ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 399/2021)

 

19 Ιουλίου, 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης ΔΔ]

 

Δ. Σ. Κ.

Αιτήτρια,

 

v.

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ου η Αίτηση.

…………………………

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29.3.2024

Ραφαέλα Ευγενίου (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Ειρήνη Μπριάνα (κα) για Προύντζος & Προύντζος Δ.Ε.Π.Ε., για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Με την προσφυγή της (όπως διαμορφώθηκε κατόπιν διατάγματος διαχωρισμού ημερομηνίας 7.2.2023) η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση της οποίας έλαβε γνώση στις 3.2.2021 να προαγάγει στη μόνιμη θέση λειτουργού πανεπιστημίου Α’, γραφείο διασφάλισης ποιότητας, γραφείο αντιιπρυτάνεως ακαδημαϊκών υποθέσεων τη Δ. Δ. αντί της ίδιας.

 

          Με την υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση, η αιτήτρια ζητά διάταγμα του Δικαστηρίου που να της επιτρέπει την τροποποίηση της προσφυγής με την εισαγωγή εξειδικεύσεων στους νομικούς λόγους 7 και 14 ως ακολούθως:

 

«(α)  Μετά την τελεία του Νομικού σημείου 14:  «Εσφαλμένα διεξάχθηκε προφορική συνέντευξη για την επίδικη θέση προαγωγής.  Παράβαση του Κανονισμού 9 της ΚΔΠ 162/90./  Εσφαλμένα δόθηκε υπέρτερη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη και κατέστη αποφασιστικό κριτήριο επιλογής, ενώ δεν αποτελεί νομοθετημένο κριτήριο επιλογής.»

(β)  Μετά την τελεία του Νομικού σημείου 7:  «Αυθαίρετη η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη. / Πλάνη των οι Καθ’ ων η αίτηση ως προς τη διαφορά των δύο διαδίκων στην απόδοση τους στην προφορική εξέταση.»»

 

          Η αιτήτρια στη γραπτή της αγόρευση επί της προσφυγής, αναπτύσσει τους λόγους ακύρωσης Γ.1 εσφαλμένη διεξαγωγή προφορικής συνέντευξης κατά παράβαση του Κανονισμού 9 της Κ.Δ.Π. 162/90, Γ.2 αυθαίρετη αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη / πλάνη του καθ’ ου η αίτηση ως προς τη διαφορά των δύο διαδίκων στην απόδοσή τους στην προφορική εξέταση και Γ.3 εσφαλμένη απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική συνέντευξη ενώ δεν αποτελεί νομοθετημένο κριτήριο επιλογής.

         

Το καθ’ ου η αίτηση στη γραπτή του αγόρευση επί της προσφυγής υποβάλλει ότι οι ως άνω τρεις λόγοι ακύρωσης δεν καθορίζονται στα νομικά σημεία της προσφυγής ως απαιτεί ο Κανονισμός 7 των περί Ανωτάτου Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962. Αυτό αποτέλεσε τον λόγο για την καταχώρηση από την αιτήτρια της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης.

 

          Στην υπό κρίση αίτηση το καθ’ ου η αίτηση ενίσταται προβάλλοντας σειρά λόγων. Συνοπτικά, επικαλείται παρατυπία, αντικανονικότητα της ένορκης δήλωσης, ριζική μεταβολή της νομικής βάσης της προσφυγής, καταστρατήγηση της συνταγματικής προθεσμίας των 75 ημερών, αδικία και ανεπανόρθωτη ζημία στο καθ’ ου η αίτηση, υπέρμετρη καθυστέρηση, κατάχρηση και κακοπιστία.

 

          Ο διαδικαστικός κανονισμός 7 προνοεί ότι:

«Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.» 

 

Η σχέση μεταξύ της τήρησης του ως άνω Κανονισμού και της δυνατότητας τροποποίησης αναφέρθηκε στη Sigma Radio T.VLtd v Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579, όπου το Δικαστήριο επεσήμανε τα ακόλουθα:

 

«Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 επιβάλλει υποχρέωση σε κάθε διάδικο που αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο, όπως στο δικόγραφο της προσφυγής «εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Μη συμμόρφωση με την πρόνοια του πιο πάνω Κανονισμού, αναπόφευκτα οδηγεί σε αίτημα για τροποποίηση του δικογράφου. Το δικαιοδοτικό πλαίσιο με βάση το οποίο εγκρίνονται αιτήσεις τροποποίησης σε προσφυγές, είναι ο Κανονισμός 19 των πιο άνω Κανονισμών του 1962, ο οποίος παρέχει γενική εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει οποιεσδήποτε οδηγίες κρίνει ότι θα προωθήσουν το «συμφέρον της δικαιοσύνης». Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τροποποίηση, κατά κανόνα επιτρέπεται, εφόσον με την έγκρισή της δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στις θέσεις της άλλης πλευράς και εκτροχιασμός της δίκης από τα παραδεχτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης (βλ. Γιαγκουλλής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2569, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 580 και Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530).»

 

Τα ακόλουθα από την απόφαση στην Αντέννα Λίμιτεδ ν Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 1722/2008, 28.06.2013, είναι διαφωτιστικά ως προς την ευχέρεια τροποποίησης και τον τρόπο αντιμετώπισης σχετικών αιτήσεων από το Δικαστήριο:

 

«Είναι δεδομένη η δυνατότητα που παρέχεται από τον Κανονισμό 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, για εξέταση και έγκριση τροποποιήσεων σε αιτήσεις ακυρώσεως δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η γενική συνισταμένη της νομολογίας είναι ότι εφόσον διασφαλίζεται η προστασία της αντίδικης πλευράς, παρέχεται η δυνατότητα προσθήκης λόγων ακυρώσεως στις κατάλληλες περιπτώσεις, έχοντας ταυτόχρονα υπόψη ότι τα κριτήρια για τροποποίηση του αιτητικού προσφυγής είναι ελαστικότερα από αυτά που εισάγονται για τροποποίηση των δικογράφων σε πολιτική αγωγή.

 

Η διαδικασία στη βάση του Άρθρου 146 είναι εξεταστικού και ανακριτικού χαρακτήρα και περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης με διαφορετικό ρυθμιστικό ρόλο από πλευράς του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την ακολουθητέα διαδικασία, (Δημοκρατία ν. Kassinos CConstruction Ltd (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289.

 

Γνώμονας για την εξέταση της έγκρισης αιτήματος για τροποποίηση είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης στη βάση του ότι εάν δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στις θέσεις του αντιδίκου ή εκτροχιασμός της δίκης, τότε η αίτηση έχει πιθανότητες να εγκριθεί. Τα έξοδα συνήθως θεωρούνται ως ικανοποιητική αποζημίωση ώστε να μην θεωρείται ότι προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά, ενώ βέβαια η έγερση εντελώς νέων θεμάτων ή η υπερβολική καθυστέρηση στην εισαγωγή της αίτησης για τροποποίηση είναι αρνητικοί παράγοντες για την επιτυχή έκβαση της τροποποίησης.

 

[…]

 

Δεν υπάρχουν στεγανά ή απαράβατες έννοιες όταν το Δικαστήριο αντιμετωπίζει αίτηση τροποποίησης. Η ευρεία εξουσία που του παρέχεται χρησιμοποιείται αναλόγως ώστε στο τέλος της ημέρας να είναι δυνατό για το Δικαστήριο να εγκύψει επί της διαφοράς των μερών εν τω συνόλω της. Η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης δεν είναι από μόνη της καθοριστική, ιδιαιτέρως όταν στην όλη καθυστέρηση της πορείας της προσφυγής, συνέτειναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και οι ίδιοι οι αιτητές. Μετέπειτα, εφόσον δεν έχει ακόμη αρχίσει η ακρόαση της προσφυγής δεν μπορεί βάσιμα να γίνεται λόγος για ουσιαστικό επηρεασμό δικαιωμάτων εφόσον οι διάδικες πλευρές θα μπορούν να τοποθετηθούν επί παντός θέματος υφισταμένου ή εγειρόμενου εφεξής, ώστε το Δικαστήριο να έχει τις απόψεις όλων πριν αποφασίσει.»

 

 

Αναφορικά με τους λόγους ακύρωσης Γ.2 και Γ.3, η εισήγηση που προβάλλει το καθ’ ου η αίτηση περί μη καθορισμού τους στα νομικά σημεία της προσφυγής κατά παράβαση του πιο πάνω διαδικαστικού κανονισμού, είναι ανυπόστατη. Τόσο ο λόγος Γ.2 όσο και ο Γ.3 ουσιαστικά εισηγούνται πλάνη από πλευράς του καθ’ ου η αίτηση. Η αιτήτρια επικαλείται νομική και πραγματική πλάνη στο νομικό σημείο 7. Δεν θεωρώ ότι το συγκεκριμένο νομικό σημείο έχρηζε περαιτέρω αιτιολογίας ή ανάπτυξης ιδιαίτερα στο στάδιο υποβολής της προσφυγής κατά το οποίο κάποιος αιτητής δεν έχει πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο, ούτε στην ένσταση της άλλης πλευράς έτσι ώστε να μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς πού έγκειται η ισχυριζόμενη πλάνη. Εάν δεν περιλαμβανόταν καθόλου το νομικό σημείο και ο λόγος ακύρωσης αναπτυσσόταν μόνο στη γραπτή αγόρευση τότε θα μπορούσε να ευσταθεί η εισήγηση του καθ’ ου η αίτηση αλλά δεν είναι αυτή η περίπτωση που εξετάζεται.

 

Σε σχέση με τον λόγο ακύρωσης Γ.1, πράγματι απουσιάζει η αναφορά σε συγκεκριμένο κανονισμό που παραβιάζεται και συνεπώς η αιτούμενη τροποποίηση είναι εύλογη. Οι λόγοι που προβάλλει ως ένσταση ο καθ’ ου η αίτηση δεν ευσταθούν. Ακόμα και το προχωρημένο στάδιο που υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση δεν είναι ικανός λόγος για να αποστερήσει στην αιτήτρια το δικαίωμα σε ορθή δικογράφηση και κατ’ επέκταση πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Ούτε παραβλάπτονται τα δικαιώματα του καθ’ ου η αίτηση από την έγκριση της αιτούμενης τροποποίησης. Αντίθετα, εξυπηρετείται το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης.

         

Για τους πιο πάνω λόγους εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης ως η παράγραφος Α(α) της ενδιάμεσης αίτησης και δίδονται οδηγίες για την καταχώρηση της τροποποιημένης προσφυγής εντός 10 ημερών από τη σύνταξη του διατάγματος. Τυχόν τροποποιημένη ένσταση του καθ’ ου η αίτηση να καταχωρηθεί 10 μέρες αργότερα. Η υπόθεση ορίζεται για οδηγίες στις 18.9.2024 στις 9 π.μ.

 

Λόγω του ότι όπως εξηγήθηκε πιο πάνω ο καθ’ ου η αίτηση πρόβαλε ανυπόστατο ισχυρισμό για μη τήρηση του διαδικαστικού κανονισμού που οδήγησε στο δεύτερο σκέλος της αιτούμενης τροποποίησης, κρίνω δίκαιο όπως μη επιδικάσω έξοδα.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο