ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 1888/2018)

 

                                 12 Ιουλίου 2024

                               [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                  1.ΧΧΧΧ Λαζάρου

                                  2. ΧΧΧΧ Λαζάρου

 

                                                                                              Αιτήτριες,

                                         και

 

             Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Υγείας

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

Και ως τροποποιήθηκε με Διάταγμα Δικαστηρίου ημερομηνιας 2.11.2020

 

                                        1.ΧΧΧΧ Λαζάρου

          ως διαχειριστή της περιούσιας της αποβιώσασας ΧΧΧΧ Λαζάρου

                                 2. ΧΧΧΧ Λαζάρου

 

                                                                                                 Αιτητές,

                                         και

 

             Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Υγείας

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

––––––––––––––––––––––––––––––––

Χ. Χριστάκη για Χριστάκης Θ. Χριστάκη Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τους αιτητές.

Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

                                     Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.:  Με την παρούσα Προσφυγή, οι αιτητές επιζητούν την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στους Αιτητές με τηλεομοιότυπο των Καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 31/10/2018 (Παράρτημα Α στην παρούσα) με την οποία απέρριψαν το αίτημα της Α. Λ, υποβληθέν κατ΄ εντολή της και με εξουσιοδότηση της από την Αιτήτρια αρ.2, για επιδότηση της θεραπείας/χειρουργικής επέμβασης της καρκινοπαθούς Α. Λ. στον ιδιωτικό τομέα ειναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. »

 

Σημειώνεται εξαρχής ότι η Προσφυγή καταχωρήθηκε αρχικά από την αιτήτρια αρ.1 Α. Λ. και τη θυγατέρα αυτής αιτήτρια αρ.2, ωστόσο στις 26.4.2019 και εκκρεμούσης της εκδίκασης της Προσφυγής, η αιτήτρια αρ.1 Α. Λ απεβίωσε.

 

Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση με την καταχωρηθείσα ένσταση της ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια αρ.1 δεν δύναται να συνεχίσει να ειναι διάδικος στην Προσφυγή καθότι απεβίωσε.  Ακολούθησε σχετική αίτηση ημερομηνιας 30.1.2020 εκ μέρους της πλευράς των αιτητών και στις 2.11.2020 το Δικαστήριο εξέδωσε εκ συμφώνου το αιτούμενο διάταγμα, διατάσσοντας την τροποποίηση του τίτλου της Προσφυγής δια της απάλειψης του ονόματος της αιτήτριας αρ.1 Α.Λ και αντικατάστασης αυτού με το όνομα του συζύγου της, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση προκύπτουν από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, δεν αμφισβητούνται και έχουν ως ακολούθως:

 

Με επιστολή ημερομηνίας 15.11.2017 προς τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας η αιτήτρια αρ.2 αιτείτο την εκ των υστέρων κάλυψη εξόδων θεραπείας για χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε η (αποβιώσασα) μητέρα της στις 28.7.2017 σε ιδιωτικό ιατρικό κέντρο. Σύμφωνα δε με τα όσα αναφέρονται στην ρηθείσα επιστολή, η μητέρα της αιτήτριας αρ.2 κατά τον μήνα Ιούλιο παρουσίασε πόνο στην κοιλιακή χώρα και ως εκ τούτου υποβλήθηκε σε σειρά ιατρικών εξετάσεων, οι οποίες κατέδειξαν καρκίνο της χοληδόχου κύστεος, με διήθηση στο ήπαρ. Ως καταγράφεται στην εν λόγω επιστολή η ασθενής με την αιτήτρια αρ.2 επισκέφτηκαν χειρούργο ιατρό στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, ο οποίος μετά από εξέταση και αξιολόγηση της περίπτωσης της ασθενούς διαπίστωσε ότι απαιτείτο η διενέργεια χειρουργικής επέμβασης την οποία και όρισε περί τα μέσα Οκτωβρίου. Ακολούθως και σύμφωνα πάντα με τα όσα η αιτήτρια αρ.2 κατέγραψε, η μητέρα της αιτήτριας αρ.2 επισκέφτηκε χειρούργο ιατρό του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος εξειδικεύεται σε τέτοιας φύσεως περιστατικά και ο οποίος διαπίστωσε ότι η Α.Λ θα έπρεπε να υποβληθεί άμεσα σε χειρουργική επέμβαση, επέμβαση η οποία και εν τέλει πραγματοποιήθηκε στις αμέσως επόμενες ημέρες ήτοι στις 28.7.2017. Σημειώνεται ότι στο διοικητικό φάκελο περιλαμβάνονται τόσο η σχετική ιατρική έκθεση του ιδιώτη θεράποντα χειρουργού ιατρού όσο και οι διενεργηθείσες ιατρικές εξετάσεις της ασθενούς τις οποίες ως καταδεικνύεται από τις εγγραφές καταχωρήσεις του διοικητικού φακέλου, απέστειλε προς τους καθ΄ων η αίτηση ο ιδιώτης θεράπων ιατρός στις 3.11.2017 και προτού η αιτήτρια αρ. 2 υποβάλλει το σχετικό αίτημα της.

 

Η περίπτωση της Α.Λ παραπέμφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο δημόσιο τομέα, στην Επιτροπή Ειδικών Ιατρών Χειρουργικής, η οποία σε συνεδρία της ημερομηνίας 23.11.2017, κατέγραψε τα ακόλουθα:

«[…]

Β. ΙΑΤΡΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ: (επισυνάπτεται Ιατρική Έκθεση) ερ.32-14

Γ. ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Ca χοληδοχου κύστεως με διήθηση στο ήπαρ.

Δ. ΘΕΜΑ/ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΓΕΙΑΣ: Αίτημα για κάλυψη εξόδων.

Ε. ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΙΔΙΚΩΝ με αναφορά στο Σχέδιο: Η Επιτροπή Ειδικών Χειρουργικής, μελέτησε την περίπτωση της πιο πάνω ασθενούς βάση το άρθρο 2 του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα και κρίνει ότι η ανωτέρω χειρουργική επέμβασή διενεργείται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

1. Η πάθηση μπορεί να τύχει αποτελεσματικής διάγνωσης ή  θεραπείας στα κρατικά νοσηλευτήρια: ΝΑΙ/ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ: ΝΑΙ-ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΑΠΟ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΟΜΑΔΑ.

2. Η διάγνωση ή  θεραπεία μπορεί να παρασχεθεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του: ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ – ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ: ΝΑΙ

3. Μετάκληση ειδικού ιατρού εντός κρατικού νοσηλευτηρίου για διάγνωση/ θεραπεία /επέμβαση: ΝΑΙ/ΟΧΙ/ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ – ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ: ΟΧΙ.

ΣΤ. Χρονικό πλαίσιο παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης

Α. Πολύ επείγον   Β. Επείγον  Γ. Κανονικό»

 

Η εν λόγω γνωμάτευση της Επιτροπής Ειδικών, υιοθετήθηκε από την Αρμόδια Αρχή και το υποβληθέν αίτημα για εκ των υστέρων κάλυψη εξόδων θεραπείας απορρίφθηκε στις 29.11.2017, γεγονός που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια αρ.2 με σχετική επιστολή ημερομηνίας 4.12.2017. Παράλληλα, με την ίδια επιστολή παρέχετο πληροφόρηση για το δικαίωμα επανεξέτασης της δοθείσας απόφασης.

 

Ακολούθησε, η επιστολή της αιτήτριας αρ.2 ημερομηνίας 22.12.2017 προς τη Γενική Διευθύντρια Υπουργείου Υγείας δια της οποίας αιτείτο επανεξέταση του αιτήματος της μητέρας της. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται ότι το υποβληθέν αίτημα δεν στηρίζετο στο ότι οι υπηρεσίες υγείας που παρασχέθηκαν δεν προσφέρονται από τα κρατικά νοσηλευτήρια αλλά στο ότι αυτές δεν μπορούσαν να παρασχεθούν σε χρόνο ωφέλιμο και μη επιβαρυντικό για την κατάσταση υγείας της ασθενούς καθώς και ότι σύμφωνα με την παγκόσμια βιβλιογραφία τέτοιο περιστατικό θεωρείται επείγον «και σίγουρα δεν χρήζει αντιμετώπισης σε τρεις μήνες, αλλά άμεσα». Κατέληγε δε η αιτήτρια αρ.2 ότι αφού οι υπηρεσίες υγείας του κράτους δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο χρόνο που επιβαλλόταν, τουλάχιστον, αναμενόταν να προέβαιναν στην ικανοποίηση του αιτήματος.

 

Τα μέλη της Επιτροπής του Αναθεωρητικού Συμβουλίου, το οποίο συγκροτήθηκε προς επανεξέταση του αιτήματος, σε συνέδρια ημερομηνίας 4.6.2018, κατέγραψαν στη γνωμοδότηση τους προς την Αρμόδια Αρχή τα ακόλουθα:

 

«[…]

Β. ΙΑΤΡΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ: (επισυνάπτεται Ιατρική Έκθεση) ερ.32-14

Γ. ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Ca χοληδόχου κύστεως με διήθηση στο ήπαρ.

Δ. ΘΕΜΑ/ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΓΕΙΑΣ: Αίτημα για κάλυψη εξόδων.

Ε. ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΙΔΙΚΩΝ με αναφορά στο Σχέδιο: Τα μέλη του Αναθεωρητικού Συμβουλίου, μελέτησαν την περίπτωση της πιο πάνω ασθενούς με βάση το άρθρο 10 του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα καθώς και την εισήγηση της Επ. Ειδικών Χειρουργικής (ερ. 36) στην παρουσία του Δρ. Μ. Λοΐζου Διευθυντή Χειρουργικής και του ιδιώτη Χειρουργού Δρ. Π. Οικονόμου και αναφέρουν ότι η χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε η ασθενής σε νοσηλευτήριο του ιδιωτικού τομέα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στη Χειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Όσον αφορά το σχόλιο ότι στην ασθενή δόθηκε ημερομηνία για εγχείρηση σε 3/12 η Διεύθυνση της Χειρουργικής Κλινικής επιβεβαιώνει ότι η ασθενής ενημερώθηκε στις 27.7.2017 για εισαγωγή της στη Χειρουργική Κλινική του ΓΝΛ/σίας όμως η απάντηση ήταν ότι θα χειρουργηθεί ιδιωτικά. Ως εκ τούτου το αίτημα δεν θεωρείται αιτιολογημένο.

 

1. Η πάθηση μπορεί να τύχει αποτελεσματικής διάγνωσης ή θεραπείας στα κρατικά νοσηλευτήρια: ΝΑΙ/ Υπάρχει επαρκής εμπειρία

2. Η διάγνωση ή θεραπεία μπορεί να παρασχεθεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του: ΝΑΙ/Με βάση την κλινική εικόνα του ασθενή

3. Μετάκληση ειδικού ιατρού εντός κρατικού νοσηλευτηρίου για διάγνωση/θεραπεία/επέμβαση: ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ

 Στ. Χρονικό πλαίσιο παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης

Α. Πολύ επείγον   Β. Επείγον  Γ. Κανονικό»

 

Η γνωμοδότηση/έκθεση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου τέθηκε ενώπιον της Γενικής Διευθυντρίας, η οποία στις 12.7.2018 ενέκρινε την απόρριψη του αιτήματος.

 

Η πιο πάνω απορριπτική απόφαση, η νομιμότητα της οποίας συνιστά και το αντικείμενο της υπό κρίση Προσφυγής, περιλαμβάνεται σε επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 24.7.2018, η οποία κοινοποιήθηκε εν τέλει στην αιτήτρια αρ.2 με τηλεομοιότυπο ημερομηνίας 31.10.2018.

 

Σημειώνεται ότι ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου η αιτήτρια αρ.2 με επιστολή της ημερομηνίας 24.7.2018, η οποία ελήφθη από τους καθ΄ων η αίτηση στις 25.7.2018, παραπονείτο ότι δεν είχε λάβει ακόμη οποιαδήποτε απάντηση επί της υποβληθείσας ενστάσεως της. Παρεμβάλλεται ότι στο διοικητικό φάκελο εντοπίζεται τηλεομοιότυπο ίδιας ημερομηνίας ήτοι 24.7.2018 δια του οποίου φαίνεται να κοινοποιήθηκε η ενημερωτική επιστολή ημερομηνίας 24.7.2018 σε κάποιο αριθμό τηλεομοιότυπου. Πλην όμως με χειρόγραφη σημείωση λειτουργού των καθ΄ων η αίτηση η οποία επίσης εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο ως ερυθρό 61 καταγράφεται ότι η αιτήτρια αρ. 2, δεν είχε παραλάβει το αρχικό τηλεομοιότυπο και εξαιτίας τούτου της αποστάληκε- ως διαφαίνεται σε άλλο αριθμό τηλεομοιότυπου- εκ νέου στις 31.10.2018.

 

Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας Προσφυγής καθώς και μετέπειτα άλλα γεγονότα τα οποία ουδόλως συσχετίζονται με την νομιμότητα της επίδικης απόφασης και τα οποία δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο, ως μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου.

 

Με την ένσταση της, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια αρ.2 στερείται εννόμου συμφέροντος εν τη εννοία του άρθρου 146(2) του Συντάγματος για άσκηση της Προσφυγής, προδικαστική ένσταση την οποία προώθησε δια της γραπτής της αγόρευσης και σε σχέση με τον αιτητή αρ.1 σύζυγο της αποβιώσασας, κληρονόμο και διαχειριστή της περιουσίας της.

 

Προέχει ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας η εξέταση της εγερθείσας προδικαστικής ένστασης αναφορικά με το κατά πόσον οι αιτητές κατέχουν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς άσκηση και προώθηση της υπό κρίση Προσφυγής, δεδομένου ότι είναι αυτή ακριβώς η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος που ενεργοποιεί την αναθεωρητική δικαιοδοσία(Γυμναστικός Σύλλογος «Τα Ολύμπια» v. Δήμος Λεμεσού (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 95/19, ημερομηνίας 5/6/24).

 

Προς υποστήριξη της θέσης της και δια μέσου της γραπτής της αγόρευσης, η κα Εργατούδη, παραπέμποντας σε συναφή νομολογία, υπέβαλε ότι «με το θάνατο της Α.Λ έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον, το οποίο ειναι προσωποπαγές (δεν ειναι δηλαδή δικαίωμα που μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο) και όχι πραγματοπαγές και δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στους κληρονόμους της.» Τόνισε δε η ευπαίδευτη συνήγορος ότι στην προκειμένη περίπτωση η συνάφεια της προσβαλλόμενης πράξης είναι τόσο άμεση και προσωπική με την αποβιώσασα που το έννομο συμφέρον «δεν μπορεί να επιβιώσει, παρά να εκλείψει με το θάνατο της Α.Λ.» Πρόσθετα υπέβαλε ότι ούτε το γεγονός, ως η θέση της πλευράς των αιτητών, ότι η διοίκηση θα υποχρεωθεί να άρει αναδρομικά τις συνέπειες της άρνησης της και επομένως να υποχρεωθεί να εγκρίνει αναδρομικά το αίτημα της αποβιώσασας και κατ΄ επέκταση να καταβάλει το χρηματικό τίμημα που καταβλήθηκε για τη χειρουργική επέμβαση μπορεί να παρέχει επαρκές έννομο συμφέρον για προώθηση της Προσφυγής. Συναφώς παρέπεμψε η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση σε νομολογία σύμφωνα με την οποία το απλό ενδιαφέρον εκδίκασης της Προσφυγής για σκοπούς διεκδίκησης αποζημιώσεων στη βάση του αρθρου 146(6) του Συντάγματος δεν παρέχει επαρκές έννομο συμφέρον για προώθηση της Προσφυγής από τους κληρονόμους.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών απορρίπτοντας τη βασιμότητα της προδικαστικής ένστασης, παρέπεμψε προς αντίκρουση της σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία όταν η επίδικη διαφορά ειναι περιουσιακής φύσεως ή πραγματοπαγούς χαρακτήρα, ο θάνατος του αιτητή δεν επιφέρει την κατάργηση της δίκης αλλά αυτή συνεχίζεται από τους κληρονόμους του. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη θέση του ευπαίδευτου συνήγορου, η διαφορά έχει περιουσιακό χαρακτήρα και όχι προσωποπαγή αφού αφορά εφάπαξ επιδότηση της εγχείρησης στην οποία υποβλήθηκε η Α.Λ στον ιδιωτικό τομέα και ενυπάρχει οικονομικό συμφέρον το οποίο μπορεί να διεκδικηθεί από τους κληρονόμους για το ποσό των €27.000 που δαπανήθηκε στο ιδιωτικό νοσηλευτήριο από το οικογενειακό ταμείο. Με την απαντητική γραπτή της αγόρευση η πλευρά των αιτητών, υπέβαλε πρόσθετα ότι σύμφωνα με το άρθρο 12 του Σχεδίου, η οικονομική επιβάρυνση του ασθενή για μέρος ή του συνόλου των εξόδων θεραπείας καθορίζεται, αναλόγως, και της οικογενειακής οικονομικής του κατάστασης και επομένως η οικογένεια- ήτοι κληρονόμοι της αποβιώσασας- έχει έννομο συμφέρον να αποκατασταθεί τυχόν οικονομική -υλική ζημία στην οποία υπέστη. Ως υποβλήθηκε, τα έξοδα της θεραπείας, καταβλήθηκαν από το οικογενειακό ταμείο και τους αιτητές και επομένως σε περίπτωση επιτυχία της Προσφυγής, ειναι δυνατή κατά την επανεξέταση η καταβολή της κρατικής επιδότησης και η επιστροφή των χρημάτων στην περιουσία της Α.Λ. Καταλήγοντας, τόνισε ότι λόγω της φύσης της επιχορήγησης του Σχεδίου, ως εφάπαξ κονδύλι για μια κρίσιμη κατάσταση υγείας «η υλική/χρηματική ζημία που υπέστη η θανούσα και οι αιτητές αποτελεί πραγματοπαγές δικαίωμα και μεταβιβαστό» και «συνεπώς η περιουσία της αποθανούσας και κατ΄ επέκταση η κληρονομιά των αιτητών έχει υποστεί ζημία, υλική» που κατά την νομολογία παρέχει έννομο συμφέρον για συνέχιση της Προσφυγής τόσο από τον αιτητή αρ.1, σύζυγο, κληρονόμο και διαχειριστή της περιουσίας της Α.Λ όσο και από την αιτήτρια αρ.2 θυγατέρα και κληρονόμο της.

 

Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι κατά το επανάνοιγμα της υπόθεσης, τέθηκε προς το συνήγορο των αιτητών το ερώτημα κατά πόσον, ακόμα και εάν κριθεί ότι το αντικείμενο της δίκης είναι πραγματοπαγές, η αιτήτρια αρ.2 διατηρεί έννομο συμφέρον υπό την ιδιότητα της κληρονόμου αφ΄ης στιγμής η Προσφυγή ασκείται και από τον αιτητή αρ.1 διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας. Ο κ. Χριστάκη, προς απάντηση του ερωτήματος, παρέπεμψε στην απόφαση Έλλη Οικονόμου, διαχειρίστρια της περιουσίας του Γεώργιου Μ. Νικολαΐδη κ.α και 1. Αρχής Λιμένων Κύπρου, 2. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1188/19, ημερομηνίας 4/9/214), όπου το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε επακριβώς το ίδιο ζήτημα και με αναφορά στο δικαστικό λόγο της απόφασης Κισσοπόδα κ.α v Δημοκρατίας (1994) 4Δ Α.Α.Δ 2053 έκρινε ότι παρά την ύπαρξη του διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα ως αιτητή αρ.1, οι εκεί αιτητές αρ.2 και 3 κατείχαν έννομο συμφέρον για άσκηση της Προσφυγής, το οποίο αντλούσαν αποκλειστικά εκ της ιδιότητας τους ως κληρονόμοι του αποβιώσαντα. Επομένως υπέβαλε ο κ. Χριστάκη η αιτήτρια αρ.2 κατέχει αυτοτελές άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον το οποίο εδράζεται στην ιδιότητα της ως κληρονόμου της αποβιώσασας, τα κληρονομικά δικαιώματα της οποίας επηρεάζονται από την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω–και στα πλαίσια του επανανοίγματος -ο κ. Χριστάκη δήλωσε ότι αποσύρει την πρόσθετη επιχειρηματολογία του, όπως αυτή παρατάθηκε στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, αναφορικά με το ότι η αιτήτρια αρ.2 αντλεί έννομο συμφέρον και εκ του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απευθύνεται ονομαστικά σε αυτήν και επομένως την «αφορά» περιοριζόμενος, πλέον, μόνο στη θέση ότι η αιτήτρια αρ.2 νομιμοποιείται στην άσκηση και προώθηση της Προσφυγής λόγω της ιδιότητας της ως κληρονόμου της αποβιώσασας.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα.

 

Κατά πάγια νομολογία, εφόσον, εκκρεμούσης της εκδίκασης της προσφυγής, επέλθει ο θάνατος του αιτητή, η δίκη καταργείται εκτός εάν οι κληρονόμοι του έχουν προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον προς συνέχιση της εκδίκασής της. Η δε συνέχιση της δίκης δεν είναι δυνατή εφόσον το αντικείμενο αυτής είναι προσωποπαγές (Chrysostomides v. Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397 και Georgiou v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1571). Είναι όμως εφικτή, η συνέχιση αυτής από τους κληρονόμους του θανόντα αιτητή, εάν η δίκη έχει ως αντικείμενο, δικαίωμα περιουσιακό και συνεπώς μεταβιβαστό. Στην απόφαση Νέδη Ν. Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 807 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζοντας διεξοδικά τις επιπτώσεις που επιφέρει ο θάνατος του αιτητή στη διοικητική δίκη έθεσε το ζήτημα ως ακολούθως:

 

«Το ερώτημα κατά πόσο μια προσφυγή μπορεί να συνεχιστεί μετά το θάνατο του αιτητή εξαρτάται από τη φύση της αίτησης. Αν η διαφορά είναι προσωποπαγής (δεν είναι δηλαδή δικαίωμα που μεταβιβάζεται σε άλλο πρόσωπο) η προσφυγή τερματίζεται. Αν όμως η διαφορά έχει περιουσιακό χαρακτήρα, τότε η προσφυγή μπορεί να προωθηθεί από τους κληρονόμους του αιτητή».

 

Στην Σωτηριάδου v Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ 327 στην οποία αντικείμενο προσβολής ήταν η εγκυρότητα σχεδίου επιδομάτων εξωτερικού, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπόμνησε τα ακόλουθα αναφορικά με το έννομο συμφέρον της συζύγου του αποβιώσαντα και των τέκνων αυτού για συνέχιση της δίκης:

 

«Ο αιτητής κατά το χρόνο της πρωτόδικης διαδικασίας στην προσφυγή υπηρετούσε ως πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Γιουγκοσλαβία. Η απόφαση εκδόθηκε στις 25.1.86 και τον ίδιο μήνα καταχωρίστηκε η παρούσα έφεση. Ο αιτητής όμως στο μεταξύ απεβίωσε, τον Μάϊο 1988.

 

Μόλις άρχισε η συζήτηση της έφεσης, ηγέρθη από το Δικαστήριο θέμα κατά πόσο ο  θάνατος του αιτητή, που μεσολάβησε, έχει ως συνέπεια την κατάργηση της δίκης. Το ζήτημα οδηγεί στο νομικό ερώτημα αν οι διαχειριστές της περιουσίας του αιτητή έχουν ίδιο  έννομο συμφέρον που πλήττεται ευθέως με την προσβαλλόμενη απόφαση, απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 146(2) του Συντάγματος.[..]. Η αρχή που υιοθετείται στη νομολογία του Σ.τ.Ε. είναι πως, αν το συμφέρο του αιτητή στην προσφυγή είναι προσωποπαγές, επερχομένου του θανάτου του οι  κληρονόμοι του δεν νομιμοποιούνται στην προώθηση της δίκης. Το αντίθετο συμβαίνει όπου το συμφέρο είναι πραγματοπαγές. Στην Ελλάδα όμως, εξ’ όσων διαπιστώνουμε, δεν προκύπτουν σοβαρά προβλήματα από την εφαρμογή της αρχής αυτής, γιατί στο νόμο συνήθως ορίζεται το είδος του συμφέροντος και της υποχρεώσεως που αποδίδεται ή επιβάλλεται με τις πρόνοιές του στον πολίτη: (Δες: Δαγτόγλου, "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", β' έκδοση, παρ. 469 και Θεμ. Τσάτσου, "Η αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", έκδοση τρίτη, σελ. 369). Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει με τη νομοθεσία της χώρας μας, όπου πολλές φορές επαφίεται στη κρίση του Δικαστηρίου να αποφανθεί αν δικαιώματα ή υποχρεώσεις που προβλέπει ο νόμος είναι πραγματοπαγή ή προσωποπαγή.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση η διαχειρίστρια της περιουσίας του αιτητή στην προσφυγή προχωρεί στην τελεσιδικία εκ μέρους της ιδίας, ως συζύγου του, και των δύο τέκνων τους. Επειδή δε το αντικείμενο της προσφυγής είναι το επίδομα, που κατ’ ισχυρισμό εδικαιούτο ο αιτητής για την ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών, και αυτών των μελών της οικογενείας του, είμαστε της γνώμης πως η δίκη δεν κατηργήθη και η σύζυγος και τα τέκνα του έχουν άμεσο και προσωπικό  έννομο συμφέρο στη συνέχισή της. »

 

Έχω την άποψη ότι η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει. Η παρούσα Προσφυγή στρέφεται κατά της νομιμότητας της απορριπτικής απόφασης των καθ΄ων η αίτηση σε αίτημα για εκ των υστέρων κάλυψη εξόδων θεραπείας, τα οποία προέκυψαν από τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε η αποθανούσα σύζυγος του αιτητή αρ.1 και μητέρα της αιτήτριας αρ.2 σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο και τα όποια ως υπέδειξε η πλευρά των αιτητών ανέρχονται σε ποσό ύψους €27000. Είναι δε σαφές ότι η επίμαχη απαίτηση για εκ των υστέρων κάλυψη των ιατρικών εξόδων ενέχει χαρακτήρα οικονομικής φύσεως και επομένως αφορά περιουσιακό δικαίωμα, ήτοι πραγματοπαγές, το οποίο επηρεάζει ευθέως τα συμφέροντα των κληρονόμων και την περιουσία της αποβιώσασας. Έπεται ότι οι αιτητές ως νόμιμοι κληρονόμοι της αποθανούσας καθώς και ο αιτητής αρ.1 υπό τη διπλή του ιδιότητα ως κληρονόμος και ως διαχειριστής της περιουσίας κεκτήνται προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον για συνέχιση της δίκης εφόσον δια της προσβαλλόμενης απόφασης, επέρχεται βλάβη στα περιουσιακά-κληρονομικά τους δικαιώματα, η οποία, ως υλική, είναι αποτιμητέα σε χρήμα (βλ. και στη μονογραφία της Γλυκερίας Π. Σιούτη «το έννομο συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως», Αθήνα 1998, σελ. 135-137 παρ.42 και Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, σελ. 437). Σχετική επί τούτου είναι και η απόφαση στην οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών Οικονόμου (ανωτέρω).

Και βεβαίως η παρούσα περίπτωση δεν συνιστά περίπτωση όπου τυχόν επιτυχία της Προσφυγής θα έχει ως μοναδικό απότοκο το απλό ενδιαφέρον για διεκδίκηση αποζημιώσεων δυνάμει του άρθρου 146(6) του Συντάγματος αλλά τυχόν επιτυχία της θα οδηγήσει σε υποχρέωση επανεξέτασης του ίδιου του αιτήματος για κάλυψη εξόδων θεραπείας. Στην περίπτωση δε που το υποβληθέν αίτημα τύχει κατά την επανεξέταση έγκρισης, αυτό αναντίλεκτα θα συνεπάγεται και την καταβολή του αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Μάλιστα έχω μελετήσει με προσοχή τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση και με όλο το σεβασμό, θεωρώ ότι τα δεδομένα τους σαφώς διαφοροποιούνται από την υπό κρίση περίπτωση. Τούτο διότι στην μεν απόφαση (επί ενδιάμεσης αίτησης) Γεωργίου, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας Γεωργίου v Δημοκρατία (Υπόθεση αρ.476/15, ημερομηνίας 9/10/18) η επίδικη διάφορα έγκειτο στην απόρριψη αιτήματος του θεράποντα ιατρού της αποβιώσασας για χορήγηση συγκεκριμένου φαρμάκου σ΄αυτήν, όπου ξεκάθαρα συνιστούσε προσωποπαγής διαφορά και ο κληρονόμος και διαχειριστής της περιουσίας δεν διατηρούσε ίδιον έννομο συμφέρον για συνέχιση της δίκης αφού και εάν ακόμα πετύχαινε η Προσφυγή και η επανεξέταση οδηγούσε στην έγκριση της αίτησης για χορήγηση φαρμάκου, το μόνο που θα ήταν δυνατό θα ήταν η διεκδίκηση αποζημιώσεων. Στη δε απόφαση Χριστοφόρου, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος  Χριστοφόρου (Υπόθεση αρ.671/15, ημερομηνίας 31/7/19), ως παρατηρώ, επίδικο αντικείμενο ήταν η απορριπτική απόφαση επί της αίτησης του αποβιώσαντα για επίδομα βαριάς κινητικής αναπηρίας. Συνεπώς η διαφοροποίηση με τα δεδομένα της παρούσας είναι εμφανής αφού στην Χριστοφόρου (ανωτέρω) η επίδικη διαφορά αφορούσε σε προσωποπαγές δικαίωμα καταβολής προς τον αποθανόντα επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας, το οποίο ως άμεσα συναρτημένο με την ιατρική κατάσταση του πάσχοντα στόχευε στην παροχή οικονομικής βοήθειας για κάλυψη αυτών των  πρόσθετων  αναγκών, ανάγκες οι οποίες σαφώς εξέλειπαν με το θάνατο του αποβιώσαντα αιτητή. Επομένως, σ΄ εκείνη την περίπτωση, δεν υφίστατο ούτε το απαιτούμενο έννομο συμφέρον, για συνέχιση της δίκης, από την σύζυγο και διαχειριστή της περιουσίας του θανόντα.

 

Το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των αιτητών, ως αυτό αναφύεται ως επίδικο στην υπό κρίση Προσφυγή, πραγματεύεται ευθέως ο Δημήτριος Θ. Πυργάκης στο σύγγραμμα «Το Έννομο Συμφέρον στη Δίκη Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» σελ.239:

«6.3.1.4 Κληρονόμοι-σύζυγοι ή τέκνα θανόντων

 

«Με έννομο συμφέρον ζητείται από τους κληρονόμους η ακύρωση απόφασης του Υφυπουργού Υγείας και Προνοίας, με την οποία δεν εγκρίθηκε η νοσηλεία στο εξωτερικό με δαπάνες Δημοσίου ήδη θανόντος πολιτικού συνταξιούχου, συζύγου και πατέρα των αιτούντων [ΣτΕ 3079/1999, 955/1985].»

    

Άμεσα σχετικά με την υπό κρίση περίπτωση και τη φύση της επίδικης διαφοράς ως πραγματοπαγούς είναι τα όσα λέχθηκαν από το Δικαστή Γ. Σεραφείμ (ως ήταν τότε Δ.Δ.Δ) στην υπόθεση Ζαμπά, ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Ιωαννίδη και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1427/15, ημερομηνίας 30/4/2020), όπου η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε, ως η υπό κρίση περίπτωση, σε απόρριψη αιτήματος του αποβιώσαντα για καταβολή ιατρικών εξόδων συνεπεία χειρουργικής επέμβασης στην οποία υπεβλήθη σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο. Τα παραθέτω:

 

«Με την αιτούμενη θεραπεία 1 της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγής, ο αιτητής εξαιτείται ως ακολούθως:

 

«1. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 25/08/2015, η οποία κοινοποιήθηκε στην σύζυγο του αποβιώσαντα XXX Ιωαννίδη και με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για καταβολή ιατρικών εξόδων του XXX Ιωαννίδη είναι άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»[..]

 

Καταρχήν, όσον αφορά τον ισχυρισμό του καθ’ ου η αίτηση ότι, ο εκλιπόντας στερείται εννόμου συμφέροντος να διεκδικεί την κάλυψη των επίδικων ιατρικών εξόδων του, διότι το αίτημα του εκλιπόντος δεν καλύπτεται από οποιαδήποτε νομοθετική ή άλλη διάταξη, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η απαίτηση για κάλυψη των επίδικων ιατρικών εξόδων του εκλιπόντος είναι οικονομικής και, άρα, πραγματοπαγούς φύσεως (in rem) δικαίωμα, το οποίο δεν παύει, λόγω του ότι ο Γ. Ιωαννίδης απεβίωσε, να υφίσταται και το οποίο δυνητικά, αν κριθεί, τελικώς, βασίμως υφιστάμενο, αποτελεί μέρος της περιουσίας του, και, άρα, ορθώς διεκδικείται η ακύρωση της απόρριψης τέτοιου αιτήματος, με την παρούσα προσφυγή, από τους νόμιμους κληρονόμους του, μέσω του διαχειριστή της περιουσίας του (βλ. και στη μονογραφία της Γλυκερίας Π. Σιούτη «το έννομο συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, Αθήνα 1998, εκεί σελ. 135-137 υπό 119. Κληρονόμοι). Σημειώνεται εμφαντικά ότι, για σκοπούς του παραδεκτού της προσφυγής, η πιθανολόγηση του εννόμου συμφέροντος αρκεί. Το κατά πόσο το δικαίωμα αυτό όντως υφίσταται, αποτελεί ζήτημα του βασίμου της προσφυγής και όχι του παραδεκτού (βλ. και  απόφαση  του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 4.6.2015  στην  Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 66/2010  ΤΣΙΜΕΝΤΟΠΟΙΪΑ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ και Υπουργού Οικονομικών κ.α.).[..]Συνεπώς, ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον, η παρούσα προσφυγή είναι παραδεκτή και θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Συνεπώς και στη βάση των ανωτέρω κρίνεται ότι οι αιτητές κατέχουν το αναγκαίο έννομο συμφέρον για άσκηση και προώθηση της παρούσας Προσφυγής.

 

Προχωρώ να εξετάσω την ουσία των ισχυρισμών των αιτητών, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή τους αγόρευση. Σημειώνεται ότι κατά το επανάνοιγμα της υπόθεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών απέσυρε όλους τους προβαλλόμενους με τη γραπτή του αγόρευση ισχυρισμούς που αφορούσαν: α) την παράνομη συγκρότηση και κακή σύνθεση και λειτουργία της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών Χειρουργικής, β)στην παράνομη συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία του Αναθεωρητικού Συμβούλιου, γ) στην παραβίαση του άρθρου 10(6) του Σχεδίου αναφορικά με τη μη άσκηση αρμοδιότητας του Αναθεωρητικού Συμβουλίου εντός της προβλεπόμενης χρονικής προθεσμίας και δ) την αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε τόσο την απορριπτική απόφαση ημερομηνίας 4.12.2017 όσο και την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση των άρθρων 3, 10 και 11 του Σχεδίου.

 

Παραμένουν επομένως, πλέον, προς εξέταση οι ισχυρισμοί των αιτητών περί του ότι τόσο η απόφαση της Επιτροπής Αναθεωρητικού Χειρουργικής όσο και αυτή της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών Χειρουργικής είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας, ελλιπούς αιτιολογίας και πλάνης καθώς και του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα υποβάλλει η πλευρά των αιτητών ότι η έκθεση της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών πάσχει από ελλιπή αιτιολογία καθότι η απλή απάντηση «ΝΑΙ»  στο σημείο κατά πόσο «η διάγνωση ή θεραπεία μπορεί να παρασχεθεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του» , δεν ικανοποιεί την απαιτούμενη ανάγκη για τεκμηρίωση σύμφωνα με το άρθρο 8 του Σχεδίου. Διερωτάται ο ευπαίδευτος συνήγορος με δεδομένο ότι «η Α.Λ διαγνώσθηκε στις 26/7/2017 από χειρούργο ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου με όγκο χοληδόχου κύστεως με διήθηση στο συκώτι, β) δεν της καθόρισαν άμεσα χειρουργείο, γ) ο ιδιώτης χειρούργος που την εξέτασε στις 27/7/2017 έκρινε ότι έχρηζε άμεσης χειρουργικής επέμβασης όπως ορίζει και η βιβλιογραφία και προγραμμάτισε και διενέργησε αυτήν άμεσα ήτοι την αμέσως επόμενη, ημέρα, δηλαδή 28/7/2017, πώς τότε θα παρέχετο στην Α.Λ ιατρική θεραπεία εντός των χρονικών ορίων»  που επέβαλε η κατάσταση υγείας της Ά. ». Η δε πλάνη των ιατρών της Επιτροπής διαφαίνεται, συνεχίζει ο κ. Χριστάκη και από το γεγονός ότι θεώρησαν το χρονικό πλαίσιο θεραπείας της Α.Λ ως «κανονικό» . Περαιτέρω υποβάλλεται ότι παραγνωρίστηκε ότι ο Γενικός Διευθυντής παρέπεμψε την αίτηση για εξέταση συμφώνως με το άρθρο 9 του Σχεδίου, εφόσον δηλαδή ο ίδιος «ικανοποιηθεί ότι εύλογα δεν υπήρχαν περιθώρια τήρησης της διαδικασίας για εκ των προτέρων έγκριση.»  Δεν είναι επομένως δυνατό με διαγνωσμένο ήδη το επείγον της υπόθεσης, τόσο η Επιτροπή Ειδικών όσο και το Αναθεωρητικό Συμβούλιο να εισηγούνται ότι η Α.Λ μπορούσε να εγχειρισθεί στην Χειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Αναφορικά δε με την απόφαση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου και τα όσα καταγράφονται στο πρακτικό συνεδρίας ημερομηνίας 4.8.2018 περί ενημέρωσης και κλήσης της Α.Λ για εισαγωγή της στη Χειρουργική Κλινική του Νοσοκομείου Λευκωσίας στις 27.7.2017 καθώς και περί της απάντησης της ασθενούς ότι θα χειρουργηθεί ιδιωτικά, η πλευρά των αιτητών αντιτείνει ότι πρόκειται για ατεκμηρίωτες αναλήθειες, οι οποίες δεν τεκμηριώνονται από κανένα έγγραφο. Περαιτέρω ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι η καταγραφή του Αναθεωρητικού Συμβουλίου ότι «με βάση την κλινική εικόνα της ασθενούς »  θα μπορούσε να παρασχεθεί θεραπεία στο κρατικό νοσηλευτήριο μέσα στα απαιτούμενα χρονικά όρια επιτείνει το αναιτιολόγητο της κρίσης του και δεικνύει ότι οι καθ΄ων η αίτηση «δεν ενδιαφέρθηκαν ούτε επ΄ ελάχιστον για τα χρονικά όρια»  δίδοντας στην ασθενή πολύ μεταγενέστερη ημερομηνία για χειρουργική επέμβαση ενώ η ασθενής έπασχε από σοβαρής μορφής καρκίνο που σύμφωνα με τη βιβλιογραφία επέβαλε την άμεση χειρουργική επέμβαση, ενώ δεν υπογραμμίζουν ούτε το χρονικό πλαίσιο παροχής περίθαλψης, θεωρώντας το, μ’ αυτό τον τρόπο, κατά το συνήγορο, «κανονικό» . Διερωτάται δε η πλευρά των αιτητών πως τεκμηριώνουν οι ιατροί του Αναθεωρητικού Συμβουλίου ότι υπήρχαν τα χρονικά όρια για θεραπεία βάσει της κλινικής εικόνας της ασθενούς, αντίθετα με τη γνωμάτευση του ιδιώτη ιατρού και του γεγονότος ότι υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση τις 28.7.2017.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών των καθ’ ων η αίτηση χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει ουδεμία πλάνη κατά τη λήψη της και χωρίς να παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Υποβάλει εξαρχής η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ότι οι ισχυρισμοί των αιτητών δεν στοιχειοθετούν κανένα λόγο ακυρότητας και δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, που είναι στους ώμους των αιτητών. Με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και στα όσα καταγράφονται στα επίδικα πρακτικά και δη στο πρακτικό του Αναθεωρητικού Συμβουλίου υποβάλλεται ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής και ότι η διοίκηση παρέθεσε τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούσαν την απόφαση απόρριψης. Το  Δικαστήριο, τονίζει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση κατά πάγια νομολογία δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων αλλά ούτε και επεμβαίνει στην κρίση των καθ΄ων η αίτηση, η οποία ως τεχνικό ιατρικό ζήτημα παραμένει ανέλεγκτη από το Δικαστήριο.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των συνηγόρων σε συνάρτηση με όλα τα τιθέμενα ενώπιον μου στοιχεία. Οι ισχυρισμοί των αιτητών και ενόψει της συνάφειας τους αλλά και της από κοινού ανάπτυξης τους, θα εξεταστούν σωρευτικά.

 

Εν πρώτοις επισημαίνω ότι αποτελεί παραδεκτό γεγονός και δεν αμφισβητείται- ως άλλωστε ευθέως καταγράφεται και στην ίδια την επιστολή της αιτήτριας αρ.2 ημερομηνίας 22.12.2017- ότι η χειρουργική επέμβαση στην οποία υπεβλήθη η ασθενής, παρέχεται από τα κρατικά νοσηλευτήρια.

 

Αυτό που εν προκειμένω αμφισβητείται με την όλη επιχειρηματολογία των αιτητών και επομένως αναφύεται ως επίδικο ζήτημα, ήταν κατά πόσον στην προκειμένη περίπτωση μπορούσε να παρασχεθεί στην Α.Λ η συγκεκριμένη θεραπεία από το κρατικό νοσηλευτήριο εντός των χρονικών ορίων που από ιατρική άποψη επέβαλε η κατάσταση της υγείας της.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση έχουν ήδη εκτεθεί λεπτομερώς.

 

Καταρχάς οφείλω να επισημάνω ότι διαπιστώνεται αντίφαση στα γεγονότα ως αυτά καταγράφονται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών και στο αρχικό αίτημα που υποβλήθηκε από την αιτήτρια αρ. 2 ημερομηνίας 15.11.2017. Εν προκειμένω με τη γραπτή αγόρευση των αιτητών προωθείται ότι η κατάσταση της Α.Λ ήταν τόσο επείγουσα και σοβαρή ώστε ο ιδιώτης ιατρός, τον οποίον- ως καταγράφεται για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση των αιτητών -επισκέφθηκε η ασθενής στις 27.7.2018 έκρινε ότι έχρηζε άμεσης χειρουργικής επέμβασης, την οποία διενήργησε την αμέσως επόμενη ημέρα ήτοι στις 28.7.2017.  Στο δε αίτημα της η αιτήτρια αρ.2 εισηγείται ότι παράλληλα με την αξιολόγηση της μητέρας της από χειρούργο ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου (ο οποίος όρισε τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης περί τα μέσα Οκτωβρίου 2017) επισκέφθηκαν και ιδιώτη χειρούργο ιατρό, ο οποίος διέγνωσε τη σοβαρότητα της κατάσταση της ασθενούς και προχώρησε στη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης ως αυτολεξεί καταγράφεται στις αμέσως επόμενες ημέρες, ήτοι στις 28 Ιουλίου 2017.

 

Επισημαίνεται όμως ότι τέτοιες καταγραφές ουδόλως περιλαμβάνονται και ουδόλως επαληθεύονται από την ίδια την έκθεση του ιδιώτη θεράποντα χειρούργου ιατρού, η οποία περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο (ερυθρά 31-30) και η οποία ως επιμαρτυρούν τα πρακτικά συνεδρίας τόσο της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών Χειρουργικής όσο και του Αναθεωρητικού Συμβουλίου ήταν ενώπιον των αρμόδιων ιατρικών επιτροπών. Ειδικότερα στην εν λόγω ιατρική έκθεση δεν αναφέρεται καμία συγκεκριμένη ημερομηνία, ήτοι ούτε πότε η ασθενής επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον ιδιώτη ιατρό, ούτε πότε έλαβε χώρα, ως καταγράφεται, η συνάντηση με την οικογένεια της ασθενούς αλλά ούτε και πότε επακριβώς διενεργήθηκε η χειρουργική επέμβαση. Το μόνο δε που αναγράφεται ειναι ότι η χειρουργική επέμβαση έλαβε χώρα τον μήνα Ιούλιο. Περαιτέρω ουδεμία καταγραφή υπάρχει περί επιβεβλημένης κατεπείγουσας διενέργειας χειρουργικής επέμβασης και δη την επόμενη ημέρα ή έστω τις επόμενες ημέρες που έλαβε χώρα η επίσκεψη της ασθενούς στον ιδιώτη χειρούργο, ως ο ισχυρισμός των αιτητών, με αποτέλεσμα να μην επαληθεύονται τα στενά χρονικά πλαίσια που επικαλούνται οι αιτητές.

 

Συνεπώς τα όσα η πλευρά των αιτητών διατείνεται κατ΄ επίκληση των λεχθέντων του ιδιώτη χειρουργού ιατρού με σκοπό να καταδείξει το ατεκμηρίωτο της κρίσης της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών Χειρουργικής και την ελλιπή έρευνα περί του κατά πόσο υπήρχαν εκείνα τα χρονικά όρια για να ήταν δυνατή η θεραπεία από το κρατικό νοσηλευτήριο, ουδόλως τεκμηριώνονται. Ως δε παρατηρώ η Επιτροπή Ειδικών Ιατρών Χειρουργικής, έχοντας ενώπιον της τόσο την έκθεση του θεράποντα ιατρού όσο και τις ιατρικές εξετάσεις της ασθενούς κατέγραψε στη γνωμοδότηση της ότι η χειρουργική επέμβαση διενεργείται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Μάλιστα σημείωσε ότι η πάθηση θα μπορούσε να τύχει αποτελεσματικής θεραπείας από το κρατικό νοσηλευτήριο με χειρουργική αφαίρεση του όγκου από εξειδικευμένη χειρουργική ομάδα ενώ ταυτόχρονα έκρινε ότι η θεραπεία μπορούσε να παρασχεθεί εντός των χρονικών πλαισίων που από ιατρική άποψη επέβαλε η κατάσταση της υγείας της ασθενούς.

 

Εν πάση περιπτώσει αυτό που παραμένει καθοριστικό και εμφανώς παραβλέπουν οι αιτητές είναι ότι το όλο ζήτημα, συμπεριλαμβανομένου και των όσων καταγράφονται στη γνωμοδότηση της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών, τέθηκε προς  επανεξέταση κατόπιν ένστασης της αιτήτριας αρ.2 από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 11(2) του Σχεδίου. Μάλιστα το Αναθεωρητικό Συμβούλιο, προέβη σε δική του έρευνα και δεν υιοθέτησε, ως εσφαλμένα διατείνονται οι αιτητές, την έκθεση της Επιτροπής, προχωρώντας και στην εξέταση των όσων τέθηκαν με την υποβληθείσα ένσταση.

 

Εν προκειμένω η αιτήτρια αρ. 2 με την ένσταση της ρητώς υπέβαλε-και ήταν το μόνο που έθεσε- ότι οι υπηρεσίες του δημοσίου τομέα δεν μπορούσαν να παρασχεθούν σε χρόνο ωφέλιμο για την υγεία της μητέρας της και ότι σύμφωνα με τη βιβλιογραφία η πάθηση της μητέρας της θεωρείται επείγον περιστατικό, το οποίο δεν έχρηζε αντιμετώπισης σε τρεις μήνες.

 

Αυτό όμως το κρίσιμο ζητούμενο του χρόνου παροχής της απαιτούμενης θεραπείας από το κρατικό νοσηλευτήριο διερευνήθηκε από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο ως βεβαίως επιμαρτυρείται και από το ίδιο το πρακτικό συνεδρίας του ημερομηνίας 4.8.2018.

 

Εν προκειμένω τα μέλη του Αναθεωρητικού Συμβουλίου και αφού ως καταγράφεται, μελέτησαν την περίπτωση της ασθενούς και  διαπίστωσαν ότι υπήρχε επαρκής εμπειρία για αποτελεσματική θεραπεία στο κρατικό νοσηλευτήριο καθώς και ότι με βάση την κλινική εικόνα της ασθενούς η θεραπεία μπορούσε να παρασχεθεί  από το κρατικό νοσηλευτήριο μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας της,  κατέγραψαν και τούτο, το οποίο απολήγει καταλυτικότερο όλων: «όσον αφορά το σχόλιο ότι στην ασθενή δόθηκε ημερομηνία για εγχείρηση σε 3/12 η Διεύθυνση της Χειρουργικής Κλινικής επιβεβαιώνει ότι η ασθενής ενημερώθηκε στις 27.7.2017 για εισαγωγή της στη Χειρουργική Κλινική του ΓΝΛ/σίας όμως η απάντηση ήταν ότι θα χειρουργηθεί ιδιωτικά. Ως εκ τούτου το αίτημα δεν θεωρείται αιτιολογημένο ».

 

Η πλευρά των αιτητών αντέτεινε ότι τα όσα καταγράφονται από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο είναι «ατεκμηρίωτες αναλήθειες», οι οποίες δεν επιβεβαιώνονται. Δεδομένου όμως ότι υφίσταται ρητή καταγραφή από το ίδιο το Αναθεωρητικό Συμβούλιο ως προς το συγκεκριμένο γεγονός ενημέρωσης της ασθενούς για εισαγωγή της στη Χειρουργική Κλινική του ΓΝΛ/σίας στις 27.7.2017, από πληροφόρηση που ως καταγράφεται μάλιστα δόθηκε από τη Διεύθυνση της Χειρουργικής Κλινικής, εναπόκειτο στην πλευρά των αιτητών να καταδείξει ότι ένα τέτοιο γεγονός δεν ανταποκρινόταν στα ορθά και πραγματικά γεγονότα. Η δε αμφισβήτηση από την πλευρά των αιτητών δια μέσου διατύπωσης σειράς ερωτημάτων, στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, όπως μεταξύ άλλων «από ποιον ενημερώθηκε» «υπήρχε τότε 26 ή 27 ή 28 Ιουλίου 2017 η δυνατότητα διενέργειας της στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσία», ουδόλως επαρκεί για να ανατρέψει η πλευρά των αιτητών, η οποία έφερε και το βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων στα οποία στηρίζονται οι ισχυρισμοί της, το τεκμήριο νομιμότητας που περιβάλλει τα όσα καταγράφονται από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο.

 

Υπενθυμίζεται δε, η πάγια νομολογημένη αρχή, ότι δεν είναι επιτρεπτή η  προσκόμιση μαρτυρίας δια των γραπτών αγορεύσεων και οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σε αυτές δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα (Χατζηγεωργίου  v  Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C40 ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22). Άλλωστε οι αιτητές δεν προέβηκαν σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα με σκοπό να προσκομίσουν μαρτυρία προς την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Απόλυτα σχετικά ειναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Εφετείου  Γιώργου Θεοφάνους v Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 142/19, ημερομηνίας 25/1/24) όπου με παραπομπή στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.ά., (ΑΕ Αρ. 129/2015, ημερομηνίας 2/11/2022), ECLI:CY:AD:2022:D417,  επαναλήφθηκαν  οι βασικές αρχές που διέπουν τα όρια παρέμβασης του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας. Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Αναφορικά με τη θέση του Εφεσείοντα, ότι σε αμπέλια σε  κοντινές τοποθεσίες διεπιστώθη ζημιά από καύσωνα ενώ στα αμπέλια του ιδίου όχι, είναι πάγια η θέση της νομολογίας μας, ότι το τεκμήριο της νομιμότητας των πράξεων συνηγορεί υπέρ της επάρκειας της έρευνας που έχει διεξαχθεί από τη διοίκηση, εκτός όπου το τεκμήριο αυτό κλονίζεται κι όπου δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες και ερωτηματικά επί της επάρκειάς της από μαρτυρία ή στοιχεία στον φάκελο που τείνουν να καταδείξουν το αντίθετο ή θέτουν  σε αμφιβολία το θεμέλιο της έρευνας. Εν προκειμένω, ο Εφεσείων  απέτυχε να καταρρίψει το τεκμήριο της νομιμότητας, αφού τα όσα επικαλείται στις αγορεύσεις του, χωρίς την προσκόμιση μαρτυρίας με τον κατάλληλο δικονομικό τρόπο,  δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το πιο πάνω τεκμήριο.[..] 

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.ά., ΑΕ Αρ. 129/2015, ημερομηνίας 2/11/2022, ECLI:CY:AD:2022:D417, επαναβεβαιώθηκαν οι βασικές αρχές που διέπουν τα υπό συζήτηση ζητήματα. Μεταφέρεται σχετικό απόσπασμα:

 

«΄Έργο του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει εάν η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Στα πλαίσια αυτά, κατά κανόνα, δεν παρεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι τεχνικής φύσης. Το βάρος απόδειξης πλάνης περί τα πράγματα και παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας εκ μέρους της διοίκησης, βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος έχει υποχρέωση, προσκομίζοντας επαρκή στοιχεία, να κλονίσει το τεκμήριο της νομιμότητας που περιβάλλει κάθε διοικητική πράξη. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του εξουσίας, περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβληθείσας διοικητικής πράξης, με εξουσία να την ακυρώσει. Προς αυτή την κατεύθυνση, του ελέγχου δηλαδή της νομιμότητας, δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα των συμπερασμάτων της διοίκησης, εάν αυτά κινούνται εντός ευλόγων ορίων (Makrides v. Republic (1967)3 CLR 147, Georghiades v. Republic (1980) 3 CLR 525, Γ.Π. Ζαχαριάδης Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1989) 3 ΑΑΔ 2129, S.C. Nicolaides Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 148, Άκης Ιωάννου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, υπόθ. αρ. 612/2009, ημερ. 23.9.2010)

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Εν προκειμένω, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλημμέλεια ως οι εισηγήσεις των αιτητών. Τουναντίον διαπιστώνεται ότι το  Αναθεωρητικό Συμβούλιο και στα πλαίσια της διεξαχθείσας έρευνας του αναφορικά με την περίπτωση της Α.Λ και τα όσα καταγράφοντο στην ένσταση της αιτήτριας αρ.2  αναφορικά με τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης της ασθενούς σε τρεις μήνες, διαπίστωσε ως γεγονός ότι στις 27.7.2017 η ασθενής κλήθηκε να εισαχθεί στη Χειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου, προτού μάλιστα διενεργηθεί η χειρουργική της επέμβαση σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο, ως οι ίδιοι οι αιτητές δηλώνουν ότι έλαβε χώρα στις 28.7.2017. Έπεται ότι η πιο πάνω διαπίστωση η οποία καταγράφεται ρητώς στην έκθεση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου και η οποία ουδόλως ανετράπη καθώς και η διαπίστωση ότι η χειρουργική επέμβαση στην οποία η ασθενής υπεβλήθη παρείχετο στα κρατικά νοσηλευτήρια, κάτι το οποίο ουδόλως αμφισβητήθηκε, αποβαίνουν καταλυτικές καθιστώντας δίχως άλλο απορριπτέες τις αιτιάσεις των αιτητών. Με αυτό ως δεδομένο, ουδόλως ευσταθούν οι εισηγήσεις των αιτητών περί ελλιπούς έρευνας, πλάνης και ελλιπούς αιτιολογίας, οι οποίες έχουν ως έρεισμα ότι η επείγουσα ιατρική κατάσταση της ασθενούς δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά πλαίσια που η κατάσταση της υγείας της επέβαλε. Η δε απόφαση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου κρίνεται νόμιμη, αιτιολογημένη και εύλογα επιτρεπτή (Παύλου και Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Υγείας (Υπόθεση αρ. 351/16, ημερομηνίας 29/3/19).

 

Είναι δε για τον πιο πάνω λόγο που δεν μπορούν, στην υπό κρίση περίπτωση, να επηρεάσουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται από τους αιτητές ως προς το ότι η Επιτροπή Ειδικών Ιατρών κατέγραψε το χρονικό πλαίσιο παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ως κανονικό ή ότι η Επιτροπή δεν τεκμηρίωσε επαρκώς τη θέση της ότι η θεραπεία παρείχετο εντός των χρονικών ορίων που επέβαλε η υγεία της ασθενούς στα κρατικά νοσηλευτήρια ή ότι το Αναθεωρητικό Συμβούλιο δεν υπογράμμισε στη γνωμοδότηση του οποιοδήποτε χρονικό πλαίσιο τέτοιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ή ακόμη και τα όσα οι αιτητές διατείνονται περί παραγνώρισης του επείγοντος της ιατρικής κατάστασης της ασθενούς και της παραπομπής της αίτησης της κατά τα προνοούμενα στο άρθρο 9 του Σχεδίου, αφ΄ης στιγμής παρέμεινε αναντίλεκτο ότι στις 27.7.2017 και δηλαδή πριν διενεργηθεί ιδιωτικά η επέμβαση της Α.Λ, η ασθενής κλήθηκε από το κρατικό νοσηλευτήριο για εισαγωγή στη Χειρουργική Κλινική και η ίδια δεν αποδέχτηκε δηλώνοντας ότι θα χειρουργηθεί ιδιωτικά, όπερ και εγένετο.

 

Ούτε και βεβαίως θα μπορούσε να γίνει δεκτή η θέση των αιτητών ότι η επιστημονική κρίση του Συμβουλίου, ότι «με βάση την κλινική εικόνα του ασθενή» καθίστατο δυνατή η παροχή αποτελεσματικής θεραπείας στα κρατικά νοσηλευτήρια εντός των χρονικών ορίων που η κατάσταση της υγείας της επέβαλε, καθιστά την απόφαση του Συμβουλίου ως προϊόν ελλιπούς έρευνας και ελλιπούς και εσφαλμένης αιτιολογίας. Πέραν των όσων υποδείχθηκαν ανωτέρω καθώς και του ότι το Αναθεωρητικό Συμβούλιο κατέγραψε την κρίση του μετά από μελέτη των δεδομένων της περίπτωσης της ασθενούς, έχοντας μάλιστα ως ήδη υποδείχθηκε ενώπιον του την ιατρική έκθεση του θεράποντα ιδιώτη ιατρού και τις ιατρικές εξετάσεις της ασθενούς, υπενθυμίζεται ότι μια τέτοιας φύσεως ιατρική κρίση είναι εξόχως τεχνική, μη δυνάμενη δεκτικής παρέμβασης από το Δικαστήριο (Δημοκρατία v GAZIOGLU  AHMET (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 11/22, ημερομηνίας 20/6/24).

 

Συνεπώς και για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω όλοι οι ισχυρισμοί των αιτητών περί ελλιπούς έρευνας, πλάνης και ελλιπούς αιτιολογίας απορρίπτονται. Σε ότι αφορά την αποσπασματική θέση των αιτητών ότι κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας επιλέγηκε η δυσμενής και δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό του Σχεδίου λύση για την Α.Λ, σημειώνω ότι οι αιτητές ουδέν εξειδικεύουν προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης τους, την οποία προβάλλουν με παντελώς αόριστο και γενικό τρόπο χωρίς οποιαδήποτε, έστω στοιχειώδη, ανάπτυξη ή άλλη τεκμηρίωση προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού τους, με αποτέλεσμα η αναφορά τους αυτή, να παρέμεινε ανεπίδεκτη δικαστικού ελέγχου (Καρατασουσίδης ν. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 836/2016, ημερ. 25.9.2020) A.S και Δημοκρατίας, Υπόθεσηαρ.601/22(Κ), ημερομηνίας 13/12/22).Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω ότι τέτοιου είδους αιτήματα για παροχή κάλυψης εκ των υστέρων θεραπείας εξετάζονται πάντοτε σε συνάρτηση με τις προϋποθέσεις που τάσσει το ίδιο το Σχέδιο.

 

Καταλυτική για την απόρριψη του αιτήματος της ασθενούς, ως άλλωστε διαφαίνεται και από το ίδιο το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 24.7.2018 που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια αρ.2  ήταν η διαπίστωση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου ότι η χειρουργική επέμβαση της Α.Λ μπορούσε να πραγματοποιηθεί στη Χειρουργική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και ότι η ασθενής είχε κληθεί για εισαγωγή της στη Χειρουργική Κλινική στις 27.7.2017, κάτι το οποίο η ίδια δεν αποδέχτηκε να πράξει, επιλέγοντας να χειρουργηθεί στον ιδιωτικό τομέα. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, αναμφίβολα και αναντίλεκτα είχε ως έρεισμα τα όσα καταγράφονται στην απόφαση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου, η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για μη ικανοποίηση του αιτήματος για επιδότηση θεραπείας που παρασχέθηκε στον ιδιωτικό τομέα κρίνεται νόμιμη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή.

 

Συνεπώς η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €1300 εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.          

                                                  

                                                         Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο