύλακτη αποδοχή του διορισμού  της στην συγκεκριμένη βαθμίδα και κλίμακα, ούτε και μπορεί να προσδώσει σ’ αυτήν έννομο συμφέρον προκειμένου να αμφισβητήσει την νομιμότητα και ορθότητα της μεταγενέστερης απορριπτικής απόφασης του Εφεσίβλητου σε σχέση με την προϋπηρεσία της.

 

Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω, κρίνουμε πως η ανεπιφύλακτη αποδοχή από την Εφεσείουσα στις 31.8.2007, της πρότασης διορισμού της ημερ. 20.8.2007, αποστερεί από αυτήν το έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την ορθότητα της μεταγενέστερης επίδικης απορριπτικής απόφασης του Εφεσίβλητου ημερ. 13.2.2015 και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε προς τούτο την σχετική προδικαστική ένσταση του Εφεσίβλητου.».

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην υπό εξέταση περίπτωση, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται και εδώ η έλλειψη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή να προσβάλλει την επίδικη απόφαση, εφόσον είναι σαφές ότι αυτός αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τον διορισμό του ως Τροχονόμου και όλους τους όρους απασχόλησής του, μεταξύ των οποίων και τους όρους μισθοδοσίας που διέπουν τον εν λόγω διορισμό, ήτοι την εγκεκριμένη μισθολογική κλίμακα και τις απολαβές του, ως αυτές αναφέρονται στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση προς τον αιτητή, ημερομηνίας 14.12.2000 (επισύναψη 1 στο δικόγραφο της ένστασης). Ούτε και έχει προσκομιστεί ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία περί του αντιθέτου. Η ανεπιφύλακτη και με ελεύθερη βούληση αποδοχή της διοικητικής απόφασης, όπως συμβαίνει στην εξεταζόμενη περίπτωση, στερεί από τον διοικούμενο το απαραίτητο έννομο συμφέρον για προσφυγή (βλ. και Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3005, Handy Andy Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 796/99, ημερ. 1.2.2002, Μεσαρίτης ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 121 και Σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η Έκδοση, 1997, παράγραφος 458). Η νομολογία επί του υπό συζήτηση θέματος παραμένει διαχρονικά σταθερή. Στην HadjiConstantinou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 319 εξετάστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρόμοιο ζήτημα, που αφορούσε, ως και εν προκειμένω, ελεύθερη και χωρίς όρους αποδοχή διορισμών, στους οποίους είχαν τεθεί ξεκάθαρα οι μισθολογικές κλίμακες. Σε εκείνη την περίπτωση, οι αιτητές ήταν πυροσβέστες επί προσωρινής βάσεως, οι οποίοι, μετά το διορισμό τους στη μόνιμη θέση, ζήτησαν όπως τους παραχωρηθούν προσαυξήσεις. Το αίτημά τους απορρίφθηκε, καθότι «η παραχώρησις προσαυξήσεων εις εκτάκτους Πυροσβέστας επί τω διορισμώ αυτών επί μονίμου βάσεως ηγέρθη, εξητάσθη και ενεκρίθη το πρώτον την 22.3.1973 ουδείς δε εκ των αιτητών ήγειρε τοιούτο θέμα κατά τον χρόνον της αποδοχής του διορισμού του». Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγινε αναφορά στην πάγια θέση της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία η υφ’ ενός αιτητή ανεπιφύλακτη αποδοχή διοικητικής πράξης ή απόφασης, του αφαιρεί το έννομο συμφέρον άσκησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ακολούθως το θέμα τέθηκε ως εξής (σε μετάφραση):

 

«Ελάβαμε υπόψη το γεγονός ότι οι εφεσείοντες είχαν αποδεχθεί ελεύθερα και χωρίς όρους τούς διορισμούς τους στους οποίους είχαν τεθεί ξεκάθαρα οι μισθολογικές τους κλίμακες και ανκαι είχαν διορισθεί στις θέσεις τους προ πολλού χρόνου, μεταξύ 2 και 12 ετών, και έπαιρναν τους μισθούς τους κανονικά, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν ή ήγειραν το θέμα. Έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν έννομο συμφέρον να προωθήσουν τις προσφυγές τους και ακόμη και αν τέτοιο έννομο συμφέρον δυνατόν να υπήρχε σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα έχει απωλεσθεί με την εκπνοή πέραν των 75 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία πληρώθηκαν τον πρώτο μισθό τους.».

 

Η ίδια δε προσέγγιση, επί παρόμοιου θέματος, ακολουθήθηκε αργότερα και στην ΠΑΣΥΔΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ.  187/2003, 23 Δεκεμβρίου, 2003, καθώς και μεταγενέστερα, στην The Onisi Ltd, ανωτέρω, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα (η υπογράμμιση προστέθηκε):

«Το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την έγερση της προσφυγής, μέχρι την εκδίκαση της και την έκδοση της σχετικής απόφασης περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης (βλ. Μαυρουδής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123, Δώρα Ανδρέα Κούππα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 149, Λαμπρατσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 202 και Τσιμεντοποιϊα Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 66/10 ημερ. 4/6/15). Θα πρέπει να υπάρχει επίσης και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.  Το έννομο συμφέρον μπορεί να εξαλειφθεί αν ο αιτητής αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη και η αποδοχή του είναι ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και όχι αποτέλεσμα πίεσης ή απειλής επέλευσης επιβλαβών συνεπειών σ' αυτόν. (βλ. Ν. Χρ. Χαραλάμπους «Εγχειρίδιον Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, 2η έκδ. σελ. 122 και απόφαση στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 282).

 

Στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου,  (ανωτέρω) παραγ. 458 και 459  αναφέρονται τα εξής για το θέμα:

 

«458. Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), όπως όταν ο αιτών έχασε, μετά την έκδοση της πράξης, την ιδιότητα με την οποία είχε υποστεί τη βλάβη (ΣΕ 1757/2005), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (Δ/μα 18/1989, άρθρο 29).  Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της.».

 

Τέλος, χρήσιμη παραπομπή επί του υπό συζήτηση θέματος μπορεί να γίνει και στο Σύγγραμμα του Δρ. Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο (2020) Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 130, όπου αναφέρονται σχετικά τα εξής:

 

«Η έλλειψη ανεπιφύλακτης αποδοχής της προσβαλλόμενης πράξης αποτελεί προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος. Θα πρέπει, λοιπόν, να είναι σαφές ότι σε περίπτωση που ο Αιτητής αποδέχεται την επίδικη πράξη, στερείται πλέον του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για να επιδιώξει την ακύρωσή της. Έτσι, όταν ένα πρόσωπο αποδέχεται ανεπιφύλακτα μια διοικητική πράξη ή απόφαση, δεν έχει πια έννομο συμφέρον να προσφύγει εναντίον της πράξης ή της απόφασης αυτής. Συνεπώς, η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης,  συνεπάγεται αποστέρηση του εννόμου συμφέροντος προσβολής της με προσφυγή.

 

Η αποδοχή θα πρέπει να είναι σαφής και ξεκάθαρη και χωρίς αμφισβητούμενη συμπεριφορά, ώστε να συνάγεται σαφώς ότι υπήρξε πρόθεση αποδοχής της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Έτσι, για παράδειγμα, ο Αιτητής που δέχθηκε ανεπιφύλακτα την προσφορά διορισμού που του έγινε, περιλαμβανομένου επομένως και τον μισθού, δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητεί το μισθό αυτό με προσφυγή.».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι, σε περιπτώσεις ως η υπό εξέταση, η ελεύθερη και χωρίς όρους αποδοχή διορισμού και/ή πρόσληψης σε συγκεκριμένη θέση, στην οποία έχουν τεθεί ξεκάθαρα η σχετική μισθολογική κλίμακα και οι όροι υπηρεσίας, αφαιρεί από τον αιτητή το έννομο συμφέρον άσκησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεδομένης της ανεπιφύλαχτης και ελεύθερης αποδοχής της επίδικης απόφασης διορισμού του, διαπιστώνεται έλλειψη της απαιτούμενης νομιμοποίησης του αιτητή προς καταχώρηση και προώθηση της παρούσας.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο