ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 694/2021 και 735/2021)

 

5 Ιουλίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 694/2021)

         

                     Π. Σ.                                                                                                             Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

              ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

                                                                  

(Υπόθεση Αρ. 735/2021)

              

              Χ. Μ.                                                                                    Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ε. Τόλλα (κα), για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 694/2021

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 735/2021

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

Α. Κωνσταντίνου, για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.7.2021 και σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος («Ε.Μ.»), Α. Χ. Σ. προήχθη, αντί των αιτητριών, στη μόνιμη θέση Διευθυντή Συντονισμού, Γενική Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων, Συντονισμού και Ανάπτυξης («η επίδικη θέση»), αναδρομικά από 15.12.2011.

 

Η επίδικη απόφαση είναι προϊόν επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 671/2016 και 700/2016, ημερ. 30.4.2020. Στις εν λόγω υποθέσεις, η αιτήτρια της εδώ προσφυγής αρ. 694/2021 (Σ.) και το Ε.Μ. Σ. (αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 700/2016), στρέφονταν κατά της απόφασης προαγωγής στην επίδικη θέση του εκεί ενδιαφερόμενου μέρους και εδώ αιτήτριας (στην προσφυγή αρ. 735/2021) Μ.. Είχε προηγηθεί η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 69/2012 και 72/2012, ημερ. 22.12.2014, προσφυγές τις οποίες είχαν ασκήσει η αιτήτρια της προσφυγής αρ. 694/2021, Σ. και το Ε.Μ., Σ.: το Δικαστήριο, αποδεχόμενο ως βάσιμη την Προσφυγή Αρ. 69/2012 και, εν μέρει, την Προσφυγή Αρ. 72/2012, ακύρωσε την απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 14.11.2011, ως προς τον διορισμό στην επίδικη θέση, από 15.12.2011, του (εκεί) ενδιαφερόμενου μέρους Μ. (αιτήτριας στην προσφυγή αρ. 735/2021). Έφεση κατά της εν λόγω απόφασης δεν καταχωρήθηκε.

 

Στο πλαίσιο της επανεξέτασης που απέληξε στην εδώ προσβαλλόμενη απόφαση, η Ε.Δ.Υ., κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 26.5.2020, αποφάσισε όπως η υπόθεση σταλεί στη Γενική Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων, Συντονισμού και Ανάπτυξης, προκειμένου να συγκροτηθεί εκ νέου η Συμβουλευτική Επιτροπή για να επιληφθεί του θέματος και να ετοιμάσει νέα έκθεση.

 

Πράγματι, νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ετοιμάστηκε και εστάλη στην Ε.Δ.Υ., δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων, Συντονισμού και Ανάπτυξης («ο Γενικός Διευθυντής»), ημερομηνίας 14.4.2021.

 

Ακολούθησε συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 20.5.2021, κατά την οποία η καθ’ ης η αίτηση μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υιοθέτησε τα πορίσματά της. Εν συνεχεία, στη συνεδρία της ημερομηνίας 1.6.2021, όπου παρέστη και ο Γενικός Διευθυντής, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης και αποφάσισε να προσφέρει στο Ε.Μ., προαγωγή στην εν λόγω θέση, αναδρομικά από 15.12.2011.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκαν οι υπό κρίση δυο προσφυγές, στις 6.7.2021 και 12.7.2021, αντίστοιχα, οι οποίες συνεκδικάζονται δυνάμει σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου τούτου.

 

Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 694/2021 προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:

 

1. Υπήρξε εσφαλμένη η νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον καμία αιτιολογία δε δίδεται ως προς το γιατί το Ε.Μ. κρίθηκε ως «Εξαίρετη», ενώ οι καθ’ ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν με την προαναφερθείσα ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου αλλά και την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές αρ. 69/12 κ.α.·

 

2. Πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του Ε.Μ. ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, καθότι δε λήφθηκε υπόψη η υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, πείρα και, κατ’ επέκταση, σε αξία έναντι του Ε.Μ., κατά παράβαση των δύο προηγηθεισών ακυρωτικών αποφάσεων, είναι δε η εν λόγω σύσταση αναιτιολόγητη, πεπλανημένη, καταχρηστική και άνιση ως προς το κριτήριο της αξίας·

 

3.  Η Ε.Δ.Υ., υπό πλάνη και κατά πλήρη παραγνώριση των δύο προηγηθεισών ακυρωτικών αποφάσεων, αγνόησε τη σημαντική υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα και πείρα, η οποία επαυξάνει την αξία της. Εσφαλμένα μάλιστα δόθηκε υπέρτερη βαρύτητα στα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα του Ε.Μ., κατά παραγνώριση της υπεροχής της αιτήτριας σε αρχαιότητα και πείρα·

 

4. Πλανήθηκε η Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τη διαφορά της αιτήτριας και του Ε.Μ. ως προς την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση.

 

Από την πλευρά της, η πλευρά της αιτήτριας στην προσφυγή αρ. 735/2021, προτάσσει τον ισχυρισμό ότι, στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων επιλογής, η αιτήτρια σαφώς υπερέχει του Ε.Μ. και πεπλανημένα, αντινομικά, χωρίς τη διενέργεια δέουσας έρευνας και κατά παράβαση των γενικών αρχών του Διοικητικού δικαίου, επελέγη το Ε.Μ. αντ’ αυτής για την επίδικη θέση. Εντός αυτού του πλαισίου, η αιτήτρια προβάλλει ότι κατέχει το πλεονέκτημα του οικείου σχεδίου υπηρεσίας και την υπό του σχεδίου προβλεπόμενη πείρα, αλλά και προτίμηση. Περαιτέρω, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι πάσχει και η νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία, κατά τη σχετική εισήγηση, δεν είχε αρμοδιότητα να ανατρέψει την τελική αξιολόγηση της αιτήτριας, που κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ.. Προβάλλεται επίσης ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν ορθά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), κριτήρια και τα προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, παραγνωρίζοντας την καταφανή υπεροχή της αιτήτριας σε πείρα.

 

Έτερος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα η Συμβουλευτική Επιτροπή έδωσε βαρύνουσα σημασία στην προβλεπόμενη στην παράγραφο 3(2) του οικείου σχεδίου υπηρεσίας «προτίμηση» σε θέματα συντονισμού, έναντι του πλεονεκτήματος που διαθέτει η αιτήτρια, ενώ παράνομα και/ή πεπλανημένα και χωρίς τη δέουσα έρευνα παραγνωρίστηκε και η πείρα της αιτήτριας.

 

Επιπρόσθετα, η αιτήτρια προβάλλει ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αλλά και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., ως αντίθετες με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Τέλος, και χωρίς να τον εντάσσει σε έναν εκ των λόγων ακύρωσης που προωθεί δια της γραπτής της αγόρευσης, η αιτήτρια προβάλλει τον ισχυρισμό περί πάσχουσας σύνθεσης της Ε.Δ.Υ., λόγω διαδοχικών εναλλαγών στη σύνθεσή της, ενώ την επίδικη απόφαση, κατά τη σχετική εισήγηση, έλαβαν ουσιαστικά μόνον ο Πρόεδρος και άλλο ένα μέλος της Ε.Δ.Υ., οι οποίοι δεν μπορούν να αποτελούν πλειοψηφία.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις της συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση, η οποία, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν ορθής διαδικασίας επανεξέτασης και μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Ειδικότερα, η κα Παπαδοπούλου υποβάλλει ότι ουδεμία παράβαση του δεδικασμένου υπήρξε, αλλά αντιθέτως, η καθ’ ης η αίτηση προέβη σε επανεξέταση κατ’ εφαρμογή των άρθρων 58 και 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και υπό το φως των ευρημάτων τόσο της πρώτης αλλά και την δεύτερης ακυρωτικής δικαστικής απόφασης. Οι δε ενέργειες της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά και της Ε.Δ.Υ. καθ’ ολη τη διάρκεια της επίδικης διαδικασίας, περιλαμβανομένης και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μέχρι και την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, υπήρξαν καθόλα σύννομες και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε, αλλ’ αντιθέτως, όλα τα στοιχεία και/ή θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης αναφορικά με τις αιτήτριες και το Ε.Μ. λήφθηκαν υπόψη και/ή αξιολογήθηκαν δεόντως.

 

Καταλήγει η κα Παπαδοπούλου, υποβάλλοντας την, βασική για την όλη επιχειρηματολογία της, θέση ότι σε μια συνολική προσμέτρηση των στοιχείων κρίσης, η τελική απόφαση των καθ’ ων η αίτηση υπήρξε εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, νόμιμη και δικαιολογημένη και σε, κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Οι δε αιτήτριες σε καμία περίπτωση δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ., ως η νομολογία πάγια επιτάσσει.

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολογεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ε.Μ., ο οποίος προβάλλει εν πολλοίς παρόμοιες θέσεις με αυτές της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Χρήσιμη για σκοπούς εξέτασης της υπόθεσης, είναι η παράθεση του ακόλουθου αποσπάσματος της ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 671/2016 και 700/2016, ανωτέρω, όπου εντοπίστηκαν παθογένειες στην υπό της Συμβουλευτικής Επιτροπής διενεργηθείσα αξιολόγηση των υποψηφίων, καθώς και παραβίαση του δεδικασμένου στις προηγηθείσες Συνεκδ. Προσφυγές αρ. 69/2012 και 72/2012, ανωτέρω, καθότι η Ε.Δ.Υ. είχε κρίνει, σε αντίθεση με τα λεχθέντα στις εν λόγω υποθέσεις, ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας, δεν συνήδε με τα στοιχεία των φακέλων (η έμφαση έχει προστεθεί):

 

«[.] κρίνω, ότι στην επίδικη έκθεση και, ειδικότερα, στην τελική αναθεωρημένη αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής παρατηρούνται παρόμοιες παθογένειες, ως αυτές που περιγράφηκαν στην απόφαση στην Προσφυγή αρ. 917/2015 ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ (supra). Η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει παραθέσει μεν, στην τελική αναθεωρημένη αξιολόγηση της, τα δεδομένα της αιτήτριας, χωρίς, όμως, να έχει εξηγήσει, ποιο στοιχείο ή στοιχεία συγκεκριμένα την οδήγησαν στην απόδοση σ' αυτήν τελικής βαθμολογίας «εξαίρετη», ήτοι ψηλότερης από την βαθμολογία «σχεδόν εξαίρετη», την οποία της απόδωσε για την προφορική εξέταση της ενώπιον της. Ιδιαίτερα δε, ακριβώς επειδή οι τελικές βαθμολογίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποδίδονται συγκριτικά με τους υπόλοιπους υποψηφίους (βλ. ανωτέρω απόφαση) και αυτό, όχι μόνο για σκοπούς επιλογής των υποψηφίων προς σύσταση στην Επιτροπή, αλλά και διότι οι εν λόγω τελικές βαθμολογίες των συστηθέντων υποψηφίων λαμβάνονται, μετέπειτα, υπόψη από την Επιτροπή ως στοιχείο σύγκρισης και διαφοροποίησης μεταξύ των συστηθέντων υποψηφίων, δεν επεξηγείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, πως οι εδώ διάδικοι, κατόπιν και συγκρίσεως μεταξύ τους, κατατάσσονται στο ίδιο επίπεδο «εξαίρετος», ήτοι δεν επεξηγείται γιατί λαμβάνουν τελικώς την ίδια βαθμολογία. Αυτό αναμενόταν να πράξει η Συμβουλευτική Επιτροπή, ιδιαίτερα δε, διότι με την απόφαση στις Προσφυγές αρ. 69/2012 και 72/2012 (supra), η οποία όχι μόνο ακύρωσε την επίδικη απόφαση και λόγω πλάνης της Συμβουλευτικής (βλ. ανωτέρω απόσπασμα), αλλά και διότι αυτή με σαφήνεια υπέδειξε ότι, έπρεπε να συνυπολογιστεί τόσο η διαφορά της αιτήτριας σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, την οποία έκρινε σημαντική, όσο και το γεγονός ότι, το προβάδισμα που η αιτήτρια κατείχε (και το ενδιαφερόμενο μέρος όχι), επαύξανε και την πείρα της και, συνεπώς και την αξία της. Και αυτό, ως προαναφέρθηκε, όχι μόνο προς απόδοση βαθμολογίας στην ίδια την αιτήτρια, αλλά σε σύγκριση και με την βαθμολογία που οι ανθυποψήφιοι της θα λάμβαναν και, ειδικά, σε σύγκριση με αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού, μάλιστα, η περίπτωση αφορούσε επανεξέταση. Με δεδομένο ότι, η αιτήτρια βαθμολογήθηκε με ψηλότερη βαθμολογία από το ενδιαφερόμενο μέρος στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής («εξαίρετη» έναντι «σχεδόν εξαίρετη»), είχε, ως ήταν το παραχθέν δεδικασμένο, σημαντική υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία, ως πάλιν κρίθηκε δικαστικώς, έφερε μαζί της και  υπέρτερη πείρα, η οποία επαυξάνει την αξία της, είχε το προβάδισμα του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος όχι και, στο μόνο που υστερούσε έναντι της αιτήτριας ήταν το πλεονέκτημα του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, το οποίο η αιτήτρια δεν κατείχε, διερωτάται κανείς, εκτιμώ εύλογα, ποιο ή ποια, εν τέλει, ήταν τα κριτήρια, βάσει των οποίων οι εδώ διάδικοι έλαβαν την ίδια ακριβώς τελική βαθμολογία από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εικάζει περί τούτου. Το καθήκον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δηλαδή να συγκρίνει τους υποψηφίους μεταξύ τους για σκοπούς απόδοσης βαθμολογίας, δεν διαφέρει απ' αυτό της Επιτροπής. Αυτό που διαφέρει και μόνο, είναι τα κριτήρια με βάση τα οποία διενεργείται η σύγκριση προς εξεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου για την υπό πλήρωση θέση, έχοντας υπόψη ότι στα ήδη υπάρχοντα και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής στοιχεία κρίσης, προστίθενται ενώπιον της Επιτροπής και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης  που (και) αυτή διεξάγει, καθώς και η σύσταση του Διευθυντή, ως ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως. Συνεπώς, με βάση τα προαναφερθέντα, κρίνω ότι ο λόγος ακυρώσεως ότι, η Συμβουλευτική Επιτροπή καμία νόμιμη και επαρκή αιτιολογία έδωσε για την τελική αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους ως «εξαίρετη», όπως κρίθηκε και η αιτήτρια, αφού δεν διενεργήθηκε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ τους, η οποία να δικαιολογεί τέτοια αξιολόγηση, ευσταθεί. Η  τελική αναθεωρημένη αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει για αυτό τον λόγο, γεγονός, το οποίο καθιστά τρωτή και παράνομη την επίδικη απόφαση της Επιτροπής, η οποία αποδέχθηκε άνευ ετέρου ως νόμιμη και συνυπολόγισε την εν λόγω αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατά την σύγκριση των εδώ διαδίκων, για σκοπούς λήψης της επίδικης απόφασης».

 

Και πιο κάτω-

«Το παραχθέν δεδικασμένο για το ζήτημα εμπεριέχεται στο απόσπασμα της απόφασης στις Προσφυγές αρ. 69/2012 και 72/2012 (supra),το οποίο παρέθεσα ήδη, στα πλαίσια εξέτασης και της Προσφυγής Αρ. 671/2016 (βλ. ανωτέρω). Το καταγράφω εκ νέου για ευκολία αναφοράς, με δικούς μου τονισμούς:

 

«.Εν τέλει δεν δόθηκε επαρκής αιτιολογία για την παράκαμψη της σύστασης υπέρ της Σαββίδη από τον Διευθυντή. Ορθά η αιτήτρια υποδεικνύει ότι η σύσταση συνήδε με τα στοιχεία των φακέλων και επομένως είχε τη δική της σημασία που αναγνωρίζει η νομολογία, για την παράκαμψη της οποίας απαιτείται ειδική, πειστική αιτιολογία..»

 

Συνεπώς, υπάρχει, βάσει των ανωτέρω, σαφές και δεσμευτικό για όλους, βάσει του άρθρου 146.5 του Συντάγματος και των αρχών της νομολογίας, δεδικασμένο, ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων. Η αιτιολογία που δόθηκε για την μη επιμέτρηση της εν λόγω σύστασης από την Επιτροπή κατά την αξιολόγηση της, ήτοι ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων, υιοθετεί ακριβώς το αντίθετο και έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το εν λόγω δεδικασμένο, το οποίο και παραβιάζει. Συνεπώς, για αυτό το λόγο, η επίδικη απόφαση παραβιάζει το άνω παραχθέν δεδικασμένο της απόφασης στις Προσφυγές αρ. 69/2012 και 72/2012 (supra), αφού έχει δοθεί παράνομη και μη επιτρεπτή αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας.».

 

Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω ευρημάτων, προχωρώ στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, ξεκινώντας με τον υπό της αιτήτριας στην προσφυγή αρ. 735/2021 εγειρόμενο ισχυρισμό περί πάσχουσας σύνθεσης της Ε.Δ.Υ.. Ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, ως αφορών ευθέως σε θέμα δημόσιας τάξεως που μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, εξετάζεται αμέσως πιο κάτω, κατά προτεραιότητα (Στυλιανός Αγαθοκλέους ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. 29/2011, ημερ. 21.7.2016, Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130).

 

Κατά τη σχετική εισήγηση, απουσίαζαν πάντα, σε όλες τις σχετικές συνεδρίες, δυο διαφορετικά από τα τέσσερα μέλη της Ε.Δ.Υ., με αποτέλεσμα να λαμβάνουν τις αποφάσεις ο Πρόεδρος και δυο μέλη, όπως αυτά εμφανίζονταν κάθε φορά στο πρακτικό: ειδικότερα, στη δε συνεδρία της 20.5.2021, δεν συμμετείχαν δυο πρόσωπα, όπως επίσης και στη συνεδρία ημερομηνίας 1.6.2021, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να έχει ληφθεί επί της ουσίας από τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ. και άλλο ένα μέλος.

 

 

 

Οι αιτιάσεις της αιτήτριας κρίνονται αβάσιμες. Εν πρώτοις, από το πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 14.5.2020 (παράρτημα 2 στο δικόγραφο της ένστασης), αλλά και από το πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 26.5.2020 (παράρτημα 3), προκύπτει ότι όλα τα μέλη της Ε.Δ.Υ. ήσαν παρόντα. Εν συνεχεία, από το πρακτικό της συνεδρίας 20.5.2021 (παράρτημα 5), προκύπτει ότι κατά την εξέταση του επίδικου θέματος, ήτοι κατά την επανεξέταση από την Επιτροπή (θέμα Β(7)(1) των πρακτικών), όλα τα μέλη ήσαν παρόντα, εφόσον οι όποιες απουσίες μελών αφορούσαν στην εξέταση άλλων ζητημάτων, τα οποία ρητά και συγκεκριμένα καταγράφηκαν στην αρχή του πρακτικού. Παρομοίως, και στη συνεδρία ημερομηνίας 1.6.2021, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκύπτει, σύμφωνα πάντα με το πρακτικό, ότι κατά την εξέταση του επίδικου θέματος (θέμα Β(1)(3) των πρακτικών), όλα τα μέλη της Ε.Δ.Υ. ήσαν παρόντα, εφόσον οι όποιες απουσίες μελών αφορούσαν στην εξέταση άλλων ζητημάτων, οι οποίες ειδικά αναφέρονται στην αρχή του πρακτικού.

 

Δεν εντοπίζεται σφάλμα στη σύνθεση της Ε.Δ.Υ. και ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Προχωρώ τώρα στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που προωθεί η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 694/2021.

 

 

 

Εγείρεται εν πρώτοις ο ισχυρισμός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε με τα ευρήματα των προηγηθεισών ακυρωτικών αποφάσεων και προέβη ουσιαστικά στα ίδια σφάλματα, τα οποία είχαν εντοπιστεί από το Δικαστήριο ως παθογένειες στις προηγούμενες διαδικασίες, εφόσον «γίνεται και πάλι απλή καταγραφή των στοιχείων των διαδίκων χωρίς οποιαδήποτε σύγκριση των υποψηφίων και όλων των δεδομένων τους στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων επιλογής, κατά παράβαση των ευρημάτων των δυο προηγούμενων ακυρωτικών αποφάσεων».

 

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση. Έχοντας ανατρέξει στη νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (παράρτημα 4 στην ένσταση), αλλά και στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής, ημερομηνίας 24.2.2021 (επίσης παράρτημα 4), παρατηρώ τα εξής: η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της και τα ευρήματα της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, προχώρησε στην αξιολόγηση των υποψηφίων στη βάση όλων των θεσμοθετημένων στοιχείων κρίσης. Προκύπτει με ευκρίνεια από την έκθεση (βλ. ιδιαίτερα παράγραφο 11) και το σχετικό πρακτικό ότι λήφθηκε υπόψη η ισοδυναμία των υποψηφίων στην αξία, ως αυτή προκύπτει από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις («Εξαίρετες»), το προβάδισμα της αιτήτριας σε αρχαιότητα κατά 4 ½ χρόνια, «[.] που δεν μπορεί να παρακάμπτεται εύκολα, αφού, βάση και του δεδικασμένου της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου φέρνει μαζί της και υπέρτερη πείρα η οποία με τη σειρά της επαυξάνει την αξία του κατόχου της», η υπό της αιτήτριας και του Ε.Μ. κατοχή της προτίμησης που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας[1], η οποία «βάση και του δεδικασμένου, [.] αποτελεί στην ουσία προσόν του σχεδίου υπηρεσίας που ενέχει τη δική του σημασία και σε συσχέτιση με το στοιχείο της αρχαιότητας όπως εξετάστηκε πιο πάνω, υποδηλοί ότι οι κάτοχοι της φέρουν και υπέρτερη πείρα στο θέμα της προτίμησης», αλλά και η αξιολόγησή τους στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής, όπου και οι δυο κρίθηκαν ως «Εξαίρετες». Περαιτέρω, λήφθηκε υπόψη και η κατοχή πρόσθετου επαγγελματικού προσόντος από το Ε.Μ. (Certified Public Accountant (CPA), το οποίο, μαζί με τη μετεκπαίδευσή της σε θέματα Προϋπολογισμού και Διαχείρισης Έργων, κρίθηκε ότι προσθέτει στην αξία και στην καταλληλότητά της ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Συναφώς, καταγράφεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε αναφορικά με τη λήψη υπόψη πρόσθετων σχετικών προσόντων των υποψηφίων. Όλα τα πιο πάνω, όπως αναφέρεται και στην έκθεση, αλλά και στο πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 24.2.2021, λήφθηκαν υπόψη, αξιολογήθηκαν και/ή συσταθμίστηκαν από την Επιτροπή, η οποία κατέληξε ότι οι δυο αιτήτριες, το Ε.Μ. και άλλη μια υποψήφια ήσαν οι πλέον κατάλληλες για την επίδικη θέση και τις συνέστησε για προαγωγή.

 

Κρίνω ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή όχι μόνον έλαβε υπόψη της τα ευρήματα της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, ως όφειλε, αλλά και προέβη σε αιτιολογημένη συγκριτική αντιπαραβολή της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων στα διάφορα στοιχεία κρίσης, σε συμφωνία και με την εν λόγω απόφαση, αλλά και το άρθρο 34(6) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο, η Συμβουλευτική Επιτροπή, «αφoύ λάβει υπόψη της τα απoτελέσματα της γραπτής και ή πρoφoρικής εξέτασης τωv υπoψηφίωv, αvάλoγα με τo τι έχει διεξαχθεί, τα πρoσόvτα τωv υπoψηφίωv σε σχέση με τα καθήκovτα της θέσης, τo περιεχόμεvo τωv Πρoσωπικώv Φακέλωv και τωv Ετήσιωv Υπηρεσιακώv Εκθέσεωv τωv υπoψηφίωv oι oπoίoι είvαι δημόσιoι υπάλληλoι, όπως επίσης και τα υπόλoιπα στoιχεία τωv αιτήσεωv, απoστέλλει στηv Επιτρoπή αιτιoλoγημέvη έκθεση για όλoυς τoυς υπoψηφίoυς και κατάλoγo πoυ περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ovόματα τωv υπoψηφίωv τoυς oπoίoυς συστήvει για επιλoγή». Δεν εντοπίζεται κενό αιτιολόγησης, αλλ’ ούτε και υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, της οποίας η έκθεση και αξιολόγηση διενεργήθηκε υπό το φως και των ευρημάτων της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης και υπήρξε εύλογα επιτρεπτή, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και δεν ασκεί προωτογενή έλεγχο: η εξουσία του αφορά στον έλεγχο του ευλόγως επιτρεπτού της απόφασης και τυχόν υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, που εν προκειμένω δεν εντοπίζεται.

 

Κατά συνέπεια, ο πρώτος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Περαιτέρω, κρίνω ότι ως αβάσιμοι θα πρέπει να απορριφθούν και οι ισχυρισμοί περί πάσχουσας σύστασης του Γενικού Διευθυντή, οι οποίοι εγείρονται στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακύρωσης που προωθείται. Ειδικότερα, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του Ε.Μ., ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, ότι δε λήφθηκε υπόψη η υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα και πείρα και κατ’ επέκταση σε αξία, κατά παράβαση των δύο προηγηθεισών ακυρωτικών αποφάσεων, είναι δε αυτή η σύσταση πεπλανημένη και άνιση ως προς το κριτήριο της αξίας, αναιτιολόγητη και καταχρηστική.

 

Όπως αναφέρεται και στο πρακτικό της συνεδρίας 1.6.2021 (παράρτημα 6 στην ένσταση), ο Γενικός Διευθυντής προτού προβεί στη σύσταση του, είχε στη διάθεση του, τις αιτήσεις των υποψηφίων, τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων. Όπως καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό-

 

 

 

«Η Χ. (Σ.) κρίνεται ότι υπερέχει της Τ. (Σ.) όσον αφορά την κατοχή επιπρόσθετων σχετικών προσόντων, που αφορούν στο επαγγελματικό προσόν CPA (Certified Public Accountant), το οποίο μαζί με τη μετεκπαίδευση της σε θέματα Προϋπολογισμού (Budgeting in the Public Sector) και Διαχείρισης έργων (Project Management) προσθέτει στην αξία της, καθώς και στην καταλληλότητα της ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, ενώ τουναντίον η Τ. (Σ.) δεν έχει επιπρόσθετο προσόν, το οποίο να μπορούσε να θεωρηθεί ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, αυτό δεν προσθέτει κάτι στην αξία της. Οι Τ. (Σ.) και Χ. (Σ.) κρίθηκαν ως «εξαίρετες» στην αξιολόγηση κατά την προφορική εξέτασή τους ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ η αξία των Τ. (Σ.) και Χ. (Σ.) είναι απόλυτα ίση με «εξαίρετα» σε όλα τα έτη που λήφθηκαν υπόψη σύμφωνα με τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ’ αυτές των τελευταίων, προ τους ουσιώδους χρόνου, ετών. Όσον αφορά την προτίμηση σε θέματα συντονισμού, την κατέχουν τόσο η Χαραλάμπους (Σ.), όσο και η Τ. (Σ.). Η υπεροχή της Τ. (Σ.) σε αρχαιότητα κατά τεσσεράμιση περίπου χρόνια λήφθηκε υπόψη στην αύξηση της αξίας της και υπολογίστηκε για σκοπούς σύγκρισης με την Χ. (Σ.). Όμως, λαμβάνοντας υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία αλλά είναι και θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, που με βάση σχετική νομολογία η αρχαιότηα από μόνη της ως κριτήριο έχει περιορισμένη σημασία, και λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική αξιολόγηση των δύο υποψηφίων, όπως αυτή παρατίθεται πιο πάνω, διαφαίνεται ότι η Χ. (Σ.) είναι καταλληλότερη για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων.».

 

 

Προκύπτει με ευκρίνεια από το πιο πάνω απόσπασμα ότι ο Γενικός Διευθυντής έλαβε υπόψη του το σύνολο των σχετικών παραμέτρων, πριν από την υποβολή της σύστασής του και δεν εντοπίζεται ούτε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων, ούτε κενό αιτιολόγησης, ούτε πλάνη, αλλ’ ούτε και οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα στη δοθείσα σύσταση, η οποία κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Ο Διευθυντής, ρητά σημειώνει την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, η οποία προσθέτει στην αξία και η οποία λήφθηκε υπόψη, ωστόσο, παραθέτει με σαφήνεια το σκεπτικό επιλογής του Ε.Μ., ούτως ώστε να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του δικαστικού ελέγχου, τονίζοντας ότι η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία, καθώς και την υπεροχή του Ε.Μ. σε πρόσθετα σχετικά προσόντα, που την καθιστούν καταλληλότερη για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.

 

Ως εκ των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί που εγείρει η αιτήτρια στο πλαίσιο του δεύτερου εγειρόμενου λόγου ακύρωσης που προωθεί, περί πάσχουσας σύστασης, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Περαιτέρω, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι αγνοήθηκε παντελώς από την Ε.Δ.Υ. η υπεροχή της σε αρχαιότητα και πείρα, η οποία και προσθέτει στην αξία, κατά παραγνώριση των δυο προηγηθεισών ακυρωτικών αποφάσεων. Τα δε πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα του Ε.Μ. δεν μπορούσαν να επισκιάσουν την έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας σε αξία, πείρα και αρχαιότητα.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τις πιο πάνω θέσεις. Η Ε.Δ.Υ., όπως προκύπτει και από το πρακτικό της συνεδρίας της ημερομηνίας 1.6.2021, διενεργώντας συγκριτική αντιπαραβολή των υποψηφίων, καταγράφει με σαφήνεια και επαρκή λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους επέλεξε το Ε.Μ. για την επίδικη θέση.

 

Όπως αναφέρεται, λήφθηκε υπόψη η απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, όπου η αιτήτρια αξιολογήθηκε ως «Σχεδόν Εξαίρετη», ενώ το Ε.Μ. ως «Εξαίρετη». Αυτή, η, έστω και οριακά, καλύτερη απόδοση του Ε.Μ. στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη, ήταν ένα ουσιώδες στοιχείο το οποίο, κατά τη νομολογία, προσέθεσε στην αξία της και στο οποίο η Ε.Δ.Υ. νόμιμα απέδωσε ιδιαίτερη σημασία (Δημοκρατία ν. Ανδρέα Ασσιώτη κ.α  (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, Κωνσταντίνου κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 18, Κουρσάρου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 293, Γεωργία Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105). Περαιτέρω, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της ότι πέραν της υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενης προτίμησης που διαθέτουν και αιτήτρια και Ε.Μ., το Ε.Μ. υπερέχει έναντι της αιτήτριας σε πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, εφόσον κατέχει το επαγγελματικό προσόν CPA, το οποίο, σε συνδυασμό με την μετεκπαίδευσή του σε θέματα προϋπολογισμού, κρίθηκε ότι προσθέτει στην αξία και στην καταλληλότητα για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Είναι γνωστή η νομολογία αναφορικά με την αποτίμηση των πρόσθετων, μη προβλεπόμενων, προσόντων τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης: τα μη απαιτούμενα πρόσθετα ακαδημαϊκά  προσόντα, εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμούνται από την αρμόδια αρχή, η οποία οφείλει να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας τα δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φθάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος κ.α. v. Xατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374, Μαρία Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 124/14 και 134/14, ημερ. 6.12.2017, Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 135/2013, ημερ. 3.2.2020). Όπου δε τα πρόσθετα προσόντα λαμβάνονται υπόψη, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να τους αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα. Ομοίως, δεν επεμβαίνει το Δικαστήριο από τη στιγμή που η αρμόδια αρχή κινήθηκε εντός των εύλογων επιτρεπτών ορίων (βλ. και Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 113/11, ημερ. 22.3.2017).

 

Επιπρόσθετα, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της και την υπέρ του Ε.Μ. δοθεία σύσταση του Διευθυντή, η οποία βεβαίως προσθέτει στην αξία του υποψηφίου (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Ανδρέας Ματσάγκος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 199, Γεώργιος Λυώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2038),

 

Όσον αφορά στην υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, παρατηρώ ότι αυτή λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ., η οποία μάλιστα έκανε ειδική αναφορά περί τούτου, επισημαίνοντας και τους λόγους που αυτό το στοιχείο από μόνο του δεν θα μπορούσε να έχει βαρύνουσα και/ή καθοριστική σημασία, εφόσον η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία. Πράγματι, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι η αρχαιότητα σε θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, ως η επίδικη, είναι μικρής και/ή οριακής σημασίας η δε διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρεία (Σαμουήλ ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου, Α.Ε. 4/2015, ημερ. 16.12.2021, Μυρούλα Χατζηχριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ., 362, Δημοκρατία κ.α. ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, 409, Πούρος, ανωτέρω, Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 99, 102). Παρομοίως, και η πείρα που απορρέει από αυτήν την αρχαιότητα, δεν εξαρτάται μόνον από τη διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία του κάθε υποψηφίου (βλ. Δημήτρης Φελλάς ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 675 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, 118). Συνεπώς, δεν θα μπορούσε εν προκειμένω η υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα και πείρα να διαδραματίσει από μονή της καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του πλέον κατάλληλου για την επίδικη θέση.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η τελική απόφαση επιλογής του Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας, κρίνεται ορθή και σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ.. Πρόκειται για μια πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) και δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε πλημμέλεια που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ακύρωσή της.

 

Τέλος, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί πλάνης της Ε.Δ.Υ. ως προς τη διαφορά μεταξύ Ε.Μ. και αιτήτριας στην αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης, στην οποία, κατά τη σχετική εισήγηση, η καθ’ ης η αίτηση αδικαιολόγητα και/ή πεπλανημένα απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα. Υπενθυμίζεται ότι κατά την προφορική συνέντευξη, το Ε.Μ. αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετη» και η αιτήτρια ως «Σχεδόν Εξαίρετη». Είναι δε σαφές από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, έχει δε λεχθεί και πιο πάνω αναλυτικά, ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. για επιλογή του Ε.Μ. ως της πλέον κατάλληλης για την επίδικη θέση, έναντι της αιτήτριας, δεν στηρίχθηκε μόνο στην αξιολόγηση της απόδοσής τους στην προφορική συνέντευξη, αλλά στο σύνολο των θεσμοθετημένων στοιχείων κρίσης, περιλαμβανομένης βεβαίως και της (υπέρ του Ε.Μ.) δοθείσας σύστασης του Διευθυντή και των πρόσθετων μη απαιτούμενων προσόντων, όπου το Ε.Μ. επίσης υπερείχε της αιτήτριας. Αυτό προκύπτει αβίαστα και από το πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, ημερομηνίας 1.6.2021. Επιπρόσθετα, όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, ιδιαίτερα προκειμένου για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, ως είναι η επίδικη, η προφορική εξέταση μπορεί να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο και να έχει σημαντική βαρύτητα, η δε διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. είναι ευρεία (βλ. Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016, Στυλιανού κ.α. ν. Χατζηκωνσταντίνου και Άλλη (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 41). Εν προκειμένω, επαναλαμβάνω ότι η, έστω και οριακά, καλύτερη απόδοση του Ε.Μ. στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη, ήταν ένα ουσιώδες στοιχείο το οποίο, κατά τη νομολογία, προσέθεσε στην αξία της και στο οποίο το διορίζον όργανο νόμιμα απέδωσε ιδιαίτερη σημασία (Ασσιώτη κ.α., Κουρσάρου, ανωτέρω, Μικελλίδου, ανωτέρω). Συνεπώς, ορθώς λήφθηκε υπόψη η υπεροχή του Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας στο συγκεκριμένο στοιχείο κρίσης. Από το περιεχόμενο δε της επίδικης απόφασης και το σύνολο των παραγόντων που λήφθηκαν υπόψη για την τελική επιλογή της Ε.Δ.Υ., διαπιστώνω ότι η προφορική συνέντευξη αποτέλεσε ένα εκ των στοιχείων στο οποίο, εντός των προαναφερθεισών νομολογιακών παραμέτρων, δόθηκε η δέουσα βαρύτητα και που σαφώς και προσμέτρησε στην τελική της κρίση, συνυπολογιζόμενο με τους λοιπούς παράγοντες που αναφέρονται στην επίδικη απόφαση.

 

 

 

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτερη και το όργανο αυτό, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82, lerides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 180, Θέσπις Παντζαρή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 744/98, ημερ. 26.5.1999). Πεδίο δε για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου.

 

Περαιτέρω, εξίσου αποκρυσταλλωμένες είναι οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση έδρασαν εντός ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση, αλλ' ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, περιλαμβανομένης και της αρχαιότητας, υπέρ της οποίας επιχειρηματολόγησε εν εκτάσει η συνήγορος της αιτήτριας.

 

Εν τέλει, η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης (Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω, Κούσιου Κορφιώτου, ανωτέρω) και, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη και ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.

 

Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, εκτός αν πράγματι προκύπτει μια τέτοια έκδηλη υπεροχή (Σολομωνίδης, ανωτέρω, ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329). Στην υπό κρίση περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός των ορίων που της παρέχει ο Νόμος και σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας έναντι των Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου (Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023).

 

 

 

Λαμβανομένων υπόψη όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης στην προσφυγή αρ 694/2021 και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά στην προσφυγή αρ. 735/2021, στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι, στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων επιλογής, η αιτήτρια σαφώς υπερέχει του Ε.Μ. και πεπλανημένα, αντινομικά, χωρίς τη διενέργεια δέουσας έρευνας και κατά παράβαση των γενικών αρχών του Διοικητικού δικαίου, επελέγη το Ε.Μ. αντ’ αυτής για την επίδικη θέση. Εντός αυτού του πλαισίου, η αιτήτρια προβάλλει ότι κατέχει το πλεονέκτημα του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, το οποίο παραγνωρίστηκε πλήρως, καθώς και την υπό του σχεδίου προβλεπόμενη πείρα και προτίμηση. Περαιτέρω, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι πάσχει και η νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία, κατά τη σχετική εισήγηση, δεν είχε αρμοδιότητα να ανατρέψει την τελική αξιολόγηση της αιτήτριας, που κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ.. Προβάλλεται επίσης ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν ορθά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 34 του Νόμου κριτήρια και τα προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, παραγνωρίζοντας την καταφανή υπεροχή της αιτήτριας λόγω του πλεονεκτήματος, αλλά και παραλείποντας να συσταθμίσουν την πείρα της.

 

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί κρίνονται αβάσιμοι.

 

Συγκριτική αντιπαραβολή αιτήτριας και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Και οι δύο υποψήφιες έχουν τελικώς αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «Εξαίρετες», ενώ ως «Εξαίρετες» έχουν αξιολογηθεί και στο κριτήριο της αξίας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις με έμφαση σε αυτές των τελευταίων, προ του ουσιώδους χρόνου, δέκα ετών. Περαιτέρω, και στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη, αιτήτρια και Ε.Μ. αξιολογήθηκαν ως «Εξαίρετες».

 

Ως προς την αρχαιότητα, το Ε.Μ. υστερεί οριακά έναντι της αιτήτριας κατά πέντε περίπου μήνες, διαφορά που, ως καθίσταται εύκολα αντιληπτό, αποκτά οριακή σημασία, ιδιαίτερα από τη στιγμή που, όπως έχει ήδη λεχθεί, πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία και η αρχαιότητα έχει, ούτως ή άλλως, περιορισμένη σημασία (Σαμουήλ, ανωτέρω, Μυρούλα Χατζηχριστοφόρου, ανωτέρω, Ασσιώτη, ανωτέρω, Παρούτη, ανωτέρω).

 

Σε σχέση με τα προσόντα,  για τα οποία η Ε.Δ.Υ. έκανε ειδική αναφορά στο πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, πράγματι η αιτήτρια κατέχει το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, καθώς και πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, το οποίο δεν προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, ενώ το Ε.Μ. κατέχει την υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενη προτίμηση, καθώς και το επιπρόσθετο επαγγελματικό προσόν CPA και επιπρόσθετη μετεκπαίδευση σε θέματα προϋπολογισμού και διαχείρισης έργων.

 

Τέλος, το Ε.Μ. έχει υπέρ της την σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία, ως έχει λεχθεί και πιο πάνω, προσθέτει στην αξία του υποψηφίου, ως ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης.

 

Είναι σαφές από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, έχει δε λεχθεί και πιο πάνω αναλυτικά, ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. για επιλογή του Ε.Μ. ως της πλέον κατάλληλης για την επίδικη θέση, έναντι της αιτήτριας, στηρίχθηκε στο σύνολο των θεσμοθετημένων στοιχείων κρίσης, περιλαμβανομένης βεβαίως και της (υπέρ του Ε.Μ.) δοθείσας σύστασης του Διευθυντή και του πρόσθετου επαγγελματικού προσόντος και της συναφούς μετεκπαίδευσης του Ε.Μ.. Αυτό προκύπτει αβίαστα και από το πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, ημερομηνίας 1.6.2021. Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, διαπιστώνω ότι πράγματι λήφθηκε υπόψη και η υπό της αιτήτριας κατοχή του πλεονεκτήματος αλλά και ενός πρόσθετου ακαδημαϊκού τίτλου, στα οποία, εντός των προαναφερθεισών νομολογιακών παραμέτρων, δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, όπως όμως δόθηκε και στο πρόσθετο επαγγελματικό προσόν και στη συναφή μετεκπαίδευση του Ε.Μ., που σαφώς προσμέτρησαν στην τελική της κρίση, συνυπολογιζόμενα με τους λοιπούς παράγοντες που αναφέρονται στην επίδικη απόφαση. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτερη και το όργανο αυτό, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Τα πιο πάνω περιέλαβε αναλυτικά και ο Διευθυντής στη σύστασή του, αιτιολογώντας, ως έχει ήδη λεχθεί, την τελική του επιλογή. Συνεπώς, δεν έχουν έρεισμα οι ισχυρισμοί περί πάσχουσας σύστασης καθώς και τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ..

 

Όπως επίσης δεν έχει έρεισμα ο ισχυρισμός των συνηγόρων της αιτήτριας ότι δεν λήφθηκε υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση το γεγονός ότι η αιτήτρια διέθετε και την προτίμηση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης: όπως προκύπτει από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, η αιτήτρια δεν κατέχει την προτίμηση του σχεδίου υπηρεσίας και ουδέποτε κρίθηκε ότι την κατέχει. Αυτό, εξάλλου, ρητά καταγράφηκε και σε μια από τις κρίσεις των προηγούμενων ακυρωτικών αποφάσεων. Περαιτέρω, η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, επεσήμανε ότι η αιτήτρια δεν κατείχε την απαιτούμενη πείρα ούτως ώστε να κριθεί ότι πληρούσε την προτίμηση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης. Λέχθηκε συναφώς ότι:

 

«(…) Σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων που κατείχε, διαθέτει τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, καθώς έχει συμπληρώσει πείρα σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετής είναι διοικητική πείρα. Σε ότι αφορά στην προτίμηση σε θέματα συντονισμού, η επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της (τόσο τα στοιχεία που υποβλήθηκαν με την αλληλογραφία η οποία λήγει με την επιστολή των δικηγόρων της υποψήφιας προς την ΕΔΥ ημερ. 14/7/2015, όσο και από το περιεχόμενο του Προσωπικού της Φακέλου και του Φακέλου των Ετήσιων Υπηρεσιακών της Εκθέσεων) αποφάσισε ότι αν και τα καθήκοντα της κας Μ. ως Ανώτερος Λειτουργός Προγραμματισμού περιλαμβάνουν θέματα συναφή με τις παραγράφους 2(3) (ι) και 2 (3) (ιι) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ωστόσο δεν στοιχειοθετείται πενταετής σωσσωρευτική πείρα σε θέματα συντονισμού, σύμφωνα με τον ορισμό της κατοχής της προτίμησης (δηλαδή άσκηση συντονιστικών καθηκόντων, σε θέματα συναφή με τις παραγράφους 2(3) (ι) και 2 (3) (ιι) του Σχεδίου Υπηρεσίας, για τουλάχιστο 5 χρόνια) και κατ’ επέκταση η υποψήφια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτει την προτίμηση σε θέματα συντονισμού. Επισημαίνεται ότι η ερμηνεία αυτή χρησιμοποιήθηκε επί ίσοις όροις τόσο για όλους τους Λειτουργούς Προγραμματισμού, περιλαμβανομένης και της κας Χ. Μ., όσο και για όλους τους υπόλοιπους υποψηφίους που προέρχονται από άλλα Τμήματα/Υπηρεσίες της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η διαπίστωση εξάλλου της μη κατοχής της προτίμησης σε θέματα συντονισμού έγινε αποδεκτή και από τις δύο ξεχωριστές αποφάσεις με ημερ. 14/12/2016 και 30/4/2020 του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου αντίστοιχα, μετά από τις προσφυγές που καταχωρήθηκαν από τις υποψήφιες Π. Σ. και Α. Σ. για τον επαναδιορισμό της κας Χ. Μ. στη θέση Διευθυντή Συντονισμού από 15/12/2011(…)».

 

Συναφώς, αποτελεί ισχυρισμό της αιτήτριας ότι θα έπρεπε να προσμετρήσει η προτίμηση κατά το ποσοστό που, κατά τους ισχυρισμούς της, κατείχε, ήτοι κατά ποσοστό 82%. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός δεν υποστηρίζεται από το λεκτικό του σχεδίου υπηρεσίας, ούτε και από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο. Η δε ερμηνεία που επιδιώκει να εισαγάγει η αιτήτρια, απολήγει σε ανεπίτρεπτη προσθήκη στο ίδιο το γράμμα του σχεδίου υπηρεσίας. Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Περαιτέρω, κρίνονται αβάσιμοι και οι ισχυρισμοί περί πάσχουσας έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ισχύουν και εν προκειμένω τα όσα έχουν εκτεθεί πιο πάνω, στο πλαίσιο εξέτασης αντίστοιχου λόγου ακύρωσης στην προσφυγή αρ. 694/2021. Αδίκως δε η αιτήτρια διατείνεται ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προτίμηση, η οποία και αποτέλεσε αποφασιστικό κριτήριο επιλογής, ενώ παραγνωρίστηκε το πλεονέκτημα που κατείχε, χωρίς να δοθεί ειδική αιτιολογία επ’ αυτού. Όπως έχει λεχθεί και πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη της το σύνολο των στοιχείων αναφορικά με κάθε υποψήφιο και είναι ο συσχετισμός και η συγκριτική αντιπαραβολή όλων των στοιχείων κρίσης που είναι σημαντικά σε διαδικασίες διορισμού και προαγωγών.

 

Όπως καταδεικνύεται από το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων, η Επιτροπή συνεκτίμησε και συνυπολόγισε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και αιτιολογημένα απέδωσε σε κάθε ένα από αυτά τη δέουσα βαρύτητα. Αυτό προκύπτει με σαφήνεια από την έκθεση της Επιτροπής και σε καμία περίπτωση δεν στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός ότι η κατοχή της προτίμησης αποτέλεσε το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. Εντός αυτού του πλαισίου, λήφθηκε υπόψη και/ή συνεκτιμήθηκε και το γεγονός ότι η αιτήτρια κατείχε το πλεονέκτημα του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, καθώς και πρόσθετο ακαδημαϊκό προσό και γι’ αυτό εξάλλου αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «Εξαίρετη». Παρομοίως, και το ΕΜ αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετη», καθότι κατείχε την προτίμηση, επιπρόσθετο επαγγελματικό προσόν και σχετική μετεκπαίδευση. Αυτή δε η κρίση, ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Τονίζεται εκ νέου ότι αυτό που έχει σημασία, είναι η ουσιαστική συνεξέταση και/ή συνεκτίμηση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας, ανωτέρω, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι ούτε στην προσφυγή αρ. 735/2021 στοιχειοθετείται βάσιμος λόγος ακύρωσης.

 

Υπενθυμίζεται εν κατακλείδι ότι, σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτερη και το όργανο αυτό, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Georghiou, ανωτέρω, Παντζαρή, ανωτέρω). Πεδίο δε για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, κάτι που δεν συμβαίνει στην υπό εξέταση περίπτωση. Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση έδρασαν εντός ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση, αλλ' ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, περιλαμβανομένης και της κατοχής του πλεονεκτήματος και ενός πρόσθετου ακαδημαϊκού τίτλου από την αιτήτρια.

 

Εν πάση περιπτώσει, έκδηλη υπεροχή εκ μέρους της αιτήτριας σε καμία περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, εκτός αν πράγματι προκύπτει μια τέτοια έκδηλη υπεροχή (Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω, Παπαχριστοδούλου, ανωτέρω). Στην υπό κρίση περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός των ορίων που της παρέχει ο Νόμος και σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας έναντι των Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου (Χατζηκωστή, ανωτέρω).

 

Κατά συνέπεια, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Επιδικάζονται €1200 έξοδα εναντίον έκαστης αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 



[1] Σύμφωνα με την παράγραφο (2) των απαιτούμενων προσόντων, απαιτείται «δεκαετής τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση σε θέματα διοίκησης ή/και συντονισμού ή/και οικονομικής ανάπτυξης από την οποία πενταετής τουλάχιστον διοικητική πείρα, κατά προτίμηση σε θέματα συντονισμού».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο