ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 368/2020)

4 Ιουλίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 28, 30, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Χ. Κ.

Αιτητής

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Ο αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Δένα Μαρία Εργατούδη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Α., εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή του, ο αιτητής αξιώνει από το Δικαστήριο, τις εξής δύο θεραπείες:-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 6.03.2020 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Παράρτημα Α) και με την οποία προήγαγε αναδρομικά μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 60/2011, τον Σ. Α. στη μόνιμη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες από την 01.11.2004 αντί και/ή στη θέση του Αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι πάσχει επίσης από αυθαιρεσία, πλάνη και παρανομία η παράλειψη ή άρνηση της καθ’ ης η αίτηση, να προχωρήσει σε πλήρωση της δεύτερης κενής θέσης Πρέσβη, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, σύμφωνα με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 11.06.2004, με την οποία δημοσιεύτηκαν δύο κενές θέσεις.»

 

  Το ιστορικό της διαδικασίας πλήρωσης τεσσάρων, αρχικά, κενών θέσεων Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες, ανατρέχει στο έτος 2004. Μετά από σχετική πρόταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, ημερομηνίας 7.4.2004 προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «ΕΔΥ»), για πλήρωση δύο μόνιμων θέσεων Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες, οι θέσεις δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.6.2004, με τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων την 5.7.2004. Ακολούθησε υποβολή κι άλλης πρότασης για πλήρωση πρόσθετων θέσεων Πρέσβη και καταληκτικά, οι θέσεις που θα πληρώνονταν, έγιναν τέσσερεις. Βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας, πρόκειται για θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.

 

  Αφού συγκροτήθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή, οι υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, κλήθηκαν σε προφορική ενώπιον της εξέταση, η οποία κι απέστειλε την έκθεσή της προς την ΕΔΥ. Ακολούθησε συνεδρία της ΕΔΥ, ενώπιον της οποίας κλήθηκαν, στην παρουσία και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, οι συστηθέντες υποψηφίοι, σε προφορική εξέταση. Ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοσή τους και σύστησε για προαγωγή τέσσερεις άλλους υποψηφίους[1] και αποχώρησε. Η ΕΔΥ αποφάσισε την προαγωγή των τεσσάρων αυτών προσώπων, στην επίδικη θέση, από 1.11.2004.

 

  Τη νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, προσέβαλε το εδώ ενδιαφερόμενο μέρος, καθώς κι άλλοι δύο υποψήφιοι. Με την Σκαρπάρης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 4Β Α.Α.Δ. 647, η προαγωγή των τεσσάρων αυτών προσώπων ακυρώθηκε, λόγω ελλείψεως πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η ΕΔΥ προέβη σε επανεξέταση. Το ζήτημα παραπέμφθηκε εκ νέου ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία υπέβαλε προς την ΕΔΥ, νέα έκθεση, αφού προηγουμένως προέβη σε νέα προφορική εξέταση των υποψηφίων. Η ΕΔΥ αποφάσισε όπως λάβει υπόψη της τη νέα έκθεση της Συμβουλευτικής, όπως επίσης και την τότε δοθείσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ως έγκυρο στοιχείο κρίσης, αφού η ακυρωτική απόφαση δεν την επηρέαζε, καθώς επίσης, να λάβει υπόψη της, την εντύπωση που η απεκόμισε η ΕΔΥ, υπό την προηγούμενη της σύνθεση, σε σχέση με την προφορική συνέντευξη. Αποτέλεσμα, ήταν η αναδρομική προαγωγή των τεσσάρων προαναφερόμενων προσώπων, στην επίδικη θέση, από 1.11.2004. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΔΥ, σε σχέση με τους Λ. Μ. και Κ. Π., προσεβλήθη από το εδώ ενδιαφερόμενο μέρος, με την προσφυγή με αρ. 1082/2009 Αμβροσίου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 22.3.2011, η οποία είχε απορριπτική κατάληξη.

 

  Την ανατροπή της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, πέτυχε το ενδιαφερόμενο μέρος, με την άσκηση της Α.Ε. 60/2011. Με την Αμβροσίου ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 613, το Ανώτατο Δικαστήριο επικεντρώθηκε στην απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης για το προσόν της ακεραιότητας χαρακτήρα, σε σχέση με το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος, Κ. Π. Ο εν λόγω υποψήφιος, ο οποίος κατά την επίδικη διαδικασία προήχθη στην επίδικη θέση από την 1.11.2004, είχε εις βάρος του, καταγγελίες για κατηγορίες άσεμνης επίθεσης και σεξουαλικής παρενόχλησης εργαζομένων στην Πρεσβεία όπου αυτός υπηρετούσε, μεταξύ των ετών 2002 μέχρι Μαΐου 2005. Καταγγελίες που οδήγησαν στην καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο, κατά το έτος 2006, αλλά και στην εν τέλει ανατροπή της καταδικαστικής αποφάσεως από το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια άσκησης εκ μέρους του, Ποινικής Έφεσης, περί τον Μάιο του 2007.

 

  Το εν λόγω γεγονός, των καταγγελιών και καταδίκης του τότε υποψηφίου προς πλήρωση της επίδικης θέσης, σε συνάρτηση με την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα, συζητήθηκε εν εκτάσει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στα πλαίσια εκδίκασης της Α.Ε. 60/2011 Αμβροσίου (ανωτέρω), από την οποία παραθέτω το εξής εκτενές, αλλά απόλυτα σχετικό, απόσπασμα:-

 

«Όταν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία, το δημόσιο συμφέρον απαιτεί στο να πληρωθεί από άτομο που έχει ακέραιο χαρακτήρα. Όταν, όπως εν προκειμένω, η θέση συνεπάγεται ευαίσθητη αποστολή όπως την εκπροσώπηση της Δημοκρατίας σε ξένες Κυβερνήσεις ή/και Διεθνείς Οργανισμούς και την προαγωγή και διαφύλαξη των συμφερόντων της, η ανάγκη αυτή προβάλλει πιο επιτακτικά.

 

 Στην προκειμένη περίπτωση, παρά την αθωωτική του απόφαση, το Εφετείο προέβη σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις που άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Π. Οι παρατηρήσεις του Εφετείου αποτέλεσαν το έναυσμα για την αποστολή επιστολής από το Γενικό Εισαγγελέα με ημερομηνία 4.6.2007, προς τον τότε Υπουργό Εξωτερικών με την επισήμανση ότι «Παρά το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο … τούτο δεν σημαίνει ότι δε μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 78 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 …» και με την υπόδειξη στον Υπουργό, ως αρμόδια αρχή, να μεριμνήσει για τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον του Κ. Π., όπως προβλέπεται στο Άρθρο 81(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο*. Ακολούθησε πράγματι ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού από το Υπουργικό Συμβούλιο. Οι διοικητικοί φάκελοι που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, δεν διαφωτίζουν για τα περαιτέρω. Το ζήτημα, πάντως, του διορισμού ερευνώντα λειτουργού, ουδόλως απασχόλησε τους εφεσίβλητους κατά την επανεξέταση.

 

Με δεδομένο ότι η υποχρέωση της διοίκησης να επανεξετάσει άρχεται από την ημερομηνία της ακυρωτικής απόφασης, είναι ορθή η θέση της συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι καθ’ όλη τη διαδικασία της επανεξέτασης ήταν σε ισχύ τελεσίδικη, αθωωτική απόφαση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Παπαδήμα. Δεν συμφωνούμε, όμως, με τη θέση της ότι απόρροια της αθωωτικής απόφασης υπέρ του Κ. Π. οδηγούσε απαραίτητα στην πλήρωση του απαιτούμενου προσόντος της ακεραιότητας χαρακτήρα. Μπορεί εδώ να θεωρηθεί πως το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δημιούργησε μαχητό τεκμήριο κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος, το οποίο όμως θα μπορούσε να καταρριφθεί με την κατάδειξη γεγονότων ή στοιχείων που τείνουν προς το αντίθετο.

 

Είναι γεγονός ότι κατά την 5.7.2004, που ήταν η ημερομηνία λήξης για την υποβολή αιτήσεων με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, ο ουσιώδης για την πλήρωση του προσόντος του ακέραιου χαρακτήρα χρόνος, δεν υπήρχαν οι καταγγελίες που οδήγησαν στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του Κ. Π., ούτε βέβαια η απόφαση του Εφετείου. Ούτε υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία στους διοικητικούς φακέλους, κατά τον ουσιώδη αυτό χρόνο, που να άπτονται της διαγωγής/συμπεριφοράς του, ώστε να επιβαλλόταν η εκ μέρους της διοίκησης διερεύνησης τους σε συνάρτηση με την κατοχή από τον Κ. Π. του προαναφερόμενου προσόντος.

 

Κατά το χρόνο της επανεξέτασης όμως, η παρελθούσα πραγματικότητα που ίσχυε κατά το 2004 είχε μεταβληθεί με τη νέα κατάσταση που δημιούργησε ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού, σε σχέση με γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του Κ. Π. Ωστόσο, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η ΕΔΥ έστρεψαν την προσοχή τους, ως όφειλαν, στο ερώτημα κατά πόσο το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα (βλ. Haris v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 147, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373). Θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι υπάρχει παντελής έλλειψη πλήρους και δέουσας έρευνας για το ζήτημα και ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης».[2]

 

 

  Μετά την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την οποία κρίθηκε πάσχουσα η διαδικασία από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η ΕΔΥ, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 18.12.2015, αποφάσισε όπως το θέμα αποσταλεί στη Συμβουλευτική Επιτροπή, προκειμένου να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες.

 

  Στις 30.11.2017 η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε την έκθεσή της, βάσει της οποίας αποφασίστηκε πως ο τότε υποψήφιος Κ. Π., δεν πληρούσε την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης για τον ακέραιο χαρακτήρα. Έλαβε υπόψη της πως οι δύο θέσεις Πρέσβη, στις οποίες είχαν προαχθεί δύο άλλοι υποψήφιοι, δεν είχαν πληγεί από τις προηγηθείσες προσφυγές, ενώ τρείς υποψήφιοι δεν κατείχαν, εν τέλη, τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Ως εκ τούτου, αποφάσισε πως υποψήφιοι για τις δύο θέσεις Πρέσβη, είναι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

  Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε όπως υιοθετήσει την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προηγούμενης Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορικής εξέτασης, βάσει της οποίας κι οι δύο αξιολογήθηκαν ως «Πολύ Καλός +»  και της τελικής αξιολόγησης, όπου κι οι δύο, επίσης, αξιολογήθηκαν ως «Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλός» και τους σύστησαν προς την ΕΔΥ ως τους καταλληλότερους για προαγωγή.

 

  Ακολούθησε συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 6.3.2018, ενώπιον της οποίας τέθηκε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η πλειοψηφία της ΕΔΥ, αποφάσισε πως δεν μπορεί να υιοθετήσει την υποβληθείσα έκθεση και ζήτησε όπως: (α) αιτιολογηθεί η κατάληξη της μη κατοχής του απαιτούμενου προσόντος της ακεραιότητας χαρακτήρα από τον υποψήφιο Κ. Π. και (β) για σκοπούς ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, η Συμβουλευτική Επιτροπή να προβεί σε διερεύνηση για κατά πόσον κι ο αιτητής κατέχει ή όχι το απαιτούμενο προσόν της ακεραιότητας χαρακτήρα, ενόψει του ότι κι εκείνος είχε αθωωθεί μετά από άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του.  

 

  Νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία απεστάλη προς την ΕΔΥ στις 31.10.2018, εισηγείται πως έχει εξαντλήσει όλα περιθώρια έρευνας σε σχέση με το ζήτημα. Λόγω της μη διερεύνησης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή του δεύτερου ζητήματος που της ζητήθηκε, σε σχέση με τον αιτητή, η ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 8.1.2019 της απέστειλε εκ νέου το θέμα για έρευνα.

 

  Επανήλθε η Συμβουλευτική Επιτροπή δια της εκθέσεώς της, η οποία τέθηκε υπόψη της ΕΔΥ στις 20.12.2019, αναφέροντας για το ζητούμενο, τα εξής:-

 

«Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού διερεύνησε το θέμα, σε ότι αφορά την ακεραιότητα του χαρακτήρα του κ. Κ., με βάση το σύντομο ιστορικό που παρουσιάστηκε και τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της, διαπίστωσε ότι πέραν του ότι αυτός ουδέποτε παραδέχθηκε στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν κατά καιρούς, κάτι που τον διαφοροποιεί από την περίπτωση του κ. Π., αθωώθηκε σε όλες, δεν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε πειθαρχική ή άλλη ποινή και το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την ακεραιότητα του χαρακτήρα του ή την ηθική του. Ως εκ τούτου, η ΣΕ αποφάσισε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο να σχολιαστεί για τον κ. Κ.».

 

  Η ΕΔΥ συνεδρίασε εκ νέου στις 14.1.2020, υιοθέτησε (κατά πλειοψηφία) την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κι αποφάσισε όπως καλέσει ενώπιον της τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, προκειμένου να υποβάλει σύσταση.

 

  Ακολούθησε η καταληκτική συνεδρία της ΕΔΥ, ημερομηνίας 30.1.2020, κατά την οποία λήφθηκε υπόψη η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ενώ κλήθηκε στη συνεδρία κι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, προκειμένου να δώσει σύσταση. Σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ αναφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό και στο πρόσωπο του αιτητή, αλλά και στα όσα προέκυπταν από τον φάκελό του που, όπως ανέφερε, μελέτησε για σκοπούς απόδοσης σύστασης. Στη συνέχεια αποχώρησε από τη συνεδρία.

 

  Μεταφέρω τις αναφορές του, καθότι αυτές λήφθηκαν υπόψη από την ΕΔΥ, ως θα αναφερθεί κατωτέρω:-

 

«Ο Α. Σ. είναι κατάλληλος και συστήνεται για προαγωγή.

Όσον αφορά τον Κ. Χ., πέραν της ιδίας άποψης, ως μέλος της εξωτερικής υπηρεσίας του Υπουργείου, έχοντας υπόψη κάποια συμβάντα και γενικότερα τη φήμη που είχε στο Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και στις χώρες που υπηρέτησε, θεώρησα σκόπιμο να μελετήσω το φάκελό του, όπου, ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα - χρησιμοποιώ τη λέξη αρνητικά - από το περιεχόμενο του φακέλου του, καθότι για δύο περιπτώσεις, όταν ήταν τοποθετημένος ως αρχηγός αποστολής στο Κάιρο και στην Τεχεράνη, διατάχθηκαν έρευνες, ύστερα από πολλές καταγγελίες και στις δύο περιπτώσεις και έγιναν έρευνες από δύο αξιόλογους συναδέλφους, ο ένας έχει αφυπηρετήσει τώρα, ο κ. Α. Π., Πρέσβης, και ο άλλος είναι ο κ. Α. Μ., Πρέσβης, Διαπραγματευτής για το Κυπριακό.

Επειδή ασχολήθηκα χθες περισσότερο με τη μελέτη του φακέλου ενόψει της σημερινής συνεδρίας, πρέπει να πω ότι και οι δύο εκθέσεις ήταν πολύ αξιόλογες και περιλαμβάνουν τέτοια στοιχεία που θα ήταν μεγάλο ψέμα εκ μέρους μου αν συνέστηνα την προαγωγή του Κ. Χ., λέγοντας ότι είναι κατάλληλος για τη θέση του Πρέσβη. Ο λόγος είναι ότι και στις δύο εκθέσεις τεκμηριώνεται ακριβώς το αντίθετο. Δεν θεωρώ ότι, επειδή έγινε μια πειθαρχική διαδικασία, χρειάζεται μια ποινική καταδίκη ή πειθαρχική καταδίκη για να αποδειχθεί ότι κάποιος δεν είναι κατάλληλος για να προαχθεί ως Πρέσβης. Χρειάζεται κανείς να δει την όλη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Διπλωμάτη, και ιδιαίτερα αν κατά τη διάρκεια της θητείας του έχει τοποθετηθεί ως αρχηγός αποστολής. Και αυτό μπορεί να συμβεί είτε αν είσαι Σύμβουλος ή Πρόξενος. Ακόμα και ένας Γραμματέας Α', αν είναι αρχηγός αποστολής π.χ. στην Ραμάλα. Αν έχει τα προσόντα να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της χώρας του, να προάγει τις σχέσεις της χώρας εκείνης με τη χώρα του, να εκπροσωπεί και την αξιοπρέπεια του κράτους του, να μην εκθέτει το κράτος, να μην κάνει ζημιά, αλλά αν υπάρχει ένα ζήτημα, ακόμα και αν συμβεί κάτι δικαίως, να παρουσιάσει την καλύτερη πτυχή.

Δυστυχώς, στην περίπτωση του Κ. Χ. έδωσα μεγάλη βάση στην έκθεση του κ. Μ. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είχε τα προσόντα (τώρα έχει αφυπηρετήσει) για να ηγείται μιας διπλωματικής αποστολής για να φέρει εις πέρας το έργο του με τον τρόπο που θέλει το κράτος και που παρουσιάζεται μέσα στα Σχέδια Υπηρεσίας, αλλά και εθνικά, διότι το επάγγελμά μας είναι επάγγελμα που βρίσκει κανείς σε όλες τις χώρες και έτσι έχουν δημιουργηθεί κανόνες συμπεριφοράς που είναι σεβαστοί από όλα τα κράτη.

Δυστυχώς αυτό έχει συμβεί και θα ήθελα να καταθέσω, προς υποστήριξη αυτών που έχω πει, τις εκθέσεις των δύο συναδέλφων, στις οποίες παρατίθενται με λεπτομέρειες συγκεκριμένα στοιχεία.»[3]

 

  Η ΕΔΥ, στη συνέχεια, αποφάσισε όπως προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση, στο ενδιαφερόμενο μέρος, αναδρομικά από 1.11.2004, σε σχέση με την μία θέση που ήταν κενή.

 

  Αναφορικά με την δεύτερη κενή θέση Πρέσβη, αποφάσισε όπως αυτή παραμείνει κενή, αφού κατέληξε πως ο αιτητής δεν ήτο κατάλληλος υποψήφιος.

 

  Με την προσφυγή του, ο αιτητής αξιώνει, όπως προαναφέρθηκε, δύο θεραπείες: αφενός την ακύρωση της αναδρομικής προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρος, αντί του ιδίου κι αφετέρου, την απόφαση της ΕΔΥ να μην προχωρήσει στην πλήρωση και της δεύτερης θέσης προαγωγής.

 

  Προς ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ο αιτητής, ο οποίος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, υποστήριξε πως πεπλανημένα κλήθηκε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών να δώσει νέα σύσταση, καθότι οι προηγουμένως δοθείσες συστάσεις είχαν παραμείνει άθικτες από τις εκδοθείσες ακυρωτικές αποφάσεις, σύσταση που είναι εκτός ουσιώδους χρόνου, πεπλανημένη, βασισμένη σε αόριστα γεγονότα και ισχυρισμούς. Ο αιτητής επικαλέστηκε το τεκμήριο αθωότητας ενόψει της έκδοσης της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου και της αναστολής της πειθαρχικής δίωξης που εκκρεμούσε εναντίον του, υποστηρίζοντας πως κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι κατά την 5.7.2004, ήταν κατάλληλος υποψήφιος για τη θέση και πως η αρχική κρίση της ΕΔΥ στις 6.10.2004, περί του ότι ο ίδιος ήταν προσοντούχος προς προαγωγή υποψήφιος, καλύπτεται από δεδικασμένο και δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί.

 

  Υποστηρίζει, περαιτέρω, πως η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη της το περιεχόμενο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ότι εσφαλμένα αποφάσισε πως δεν πληροί το απαιτούμενο προσόν της ακεραιότητας χαρακτήρα, το οποίο ήταν απαραίτητο προσόν για όλες τις προηγούμενες θέσεις που ο ίδιος κατείχε. Ισχυρίζεται υπέρμετρη καθυστέρηση στην επανεξέταση της ακυρωθείσας αποφάσεως, αφού η απόφαση επί της Α.Ε. 60/2011 εκδόθηκε στις 2.12.2015, ενώ η επανεξέταση ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2015, με αποτέλεσμα να έχουν παραβιαστεί τα ανθρώπινα του δικαιώματα.

 

  Τέλος, προβάλλεται η θέση πως η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 6.5.2019, με την οποία συγκροτήθηκε η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή, πάσχει καθότι κατά την εν λόγω συνεδρία, ήταν παρόντες Υφυπουργοί, ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κι άλλα πρόσωπα που δεν έπρεπε να είναι παρόντα, ενώ διατείνεται πως ο διορισμός του κου Τ. Τ. ως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, υπήρξε παράνομος και παράτυπος.   

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, πρόταξε επί της Ενστάσεως της, ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή να προσβάλει την επίδικη απόφαση. Όπως αυτό αναπτύχθηκε στην γραπτή της αγόρευση, το ζήτημα αφορά σε τρεις πτυχές: πρώτον, πως παράλειψη του αιτητή να ασκήσει προσφυγή κατά της αρχικής απόφασης προαγωγής, όπως και παράλειψη του να προσβάλει τη νομιμότητα της απόφασης επανεξέτασης, μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης επί προσφυγής που είχε ασκήσει τότε το εδώ ενδιαφερόμενο μέρος, κι από την οποία επηρεάστηκε δυσμενώς, του στερεί το έννομο του συμφέρον να αμφισβητήσει την επίδικη προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

  Κατά δεύτερον, εισηγείται η Δημοκρατία πως η ΕΔΥ δεν επέλεξε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του αιτητή, καθότι ο τελευταίος κρίθηκε πως δεν ήταν κατάλληλος υποψήφιος, εξού κι η δεύτερη θέση προαγωγής, παρέμεινε κενή.

 

  Κατά τρίτον, εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, πως ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, καθότι ο ίδιος δεν είναι προσοντούχος υποψήφιος.

 

  Επί της ουσίας, όλοι οι ισχυρισμοί που έθεσε ο αιτητής, απαντώνται με ιδιαίτερη επιμέλεια στη γραπτή αγόρευση που καταχώρησε η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, ενώ κατά στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, προσκομίστηκαν οι σχετικοί διοικητικοί φάκελοι, συμπεριλαμβανομένου, του φακέλου της διαδικασίας και εγγράφων σχετικών με τον διορισμό του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών.

 

  Γραπτή αγόρευση καταχώρησε και το ενδιαφερόμενο μέρος, που επίσης εμφανίστηκε προσωπικά στη διαδικασία. Προώθησε επίσης ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή να προσβάλει την δική του προαγωγή, ενώ υπέδειξε πως βάσει των νομοθετημένων κριτηρίων, ορθά επιλέγηκε για προαγωγή ο ίδιος, αντί του αιτητή.

 

  Όπως ήδη αναφέρθηκε, η παρούσα διαδικασία συνιστά διαδικασία επανεξέτασης μετά την έκδοση της τελευταίας ακυρωτικής αποφάσεως, εκδοθείσας στα πλαίσια της Α.Ε. 60/2011. Η προσπάθεια της ΕΔΥ προς πλήρωση αρχικά τεσσάρων κενών θέσεων Πρέσβη, ήτοι θέσεων προαγωγής, είχε αρχίσει από το 2004, με τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων την 5.7.2004. Επιλέγησαν, τότε, τέσσερεις άλλοι υποψήφιοι. Ο αιτητής επέλεξε, για τους δικούς του λόγους, να μην αμφισβητήσει την εν λόγω διοικητική απόφαση προαγωγής. Η εν λόγω, όμως, απόφαση προαγωγής, ακυρώθηκε, στα πλαίσια προσφυγών που άσκησαν άλλοι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και το εδώ ενδιαφερόμενο μέρος.

 

  Επανεξέταση, οδήγησε εκ νέου στην αναδρομική προαγωγή των τεσσάρων προαναφερόμενων προσώπων. Η νομιμότητα της απόφασης προαγωγής, δεν αμφισβητήθηκε και πάλιν από τον αιτητή. Αμφισβητήθηκε εκ νέου από το ενδιαφερόμενο μέρος, όπου στα πλαίσια έκδοσης της Α.Ε. 60/2011, η εν λόγω απόφαση, ακυρώθηκε κι οδηγήθηκε ξανά προς επανεξέταση. Κατά την επανεξέταση, επιλέγηκε για προαγωγή το εδώ ενδιαφερόμενο μέρος. Αυτή η επιλογή, προσβάλλεται δια του αιτητικού της παραγράφου (Α) της αίτησης ακυρώσεως.

  Το γεγονός της επιλογής άλλου προσώπου, αντί των αρχικών επιλεγέντων, προσδίδει έννομο συμφέρον στον αιτητή να αμφισβητήσει την επιλογή για προαγωγή του εδώ ενδιαφερόμενου μέρους, το οποίο επιλέγηκε για πρώτη φορά στην επίδικη διαδικασία, γεγονός που οδηγεί, την πρώτη προδικαστική ένσταση, στη βάση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε απόρριψη (Βιολάρη ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 542, Χριστοφή ν. Αντωνίου κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 99).

 

  Η δεύτερη προδικαστική ένσταση που ήγειρε η Δημοκρατία, αναφορικά και πάλιν με το έννομο συμφέρον του αιτητή, συσχετιζόμενη τώρα με μη νομιμοποίηση εκ μέρους του, προσβολής της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους για τη μία επίδικη θέση, αντί του ιδίου, διασυνδέεται άμεσα με την τύχη την τρίτης εγειρόμενης προδικαστικής, περί μη νομιμοποίησης του αιτητή να προσβάλει την επίδικη απόφαση, ως μη προσοντούχος υποψήφιος.

 

  Στην προκείμενη περίπτωση, το κύριο επίδικο ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο θα πρέπει να επιλύσει, άπτεται της νομιμότητας της κρίσης της ΕΔΥ πως ο αιτητής δεν ήτο κατάλληλος υποψήφιος για επιλογή του στην επίδικη θέση, όπως αυτό αποφασίστηκε από την ίδια την ΕΔΥ, κατά την καταληκτική της συνεδρία, ημερομηνίας 30.1.2020, λόγω μη κατοχής του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 3(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, που απαιτεί την κατοχή εκ μέρους του κάθε υποψηφίου, ακεραιότητας χαρακτήρα.

 

  Τυχόν κρίση του Δικαστηρίου, πως η ΕΔΥ είχε τη δυνατότητα - ακόμα και σε διαδικασία τρίτης επανεξέτασης, μετά που είχε ήδη κριθεί ο αιτητής ως κατέχων τα απαιτούμενα εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντα, από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, σε όλες τις προηγούμενες της εκθέσεις – να επαναδιερευνήσει το κατά πόσον ο αιτητής είχε ακεραιότητα χαρακτήρα, ως η απαίτηση της παραγράφου 3(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και τυχόν κρίση του Δικαστηρίου περί νομιμότητας της απόφασης της ΕΔΥ περί ακαταλληλότητας του αιτητή, να διεκδικήσει την επίδικη θέση, ως υποψήφιος, θα οδηγήσει την προσφυγή σε απόρριψη. Τόσο ως προς το (Α) αιτητικό της προσφυγής, αλλά κι ως προς το (Β) αιτητικό που αφορά την μη πλήρωση της δεύτερης κενής θέσης.

 

  Τούτο, καθότι τα δύο πιο πάνω αιτητικά, συνδέονται με το ίδιο επίδικο ζήτημα, ήτοι το κατά πόσον ο αιτητής, ήταν ή όχι κατάλληλος υποψήφιος προς διεκδίκηση της επίδικης θέσης, καταλληλότητα που συναρτήθηκε με την κατοχή, εκ μέρους του, του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 3(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, που απαιτεί «Ακεραιότητα χαρακτήρα [...]».

 

  Αυτό, άλλωστε, είναι και το πρώτο επίδικο ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει, προς επίλυση.

 

  Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πως αποκλεισθείς υποψήφιος από θέση προαγωγής, στερείται εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή και να αμφισβητήσει την νομιμότητα άλλης επιλογής, όταν ο ίδιος δεν κατέχει τα προαπαιτούμενα, εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας, προσόντα (Ε.Δ.Δ. 148/20, Δημοκρατίας ν. Κέκκου κ.ά., ημερομηνίας 19.10.2021, Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2017) 3Α Α.Α.Δ 311, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ 769,  Κάζανου ν. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 293, Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588).

 

  Όπως επεξηγήθηκε και στην Χριστοδουλίδης (ανωτέρω), με αναφορά στην Meletis v. C.P.O. a.o. (1987) 3 C.L.R. 1984, η μόνη περίπτωση που προσδίδεται έννομο συμφέρον σε αποκλεισθέντα υποψήφιο, προς αμφισβήτηση διορισμού ή προαγωγής άλλου προσώπου, αντί του ιδίου, αφορά τυχόν αμφισβήτηση της νομιμότητας του Σχεδίου Υπηρεσίας στη βάση του οποίου αυτός αποκλείστηκε και μόνον βεβαίως, εφόσον αυτό, εν τέλει, κριθεί άκυρο. Που δεν είναι όμως, εν προκειμένω, η περίπτωση.

 

  Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω πως ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να αμφισβητήσει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, καθότι το μόνο ζήτημα για το οποίο νομιμοποιείται ο αιτητής να ζητήσει άσκηση ελέγχου νομιμότητας, είναι η απόφαση της ΕΔΥ να τον κρίνει μη κατάλληλο υποψήφιο, ως μη προσοντούχο και μη κατέχοντα το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

  Εφόσον η κρίση αυτή της ΕΔΥ επικυρωθεί, η προσφυγή απορρίπτεται. Εφόσον η κρίση της ακυρωθεί, τότε το ζήτημα οδηγείται ξανά προς επανεξέταση, για σκοπούς ελέγχου της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους, αντί του αιτητή, αλλά κι ως προς την πλήρωση της δεύτερης κενής θέσης, που αποτελεί το αιτητικό (Β) της προσφυγής.

 

  Συνεπώς, όσοι ισχυρισμοί προβάλλονται σε σχέση με την σύσταση που δόθηκε από τον Γενικό Διευθυντή, εγείρονται πρόωρα και απορρίπτονται. Επιπρόσθετα, απορριπτέος τυγχάνει κι ο ισχυρισμός πως η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 6.5.2019 υπήρξε πάσχουσα, ενόψει κακής σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 6.5.2019, αφού προβάλλεται αλυσιτελώς. Τούτο, καθότι η Συμβουλευτική Επιτροπή τον είχε θεωρήσει ως κατάλληλο υποψήφιο για διεκδίκηση της επίδικης θέσης.

  Για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, ο αιτητής κέκτηται εννόμου συμφέροντος να προωθήσει την προσφυγή του, καθότι τυχόν τεκμηρίωση εκ μέρους του περί κατοχής των απαιτούμενων προσόντων, οδηγεί σε επιτυχία την προσφυγή του, αφού επιτυγχάνει ο ίδιος να είναι υποψήφιος. Κι αυτό θα οδηγήσει σε επανεξέταση.

 

  Προχωρώντας στο ζητούμενο, κρίνεται σκόπιμο να προταχθεί η θεμελιακή αρχή της νομολογίας μας, πως η ερμηνεία κι εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου, εν προκειμένω, της ΕΔΥ, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μην επεμβαίνει, εφόσον η ερμηνεία που δόθηκε, είναι εύλογη κι επιτρεπτή. Εάν το Σχέδιο Υπηρεσίας χρήζει ερμηνείας, εναπόκειται στο ίδιο το διορίζον όργανο να το ερμηνεύσει. Επέμβαση του Δικαστηρίου, χωρεί μόνον στην περίπτωση που διαπιστώνεται υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης (Ε.Δ.Δ. 42/16 Κίττου ν. Μουρτουβάνη κ.ά., ημερομηνίας 5.10.2022, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, ΚΟΤ ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128, Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376).

 

  Το κατά πόσον ο αιτητής κατείχε ή όχι το απαιτούμενο προσόν της ακεραιότητας χαρακτήρα, ήτοι αυτό της παραγράφου 3(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήλθε στο προσκήνιο μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αμβροσίου (ανωτέρω), σε σχέση με άλλο υποψήφιο, στον οποίο είχε μάλιστα προσφερθεί προαγωγή στην επίδικη θέση, για το πρόσωπο του οποίου, όμως, επιλεγέντα, έλαβαν χώρα γεγονότα που άπτονταν της διαγωγής και συμπεριφοράς του, εκκρεμούσης της διαδικασίας επανεξέτασης και μετά τον ουσιώδη χρόνο, αφού ήταν σε ισχύ τελεσίδικη αθωωτική απόφαση Δικαστηρίου.

 

  Στην Αμβροσίου (ανωτέρω), απόσπασμα της οποίας έχει ήδη εκτεθεί ανωτέρω, κρίθηκε, για την ίδια διαδικασία και για την ίδια θέση Πρέσβη, πως το δημόσιο συμφέρον απαιτεί όπως θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, πληρούνται από πρόσωπα που έχουν ακέραιο χαρακτήρα.

 

  Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως, το γεγονός της ύπαρξης αθωωτικής απόφασης Δικαστηρίου, σε σχέση με τη συμπεριφορά και διαγωγή ενός δημοσίου υπαλλήλου, όπως κι ο διορισμός ερευνώντος λειτουργού σε σχέση με το πρόσωπο ενός υποψηφίου, έπρεπε να απασχολήσει, τόσο την ίδια την ΕΔΥ, όσο και την Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την διαδικασία της επανεξέτασης πλήρωσης της θέσης. Τονίστηκε εκεί, πως το γεγονός της ύπαρξης αθωωτικής απόφασης για το συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν προεξοφλούσε την κατοχή, εκ μέρους του, του απαιτούμενου προσόντος της ακεραιότητας χαρακτήρα, αφού η κατοχή του τεκμαίρεται μαχητά και μπορεί να καταρριφθεί με την κατάδειξη γεγονότων ή στοιχείων που τείνουν προς το αντίθετο.

 

  Όπως κρίθηκε, μπορεί κατά τον ουσιώδη χρόνο πλήρωσης της θέσης να κατείχε ο συγκεκριμένος υποψήφιος το εν λόγω προσόν, όμως, κατά το χρόνο της επανεξέτασης, αυτή η «παρελθούσα πραγματικότητα που ίσχυε κατά το 2004 είχε μεταβληθεί με τη νέα κατάσταση που δημιούργησε ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού σε σχέση με γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και [...] άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του [...]».

  Αυτή την μεταβολή της παρελθούσας κατάστασης, είχε υποχρέωση, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο κι η ίδια η ΕΔΥ, ως το αποφασίζον και διορίζον όργανο, να επαναδιερευνήσει. Δεν συμφωνώ με τις εισηγήσεις του αιτητή πως η κατοχή εκ μέρους του της ακεραιότητας χαρακτήρα καλύπτεται από δεδικασμένο, ούτε και πως αυτό το «προσόν» αποτελούσε προαπαιτούμενο από τις προηγουμένως κατεχόμενες θέσεις στην ιεραρχία του Υπουργείου Εξωτερικών.

 

  Η ακεραιότητα χαρακτήρα δεν αποτελεί ακαδημαϊκό προσόν, ούτε γνώση ξένης γλώσσας, έτσι ώστε να τεκμαίρεται η ύπαρξή του από μόνη την κατοχή της προηγούμενης θέσης που επίσης το προνοούσε ως απαίτηση, ως η εσφαλμένη θέση του αιτητή. Όπως υπέδειξε και το Ανώτατο Δικαστήριο, η κατοχή του, τεκμαίρεται μαχητά και μπορεί να καταρριφθεί με την κατάδειξη γεγονότων ή στοιχείων που τείνουν προς το αντίθετο.

 

  Είναι γι’ αυτό που κρίνεται ως απόλυτα ορθή, η απόφαση της ΕΔΥ να προηγηθεί διερεύνηση της κατοχής αυτού του προσόντος, εκ μέρους του αιτητή, όπως ακριβώς αποτέλεσε αντικείμενο διερεύνησης, η κατοχή του για άλλον υποψήφιο. Συνεπώς, ορθά η ΕΔΥ αποφάσισε η ίδια την διερεύνηση του ζητήματος, ως το αποφασίζον όργανο.

 

  Προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσον, υπό τις ενώπιον της ΕΔΥ περιστάσεις, ορθώς κρίθηκε πως ο αιτητής δεν ήταν κατάλληλος υποψήφιος για πλήρωση της θέσης Πρέσβη, στη βάση των όσων λέχθηκαν κατά τη συνεδρία της, ημερομηνίας 30.1.2020, απόσπασμα της οποίας εκτίθεται, κατωτέρω, αυτούσιο:-  

 

«Όσον αφορά τον Κ. Χ., η Επιτροπή, αφού άκουσε με προσοχή όσα έχει αναφέρει ο Γενικός Διευθυντής στη σύστασή του, αποφάσισε να μελετήσει και η ίδια διεξοδικά και σφαιρικά το θέμα, με βάση όλα τα νόμιμα στοιχεία του ουσιώδους χρόνου και τη σχετική νομολογία επί του θέματος, ιδιαίτερα όσον αφορά την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης για «ακεραιότητα χαρακτήρα», σε συνάρτηση με τη σημαντικότητα της υπό πλήρωση θέσης.

Η Επιτροπή σημείωσε ότι στην Αναθεωρητική Έφεση με αρ. 88/13, ΕΔΥ ν. Χριστόδουλος Γρουτίδης και Ανδρέας Παπαευσταθίου, λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με την «ακεραιότητα χαρακτήρα» που απαιτούν όλα τα σχέδια υπηρεσίας:

«Κατά πάγια νομολογία, όταν η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία, το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να πληρωθεί από άτομο ακεραίου χαρακτήρα. Το τεκμήριο δε κατοχής συγκεκριμένου προσόντος, επί του προκειμένου «ακεραιότητα χαρακτήρα», είναι μαχητό και είναι δυνατόν να καταρριφθεί με βάση τα ισχύοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο γεγονότα, τα οποία άπτονται της συμπεριφοράς και διαγωγής ενός εκάστου των υποψηφίων.»

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως προκύπτουν στην Ποινική Έφεση αρ. 7400, ο Κ., ενώ κατείχε τη θέση του Αρχηγού Διπλωματικής Αποστολής της Κυπριακής Δημοκρατίας και ήταν διαπιστευμένος στο Κάιρο, κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου για κλοπή υπό Δημοσίου Λειτουργού, κατάχρηση εξουσίας και δύο κατηγορίες για παρεμπόδιση πειθαρχικής έρευνας. Οι κατηγορίες προέκυψαν από τη διοργάνωση και διαχείριση του «European Christmas Bazaar 1998» της εκεί Πρεσβείας μας, στο οποίο διατέθηκαν κυπριακά κρασιά, ασημικά και λευκαρίτικο κέντημα, χωρίς να εκδοθούν οποιεσδήποτε αποδείξεις. Πρωτόδικα ο υπάλληλος αθωώθηκε από τις κατηγορίες και το Εφετείο δεν διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης λόγω του χρόνου που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων, όμως ο υπάλληλος δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη να διοργανώνει εκδηλώσεις στην Πρεσβεία που να είναι άψογες, από κάθε άποψη, και όχι να αφήνουν σκιές που να θίγουν το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Επιπλέον, με βάση τα γεγονότα της Προσφυγής αρ. 949/2009, ο Κ. κατηγορήθηκε πειθαρχικά για ατασθαλίες και/ή παρατυπίες που διαπράχθηκαν στην Πρεσβεία μας στο Ιράν, ενώ ήταν αρχηγός της διπλωματικής αποστολής. Στην υπόθεση αυτή, ο υπάλληλος και πάλι αθωώθηκε για διαδικαστικούς λόγους (δικάστηκε στη βάση κανονισμών που κρίθηκαν ultra vires), πλην όμως οι ευθύνες του επικεφαλής για εύρυθμη λειτουργία της Πρεσβείας είναι αυτονόητες.

 

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η θέση Πρέσβη, η ανώτερη θέση στην ιεραρχία της Διπλωματικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, είναι από τα πλέον σημαντικά και ευαίσθητα πόστα στη δημόσια υπηρεσία. Ο Πρέσβης είναι αρχηγός της διπλωματικής αποστολής της Κυπριακής Δημοκρατίας στο εξωτερικό και πρέπει να είναι ο άγρυπνος φρουρός των συμφερόντων του κράτους και υπόδειγμα ήθους και σωστής συμπεριφοράς. Η ακεραιότητα και ευσυνειδησία θα πρέπει να διαπνέει όλες του τις ενέργειες, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και σε όλες τις εκφάνσεις της, τόσο εντός του χώρου της Πρεσβείας, όσο και εκτός.

 

Η Επιτροπή σημειώνει ότι το τεκμήριο της αθωότητας του υπαλλήλου, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι απόλυτα σεβαστό. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της και παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε καταδίκη για τον υπάλληλο, θεωρεί ότι δεν μπορεί να αγνοήσει κάποια γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις Πρεσβείες της Δημοκρατίας, όπου αυτός υπηρέτησε. Η ευθύνη του για την ομαλή και άψογη λειτουργία των εν λόγω Πρεσβειών είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη, όπως και η απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Πρέσβη για ακεραιότητα χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε, με βάση όσα ανέφερε ο Γενικός Διευθυντής και τα στοιχεία που έθεσε υπόψη της, καθώς και τα γεγονότα όπως καταγράφηκαν πιο πάνω, ότι ο Κ. Χ. δεν είναι κατάλληλος υποψήφιος για τη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες.

Ως εκ των ανωτέρω, μια θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες, παραμένει κενή».

 

  Η ΕΔΥ, προκειμένου να καταλήξει στη μη καταλληλότητα του αιτητή, ως μη κατέχων το απαιτούμενο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι αυτό της ακεραιότητας χαρακτήρα, έλαβε υπόψη της, ορθώς, πως το τεκμήριο κατοχής του, είναι μαχητό και μπορεί να καταρριφθεί με βάση τα ισχύοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο γεγονότα, που άπτονται της συμπεριφοράς και διαγωγής του. Έκανε αναφορά στις κατηγορίες που ο ίδιος αντιμετώπιζε, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Κάιρο και στο Ιράν, αλλά και στην έκδοση αθωωτικών αποφάσεων και για τις δύο περιπτώσεις, τονίζοντας πως καίτοι σέβεται το τεκμήριο αθωότητας του αιτητή, εντούτοις, δεν μπορεί να αγνοήσει περιστατικά και γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις Πρεσβείες της Δημοκρατίας, όπου αυτός υπηρετούσε.

 

  Οι ενέργειες της ΕΔΥ, όπως επίσης η έρευνα, αλλά κι η εν τέλει διαπίστωσή της, κρίνονται ως απόλυτα συνάδουσες, τόσο με τις κρίσεις στην Αμβροσίου (ανωτέρω), όσο και με τα κριθέντα στην  Α.Ε. 169/14 κ.ά. Γρουτίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.11.2021, στην οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, αναφορά στην οποία γίνεται και στην Α.Ε. 88/13, Δημοκρατία ν. Γρουτίδη, ημερομηνίας 16.7.2019, την οποία επικαλέστηκε κι η ίδια η ΕΔΥ, κατά την επίδικη συνεδρία της.

 

  Μεταφέρω το εξής απόσπασμα από την Α.Ε. 169/14 κ.ά. Γρουτίδης κ.ά. (ανωτέρω), το οποίο κρίνεται καθοριστικό για την νομιμότητα της κατάληξης της ΕΔΥ:-

«Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γρουτίδη και Άλλου, Α.Ε. 88/13, ημ. 16.7.19 - όπου εφεσίβλητοι ήσαν οι εδώ Εφεσείοντες Γρουτίδης (στην Α.Ε. 169/14) και Παπαευσταθίου (στην Α.Ε. 170/14) και ενδιαφερόμενο μέρος το ΕΜ2 Κυριακίδης - η Ολομέλεια αποφάσισε και τούτα τα οποία κρίνουμε (και υιοθετούμε) ως καθοριστικά για ό,τι τώρα εξετάζεται:

«… … . . ... .…… ……… …… …… … … … … … … Κατά πάγια νομολογία, όταν η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία, το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να πληρωθεί από άτομο ακέραιου χαρακτήρα. Το τεκμήριο δε κατοχής συγκεκριμένου προσόντος, επί του προκειμένου «ακεραιότητα χαρακτήρα», είναι μαχητό και είναι δυνατόν να καταρριφθεί με βάση τα ισχύοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο γεγονότα, τα οποία άπτονται της συμπεριφοράς και διαγωγής ενός εκάστου των υποψηφίων.

 

Το Άρθρο 12 του Συντάγματος και Άρθρο 6.2 της Σύμβασης καθιερώνει το τεκμήριο της αθωότητας σε ποινικές υποθέσεις για κάθε άτομο κατηγορούμενο για ποινικό αδίκημα μέχρι απόδειξης της ενοχής του σύμφωνα με το Νόμο. Η αρχή εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προ και κατά τη δίκη, συνεχίζει δε μέχρι το τέλος της έφεσης εναντίον καταδίκης. Δεν είναι επιτρεπτό όμως να λαμβάνεται υπόψη σε διοικητική διαδικασία ως στοιχείο εναντίον ενός αιτητή το γεγονός ότι εκκρεμεί εναντίον του ποινική υπόθεση, ως αντίθετο προς το τεκμήριο της αθωότητας (Goulelis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 81).

 

Ανατρέχοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση και στα σχετικά στοιχεία του φακέλου, εμπιστευτικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Παραρτήματα 1 έως 6), προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι, κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, δεν εξετάστηκε αν το ΕΜ πληρούσε το απαιτούμενο προσόν του ακέραιου χαρακτήρα ως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας, όπως και εξετάστηκε για τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα και προϋποθέσεις. Ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο ότι ενώ από το 2009 και 2010 ευρίσκονταν στο φάκελο στοιχεία για ποινική δίωξη του ΕΜ, η εφεσείουσα δεν φρόντισε να ζητήσει λεπτομέρειες ως προς το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η δίωξη ή να διερευνήσει κατά πόσο ολοκληρώθηκε και αν ναι κατά πόσο υπήρξε καταδίκη. Αγνόησαν παντελώς το εν λόγω στοιχείο και προχώρησε η μεν Διευθύντρια να επιλέξει το ΕΜ, η δε ΕΔΥ να τον επιλέξει ως τον καταλληλότερο. Η ΕΔΥ και η Διευθύντρια δεν αναζήτησαν ή εξέτασαν οποιοδήποτε στοιχείο, είτε από τους διοικητικούς φακέλους, είτε από τον Γενικό Εισαγγελέα, ώστε να διερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα για να βεβαιωθούν ή να ελέγξουν ό,τι συναρτάται με την κατοχή του εν λόγω προσόντος.

 

Στην Αμβροσίου (ανωτέρω) το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, εν όψει του ότι, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή, ούτε η ΕΔΥ, έστρεψαν την προσοχή τους, ως όφειλαν, στο ερώτημα κατά πόσο το εν λόγω ΕΜ πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας:

 

 «Είναι γεγονός ότι κατά την 5.7.2004, που ήταν η ημερομηνία λήξης για την υποβολή αιτήσεων με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, ο ουσιώδης για την πλήρωση του προσόντος του ακέραιου χαρακτήρα χρόνος, δεν υπήρχαν οι καταγγελίες που οδήγησαν στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του xxx Παπαδήμα, ούτε βέβαια η απόφαση του Εφετείου. Ούτε υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία στους διοικητικούς φακέλους, κατά τον ουσιώδη αυτό χρόνο, που να άπτονται της διαγωγής/συμπεριφοράς του, ώστε να επιβαλλόταν η εκ μέρους της διοίκησης διερεύνησης τους σε συνάρτηση με την κατοχή από τον xxx Παπαδήμα του προαναφερόμενου προσόντος.

 

Κατά το χρόνο της επανεξέτασης όμως, η παρελθούσα πραγματικότητα που ίσχυε κατά το 2004 είχε μεταβληθεί με τη νέα κατάσταση που δημιούργησε ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού, σε σχέση με γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του xxx Παπαδήμα. Ωστόσο, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η ΕΔΥ έστρεψαν την προσοχή τους, ως όφειλαν, στο ερώτημα κατά πόσο το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα (βλ. Haris v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 147, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373). Θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι υπάρχει παντελής έλλειψη πλήρους και δέουσας έρευνας για το ζήτημα και ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης.»

 

Παρόλο που τα γεγονότα της Αμβροσίου διαφέρουν επιμέρους με την υπό κρίση - επρόκειτο για επανεξέταση η οποία έλαβε χώρα μετά την έκδοση αθωωτικής απόφασης σε ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε το εν λόγω πρόσωπο και η αρμόδια Αρχή προχώρησε σε διορισμό ερευνώντος λειτουργού σε σχέση με τα γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του - εν τούτοις το ratio της τυγχάνει εφαρμογής και στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Η διεξαγωγή δέουσας έρευνας ως προς το εν λόγω προσόν, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ανεξαρτήτως και χωρίς να εκφράζουμε τελική κρίση ως προς την υποχρέωση διεξαγωγής πειθαρχικής έρευνας ή διορισμού ερευνώντος λειτουργού, ουδόλως θα έπληττε ή πλήττει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το τεκμήριο αθωότητας πριν να επέλθει, όπως και επήλθε, η καταδίκη του ΕΜ. Η ΕΔΥ εσφαλμένα έκρινε ότι δεν της επιτρεπόταν να διερευνήσει ή να αιτιολογήσει με βάση τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα, ή έστω να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν σε αποστασιοποίηση της από το ζήτημα.

Η εκ των υστέρων εισαγωγή αιτιολογίας μέσω της αγόρευσης: «λόγω μη παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας», δεν είναι δυνατόν να θεραπεύσει την παράλειψη. Ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο ότι δεν ήταν δυνατόν, στο προκαταρκτικό εκείνο το στάδιο, να προβλεφθεί, εν όψει των επιλογών που υπήρχαν, πώς θα ενεργούσε η Γενική Διευθύντρια και τι θα έπραττε τελικά η ΕΔΥ αν, ως όφειλαν, διερευνούσαν κατά πόσο το ΕΜ πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα.

                ...».

 

 Επισημαίνουμε, ότι όπως έγινε στην ως άνω υπόθεση, έτσι και εδώ, η επίδικη θέση κατατάσσεται ως ψηλή στην ιεραρχία (Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών), με συνεπόμενο το δημόσιο συμφέρον να απαιτεί πλήρωση της από άτομο το οποίο, ανάμεσα σε άλλα, να είναι ακέραιου χαρακτήρα (ως και η απαίτηση στο Σχέδιο Υπηρεσίας).

 

 Σε σχέση προς το ζήτημα αυτό, ενώ από τα έτη 2009 και 2010 βρίσκονταν στον προσωπικό φάκελο του ΕΜ2 Κυριακίδη στοιχεία για την ποινική δίωξη του, η Συμβουλευτική Επιτροπή, η Γενική Διευθύντρια και η ΕΔΥ, διόλου δεν ασχολήθηκαν με το θέμα. Ό,τι καταγράφεται στα πρακτικά είναι πως και οι επτά υποψήφιοι για την επίδικη θέση ήσαν κάτοχοι των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Δεν αναζητήθηκε ή εξετάστηκε οποιοδήποτε στοιχείο στους διοικητικούς φακέλους για να διερευνηθεί αρμοδίως το όλον θέμα προκειμένου να ελεγχθεί και να βεβαιωθεί οτιδήποτε συναρτάτο προς την κατοχή του προσόντος της ακεραιότητας χαρακτήρα.

 

 Ως κρίθηκε από την Ολομέλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γρουτίδη και Άλλου, Α.Ε. 88/13, ημ. 16.7.19, η διεξαγωγή προσήκουσας έρευνας περί του θέματος, ουδόλως θα έπληττε το τεκμήριο αθωότητας του ΕΜ2 Κυριακίδη, προτού επέλθει η όποια ποινική καταδίκη του.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενασχολήθηκε καθόλου με το αν ήταν επιτρεπτό η ΕΔΥ να διερευνήσει ή να αιτιολογήσει με βάση τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα, ή έστω να εξηγήσει, τους λόγους που την οδήγησαν σε αποστασιοποίηση από το ζήτημα. Παραμένει επομένως κενό για το πώς είναι που θα ενεργούσε κατά πιθανολόγηση η ΕΔΥ (αλλά και η Γενική Διευθύντρια) εάν, ως αναμενόταν και οφειλόταν, διερευνούσαν το κατά πόσον το ΕΜ2 Κυριακίδης πληρούσε την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα.[4]

 

   Λόγω του ότι η υπό κρίση διαδικασία, αφορά σε διαδικασία επανεξέτασης μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην Αμβροσίου (ανωτέρω), θα πρέπει να λεχθεί πως στην περίπτωση του αιτητή, τα γεγονότα που έλαβαν χώρα και αξιολογήθηκαν από την ΕΔΥ για σκοπούς πλήρωσης του απαιτούμενου προσόντος της ακεραιότητας χαρακτήρα, ήταν υπάρχοντα κατά τον επίδικο και ουσιώδη χρόνο, ήτοι την τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων 5.7.2004. Τούτο σε αντίθεση με τα γεγονότα της Αμβροσίου (ανωτέρω) και τον υποψήφιο που εκεί αφορούσε το ζήτημα, που δεν ήταν υπάρχοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά προέκυψαν μετά, και εντούτοις, ακόμα κι έτσι, όφειλε η ΕΔΥ να τα λάβει υπόψη και να τα διερευνήσει.

 

  Πόσο μάλλον στην παρούσα περίπτωση και σε σχέση με τον αιτητή, που τα στοιχεία που άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του, ήταν παρόντα, κατά τον ουσιώδη χρόνο κι ευρίσκονταν στον προσωπικό του φάκελο. Επισημαίνεται πως, περί τον Αύγουστο 1998, ανέκυψαν τα γεγονότα που ήταν υπό διερεύνηση ενδεχόμενου πειθαρχικού παραπτώματος, η πειθαρχική διερεύνηση έλαβε χώρα το 1999, η πειθαρχική δίκη ενώπιον της ΕΔΥ άρχισε τον Φεβρουάριο του 2000, η διεξαγωγή ποινικής έρευνας το 2001, κι αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2003. Επομένως, όλα τα γεγονότα ήταν μέσα στους προσωπικούς φακέλους του αιτητή και αφορούσαν και τον ουσιώδη χρόνο.   

 

  Ορθά και νόμιμα, επομένως, η ΕΔΥ προέβη στη διερεύνηση αυτών των στοιχείων, που ήταν καθοριστικά για τον χαρακτήρα του αιτητή, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια εντός πλαισίων νομιμότητας. Δεν εντοπίζω υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ, κατά τη λήψη της απόφασης περί μη καταλληλότητας του αιτητή προς διεκδίκηση της επίδικης θέσης και συνεπώς, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου, στην καταληκτική της κρίση, η οποία κρίνεται ορθή και νόμιμη.

 

  Υπό αυτή την κατάληξη, η προσφυγή απορρίπτεται σε σχέση και με τις δύο αιτούμενες θεραπείες.

 

  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

  Επιδικάζονται €1.900 έξοδα εναντίον του αιτητή κι υπέρ της Δημοκρατίας.          

 

 

                       

         Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.



[1] Ρ. Γ., Λ. Μ., Α. Τ. και Κ. Π.

[2] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.

[3] Όπως καταγράφεται στα πρακτικά της ΕΔΥ, τα έγγραφα που κατέθεσε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, επισυνάφθηκαν ως μέρος του πρακτικού συνεδρίας ημερομηνίας 30.1.2020 (Παράρτημα 11 στην Ένσταση).

[4] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο