ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

  Υπόθεση Αρ. 696/2018

                                                   5 Ιουλίου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

                        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1. Α. Σ. Κ.

2. Α. Μ.

Αιτήτριες

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1 . ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ

2. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ' ων η Αίτηση.

   

 __________________

 

Ζωή Ανδρέου (κα), δια  Γιώργος Γ. Γιάγκου Δ.Ε.Π.Ε. Δικηγόροι Αιτητριών.

Δένα Μαρία Εργατούδη (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Δικηγόρο για τους Καθ' ων η αίτηση.

___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, οι Αιτήτριες αιτούνται:

«Α.    Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία, η πράξη και/ή η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 23.03.2018 η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρ. 5105, στις 23.03.2018, με την οποία οι Καθ' ων η Αίτηση προήγαγαν τα ενδιαφερόμενα μέρη κ. Τ. Κ.,  κα Έ. Α., κα Μ. Χρ. Θ.,  κα Ε. Κ. – Γ.,  κα Π. Κ., κα Π. Α. Σ.  και  κ. Κ. Κ. στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Τεχνικού από την 01.03.2018 αντί των και/ή στη θέση των Αιτητριών, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Kαθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την παρούσα υπόθεση είναι τα εξής:

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στη συνεδρία της ημερ. 4.9.2017, μετά που λήφθηκε επιστολή του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών στις 25.8.2017, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης επτά κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων (Θέσεις Προαγωγής).

 

Στη συνεδρία των Kαθ’ ων η αίτηση στις 6.2.2018 τέθηκε προς συζήτηση επιστολή των δικηγόρων των Αιτητριών με ημερομηνία 31.7.2017, εκ μέρους αυτών και άλλων δεκαοκτώ Τεχνικών του Τμήματος Δημοσίων Έργων, με την οποία ζητούσαν όπως οι πελάτες τους κριθούν ως προσοντούχοι για αυτές τις θέσεις προαγωγής, θέτοντας ενώπιον της ΕΔΥ τα εξής επιχειρήματα:

1.     Οι αναφερόμενοι στην επιστολή υποψήφιοι υπηρέτησαν ως έκτακτοι Τεχνικοί στο Τμήμα Δημοσίων Έργων από 1.10.1989 - 24.1.1991.

2.     Από 25.1.1991 - 30.11.1997 υπηρέτησαν ως μόνιμοι Τεχνικοί στο Τμήμα Δημοσίων Έργων και, ακολούθως, αφού ο διορισμός τους στη μόνιμη θέση ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 7.7.1997, διορίστηκαν με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αναδρομικά σε θέση Τεχνικού από 25.1.1991.

3.     Ακολούθως, ο διορισμός αυτών ακυρώθηκε εκ νέου, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με ημερ. 27.2.2003, και στη συνέχεια για τα έτη 2003 μέχρι 2007 υπηρέτησαν ως έκτακτοι Τεχνικοί στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, ενώ από 16.7.2007 διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, όπως προκύπτει από του φακέλους που έχουν τεθεί ενώπιον μου, έλαβε υπόψη τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή και εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία τα οποία αφορούσαν τα εν λόγω πρόσωπα. Η ΕΔΥ, ως καταγράφεται και στο σχετικό πρακτικό με ημερομηνία 6.2.2018, σημείωσε ότι, η υπηρεσία την οποία οι πιο πάνω υπάλληλοι κατείχαν στο παρελθόν σε θέσεις που ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξαφανιστεί μετά τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συνεπώς δεν μπορεί να προσμετρήσει ως «υπηρεσία» για σκοπούς της σχετικής απαίτησης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το αίτημα των πιο πάνω υποψηφίων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

 

Στην εν λόγω συνεδρία  ημερ.6.2.2018, για την πλήρωση των επτά κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων, η Διευθύντρια του Τμήματος Δημοσίων Έργων σύστησε για προαγωγή τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.  

 

Στη συνέχεια η Επιτροπή έκρινε και η ίδια την καταλληλότητα των υποψηφίων και προς τούτο εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβε επίσης υπόψη την κρίση και τη σύσταση της Διευθύντριας. Η Επιτροπή, αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένης και της σύστασης της Διευθύντριας και των όσων ανέφερε σχετικά, έκρινε ότι τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα είναι κατάλληλα και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτά προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων, από 1.3.2018.

 

Η προαγωγή των Ενδιαφερόμενων Προσώπων δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερ. 23.03.2018 και αυτής ακολούθησε στις 23.05.2018 η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Οι Αιτήτριες με την προσφυγή τους ισχυρίζονται ότι, υπερέχουν έκδηλα των Ενδιαφερόμενων Προσώπων σε αρχαιότητα, πείρα και προσφορά στην υπηρεσία και προωθούν σχετικούς λόγους ακύρωσης. Ωστόσο, στα πλαίσια της διαδικασίας έχει τεθεί προδικαστική ένσταση εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση, η εξέταση της οποίας προέχει της εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης.

 

Συγκεκριμένα, στα πλαίσια της διαδικασίας έχει τεθεί προδικαστική ένσταση εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση, μέσω της γραπτής αγόρευσης τους, ότι οι Αιτήτριες κωλύονται στην προώθηση της προσφυγής τους λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος αυτών να προσβάλουν τις προαγωγές των Ενδιαφερομένων  Μερών, επειδή οι ίδιες δεν ήταν προσοντούχες στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας πλήρωσης των επίδικων κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων. Ειδικότερα προβάλλεται πως, αυτές δεν κατείχαν την προβλεπόμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης «δεκαεξαετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Τεχνικού ή/και στις προηγούμενες θέσεις Τεχνικού, 1ης και 2ης τάξης από την οποία πενταετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη Κλίμακα Α7». Το εν λόγω προδικαστικό ζήτημα, παρόλο που προκύπτει από τα εκεί καταγραμμένα γεγονότα, δεν τίθεται στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση. Τη θέση αυτή ωστόσο προώθησε και ανέλυσε εκτενώς η κα.Εργατούδη μέσα από τη γραπτή της αγόρευση, καθώς και ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο των Διευκρινήσεων. 

 

Οι δικηγόροι των Αιτητριών, αναφορικά με τη θέση αυτή η οποία έχει εγερθεί πρώτη φορά στην γραπτή αγόρευση της Νομικής Υπηρεσίας, αρκούνται απλά να την απορρίψουν στην απαντητική τους γραπτή αγόρευση χωρίς να προβάλουν οποιοδήποτε αντίθετο επιχείρημα. Ωστόσο, στο στάδιο των Διευκρινήσεων η κα. Ανδρέου πέραν την επίκλησης του περιεχόμενου της επιστολής του δικηγορικού τους γραφείου η οποία απεστάλη στην ΕΔΥ με ημερομηνία 31.7.2017,  ισχυριζόμενη ότι οι Αιτήτριες διατηρούν το έννομο τους συμφέρον, υποστήριξε ότι οι πελάτιδές τους πληρούσαν τα 16 χρόνια υπηρεσίας.

 

Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση την οποία υποστηρίζει η ευπαίδευτη δικηγόρος των Αιτητριών. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των Αιτητριών οι οποίοι έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο στο στάδιο των Διευκρινήσεων, και η ΕΔΥ έχει καταγράψει στο προαναφερθέν πρακτικό με ημερομηνία 6.2.2018, η υπηρεσία την οποία οι Αιτήτριες και άλλοι υποψήφιοι κατείχαν στο παρελθόν, σε θέσεις που ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχει εξαφανιστεί μετά τις ακυρωτικές αυτές αποφάσεις και συνεπώς δεν μπορεί να προσμετρήσει ως «υπηρεσία» για σκοπούς της σχετικής απαίτησης του Σχεδίου Υπηρεσίας. Αποτέλεσμα τούτου είναι αυτές να μην πληρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο τα 16 χρόνια υπηρεσίας που απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

Δεδομένης αυτής της διαπίστωσης, έχω ανατρέξει στη πλούσια σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δίδει την απαραίτητη καθοδήγηση ως προς την έκβαση της ενώπιον μας υπόθεσης και την οποία παραθέτουμε.

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Δημοκρατία κ.α. ν. Ιερωνυμίδη κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 286 αναφέρθηκε ότι, η κατοχή των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος για καταχώρηση διοικητικής προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, εναντίον του διορισμού άλλου υποψηφίου.  

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τήλλυρος ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 108, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Ο αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος επελήφθη πρωτόδικα της υπόθεσης, αποδεχόμενος προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος, κατέληξε ότι:-

«Ο αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί προσοντούχος με βάση το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (1.8.99) και με βάση το οποίο κρινόταν κατά πόσο οι υποψήφιοι ήταν προσοντούχοι. Καταρχάς δεν πληρούσε την παράγραφο (2) του σχεδίου υπηρεσίας αφού προήχθη στην θέση του Ανώτερου Επιθεωρητή Λογαριασμών μόλις την 1.9.97 και δεν συμπλήρωνε την τριετή τουλάχιστον απαιτούμενη υπηρεσία σε αυτή. Το γεγονός αυτό από μόνο του εκθεμελιώνει το έννομο συμφέρον του αιτητή στην προσφυγή. Η μη συνδρομή της παρ. 2 στο πρόσωπο του αιτητή δεν μπορούσε να τον καταστήσει προσοντούχο ούτε βάσει της σημείωσης του σχεδίου υπηρεσίας. Το πτυχίο του αιτητή δεν αποτελούσε ακαδημαϊκό προσόν υπαγόμενο στα απαιτούμενα προσόντα της παρ. 1 και δεν μπορούσε να θεωρηθεί προσοντούχος ούτε με βάση τη Σημείωση του σχεδίου, γιατί, αφενός δεν υπηρετούσε στην αμέσως προηγούμενη θέση την 19.6.97 και αφετέρου δεν κατείχε ούτε τα υπόλοιπα προσόντα της θέσης (παρ. 2 του σχεδίου υπηρεσίας).

Η συγκεκριμένη πτυχή της έλλειψης εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή, αυτή δηλαδή που συνδέεται με τη μη συμπλήρωση τριετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στην προηγούμενη θέση κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν σχολιάστηκε καθόλου από τους διαδίκους. Παρόλο ποΙ) η φράση 'νοουμένου όμως ότι κατέχουν τα υπόλοιπα προσόντα της θέσης' στη Σημείωση δεν αφήνει αμφιβολία ότι το απαιτούμενο στην παρ. 2 είναι θεμελιακό προσόν για τη διεκδίκηση της επίδικης θέσης. »

 

Με την έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης. Επαναφέρονται δε και συζητούνται από τον εφεσείοντα όλοι οι λόγοι που πρωτόδικα υποβλήθηκαν και αφορούσαν στην εγκυρότητα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Εσφαλμένα, διατείνεται ο εφεσείων, κρίθηκε ως μη προσοντούχος, στη βάση και μόνο της σημείωσης (α) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η ημερομηνία 19/6/1997 τέθηκε αυθαίρετα και αναιτιολόγητα.

Το Σχέδιο Υπηρεσίας, υπέβαλε, έρχεται σε αντίθεση με το σκοπό του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (Αρ. 9) του 1997, (Ν. 40(ΙΙ)/97), με τον οποίο επιδιωκόταν η ανέλιξη των πτυχιούχων λειτουργών του Γενικού Λογιστηρίου. Η πρόβλεψη για συγκεκριμένα πτυχία και η αναδρομική εφαρμογή της τριετούς υπηρεσίας, που προβλέπεται σ' αυτό, αποκλείει τους πτυχιούχους Ανώτερους Επιθεωρητές Λογαριασμών που υπηρετούσαν το 1997 και έρχεται σε αντίθεση με το σκοπό του πιο πάνω Νόμου.

Είναι πάγια νομολογημένο - (Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286) - ότι υποψήφιος, ο οποίος δεν κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα μιας θέσης, δε νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα απόφασης σχετικά με τη θέση αυτή. Είναι, επίσης, νομολογημένο ότι ένα σχέδιο υπηρεσίας μπορεί να προσβληθεί έμμεσα, με προσφυγή που στρέφεται εναντίον του αποτελέσματος της εφαρμογής του, όπως  είναι μια προαγωγή ή ένας διορισμός που γίνεται σύμφωνα με τις πρόνοιές του (βλ. Meletis ν. C.P.A. & Another (1987) 3 C.L.R. 1984 και 1988).

Έχουμε εξετάσει όλα όσα ο εφεσείων στο περίγραμμά του αλλά και ενώπιόν μας ανέπτυξε προς υποστήριξη της θέσης του, δηλαδή ότι νομιμοποιείται στην καταχώριση της προσφυγής.

Στην παρούσα περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι, με την προσφυγή, δεν προσβάλλεται η επίδικη απόφαση στην έκταση που αφορά τη νομιμότητα του Σχεδίου Υπηρεσίας, σύμφωνα με το οποίο η υποψηφιότητα του εφεσείοντα για προαγωγή αποκλείστηκε, αλλά η απόφαση προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους αντί του εφεσείοντα, το οποίο δεν αμφισβητείται ότι είναι κάτοχος των προβλεπόμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων, καταλήγουμε, σε συμφωνία με τον αδελφό Δικαστή, ότι ορθά κρίθηκε ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος.»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κ.Σταματίου, Τ.Ψαρά-Μιλτιάδους, Χ.Μαλακτού, Λ.Δημητριάδου, Ι.Ιωαννίδη, Δικαστών) ημερομηνίας 17.3.2021 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 155/2014, ΧΧΧ Χριστοδούλου v. Παvεπιστημίoυ Κύπρου, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής στερείτο εννόμου συμφέροντος, αφού δεν είχε συμπληρώσει την απαραίτητη υπηρεσία.

Σχετικά αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Πρέπει βεβαίως να τονισθεί ότι στα πλαίσια της όλης διοικητικής διαδικασίας τόσο ο εφεσείων όσο και το ΕΜ είχαν αξιολογηθεί από την αρμόδια Επιτροπή του Πανεπιστημίου ότι πληρούσαν τα προσόντα με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και περιλήφθηκαν σε σχετικό Πίνακα.  Ακολούθησαν προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων που υπερπήδησαν το πιο πάνω στάδιο.  Εντέλει, εξεδόθη η επίδικη απόφαση για προαγωγή του ΕΜ.

           Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Εν προκειμένω η συνδρομή ή μη του όρου περί συμπλήρωσης οκταετούς υπηρεσίας δεν προϋποθέτει ουσιαστική εκτίμηση των πραγμάτων, αλλά προκύπτει αποκλειστικά και ευθέως από τα χρονολογικά δεδομένα. Δεν χρειάζεται οτιδήποτε άλλο να ερευνηθεί ή να αξιολογηθεί για να κριθεί επί των σχετικών ημερομηνιών και μόνο, ως ζήτημα αριθμητικής, ότι ο αιτητής δεν είχε συμπληρώσει οκταετή υπηρεσία».

 

Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ κατ΄αρχήν αναγνωρίζεται ότι ο ακυρωτικός Δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον εαυτό του στη διοίκηση και να κρίνει ο ίδιος αξιολογώντας τα τυπικά προσόντα ενός υποψηφίου, αμφισβητώντας ότι κρίθηκε ήδη προσοντούχος, παράλληλα αναγνωρίζεται ότι η διαπίστωση της συνδρομής ή μη μπορεί να γίνει και αυτεπάγγελτα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή προκύπτει αποκλειστικά από μια υφιστάμενη κατάσταση και δεν συνάγεται από ουσιαστική εκτίμηση πραγμάτων. 

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διαπίστωση της μη ύπαρξης τυπικών προσόντων του εφεσείοντα, αφού η συνδρομή ή μη 8ετούς απασχόλησης στην αμέσως κατώτερη θέση, αφορούσε απλώς αριθμητική απεικόνιση και όχι αξιολόγηση.

 

Με τη διαπίστωση της απουσίας των προσόντων κατά τον κρίσιμο χρόνο, για προαγωγή στην επίδικη θέση, η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη λόγω μη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος του εφεσείοντα. »

 

Αφού το Ανώτατο Δικαστήριο εντόπισε τα πιο πάνω δεδομένα τα οποία είναι τα αντίστοιχα με αυτά στην ενώπιον μας υπόθεση, κατέληξε ως ακολούθως :

 

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως και ακριβώς είναι η ύπαρξη του που ενεργοποιεί την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι ενεστώς και έννομο, δηλαδή νόμιμο και αναγνωρισμένο από το Δίκαιο.  Εξετάζεται λοιπόν ως εκ της φύσης του και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

 

Όπως υποδείχθηκε στη Δημοκρατία ν. A. K. Χ΄Ιωάννου & Υιοί (2005)3 ΑΑΔ 467η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αποφασίζεται κατά προτεραιότητα ακόμη και αν εγείρονται συνταγματικά θέματα, λόγω ακριβώς του θεμελιακού του ζητήματος.  Το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται κατά τον ουσιώδη χρόνο (βλ.  Μinico House Ltd v. Δημοκρατίας (2011)3 Α.Α.Δ. 104 και S.C. Nicolaides Ltd v. Δημοκρατίας (2010)3 Α.Α.Δ. 148).

 

Στην πρόσφατη απόφαση ΑΤΗΚ ν. Μιχαηλίδη κ.α. Α.Ε.115/13 ημερ. 9.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:C238, ECLI:CY:AD:2020:C238 αναφέρονται και τα εξής:

«Το έννομο συμφέρον εξετάζεται πρωτίστως ως θέμα δημοσίου δικαίου, είτε εγείρεται από τους διάδικους, είτε εγείρεται αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. (βλ. Δημητριάδου ν. Καριόλου κ.α. Α.Ε. 124/2010, ημερ. 5.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:C395) Εκείνο που πάντοτε εξετάζεται είναι το έννομο συμφέρον του Αιτητή και όχι αυτό του Ε.Μ. (βλ. Χατζηγέρου ν. ΑΗΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 80). Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, όπως αυτό προβλέπεται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου το ακυρωτικό Δικαστήριο να αναλάβει δικαιοδοσία αναθεώρησης της εγκυρότητας προσβαλλόμενης πράξης (βλ. Pitsillos vC.B.C (1982) 3 C.L.R. 208, 215). Παρόμοιο θέμα, όπως το εξεταζόμενο, αντιμετωπίστηκε στην Χατζηνικολάου ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 106 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Η ύπαρξη του προβλεπομένου από το άρθρο 146.2 συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας αναθεώρησης της εγκυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης. (Βλ. μεταξύ άλλων Pitsillos vC.B.C(1982) 3 C.L.R. 208). Η διερεύνηση του συμφέροντος του αιτητή σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση της θέσης θα καταδείξει βέβαια αν η υποψηφιότητα του ήταν έγκυρη.

 

Ο δικηγόρος του αιτητή υπέδειξε ότι το συμβούλιο προσωπικού και η Αρχή έκριναν ότι ο αιτητής κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή στις επίμαχες θέσεις. Το γεγονός αυτό είναι σχετικό, όχι όμως καθοριστικό, δεδομένου ότι η θεμελίωση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για την ανάληψη δικαιοδοσίας για αναθεώρηση της πράξης αποτελεί προαπαιτούμενο για την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Στο βαθμό και έκταση που η αποτίμηση των προσόντων του αιτητή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος σώματος η κρίση των καθ' ων η αίτηση τείνει να στοιχειοθετήσει το απαιτούμενο συμφέρον. Το θέμα της ερμηνείας σχεδίου υπηρεσίας διατηρεί όμως το νομικό του χαρακτήρα και εφόσον κριθεί ότι δεν παρεχόταν διακριτική ευχέρεια στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να καταλήξει ότι το σχέδιο υπηρεσίας επέτρεπε την υποψηφιότητα του, αναπόδραστα η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί."

 

Την Χατζηνικολάου (άνω) ακολούθησε η Κυνηγόπουλος ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4183 όπου λέχθηκε ότι "το γεγονός ότι ο αιτητής κρίθηκε ως προσοντούχος για την πιο πάνω θέση από το Διοικητικό Συμβούλιο δεν αποκλείει την εξέταση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος που αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση αναθεωρητικής δικαιοδοσίας".

 

Αποτελεί και γενική νομολογιακή αρχή ότι υπάλληλος που δεν κατέχει τα απαραίτητα προσόντα, στερείται του αναγκαίου έννομου συμφέροντος να προσφύγει (βλ. Κάζανος ν. Α.Τ.Η.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 293).

 

Στην Γιάλλουρος ν. ΑΗΚ (1997) 3 Α.Α.Δ. 403 επιγραμματικά αναφέρθηκε ότι ο Εφεσείων ο οποίος δεν είχε δικαίωμα να διεκδικήσει τη θέση στερείτο και του συμφέροντος να την προσβάλει».

 

 

Η πιο πάνω σαφής κατεύθυνση η οποία προκύπτει από τη νομολογία οδηγεί στο ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος.»

 

Τέλος, θεωρώ χρήσιμο να παραπέμψω και στη πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 43/17, Άννα Ηλία ν. Κ.Δ. μέσω Ε.Δ.Υ., 10 Οκτωβρίου 2023, όπου το Δικαστήριο απέρριψε την Έφεση και επιβεβαίωσε τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα δεν πληρούσε το προσόν των εκεί 11 χρόνων συνολικής πείρας, απαιτούμενης εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας και συνεπώς ορθώς έκρινε ότι αυτή δεν κατείχε το έννομο συμφέρον να προσβάλει τις εκεί θέσεις προαγωγής.

 

Αντίστοιχα με την ως άνω υπόθεση και στην ενώπιον μας προσφυγή, ως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, η ΕΔΥ, μετά το γραπτό αίτημα των δικηγόρων των Αιτητριών να κριθούν προσοντούχες, εξέτασε και αποφάσισε ότι αυτές δεν κατείχαν το απαιτούμενο εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόν της δεκαεξαετούς υπηρεσίας, Αυτό επιβεβαιώθηκε και από το παρόν Δικαστήριο με αποτέλεσμα να καταλήγω ότι οι Αιτήτριες στερούνται του εννόμου συμφέροντος στη προσβολής της επίδικης πράξης.

 

Με βάση την πάγια νομολογία, το ζήτημα καταπόσον οι Αιτήτριες διαθέτουν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον το οποίο αποτελεί προϋπόθεση στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας υπόθεσης, ενώ η διαπίστωση της ύπαρξης του προέχει της εξέτασης της ουσίας των νομικών λόγων που προβάλουν οι δικηγόροι των Αιτητριών. Συνεπώς, δεδομένης της κατάληξής μου ότι οι Αιτήτριες στερούνται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος, δεν μπορώ να υπεισέλθω στους προβαλλόμενους λόγους ακυρότητας.

 

Η προσφυγή  απορρίπτεται, με έξοδα 1800 Ευρώ, υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητριών.

 

                                                                 Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.                                


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο