ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1920/2023 (iJustice)

                                             

       15 Ιουλίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

Κ. Χ.

Αιτητή

                          Και

 

 Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών & Έργων και/ή Τμήματος Οδικών Μεταφορών

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

 

......... 

 

Διονύσιος Νικολετόπουλος για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή

Αλεξία Καλησπέρα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για  Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Στις 15.11.2007 ο Αιτητής κατέθεσε Αίτηση για συμμετοχή στις εξετάσεις για απόκτηση του Πιστοποιητικού Επαγγελματικής Κατάρτισης Οδηγού κατηγορίας «Τ».

 

Ο Αιτητής παρακάθησε και πέτυχε στις εξετάσεις στις 08.12.2007.

 

Στις 03.06.2009 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση (ΤΟΜ Ε.Α.1) για παροχή Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού (στο εξής «ΕΑΟ») και στις 09.06.2009 η Αρχή Αδειών την ενέκρινε.

 

Στις 14.01.2013 ο Αιτητής αιτήθηκε ανανέωση της ΕΑΟ του υποβάλλοντας σχετική αίτηση (ΤΟΜ Ε.Α.3) και προσκομίζοντας σχετικά υποστηρικτικά έγγραφα και η άδειά του ανανεώθηκε.

 

Στις 05.01.2018 ο Αιτητής αιτήθηκε ανανέωση της ΕΑΟ του υποβάλλοντας σχετική αίτηση (ΤΟΜ Ε.Α.3) και προσκομίζοντας σχετικά υποστηρικτικά έγγραφα και η άδειά του ανανεώθηκε για πέντε έτη (μέχρι Ιανουάριο του 2023).

 

Στις 20.07.2023 ο Δικηγόρος του Αιτητή απέστειλε επιστολή στους Καθ΄ων η αίτηση, όπου αφού εκτίθεται το ιστορικό αδειοδότησης του Αιτητή διαμαρτύρεται αναφέροντας ότι «το Τμήμα Οδικών Μεταφορών δεν ανανεώνει την επαγγελματική άδεια του πελάτη μου η οποία έληξε κατά το τρέχον έτος καθότι απαιτεί προσκόμιση Πιστοποιητικού Ποινικού Μητρώου για την Χορήγηση Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού, το οποίο εκδίδεται από την Αστυνομία Κύπρου ξέχωρα από το Πιστοποιητικό Λευκού Ποινικού Μητρώου»,  επειδή ο Αιτητής είχε προ 25ετίας καταδικαστεί σε χρηματική ποινή 500 Λ.Κ. Παράλληλα εκθέτει τα νομικά επιχειρήματα εναντίον της λήψης υπόψη μιας τέτοιας καταδίκης για σκοπούς μη ανανέωσης της άδειας του Αιτητή.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση απάντησαν στην ως άνω επιστολή με επιστολή τους ημερομηνίας 08.09.2023, την οποία ο Αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή, την οποία καταχώρησε στις 15.11.2023. Στην εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 08.09.2023 οι Καθ’ ων η αίτηση ανέφεραν ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 του περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Νόμου του 2011 (Νόμος 80(Ι)/2011) για τη χορήγηση ή ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως ο Αιτητής προσκομίσει πιστοποιητικό ποινικού μητρώου χορηγούμενο από τον Αρχηγό Αστυνομίας στο οποίο να φαίνεται ότι αυτός δεν έχει στερηθεί της ικανότητας να κατέχει Επαγγελματική Άδεια Οδηγού και ότι το αδίκημα για το οποίο είχε καταδικαστεί ο Αιτητής εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου 2(ζ) του άρθρου του Νόμου 80(Ι)/2011 όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού (Τροποποιητικό) Νόμο του 2019 (Ν.112(Ι)/2019) σύμφωνα με τον οποίο, πρόσωπο το οποίο έχει καταδικαστεί για εμπορία ναρκωτικών και γενικά οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου στερείται δια παντός του δικαιώματος να αποκτήσει ή να κατέχει άδεια για μηχανοκίνητο όχημα των κατηγοριών «Λ» και «Τ». Περαιτέρω ανέφεραν ότι εν όψει των πιο πάνω, και δεδομένου ότι οι διατάξεις του Ν.80(Ι)/2011 είναι επιτακτικού δικαίου, πληροφορούν ότι, δεν είναι δυνατή η χορήγηση Επαγγελματικής Άδεια Οδηγού κατηγορίας «Λ» ή/και «Τ».

 

Σημειώνεται ότι, με ενδιάμεση αίτηση του Αιτητή, κατ’ επίκληση του αντικειμένου της παρούσας προσφυγής που άπτεται της εξάσκησης επαγγέλματος του Αιτητή και του ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6(5) του περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Νόμου του 2011 (Ν. 80(I)/2011), ως έχει τροποποιηθεί (εφεξής ο «Νόμος»)], η ΕΑΟ η οποία δεν ανανεώθηκε μέσα σε χρονική περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία της λήξης της ισχύος της καθίσταται μη ανανεώσιμη, ζητήθηκε η ταχεία εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.

 

Το αίτημα δεν έτυχε της ένστασης των Καθ΄ ων η αίτηση και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο.

 

Με την αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή εγείρει αρκετούς λόγους ακύρωσης. Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη είναι προϊόν πλάνης περί τον Νόμο και τα πράγματα και μη δέουσας έρευνας, ότι παραβιάζει τον περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμο και το Τεκμήριο της Αθωότητας. Περαιτέρω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ερμήνευσαν εσφαλμένα το άρθρο 8Β(2) αλλά και ότι η προσβαλλόμενη στηρίχθηκε σε αντισυνταγματικές διατάξεις (Άρθρο 25 του Συντάγματος). Τέλος ότι παραβιάζει την Αρχή της Χρηστής Διοίκησης, Καλής Πίστης και της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση και της αρχής της Αναλογικότητας.

 

Με την αγόρευσή της, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση απαντά στην ουσία των λόγων ακύρωσης, εγείρει δε επιπροσθέτως δύο προδικαστικές ενστάσεις, αμφότερες αφορώσες την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης. Πρωτίστως ότι αυτή δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα. Με τη δεύτερη συναφή προδικαστική ένσταση, τίθεται ότι η προσβαλλόμενη είναι προπαρασκευαστική πράξη.

 

Παρά τη μη έγερση των εν λόγω προδικαστικών ενστάσεων στο δικόγραφο της Ένστασης, εφόσον αφορούν την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης, εξετάζονται σε οποιοδήποτε στάδιο [Στεφανίδης κ.α. ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49], και κατά λογική και δικονομική προτεραιότητα.

 

Εν προκειμένω, λέγει η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, με την επιστολή τους ημερομηνίας 08.09.2023, οι Καθ’ ων η Αίτηση παραπέμπουν στις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας και πληροφορούν τον Αιτητή ότι δεν είναι δυνατή η ανανέωση της επαγγελματικής του άδειας (στο εξής «ΕΑΟ») λόγω του ότι οι διατάξεις του Νόμου για ανανέωση άδειας δεν ικανοποιούνται. Η επιστολή αυτή δεν ενσωματώνει εκτελεστή πράξη αλλά είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως μια πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια πραγματική κατάσταση ή για τις πρόνοιες ενός νόμου ή όπου εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης.

 

Με παραπέμπει μάλιστα σε πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Κωμοδρόμος, ΔΔΔ, ως ήταν τότε) στην Πρ. αρ. 982/2019 Χαριλάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Τμήματος Οδικών Μεταφορών κ.α. ημερ. 06.04.2022, την οποία θεωρεί ως εφαρμοζόμενη στα πραγματικά και νομικά χαρακτηριστικά της παρούσας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή αντιτείνει απαντητικώς ότι ο Αιτητής αποτάθηκε στους Καθ’ ων η αίτηση προκειμένου να ανανεώσουν την άδεια του σε χρόνο πολύ πριν από την επιστολή που απέστειλε μέσω δικηγόρου ημερομηνίας 20.07.2023 αλλά αρνήθηκαν να παραλάβουν την αίτηση του γιατί αυτή περιείχε στα έγγραφα που την συνόδευαν πιστοποιητικό ποινικού μητρώου για την χορήγηση Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού στο οποίο αναγράφετο προηγούμενη καταδίκη εις βάρος του αιτητή. Μάλιστα ο αιτητής επειδή είχε στην κατοχή του το εν λόγω έγγραφο εκδοθέν από την Αστυνομία από τις 31.05.2022 συνόδευσε την αίτησή του μαζί με πιστό αντίγραφο πρακτικού του Ποινικού Δικαστηρίου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 13.12.2022, σε αίτηση που είχε υποβάλει για αποκατάσταση καταδίκης.

 

Οι εν λόγω αιτήσεις, συνεχίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, εξετάζονται άμεσα από λειτουργό των Καθ’ ων η αίτηση και εκδίδονται την ίδια ώρα οι αιτούμενες άδειες. Δηλαδή το Τμήμα παραλαμβάνει τα έγγραφα και εφόσον αυτά είναι συμπληρωμένα και πληρούν τις προδιαγραφές που θέτει ο Νόμος και οι Κανονισμοί, άμεσα εκδίδει και εκτυπώνει την άδεια προς τον ενδιαφερόμενο. Σε περίπτωση που κάποιο από τα έγγραφα θεωρηθεί ότι δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, οι λειτουργοί δεν προβαίνουν σε γραπτή απόρριψη της αίτησης αλλά δεν παραλαμβάνουν και/ή αρνούνται να παραλάβουν τα έγγραφα και την αίτηση του ενδιαφερομένου απορρίπτοντάς την κατ’ αυτόν τον τρόπο.

 

Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που δεν υπάρχει καμία υπόθεση να εκκρεμεί στα δικαστήρια που να προσβάλλει απευθείας απόρριψη αίτησης ανανέωσης ή χορήγησης επαγγελματικής άδειας λόγω μη έγκρισης των εγγράφων, ακριβώς γιατί το Τμήμα αρνείται να τα παραλάβει και να εκδώσει απορριπτική απόφαση επί εγγράφου αιτήσεως.

 

Φαίνεται επομένως ότι, οι Καθ’ ων η αίτηση αρνήθηκαν την παραλαβή της αίτησης του Αιτητή για τον λόγο ότι στο εν λόγω έγγραφο δεν φαινόταν ότι αυτός δεν έχει στερηθεί της ικανότητας να κατέχει Επαγγελματική Άδεια Οδηγού. Και ακριβώς εξαιτίας της άρνησης αυτής να εξετάσουν την αίτησή του, είναι που ο Αιτητής στην συνέχεια αποτάθηκε με επιστολή μέσω δικηγόρου προς τους Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 20.07.2023 κάνοντας σχετική μνεία ότι «το Τμήμα Οδικών Μεταφορών δεν ανανεώνει την Επαγγελματική άδεια», η οποία είχε ήδη λήξει. Ο Αιτητής άρα, θέτει ο συνήγορός του, δεν είχε τη δυνατότητα προσβολής άλλης απόφασης, ακριβώς λόγω της πρακτικής της άρνησης των Καθ’ ων η αίτηση να παραλαμβάνουν αιτήσεις, τις οποίες θεωρούν ως μη ικανοποιούσες τις πρόνοιες της Νομοθεσίας.

 

Πέραν των ανωτέρω, ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι ο Αιτητής υπέβαλε το αίτημά του μέσω του δικηγόρου του και όχι μέσω γραπτού εντύπου, είχε, θεωρεί ο ευπαίδευτος σύνηγορος, κάθε δικαίωμα όπως ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο και τελικά μόνο έτσι κατέστη δυνατό οι Καθ΄’ ων η αίτηση να αποφασίσουν γραπτώς επί του αιτήματός του. Καταλήγει δε, με παραπομπή σε σχετική απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην υπόθεση Έφ. Δ.Δ. Αρ. 93/17 Ανδρέας Γεωργίου Κάππα, κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 19.1.2024 ότι ο τύπος ότι θα έπρεπε να προηγηθεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6(1) του Νόμου, δεν ήταν ούτε και μπορούσε να θεωρηθεί ουσιώδης προς την παραγωγή διοικητικής απόφασης, εξ ού και οι καθ’ ων η αίτηση ουδέποτε παρέπεμψαν σε αυτόν.

 

Εξέτασα τις εκατέρωθεν θέσεις με ιδιαίτερη προσοχή καθώς και το περιεχόμενο των σχετικών εγγράφων και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Καταρχάς τα όσα ο Αιτητής ισχυρίζεται περί παρουσίας του στα γραφεία των Καθ’ ων η αίτηση και άρνησης εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση να παραλάβουν την αίτησή του δεν μπορούν να τύχουν κρίσης από το παρόν καθότι δεν τεκμηριώνονται από οποιοδήποτε έγγραφο του φακέλου ή δεόντως κατατεθείσα μαρτυρία. Η καταγραφή πάντως στην επιστολή ημερομηνίας 20.07.2023 ότι «το Τμήμα Οδικών Μεταφορών δεν ανανεώνει την Επαγγελματική άδεια» είναι γενική και δεν περιέχει τα γεγονότα που ο Αιτητής ισχυρίζεται στα πλαίσια της απαντητικής του αγόρευσης. Από την  απλή καταγραφή «το τμήμα δεν ανανεώνει» δεν προκύπτει ούτε ότι ο Αιτητής υπέβαλε και οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν προφορικώς επί τόπου ούτε ότι προσπάθησε να υποβάλει και οι Καθ’ ων η αίτηση αρνήθηκαν να παραλάβουν την αίτησή του.

 

Σε κάθε περίπτωση αν συνέβη οποιοδήποτε από τα δύο (επί τόπου απόρριψη αίτησης ή άρνηση ή παράλειψη παραλαβής της) μια τέτοια απορριπτική ή αρνητική απόφαση ή παράλειψη της διοίκησης είναι δεκτική προσβολής με αίτηση ακυρώσεως εφόσον αφορά την έκδοση εκτελεστής πράξης (ανανέωση ΕΑΟ). Σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπ. Αρ. 1607/2009 Yauheniya Rusak ν. Δημοκρατίας ημερ. 26.11.2013, στην οποία ακυρώθηκε η άρνηση της διοίκησης να παραλάβει την αίτηση της εκεί αιτήτριας.

 

Συνεπώς οι ισχυρισμοί αυτοί ακόμα κι αν αποτελούσαν γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν θα μπορούσαν να καταστήσουν την εδώ προσβαλλόμενη σε εκτελεστή πράξη δεδομένου ότι παρέχεται δικαστική θεραπεία ακόμα και σε περίπτωση άρνησης παραλαβής αίτησης του διοικούμενου.

 

Περνώ τώρα στα σχετικά επιχειρήματα των μερών με παραπομπή στη Νομολογία. Η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση θέτει ότι η προσβαλλόμενη είναι πληροφοριακού χαρακτήρα με παραπομπή στη Χαριλάου ενώ η πλευρά του Αιτητή θεωρεί ότι η εν λόγω απόφαση δεν τυγχάνει εφαρμογής καθότι, παραλληλίζοντας την περίπτωση με το τι αποφασίστηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρέας Γεωργίου Κάππα, δεν ήταν ουσιώδης τύπος η υποβολή της αίτησης στο σχετικό έντυπο.

 

Μελετώντας την απόφαση Ανδρέας Γεωργίου Κάππα διαπιστώνω ότι διακρίνεται σε μεγάλο βαθμό από τα εδώ δεδομένα. Εκεί κρίθηκε ότι δεν μπορούσε η διοίκηση για εκείνη την περίπτωση που αφορούσε αιτητές, οι οποίοι ήταν κτηνοτρόφοι χωρίς δευτεροβάθμια εκπαίδευση και που υπέβαλαν μόνοι τους αίτημα, να επιμένει στην αυστηρή τήρηση του εν λόγω τύπου, ο οποίος μάλιστα δεν καθορίστηκε στο σχετικό διάταγμα (ΚΔΠ) του Υπουργού αλλά μέσω ανακοινώσεων των εκεί Καθ΄ων η αίτηση στον ημερήσιο τύπο. Το Δικαστήριο μάλιστα αναφέρθηκε στο ότι μέχρι να απαντήσουν οι Καθ’ ων η αίτηση και να θέσουν το θέμα του εντύπου, είχε πλέον εκπνεύσει και η προθεσμία των Αιτητών να αιτηθούν (στον δέοντα τύπο) για να λάβουν την αιτούμενη ποσόστωση γεγονός που επίσης συνεισέφερε στη δικαστική κρίση προς ακύρωση της διοικητικής πράξης και για λόγους που ανάγονται σε παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

 

Στην παρούσα περίπτωση, το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο είναι τελείως διαφορετικό. Καταρχάς, μεταξύ του χρόνου της επιστολής ημερομηνίας 20.07.2023 μέχρι την (προσβαλλόμενη) απάντηση των Καθ’ ων η αίτηση, δεν είχε παρέλθει οποιαδήποτε προθεσμία ώστε ο Αιτητής να είχε απωλέσει κάποιο δικαίωμα του ως προς την ΕΑΟ. Ακόμα και η χρονική περίοδος των δύο ετών από την ημερομηνία λήξης της ισχύος της ΕΑΟ δεν είχε παρέλθει [άρθρο 6(5) του Νόμου], ούτε άλλωστε ακόμα παρήλθε αλλά τα δύο έτη συμπληρώνονται τον Γενάρη 2025.

 

Περαιτέρω, και αντίθετα με την Ανδρέας Γεωργίου Κάππα, προκύπτει ότι ο Αιτητής, τουλάχιστον δύο φορές στο παρελθόν, είχε αιτηθεί την ανανέωση της ΕΑΟ στο σχετικό έντυπο ΕΑ3 υποβάλλοντας μάλιστα όλα τα υποστηρικτικά έγγραφα και, ακόμα κι αν δεχτώ την εκδοχή ότι προσήλθε στους Καθ’ ων η αίτηση για να υποβάλει αίτηση αλλά αρνήθηκαν να την παραλάβουν, αυτό επίσης επιβεβαιώνει ότι γνώριζε ότι απαιτείται συγκεκριμένο έντυπο με συγκεκριμένα έγγραφα που προβλέπει ο Νόμος και οι σχετικοί Κανονισμοί. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 6(1) του Νόμου προβλέπεται ότι:

 

«6.─(1) Για τη χορήγηση ή ανανέωση άδειας υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο στο Τμήμα γραπτή αίτηση πάνω σε έντυπο συνοδευόμενο από τέτοια πιστοποιητικά ή άλλα έγγραφα, όπως θα καθοριστούν στους Κανονισμούς».

 

Στους περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Κανονισμούς του 1991 (Κ.Δ.Π. 53/91) αναφέρεται (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«(4) Το προβλεπόμενο στην παράγραφο (2) ιατρικό πιστοποιητικό

φυσικής ικανότητας χορηγείται από κυβερνητικό ιατρικό λειτουργό[1] στο έντυπο «Γ» του Πρώτου Παραρτήματος των παρόντων Κανονισμών, εφόσο ο αιτούμενος αυτός δεν πάσχει από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ασθένειες ή φυσικές αναπηρίες:

(…)

 

9.—(1) Για την ανανέωση επαγγελματικής άδειας οδηγού ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει στην Αρχή Αδειών αίτηση στο έντυπο «Ε» του Πρώτου Παραρτήματος των παρόντων Κανονισμών η οποία περιέχει τα καθοριζόμενα σ' αυτό στοιχεία.

(2) Η αίτηση ανανέωσης επαγγελματικής άδειας οδήγησης πρέπει να συνοδεύεται από—

(…)

(δ) ιατρικό πιστοποιητικό φυσικής ικανότητας του αιτητή με ημερομηνία όχι ενωρίτερη του ενός μηνός πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

(3) Το πιο πάνω προβλεπόμενο πιστοποιητικό καλού χαρακτήρα και ιατρικό πιστοποιητικό φυσικής ικανότητας χορηγείται με τον ίδιο τρόπο και τις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται αντίστοιχα στις παραγράφους (3) ή (4) του Κανονισμού 5.

(…) ».

 

Μάλιστα στον Κανονισμό 6 των περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 1994 (Κ.Δ.Π. 254/94) αναφέρεται:

 

«6. Οπουδήποτε στους βασικούς κανονισμούς ή στα Παραρτήματα αυτών απαιτείται η χρησιμοποίηση οποιουδήποτε εντύπου είτε για σκοπούς υποβολής οποιασδήποτε αίτησης είτε για έκδοση οποιουδήποτε πιστοποιητικού ή άδειας, η Αρχή Αδειών έχει εξουσία, οποτεδήποτε κρίνει αυτό σκόπιμο για το δημόσιο συμφέρον, να διαφοροποιεί, τροποποιεί ή αντικαθιστά οποιοδήποτε τέτοιο έντυπο με γνωστοποίηση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας».

 

Ο εκ των πιο πάνω, Κανονισμός 9 άρα τάσσει η υποβολή της αίτησης να γίνεται σε συγκεκριμένο έντυπο, που πρέπει να υποβάλλεται για σκοπούς ανανέωσης της άδειας. Τάσσει επίσης ότι πρέπει να συνοδεύεται από διάφορα έγγραφα. Μεταξύ αυτών, και από ιατρικό πιστοποιητικό φυσικής ικανότητας του αιτητή με ημερομηνία όχι ενωρίτερη του ενός μηνός πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, το οποίο έχει τον τύπο και το περιεχόμενο που καθορίζεται στους ως άνω Κανονισμούς (ως τροποποιήθηκαν) και πιστοποιεί ότι δεν πάσχει από οποιαδήποτε από τις ασθένειες ή φυσικές αναπηρίες που προβλέπει ο Κανονισμός 5(4) των εν λόγω Κανονισμών. Τέτοιο έγγραφο δεν υπεβλήθην με την επιστολή ημερομηνίας 20.07.2023.

 

Με την επιστολή ημερομηνίας 20.07.2023, ο Αιτητής δεν υπέβαλε λοιπόν τα έγγραφα που απαιτεί ο Νόμος και οι Κανονισμοί ώστε να μπορεί να τύχει εξέτασης από τους Καθ’ ων η αίτηση και σε περίπτωση απόρριψης της λόγω πχ της υπό συζήτηση ποινικής καταδίκης ή μη υποβολής συγκεκριμένου πιστοποιητικού, να παραχθεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Ούτε όμως από το περιεχόμενό της επιστολής ημερομηνίας 20.07.2023 διαπιστώνω ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση αλλά τη νομική επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων του ως προς το (λίαν σοβαρό) ζήτημα της διατύπωσης του άρθρου 8Β(2) του Νόμου αναφορικά ειδικά με την περίπτωση του Αιτητή.  

 

Ακόμα δε κι αν έπρεπε να προβώ σε εύρημα κατά πόσο οι τύποι που τάσσουν οι Κανονισμοί, περιλαμβανομένης της αιτήσεως και των ζητούμενων πιστοποιητικών, είναι ουσιώδεις, θα τους έκρινα ως τέτοιους έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης αλλά και τη διατύπωση (βλ. προστακτικό «πρέπει») του Κανονισμού 9 των βασικών Κανονισμών και του Κανονισμού 6 των περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού (Τροποποιητικοί) Κανονισμών του 1994 όπου αναφέρεται ότι η Αρχή Αδειών δύναται να διαφοροποιεί, τροποποιεί ή αντικαθιστά τα έντυπα για λόγους δημοσίου συμφέροντος με γνωστοποίηση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα θεωρώ ότι, με την επιστολή 08.09.2023 δεν παρήχθη εκτελεστή διοικητική πράξη ούτε οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν επί οποιασδήποτε αιτήσεως του Αιτητή. Δεν ανέφεραν ότι εξέτασαν ούτε ότι απορρίπτουν αίτηση του Αιτητή λόγω μη υποβολής της στο δέον έντυπο ούτε λόγω μη πλήρωσης των ουσιαστικών απαιτήσεων του Νόμου και Κανονισμών. Περιορίστηκαν στην αναφορά τους επί της ερμηνείας της συγκεκριμένης πρόνοιας του Νόμου, στην οποία αναφέρθηκαν οι δικηγόροι του Αιτητή. Και επί της πιθανής κρίσης τους (της πρόθεσής τους δηλαδή) αν ήθελε υποβληθεί αίτηση. Στην Χαριλάου αναφέρθηκε σχετικώς:

 

 «Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί για μια κατάσταση πραγμάτων, για μια ήδη εκδοθείσα απόφαση ή για τις πρόνοιες ενός νόμου ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της Διοίκησης, δεν είναι εκτελεστή πράξη και δεν εμπίπτει στο πεδίο του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου (βλ. Republic a.o. v. Demetriou a.o. (1972) 3 C.L.R. 219, Krashias Modern Land & Building Developers Ltd. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208, Phylaktides v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1328, Κεφάλα v. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 133, Economides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3(Α) C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3(Α) C.L.R. 474, Φρειδερίκος κ.α. v. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1451 και Γεναγρίτης, ανωτέρω). Σχετική είναι επίσης η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλεξάνδρου κ.α. v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 368, στην οποία εξετάζεται η έννοια της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της έννοιας του όρου εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. επίσης Ανδρέας Νικόλα Σουτζιή κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 1088, η οποία αν και πρωτόδικη, δεν ανετράπη).

 

Εξετάζοντας τη φύση της προσβαλλόμενης στην παρούσα προσφυγή πράξης, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, και λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία επί του θέματος, κρίνω ότι αυτή σαφώς και δε συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά πράξη που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα.

 

Εν πρώτοις, είναι σαφές ότι με τα όσα γνωστοποιήθηκαν στον δικηγόρο του αιτητή δια της προεκτεθείσας, επίδικης επιστολής του Τμήματος, ημερομηνίας 23.5.2019, περιλαμβανομένης και της απάντησης που του δόθηκε περί της δυνατότητας ανανέωσης της ΕΑΟ του αιτητή, δεν παρήχθησαν και/ή δεν επήλθαν οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα και/ή έννομες συνέπειες στον αιτητή (δικαιώματα ή/και υποχρεώσεις) που δεν υπήρχαν πριν από την εν λόγω επιστολή, και τα οποία να επηρεάζουν ευθέως τον αιτητή, κατά τρόπο που να δημιουργείται σε αυτόν η απαιτούμενη νομιμοποίηση για να την προσβάλει. Η ισχύς της ΕΑΟ του αιτητή έληγε, ούτως ή άλλως, μεταγενέστερα, στις 25.7.2019, και δεν φαίνεται να υπήρξε ζήτημα ανάκλησης αυτής. Σε κάθε δε περίπτωση, για να εξεταστεί οποιοδήποτε αίτημα για χορήγηση ή ανανέωση (που είναι εδώ η περίπτωση) ΕΑΟ, ρητά απαιτείται από το Νόμο και δη το άρθρο 6(1) αυτού, η υποβολή γραπτής αίτησης επί ειδικού εντύπου, το οποίο συνοδεύεται από συγκεκριμένα πιστοποιητικά και άλλα έγγραφα που καθορίζονται σε Κανονισµούς. Πράγματι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(1) των περί της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού Κανονισμών (Κ.Δ.Π 53/1991), για την ανανέωση επαγγελματικής άδειας οδηγού, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει στην αρμόδια αρχή αίτηση σε ειδικό έντυπο (πρόκειται για το έντυπο «Ε» που εκτίθεται στο πρώτο Παράρτημα των εν λόγω Κανονισμών), «η οποία περιέχει τα καθοριζόμενα σε αυτό στοιχεία». Στην δε παράγραφο (2) του ιδίου Κανονισμού, προβλέπονται τα έγγραφα και/ή πιστοποιητικά που θα πρέπει να συνοδεύουν αίτηση για ανανέωση επαγγελματικής άδειας οδηγού (αντίγραφο ισχύουσας άδειας του αιτούντος για την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος της κατηγορίας που ζητείται ανανέωση της επαγγελματικής άδειας οδηγού, την επιζητούμενη να ανανεωθεί επαγγελματική άδεια οδηγού, πιστοποιητικό καλού χαρακτήρα και σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό περί της φυσικής ικανότητας του αιτούντος).

 

Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν υποβλήθηκε οποιαδήποτε αίτηση από τον αιτητή σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών και/ή κατά τον τρόπο που προνοεί ο Νόμος, προκειμένου αυτή να τύχει εξέτασης και να λάβει απάντηση ο αιτητής επί του αιτήματός του για ανανέωση της ΕΑΟ του. Σαφώς η απάντηση της Διοίκησης σε αίτηση υποβληθείσα κατά τον πιο πάνω, εκ του Νόμου προβλεπόμενο, τρόπο δύναται να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εξάλλου, παρατηρώ ότι τόσο κατά το έτος 2011 όσο και κατά το έτος 2014, που ο αιτητής είχε προβεί σε ανανέωση της ΕΑΟ του, υπέβαλε προς τούτο την αίτησή του ως προέβλεπε ο Νόμος, ήτοι γραπτώς και επί του ειδικού εντύπου και επισυνάπτοντας όλα τα απαιτούμενα έγγραφα (σχετικά είναι τα παραρτήματα 10 και 11 της ένστασης των καθ' ων η αίτηση). Αντίθετα, στην υπό κρίση περίπτωση, για την ανανέωση της ΕΑΟ του αιτητή που έληγε στις 25.7.2019, εστάλη η προαναφερθείσα επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, ημερομηνίας 14.5.2019. Ωστόσο, είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι από τη στιγμή που δεν υποβλήθηκε, δεόντως και/ή σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του Νόμου, μια τέτοια αίτηση, δεν θα μπορούσε το Τμήμα έγκυρα και σύννομα να εξετάσει και να αποφασίσει επί του αιτήματος του αιτητή για ανανέωση της άδειάς του. Διαφορετική προσέγγιση θα συνιστούσε εσφαλμένη εφαρμογή και παραβίαση των διατάξεων του Νόμου και των Κανονισμών και της εκεί προβλεπόμενης σχετικής διαδικασίας. Συνεπώς, η απάντηση, με το όποιο περιεχόμενο, της Διοίκησης επί της εν λόγω επιστολής του δικηγόρου του αιτητή δεν συνιστά και ούτε θα μπορούσε σύμφωνα με το Νόμο να συνιστά απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για ανανέωση της ΕΑΟ του: εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, θα συνιστούσε η (απορριπτική) απάντηση του Τμήματος επί αίτησης του αιτητή που θα είχε υποβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.

 

Συνεπώς, με την περιεχόμενη στην επίδικη επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 23.5.2019 απάντηση, δεν επήλθε, και ούτε θα μπορούσε να έχει επέλθει, οποιαδήποτε έννομη συνέπεια και/ή μεταβολή στη θέση και/ή κατάσταση του αιτητή, η οποία δεν υφίστατο πριν από την εν λόγω επιστολή, όσον αφορά στο ζήτημα της ανανέωσης της ΕΑΟ του.

 

Η ως αμέσως πιο πάνω προσέγγιση επιβεβαιώνεται και από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Νόμου, στο οποίο μάλιστα είναι ο συνήγορος του αιτητή που αναφέρθηκε δια της γραπτής του αγορεύσεως, προκειμένου να υποστηρίξει την επιχειρηματολογία του ότι η πράξη που περιέχεται στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας του Τμήματος 23.5.2019, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 3(2) του Νόμου (η έμφαση προστέθηκε)-

 

(2) Οι δυνάµει του παρόντος Νόµου και των Κανονισµών αποφάσεις του Τµήµατος, µε τις οποίες απορρίπτεται η χορήγηση, αναστέλλεται ή ανακαλείται άδεια δυνάµει των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόµου, υπόκεινται σε προσφυγή σύµφωνα µε το άρθρο 146 του Συντάγµατος.

 

Είναι λοιπόν σαφές από το αμέσως πιο πάνω εδάφιο ότι μόνον οι αποφάσεις του Τμήματος που λαμβάνονται δυνάμει του Νόμου και των εξ' αυτού απορρεόντων Κανονισμών μπορούν να προσβληθούν δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι δε αυτονόητο ότι για να θεωρείται ότι μια τέτοια απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα, θα πρέπει να έχει ακολουθηθεί και η υπό του Νόμου και των Κανονισμών προβλεπόμενη προς τούτο διαδικασία, που στην υπό κρίση περίπτωση επέβαλλε την συμφώνως του άρθρου 6(1) του Νόμου υποβολή αίτησης ανανέωσης της ΕΑΟ του αιτητή.

 

Αντίθετα, η περιεχόμενη στην επίδικη επιστολή πράξη αποτελεί πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, μη δυνάμενη ωσαύτως να προσβληθεί δια προσφυγής. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, ως αυτό έχει εκτεθεί και πιο πάνω αυτολεξεί, αλλά και ως ρητά αναγράφεται σε δυο σημεία της ίδιας της επιστολής, ο Διευθυντής του Τμήματος πληροφόρησε τον δικηγόρο του αιτητή για το περιεχόμενο των προνοιών του Νόμου και δη αυτών του άρθρου 6, οι οποίες, σύμφωνα πάντα με την εν λόγω επιστολή, δεν επέτρεπαν την ανανέωση της Επαγγελματικής Άδειας Οδηγού του αιτητή».

 

 

Δεδομένων όσων ανέφερα πιο πάνω και σε συμφωνία με όσα αποφασίστηκαν στη Χαριλάου, τα οποία θεωρώ εφαρμόζονται και στην παρούσα περιλαμβανομένης της εκεί αναφερόμενης Νομολογίας, καταλήγω ότι η εδώ προσβαλλόμενη είναι πληροφοριακού περιεχομένου και άρα δεν είναι δεκτική αίτησης ακυρώσεως.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τα έξοδα επιδικάζονται στα €1.500 υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Νοείται ότι, αναμένεται, σε ενδεχόμενη υποβολή αίτησης εκ μέρους του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση να την παραλάβουν και να αποφασίσουν επ’ αυτής γραπτώς και σε σύντομο, λόγω των περιστάσεων της περίπτωσης, χρόνο.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Σημ.: Με την Κ.Δ.Π. 167/98, η  απαίτηση για χορήγηση του πιστοποιητικού από «κυβερνητικό ιατρικό λειτουργό» αντικαταστάθηκε με την απαίτηση για εγγεγραμμένο ιατρό.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο