ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

                                                     Υπόθεση αρ. 744/2024 (Κ)

                                                                                        (i-Justice)   

 

                                  3 Ιουλίου 2024

                                [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                      P. A. R.

 

                                                                                                   Αιτητής,

                                         και

                Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

                1.Υπουργείου Εσωτερικών

2.Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ’ ων η αίτηση

                        ––––––––––––––––––––––––––––––––

Γ. Λοΐζου, για Κώστας Λοΐζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον αιτητή.

Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

                                   Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής επιζητεί τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«1.Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, δια της οποίας η Απόφαση, ημερομηνίας 30/04/2024, των Καθ' ων η Αίτηση, η οποία αφορούσε διαταγή, όπως o Αιτητής παραμένει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

2.Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, δια της οποίας η Απόφαση, ημερομηνίας 30/04/2024, των Καθ' ων η Αίτηση, η οποία αφορούσε διαταγή, όπως o Αιτητής απελαθεί στο Ιράν, να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

3.Διάταγμα ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να καθορίζεται δίκαιη και εύλογη θεραπεία ή/και αποζημίωση για αξιώσεις που δεν θα ικανοποιηθούν από τα όργανα, πρόσωπα ή αρχή

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση οφείλει να επισημανθεί ότι η αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (3) και πέραν της ασάφειας και της αοριστίας της, δεν δύναται να αποδοθεί από το παρόν Δικαστήριο, η εξουσία του οποίου είναι αναθεωρητικής φύσεως. Συνεπώς, η περιεχομένη στο αιτητικό (3) της αιτήσεως ακυρώσεως θεραπεία απορρίπτεται ως μη παραδεκτή.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης αλλά κυρίως από το περιεχόμενο των τεσσάρων διοικητικών φακέλων που τέθηκαν ενώπιον μου, ο αιτητής υπήκοος Ιράν, εισήλθε παράνομα, στις 9.4.2004, στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω των κατεχομένων. Ο αιτητής συνελήφθη και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης. Στις 20.5.2004 ο αιτητής απελάθηκε στο Ιράν και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Ωστόσο, δυο μήνες μετά, ήτοι τον Ιούλιο του 2004, ο αιτητής εισήλθε εκ νέου παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας και στις 9.9.2004 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

           

Στις 7.6.2005 ο αιτητής τέλεσε γάμο με ευρωπαία υπήκοο από τη Λετονία και στις 27.6.2005 απέσυρε δια σχετικής δήλωσης του την αίτηση που είχε υποβάλει στην Υπηρεσία Άσυλου για παραχώρηση πολιτικού ασύλου.

Οι υποβληθείσες αιτήσεις του αιτητή ημερομηνίας  30.10.2007 και 27.10.2009 προς εξασφάλιση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους, απορρίφθηκαν αντιστοίχως, με αποτέλεσμα ο αιτητής από τις 11.5.2012, ημερομηνία απόρριψης της τελευταίας αίτησης του, να παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Ακολούθησε η λύση του γάμου του αιτητή στις 5.12.2013. Από το γάμο αυτό ο αιτητής απέκτησε ένα τέκνο το οποίο από το 2013 και εντεύθεν διαμένει στη Λετονία με τη μητέρα του.

 

Εν τω μεταξύ ο αιτητής στις 10.12.2011 απέκτησε και τέκνο με υπήκοο Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 31.12.2013 και ως περιγράφεται σε σχετική έκθεση της αστυνομίας που περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, λήφθηκε καταγγελία εναντίον του αιτητή σε σχέση με ισχυρισμούς της προαναφερθείσας υπήκοου  για περιστατικό βίας.

 

Κατά την παρουσία του αιτητή στον αστυνομικό σταθμό διαπιστώθηκε ότι αυτός παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία και την ίδια ημέρα εκδοθήκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Ο αιτητής απελάθηκε δια αστυνομικής συνοδείας στις 10.1.2014 στη χώρα καταγωγής του στο Ιράν και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Κατά της νομιμότητας των πιο πάνω διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 31.12.2013 ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή αρ. 14/2014. Στις 13.1.2016 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική απόφαση αποδεχόμενο προδικαστική ένσταση των καθ΄ων η αίτηση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή να προσβάλλει τα εν λόγω διατάγματα. Ως καταγράφεται στην εν λόγω απόφαση το ζήτημα που ήγειρε ο αιτητής ως επίδικο ήταν ότι δεν έλαβε γνώση της κοινοποιηθείσας απορριπτικής απόφασης επί της αιτήσεως που είχε υποβάλει για έκδοση δελτίου διαμονής.

 

Εντούτοις ο αιτητής και παρά την απαγόρευση εισόδου, εισήλθε εκ νέου και για τρίτη φορά παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας από άγνωστο σημείο και σε άγνωστο χρόνο.

 

Ως επιμαρτυρείται από το ερυθρό 290 του Τεκμηρίου 2Α, εναντίον του αιτητή καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση αρ. 15562/14 για τα αδικήματα του απαγορευμένου μετανάστη, της παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος και της κακόβουλης βλάβης, αδικήματα για τα οποία, ο αιτητής καταδικάστηκε σε 6μηνη ποινή φυλάκισης, δυνάμει απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 20.11.2014.

 

Στις 8.12.2014 και ενόσω ο αιτητής κρατείτο στις κεντρικές φύλακες,  αιτήθηκε επανανοίγματος του φακέλου του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αίτηση η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 16.6.2016 δυνάμει του άρθρου 16Β του Περί Προσφυγών Νόμου. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι ο αιτήτης απέσυρε σιωπηρά/εγκατέλειψε την υποβληθείσα αίτηση  του αφού ο ίδιος και παρά τις συνεχείς επιστολές της Υπηρεσίας Ασύλου ουδέποτε προσήλθε σε προσωπική συνέντευξη για εξέταση της αίτησης ασύλου του. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής δεν άσκησε οποιαδήποτε προσφυγή στο αρμόδιο Δικαστήριο.

 

Ακολούθως ήτοι κατά τον Ιούλιο του 2016 ο αιτητής απασχόλησε και πάλι την αστυνομία αφού εναντίον του διερευνήθηκαν υποθέσεις σχετικά με αδικήματα βίας στην οικογένεια σε σχέση με την πρώην συμβία του -για τις οποίες καταχωρήθηκαν ποινικές υποθέσεις αρ.1494/16 και 1662/16- καθώς και υπόθεση τοποθέτησης ναρκωτικών στην οικία της πρώην συμβίας του. Στις 30.7.2016 ο αιτητής συνελήφθη από τις αρχές για υπόθεση διάρρηξης κτηρίου και διάπραξης εμπρησμού για την οποία καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση αρ.1993/16 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου.

 

Στις 11.8.2016 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή, ωστόσο αυτά ανακλήθηκαν καθότι εκκρεμούσε η εκδίκαση των εναντίον του αιτητή ποινικών υποθέσεων και διότι ο αιτητής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Αθαλάσσας για νοσηλεία. Σημειώνεται ότι δεν προκύπτει να υπήρξε οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση του αιτητή αναφορικά με τις πιο πάνω υποθέσεις.

 

Εν συνεχεία ο αιτητής στις 18.9.2016 τέλεσε γάμο με κύπρια υπήκοο και ακολούθως υπέβαλε αίτηση για άδεια διαμονής ως σύζυγος κύπριας υπηκόου, η οποία και του παραχωρήθηκε με ισχύ μέχρι τις 31.1.2030. Από το γάμο αυτό ο αιτητής απέκτησε μια θυγατέρα, γεννηθείσα στις 17.7.2017.

 

Στις 23.12.2021, ο αιτητής κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας/Αμμοχώστου στα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών. Συγκεκριμένα τα αδικήματα διαπράχθηκαν κατά των δυο ανήλικων θυγατέρων της κύπριας συζύγου του, από προηγούμενο γάμο.

 

Ο αιτητής καταχώρησε Έφεση δια της οποίας προσέβαλε την πρωτοδίκη απόφαση και η οποία στρεφόταν τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής. Το Εφετείο με την απόφαση A.R.R. v Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 20/2022, ημερομηνίας 30/4/24 επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την καταδίκη (αναφορικά με δυο κατηγορίες) και αντικατέστησε την ποινή με ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Ακολούθως στις 30.4.2024, ημέρα αποφυλάκισης του αιτητή, η Διευθύντρια του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης εξέδωσε διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή έρεισμα των οποίων, αποτέλεσε η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει των παραγράφων (δ) και (κ) του άρθρου 6 (1) του Κεφ. 105, λόγω και της καταδίκης του αιτητή στα πιο πάνω υπό αναφορά ποινικά αδικήματα.

 

Σημειώνεται ότι η ισχύς του διατάγματος απέλασης ανεστάλη κατά την ίδια ημέρα έκδοσης του από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης μέχρι να ληφθούν οι απόψεις των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) αναφορικά με το βέλτιστο συμφέρον του επτάχρονου παιδιού του αιτητή, το οποίο έχει αποκτήσει, με την κύπρια υπήκοο και το οποίο διαμένει στη Δημοκρατία.

 

Στις 16.5.2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση Προσφυγή. Στο σημείο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί, για χάριν πληρότητας των γεγονότων, ότι η σχετική έκθεση των ΥΚΕ ημερομηνίας 4.6.2024 αποστάληκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στις 5.6.2024. Στις 7.6.2024 ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε ενώπιον της Διευθύντριας του Τμήματος σχετικό αναλυτικό σημείωμα από αρμόδια λειτουργό (ερυθρά 112-114 Τεκμηρίου 1Β), το οποίο, και για τους λόγους που επεξηγούνται σε αυτό, κατέληγε στην εισήγηση όπως προωθηθεί το διάταγμα απέλασης του αιτητή, εισήγηση την οποία η Διευθύντρια υιοθέτησε με απόφαση της ημερομηνίας 7.6.2024.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης.

 

Οφείλει να υπομνησθεί εξαρχής, ως καθίσταται φανερό από τις αιτούμενες θεραπείες της Προσφυγής, ότι ο αιτητής δεν στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση για κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, αλλά μόνο κατά της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, με αποτέλεσμα η απόφαση αυτή να περιβάλλεται πλέον με το τεκμήριο νομιμότητας. Αυτό άλλωστε έγινε παραδεκτό και από τον ίδιο τον συνήγορο του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, κατά το οποίο μάλιστα δήλωσε ότι αποσύρει τον μοναδικό ισχυρισμό που περιλαμβάνετο στη γραπτή αγόρευση του αιτητή περί μη επίδοσης της απόφασης για κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.

 

Εν πρώτοις εισηγείται η πλευρά του αιτητή ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν τα άρθρα 44,45,45,47,48 και 49 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής υποβάλλεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε πλήρη και επαρκή έρευνα πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και επομένως, κατά την εισήγηση, τα διατάγματα συνιστούν προϊόν πλάνης. Πρώτον διότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τα ορθά στοιχεία τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και συγκεκριμένα ότι κατόπιν έφεσης η ποινή του αιτητή μειώθηκε και παράλληλα ο αιτητής απαλλάχθηκε στις δυο εκ των τεσσάρων κατηγοριών. Δεύτερον διότι δεν λήφθηκε επίσης υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής κατά το 2006 βαπτίσθηκε χριστιανός και επομένως η τυχόν απέλαση του θα εκθέσει τον αιτητή, λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων σε πραγματικό θανάσιμο κίνδυνο κατά παραβίαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ.

 

Προχωρώ να εξετάσω την πρώτη πτυχή του ισχυρισμού του αιτητή. Ειδικότερα διατείνεται ο αιτητής ότι δεν διαφαίνεται  οι καθ’ ων η αίτηση να έλαβαν υπόψιν τους κατά την έκδοση των διαταγμάτων, το γεγονός ότι κατόπιν έφεσης, η ποινή φυλάκισης του αιτητή μειώθηκε από 3 ½ έτη σε τρία 3 έτη και ότι η έφεση κατά της καταδίκης του πέτυχε στις δύο εκ των τεσσάρων κατηγοριών, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το λεκτικό των διαταγμάτων στα οποία αναγράφεται ότι ο αιτητής «καταδικάστηκε για τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη αυτών των τριών και μισό (3 1/2) ετών». Δια της απαντητικής του αγόρευσης ο αιτητής εισηγείται ότι οι καθ΄ων η αίτηση υπό πλάνη έλαβαν υπόψιν την καταδίκη του αιτητή και «παραγνώρισαν το πραγματικό υπόβαθρο και δη ουσιαστικά την αθώωση του αιτητή και παράλληλα την μείωση της ποινής του».

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή δεν μπορεί να επιτύχει. Καταρχάς καθίσταται ξεκάθαρο ότι τα όσα ο αιτητής διατείνεται με σκοπό να πλήξει τη νομιμότητα του διατάγματος απέλασης, άπτονται ευθέως  της νομιμότητας της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη. Ως ήδη υποδείχθηκε ανωτέρω, ο αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των παραγραφών (δ) και (κ) του άρθρου 6 (1) του Κεφ. 105 ένεκα της ποινικής του καταδίκης για τα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας με επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 3 ½ ετών, απόφαση η οποία ως και πάλι υποδείχθηκε ανωτέρω δεν έχει προσβληθεί δικαστικώς είτε δια της παρούσας Προσφυγής είτε άλλως πως. Επομένως η θέση του αιτητή ότι υπό πλάνη και ελλιπή έρευνα δεν εξετάστηκε κατά την έκδοση των διαταγμάτων ότι ο αιτητής απαλλάχθηκε σε δυο εκ των τεσσάρων κατηγοριών από το Εφετείο και ότι μειώθηκε η ποινή φυλάκισης του παραβλέπει πλήρως ότι στα πλαίσια της υπό κρίση Προσφυγής δεν δύναται να επιδιώκεται η ακύρωση και ή  αναψηλάφηση προηγουμένης αυτοτελούς διοικητικής απόφασης ήτοι της κήρυξης του αιτητή σε απαγορευμένο μετανάστη η οποία περιβάλλεται με το τεκμήριο νομιμότητας και η οποία αποτέλεσε πλέον, ως καθόλα νόμιμη, το υπόβαθρο για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία v. Milos Dejic (2008) 3 ΑΑΔ 358, ημερομηνίας 17/7/2008, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, επί του θέματος:

 

«Όπως υποδεικνύει η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19,  δεν μπορεί ο εφεσίβλητος προσβάλλοντας αυτοτελώς τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του, τα οποία αφ' εαυτών  δεν πάσχουν, να επιδιώξει την ακύρωση των προηγούμενων αποφάσεων των καθ' ων, που απετέλεσαν και το υπόβαθρο για  την έκδοση τους και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν. Η Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, σελ. 510, έθεσε τον ίδιο κανόνα ότι, δηλαδή, η προσβολή του διατάγματος απέλασης ήταν χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα εφόσον αυτό ήταν το αποτέλεσμα της συνέχισης της παράνομης διαμονής του εκεί εφεσείοντα στην Κύπρο. Η απόρριψη του προηγουμένου αιτήματος του για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας δεν είχε προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

 

 Εν πάση περιπτώσει δεν μπορώ παρά να μην παρατηρήσω και τα ακόλουθα:

 

Τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν στις 30.4.2024, ημέρα κατά την οποία αποφυλακίστηκε ο αιτητής από τις Κεντρικές Φυλακές μετά την ολοκλήρωση της έκτισης της ποινής του και ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε και η απόφαση του Εφετείου στην Ποινική Έφεση αρ. 20/2022. Παρά το ότι από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει εάν κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων είχε ήδη προηγηθεί η έκδοση της απόφασης του Εφετείου, σε κάθε περίπτωση, επισημαίνω ότι από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης προκύπτει ρητά ότι το Εφετείο ακύρωσε μεν την καταδίκη ως προς τις κατηγορίες 5 και 6 που αντιμετώπιζε ο αιτητής και μείωσε την  ποινή φυλάκισης του αιτητή από 3 ½ χρόνια σε 3, ωστόσο -και ειναι αυτό που ξεκάθαρα παραβλέπει ο αιτητής – το Εφετείο απέρριψε την Έφεση κατά της καταδίκης του αιτητή σε σχέση με τις κατηγορίες 1 και 2.

 

Συνεπώς είναι ορθή η θέση της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση ότι τα όσα αναφέρει η πλευρά του αιτητή ουδόλως μπορούν να αναιρέσουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός της ποινικής καταδίκης του αιτητή για τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και άσεμνης επίθεσης. Μάλιστα και ως παρατηρώ το γεγονός της ποινικής καταδίκης και της επιβολής ποινής φυλάκισης, ανεξαρτήτως του διαπραχθέντος ποινικού αδικήματος ή του χρονικού διαστήματος για το οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης, είναι τα μόνα που απαιτούνται για να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 6 (1)(δ) του Κεφ. 105 για κήρυξη κάποιου προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη (Regmi v Δημοκρατίας (Προσφυγή αρ.726/2018,ημερομηνίας 1/12/2021).

 

Εν προκειμένω η απόφαση της Διευθυντρίας για κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, η οποία σε κάθε περίπτωση περιβάλλεται με το τεκμήριο νομιμότητας ήταν αυτή που αποτέλεσε και το νόμιμο έρεισμα για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Συνεπακόλουθα κρίνω ότι καθόλα ορθά, υπό αυτή την πτυχή, εκδόθηκε και το επίδικο διάταγμα απέλασης αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του, ήτοι στις 30.4.24 ο αιτητής αναντίλεκτα παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία ως απαγορευμένος μετανάστης, ένεκα της ποινικής του καταδίκης και της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης σε αυτόν δυνάμει των παραγράφων (δ) και (κ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105, ως άλλωστε καταγράφεται και στην αιτιολογία του ίδιου του διατάγματος. Έπεται ότι οι όποιες αναφορές του αιτητή, περί πλάνης των καθ΄ων η αίτηση και ελλιπούς έρευνας είτε ως προς την κατ΄ έφεση απαλλαγή του αιτητή σε κάποιες από τις ποινικές κατηγορίες είτε ως προς την μείωση της ποινής φυλάκισης ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν και για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων.

 

Πρόσθετα, η πλευρά του αιτητή και προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων διενεργήθηκε υπό καθεστώς ελλιπούς έρευνας και πλάνης, διατείνεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη ούτε ότι ο αιτητής κατά την παραμονή του στη Δημοκρατία κατά το έτος 2006 βαπτίσθηκε χριστιανός, γεγονός το οποίο αποτελεί λόγο δίωξης από τις αρχές της χώρας του στο Ιράν. Ο αιτητής με την τυχόν απέλαση του, συνεχίζει η πλευρά του αιτητή, θα εκτεθεί σε πραγματικό θανάσιμο κίνδυνο ή ακόμα θα υποστεί κακομεταχείριση κατά παραβίαση των άρθρων 2 και τη 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, παραπέμπει στα γεγονότα της υπόθεσης και αντιτείνει ότι ο ισχυρισμός του αιτητή δεν ευσταθεί καθότι ο αιτητής αιτήθηκε πολιτικό άσυλο το 2004,  αίτηση την οποία εν τέλει απέσυρε. Το ίδιο έπραξε και κατά το 2014, ενόσω βρισκόταν στις κεντρικές φύλακες μετά από καταδίκη του σε ποινικό αδίκημα. Αυτή την αίτηση πολιτικού ασύλου, συνεχίζει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ο αιτητής ουδόλως και πάρα τις συνεχείς διπλοσυστημένες επιστολές της Υπηρεσίας Ασύλου θέλησε να προωθήσει με αποτέλεσμα η Υπηρεσία Ασύλου να απορρίψει  την αίτηση του κατά το 2016. Ο δε αιτητής δεν προσέβαλε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την εν λόγω απόφαση. Συναφώς υποβάλλει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση και δεδομένης της απόρριψης της αίτησης ασύλου του αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου ο ισχυρισμός του αιτητή περί τυχόν απέλασης του σε χώρα που θα υποστεί κακομεταχείριση ένεκα της μεταστροφής του στον χριστιανισμό, εκφεύγει του πεδίου ελέγχου του Διοικητικού Δικαστηρίου αφού συναρτάται ευθέως με την εφαρμογή και την ερμηνεία του Περί Προσφύγων Νόμου και γενικότερα με το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει υποβληθέντα αιτήματα για παροχή διεθνούς προστασίας.

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή κρίνεται απορριπτέος. Μάλιστα τα ενώπιον μου έγγραφα, επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβηκαν σε πλήρη και ορθή έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης. Εν προκειμένω η θέση του αιτητή ότι εσφαλμένα δεν εξετάστηκε από τους καθ΄ων η αίτηση το γεγονός της βάπτισης του, το οποίο κατά τον αιτητή αποτελεί λόγο να εκτεθεί σε πραγματικό θανάσιμο κίνδυνο σε περίπτωση απέλασης στη χώρα καταγωγής του, παραβλέπει πλήρως τα ακόλουθα αδιαμφισβήτητα γεγονότα:

 

Ο αιτητής πράγματι και στη βάση του περιεχόμενου του διοικητικού φακέλου (ερυθρό 132 του Τεκμηρίου 1Α το οποίο αποτελεί πιστοποιητικό βάπτισης του αιτητή)-βαπτίστηκε χριστιανός στις 22.7.2006. Παρά τη δεύτερη απέλαση του αιτητή στο Ιράν στις 10.1.2014, η οποία και διαδέχτηκε χρονικά τη βάπτιση του -και παρά την απαγόρευση εισόδου που είχε-ο αιτητής εισήλθε εκ νέου παράνομα στη Δημοκρατία. Κατά την τρίτη αυτή παράνομη είσοδο του στην κυπριακή επικράτεια ο αιτητής δεν υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Σε αυτό το διάβημα προέβηκε μόνο κατά την παραμονή του στις κεντρικές φυλακές, μετά από ποινική καταδίκη και συγκεκριμένα στις 8.12.2014 όπου αιτήθηκε επανανοίγματος του φακέλου του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.  

 

Εν προκειμένω, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αποκαλύπτει και είναι αυτό το καθοριστικό γεγονός που παραβλέπει ο αιτητής, ότι ο αιτητής ουδέποτε προώθησε την αίτηση ασύλου που είχε καταχωρήσει, στα πλαίσια της οποίας όφειλαν να εξεταστούν και να διερευνηθούν οι όποιοι ισχυρισμοί, ενδεχομένως θα προέβαλε ο αιτητής, περί φόβου δίωξης του ή πραγματικού κινδύνου να υποστεί βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής του, συμπεριλαμβανομένου και αυτών που απορρέουν από το γεγονός της βάπτισης του. Κάτι τέτοιο όμως ουδόλως έπραξε. Παρά τις συνέχεις διπλοσυστημένες επιστολές της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 118 Τεκμήριο 1 Α) ο αιτητής ουδέποτε προσήλθε στην προκαθορισμένη προσωπική συνέντευξη για εξέταση της αίτησης του και δια τούτο η αίτηση του απορρίφθηκε ως σιωπηρώς εγκαταλειφθείσα από την Υπηρεσία Ασύλου στις 16.6.2016 δυνάμει του άρθρου 16Β του Περί Προσφυγών Νόμου. Ούτε όμως ο αιτητής άσκησε και παρά την ενημέρωση του για το δικαίωμα του αυτό με επιστολή ημερομηνίας 28.6.2016, οποιαδήποτε προσφυγή στο αρμόδιο Δικαστήριο κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Περαιτέρω επισημαίνω ότι, ως άλλωστε και η ίδια η απόφαση του ΔΕΕ C-663/21 Bundesamt flir Fremdenwesen und Asyl v ΑΑ, ημερομηνίας 06/07/23, την οποία επικαλείται ο αιτητής υποδεικνύει, επιβάλλεται να υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι ότι ο αιτών, με την επιστροφή του, θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Ο αιτητής ουδέποτε έθεσε ή θέλησε να προωθήσει ενώπιον των αρμοδίων αρχών, πόσο δε μάλλον στοιχειοθέτησε ότι το γεγονός της βάπτισης του -και παρά την απέλαση που μεσολάβησε στη χώρα καταγωγής του μετά από τη βάπτιση του -αποδεδειγμένα θα προκαλούσε στον αιτητή, σε περίπτωση νέας επιστροφής του στο Ιράν πραγματικό θανάσιμο κίνδυνο ή κακομεταχείριση (M.I.U.H και Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23) (Α.Κ v Δημοκρατίας( Υπόθεση αρ. 1046/23, ημερομηνίας 8/6/23).

 

Στην απόφαση Α.Τ.Μ  v  Δημοκρατίας  (Υπόθεση αρ. 1718/2022, ημερομηνίας 14/10/22) λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά, τα οποία και παραθέτω:

«Επί της ουσίας, η πλευρά του αιτητή ήγειρε, ως πρώτον, ζήτημα παραβίασης, από την απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και τα συνακόλουθα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, των  Άρθρων 7, 11, 15  και  30 του Συντάγματος, των  Άρθρων 2,  5  και  8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και των Άρθρων 2, 6 και 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά, με το αιτιολογικό ότι ο αιτητής κατ’ ισχυρισμό του ανέφερε στην καθ’ ης η αίτηση, στις 30.8.2022, ότι, αν απελαθεί στη χώρα καταγωγής του διατρέχει άμεσο κίνδυνο η ζωή του και/ή η σωματική ακεραιότητα του και/ή ενδέχεται να βασανιστεί και/ή να τύχει εξευτελιστικής μεταχείρισης, καθότι είναι στο στόχαστρο διάφορων οργανώσεων λόγω πολιτικών και οικογενειακών διαπροσωπικών σχέσεων.[..]

Ακόμη, όμως και να μπορούσε να εξεταστεί ο εν λόγω ισχυρισμός επί της ουσίας του, αυτός δεν θα μπορούσε να κριθεί βάσιμος. Ως και πάλιν ορθά επισημαίνει η ευπαίδευτη συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση, ο αιτητής είχε, στις 4.3.2020, υποβάλει αίτηση για παροχή σ’ αυτόν διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 20.7.2021 και εναντίον της οποίας ο αιτητής ουδέν μέτρο προς ανατροπή ή αμφισβήτηση της έλαβε. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του περί ύπαρξης κινδύνου στο πρόσωπο του, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, όχι μόνο δεν είναι ζήτημα, το οποίο να αφορά στην παρούσα δικαιοδοσία, αλλά έχει, επίσης, επί της ουσίας του απορριφθεί από το αρμόδια τμήμα, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε, μέχρι με την εδώ προσφυγή και σαφώς ετεροχρονισμένα, αμφισβήτηση εκ μέρους του αιτητή».

 

Επομένως και στη βάση των ανωτέρω δεν διαπιστώνω οιονδήποτε σφάλμα ή κενό έρευνας στο πώς ενήργησαν οι καθ΄ων η αίτηση, ως η εισήγηση του αιτητή, δεδομένων των αδιαμφισβήτητων δεδομένων που είχαν ενώπιον τους κατά το χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων.

 

Περαιτέρω, η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται ότι η κράτηση του, ως παραβιάζουσα τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης δεν ήταν αναγκαία και αναλογική προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο επιβολής της κράτησης ενναλακτικών μέτρων. Επί τούτου υποβάλλει ότι δεν διενεργήθηκε οποιαδήποτε εξατομικευμένη έρευνα σε σχέση με τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή και δη δεν λήφθηκε υπόψη ότι ο αιτητής είναι νυμφευμένος με κύπρια υπήκοο με την οποία απέκτησε μια θυγατέρα επτά ετών, έχει μόνιμη διεύθυνση στη Δημοκρατία και νόμιμη διαμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, ως σύζυγος κύπριας πολίτιδας. Οι καθ΄ων η αίτηση καταλήγει η εισήγηση, «υπέβαλαν τον αιτητή σε αναιτιολόγητη κράτηση με απώτερο σκοπό την απέλαση του, η οποία αποτελεί μέτρο έσχατης λύσης ».

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή ουδόλως ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται συλλήβδην ως αβάσιμοι.

 

Εν πάση περιπτώσει αυτό που συνεχώς παραβλέπει ο αιτητής είναι ότι νόμιμο έρεισμα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, αποτέλεσε η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη καθότι ο αιτητής καταδικάστηκε από ποινικό δικαστήριο για τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης. Όπως ρητά αναγράφεται και επεξηγείται και στο ίδιο το διάταγμα κράτησης, διαπιστώθηκε στη βάση του άρθρου 18ΠΣΤ (1) (α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του αιτητή, ενώ ως επίσης καταγράφεται «λόγω καταδίκης σε ποινή φυλάκισης, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.» Επομένως τα όσα ο αιτητής αναφέρει περί νόμιμης διαμονής του στη Δημοκρατία ένεκα του γάμου με την κύπρια υπήκοο ή περί των οικογενειακών του περιστάσεων -τα οποία ως παρατηρώ ήταν εις γνώση της Διευθύντριας και περιλαμβάνονται μάλιστα και στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 30.4.2024 δια της οποίας ζητείτο ένεκα της αποφυλάκισης του αιτητή και της σοβαρότητας των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων- ουδόλως δύναται να επηρεάσουν ή να καταδείξουν οποιοδήποτε σφάλμα στα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στην ίδια την αιτιολογία του διατάγματος κράτησης και τα οποία υποστηρίζονται πλήρως από τα ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχεία.

 

Συναφώς τονίζω ότι η έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, αποτελεί παρεχόμενη εξουσία του άρθρου 14(1) του Κεφ.105, η οποία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 18 ΠΣΤ(1), επιτρέπεται ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής. Κατά πάγια δε νομολογία η κήρυξη ενός προσώπου ως παράνομου εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή (Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 5735/13,ημερομηνίας09/8/2013) El Khouri v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ.716/2014, ημερομηνίας 24/6/2016)  Bibilashvili και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 1954/2022(Κ), ημερομηνίας 20/12/22). Πόσο δε μάλλον στην προκειμένη περίπτωση όπου ο αιτητής είχε καταδικαστεί για ποινικά και μάλιστα- ως καταγράφει και η ίδια η Διευθύντρια σε χειρόγραφη σημείωση της ημερομηνίας 30.4.2024- σοβαρά αδικήματα, για τα οποία είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης.

 

Έπεται και σε πλήρη συμφωνία με τη θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι τα όσα, ορθά, καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα κράτησης περί διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής του αιτητή χωρίς περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, επειδή ο ίδιος καταδικάστηκε με ποινή φυλάκισης, όχι μόνο δεν παραβιάζουν τις αρχές που επικαλείται ο αιτητής και δη την αρχή της αναλογικότητας αλλά τουναντίον καταδεικνύουν ότι η εξουσία των καθ΄ων η αίτηση για μη εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ασκήθηκε καθόλα ορθά, εύλογα και εντός των επιτρεπτών ορίων (Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση αρ.1242/2022, ημερομηνίας 18/8/2022) GSDAM. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 626/2023, ημερομηνίας 9/6/23) M.I.U.H και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23). Άλλωστε, ο αιτητής δεν έχει υποδείξει ποια άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή από την κράτηση, θα μπορούσαν, υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, να έχουν ληφθεί, τα οποία θα ήταν εξίσου ικανά με την κράτηση, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της απέλασης του (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022, ημερ. 19.5.2022).

Τέλος ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή, ότι δεν λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση του διατάγματος κράτησης η απαλλαγή του αιτητή σε δυο κατηγορίες από το Εφετείο, μπορεί να επηρεάσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης αφού, ως ήδη υποδείχθηκε, η καταδίκη του αιτητή και παρά την κατ΄ έφεση απαλλαγή του σε δυο κατηγορίες, παρέμεινε στέρεη στον έννομο κόσμο, αποτελώντας νομίμως το έρεισμα των εκδοθέντων διαταγμάτων.

 

Πρόσθετα ο αιτητής με συναφή παραπομπή σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ, διατείνεται ότι η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων παραβιάζει τα άρθρα 15 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ αφού συνιστούν υπέρμετρη δυσανάλογη επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του αιτητή και «καταπατούν σωρεία δικαιωμάτων του αιτητή, συμπαρασύροντας ταυτόχρονα την σύζυγο και το ανήλικο τέκνο τους». Τονίζεται ότι οι οικογενειακοί δεσμοί του αιτητή είναι πολύ στενοί και ότι η απέλαση του αιτητή θα προκαλέσει σοβαρά βιοτικά προβλήματα στην οικογένεια του καθώς και ιδιαίτερη ψυχολογική πίεση προς αυτή αλλά και ότι το βέλτιστο συμφέρον του επτάχρονου τέκνου του επιβάλλει την παραμονή του στη Δημοκρατία.

 

Από την πλευρά τους οι καθ΄ων η αίτηση απορρίπτουν τον ισχυρισμό του αιτητή και παραπέμπουν και αυτοί με τη σειρά τους σε νομολογία του ΕΔΑΔ προς υποστήριξη των θέσεων τους.

 

Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση του αιτητή. Ως ήδη υποδείχθηκε ανωτέρω, από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης αναδύεται ευκρινώς ότι όλα τα στοιχεία και δεδομένα της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης του αιτητή ήταν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση και αποτιμήθηκαν, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι ο αιτητής είναι ο πατέρας ενός επτάχρονου κοριτσιού, το οποίο διαμένει στη Δημοκρατία. Άλλωστε δεν θα μπορούσα να μην παρατηρήσω ότι η Διευθύντρια εφάρμοσε τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 18 ΟΖ (α) και (β)του Κεφ. 105 και το διάταγμα απέλασης του αιτητή αναστάληκε κατά την έκδοση του με σκοπό να ληφθούν οι απόψεις των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας αναφορικά με την οικογενειακή ζωή του αιτητή και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού του αιτητή, κρίνοντας, εν τέλει και μετά από συστάθμιση όλων των παραμέτρων ότι η σοβαρότητα και η φύση των αδικημάτων που διέπραξε ο αιτητής, το βεβαρημένο μεταναστευτικό ιστορικό του και οι προβληματισμοί της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ευημερίας αναφορικά με την ασφάλεια του παιδιού, το οποίο διαβιεί με τη γιαγιά του, επέβαλλαν την προώθηση του διατάγματος απέλασης του αιτητή.

 

Ειναι δε όλοι οι πιο πάνω λόγοι που διαφοροποιούν την υπό κρίση υπόθεση από τα δεδομένα της απόφασης του ΕΔΑΔ  Unuane κατά Ηνωμένου  Βασίλειου (αρ. 80343/17, ημερομηνίας 24.11.2020) στην οποία παραπέμπει ο αιτητής. Ως δε παρατηρώ στα πλαίσια εκείνης της υπόθεσης ο εκεί αιτητής, ο οποίος ήταν ο μόνος εκ της πενταμελούς οικογένειας του που εν τέλει απελάθηκε, είχε καταδικαστεί όπως και η σύντροφος του σε αδίκημα  πλαστογραφίας. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι ήταν δυσανάλογη η κρίση του εθνικού δικαστηρίου ότι η σοβαρότητα του αδικήματος της πλαστογραφίας μπορούσε και παρά τη προηγούμενη διαπίστωση  του Δικαστηρίου ότι το βέλτιστο συμφέρον των 3 παιδιών του αιτητή ήταν να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο μαζί και με τους δυο γονείς τους, στοιχείο που ως υπέδειξε είχε σημαντική βαρύτητα, ότι δικαιολογείτο η απέλαση του αιτητή για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

 

Ως έχει πολλάκις διατυπωθεί από το ίδιο το ΕΔΑΔ η ΕΣΔΑ δεν εγγυάται το δικαίωμα ενός αλλοδαπού να εισέλθει και να διαμείνει σε μια συγκεκριμένη χώρα. Τα συμβαλλόμενα κράτη στο πλαίσιο του καθήκοντος τους να διατηρήσουν τη δημόσια τάξη, έχουν την εξουσία να απελάσουν αλλοδαπό που έχει καταδικαστεί για ποινικά αδικήματα αρκεί η απόφαση αυτή να ειναι σύμφωνη με το νόμο και αναλογική (X and Y v. Germany [1977] 9 DR 219 και Chahal v. U.K. [1997] 23 E.H.R.R. 413). J.A v SWWITZERALAND (Application No 6325/15) Μ.Μ κατά Ελβετίας (αρ. 59006/18, ημερομηνίας 8.12.2020) Munir Johana κατά Δανίας (αρ. 56803/18) Στέλλα Ανδρεόυ και Jan Hazrat και Δημοκρατίας (2007) 4Β Α.Α.Δ 719).

 

Αυτό κρίνω ότι έπραξαν και οι καθ΄ων αίτηση.

 

Ως λέχθηκε και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Limon ν. Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.126/21, ημερομηνίας 20/4/22) το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας, κατ' επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας, δεν διασφαλίζεται ούτε από την ΕΣΔΑ, ούτε από το Σύνταγμα, κατά τον απόλυτο τρόπο που ισχυρίζεται ο αιτητής, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση, που ο αλλοδαπός δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα και παραμένει σ’ αυτή παράνομα (Kedoum ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 505) (Hasnas Nataliaν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 921/2015  ημερομηνίας 23/7/2015).

 

Όπως δε χαρακτηριστικά ειπώθηκε από τον Έντιμο Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σ. Ναθαναήλ ( ως ήταν τότε) στην απόφαση ELIE JAMIL EL KHOURY και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 5710/2013, ημερομηνία 25/6/15), ECLI:CY:AD:2015:D452:

 

«Ο αιτητής δεν έχει σεβαστεί τους νόμους της Δημοκρατίας. Υπέπεσε ηθελημένα σε σοβαρά αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Η διοίκηση διατηρεί με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, καθώς και με το Νόμο αρ. 7(Ι)/2007, (που όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω δεν έχει εδώ εφαρμογή), το δικαίωμα έκδοσης διατάγματος απέλασης ως παραπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης.

 

Και λίγο πιο κάτω:

 

Υπενθυμίζεται ότι η περίπτωση του αιτητή καλύπτεται από το κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει την είσοδο, παραμονή και διακίνηση ατόμων που δεν είναι πολίτες της Δημοκρατίας στο έδαφος της. Πάντοτε προεξάρχον στοιχείο είναι η παρουσία του ατόμου να μην θεωρείται αρνητικό στοιχείο για την έννομη τάξη της Δημοκρατίας (Adnan Ashgar v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 726/2011, ημερ. 30.6.2011).»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Στη βάση των ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης ευσταθεί. Η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων υπήρξε σύννομη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται με έξοδα €1600 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

                                                      Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο