ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση Αρ. 542/2024 (i-Justice)

2 Ιουλίου, 2024 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.] 

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

X.X.

Αιτητή, 

-ΚΑΙ-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η αίτηση.

......... 

Αίτηση ημερομηνίας 02.04.2024

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κάτια Χατζηδημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:   Ο Αιτητής είναι υπήκοος Ελλάδας, γεννημένος το έτος 1976. Στις 07.02.2012, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εξέδωσε στον αιτητή βεβαίωση εγγραφής (MEU1) ως πολίτη της Ένωσης, όμως ο Αιτητής φαίνεται να κατοικούσε στην Κυπριακή Δημοκρατία από προηγουμένως.

 

Στις 06.11.2020, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης υπ' αριθμό 3931/2017, καταδίκασε τον αιτητή σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για το αδίκημα της κατοχής και διάδοσης παιδικής πορνογραφίας.

 

Στις 05.04.2021 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει των άρθρων 29(1) και 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμοι του 2007 έως 2020.

 

Στις 05.07.2021, ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 686/2021, προσβάλλοντας τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 05.04.2021. Στις 11.07.2021 τα διατάγματα ακυρωθήκαν από τον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και η εν λόγω προσφυγή (αρ. 686/21) ακολούθως αποσύρθηκε στις 19.07.2021.

 

Στις 03.11.2023, η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (εφεξής «ΥΑΜ»), απέστειλε επιστολή προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με την οποία εισηγείτο την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του Αιτητή.

 

Στις 06.11.2023, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, μετά από σχετική εισήγηση αρμόδιου λειτουργού, προχώρησε στην έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του Αιτητή δυνάμει των άρθρων 29(1) και 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμοι του 2007 (Ν. 7(Ι) του 2007) ως είχε τροποποιηθεί (εφεξής ο «Νόμος»).

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής αιτείται από το Δικαστήριο ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 06.11.2023, τα οποία του επιδόθηκαν στις 28.02.2024. Στις 02.04.2024 μαζί με την καταχώρησή της προσφυγής ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, με την οποία αιτείται αναστολής εκτέλεσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 

Κατόπιν της επίδοσης της ενδιάμεσης αίτησης και της προσφυγής, δόθηκαν σύντομες προθεσμίες για καταχώριση ένστασης και αγορεύσεων επί αμφοτέρων. Συνακόλουθα στις 29.04.2024 καταχωρήθηκε η ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση επί της ενδιάμεσης αιτήσεως οι δε επ’ αυτής αγορεύσεις καταχωρήθηκαν η μεν του Αιτητή στις 08.05.2024 και των Καθ’ ων η αίτηση στις 14.05.2024 και η αίτηση ακολούθως ακούστηκε για ακρόαση στις 15.05.2024.

 

Εισαγωγικά, με την ένστασή της η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα, ούτε εξουσία να προχωρήσει στην εξέταση της ενδιάμεσης αίτησης, πόσω δε μάλλον σε τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης τους διότι η προσφυγή όσο και η ενδιάμεση αίτηση στρέφονται εναντίον οργάνου/ αρχής, η οποία δεν εξέδωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, των οποίων ζητείται η αναστολή εκτέλεσης. 

 

Συγκεκριμένα, λέγει ότι, τόσο η προσφυγή όσο και η ενδιάμεση αίτηση στρέφονται εναντίον του Υπουργείου Εσωτερικών, ενώ οι επίδικες αποφάσεις έχουν εκδοθεί από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δυνάμει του Νόμου και ότι το δικαστήριο στερείται της δικαιοδοσίας να διατάξει την τροποποίηση αυτεπαγγέλτως του τίτλου της διαδικασίας λόγω της τροποποίησης των θεσμών.

 

Διαφωνώ με την πιο πάνω προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση. Πέραν του γεγονότος ότι το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών, και οι ίδιες οι προσβαλλόμενες πράξεις αναφέρουν το Υπουργείο Εσωτερικών στην επικεφαλίδα τους (άνω αριστερά) με αποτέλεσμα την εύλογη εντύπωση στον Αιτητή ότι όργανο έκδοσής τους είναι το εν λόγω Υπουργείο, είναι δε σε κάθε περίπτωση σαφές ότι η σχετική νομολογία του Ανωτάτου [Erini Mourouzi Sotiropoulou v. The Republic of Cyprus, through the Educational Service Committee of the Ministry of Education (1968) 3 CLR, 596,   Μιλτιάδης Μιλτιάδους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Δια του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας και Άλλου (1994) 4 ΑΑΔ, 2427 , Κώστας Μούγιαννος ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Π.Σ.ΕΤΕΚ) Μέσω Προέδρου του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2000) 4 ΑΑΔ, 723] όσο και Διοικητικού Δικαστηρίου [Υπ. αρ. 480/2014 Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης Ακίνητα Λτδ ν. Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 10.03.2017 και Υπ. Αρ. 297/2020 Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω  29.04.2022], έχει καθορίσει ότι τέτοιες παρατυπίες διορθώνονται τόσο κατ’ αίτηση όσο και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.

 

Δε θεωρώ συναφώς ότι, λόγω της κατάργησης των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (και δη του Κανονισμού 9, Δ.10), ο νέος Κανονισμός 20 των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν παρέχει πλέον διακριτική ευχέρεια στα Δικαστήρια για αυτεπάγγελτη έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος. Σχετικός είναι ο Κανονισμός 20.4(8), ο οποίος προβλέπει «Όταν το Δικαστήριο έχει εκδώσει διάταγμα προσθήκης ή υποκατάστασης εναγομένου αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αιτήματος (…)», άρα συνεχίζει το ζήτημα να εντάσσεται και στην αυτεπάγγελτη ευχέρεια του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Κρίνω λοιπόν ότι υπό τις ως άνω περιστάσεις και νομολογιακή καθοδήγηση, δικαιολογείται να ασκήσω τη διακριτική ευχέρειά μου προς τούτο. Ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται. Εφεξής ο τίτλος της παρούσας διαδικασίας περιλαμβανομένης της προσφυγής και ενδιάμεσης αίτησης τροποποιείται ώστε να περιλαμβάνει το ακριβές όργανο έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων (Καθ’ ων η αίτηση) και θα διαβάζεται ως ακολούθως:  «Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης».

 

Περνώ στους λόγους, για τους οποίους ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι απαιτείται η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης.

 

Σημειώνω εισαγωγικά ότι, παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής καταχώρησε αυτοπροσώπως την προσφυγή και την ενδιάμεσή αίτησή του, εντούτοις προχώρησε σε αναφορά συγκεκριμένων νομικών και πραγματικών λόγων, που κατά την εισήγησή του πρέπει η ενδιάμεση αίτησή του να επιτύχει.

 

Είναι λοιπόν η θέση του Αιτητή στην παράγραφο 6 της ένορκης δήλωσης του που συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση ότι από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης είναι άμεσα εμφανές ότι οι Καθ' ων η αίτηση απέτυχαν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις των άρθρων 26.1, 28, 39, 45.1, 50 και 52 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, (Ν, 158(Ι)/99), καθώς και με τις πρόνοιες των άρθρων 29.2, 29.3, 30.1, 30.3 και 35 του Νόμου.

 

Σημειώνω εδώ ότι, παρά τις πιο πάνω ονομαστικές αναφορές σε νομοθετικές πρόνοιες, ο Αιτητής δεν εξειδικεύει στο ελάχιστο στην ένορκή του δήλωση τους λόγους που θεωρεί ότι αυτές παραβιάζονται με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί αυτοί να στερούνται του απαραίτητου υποστηρικτικού υποβάθρου για να θεμελιώσουν εύρημα έκδηλης παρανομίας.

 

Σε κάθε περίπτωση, και σε συμφωνία με όσα η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση υποβάλλει, από το περιεχόμενο των προσβαλλόμενων πράξεων αλλά και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (Τεκμήρια 4 και 5 αντίστοιχα) προκύπτει ότι στα επίδικα διατάγματα καταγράφεται αιτιολογία για την έκδοσή τους έχοντας ως συνημμένο σ' αυτά και έγγραφο υπό τον τίτλο, επιπρόσθετη αιτιολογία συνεπώς εκ πρώτης όψεως και για τους σκοπούς των παραμέτρων της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας διαπιστώνω ότι οι προσβαλλόμενες είναι αιτιολογημένες.

 

Περαιτέρω και στα πλαίσια των αυτών παραμέτρων, από τα ίδια Τεκμήρια 4 και 5, οι Καθ 'ων η αίτηση φαίνεται να έλαβαν υπόψη τις πρόνοιες των άρθρων 29, 30 και 35 του Νόμου και αυτό προκύπτει και από το σημείωμα της αρμόδιας λειτουργού προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αλλά και την ύπαρξη της Κοινωνικοοικονομικής έκθεσης ημερ. 31.01.2023. Δε φαίνεται δε οι Καθ' ων η αίτηση να αναφέρθηκαν σε οποιουδήποτε οικονομικούς σκοπούς στα επίδικα διατάγματα και/ή για την έκδοση αυτών ώστε να τυγχάνει εφαρμογής  το άρθρο 29(2) του Νόμου, το οποίο επικαλείται ο Αιτητής.

 

Από την άλλη μεριά, η νομολογία που Αιτητής και Καθ’ ων η αίτηση με παραπέμπουν επί ζητημάτων ερμηνείας τινών εκ των πιο πάνω άρθρων του Νόμου (αλλά και η σχετική νομολογία του ΔΕΕ επί των αντίστοιχων προνοιών της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ) αν και αφορούν λίαν σοβαρά ζητήματα, δεν θα ήταν δυνατόν από τα στοιχεία που έχουν παρατεθεί, να κριθούν  στο στάδιο τούτο. Απαιτείται στάθμιση για έκφραση κρίσης. Η ύπαρξη, δε, συγκρουόμενων ερμηνειών ή γεγονότων, εξουδετερώνει το αυταπόδεικτο της παρανομίας (βλ. ενδιάμεση απόφαση σε Υπ Αρ. 6296/2013 Asif Muhammad κ.α ν. Δημοκρατίας ημερομηνίας 02.12.2013) ώστε τελικά η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας να μην κρίνεται ενδεδειγμένη.

 

Είναι καλώς γνωστό, ότι η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μίας προσφυγής, εδράζεται στον Κανονισμό 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.  Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθεί έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημίας στον Αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος. Ο ορισμός της έκδηλης παρανομίας έχει πλειστάκις νομολογηθεί. Στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 ετέθη ως εξής:

 

«έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»

 

Σχετικές με την έννοια της έκδηλης παρανομίας είναι και οι αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Economides ν. Republic (1982) 3 CLR 837 και Moyo and another ν. The Republic (1988) 3 CLR 1203. Στην σχετική απόφασή μου Υπόθεση Αρ. 820/2023 Β. Π. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 20.07.2023, στην οποία με παραπέμπει η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση είχα αναφέρει:

 

«Από το σύνολο της νομολογίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων που παραπέμπει ο Αιτητής, επιβεβαιώνεται ότι τα Δικαστήρια απέφυγαν στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο να εκδώσουν τέτοιας φύσεως διατάγματα πλην περιπτώσεων που πράγματι είχε στοιχειοθετήσει έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη βλάβη.  Στην υπό κρίση υπόθεση οι ισχυρισμοί του Αιτητή αφορούν παράβαση του Νόμου και άπτονται κατά κύριο (όχι μοναδικό βέβαια) λόγο στην ισχυριζόμενη έλλειψη ορθής διερεύνησης των απαιτούμενων του. Κάτι που κατά την εισήγηση οδηγεί και σε ελλιπή αιτιολογία, πλάνη και παράβαση των υπολοίπων Αρχών Διοικητικού Δικαίου, Συντάγματος, ΕΣΔΑ και του Χάρτη. Αντίθετα με όσα ισχυρίζεται ο Αιτητής, από τα έγγραφα που οι Καθ' ων η αίτηση περιέλαβαν στην Ένορκή τους Δήλωση, φαίνεται εκ πρώτης τουλάχιστον άποψης και χωρίς να υπεισέρχομαι σε βάθος, ότι πέραν της ποινικής καταδίκης, διερευνήθηκαν και άλλα στοιχεία που αφορούν τον Αιτητή δεδομένης της ύπαρξης και του περιεχομένου του εγγράφου «Κοινωνική Έρευνα» (άλλως «Κοινωνικοοικονομική Έκθεση») του Τμήματος Κοινωνικών Υπηρεσιών καθώς και του Σημειώματος προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Συνεπώς απουσία διερεύνησης των απαιτουμένων του Νόμου σε βαθμό που να συνιστά έκδηλη παρανομία, δεν διαπιστώνεται. Στο μέτρο δε που η ισχυριζόμενη μη ικανοποιητική διερεύνηση των απαιτουμένων αυτών βάλλεται από τον Αιτητή ως πλημμέλεια έρευνας ή αιτιολογίας, από την ενδιάμεση απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Πρ. Αρ. 20/2021 Καρυπίδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 22.12.2021, στην οποία η κα Χαραλαμπίδου παρέπεμψε (η υπογράμμιση δική μου) επιβεβαιώνονται ότι:

 

«Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αιτιολογία μπορεί να ενυπάρχει και στο φάκελο της υπόθεσης και κατά πόσο είναι ικανοποιητική θα κριθεί ανάλογα από το Δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό περί έλλειψης έρευνας»».

 

Είναι γνωστές λοιπόν οι αρχές ότι στα πλαίσια της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε βάθος αξιολόγηση της ουσίας της υπόθεσης, και τουλάχιστον από τα ενώπιόν μου έγγραφα και στοιχεία φαίνεται ότι οι Καθ'ων η αίτηση προχώρησαν σε διερεύνηση πριν προχωρήσουν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και δεν προκύπτει οποιαδήποτε αυταπόδεικτη ή οφθαλμοφανής παράβαση των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών, τις οποίες επικαλείται ο Αιτητής ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει την εξουσία του προς έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης των επίδικων αποφάσεων στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών του Αιτητή.

 

Συνεχίζοντας, στις παραγράφους 7, 8, 10 της ένορκης δήλωσής του ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων καθότι σε περίπτωση απέλασής του δε θα έχει τη δυνατότητα να εμφανίζεται στο Δικαστήριο να παρουσιάζει την υπόθεσή του και να προετοιμάζει και καταχωρεί τις αγορεύσεις του. Επικαλείται συναφώς την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 1774/2018 Niland v. Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 16.04.2019 όπου λόγω του χειρισμού της προσφυγής από τον εκεί αιτητή άνευ δικηγόρου (και στη βάση των εκεί ιδιαιτέρων περιστατικών), εγκρίθηκε το αίτημα αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης.

 

Περαιτέρω, στις παραγράφους 9 και 12 ο Αιτητής επικαλείται τα δικαιώματα του για οικογενειακή ζωή με την επίσης Ελληνίδα σύντροφό του καθώς και την επανασύνδεση με τον κοινωνικό και επαγγελματικό περίγυρό του, ενώ παραπέμπει και σε σχετική αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα με την οποία ζητείται η έκδοση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου για παρακολούθησή του από την Αρχή Εποπτείας, γεγονός που ως ακολούθως αναφέρει στην αγόρευσή του, θα οδηγούσε σε μη δυνατότητά του για συμμόρφωσή του με το διάταγμα που στο μεταξύ εξεδόθη στις 12.04.2024 εάν δε θα δοθεί το εδώ αιτούμενο διάταγμα.

 

Σημειώνω επί τούτου καταρχάς ότι ως προς την πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημίας στον Αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος, ο Αιτητής οφείλει να περιλάβει στην αίτηση του κατά τρόπο σαφή και λεπτομερή το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν την ανεπανόρθωτη ζημία. Σχετική είναι η απόφαση Sofocleous ν. The Republic (1971) 3 C.L.R 345). Στην παρούσα περίπτωση διαπιστώνω ότι η αγόρευση του Αιτητή περιέχει ισχυρισμούς περί ανεπανόρθωτης βλάβης διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αίτηση και ένορκή του δήλωση. Αυτό παράτυπα.

 

Σε κάθε περίπτωση, σε σχέση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή στις παραγράφους 7, 8, 10 της ένορκης δήλωσής του ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων καθότι σε περίπτωση απέλασής του δεν θα έχει τη δυνατότητα να παρευρίσκεται στο Δικαστήριο να παρουσιάζει την υπόθεσή του, αφού την χειρίζεται ο ίδιος προσωπικά, θεωρώ ότι αυτοί δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. 

 

Καταρχάς, η παρούσα υπόθεση διακρίνεται σαφώς από τα δεδομένα της Niland (ανωτέρω). Ως ανέφερα ήδη, η όλη ακροαματική διαδικασία τόσο της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης όσο και προσφυγής, έτυχε, με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, ταχείας διεκπεραίωσης με τις αγορεύσεις να έχουν ολοκληρωθεί τόσο επί της ενδιάμεσης αίτησης όσο και επί της προσφυγής, με μόνη να έχει παραμείνει η ολοκλήρωση των διευκρινίσεων της προσφυγής, η οποία αναμένεται και αυτή να γίνει σήμερα ή, αν για οποιοδήποτε λόγο τύχει αναβολής, σε σύντομη ημερομηνία.

 

Στην περίπτωση φυσικά αναβολής αναμένεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση θα προβούν στις απαραίτητες διευθετήσεις ώστε ο Αιτητής να είναι παρών στο Δικαστήριο (βλ. Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203), εφόσον, βέβαια, ήθελε κάτι τέτοιο απαιτηθεί δεδομένης και της δυνατότητας που παρέχεται στην διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου να αποφευχθεί (με τη συναίνεση διαδίκων και Δικαστηρίου) η απαίτηση για αυτοπρόσωπη εμφάνιση.

 

Περαιτέρω, σε αντίθεση με το τι ίσχυε κατά τη δικαστική διαδικασία στα πλαίσια τη Niland καθ’ όλους τους επίδικους με την παρούσα χρόνος τυγχάνει εφαρμογής σύστημα ηλεκτρονικής καταχώρισης εγγράφων και ως διαπιστώνω από το ιστορικό του συστήματος iJustice της παρούσας προσφυγής αλλά και επιβεβαίωσε και ο Αιτητής, όσο χρόνο ο Αιτητής βρίσκεται υπό κράτηση δεν καταχώρισε ο ίδιος εκ του σύνεγγυς ή μέσω iJustice, δικόγραφα ή αγορεύσεις αλλά έτυχε της βοήθειας λειτουργών του Πρωτοκολλητείου και αυτό έγινε χωρίς καν την παρουσία του στο χώρο του Πρωτοκολλητείου, παρουσία που άλλωστε δεν απαιτείται, και είναι εκ των ζητουμένων του συστήματος ηλεκτρονικής καταχώρισης/ δικαιοσύνηςꞏ όλες οι καταχωρίσεις έγιναν δια ηλεκτρονικής επικοινωνίας με το Πρωτοκολλητείο και καταχώρισή τους από λειτουργούς του. Συνεπώς δεν βλέπω πως μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι σε περίπτωση εκτέλεσης των επίδικων διαταγμάτων (και δη αυτό της απέλασης), θα αποστερηθεί ο Αιτητής οποιοδήποτε δικαίωμα να προωθεί αυτοπροσώπως την παρούσα υπόθεσή του.

 

Παράλληλα και για τους ίδιους λογους, οι σχετικοί ισχυρισμοί περί μη δυνατότητας χειρισμού της υπόθεσής του ή καταχώρισης εγγράφων λόγω προβλήματος του iJustice (ο εν λόγω ισχυρισμός για το iJustice εγείρεται μάλιστα μόλις στην αγόρευση και όχι στην αίτηση), που κατ’ ισχυρισμό θα παραβίαζε τα όποια δικαιώματά του για αυτοπρόσωπο χειρισμό της προσφυγής του, είναι και αυτοί απορριπτέοι.

 

Πέραν των ανωτέρω, ούτε και ο ισχυρισμός του Αιτητή στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσής του περί πρόκλησης σε αυτόν ανεπανόρθωτης ζημιάς από την διατήρηση εν ισχύ των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, μπορεί να στοιχειοθετήσει, για σκοπούς έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης, ανεπανόρθωτη ζημιά. 

 

Ως η νομολογία έχει αναγνωρίσει, σε παρόμοιες περιπτώσεις, η οικογενειακή ζωή (βασικά η σχέση του με τη σύντροφό του δεδομένου ότι η υπόλοιπη οικογένειά του, ήτοι μητέρα και αδέλφια, φαίνεται να βρίσκεται στην Ελλάδα), δεν μπορεί από μόνη της να προσμετρήσει υπέρ του Αιτητή για αναστολή της απόφασης κράτησης και απέλασής του ως άλλωστε αναφέρθηκε στην απόφαση στην Πρ. Αρ. 1144/2008 Kashif v. Δημοκρατίας ημερ. 11.07.2008:

 

«Η οικογενειακή ζωή δεν αποτελεί από μόνη της στοιχείο για να διαφοροποιηθεί υπέρ του αιτητή μια κατά άλλα έκδηλα παράνομη κατάσταση, ιδιαίτερα στον τομέα της απέλασης όπου το κυρίαρχο δικαίωμα του κράτους είναι προεξάρχον στον καθορισμό της πολιτικής, εφόσον ουδείς δικαιούται να εφόσον ουδείς δικαιούται να παραμένει στην Κύπρο άνευ αδείας.  (.) Η Ολομέλεια συμφώνησε επίσης με την πρωτόδικη κρίση ότι η γέννηση παιδιού στην Κύπρο από μόνη της, δεν παρέχει αυτόματο και αυτοτελές δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο (βλ. Υποθ. αρ. 80/11 Alan Augustine v. Δημοκρατίας ημερ. 14/6/2013)».

 

Δεν μπορεί επίσης να γίνεται λόγος για επιπτώσεις στην κοινωνική ή επαγγελματική ζωή του Αιτητή από τη μη αναστολή. Αυτό διότι ο Αιτητής, εξέτιε ήδη την ποινή φυλάκισής του κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων και η διακοπή της εργασίας αλλά και των κοινωνικών του σχέσεων οφείλετο στην φυλάκισή του, σε δικές του άρα ενέργειες που τον οδηγήσαν εκεί. Όπως μάλιστα υποδεικνύουν οι Καθ΄ ων η αίτηση αναφορικά με τα οικονομικά δεδομένα του Αιτητή, ως προκύπτει από την κοινωνικο-οικονομική έκθεση (μέρος του Τεκμηρίου 4 στην ένσταση των Καθ΄ων η αίτηση), ο Αιτητής κατέχει περιουσία στην Ελλάδα, συγκεκριμένα χωράφια με ελαιόδεντρα, τα οποία και ενοικιάζει σε τρίτους, λαμβάνει δηλαδή ενοίκια, ενώ  η επιχείρησή του στην Κύπρο (την οποία εξασκεί συμβουλευτικά χωρίς καν φυσική παρουσία), έχει μειωμένο κύκλο εργασιών και προορίζεται για κλείσιμο, ως επίσης μειωμένο κύκλο εργασιών έχει και η εργασία της συντρόφου του.  Επίσης ουδεμία περιουσία δήλωσε να έχει στην Κύπρο (Κοινωνικοοικονομική έκθεση- μέρος του Τεκμηρίου 4 στην ένσταση των Καθ΄ων η αίτηση).

 

Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή στην παράγραφο 12 της ένορκης δήλωσής του αναφορικά με την αίτηση για παραπομπή του στην Αρχή Εποπτείας, αλλά και στους σχετικούς ισχυρισμούς του στην αγόρευση σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Καταρχάς το εν λόγω διάταγμα για παραπομπή στην Αρχή Εποπτείας ημερομηνίας 12.04.2024 εκδόθηκε σε χρόνους μετά την έκδοση και επίδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για οποιονδήποτε σκοπό από το παρόν αναθεωρητικό Δικαστήριο (M.S.A. Limon v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 126/2021, ημερ. 20.4.2022), άλλωστε η έκδοση του διατάγματος εποπτείας αφορά εντελώς διαφορετικό ζήτημα επί του οποίου αρμόδια είναι άλλη αρχή (Αρχή Εποπτείας), ο δε σκοπός της εποπτείας είναι διάφορος από την παρούσα διαδικασία και δεν επηρεάζει την εκτέλεση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ή τη νομιμότητα αυτών.  

 

Στη δικάσιμο ημερομηνίας 15.05.2024 πληροφορήθηκα πάντως ότι ουδεμία επικοινωνία είχε μέχρι τότε η Αρχή Εποπτείας με τον Αιτητή. Δεν ετέθη άλλωστε ούτε κατά πόσο, για την εποπτεία του Αιτητή, απαιτείται η παρουσία στον ίδιο φυσικό χώρο του Αιτητή με τους λειτουργούς της Αρχής Εποπτείας.  Σε κάθε περίπτωση, ως διαπιστώνω από το άρθρο του 53(2) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(Ι)/2014), το εν λόγω  διάταγμα δύναται να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να καταργηθεί από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το διάταγμα ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας άρα, ακόμα κι αν πρόκειται να εκτελεστεί το σχετικό διάταγμα απέλασης, θεωρώ ότι μπορούν να γίνουν κατάλληλες διευθετήσεις ώστε να μην υπάρχει οποιοσδήποτε κίνδυνος παρακοής του από τον Αιτητή.

 

Σημειώνω τέλος και σε κάθε περίπτωση ότι η παρούσα δεν αποτελεί περίπτωση αντιφατικών δικαστικών διαταγμάτων ή αποφάσεων. Τα εδώ προσβαλλόμενα αποτελούν διατάγματα εκδοθέντα από διοικητική αρχή και το παρόν Δικαστήριο, απορρίπτοντας την παρούσα ενδιάμεση αίτηση δεν εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα, πόσο μάλλον αντιφατικό του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 12.04.2024 και άρα δεν θα μπορούσα ούτε από μια τέτοια οπτική να διατάξω αναστολή των εδώ προσβαλλόμενων.

 

Στη βάση των ανωτέρω δε θεωρώ ότι ο Αιτητής τεκμηρίωσε οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά, ώστε, υπό τις περιστάσεις, να δικαιολογείται το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αναστολής, τα οποία θα πρέπει να εκδίδονται, ως η νομολογία έχει καταδείξει, με μεγάλη προσοχή και φειδώ.

 

Για τους πιο πάνω λοιπόν λόγους θεωρώ ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη βλάβη, ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιφυλάσσονται όπως επιδικασθούν στο τέλος της διαδικασίας με την απόφαση επί της προσφυγής.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο