ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 778/2020)

 

16 Ιουλίου, 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

 

Κ. Λ.

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

Καθ’ ου η Αίτηση.

…………………………

Νικόλ Θεοδώρου (κα) για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. μαζί με Διονύσιο Νικολετόπουλο για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Ειρήνη Νεοφύτου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την ακύρωση μέρους της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 17.6.2020 και συγκεκριμένα, τις παραγράφους 1 και 4 με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή τελική φορολογία φόρου εισοδήματος για το 2006 ύψους Λ.Κ. 150.000 (€256.290,22) πλέον τόκο και χρηματική επιβάρυνση.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση στις 20.12.2018 επέβαλε στον αιτητή αναθεωρημένη φορολογία εισοδήματος για το έτος 2006 σε σχέση με το ποσό των Λ.Κ. 500.000 που έλαβε ο φορολογούμενος ως εφάπαξ ποσό χωρίς να το συμπεριλάβει στη φορολογική δήλωση που υπέβαλε για το συγκεκριμένο έτος. Στις 18.2.2019 ο αιτητής υπέβαλε μέσω των ελεγκτών του ένσταση η οποία, αφού εξετάστηκε, απορρίφθηκε.

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής συνοψίζονται σε παρανομία της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω του αντισυνταγματικού διορισμού του καθ’ ου η αίτηση, πλάνη περί τα πράγματα και τον νόμο και έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

Η εισήγηση του αιτητή περί παρανομίας συνεπεία του αντισυνταγματικού διορισμού του καθ’ ου η αίτηση βρίσκει έρεισμα στην απόφαση Ποταμίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 541/2016 κ.ά., 16.3.2020 η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση στην Ε.Δ.Δ. 59/2020, 7.6.2021. Σύμφωνα με την Ποταμίτου, η πρόνοια του Άρθρου 4(1) του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου, Ν. 70(Ι)/2014 (στο εξής ο «Νόμος»), κρίθηκε αντισυνταγματική επειδή παραβιάζει τα Άρθρα 122 – 125 του Συντάγματος σύμφωνα με τα οποία το αρμόδιο όργανο για διορισμό στη δημόσια υπηρεσία είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση σε απάντηση του επιχειρήματος του αιτητή, εισηγείται ότι η Ποταμίτου δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από τον έφορο φορολογίας στα πλαίσια της πρόνοιας του Άρθρου 4(17) του Νόμου και όχι του Άρθρου 4(1) που κηρύχτηκε αντισυνταγματικό.

 

Το Άρθρο 4(17) προνοεί τα εξής:

 

«(17)  Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο η θέση του Εφόρου Φορολογίας παραμένει κενή, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να αναθέσει τις εξουσίες, αρμοδιότητες και καθήκοντα του Εφόρου Φορολογίας για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες σε πρόσωπο που πληροί τα κριτήρια της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.»

 

Μετά την έκδοση της Ποταμίτου ο Υπουργός Οικονομικών ανέθεσε στις 3.4.2020 στο πρόσωπο του οποίου ο διορισμός κρίθηκε αντισυνταγματικός εξουσίες, αρμοδιότητες και καθήκοντα στη βάση του Άρθρου 4(17) για περίοδο τριών μηνών.

 

Στην απάντησή του ο αιτητής εισηγείται ότι επειδή το Άρθρο 4(1) στο οποίο γίνεται αναφορά στο Άρθρο 4(17) κρίθηκε αντισυνταγματικό στην Ποταμίτου, η ανάθεση καθηκόντων έγινε αντισυνταγματικά.

Το Άρθρο 4(1) στο οποίο παραπέμπει το Άρθρο 4(17) προνοεί:

 

«4.-(1)(α) Το Υπουργικό Συµβούλιο, µε αιτιολογηµένη απόφασή του, διορίζει ως Έφορο Φορολογίας, πρόσωπο το οποίο –

(i) προτείνεται από τον Υπουργό Οικονοµικών· και

(ii) δεν υπερβαίνει την ηλικία των 65 ετών κατά την ηµεροµηνία διορισµού του· και

(iii) είναι κρατικός υπάλληλος ή µη, υψηλού επαγγελµατικού και ηθικού επιπέδου και εγνωσµένης µόρφωσης και πείρας σε φορολογικά θέµατα και στην περί φορολογίας νοµοθεσία της Δηµοκρατίας ή άλλων χωρών.

(β) Το Υπουργικό Συµβούλιο δεν διορίζει ως Έφορο Φορολογίας πρόσωπο για το οποίο υφίσταται οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που προβλέπεται στο εδάφιο (12).

(γ) Αµέσως µετά το διορισµό του Εφόρου Φορολογίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου (α), ενηµερώνεται η Βουλή των Αντιπροσώπων γραπτώς για το διορισµό.»

 

Στην Ποταμίτου, το Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε συγκεκριμένο ισχυρισμό των αιτητών ο οποίος – ως καταγράφεται στην απόφαση – ήταν ο ακόλουθος:

 

«Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη θέση αποτελεί «δηµόσια θέση» εντός της έννοιας των Αρ. 122-125 του Συντάγµατος, βάσει των οποίων το µόνο αρµόδιο σώµα για την πλήρωσή της είναι η Επιτροπή Δηµόσιας Υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, η ανάθεση της αρµοδιότητας από το άρθρο 4 του Νόµου 70(Ι)/2014 στο Υπουργικό Συµβούλιο αντί στην ΕΔΥ, παραβιάζει έκδηλα τα άρθρα 122-125 του Συντάγµατος.»

Και η κατάληξη του Δικαστηρίου η πιο κάτω:

 

«[…] καταλήγω ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε βάσει του άρθρου 4(1) του περί Τµήµατος Φορολογίας Νόµου (Ν.70(Ι)/2014) το οποίο εναποθέτει την εξουσία για διορισµό στη θέση Εφόρου Φορολογίας στο Υπουργικό Συµβούλιο, αντί στην Επιτροπή Δηµόσιας Υπηρεσίας, κατά παράβαση των άρθρων 122-125 του Συντάγµατος.»

 

Από τα πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι αυτό που κλήθηκε το Δικαστήριο να εξετάσει και τελικά αποδέχτηκε ότι παραβιάζει πρόνοιες του Συντάγματος, ήταν η εναπόθεση της εξουσίας διορισμού στη συγκεκριμένη θέση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν απασχόλησε το Δικαστήριο στην Ποταμίτου το ζήτημα των προσόντων που απαιτεί ο Νόμος ότι πρέπει να κατέχει κάποιο πρόσωπο για να θεωρείται κατάλληλο για διορισμό. Συνεπώς, η αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 4(1) στην οποία κατέληξε η Ποταμίτου δεν επεκτείνεται –  και ούτε θα μπορούσε να επεκτείνεται εφόσον ουδέποτε τέθηκε τέτοιο ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου – στα προσόντα που προνοούνται στο εν λόγω Άρθρο αλλά περιορίζεται στην αντισυνταγματική διαδικασία διορισμού που προνοείται στο Άρθρο.

 

Κατ’ επέκταση, δεν μπορούν να θεωρούνται ότι παραβιάζουν το Σύνταγμα οι πρόνοιες του Άρθρου 4(1) που αναφέρονται στα απαιτούμενα προσόντα αλλά ούτε η πρόνοια του Άρθρου 4(17) ως απόρροια της αντισυνταγματικότητας του τρόπου διορισμού στη συγκεκριμένη θέση ως προνοείται στο Άρθρο 4(1).

 

Αναφορικά με την νομική πλάνη στην οποία εισηγείται ο αιτητής ότι περιέπεσε ο καθ’ ου η αίτηση σχετικό είναι το Άρθρο 8(9) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, Ν. 118(Ι)/2002 (στο εξής ο «ΦΕ Νόμος»), που προνοεί ότι:

 

«8.  Απαλλάσσονται από το φόρο·

(9)  οποιοδήποτε κατ’ αποκοπή καθοριζόμενο ποσό το οποίο λαμβάνεται εφάπαξ σε μορφή φιλοδωρήματος επί αφυπηρετήσει, μετατροπή συντάξεως, φιλοδωρήματος λόγω θανάτου ή ως εφάπαξ αποζημίωση λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης·»

 

Σε επιστολή ημερομηνίας 20.12.2018 ο καθ’ ου η αίτηση αναφέρει τα πιο κάτω:

 

«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδάφιου (2) του άρθρου 23 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου αρ. 4/78, όπως τροποποιήθηκε, σας εσωκλείω αναθεωρημένη φορολογία φόρου εισοδήματος για να φορολογηθείτε πρόσθετο εφάπαξ ποσό σύνταξης £500.000 κατά την αφυπηρέτηση σας, το οποίο δεν έχετε δηλώσει και αρχική φορολογία έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για το πιο πάνω φορολογικό έτος για εισόδημα σε σχέση με τις καταθέσεις σας σε τραπεζικούς λογαριασμούς σε τραπεζικά ιδρύματα του εξωτερικού.»

 

Στην ένσταση που υπέβαλε ο αιτητής μέσω των ελεγκτών του, σε επιστολή τους ημερομηνίας 18.2.2019 κάνουν αναφορά σε προηγούμενη αλληλογραφία και συγκεκριμένα σε επιστολή / συμφωνία ημερομηνίας 16.3.2002 που κοινοποιήθηκε στον καθ’ ου η αίτηση. Η εν λόγω συμφωνία είναι μεταξύ των εργοδοτών του αιτητή και του αιτητή και αναφέρει τα εξής:

 

«Με βάση την εξουσιοδότηση που μας έχει δώσει το Διοικητικό Συμβούλιο, προτείνουμε την παράταση της υπηρεσίας σας για ακόμα δυο χρόνια (από 16/3/2002 μέχρι 15/3/2004 με την πιο κάτω τροποποίηση:

 

"Πρόσθετα και ανεξάρτητα από το ποσό που θα καταβάλλεται σε σας ως σύνταξη από την ημερομηνία αφυπηρέτησής σας, η Τράπεζα θα σας καταβάλει κατά τον χρόνο αφυπηρέτησής σας το ποσό των ΛΚ£500.000 (πεντακόσιες χιλιάδες λίρες) ως πρόσθετο εφάπαξ ποσό σύνταξης κατά την αφυπηρέτησή σας.

 

Νοείται ότι κάθε φορολογική επιβάρυνση που, τυχόν, θα έχετε σχετικά με το πιο πάνω πρόσθετο εφάπαξ ποσό, με βάση τους τότε ισχύοντες νόμους ή κανονισμούς, θα βαρύνει και θα καταβάλλεται από την Τράπεζα".»

 

Σε επιπρόσθετη επιστολή που υπέβαλε ο αιτητής μέσω των ελεγκτών του στις 3.7.2019 κατόπιν συνάντησης με λειτουργούς του καθ’ ου η αίτηση, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«iv.     Όπως αναφέρεται ρητά στο εν λόγο έγγραφο κάθε φορολογική επιβάρυνση που θα είχε ο κ. Λαζαρίδης σχετικά με το εφάπαξ ποσό των Λ.Κ. 500,000 συμφωνήθηκε ότι θα βαρύνει και θα καταβάλλεται από την Λαϊκή Τράπεζα.

 

ν.       Αναμφίβολα με βάση το εν λόγω έγγραφο ο κ. Λαζαρίδης ήταν δικαιούχος να εισπράξει το εφάπαξ ποσό των Λ.Κ. 500,000 καθαρό από κάθε φορολογική επιβάρυνση κάτι το οποίο και έγινε.  Οι τυχών φόροι θα έπρεπε να βαρύνουν την Λαϊκή Τράπεζα, άρα θα έπρεπε να υπολογιστούν, να παρακρατηθούν και να καταβληθούν στον Έφορο Φορολογίας αποκλειστικά από την Λαϊκή Τράπεζα με βάση τις σχετικές φορολογικές νομοθεσίες και κανονισμούς.  Επομένως το Τμήμα Φορολογίας θα έπρεπε να απευθυνθεί στην Λαϊκή Τράπεζα για την καταβολή του φόρου πρωτού εκδοθεί οποιαδήποτε φορολογία προς τον κ. Λαζαρίδη.

 

νϊ.      Τονίζουμε ότι το γραφείο μας έχει εξηγήσει την πιο πάνω θέση αλλά και την σημασία του εν λόγω εγγράφου πριν το Τμήμα Φορολογίας εκδώσει την φορολογία 12017235889-7 (2005) στις 20/12/2017 αλλά και σε αρκετές συναντήσεις που είχαμε με το Τμήμα Φορολογίας όπως επίσης και στις δύο σχετικές ενστάσεις που έχουμε υποβάλει ημερομηνίας 27/2/2018 και 18/2/2019. (οι οποίες επισυνάπτονται)

 

νii.     Είναι πασιφανές ότι η Θέση του Τμήματος Φορολογίας σχετικά με το εισπρακτέο ποσό των Λ.Κ.500,000 είναι ότι αφορά πρόσθετο εφάπαξ σύνταξης και αποτελεί φορολογητέο εισόδημα.  Ως εκ τούτου και σύμφωνα με την πιο πάνω θέση, η Λαϊκή Τράπεζα όφειλε να καταβάλει φόρο προς το Τμήμα Φορολογίας βασιζόμενο στο ακάθαρτο εισόδημα που αναλογεί στο καθαρό εισπρακτέο ποσό των Λ.Κ. 500,000.  Αντιθέτως οι φορολογίες που έχουν εκδοθεί από το Τμήμα Φορολογίας βασίζονται στο καθαρό εισπρακτέο ποσό των Λ.Κ. 500,000 και όχι στο ανάλογο ακάθαρτο εισόδημα, αγνοώντας εντελώς το έγγραφο που έχουμε προσκομίσει στο Τμήμα Φορολογίας από τις 21/10/2016 το οποίο αναφέρει ρητά ότι το ποσό των Λ.Κ. 500,000 είναι καθαρό από κάθε φορολογική επιβάρυνση.

 

νiii.    Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην συνάντηση που είχαμε στις 26/6/2019 μας έχετε ενημερώσει ότι δεν έχετε επικοινωνήσει ακόμη με την Λαϊκή Τράπεζα για να εισπράξετε τον σχετικό φόρο παρά το γεγονός ότι γνωρίζετε ότι η Λαϊκή Τράπεζα είχε υποχρέωση με βάση τις σχετικές φορολογικές νομοθεσίες και κανονισμούς να υπολογίσει, να παρακρατήσει και να καταβάλει τον φόρο προς το Τμήμα Φορολογίας.

 

ix.      Επίσης αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αφού σας αναφέραμε στην εν λόγο συνάντηση ότι η Λαϊκή Τράπεζα βρίσκεται υπό Διαχείριση και υπάρχει δυνατότητα να ζητήσετε την καταβολή του φόρου από τον Διαχειριστή, εντούτοις μας αναφέρατε ότι δεν γνωρίζετε εάν προτίθεται μελλοντικά το Τμήμα Φορολογίας να έρθει σε επαφή με την Λαϊκή Τράπεζα.»

 

Ο καθ’ ου η αίτηση σε επιστολή του ημερομηνίας 9.12.2019 αναφέρει τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να προχωρήσει σε τελική απόφαση για επιβολή φορολογίας. Συνοπτικά, ο καθ’ ου η αίτηση θεωρεί ότι παρά την ονομασία που δόθηκε στη συμφωνία μεταξύ του αιτητή και των εργοδοτών του ημερομηνίας 16.3.2002, στην πραγματικότητα το ποσό που συμφωνήθηκε αποτελεί όφελος από την εργοδότηση του αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5(1)(β) του ΦΕ Νόμου και συνεπώς, φορολογείται. Θεωρεί, επίσης, ο καθ’ ου η αίτηση ότι επειδή το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε στον αιτητή μετά την αφυπηρέτησή του και στη βάση νέας συμφωνίας εργοδότησης, δεν απαλλάσσεται της φορολόγησης στη βάση των προνοιών του Άρθρου Άρθρο 8(9) του ΦΕ Νόμου. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Η εφαρμογή της απαλλαγής του άρθρου 8(9) του περί ΦΕ αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση George Coussoumides (1966) 3 C.L.R. 1, στην οποία ο τότε Δικαστής ανέφερε:

«I am of the opinion that what is really contemplated under the above provision is a gratuity payable on retirement due to age or other cause putting an end to a person’s working life and not a gratuity on changing employment after a certain number of years, especially if the said years do not represent practically a life’s work, but are only a part thereof.»

Στην δική σας περίπτωση το ποσό των £500.000 δεν σας καταβλήθηκε κατά την αφυπηρέτησή σας λόγω συμπλήρωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλά σας καταβλήθηκε κατά τη λήξη της νέας συμφωνίας εργοδότησης πεπερασμένης διάρκειας, η οποία συνομολογήθηκε μετά την αφυπηρέτηση σας και ήταν ανεξάρτητο και επιπρόσθετο των άλλων ωφελημάτων αφυπηρέτησης που δικαιούσασταν από την εργοδότησή σας στην Τράπεζα βάσει της συμφωνίας εργοδότησης ημερ. 1.1.1983.

Σχετικά αναφέρεται ότι η ημερομηνία αφυπηρέτησης σας από την Τράπεζα ήταν η 15η.3.1995, ημερομηνία κατά την οποία είχατε συμπληρώσει την ηλικία των 60 ετών. Την αμέσως επόμενη ημέρα, συμβληθήκατε με την Τράπεζα για παράταση της υπηρεσίας σας μέχρι τα 65 έτη, με πρόνοια ανανέωσης ανά διετία μέχρι την ηλικία των 70 ετών.  Η πρόνοια για καταβολή του ποσού των £500.000 περιλήφθηκε στην συμφωνία ανανέωσης της παράτασης της υπηρεσίας σας ημερομηνίας 16.3.2002, όταν δηλαδή ήσασταν 67 ετών

Με βάση τα πιο πάνω, προκύπτει ότι η καταβολή του ποσού των £500.000 αναφέρεται στην μετά την αφυπηρέτηση υπηρεσία σας, η οποία παρασχέθηκε βάσει συμβολαίων καθορισμένης διάρκειας, η οποία συνολικά δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 10 έτη, δηλαδή από την ηλικία των 60 μέχρι των 70 ετών και ως εκ τούτου, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να θεωρηθεί ως εργασία μιας ολόκληρης ζωής.

Ως εκ τούτου, και με βάση την προαναφερθείσα νομολογία, το ποσό των £500.000 που σας καταβλήθηκε κατά το 2006, την καταβολή του οποίου δικαιούσασταν βάσει της σύμβασης εργοδότησής σας δεν συνιστά φιλοδώρημα αφυπηρέτησης εντός των προνοιών του άρθρου 8(9) του περί ΦΕ Νόμου, και ως εκ τούτου δεν απαλλάσσεται του φόρου.»

Ως προς το κατά πόσο οποιαδήποτε τυχόν φορολογία θα έπρεπε να καταβληθεί από τον αιτητή ή τους εργοδότες του, η θέση του καθ’ ου η αίτηση καταγράφεται ως εξής:

 

«Στο σημείο ν. της επιστολής των φορολογικών σας συμβούλων, ημερομηνίας 3.7.2019, γίνεται επίκληση πρόνοιας της ιδιωτικής συμφωνίας μεταξύ σας και της Τράπεζας, ημερομηνίας 16.3.2002, σύμφωνα με την οποία ο οποιοσδήποτε οφειλόμενος φόρος επί του εν λόγω ποσού βάρυνε και θα καταβαλλόταν από την Τράπεζα, και αναφέρεται ότι «το Τμήμα Φορολογίας θα έπρεπε να απευθυνθεί στην Λαϊκή Τράπεζα για την καταβολή του φόρου προτού εκδοθεί οποιαδήποτε φορολογία προς τον κ. Λαζαρίδη.»

 

Σχετικά πληροφορείστε ότι η οποιαδήποτε ιδιωτική συμφωνία στην οποία ο Έφορος δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος, όπως και η ιδιωτική συμφωνία μεταξύ σας και της Τράπεζας, δεν υπερισχύει της Νομοθεσίας και δεν δεσμεύει τον Έφορο.

 

Βάσει των άρθρων 40, 41,42 και 44 του περί ΦΕ Νόμου και τους περί Παρακρατήσεως Φόρου εξ’ Αποδοχών Κανονισμούς Κ.Δ.Π 231/64, όπως τροποποιήθηκαν (οι «Κανονισμοί»), η Τράπεζα είχε υποχρέωση παρακράτησης και καταβολής του φόρου επί του ποσού που σας είχε καταβάλει κατά το έτος 2006.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 5(4) των πιο πάνω Κανονισμών, σε περίπτωση που εργοδότης προτίθεται να καταβάλει σε εργοδοτούμενο φιλοδώρημα ή άλλα σημαντικά ποσά πρόσθετα των αποδοχών του, οφείλει να ζητήσει από τον Έφορο όπως καθορίσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου επί του εν λόγω ποσού, το οποίο ο ίδιος θα πρέπει να παρακρατήσει κατά την καταβολή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 11(2) των Κανονισμών, όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 67/1973, προνοείται ότι εάν το ποσό του οφειλόμενου φόρου εξ’ αποδοχών είναι μικρότερο του συνολικού φόρου που παρακρατήθηκε, ο Έφορος απαιτεί από τον μισθωτό να καταβάλει τη διαφορά.

Η Τράπεζα ουδέποτε ζήτησε από το Τμήμα να καθορίσει τον οφειλόμενο φόρο επί του εν λόγω ποσού, ούτε το συμπεριέλαβε στη Δήλωση Εργοδότη, και ούτε προέβη σε καταβολή οποιουδήποτε ποσού φόρου επί αυτού.  Αλλά, ούτε και εσείς περιλάβατε το συγκεκριμένο ποσό σε οποιαδήποτε φορολογική σας δήλωση, όπως είχατε υποχρέωση να το πράξετε με βάση το άρθρο 5(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου αρ. 4/78, όπως τροποποιήθηκε.»

 

Ο αιτητής και πάλι υπέβαλε ένσταση μέσω των ελεγκτών του στις 30.1.2020 υποδεικνύοντας ότι ακόμα και σε περίπτωση επιβολής φορολογίας στο ποσό που έλαβε, αυτή θα έπρεπε να διεκδικηθεί από τους εργοδότες του.

 

Στην τελική του απόφαση, που είναι η προσβαλλόμενη, ο καθ’ ου η αίτηση υιοθετεί ως βάση για την επιβολή της φορολογίας το μέρος Α της προηγούμενης απόφασης του ημερομηνίας 9.12.2019 και εξηγεί ότι θεωρεί υποχρέωση και ευθύνη του αιτητή τη συμπερίληψη του ορθού ποσού εισοδήματος στη δήλωση που υπέβαλε και απορρίπτει την ένσταση.

 

Εξετάζοντας κατά πόσο ο καθ’ ου η αίτηση ορθά έκρινε ότι το ποσό που έλαβε ο αιτητής δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 8(9) του ΦΕ Νόμου, σχετικές είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 5(1)(β) στις οποίες παραπέμπει και ο καθ’ ου η αίτηση:

 

«5. (1) Τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος Νόµου, στην περίπτωση προσώπου που είναι κάτοικος της ∆ηµοκρατίας, για κάθε φορολογικό έτος επιβάλλεται φόρος µε συντελεστή ή συντελεστές, όπως ειδικότερα καθορίζονται στον παρόντα Νόµο στο εισόδηµα που κτάται ή προκύπτει από πηγές τόσο εντός όσο και εκτός της ∆ηµοκρατίας, αναφορικά µε:

(β) οποιαδήποτε κέρδη ή άλλα οφέλη από οποιοδήποτε αξίωµα ή µισθωτές υπηρεσίες, περιλαµβανοµένης της κατ’ εκτίµηση ετήσιας αξίας καταλύµατος, στέγης και διατροφής ή οικίας, καθώς και κάθε άλλο επίδοµα, χρηµατικής ή άλλης µορφής, που χορηγείται αναφορικά µε παρεχόµενες µισθωτές υπηρεσίες στο άτοµο το οποίο παρέχει τις µισθωτές υπηρεσίες ή σε οποιοδήποτε µέλος της οικογένειας του·»

         

Το Άρθρο 8(9) του ΦΕ Νόμου απαλλάσσει από φορολογία ένα κατ’ αποκοπή καθορισμένο ποσό που λαμβάνεται εφάπαξ, δηλαδή μία φορά, κατά την αφυπηρέτηση κάποιου προσώπου ως φιλοδώρημα.

 

Αυτό που ουσιαστικά συμφωνήθηκε μεταξύ του αιτητή και των εργοδοτών του στη συμφωνία ημερομηνίας 16.3.2002, ήταν η τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας που είχαν τα συμβαλλόμενα μέρη ημερομηνίας 16.3.1995 έτσι ώστε κατά την αφυπηρέτηση του αιτητή να του καταβληθεί επιπρόσθετα από σύνταξη και ένα εφάπαξ ποσό σύνταξης. Η εν λόγω αρχική συμφωνία προνοούσε τα ακόλουθα:

         

«Με βάση την εξουσιοδότηση που μας έχει δόσει το Διοικητικό Συμβούλιο, σας προτείνουμε παράταση της υπηρεσίας σας, σε πρώτη φάση, μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας σας με τους ίδιους όρους ως και η υφιστάμενη συμφωνία εργοδότησής σας.  Μετά το 65ο έτος της ηλικίας σας η εργοδότησή σας θα ανανεώνεται ανά διετία μέχρι το 70ο έτος της ηλικίας σας, εφόσον ήθελε κριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο με αντικειμενικά κριτήρια, ότι η φυσική και πνευματική κατάστασή σας σας επιτρέπουν να ασκείτε τα καθήκοντά σας προς πλήρη ικανοποίηση του Διοικητικού Συμβουλίου.

 

Μετά την αφυπηρέτησή σας – όποτε προκύψει – είτε στο 65ο είτε στο 70ο έτος της ηλικίας σας, είτε όταν λυθεί η παρούσα Σύμβαση κοινή συναινέσει – η Τράπεζα για περίοδο 10 ετών θα καταβάλλει ως σύνταξη το 50% των μεικτών απολαβών (βασικός μισθός συν το εκάστοτε Τιμαριθμικό Επίδομα που καταβάλλεται στο υπόλοιπο προσωπικό της Τράπεζας – λαμβανομένων υπόψη και οποιωνδήποτε αναπροσαρμογών που γίνουν εν των μεταξύ), κατά τον χρόνο της αφυπηρέτησης.  Η σύνταξη θα τυγχάνει τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και θα καταβάλλεται σε 13 μηνιαίες δόσεις.»

 

Ο καθ’ ου η αίτηση, όπως προκύπτει από τις αναφορές του στην απόφαση ημερομηνίας 9.12.2019, φαίνεται να θεώρησε ότι το εν λόγω ποσό που θα καταβαλλόταν στον αιτητή ήταν «ανεξάρτητο και επιπρόσθετο άλλων ωφελημάτων αφυπηρέτησης που δικαιούσασταν από την εργοδότηση σας στην Τράπεζα βάσει της συμφωνίας εργοδότησης ημερ. 1.1.1983» ενώ σε άλλο σημείο της αιτιολογίας του καθ’ ου η αίτηση καταγράφεται ότι:

         

«Στην περίπτωσή σας, η καταβολή του ποσού των £500.000 κατά τον χρόνο της αφυπηρέτησης σας, προνοείται στη συμφωνία παράτασης της υπηρεσίας σας, η οποία υπογράφηκε μεταξύ σας και της Τράπεζας στις 16.3.2002.  Στη συγκεκριμένη συμφωνία το εν λόγω ποσό χαρακτηρίζεται ως «πρόσθετο εφάπαξ ποσό σύνταξης».  Σημειώνεται ότι η εν λόγω συμφωνία παράτεινε την υπηρεσία σας στην Τράπεζα για άλλα δύο έτη, δηλαδή μέχρι την ηλικία των 69 ετών, ενώ με βάση προηγούμενη συμφωνία παράτασης της υπηρεσίας σας, ημερομηνίας 16.3.1995, η υπηρεσία σας θα μπορούσε να παραταθεί μέχρι την ηλικία των 70 ετών, δηλαδή για ακόμα ένα επιπρόσθετο έτος.

Η φορολογική μεταχείριση ποσού που λαμβάνεται κατά τη λήξη της εργοδότησης αποτέλεσε το αντικείμενο εξέτασης τόσο των Κυπριακών όσο και των Βρεττανικών Δικαστηρίων σε σωρεία υποθέσεων.

 

Καταρχάς, το γεγονός ότι το εν λόγω ποσό χαρακτηρίζεται ως «πρόσθετο εφάπαξ ποσό σύνταξης» ουδόλως επηρεάζει τη φορολογική του μεταχείριση, καθότι, όπως αναφέρθηκε και στην αναθεωρητική έφεση Ευριπίδης Νεοκλέους (1989) 3 Α.Α.Δ 1474:

«για να απαντηθεί το ερώτημα αν η πληρωμή προέρχεται από εργασία (οπότε υπόκειται σε φορολογία) ή όχι θα πρέπει να εξεταστεί η ειδοποιός κατάστασή της και ο σκοπός για τον οποίο έγινε.  Η απάντηση δεν εξαρτάται από την ονομασία που έδωσαν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά από όλα τα γεγονότα της υπόθεσης.»

Κατά συνέπεια, απομονώνοντας τον χαρακτηρισμό που προσδόθηκε στο καταβλητέο ποσό, εξετάστηκε η φορολογική μεταχείρισή του στη βάση ότι η καταβολή του κατά την αφυπηρέτηση σας, προνοείτο στη σύμβαση εργοδότησής σας.

Σχετικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από υποθέσεις των Κυπριακών Δικαστηρίων:

 

(α) «It appears that a pre-arranged payment, which the service agreement provides, shall be paid on cessation of office, is treated as deferred emoluments, and so taxable. On the other hand, a payment, whether by agreement or by way of damages, made not by virtue of the service agreement but as consideration for a release from that agreement, is treated as not having the nature of emoluments.»  (Renos Fitikkides (1970) 3 C.L.R. 15)

(β) «Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, κατά πόσον θεωρείται φορολογητέο εισόδημα εντός της έννοιας του άρθρου 5(1)(β) η αποζημίωση για τερματισμό απασχόλησης, το θέμα έτυχε δικαστικής εξέτασης τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αγγλία και από τις αποφάσεις των Δικαστηρίων εξάγονται οι πιο κάτω αρχές:

(α) Σε περίπτωση πληρωμής ενός ποσού δυνάμει των όρων της σύμβασης εργασίας το ποσό αυτό φορολογείται έστω και αν ληφθεί κατά το χρόνο ή μετά τον τερματισμό της απασχόλησης.

(β) Σε περίπτωση πληρωμής ενός ποσού για κατάργηση της σύμβασης εργασίας ή ως αποζημίωση για την ακύρωση της σύμβασης (abrogation of a contract of employment or as damages for the breach of it) το ποσό αυτό δεν υπόκειται σε φορολογία. Οι αρχές αυτές υιοθετήθηκαν και εφαρμόστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου σε σωρεία υποθέσεων.»  (Σταύρος Γεωργίου (1991) 4 Α.Α.Δ 4286)

Στην περίπτωσή σας, καθότι η καταβολή του «πρόσθετου εφάπαξ ποσού σύνταξης» προνοείτο στη σύμβαση παράτασης της υπηρεσίας σας, με βάση τις αρχές που υιοθετήθηκαν στην προαναφερθείσα νομολογία, προκύπτει ότι το εν λόγω ποσό συνιστά όφελος από την εργοδότησή σας, εντός των προνοιών του άρθρου 5(1)(β) του περί ΦΕ Νόμου.»

 

Εξέλαβε, δηλαδή, ο καθ’ ου η αίτηση τη συμφωνία για καταβολή στον αιτητή του συγκεκριμένου εφάπαξ ποσού ως ποσού που λαμβάνεται κατά τη λήξη της εργοδότησης και όχι ως φιλοδώρημα κατά την αφυπηρέτηση ως επίσης ότι καταβλήθηκε στον αιτητή επιπρόσθετα από άλλα ωφελήματα αφυπηρέτησης τα οποία έλαβε ο αιτητής κατά τη λήξη της αρχικής του εργοδότησης.

 

Στη συμφωνία μεταξύ του αιτητή και των εργοδοτών του της 16.3.2022 ενώ αναφέρεται ότι ο αιτητής κατά την αφυπηρέτησή του θα λάβει μία πληρωμή ενός συγκεκριμένου ποσού, δεν αναφέρεται πουθενά ότι το ποσό αυτό καταβάλλεται σε αυτόν ως φιλοδώρημα έτσι ώστε να προκύπτει ο προβληματισμός κατά πόσο απαλλάσσεται της φορολογίας σύμφωνα με όσα προνοεί το Άρθρο 8(9) του ΦΕ Νόμου. Αυτό που αναφέρεται είναι ότι θα καταβληθεί στον αιτητή κατά τον χρόνο της αφυπηρέτησής του ένα πρόσθετο εφάπαξ ποσό σύνταξης. Επειδή ένα ποσό καταβάλλεται εφάπαξ δεν προκύπτει απαραίτητα και άνευ ετέρου ότι καταβάλλεται ως φιλοδώρημα. Το ποσό αυτό ρητώς περιγράφεται στη συμφωνία ως «πρόσθετο εφάπαξ ποσό σύνταξης». Ως τέτοιο, δεν απαλλάσσεται αλλά φορολογείται όπως, εξάλλου, φορολογείται και η σύνταξη.

 

Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η ανάλυση και αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης επεκτείνεται αχρείαστα σε διάφορες πτυχές τις οποίες αν απομονώσει κανείς πιθανόν να δημιουργούν σύγχυση εντούτοις, η απόφαση ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογη και δεν λήφθηκε πεπλανημένα ή χωρίς τη δέουσα έρευνα.  

 

Ως προς το έτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας του αιτητή με το οποίο εισηγείται ότι πεπλανημένα ο καθ’ ου η αίτηση δεν στράφηκε προς τους εργοδότες του αιτητή για την καταβολή της φορολογίας δεδομένου ότι αυτό ήταν το περιεχόμενο της συμφωνίας των δύο συμβαλλομένων ημερομηνίας 16.3.2002, παραπέμπει στο Άρθρο 44 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρο, Ν. 44/1978. Η πιο πάνω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Η εν λόγω πρόνοια ρυθμίζει τον χρόνο καταβολής φόρου που παρακρατείται από τον εργοδότη και δίδει εξουσίες στον διευθυντή σε περίπτωση που ένας εργοδότης δεν συμμορφώνεται. Στην υπό κρίση υπόθεση ο εργοδότης δεν παρακράτησε φόρο για να προκύπτει θέμα μη έγκαιρης απόδοσής του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 44.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση βασίζει την απόφασή του στον Κανονισμό 11(2) της Κ.Δ.Π. 231/64 η οποία του δίδει την εξουσία να απαιτήσει από τον μισθωτό να καταβάλει τη διαφορά. Οι Κανονισμοί 5 και 6(3)(α) και (β) τους οποίους επικαλείται ο αιτητής παρόλο που επιβεβαιώνουν την υποχρέωση του εργοδότη να παρακρατεί φόρο όπου δη, δεν αναιρούν την εξουσία του καθ’ ου η αίτηση όπως αυτή προκύπτει από τον Κανονισμό 11(2).

Ο αιτητής προβάλλει ως τελευταίο ακόμα ένα επιχείρημα που άπτεται του χρόνου αναθεώρησης προσδιορισμού του φόρου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 23(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, Ν. 4/1978, το χρονικό περιθώριο αναθεωρημένου προσδιορισμού φορολογίας επεκτείνεται από τα έξι στα δώδεκα χρόνια σε περίπτωση που κάποιος «είναι ένοχος δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης».

Ο καθ’ ου η αίτηση εξηγεί στην απόφασή του ημερομηνίας 9.12.2019 ότι θεωρεί υποχρέωση του αιτητή να είχε συμπεριλάβει το περί ου ο λόγος ποσό στη φορολογική του δήλωση για το 2006. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, καταλήγει ότι η παράληψη του αιτητή ήταν εσκεμμένη.

 

Όπως ορθά υποδεικνύει ο αιτητής με παραπομπή σε νομολογία, το βάρος απόδειξης το φέρει ο καθ’ ου η αίτηση. Το τί συνιστά εσκεμμένη παράλειψη εξηγήθηκε στην Παπαθεοδώρου ν. Δημοκρατίας (1995) 4Γ Α.Α.Δ. 2105:

 

«Καθορίζοντας την έννοια της φράσης "εσκεμμένη παράλειψη" (wilful default) ο Wilberforce J., στην υπόθεση Wellington v. Reynolds (H.M. Inspector of Taxes) [1962] 40 T.C. 209 είπε, στη σελ. 215:  "… is some deliberate or intentional failure to do what the taxpayer ought to have done, knowing that to omit to do so was wrong.  And what the taxpayer’s duty was, in such a case as this, was to make a true and correct return in relation to Income Tax to the best of his judgment and belief:…"

…………..

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση James v. Pope (H.M. Inspector of Taxes) 48 T.C. 142, στη σελ. 149, "It is not an allegation to be lightly inferred,… The burden of establishing an allegation corresponds to its seriousness, because, as a matter of common sense, the more culpable what is alleged the less likely it is to have occurred."  (Δέστε και Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις "ΟΚΑΠΙ" Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2312.)»

         

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτητής δεν αρνήθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο ότι έλαβε το εφάπαξ ποσό. Κάθε δήλωση εισοδήματος οφείλει να περιλαμβάνει όλα τα εισοδήματα που λαμβάνει ένα πρόσωπο. Η φορολογική τους μεταχείριση – αν απαλλάσσονται ή αν χαίρουν έκπτωσης – είναι διαφορετικό ζήτημα το οποίο, όμως, δεν αναιρεί την υποχρέωση ενός προσώπου να δηλώσει και αποκαλύψει όλα τα εισοδήματα που έλαβε κατά ένα συγκεκριμένο έτος. Ο αιτητής δεν το έπραξε παρά το ότι έλαβε το ποσό. Η αιτιολογία που προβάλλει – και πρόβαλε στις ενστάσεις του – ότι στην κατάσταση μισθοδοσίας ο εργοδότης του δεν συμπεριέλαβε το εφάπαξ ποσό δεν αναιρεί τη δική του υποχρέωση σύμφωνα με τον νόμο. Ακόμα και εάν ο εργοδότης δεν συμπεριέλαβε το εν λόγω ποσό, ο αιτητής το έλαβε, γνώριζε ότι το έλαβε και όφειλε να το συμπεριλάβει.

         

          Ούτε το ότι ενήργησε στη βάση της συμφωνίας που συνήψε με τους εργοδότες του στις 16.3.2002 θεωρώντας ότι οποιαδήποτε τυχόν οφειλόμενη φορολογία καταβλήθηκε από αυτούς, αναιρεί την υποχρέωση αποκάλυψης όλων των εισοδημάτων ανεξάρτητα από τη φορολογική τους μεταχείριση για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει. Συνεπώς, κρίνω ότι η παράλειψη του αιτητή εύλογα εκλήφθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση ως εσκεμμένη παράλειψη.

 

          Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο