ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 757/2020 και 837/2020)

 

8 Ιουλίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 757/2020)

         

           Ε. Τ.                                                                                                               Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

              ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

                                                                  

(Υπόθεση Αρ. 837/2020)

              

              Μ. Χ.                                                                                    Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 757/2020

Α. Πετουφάς, για Ανδρέας Πετουφάς & Σια, για Αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 837/2020

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

Σ. Τσαχίδου (κα), για Αχιλλεύς & Αιμίλιος, Κωνσταντίνος Αιμιλιανίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενα Μέρη

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.7.2020 και σύμφωνα με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη («Ε.Μ.»), 1. Π. Α., 2. Ο. Ο. και 3. Κ. Ν. προήχθησαν, αντί των αιτητών, στη μόνιμη θέση Γραμματέα Β’ ή Υποπρόξενου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, από 15.6.2020 («η επίδικη θέση»).

 

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ξεκίνησε όταν ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών («ο Γενικός Διευθυντής»), με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 17.2.2020, υπέβαλε πρόταση για την πλήρωση τριών κενών θέσεων Γραμματέα Β’ ή Υποπρόξενου, Εξωτερικές Υπηρεσίες. Εν συνεχεία, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της με ημερομηνία 27.2.2020, αποφάσισε όπως επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των εν λόγω θέσεων (θέσεις προαγωγής) σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα και στη συνεδρία να κληθεί να παραστεί και ο Γενικός Διευθυντής.

 

 

 

Ακολούθησε η επίδικη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 25.5.2020, στην οποία προσήλθε ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος, αφού σύστησε για προαγωγή τα τρία Ε.Μ., αποχώρησε. Εν συνεχεία, η Ε.Δ.Υ., αφού, ως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, έλαβε υπόψη της τα τρία κριτήρια-αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, και αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, έκρινε ότι τα Ε.Μ. υπερείχαν των λοιπών υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σε αυτούς προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.6.2020.

 

Οι αιτητές αντέδρασαν και κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησαν τις υπό κρίση προσφυγές, στις 18.8.2020 και 10.9.2020, αντίστοιχα, οι οποίες συνεκδικάζονται δυνάμει σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου τούτου.

 

Η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 757/2020 προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:

 

α) Πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ των Ε.Μ. ως πεπλανημένη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, αναιτιολόγητη, αλλά και ως προϊόν μη διενέργειας δέουσας έρευνας ειδικότερα δε ως προς τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων, τα οποία δεν έτυχαν της απαιτούμενης διερεύνησης·

 

β) Πάσχει και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, υπό πλάνη, αναιτιολόγητα και χωρίς τη διενέργεια της απαιτούμενης έρευνας, αγνόησε πλήρως και/ή παρέκαμψε την υπεροχή της αιτήτριας σε προσόντα έναντι των Ε.Μ.. Επιπρόσθετα δε, εντός αυτού του πλαισίου, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι η Ε.Δ.Υ., κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, απέτυχε στο καθήκον ενάσκησης ιεραρχικού ελέγχου νομιμότητας της πάσχουσας σύστασης, αφού απέτυχε επίσης να διαπιστώσει ότι η εν λόγω σύσταση δεν περιέχει νόμιμη σύγκριση όλων των στοιχείων εκάστου υποψηφίου.

 

Από την πλευρά του, ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 837/2020, προτάσσει τον ισχυρισμό ότι τα Ε.Μ. δεν κατέχουν και/ή κατέχουν παράνομα το απαιτούμενο υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προσόν της τετραετούς υπηρεσίας στη θέση Ακόλουθου. Επ’ αυτού, ο συνήγορος του αιτητή, με αναφορά σε επισυνημμένα στην γραπτή του αγόρευση έγγραφα, προβάλλει ότι ο διορισμός των Ε.Μ. στην προηγούμενη θέση, αυτήν του Ακόλουθου, έγινε παράνομα, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και/ή να πάσχει ως παράνομη και η προαγωγή τους στην επίδικη θέση.  

 

Περαιτέρω, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι πάσχει η η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ των Ε.Μ. ως πεπλανημένη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, αναιτιολόγητη, αλλά και ως προϊόν μη διενέργειας δέουσας έρευνας, ειδικότερα δε ως προς την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και «πείρα ποιοτική στην προ της επίδικης θέση», αλλά και ως προς τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων. Παράνομα δε και ανεπίτρεπτα, συνεχίζει ο κ. Πετουφάς, ο Γενικός Διευθυντής δεν εξέτασε το σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων για όλους τους υποψηφίους, αλλά επέλεξε διάφορα έτη αξιολόγησης, προβαίνοντας σε ανόμοιες συγκρίσεις.

 

Τέλος, ο συνήγορος του αιτητή βάλλει και κατά της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ., η οποία, ως υποβάλλει, πάσχει ως πεπλανημένη, αναιτιολόγητη και ως προϊόν μη διενέργειας της δέουσας έρευνας. Κατά τη σχετική εισήγηση, η καθ’ ης η αίτηση αβίαστα και χωρίς τη διενέργεια της δικής της έρευνας, ως όφειλε, έκανε δεκτή και/ή υιοθέτησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, παραγνωρίζοντας την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και πείρα, αλλά και τα πρόσθετα προσόντα που αυτός κατέχει.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις της συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση, η οποία, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν ορθής αξιολόγησης και/ή συνεκτίμησης όλων των στοιχείων κρίσης των υποψηφίων, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Ειδικότερα, η κα Κοτσώνη υποβάλλει ότι τόσο η δοθείσα σύσταση, η οποία και βρίσκεται σε πλήρη συμβατότητα με τα στοιχεία των φακέλων, όσο και η τελική, επίδικη, απόφαση υπήρξαν καθόλα σύννομες και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση, αλλ’ αντιθέτως, όλα τα στοιχεία και/ή θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης αναφορικά με τους αιτητές και τα τρία Ε.Μ. λήφθηκαν υπόψη και/ή αξιολογήθηκαν δεόντως.

 

Τονίζει δε η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι, σε μια συνολική προσμέτρηση των στοιχείων κρίσης, η τελική απόφαση των καθ’ ων η αίτηση υπήρξε εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, νόμιμη και δικαιολογημένη και σε, κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Οι δε αιτητές σε καμία περίπτωση δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ., ως η νομολογία πάγια επιτάσσει.

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολογεί και η συνήγορος για τα Ε.Μ., η οποία προβάλλει εν πολλοίς παρόμοιες θέσεις με αυτές της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ξεκινώντας με την εξέταση της προσφυγής αρ. 757/2020, κρίνω ότι ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης που προωθούνται, κρίνεται βάσιμος.

 

Εν πρώτοις, σε σχέση με τις αιτιάσεις των συνηγόρων της αιτήτριας περί πάσχουσας σύστασης, θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι οι ισχυρισμοί περί ελαττώματος λόγω έλλειψης επαρκούς συγκεκριμενοποίησης, αοριστίας και γενικολογίας της δοθείσας σύστασης όσον αφορά την άποψη του προκατόχου του Γενικού Διευθυντή και των άμεσα προϊσταμένων των προσοντούχων υποψηφίων, αυτοί στερούνται της απαιτούμενης στοιχειοθέτησης και βασιμότητας. Στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης και το οποίο δεν έχει εν προκειμένω ανατραπεί, δεν έχω λόγω να αμφισβητήσω ότι, στα πλαίσια της δέουσας έρευνας, την οποία πραγματοποίησε ο Γενικός Διευθυντής, έλαβε στοιχεία και πληροφορίες από τους άμεσα προϊστάμενους των υποψηφίων, πρακτική η οποία όχι μόνον είναι θεμιτή, αλλά και στοχεύει στην διαμόρφωση πληρέστερης εικόνας και έρευνας σχετικά με τους υποψηφίους (Λοϊζος Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 240/2019, ημερ. 8.7.2022). Ούτε και προκύπτει να έχουν, δια της εν λόγω έρευνας, θιχτεί τα συμφέροντα των υποψηφίων ή/και να έχουν προστεθεί ή/και αφαιρεθεί στοιχεία από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, όπως η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζεται στους οικείους διοικητικούς φακέλους.

 

Σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η απόφαση στην Βαθούλα Παναγή Αντωνιάδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1017/2012, ημερ. 4.11.2015, όπου, με αναφορά και στην Λύωνας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) A.A.Δ. 2038, λέχθηκε ότι ο Διευθυντής δεν είναι απαραίτητο, για σκοπούς συστάσεων, να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους ή ακόμα να είναι προϊστάμενος, για ορισμένο χρονικά διάστημα πριν προβεί σε συστάσεις. Ο Διευθυντής ή/και ο Προϊστάμενος, ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνα του μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές. Περαιτέρω, στην Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Δ) A.A.Δ. 2480, επισημάνθηκε ότι η αποκάλυψη των απόψεων των προϊσταμένων δεν είναι απαραίτητη. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε:

 

«Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις πού άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τούς για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά».

 

Προκύπτει λοιπόν ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω υποχρέωση καταγραφής από τον Γενικό Διευθυντή των πληροφοριών που αντλήθηκαν από τους προϊσταμένους των υποψηφίων, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας ούτε και υποχρέωση αποκάλυψης των ονομάτων τους. Όπως συναφώς λέχθηκε και στην Βαθούλα Παναγή Αντωνιάδου, ανωτέρω, διατηρούσε ο Γενικός Διευθυντής τη δυνατότητα, καθ’ οιονδήποτε χρόνο, να αποταθεί σε οποιονδήποτε προϊστάμενο λειτουργό για σκοπούς άντλησης πληροφοριών για έναν υπάλληλο, όπως διατηρούσε και τη δυνατότητα να βασιστεί αποκλειστικά στη δική του κρίση και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο Γενικός Διευθυντής να είχε σχηματίσει άποψη για τους υποψηφίους, από γενικότερη ενημέρωση που ελάμβανε αρμοδίως από τον εκάστοτε προϊστάμενό του, σε οποιοδήποτε χρόνο μέσα στα πλαίσια της ιεραρχικής δομής του Τμήματος και μέσω της καθημερινής επαγγελματικής επαφής τους. Παρόμοια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολουθήθηκε από το παρόν Δικαστήριο και στην Δημοσθένους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 417/2018 κ.α., ημερ. 23.5.2022 (βλ. και Λάμπρου, ανωτέρω).

 

Περαιτέρω, άμεσα συναρτώμενη με τη νομιμότητα και ορθότητα της δοθείσας σύστασης, είναι η υπηρεσιακή εικόνα αιτήτριας και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, ως αυτή προκύπτει από τους οικείους διοικητικούς φακέλους και η οποία αποκαλύπτει τα εξής:

 

Ως προς την αξία και δη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων, όπου δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, η αιτήτρια και τα τρία Ε.Μ. είναι ισοδύναμοι, ως καθόλα «Εξαίρετοι»: όπως συναφώς σημείωνεται στην δοθείσα σύσταση, οι εν λόγω υποψήφιοι έχουν αξιολογηθεί μόνο για τα έτη 2018 και 2019, καθότι αυτοί, μετά την ακύρωση του διορισμού τους κατά την περίοδο από 2014 έως 2017, υπηρετούσαν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Στο στοιχείο της αρχαιότητας, τα τρία Ε.Μ. υπερέχουν οριακά της αιτήτριας, αυτή δε η υπεροχή ανάγεται στην ημερομηνίας γέννησής τους.  Στο δε κριτήριο των προσόντων, τόσο η αιτήτρια, όσο και τα Ε.Μ., διαθέτουν μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, τα οποία έχουν κριθεί σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και, ως αναφέρεται, συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά στοιχεία κρίσης και δόθηκε σε αυτά η ανάλογη βαρύτητα. Συναφώς, η αιτήτρια διατείνεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη πρόσθετα προσόντα που διαθέτει, ήτοι διπλώματα σπουδών Γαλλικής και Ισπανικής γλώσσας και Πιστοποιητικά Τουρκικής γλώσσας: ωστόσο, σύμφωνα με τη σχετική επί του θέματος νομολογία, προσόντα και/ή πιστοποιητικά, ως αυτά που κατέχει η αιτήτρια, δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία και μόνον (πτυχία και μεταπτυχιακά), λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης (βλ. Έλενα Παπαθεοδότου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 832/2011, ημερ. 30.7.2014, Σταύρος Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 783/2002, ημερ. 19.4.2004, Γιαννάκης Καναράς v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1509/2008, ημερ. 26.10.2010, Παναγιώτης Πουργουρίδης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1386/2007, ημερ. 23.12.2008, Γεώργιος Ταλιώτης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1317/2010, ημερ. 26.1.2012, Μάριος Στεφανίδης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1207/2011, ημερ.15.2.2013 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Χ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 733/2021, ημερ. 30.10.2023 και Λαζαρίδου-Νικολάτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1355/2017, ημερ. 30.10.2020).

 

Περαιτέρω, αδίκως παραπονείται η αιτήτρια ότι δεν έγινε από τον Γενικό Διευθυντή, κατά τη διατύπωση της σύστασής του, ειδικότερη σύγκρισή της με τα τρία Ε.Μ. Εν πρώτοις, τονίζεται ότι έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι δεν είναι υποχρεωμένο το διορίζον όργανο να αναφερθεί στα πρόσθετα προσόντα εκάστου υποψηφίου με λεπτομέρεια (Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης ν. Μεταξά (2013) 3 Α.Α.Δ. 341), καθώς και ότι δεν είναι ανάγκη να υπάρχει άμεση σύγκριση των υποψηφίων και τεκμαίρεται πως, εφόσον οι φάκελοι με τα προσωπικά στοιχεία ενός εκάστου των υποψηφίων είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου, το όργανο έχει ενώπιον του το σύνολο των σχετικών στοιχείων, ώστε να μπορεί να προβεί στην ανάλογη κρίση (Χριστόδουλος Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 113/2011, ημερ. 22.3.2017, Χαράλαμπος Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. αρ. 147/07, ημερ. 12.4.2011, Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, Στέλλα Μουστάκα Πλέϊπελ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1185/07 κ.α., ημερ. 22.7.2010). Εν πάση όμως περιπτώσει, προκύπτει εν προκειμένω, από το πρακτικό ημερομηνίας 25.5.2020 ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, έγινε ειδικότερη αναφορά και/ή συγκριτική αντιπαραβολή μεταξύ των προσόντων των Ε.Μ. και αυτών της αιτήτριας.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται πλημμέλεια στη δοθείσα σύσταση, η οποία, ως συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων και ορθώς αποτυπώνουσα την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, κρίνεται ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Προσθέτει δε αυτή η σύσταση στην αξία των Ε.Μ. (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Ανδρέας Ματσάγκος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 199, Γεώργιος Λυώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038) και προσδίδει σε αυτά πρόσθετη υπεροχή έναντι της αιτήτριας.

 

Περαιτέρω, και η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, ως ρητώς αναφέρεται στο πρακτικό λήψης της απόφασης, έλαβε υπόψη της και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, κρίνεται ορθή και, εν πάση περιπτώσει, εύλογα επιτρεπτή. Δεν έχω διαπιστώσει κενό έρευνας εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, αλλ’ ούτε αιτιολογίας, ως οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της πλευράς της αιτήτριας. Αντίθετα, εξετάζοντας την επίδικη απόφαση, ως αυτή περιέχεται στο πρακτικό συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 20.5.2020, προκύπτει ότι αυτή υπήρξε πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, η δοθείσα σύσταση, η οποία ερευνήθηκε κατά πόσον συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων. Συνεπώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση της πλευράς της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε αναιτιολόγητα και δέσμια προς μια πάσχουσα πολλαπλώς σύσταση: αντίθετα, από το πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 20.5.2020, προκύπτει ευκρινώς η υπό της Επιτροπής διενέργεια της δικής της και δέουσας έρευνας, η οποία απέληξε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ούτε και υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., οπότε και μόνον θα μπορούσε το ακυρωτικό Δικαστήριο να παρέμβει (Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 113/11, ημερ. 22.3.2017). Πεδίο για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου. Όπως υπενθύμισε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ταντελές ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 274/2012, ημερ. 19.12.2018, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου με την κρίση του αρμοδίου οργάνου, όταν η κρίση του οργάνου είναι εύλογα επιτρεπτή (βλ. και Α.Η.Κ. ν. Λοϊζου, Α.Ε. 141/2011, ημερ. 28.11.2017). Εν προκειμένω, η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε μέσα στα επιτρεπτά όρια και η τελική απόφαση κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή: σε μια συνολική προσμέτρηση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, περιλαμβανομένης βεβαίως της προεκτεθείσας συγκριτικής εικόνας αιτήτριας και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα στοιχεία επιλογής, αλλά και της υπέρ των τριών Ε.Μ. δοθείσας σύστασης, καταλήγω ότι σύννομα και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε τα Ε.Μ. αντί της αιτήτριας για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Η δε αιτήτρια, η οποία και φέρει το σχετικό βάρος, δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ., ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (Θεοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016), ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου, η οποία, κατά πάγια νομολογία, είναι δυνατή μόνον όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του επιλεγέντος υποψηφίου (Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023, Παναγιώτης Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755, Δημοκρατία ν. Μάριος Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329).

 

Περαιτέρω, εξίσου αποκρυσταλλωμένες είναι οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 135/2013, ημερ. 3.2.2020). Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση έδρασαν εντός ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση, αλλ' ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία. Εν τέλει, η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής, στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης (Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω) και, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη και ορθή.

 

Λαμβανομένων υπόψη όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης στην προσφυγή αρ 757/2020 και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

 

 

Όσον αφορά στην προσφυγή αρ. 837/2020, ο αιτητής βάλλει τόσο κατά της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, αλλά και κατά της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ., οι οποίες, ως προβάλλει, πάσχουν ως παράνομες, πεπλανημένες, αναιτιολόγητες και προϊόν ελλιπούς έρευνας, ενώ, με ξεχωριστό λόγο ακύρωσης που προωθεί, διατείνεται ότι πάσχει εξ’ αρχής η προαγωγική διαδικασία λόγω του ότι εφαλμένα και/ή πεπλανημένα οι καθ’ ων η αίτηση θεώρησαν ότι τα Ε.Μ. πληρούν το υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενο προσόν αναφορικά με την τετραετή υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί κρίνονται αβάσιμοι.

 

Εν πρώτοις, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι εφαλμένα και/ή πεπλανημένα οι καθ’ ων η αίτηση θεώρησαν ότι τα Ε.Μ. πληρούν το υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενο προσόν αναφορικά με την τετραετή υπηρεσία στην προηγούμενη θέση, ήτοι αυτήν του Ακόλουθου, πάσχει εκ θεμελίων, εφόσον ήδη με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Μ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1289/2018, ημερ. 15.12.2022, απορρίφθηκε η προσφυγή που είχε καταχωρήσει ο αιτητής κατά του αναδρομικού επαναδιορισμού, συνεπεία επανεξέτασης, των τριών Ε.Μ. στη θέση Ακόλουθου. Συνεπώς, το συγκεκριμένο ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί με απόφαση Δικαστηρίου και κρίθηκε ότι τα Ε.Μ. νομίμως κατέχουν την εν λόγω θέση και/ή πληρούν το υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενο προσόν της τετραετούς υπηρεσίας στη θέση αυτή.

 

Επιπρόσθετα δε, ο αιτητής, μετά την απορριπτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1289/2018, δε νομιμοποιείται, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, να εγείρει ισχυρισμούς παρόμοιους με αυτούς που είχε εγείρει στην εν λόγω προσφυγή, επιδιώκοντας κατά τον τρόπο αυτό αναψηλάφιση και/ή παρεμπίπτοντα έλεγχο μιας άλλης, ξεχωριστής και/ή αυτοτελούς διοικητικής πράξης, η οποία ήταν το αντικείμενο έτερης δικαστικής διαδικασίας η οποία και έχει ολοκληρωθεί. Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι δεν είναι δυνατός, στο πλαίσιο εξέτασης της νομιμότητας συγκεκριμένης διοικητικής πράξης, ο παρεμπίπτων έλεγχος άλλης διοικητικής πράξης που δεν έχει προσβληθεί με την προσφυγή (Καλαϊτζής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 554, Λάρκου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 745).

 

Έτι περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, οι γνωματεύσεις και/ή επιστολές τις οποίες επικαλείται και επισυνάπτει στη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος του αιτητή, προδήλως και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτές συνιστούν ανεπίτρεπτη προσκόμιση μαρτυρίας. Η μαρτυρία που περιέχεται στα υπό αναφορά έγγραφα συνίσταται σε αντίγραφα εγγράφων, τα οποία σε κάθε περίπτωση, συνιστούν εξωγενή μαρτυρία, η οποία δεν μπορεί να γίνει δεκτή και δεν θα ληφθεί υπόψη, υπό το φως της πάγιας επί του θέματος ημεδαπής νομολογίας, σύμφωνα με την οποία η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά ούτε δικόγραφο, αλλ’ ούτε μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 ΑΑΔ 242, Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Είχε δε την δυνατότητα η πλευρά του αιτητή, εφόσον το επιθυμούσε, να προβεί στο αναγκαίο δικονομικό διάβημα, θέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας. Κάτι, ωστόσο, που δεν έπραξε (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Αλκείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2017, ημερ. 17.9.2020).

 

Συνεπώς, ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθεί ο αιτητής, απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Προχωρώντας στη συγκριτική αντιπαραβολή αιτητή και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, διαπιστώνω τα εξής:

 

Ως προς την αξία και δη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων, όπου δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, ο αιτητής υστερεί έναντι των τριών Ε.Μ.:  όπως συναφώς αναφέρεται και στην δοθείσα σύσταση, τα τρία Ε.Μ. έχουν αξιολογηθεί μόνο για τα έτη 2018 και 2019, καθότι, μετά την ακύρωση του διορισμού τους κατά την περίοδο από 2014 έως 2017, υπηρετούσαν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Για τα εν λόγω έτη τα Ε.Μ. έχουν αξιολογηθεί ως καθόλα «Εξαίρετοι». Αντίθετα, η απόδοση του αιτητή για το έτος 2018 έχει αξιολογηθεί σε τρία στοιχεία ως «Εξαίρετη» και σε άλλα πέντε στοιχεία ως «Πολύ Ικανοποιητική», ενώ η Υπηρεσιακή του Έκθεση για το έτος 2019 θεωρήθηκε «άκυρη», με αποτέλεσμα αυτός να υστερεί έναντι των Ε.Μ.. Ειδικά όσον αφορά την Έκθεση του 2019 για τον αιτητή, όπως ορθώς επισημαίνει η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, από τη στιγμή που αυτή ήδη είχε κριθεί ως «άκυρη», δεν υπήρχε περιθώριο για οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή. Εξάλλου, στο πλαίσιο του ενιαίου μέτρου κρίσης, οι συγκεκριμένες Ετήσιες Εκθέσεις Αξιολόγησης (2018 και 2019), λήφθηκαν υπόψη για όλους τους υποψηφίους και όχι μόνον για τον αιτητή και το γεγονός της, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, ιδιομορφίας της περίπτωσης, δεν αναιρεί το σύννομο της ακολουθηθείσας διαδικασίας. Σημειώνεται, εν πάση περιπτώσει, ότι, όπως προκύπτει από την επιστολή της Ε.Δ.Υ προς τον αιτητή, ημερομηνίας 4.10.2021 και το σχετικό πρακτικό ημερομηνίας 22.5.2020, τα οποία κατατέθηκαν και σημειώθηκαν ως «Τεκμήριο 2» κατά τις διευκρινίσεις, είναι μετά από αίτημα του αιτητή που η Υπηρεσιακή του Έκθεση για το έτος 2019 θεωρήθηκε «άκυρη».

 

Περαιτέρω, στο στοιχείο της αρχαιότητας, ο αιτητής υπερέχει κατά έναν χρόνο έναντι των τριών Ε.Μ., εφόσον αυτός διορίστηκε στη θέση Ακόλουθου την 2.4.2009 και τα Ε.Μ. την 7.4.2010. Αυτή, ωστόσο, η υπεροχή σε αρχαιότητα, σύμφωνα και με τη νομολογία (Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 162/2010, ημερ. 11.4.2017, Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403), δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία, εφόσον στα λοιπά στοιχεία κρίσης, δεν υπάρχει ισοδυναμία μεταξύ αιτητή και Ε.Μ.: πράγματι, πέραν του στοιχείου της αξίας, όπου τα Ε.Μ. υπερτερούν, υπεροχή των Ε.Μ. έναντι του αιτητή προκύπτει και στο κριτήριο των προσόντων, εφόσον και τα τρία Ε.Μ. διαθέτουν μεταπτυχιακό δίπλωμα και/ή τίτλο που κρίθηκε ότι είναι σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης, σε αντίθεση με τον αιτητή που δεν κατέχει οποιοδήποτε τέτοιο μεταπτυχιακό τίτλο. Είναι γνωστή η νομολογία αναφορικά με την αποτίμηση των πρόσθετων, μη προβλεπόμενων, προσόντων τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης: τα μη απαιτούμενα πρόσθετα ακαδημαϊκά  προσόντα, εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμούνται από την αρμόδια αρχή, η οποία οφείλει να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας τα δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φθάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος κ.α. v. Xατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374, Μαρία Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 124/14 και 134/14, ημερ. 6.12.2017, Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 135/2013, ημερ. 3.2.2020). Όπου δε τα πρόσθετα προσόντα λαμβάνονται υπόψη, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να τους αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα. Ομοίως, δεν επεμβαίνει το Δικαστήριο από τη στιγμή που η αρμόδια αρχή κινήθηκε εντός των εύλογων επιτρεπτών ορίων (βλ. και Γρουτίδης, ανωτέρω), όπως συμβαίνει και στην υπό κρίση περίπτωση, όπου τα πρόσθετα προσόντα των Ε.Μ. (μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος), τα οποία έχουν κριθεί σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, συνεκτιμήθηκαν με τα λοιπά στοιχεία κρίσης και δόθηκε σε αυτά η ανάλογη βαρύτητα.

 

Επιπρόσθετα, επί του θέματος των προσόντων, ο αιτητής διατείνεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη πρόσθετα προσόντα που διαθέτει, ήτοι διάφορα πιστοποιητικά ξένων γλωσσών: επ’ αυτού, επαναλαμβάνεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, προσόντα και/ή πιστοποιητικά, ως αυτά που κατέχει ο αιτητής, τα οποία εν πάση περιπτώσει ήσαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία και μόνον (πτυχία και μεταπτυχιακά), λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης (βλ. τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Χ.Χ., ανωτέρω και Λαζαρίδου-Νικολάτου, ανωτέρω).

 

Συναφώς, υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων (Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.1997). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε επί του θέματος στην Λακκοτρύπη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 135/2012 κ.α., ημερ. 4.8.2015, αποτελεί έργο καθαρά διοικητικό η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, με τη διενέργεια πρωτογενούς έρευνας και ουσιαστικής κρίσης για το θέμα της κατοχής και αξιολόγησης των προσόντων των υποψηφίων (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Λαζαρίδου Νικολάτου, ανωτέρω).

 

Ως εκ των πιο πάνω, ούτε και σε αυτή την περίπτωση διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλημμέλεια στη δοθείσα σύσταση, η οποία, ως συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων και ορθώς αποτυπώνουσα την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων, κρίνεται ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Προσθέτει δε αυτή η σύσταση στην αξία των Ε.Μ. (Κέντα, ανωτέρω, Ματσάγκος, ανωτέρω, Λυώνας κ.α., ανωτέρω) και προσδίδει και για αυτό το λόγο υπεροχή στα Ε.Μ. έναντι του αιτητή.

 

Περαιτέρω, και η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, ως ρητώς αναφέρεται στο πρακτικό λήψης της απόφασης, έλαβε υπόψη της και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, κρίνεται ορθή και, εν πάση περιπτώσει, εύλογα επιτρεπτή. Δεν έχω διαπιστώσει κενό έρευνας εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, αλλ’ ούτε αιτιολογίας, ως οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της πλευράς του αιτητή. Αντίθετα, εξετάζοντας την επίδικη απόφαση, ως αυτή περιέχεται στο πρακτικό συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 20.5.2020, προκύπτει ότι αυτή υπήρξε πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω). Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, η δοθείσα σύσταση, η οποία διερευνήθηκε κατά πόσον συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων. Συνεπώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε αναιτιολόγητα και χωρίς τη διενέργεια δικής της έρευνας: αντίθετα, από το πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 20.5.2020, προκύπτει ευκρινώς η υπό της Επιτροπής διενέργεια δέουσας έρευνας, η οποία απέληξε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ούτε και υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., οπότε και μόνον θα μπορούσε το ακυρωτικό Δικαστήριο να παρέμβει. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου με την κρίση του αρμοδίου οργάνου, όταν η κρίση του οργάνου είναι εύλογα επιτρεπτή (Ταντελές, ανωτέρω, Λοϊζου, ανωτέρω). Εν προκειμένω, η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε μέσα στα επιτρεπτά όρια και η τελική απόφαση ήταν ορθή και εύλογα επιτρεπτή: σε μια συνολική προσμέτρηση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, περιλαμβανομένης βεβαίως της προεκτεθείσας συγκριτικής εικόνας αιτητή και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα στοιχεία επιλογής, αλλά και της υπέρ των τριών Ε.Μ. δοθείσας σύστασης, η οποία προσθέτει στην αξία, καταλήγω ότι ορθά, νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε τα Ε.Μ. αντί του αιτητή για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Ο δε αιτητής, ο οποίος και φέρει το σχετικό βάρος, δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ., ως η νομολογία πάγια επιτάσσει (Θεοκλέους, ανωτέρω, Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω), ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου, η οποία, κατά πάγια νομολογία, είναι δυνατή μόνον όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του επιλεγέντος υποψηφίου (Χατζηκωστή, ανωτέρω). Ομοίως, δεν επεμβαίνει το Δικαστήριο από τη στιγμή που η αρμόδια αρχή κινήθηκε εντός των εύλογων επιτρεπτών ορίων (Γρουτίδης, ανωτέρω), όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Πεδίο για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου.

 

Επιπρόσθετα, επαναλαμβάνω ότι σε περιπτώσεις ως η υπό εξέταση, αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Ως έχει λεχθεί πιο πάνω, τέτοια άσκηση παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας, ανωτέρω, Σολομωνίδη, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση έδρασαν εντός ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση, αλλ' ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία.

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης ούτε στην προσφυγή αρ 837/2020 και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Επιδικάζονται €1200 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση σε κάθε προσφυγή και εναντίον της αιτήτριας και του αιτητή, αντίστοιχα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο