ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση Αρ. 792/2024 (i-Justice)

25 Ιουλίου, 2024 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.] 

Αναφορικά με τα Άρθρα 23, 28, 29, 30, 35 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ιεράς Μητρόπολης Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

Αιτήτριας, 

-ΚΑΙ-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Υπουργού Εσωτερικών

2. Τμήματος Περιβάλλοντος Υπουργείου Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Αγροτικής Ανάπτυξης

3.     Επαρχιακής Λειτουργού Αμμοχώστου Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως

Καθ' ων η αίτηση.

......... 

Αίτηση ημερομηνίας 28.05.2024

 

Αλέξανδρος Πατσαλίδης για Αλέξανδρος Πατσαλίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε και για Δημοσθένης Στεφανίδης Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Αιτήτρια

Θάσος Χατζηλουκά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:   Η Αιτήτρια ήταν και είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αρ. 385, κτημ. σχεδ.:2-295-372, Τμήμα 08 στον Δήμο Αγίας Νάπας (στο εξής το «τεμάχιο»), το οποίο (ως προκύπτει από σχετικά έγγραφα ετών 2018-2019 υποβληθέντα από την Αιτήτρια) έλαβε τότε από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου με σκοπό την ανέγερση Ιεράς Μονής.

 

Στις 20.03.2024, υποβλήθηκε από την Αιτήτρια στους Καθ’ ων η αίτηση 3, κατά παρέκκλιση αίτηση (κατόπιν και/ή ταυτόχρονα με συναφή αίτηση για πολεοδομική άδεια ημερομηνίας 20.03.2024) για ανέγερση μονής στο τεμάχιο.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση 2 με επιστολή τους ημερομηνίας 21.03.2024, προς τον Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ανάμεσα σε άλλους, η οποία κοινοποιήθηκε στους Καθ’ ων η αίτηση 3, στις 22.03.2024, ενημέρωσαν ότι μετά από καταγγελία που υποβλήθηκε στις 17.03.2024 με επιτόπια επίσκεψη τους που διενεργήθηκε στις 19.03.2024 στο τεμάχιο, το οποίο, ως ανέφεραν, είναι περίκλειστο, χωρίς νόμιμη πρόσβαση μέσω εγγεγραμμένου δρόμου, διαπιστώθηκαν μεγάλης κλίμακας χωματουργικές επεμβάσεις και κατασκευαστικές εργασίες που έχουν ως στόχο την ανέγερση μονής χωρίς όμως να έχουν ληφθεί οι απαιτούμενες περιβαλλοντικές εγκρίσεις και οι σχετικές πολεοδομικές/οικοδομικές άδειες. Περαιτέρω ανέφεραν ότι το υπό ανέγερση έργο αφενός εμπίπτει στο Δεύτερο Παράρτημα του περί Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον Νόμου 127(Ι)/2018, άρθρο 10, παράγραφος γ (ν) «Ναοί και άλλοι χώροι θρησκευτικής συγκέντρωσης», και άρα, θα έπρεπε να υποβληθεί στο Τμήμα Περιβάλλοντος Έκθεση Πληροφοριών στα πλαίσια έκδοσης της Πολεοδομικής Άδειας/ Οικοδομικής Άδειας, αφετέρου ότι εμπίπτει εξ' ολοκλήρου εντός προστατευόμενων περιοχών του Δικτύου Natura 2000 και η αδειοδότηση υπόκειται στις πρόνοιες του Άρθρου 16 του περί Προστασίας και Διαχείρισης της φύσεως και της Άγριας Ζωής Νόμου 153(Ι)/2003. Ζήτησαν συναφώς όπως ενημερωθούν για τις προθέσεις των Τμημάτων/Αρχών όσον αφορά τις παράνομες εργασίες, τον τερματισμό εργασιών και τη λήψη μέτρων.

 

Στις 26.03.2024, λειτουργός των Καθ΄ ων η αίτηση 3, ο οποίος μετέβη στο τεμάχιο μαζί με λειτουργούς των Καθ’ ων η αίτηση 2, μετά από επιτόπια επίσκεψη, διαπίστωσε ότι εντός αυτού εκτελούνται επεμβάσεις και κατασκευαστικές εργασίες που σχετίζονται με ανέγερση μονής χωρίς την εξασφάλιση της απαιτούμενης πολεοδομικής και οικοδομικής άδειας.

 

Στις 27.03.2024, οι Καθ’ ων η αίτηση 3 επέδωσαν στην Αιτήτρια-ιδιοκτήτρια Ειδοποίηση Επιβολής δυνάμει του Άρθρου 46 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου Ν. 90/1972 (εφεξής ο «Νόμος»), με την οποία κλήθηκε όπως τερματίσει άμεσα τις εργασίες. Την επομένη, 28.03.2024, οι Καθ’ ων η αίτηση 3 επέδωσαν στην Αιτήτρια-ιδιοκτήτρια νέα Ειδοποίηση Επιβολής με την  οποία κλήθηκε, πέραν από τον τερματισμό των εργασιών, όπως σε διάστημα δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή της, αρθούν όλες οι παράνομες επεμβάσεις και κατασκευές στο τεμάχιο. Με την ίδια ενημερώθηκε ότι η Ειδοποίηση Επιβολής ημερομηνίας 27.03.2024, ακυρώνεται και αντικαθίσταται με την Ειδοποίηση Επιβολής ημερομηνίας 28.03.2024.

 

Στις 29.03.2024, σε συνέχεια, ως ανέφεραν της Ειδοποίησης Επιβολής ημερ. 28.03.2024 οι Καθ’ ων η αίτηση 2 απέστειλαν στην Αιτήτρια επιστολή ζητώντας της όπως υποβληθεί στους Καθ’ ων η αίτηση 2 μέχρι 03.04.2024 Σχέδιο Κατεδάφισης καθώς και σε εύλογο χρονικό διάστημα Σχέδιο Αποκατάστασης.

 

Στις 03.04.2024, η Αιτήτρια υπέβαλε Ιεραρχική Προσφυγή, με βάση το άρθρο 47 του Νόμου, κατά της Ειδοποίησης Επιβολής ημερομηνίας 28.03.2024. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή του ημερομηνίας 02.05.2024 ενημέρωσε, μεταξύ άλλων, την Αιτήτρια και τους Καθ’ ων η αίτηση 3 ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 1 (Υπουργός) αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή και να επικυρώσει την Ειδοποίηση Επιβολής.

 

Στη συνέχεια, οι Καθ’ ων η αίτηση 3 με επιστολή ημερομηνίας 14.05.2024, με αναφορά στην απορριπτική απόφαση επί της Ιεραρχικής Προσφυγής, κάλεσαν  την Αιτήτρια όπως σε διάστημα δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή της επιστολής, αρθούν όλες οι επεμβάσεις και κατασκευές στο τεμάχιο, ως προνοεί η παράγραφος 2(β) της Ειδοποίησης Επιβολής που της επιδόθηκε στις 28.03.2024.

 

Με επιστολή τους προς τον Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερομηνίας 30.05.2024, οι Καθ’ ων η αίτηση 2 αναφέρθηκαν στους οριστικοποιηθέντες όρους για την κατεδάφιση, οι οποίοι πρέπει να τηρηθούν για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στην πτηνοπανίδα. Συναφώς, στις 10.06.2024 οι Καθ’ ων η αίτηση 3 έστειλαν επιστολή στην Αιτήτρια, με την οποία κοινοποίησαν τους εν λόγω «Όρους Κατεδάφισης και Διαχείρισης Αποβλήτων από Κατασκευές και Κατεδαφίσεις», όπως αυτοί κοινοποιήθηκαν με την επιστολή ημερομηνίας 30.05.2024 των Καθ’ ων η αίτηση 2  και ενόψει του όρου για ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων, ιδιαίτερα στην πτηνοπανίδα, τροποποιώντας την παράγραφο 2(β) της Ειδοποίησης Επιβολής ημερομηνίας 28.03.2024, ώστε όλες οι επεμβάσεις και κατασκευές στο τεμάχιο αρθούν εντός του διαστήματος μεταξύ της 1ης Ιουλίου 2024 και της 31 Αυγούστου 2024.

 

Η Αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή εναντίον των αποφάσεων, οι οποίες της κοινοποίηθηκαν με τις ως άνω επιστολές ημερ. 29.03.2024, 02.05.2024 και 14.05.2024 και την παρούσα ενδιάμεση αίτησή της (εφεξής η «Αίτηση»), με την οποία αιτείται αναστολής εκτέλεσής τους.

 

Κατόπιν οδηγιών για επίδοση της παρούσας Αίτησης, η οποία είχε καταχωρηθεί μονομερώς, οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν την ένσταση τους και η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε στις 04.07.2024, όταν και επιφυλάχθηκε η παρούσα Απόφαση.

 

Ως αναφέρεται στο σώμα της, η Αίτηση, στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 23, 28, 29, 30, 35, και 146 του Συντάγματος, στον Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανώτατου Δικαστηρίου 3/1962 και ιδίως αλλά χωρίς περιορισμό στους Κανονισμούς 12, 13 (1)(2), 17, 18 και 19 αυτού, στον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο του 2015, Ν 131(Ι)/2015, στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2015 (6/2015) και ιδίως αλλά χωρίς περιορισμό στον Κανονισμό 2, στον Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999), στους ισχύοντες Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, στον Πέρι Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (14/1960) ιδίως άρθρο 32, στον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972 (90/1972) και ιδίως αλλά χωρίς περιορισμό του άρθρου 46 και 47(3), στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 62/2016), στον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο (ΚΕΦ.96), του Κ.Δ.Π. 309/99 δυνάμει του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, τις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη Σύμβαση του Άαρχους αναφορικά με την Πρόσβαση στην Πληροφόρηση, τη Δημόσια Συμμετοχή στη Λήψη Αποφάσεων.

 

Η ένορκη δήλωση, η οποία συνοδεύει την Αίτηση και την οποία ορκίζεται κληρικός της Αιτήτριας ξεκινά αναφερόμενη στα, κατά την εισήγησή του, πραγματικά χαρακτηριστικά του τεμαχίου και συγκεκριμένα ότι:

 

(α) Είναι στη μεγαλύτερη έκταση του καλλιεργήσιμο χωράφι που καλλιεργείτο με σιτηρά και καρπούζια για πολλά χρόνια με κρατικές επιχορηγήσεις- και ιδίως το σημείο που αφορούν οι εργασίες ανέγερσης, δεν υπάρχει άγρια βλάστηση,

(β) είναι επιτρεπόμενη ζώνη κυνηγιού,

(γ) απέχει περίπου 4 χιλιόμετρα από το ακρωτήρι του Κάβο Γκρέκο και περίπου 600 μέτρα από το πλησιέστερο σημείο από τη θάλασσα,

(δ) διπλανά ιδιόκτητα τεμάχια, στα 115 μέτρα βορειοδυτικά του κρίσιμου τεμαχίου, με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με το κρίσιμο τεμάχιο, ήτοι χωράφια, είναι εκτός περιοχής Natura 2000 όπως και σχεδόν όλα τα ιδιόκτητα τεμάχια της ευρύτερης περιοχής, πλην της εκκλησιαστικής γης,

(ε) υπάρχουν σημαντικής έκτασης αναπτύξεις στα 100 μέτρα περίπου από το κρίσιμο τεμάχιο και μεγάλες αναπτύξεις, όπως ξενοδοχεία, στα 450 μέτρα περίπου από το κρίσιμο τεμάχιο νοτιοδυτικά μέχρι το παραλιακό μέτωπο,

(στ) περνάει μέσα από το κρίσιμο τεμάχιο, καταλαμβάνοντας 266 τετραγωνικά μέτρα του κρίσιμου τεμαχίου, ασφαλτοστρωμένος δρόμος που ξεκινά από τον κεντρικό δημόσιο δρόμο, είναι διανοιγμένος από πολλά χρόνια πριν, και είναι μάλιστα αποτυπωμένος με διπλή διακεκομμένη γραμμή στον τίτλο ιδιοκτησίας.

Αποτέλεσε κατά προτεραιότητα αναγκαίο στόχο της Αιτήτριας, η ανέγερση της εν λόγω Μονής καθότι η υφιστάμενη Ιερά Μονή Παναγίας Αγίας Νάπας, στο κέντρο του τουριστικού πλέον Δήμου Αγίας Νάπας, αδυνατεί να λειτουργήσει ως Ιερά Μονή και κατά συνέπεια αδυνατεί να φιλοξενήσει εκεί μοναχική αδελφότητα, καθότι βρίσκεται ακριβώς στη μέση των νυχτερινών κέντρων διασκέδασης, σε μια άκρως επικίνδυνη και θορυβώδη πλέον περιοχή και έχασε πλέον την ησυχία που άλλοτε χαρακτήριζε την περιοχή μερικά χρόνια προηγουμένως. Περαιτέρω, λήφθηκε απόφαση όπως, η υφιστάμενη Ιερά Μονή στο κέντρο της Αγίας Νάπας, που δεν μπορούσε πλέον να αξιοποιηθεί για κατοικία μοναχών, να γίνει Μουσείο το οποίο να μπορούν να επισκέπτονται οι επισκέπτες της περιοχής.

 

Σημειώνεται εν προκειμένω ότι η Αιτήτρια, ως καθ’ ύλην αρμόδια για τις Μονές και τις μοναχικές αδελφότητες της περιοχής της, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και γενικότερα το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας, εφόσον προέκυψε η ανάγκη να εξεύρει την κατοικία της μοναχικής αδελφότητας η οποία θα κατοικούσε στη συγκεκριμένη Μονή, αποφάσισε, ως προκύπτει και από συγκεκριμένα έγγραφα από το 2018-2019 να την οικοδομήσει στο συγκεκριμένο κρίσιμο τεμάχιο που αφορά η παρούσα προσφυγή.

 

Η Αιτήτρια, θέλοντας, παράλληλα με την ανταπόκρισή της στην πιο πάνω υποχρέωσή της, να αξιοποιήσει με τον μέγιστο δυνατό και φιλάνθρωπο τρόπο την προσφορά από το υστέρημα των ανθρώπων και την εθελοντική και προσωπική εργασία πάρα πολλών ανθρώπων που ήθελαν να προσφέρουν, για την ανέγερση του συγκεκριμένου Ησυχαστηρίου και γενικότερα της Ιεράς Μονής σε ήσυχη και απόμακρη από τον τουρισμό περιοχή για να κατοικήσει η μοναχική αδελφότητα, αποφάσισε, αφουγκραζόμενη τις ανάγκες της περιοχής και τις εκκλήσεις των κατοίκων της, να συνδυάσει το συγκεκριμένο οικοδόμημα με την παροχή κοινωφελών προγραμμάτων που έχει ανάγκη η ευρύτερη επαρχία Αμμοχώστου, λόγω ανεπάρκειας των κρατικών υποδομών και προγραμμάτων σ’ αυτούς τους τομείς. Ειδικότερα, με γνώμονα ότι το εν λόγω Ησυχαστήριο και Ιερά Μονή προορίζεται για να αποτελέσει την κατοικία γυναικείας μοναχικής αδελφότητας, παράλληλη επιδίωξη της Αιτήτριας ήταν και είναι να λειτουργούν στον χώρο αυτό προγράμματα αποτοξίνωσης και απεξάρτησης γυναικών και παιδιών αλλά και ορισμένα ακόμα ειδικά και αναγκαία προγράμματα υποστήριξης εμπερίστατων γυναικών και παιδιών.

Λόγω ότι χρειαζόταν να εκπονηθεί περιβαλλοντική μελέτη για να μπορεί να αδειοδοτηθεί το συγκεκριμένο έργο στο συγκεκριμένο τεμάχιο, η Αιτήτρια ανέθεσε σε αρμόδια πρόσωπα τη διερεύνηση των τυχόν περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Τα πρόσωπα αυτά εργάστηκαν αφιλοκερδώς ένεκα του κοινωφελούς σκοπού του έργου και από τις αρχές το 2024 ενημέρωσαν ότι ολοκλήρωσαν την περιβαλλοντική έρευνα και παρατήρηση και ότι ως πρώτο συμπέρασμα ήταν ότι φαινόταν ότι δεν θα προκαλείτο περιβαλλοντική ζημιά από το συγκεκριμένο έργο ενώ με τα στοχευμένα αντισταθμιστικά έργα θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε επωφελής για το περιβάλλον ανάπτυξη, ενημερώνοντας ότι η σχετική περιβαλλοντική μελέτη θα ήταν επίσημα ετοιμοπαράδοτη το αμεσότερο δυνατόν.

 

Αυτή η είδηση ότι περιβαλλοντικά δεν θα προκαλείτο κάποιος κίνδυνος και σίγουρα μη αναστρέψιμη ζημιά από την ανάπτυξη στη συγκεκριμένη περιοχή, διαδόθηκε στους κόλπους της τοπικής Εκκλησίας της περιοχής ως ευχάριστη είδηση και ενημέρωση και γι’ αυτό ορισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι ήθελαν να συνεισφέρουν με χρήματα και κυρίως με την εργασία τους και ειδικά άνθρωποι που ήταν μεγάλοι σε ηλικία και ήθελαν να προλάβουν πριν πεθάνουν να συνεισφέρουν και να δουν το έργο αυτό να υλοποιείται, ανέλαβαν την πρωτοβουλία να ξεκινήσουν τις εργασίες ανέγερσης της συγκεκριμένης ανάπτυξης, με γνώμονα ότι είχαν ήδη παρέλθει αρκετά χρόνια αναμονής μέχρι τη διεξαγωγή της περιβαλλοντικής μελέτης και ενδεχομένως να απαιτούνταν και αρκετά χρόνια μέχρι την τελική αδειοδότηση λόγω της καθυστέρησης των κρατικών υπηρεσιών στην έκδοση τέτοιων αδειών. Ως εκ τούτου, κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεκίνησαν οι εργασίες στο τεμάχιο.

 

Η Αιτήτρια θέλοντας να εξασφαλίσει τις απαραίτητες άδειες αφού έλαβε την περιβαλλοντική μελέτη τον Μάρτιο του 2024, προχώρησε στην υποβολή των αναγκαίων αιτήσεων για πολεοδομική αδειοδότηση καθώς και για κατά παρέκκλιση αδειοδότηση εναλλακτικά.

 

Σημειώνεται περαιτέρω, ως η θέση πάντα του ομνύοντος, ότι η Αιτήτρια ξεκίνησε τις διαδικασίες για να καταχωρήσει σχετική αίτηση για αδειοδότηση πριν γίνουν οι καταγγελίες και οι επιτόπιοι έλεγχοι από τους Καθ’ ων η Αίτηση που έλαβαν χώρα περί τις 19.03.2024.

 

Ακολούθως, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση Ε.Α.1 για ανάπτυξη για Οικοδομικούς Σκοπούς στις 20.03.2024, στην Πολεοδομική Αρχή, ήτοι στους Καθ’ ων η Αίτηση 3 για ανέγερση λατρευτικού χώρου και ειδικότερα Μοναστηριού με ειδικές εγκαταστάσεις για να μπορούν να φιλοξενηθούν προγράμματα κοινωφελούς χαρακτήρα που δεν υπάρχουν στην περιοχή της επαρχίας Αμμοχώστου. Για την εν λόγω αίτησή της για πολεοδομική άδεια δεν έλαβε ακόμα κάποια απάντηση η Αιτήτρια.

 

Ταυτόχρονα, ως δέχθηκε και ειδικές συμβουλές κατά την προσπάθειά της να ετοιμάσει τις αιτήσεις, η Αιτήτρια στις 20.03.2024, υπέβαλε ταυτόχρονα και αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής Αγίας Νάπας στον Τύπο: Ε.Α.10 στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων της οποίας η εξέταση εκκρεμεί από το Συμβούλιο Παρεκκλίσεως.

 

Αφ’ ότου διενεργήθηκαν επιτόπιοι έλεγχοι περί τις 19.03.2024, από τους Καθ’ ων η Αίτηση και ζητήθηκε από την Αιτήτρια να φροντίσει να τερματιστούν το αμεσότερο δυνατόν οι εργασίες που θεωρήθηκαν παράνομες και χωρίς άδειες, ώστε να εξεταστεί η εν λόγω υπόθεση χωρίς να επιδεινώνεται η κατάσταση, η Αιτήτρια φρόντισε και τερματίστηκαν το αμεσότερο δυνατόν οι εργασίες, προβαίνοντας μόνο τις επόμενες μέρες σε ορισμένες αναγκαίες εργασίες στον περιβάλλοντα χώρο που της υποδείχθηκαν μεταξύ άλλων και από τους λειτουργούς των Καθ’ ων η Αίτηση 2.

 

Από τους επιτόπιους ελέγχους που επαναλήφθηκαν και μετά από μια εβδομάδα, από τους λειτουργούς των Καθ’ ων η Αίτηση, προς επιβεβαίωση μεταξύ άλλων και του πλήρους τερματισμού των εργασιών, μεταφέρθηκε προς την Αιτήτρια ένα πνεύμα συναντίληψης, καλώντας την να διασφαλίσει τον τερματισμό των εργασιών και ταυτόχρονα να μην προβαίνει σε οποιεσδήποτε δηλώσεις στα Μ.Μ.Ε. για να κατευνάσει το θέμα και να διερευνηθούν οι αιτήσεις για αδειοδότηση και νομιμοποίηση που καταχωρήθηκαν από την Αιτήτρια. Στα πλαίσια αυτού του πνεύματος συναντίληψης στάλθηκε στις 27.03.2024 ειδοποίηση επιβολής που ενημέρωνε την Αιτήτρια ακριβώς αυτά που ειπώθηκαν κατά την επιτόπια επίσκεψη των λειτουργών των Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3, ήτοι μόνο για άμεσο τερματισμό των εργασιών με προθεσμία ιεραρχικής προσφυγής 30 ημερών. 

 

Εν τέλει όμως, προς πλήρη απογοήτευση της Αιτήτριας, αυτό το πνεύμα συναντίληψης και η αναλογική προοπτική να τερματιστούν άμεσα οι εργασίες και να διερευνηθεί η ενδεχόμενη αδειοδότηση και νομιμοποίηση, μέσω των εκκρεμουσών αιτήσεων, διαψεύστηκε καθότι την επόμενη ακριβώς μέρα, ήτοι στις 28.03.2024 στάλθηκε νέα ειδοποίηση επιβολής, ανακαλώντας την προηγούμενη, με την οποία εκτός από τον άμεσο τερματισμό, ζητούσε και μέσω του σημείου 2(β) την άμεση επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, ήτοι την άμεση κατεδάφιση των ανεγερθέντων. Μάλιστα ενδεικτικό της πλήρους διάψευσης του πνεύματος συναντίληψης, είναι και η εξαντλητική προθεσμία των 5 εργάσιμων ημερών που δόθηκε για να ασκηθεί η ιεραρχική προσφυγή για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα και ενώ στην πρώτη και ανακληθείσα ειδοποίηση επιβολής δίνονταν 30 μέρες για ιεραρχική προσφυγή για το μόνο αναμενόμενο αναλογικά μέτρο που θα έπρεπε να ληφθεί άμεσα για να εξεταστεί η εν λόγω υπόθεση, δηλαδή μόνο ο άμεσος τερματισμός των εργασιών.

 

Ακριβώς την επομένη μέρα, οι Καθ’ ων η Αίτηση 2 επίσης φρόντισαν να διαψεύσουν την εν λόγω συναντίληψη και προοπτική αναλογικής διαχείρισης της εν λόγω περίπτωσης, στέλνοντας επιστολή, ημερ. 29.03.2024 και ζητώντας όπως εντός ουσιαστικά 3 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της επιστολής, η Αιτήτρια να εξασφαλίσει τους όρους κατεδάφισης.

 

Η υφιστάμενη κατάσταση του κρίσιμου τεμαχίου με την ανεγερθείσα σε ένα προχωρημένο βαθμό οικοδομή, μετά τον τερματισμό των εργασιών παραμένει στάσιμη, παγωμένη, χωρίς να προκαλείται οποιαδήποτε επιδείνωσή της χωρίς να συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος άμεσης επικινδυνότητας ή πρόκλησης ζημιάς και ως εκ τούτου, είναι θέση της Αιτήτριας, ότι δεν υπήρχε άμεση βιασύνη και αναγκαιότητα να ληφθεί επιβολή άμεσης κατεδάφισης, ειδικά από τη στιγμή που εκκρεμούν αιτήσεις πολεοδομικής άδειας και κατά παρέκκλιση άδειας, και λαμβανομένου υπόψιν ότι δεν προκαλείται οποιαδήποτε ζημιά ή άμεσος κίνδυνος ή καθαυτή δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η ανάπτυξη που να πρέπει να αρθεί άμεσα μέσω αυτού του μέτρου.

 

Η Αιτήτρια άσκησε ιεραρχική προσφυγή στις 03.04.2024 εναντίον της ειδοποίησης επιβολής ημερ. 28.03.2024 όμως, με την επιστολή ημερομηνίας 02.05.2024 πληροφορήθηκε ότι η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε, πράγμα που σήμαινε ότι υποχρεούται να κατεδαφίσει τα ανεγερθέντα, πριν καν ακόμα εξεταστούν οι αιτήσεις και πλέον η Αιτήτρια βρίσκεται αντιμέτωπη με την εν λόγω απαίτησή των Καθ’ ων η Αίτηση, συνεπεία της προσβαλλόμενης απόφασης απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής από τον Καθ’ ου η Αίτηση 1, να προχωρήσει στην κατεδάφιση των ανεγερθέντων στο τεμάχιο.

 

Αυτή η απαίτηση και αυτό το μέτρο άμεσης κατεδάφισης θα προκαλέσει τεράστια και ανεπανόρθωτη ζημιά στην Αιτήτρια καθότι η υποχρέωσή της να συμμορφωθεί στις εκτελεστές διοικητικές πράξεις θα συνεπάγεται ότι θα πρέπει να κατεδαφίσει τα ανεγερθέντα και ενώ θα εκκρεμεί η προσφυγή σε βάρος της καθαυτής απόφασης που επιτάσσει την άμεση κατεδάφιση.

 

Η έκταση της ανεπανόρθωτης ζημιάς συναρτάται άρρηκτα και με την αρκετά προχωρημένη κατάσταση στην οποία έφτασε και ανεγέρθηκε το έργο, με πολύ κόπο, εισφορές και εθελοντική εργασία μεταξύ άλλων· και εφόσον εν τέλει κριθεί άκυρη η προσβαλλόμενη πράξη δια της παρούσης και εν τω μεταξύ υποχρεωθεί να κατεδαφίσει η Αιτήτρια, ένεκα της μη χορήγησης των αιτούμενων διαταγμάτων προσωρινής αναστολής, τότε θα είναι πλήρως ανεπανόρθωτη η ζημιά που θα υποστεί καθότι δεν αρκεί η χρηματική αποζημίωση για να επαναφέρει στην υφιστάμενη κατάσταση το κρίσιμο τεμάχιο.

 

Περαιτέρω, στην επαρχία Αμμοχώστου, ένεκα και της προσωπικής και εθελοντικής συνεισφοράς και εργασίας πολλών ανθρώπων στην ανέγερση της εν λόγω Μονής με τον κοινωφελή αυτό χαρακτήρα και ένεκα του θρησκευτικού και πνευματικού χαρακτήρα της περίπτωσης, αποκτήθηκε μια ιδιαίτερη συναισθηματική σύνδεση πλέον με το εν λόγω οικοδόμημα και αυτό επιτείνει ακόμα περαιτέρω τον χαρακτήρα της ανεπανόρθωτης βλάβης από την επιβολή για άμεση κατεδάφιση καθότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερης συναισθηματικής αξίας οικοδόμημα για πολλούς ανθρώπους που κτίστηκε με προσωπική και εθελοντική τους εργασία.

 

Γι’ αυτό άλλωστε και στο άκουσμα ότι πριν καν ακόμα εξεταστούν οι αιτήσεις για αδειοδότηση, οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν να κατεδαφιστεί το οικοδόμημα αυτό, που για τον κόσμο δεν είναι ένα απλό οικοδόμημα αλλά μία Μονή που συναρτάται με τη θρησκευτικότητα και πνευματικότητα των ανθρώπων σε συνδυασμό με τον απόλυτα κοινωφελή χαρακτήρα που θα είχε με τα προοριζόμενα προγράμματα να λειτουργήσουν εκεί, και που όλα αυτά μαζί οδήγησαν πολλούς ανθρώπους να προσφέρουν την εθελοντική τους εργασία και να συνδεθούν βαθύτατα με το εν λόγω οικοδόμημα, προκλήθηκε τεράστια αναστάτωση στους ανθρώπους της περιοχής. Απευθύνθηκαν μάλιστα πάρα πολλοί στην Αιτήτρια ζητώντας της επίμονα να δημιουργήσει πλατφόρμα για να υπογράφουν και να δηλώσουν τη στήριξή τους ώστε να αφήσουν να εξεταστούν οι αιτήσεις πρώτα και μαζεύτηκαν χιλιάδες υπογραφές. Άλλωστε αυτό καταδεικνύουν και πολλές επιστολές οργανωμένων συνόλων που έχουν σταλεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις αρμόδιες αρχές και έχουν κοινοποιηθεί και στους Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Έχει συνεπώς προκληθεί τεράστια αναστάτωση ιδίως στον κόσμο της περιοχής και ελλοχεύει και μεγάλος δημόσιος κίνδυνος για αντιδράσεις και κινητοποιήσεις, ως αναφέρουν ρητά πολλοί άνθρωποι στην Αιτήτρια, εφόσον κληθεί η Αιτήτρια να κατεδαφίσει πριν καν ακόμα εξεταστούν οι αιτήσεις για αδειοδότηση και πριν καν ελεγχθεί η νομιμότητα των αποφάσεων της Διοίκησης που επέβαλε την άμεση κατεδάφιση, μια Εκκλησία και παράλληλα ένα τόσο κοινωφελές έργο που έχει ανάγκη η επαρχία Αμμοχώστου.

 

Ως εκ τούτου εκτός από ανεπανόρθωτη βλάβη για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ελλοχεύει και τεράστιος δημόσιος κίνδυνος για κοινωνική αναστάτωση στην περιοχή, η οποία στηρίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι απαιτείται άμεσα κατεδάφιση πριν καν ακόμα εξεταστούν οι αιτήσεις για ένα τόσο αναγκαίο και κοινωφελούς χαρακτήρα έργο που θα βοηθήσει και έχει ανάγκη η περιοχή. Και αυτός ο κίνδυνος και αυτή η ανεπανόρθωτη βλάβη μπορούν να αποτραπούν, ανώδυνα για τους Καθ’ ων η Αίτηση με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων μέχρι τουλάχιστον να ελεχθεί η νομιμότητα των πράξεων που επιβάλλουν την άμεση κατεδάφιση.

 

Ο  ομνύων σημειώνει περαιτέρω ότι η στάθμιση μεταξύ από τη μία της  ανεπανόρθωτης και τεράστιας ζημιάς που θα υποστεί η Αιτήτρια εφόσον δεν δοθούν τα αιτούμενα διατάγματα αναστολής ισχύος και από την άλλη της παντελούς απουσίας οιασδήποτε ζημιάς στους Καθ’ ων η Αίτηση, συνεπεία της έκδοσης υπέρ της Αιτήτριας των ως άνω αιτούμενων διαταγμάτων αναστολής μέχρι την εκδίκαση της κυρίως προσφυγής, προδήλως και ξεκάθαρα καθιστά δίκαιο και εύλογο και αναμενόμενο, να δοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Ειδικότερα, η ζημία της Αιτήτριας είναι αδιαμφισβήτητη και ανεπανόρθωτη από τη μη αναστολή των προσβαλλόμενων πράξεων, ως οι αιτούμενες θεραπείες, καθότι καλείται δι’ αυτών να κατεδαφίσει άμεσα τα ανεγερθέντα.

 

Από την άλλη, για τους Καθ’ ων η Αίτηση, αφ’ ης στιγμής τερματίστηκαν οι εργασίες, οπότε δεν υπάρχει οποιαδήποτε επιδείνωση της κατάστασης και της περίπτωσης αυτής και αφ’ ης στιγμής η κατάσταση του ανεγερθέντος είναι μη λειτουργική και δεν μπορεί με κάποιο τρόπο να χρησιμοποιηθεί ώστε να προκαλεί ενδεχομένως άμεσο κίνδυνο και άμεση ανάγκη κατεδάφισης πριν καν εξεταστεί η προσφυγή για τη νομιμότητα των πράξεων που υποχρεώνουν για την άμεση κατεδάφιση, συνεπάγεται ότι δεν υφίσταται ουδείς εν τοις πράγμασι κίνδυνος ή ζημιά από την υφιστάμενη κατάσταση των ανεγερθέντων στο κρίσιμο τεμάχιο, που να αποτρέπει από τα αιτούμενα διατάγματα μέχρι την απόφαση επί της παρούσας προσφυγής.

 

Άλλωστε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, λέγει ο ομνύων, υπάρχει η αυτόματη αναστολή τέτοιων μέτρων επιβολής που επιτάσσουν άμεση κατεδάφιση, σε περίπτωση που καταχωρηθεί ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του 47(3) του Νόμου. Μια πρόνοια που απηχεί τη βούληση του συγκεκριμένου νομοθέτη να αποτραπεί η επέλευση της ανεπανόρθωτης αυτής ζημιάς στους διοικούμενους και εν προκειμένω στην Αιτήτρια, μέχρι να εξεταστεί η ιεραρχική προσφυγή που δικαιούται να καταχωρήσει ο εκάστοτε διοικούμενος για να ελεγχθεί ιεραρχικά η ορθότητα της απόφασης.

 

Αφ’ ης στιγμής συνεπώς δίδεται και το δικαίωμα στην Αιτήτρια να εξεταστεί η εν λόγω υπόθεση από την ανεξάρτητη δικαστική αρχή, με την καταχώρηση προσφυγής, ως και έπραξε η Αιτήτρια και στα πλαίσια της οποίας καταχωρήθηκε και η παρούσα αίτηση, τότε θεωρεί ότι είναι δίκαιο και εύλογο και αναγκαίο, κατ’ αναλογία και του άρθρου 47(3) του Νόμου, και αφουγκραζόμενοι ακριβώς τη βούληση αυτή του νομοθέτη, να χορηγηθεί και από το Σεβαστό Δικαστήριο η αποτροπή της επέλευσης της ανεπανόρθωτης αυτής ζημίας, μέσω των αιτούμενων διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής.

 

Περαιτέρω υποβάλλει ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας με την επιβολή υποχρέωσης για άμεση κατεδάφιση, αφού υπάρχει το ηπιότερο μέτρο που μπορούσε και θα έπρεπε να εξαντληθεί για την ενδεχόμενη ρύθμιση της περίπτωσης, ήτοι να εξεταστούν οι αιτήσεις, πριν περιαγάγει την Αιτήτρια στην ανεπανόρθωτη και μη αναστρέψιμη ζημία που θα υποστεί με την επιβολή για άμεση κατεδάφιση.

 

Περαιτέρω κατά τη θέση της Αιτήτριας, στοιχειοθετείται έκδηλη παρανομία καθότι, κατά παράβαση του άρθρου 43 του Νόμου των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999), δεν κλήθηκε η Αιτήτρια σε προηγούμενη ακρόαση πριν την έκδοση της ειδοποίησης επιβολής ημερ. 28.03.2024 που στο σημείο 2β της είναι απόλυτα επαχθής και άκρατης αυστηρότητας καθότι επιβάλλει την άμεση κατεδάφιση. Σημειώνεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 3, ως η Πολεοδομική Αρχή για το κρίσιμο τεμάχιο στην Αγία Νάπα, δυνάμει του άρθρου 46 του Νόμου έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει τα μέτρα που θα επιβάλει, και ως εκ τούτου, αφού υπήρχε διακριτική ευχέρεια και εμβέλεια των μέτρων και όχι δέσμια αρμοδιότητα, αναμενόταν και είχαν την υποχρέωση να καλέσουν την Αιτήτρια σε προηγούμενη ακρόαση γενικότερα και ειδικά από τη στιγμή που προσανατολίζονταν να λάβουν το έσχατης αυστηρότητας μέτρο, ήτοι αυτό της άμεσης κατεδάφισης. Προηγούμενη ακρόαση της Αιτήτριας δεν έγινε ούτε από τους Καθ’ ων η Αίτηση 3 ούτε και στα πλαίσια της εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής και αυτό, κατά την εισήγησή, συνιστά πρόδηλη και έκδηλη παρανομία.

 

Περαιτέρω θέτει ότι, η επιστολή ημερ. 02.05.2024, δια της οποίας γνωστοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στην Αιτήτρια για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της, υπογράφεται «για γενικό διευθυντή υπουργείου Εσωτερικών» και όχι για «Υπουργό Εσωτερικών» κάτι που επίσης συνιστά έκδηλη παρανομία καθότι προκύπτει, ότι εκδόθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο καθότι αρμόδιο πρόσωπο για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ο Υπουργός Εσωτερικών και όχι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, σύμφωνα με 47 του Νόμου, Ν. 90/1972 και του κανονισμού 9(4) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 62/2016.

 

Επίσης, η εν λόγω υποχρέωση της Αιτήτριας να συμμορφωθεί στις προσβαλλόμενες εκτελεστές διοικητικές πράξεις και να προχωρήσει σε κατεδάφιση, η νομιμότητα των οποίων αμφισβητείται και θα ελεγχθεί από το Δικαστήριο, θα επιφέρει και κατάφωρη παραβίαση των νόμιμων δικαιωμάτων της Αιτήτριας καθότι εκκρεμούν οι αιτήσεις για πολεοδομική άδεια και εναλλακτικά για άδεια κατά παρέκκλιση, η οποία άδεια, δυνάμει της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 26 παρ. 2 του Νόμου, μπορεί να δοθεί και για ήδη συντελεσθείσες οικοδομές.

 

Στη βάση των ως άνω ισχυρισμών, η Αιτήτρια εισηγείται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι έκδηλα παράνομες αλλά και ότι θα προξενήσουν ανεπανόρθωτη βλάβη και άρα τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία για παροχή των αιτούμενων διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης (τα οποία είναι, σε κάθε περίπτωση, διαζευκτικά και όχι σωρευτικά), πληρούνται.

 

Προδικαστικές ενστάσεις δεν εγέρθησαν με την ένσταση ή κατά την ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης, πλην όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος  των Καθ΄ ων η αίτηση, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, επέμεινε ότι, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, δεν παρέχεται έδαφος για παροχή των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Στα όσα η Αιτήτρια ισχυρίζεται, οι Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η ενδιάμεση Αίτηση είναι επί της ουσίας αβάσιμη και δεν πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, τις οποίες ο νόμος και/ή η νομολογία ορίζουν για την έγκρισή της ενώ δε τα όσα η Αιτήτρια δηλώνει (τα οποία, σε κάθε περίπτωση, θεωρούν ότι είναι ανακριβή και ελλειπτικά) δεν συνιστούν καλό λόγο για να εκδοθεί το επίδικο διάταγμα. Ειδικότερα ότι από την ένορκη δήλωση της Αίτησης φαίνεται ότι από το 2018 είχε πάρει την απόφαση για ανέγερση της Μονής και ξεκίνησαν την ανοικοδόμηση της εντελώς παράνομα χωρίς πολεοδομική άδεια, χωρίς οικοδομική άδεια, αλλά και χωρίς έκθεση του Τμήματος Περιβάλλοντος όπως ορίζουν οι Νόμοι, οι δε Αιτήσεις για πολεοδομική άδεια έγιναν όταν διαπιστώθηκε η παρανομία από τους Καθ’ ων η αίτηση 2. Περαιτέρω ότι λανθασμένα διατείνεται ότι το status quo δεν επηρεάζεται, γιατί αυτό ήδη επηρεάζει το περιβάλλον και συγκεκριμένα την πτηνοπανίδα. Περαιτέρω ότι η αναστολή της επίδικης πράξης της Διοίκησης από το Δικαστήριο θα δώσει τα λανθασμένα μηνύματα στην κοινωνία ότι τα δικαστήρια επιτρέπουν τη διατήρηση της παρανομίας και ότι οι διοικούμενοι μπορούν αυθαίρετα να μην τηρούν τους πολεοδομικούς αλλά και τους περιβαλλοντικούς νόμους και τις εκεί προβλεπόμενες διαδικασίες.

 

Έχω εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα έγγραφα και τη νομολογία, στην οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών με παρέπεμψαν. Καταρχάς ως περιεκτικά αναφέρεται στη Λοϊζίδης Σταύρος ν. Yπουργού Eξωτερικών. (1995) 3 ΑΑΔ 233 :

 

«Σύμφωνα με τις αρχές που ανέπτυξε η νομολογία μας - βλ. ενδεικτικά την απόφαση της Ολομέλειας στην Moyo and Another v. Republic (ανωτέρω) - προσωρινά διατάγματα δυνάμει του Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (όπως ο Kανονισμός αυτός έχει τροποποιηθεί), δύνανται να εκδοθούν στις εξής δύο περιπτώσεις:

 

(α)   Όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία. ή

 

(β)   Όπου καταφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημίας εφόσον σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση δεν δημιουργούνται ανυπέρβλητα εμπόδια στη Διοίκηση οπότε λόγοι δημόσιου συμφέροντος κωλύουν την προσωρινή θεραπεία».

 

Ξεκινώντας από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας για έκδηλη παρανομία των προσβαλλόμενων πράξεων, σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Έχει παγίως νομολογηθεί [βλ. μεταξύ άλλων, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd. (2007) 3 ΑΑΔ 32, Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 1857 και Frangos & Others v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 53] ότι, προκειμένου να μπορεί η παρανομία να χαρακτηριστεί ως «έκδηλη», θα πρέπει αυτή να αναδύεται αυτόματα, να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη και αντικειμενικά αναντίλεκτη, χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων και να συνεπάγεται καθαρή παραβίαση της υπό του νόμου προβλεπόμενης διαδικασίας ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του Διοικητικού Δικαίου (βλ. Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης-Κύπρου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 71).

 

H Αιτήτρια ισχυρίζεται πρωτίστως ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία λόγω μη άσκησης ή απεμπόλησης εξουσίας από αρμόδιο εκ του Νόμου όργανο εφόσον αρμόδιος για την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής εναντίον ειδοποίησης επιβολής είναι ο εκάστοτε Υπουργός Εσωτερικών κάτι που δεν φαίνεται να έγινε στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Από τα ενώπιόν μου όμως δεδομένα, θεωρώ ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αναδύεται αντικειμενικά αναντίλεκτα. Διαπιστώνω ότι στην προκειμένη περίπτωση, με την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση γίνεται παραπομπή στο Τεκμήριο 16 και δη στο παράρτημα 5 αυτού. Το έγγραφο αυτό, στην επικεφαλίδα του οποίου αναγράφεται ότι προέρχεται από το Γραφείο του Υπουργού Εσωτερικών, κατά τον ισχυρισμό των Καθ’ ων η Αίτηση εκδόθηκε από τον Υπουργό αναγράφοντας τη φράση «Συμφωνώ με την εισήγηση» αναφορικά με την έκθεση (αναφέρεται ως Σημείωμα προς τον Υπουργό-Ιεραρχική Προσφυγή Αιτήτριας) και την εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.

 

Είναι αντιληπτό ότι, η ύπαρξη των ως άνω στοιχείων κάθε άλλο παρά καθιστά αναντίλεκτη την ισχυριζόμενη παρανομία περί μη άσκησης ή απεμπόλησης εξουσίας, αλλά απαιτείται να αξιολογηθούν οι ισχυρισμοί σε βάθος και με πλήρη ανάπτυξη επιχειρηματολογίας των μερών. Η δε παραπομπή αλλά και η γνώση δικαστικών αποφάσεων που τείνουν, ενδεχόμενα, προς τη μία [Απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου σε Πρ. αρ. 1145/2016 Οργανισμού Συγκοινωνιών Πάφου (Ο.ΣΥ.ΠΑ.) ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 11.05.2018] ή την άλλη [Απόφαση σε Αναθ. Έφεση  Αρ. 57/2006 Νικόλα Τζιωνή ν. Δημοκρατίας (2009) 3ΑΑΔ 689] κατεύθυνση ακριβώς καταδεικνύει ότι, για το εν λόγω ζήτημα κάθε άλλο παρά μπορώ να οδηγηθώ σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης τέτοιου βαθμού που δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Ούτε όμως, από τα ενώπιόν μου δεδομένα μπορώ να οδηγηθώ σε εύρημα έκδηλης παρανομίας επί των ισχυρισμών της Αιτήτριας περί παράβασης της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999) ή του δικαιώματος της για προηγούμενη ακρόαση.

 

Ως προς το δεύτερο, δηλαδή το ισχυριζόμενο δικαίωμα ακρόασης, η Αιτήτρια δεν ισχυρίζεται, ότι αυτό εδράζεται σε διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος αλλά στη δυσμενή φύση της πράξης (ειδοποίηση επιβολής), η οποία, κατά την εισήγηση, απαιτεί την παροχή του εν λόγω δικαιώματος δυνάμει των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και δη του άρθρου 43 του Ν. 158(Ι)/1999.

 

Καταρχάς και χωρίς να υπεισέρχομαι στην ουσία του λόγου ακύρωσης, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής υπέχει νομολογιακά [βλ. Τζιωνή ανωτέρω και Μίχαλος Δημητρίου Λτδ. κ.α. ν Δημοκρατία (2009) 3 ΑΑΔ 675] και υπό προϋποθέσεις χαρακτήρα άσκησης δικαιώματος ακρόασης ενώ έχει γίνει δεκτή η άσκηση του δικαιώματος αυτού χωρίς κλήση για προφορική ακρόαση (Τζιωνή).

 

Εμφανώς λοιπόν η απάντηση στον εν λόγω ισχυρισμό της Αιτήτριας δεν είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη, η δε κρίση κατά πόσο εν προκειμένω μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 43 του Ν. 158(Ι)/1999 κατά τρόπο που να προϋποθέτει ότι παρέχεται το δικαίωμα πριν την έκδοση της ειδοποίησης επιβολής ημερομηνίας 28.03.2024, κάθε άλλο παρά αποτελεί παρανομία έκδηλα διαγνώσιμη. Ιδίως μάλιστα δεδομένης της, επακόλουθης της ειδοποίησης επιβολής, άσκησης ιεραρχικής προσφυγής και την ενδεχόμενη έννομη συνέπεια της ως προς τον ισχυρισμό αυτό   για την όλη σύνθετη διοικητική ενέργεια που καταλήγει στην επί της ιεραρχικής προσφυγής νέα πλέον (και εδώ προσβαλλόμενη) απόφαση ημερομηνίας 02.05.2024.

 

Ομοίως δε διαπιστώνω στοιχειοθέτηση παρανομίας στον απαιτούμενο βαθμό για παροχή της υπό κρίση προσωρινής θεραπείας λόγω παράβασης της αρχής της αναλογικότητας. Θέτει εν προκειμένω η Αιτήτρια ότι είναι ιδιαίτερα δυσανάλογο το ότι η διοίκηση δεν περιορίστηκε στη διακοπή των εργασιών αλλά αξίωσε και την αποκατάσταση του τεμαχίου στην προτέρα του κατάσταση.

 

Επί τούτου, δε θεωρώ ότι από τα όσα έχω ενώπιόν μου θα ήμουν έτοιμος να δεχτώ στοιχειοθέτηση, σε επίπεδο έκδηλης παρανομίας, του δυσανάλογου των προσβαλλόμενων. Από όσα αναφέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο των εγγράφων που επισυνάπτονται στην ένσταση (βλ. ιδίως τεκμήρια 6 και 7) αναφέρεται ότι η Πολεοδομική Αρχή έκρινε ότι οι επεμβάσεις και κατασκευές που έχουν ήδη υλοποιηθεί χωρίς την εξασφάλιση άδειας εντός του τεμαχίου, το οποίο εμπίπτει σε Ζώνη Προστασίας Δα1 και σε καθορισμένη Ακτή και Περιοχή Προστασίας της Φύσης που περιλαμβάνεται σε περιοχή του Ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000 (Κάβο Γκρέκο) και στην οποία με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου 10.4.2 και 10.4.3 (Ακτές και Περιοχές Προστασίας της Φύσης) του Κεφαλαίου 10 (Περιβάλλον και Ειδικές Κατευθύνσεις Περιβαλλοντικής 'Ενταξης Οικοδομών) της Δήλωσης Πολιτικής Αγίας Νάπας απαιτείται απόλυτη προστασία και δεν επιτρέπεται ανάπτυξη, και άρα απαιτούν την άμεση αποκατάσταση της δέουσας πολεοδομικής ρύθμισης στην περιοχή.

 

Συνεπώς, κατά την εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση με παραπομπή και σε σχετική νομοθεσία, δεν είναι δυσανάλογη η απαίτηση για κατεδάφιση μιας ανάπτυξης, η οποία υλοποιήθηκε χωρίς την απαιτούμενη πολεοδομική και οικοδομική άδεια και χωρίς να τύχει της απαιτούμενης περιβαλλοντικής αξιολόγησης από την Περιβαλλοντική Αρχή, στοιχεία τα οποία η Αιτήτρια γνώριζε πως είναι προαπαιτούμενα για την έναρξη των εργασιών, εξ’ ου και υποβλήθηκε αίτηση κατά παρέκκλιση που συνοδεύεται από περιβαλλοντική μελέτη, αλλά και επειδή είχε ενημερωθεί με επιστολή ημερομηνίας 28.02.2024 (Τεκμήριο 14 σε ένσταση) από την Πολεοδομική Αρχή στα πλαίσια προκαταρκτικού αιτήματος που αφορούσε άλλο τεμάχιο (τεμ. 233, κτημ. Σχ. 2-297-371) ιδιοκτησίας της σε Ζώνη με τα ίδια χαρακτηριστικά, ότι σε τέτοιες περιοχές απαιτείται απόλυτη προστασία και πως σε περίπτωση αίτησης για κατασκευή / δημιουργία ανάπτυξης για σκοπό πέραν των επιτρεπομένων, η Πολεοδομική Αρχή δεν θα την αντιμετωπίσει θετικά.

 

Συνεπώς τα πιο πάνω, δε θεωρώ ότι αφήνουν περιθώριο για διαπίστωση έκδηλης παρανομίας λόγω παράβασης της αρχής της αναλογικότητας. Στο μέτρο βέβαια που το ζήτημα άπτεται επηρεασμού του περιβάλλοντος, σχετική είναι και η ανάλυση που ακολουθεί κατωτέρω ως προς την ανεπανόρθωτη βλάβη.

 

Ως εκ των ανωτέρω, απορρίπτω τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι οι προσβαλλόμενες είναι προϊόν έκδηλης παρανομίας και προχωρώ να εξετάσω το έτερο κριτήριο για παροχή των αιτούμενων διαταγμάτων, αυτό της ανεπανόρθωτης βλάβης.

 

Η κεντρική θέση της Αιτήτριας είναι ότι σε περίπτωση κατεδάφισης του κτίσματος, η βλάβη της θα είναι ανεπανόρθωτη (ή δυσχερώς επανορθώσιμη). Με παραπομπή σε σχετική νομολογία της ημεδαπής όσο και κυρίως των Δικαστηρίων και των επιτροπών αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας στην Ελλάδα, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας υποβάλλουν ότι η καθ’ αυτή επιβολή κατεδάφισης ενός κτηρίου στοιχειοθετεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη που δικαιολογεί αρκούντως ικανοποιητικά την έκδοση της προσωρινής θεραπείας αναστολής του μέτρου αυτού μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου στην κυρίως αίτηση (προσφυγή).

 

Ως αναφέρουν, πρόκειται για ένα οικοδόμημα σε αρκετά προχωρημένη κατάσταση, οπότε η βλάβη που θα υποστεί η Αιτήτρια κρίνεται τεράστια και προδήλως ανεπανόρθωτη ενώ από την άλλη δεν υπάρχει οιαδήποτε ζημιά στους Καθ’ ων η Αίτηση ή σε οποιονδήποτε άλλο με την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Παρότι το εν λόγω οικοδόμημα δεν είναι ακόμα σε λειτουργική κατάσταση ώστε να υπάρχει ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί, δεν προκαλείται ούτε μπορεί να προκληθεί πλέον οποιοσδήποτε κίνδυνος ή βλάβη από την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αναστολής της άμεσης κατεδάφισης, που να μη διασφαλίστηκε ήδη με τον άμεσο τερματισμό των εργασιών.

 

Περαιτέρω η Αιτήτρια αναφέρεται στην έντονη συναισθηματική αξία του οικοδομήματος για την ίδια καθώς και για πολλούς κατοίκους της περιοχής και ότι η ανέγερσή του έγινε από εθελοντές που αφουγκράζονται την αναγκαιότητά και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και τον αμιγώς κοινωφελή σκοπό του για την επαρχία Αμμοχώστου και την Κύπρο γενικότερα ως ειδικότερα εκτέθηκε στην ένορκη δήλωση.

 

Θεωρεί δε ότι η επιβολή της άμεσης κατεδάφισης του εν λόγω έργου χωρίς πρώτα να εξεταστεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης από το Δικαστήριο και ενώ εκκρεμεί και η εξέταση αιτήσεων για αδειοδότηση του συγκεκριμένου έργου που μπορεί, έστω υπό όρους, να διευθετήσει την επίδικη υπόθεση χωρίς την άμεση και ολοκληρωτική κατεδάφιση, ήδη έχει προκαλέσει τεράστια αναστάτωση και αναταραχή στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Αυτή η ανεπανόρθωτη βλάβη για όλους τους πιο πάνω λόγους που θα επιφέρει η επιβολή της άμεσης κατεδάφισης, εφόσον δεν ανασταλεί, καθώς και η αναστάτωση και η ενδεχόμενη επιδείνωση της κατάστασης στην τοπική κοινωνία συνεπεία αυτής, θα αποφευχθεί μόνο με την αναστολή της προσβαλλόμενης απόφασης και σε προέκταση της ειδοποίησης επιβολής μέχρι να εξεταστεί η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση και η νομιμότητά της από το Δικαστήριο.

 

Εν σχέσει με την, ισχυριζόμενη, γενικόλογη αναφορά των Καθ’ ων η Αίτηση στην προστασία της πτηνοπανίδας, αποδομείται ξεκάθαρα, ως υποβάλλει η Αιτήτρια, μέσω της Ένορκης Δήλωσης της και των αναφορών στην επιστημονική περιβαλλοντική μελέτη που έχει εκπονηθεί και τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τεμαχίου που την αναιρούν και στην ουσία της.

 

Περαιτέρω, αναφέρεται στο άρθρο 47(3) του Νόμου δια του οποίου προβλέπεται ότι με την καταχώρηση της ιεραρχικής προσφυγής εναντίον ειδοποίησης επιβολής που επιτάσσει μέτρα όπως η άμεση κατεδάφιση, αναστέλλεται αυτόματα η ειδοποίηση επιβολής εκτός από το μέρος που απαιτεί άμεσο τερματισμό των εργασιών άρα κατά την εισήγηση, το εν λόγω άρθρο αναγνωρίζει ότι ένα τέτοιο μέτρο επιβολής θεωρείται δραστικής φύσης που προκαλεί άμεση επέμβαση και συνεπώς και ανεπανόρθωτη βλάβη και γι’ αυτό δικαιολογείται και η αναστολή από το παρόν.

 

Συνεπώς, όλα τα πιο πάνω, στοιχειοθετούν κατά  την εισήγηση της Αιτήτριας, αναντίλεκτα ανεπανόρθωτη βλάβη εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα και συνηγορούν και καθιστούν δίκαιο, εύλογο και αναγκαίο να δοθούν τα αιτούμενα διατάγματα προς αποτροπή της ανεπανόρθωτης βλάβης που θα επέλθει χωρίς αυτά καθώς και προς διασφάλιση της ουσίας και του αντικειμένου της υπόθεσης αυτής σε περίπτωση που εν τέλει κριθεί άκυρη και παράνομη η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Έχοντας διεξέλθει τις Αποφάσεις, στις οποίες παραπέμπομαι όσο και τους ισχυρισμούς και  περιεχόμενο του υλικού, το οποίο ετέθη ενώπιόν μου με τις ένορκες δηλώσεις των μερών, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται ανεπανόρθωτη βλάβη από τη μη ευόδωση της παρούσας αίτησης.

 

Καταρχάς, αυτό που, προσεκτική μελέτη της νομολογίας αποκαλύπτει, είναι ότι, η διοικητική πράξη που η τυχούσα εκτέλεσή της απολήγει σε κατεδάφιση ενός οικοδομήματος/κτίσματος, δεν είναι δεκτική αναστολής αν δεν συνδέεται με κάποιον υποκείμενο λόγο άσχετο με την οικονομική αξία για την ανέγερση του και επιπλέον ο λόγος αυτός να είναι άξιος προστασίας. Ενδεικτικά παραπέμπω στη απόφαση Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 ΑΑΔ 3413, η οποία θεωρώ «συμπυκνώνει» τις σχετικές αρχές που διέπουν το ζήτημα παροχής της εν λόγω ενδιάμεσης θεραπείας ειδικότερα σε υποθέσεις όπου τίθεται ως επίδικη κατεδάφιση κτηρίων και όπου έγινε δεκτή η αίτηση μόνο του ενός από τους είκοσι αιτητές, ο οποίος είχε εγκατεστημένη στο επηρεαζόμενο οικοδόμημα τόσο την οικογενειακή στέγη όσο και την επιχείρηση, από την οποία βιοπορίζετο. Αυτός ακριβώς ο κάθετος και σαρωτικός επηρεασμός προσμέτρησε ώστε το Δικαστήριο να δώσει την αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης.

 

Παρομοίως διαπιστώνεται και στην ελληνική έννομη τάξη. Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα που επιμελήθηκε ο Καθ. X. Χρυσανθάκης, Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου, στο κεφάλαιο του εισηγητή του ΣτΕ Β. Γκέρτσου Προσωρινή Δικαστική Προστασία-Επιτροπή Αναστολών,  Β. Είδη Βλάβης, 1 - περιουσιακή υλική βλάβη, 2012, σελ. 846 (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου), σύγγραμμά στο οποίο άλλωστε και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας παραπέμπουν:

 

«Κατεδάφιση κτισμάτων. β) η κατεδάφιση ακινήτου ή μέρους αυτού, που διατάσσεται με διοικητική πράξη (λ.χ. πρωτόκολλο ή άδεια κατεδάφισης), προκαλεί, λόγω της φύσεως του μέτρου, βλάβη, η επανόρθωση της οποίας θα είναι δυσχερής, αν ευδοκιμήσει η εκκρεμής αίτηση ακυρώσεως (ΕΑ 130/2009, 1341/2008: ενόψει της αρχιτεκτονικής αξίας των κτιρίων, κρίνεται ότι πρέπει να χορηγηθεί η αιτουμένη αναστολή εκτελέσεως, προκειμένου να αποτραπεί η άμεση κατεδάφισή τους, η οποία θα επέφερε βλάβη, της οποίας η επανόρθωση σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως θα ήταν δυσχερής, και η οποία, ως εκ τούτου θα επέφερε ουσιώδη μείωση της αποτελεσματικότητας του συνταγματικώς κατοχυρωμένου ενδίκου αυτού βοηθήματος, ΕΑ 851/2004: αναστολή εκτελέσεως κατεδαφίσεως ως επικινδύνως ετοιμόρροπου διατηρητέου κτιρίου, του οποίου η διάσωση είναι δυνατή βάσει εκδοθείσης οικοδομικής αδείας βλ. και ΕΑ 189/2008, ΕΑ 989/2004: αναστολή εκτελέσεως κατεδάφισης κτισμάτων (οικίας και καταστημάτων), εντός ρυμοτομούμενου ακινήτου, ΕΑ 728/2008: αναστολή εκτέλεσης κατεδάφισης ρυμοτομούμενου τμήματος ακινήτου, λόγω του κινδύνου κατάρρευσης του μη ρυμοτομούμενου τμήματος, ΕΑ 513/2008: η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που συνεπάγεται την κατεδάφιση του κτιρίου του απούντος, θα επιφέρει σ’ αυτόν βλάβη από τη φύση της δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως και μη δικαιολογούμενη, μάλιστα, από λόγο δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κανονιστικός νομοθέτης (από 9.8.1995 ΠΔ) ανέχεται, κατ’ αρχήν, τη διατήρηση κτιρίων ακόμη και εντός της Ζώνης ΦΕΚ Α’ του ρέματος, εφόσον έχουν χρήση κατοικίας, ΕΑ 1400/2007, 217/2006, 475/2005, 720/2003: αναστολή εκτέλεσης κατεδάφισης κτιρίων που δεν χαρακτηρίσθηκαν διατηρητέα, ΕΑ 217/2006: η εκτέλεση της αδείας κατεδάφισης και της συμπροσβαλλόμενης πράξης της οικείας ΕΠΑΕ, θα προκαλέσουν ανεπανόρθωτη βλάβη στους απούντες, οι οποίοι έχουν υποβάλει στη Διοίκηση αίτηση για το χαρακτηρισμό ως διατηρητέου του επίμαχου κτιρίου, διότι θα έχει ως αποτέλεσμα την κατεδάφιση του κτιρίου αυτού, ΕΑ 651/2005, 213/2005, 75/2003, 172/2000, 381/1998: η εκτέλεση των προσβαλλομένων πράξεων, συνεπαγομένη την κατεδάφιση των κατασκευών που κρίθηκαν αυθαίρετες, θα προκαλέσει, λόγω της φύσεως του μέτρου, βλάβη, της οποίας η επανόρθωση θα είναι δυσχερής, ΕΑ 157/1998: κατεδάφιση ακινήτου, το οποίο εν μέρει ρυμοτομείται συνεπεία προσβληθείσης πράξεως εφαρμογής, ΕΑ 78/1998: η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνεπάγεται την κατεδάφιση των διαχωριστικών τοιχωμάτων του υπογείου καθώς και της στέγης της οικοδομής των αιτούντων, η οποία θα καταστεί μη κατοικήσιμη και ασκεπής, διατρέχοντας έτσι τον κίνδυνο να υποστεί και περαιτέρω σοβαρές καταστροφές, συνεπεία των μεταβαλλόμενων καιρικών συνθηκών και των έντονων βροχοπτώσεων κατά τους χειμερινούς ιδίως μήνες κ.ά.)».

 

Στην εκ των ανωτέρω ΕΑ 157/1998 αναφέρθηκε ως λόγος παροχής της αιτούμενης αναστολής ότι (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«η εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξεως εφαρμογής, θα έχει ως αποτέλεσμα την κατεδάφιση τμήματος οικοδομής, η οποία βρίσκεται στο πιο πάνω ακίνητο και ρυμοτομείται στη δεξιά γωνία, προς την οδό Καλαμών κατά 1,50 μέτρα και περαιτέρω ότι η κατεδάφιση αυτού του τμήματος, στο οποίο υπάρχουν κολώνες από μπετόν, συνεπάγεται την κατεδάφιση ολοκλήρου του κτιρίου, διότι θίγεται ο φέρων οργανισμός του».

 

Συνεπώς από τα ως άνω προκύπτει, ότι δεν είναι η εκτέλεση της κατεδάφισης καθ’ αυτής που χρήζει προσωρινής προστασίας διά της αναστολής της αλλά η σύνδεση του επηρεαζομένου οικοδομήματος με κάποιον λόγο άξιο προστασίας είτε είναι η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία, η διατηρητέα φύση του, ότι κατοικείται και αποτελεί επαγγελματική στέγη (συνήθως επί έτη[1]), ότι εκ της κατεδάφισης του αυθαίρετου κτίσματος διακινδυνεύει η στατικότητα ή η βιωσιμότητα νόμιμου κτίσματος κτλ. Σε κάποιες  περιπτώσεις όταν η οικονομική βλάβη είναι τέτοιας μεγάλης έκτασης πιθανόν να θεωρηθεί άξια προστασίας επειδή πάλι όμως συνδέεται με δυσχερώς επανορθώσιμο ή ανεπανόρθωτο κλονισμό του αιτούντος (πχ στέρηση μέσων βιοπορισμού κτλ[2])

 

Στο παρόν στάδιο, όπως είναι παραδεκτό και προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις των μερών, το επίδικο οικοδόμημα βρίσκεται σε στάδιο ημιτελές. Η ανέγερσή του, κατά τις αναφορές της Αιτήτριας ξεκίνησε μόλις εντός του 2024 αφού είχε λάβει τις τότε προκαταρκτικές θετικές απόψεις των προσώπων, τα οποία είχαν αναλάβει την εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης για σκοπούς αδειοδότησης. Η ανέγερση διεκόπη μόλις έγινε αντιληπτή η άνευ αδείας ανέγερση κάτι που έγινε περί τους δύο περίπου μήνες από την έναρξη των εργασιών, δηλαδή τον Μάρτιο του ιδίου έτους.

 

Παραδεκτά το οικοδόμημα δεν έχει λειτουργήσει ως Μονή ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο και ασφαλώς δεν τίθεται θέμα ότι εκεί κατοικεί ή βιοπορίζεται επί μακρόν ή άλλως ο οποιοσδήποτε. Ουσιαστικά αποτελεί ένα υπό ανέγερση έργο, του οποίου παραδεκτά η οικοδόμηση ξεκίνησε χωρίς τις απαιτούμενες άδειες κατ’ επίκλησιν της επιθυμίας και του ενθουσιασμού Αιτήτριας και κατοίκων της περιοχής να το υλοποιήσουν φυσικά για τους λόγους που η Αιτήτρια επικαλείται στην ένορκή της δήλωση.

 

Δεν αμφισβητείται δε ότι η ανέγερση του οικοδομήματος έγινε εξ' ολοκλήρου εντός προστατευόμενων περιοχών του Δικτύου Natura 2000 και ότι η αδειοδότηση υπόκειται στις πρόνοιες του Άρθρου 16 του περί Προστασίας και Διαχείρισης της φύσεως και της Άγριας Ζωής Νόμου 153(Ι)/2003 ούτε ότι εμπίπτει στο Δεύτερο Παράρτημα του περί Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον Νόμου 127(Ι)/2018. Στην ελληνική νομολογία ζητήματα περιβάλλοντος τυγχάνουν απόλυτης προτεραιότητας (πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων) έναντι ακόμα και άλλων προστατευόμενων αγαθών. Συγκεκριμένα στο ίδιο ως άνω σύγγραμμα Χρυσανθάκη, στη σελ. 853 αναφέρεται (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«41 Προστασία φυσικού περιβάλλοντος. Ιδιαιτέρως, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, όπου οι συνέπειες της ανθρώπινης επεμβάσεως είναι, τις περισσότερες φορές, μη αναστρέψιμες, η Επιτροπή Αναστολών έχει αναπτύξει μια ιδιαιτέρως προστατευτική νομολογία ιδίως:

 

α) για την προστασία του ευαίσθητου οικοσυστήματας των ρεμμάτων και των παραρεμμάτιων περιοχών [βλ ΕΑ 1033/2006, 481/2005, 706/2004,161/2004,972/2003.36/2002,452/2001, 587/2004 20/2000, 751/2003, 67/2000, 587/2000,486/1999,211/1999, 352/1998],

β) για την προστασία περιοχών ιδιαίτερης οικολογικής aξίas (ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους NATURA κ.λπ.) [βλ. ΕΑ 1315/2009, Ολ 273/2009,911-9/2008,131/2008,1395/2007, 00/2006, 504/2006, 209/2006, 68/2006, 853/2005, 162/2004, 583/2003, 469/2003],

γ) για την προστασία του δασικού πλούτου, βλ 443/2010, 1214/2009, 940/2008, 01/2008, 378/2008, 1395/2007, 701/2003, 417/2002, 124/2001, 502/1998],

δ) για την προστασία των ακτών [ΕΑ 209/2006, 469/2003, Ολ 729/2001, 276/2000, 0/2000,674/1999,107/1998] και του θαλάσσιου οικοσυστήματος [118/2005, 469/2003,  0/1999, 134/2009, 262/1998, 107/1998],

ε) γιa την προστασία του εδάφους από εξορυκτικές εργασίες [ΕΑ 378/2008,458/2007,06,650,413/2006,479/2005,546/2004κ.ά

στ) για την προστασία της άγριας πανίδας [ΕΑ 1337/2009, 909/2008, 1210/2007, 970/2003,782/2002],

ζ) για την προστασία των υδατικών πόρων και του υδροφόρου ορίζοντα [ΕΑ 399/ 1009,766/2008,271/2005,441/2001,755/1997].

Εξαίρεση για τα έργα υποδομής. Στις παραπάνω περιπτώσεις η Επιτροπή Αναστολών έχει δεχθεί την απόλυτη προτεραιότητα της περιβαλλοντικής προστασίας έναντι άλλων προστατευομένων αγαθών, όπως λ.χ. της ιδιοκτησίας ή της επιχειρηματικής δραστηριότητας κ.ο.κ. Ωστόσο, η νομολογία θεωρεί ανεκτές ορισμένες θυσίες στο περιβάλλον (όπως λ.χ. καταστροφή δασικής βλάστησή ή απώλεια γεωργικής γης) όταν πρόκειται για έργα υποδομής, τα οποία είναι απαραίτητα για τη δημόσια υγεία, όπως οι εγκαταστάσεις διαχείρισης αποβλήτων, καθαρισμού λυμάτων κ.ο.κ. [βλ. ΕΑ 31/2011, 981, 966/2010, 1075/2009, 1199/2008, 63/2007, 452/2001, 570/1999], ή τα οποία θα έχουν, σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο, θετική επίδραση στο οικιστικό περιβάλλον, όπως λ.χ, η κατασκευή υπόγειου σιδηροδρομικού διαδρόμου».

 

Το πλέγμα γεγονότων, στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω αλλά και οι λοιποί ισχυρισμοί της Αιτήτριας [συναισθηματικό δέσιμο κατοίκων της περιοχής με το οικοδόμημα, αντιδράσεις που θα προκληθούν από ενδεχόμενη εκτέλεση κατεδάφισης ενόσω εκκρεμούν οι αιτήσεις αδειοδότησης, έμμεση «αναγνώριση» της ανεπανόρθωτης βλάβης εκ του άρθρου 47(3) του Νόμου], δε θεωρώ ότι τεκμηριώνουν ανεπανόρθωτη βλάβη ώστε να είναι δυνατό να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του παρόντος να δοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Δεν αποκλείω ότι σε ένα ενδεχόμενο όπου η μονή είχε ανεγερθεί παράνομα αλλά με την μακροχρόνια ανοχή της διοίκησης ή άλλων επηρεαζομένων ιδίως αν αυτό είχε γίνει πριν την ένταξη της περιοχής σε καθεστώς προστασίας, θα μπορούσαν, ενδεχόμενα, να θεμελιωθούν πειστικά επιχειρήματα προς παροχή ενός τέτοιου διατάγματος αλλά η παρούσα περίπτωση πόρρω απέχει από κάτι τέτοιο. Το χρονικό πλαίσιο ύπαρξης του οικοδομήματος, το στάδιο εκτέλεσής του, η μη χρήση και λειτουργία του κατά τρόπο που να παραπέμπει σε αγαθό άξιο προστασίας αλλά και η ανέγερσή του, χωρίς άδεια και εντός προστατευόμενης περιοχής, είναι όλα (και κάθε ένα) γεγονότα που με απομακρύνουν από την αποδοχή των επιχειρημάτων της Αιτήτριας. Θεωρώ δε ότι ουσιαστικά το ζήτημα για την Αιτήτρια, σε περίπτωση εκτέλεσης της επίδικης κατεδάφισης, η οποία απαιτείται στο παρόν στάδιο να διενεργηθεί από την ίδια, προσλαμβάνει τελικά μόνο διάσταση οικονομικής αξίας, την οποία ακόμα κι αν ήθελε επιτύχει στην προσφυγή της, θα μπορούσε να αποζημιωθεί εφόσον βέβαια πληρούνται και οι λοιπές προς τούτο προϋποθέσεις.

 

Νοείται βεβαίως ότι η εκκρεμότητα της προσφυγής δεν αποτελεί λόγο υπέρ της αποδοχής της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης ούτε βέβαια το γεγονός ότι η Αιτήτρια καταχώρισε αιτήσεις για αδειοδότηση με άγνωστο ορίζοντα εξέτασης, καλύπτει οποιοδήποτε εκ των δύο κριτηρίων (έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη βλάβη) προς αποδοχή της παρούσας.

 

Για τους πιο πάνω λοιπόν λόγους θεωρώ ότι η Αιτήτρια δε στοιχειοθέτησε έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη βλάβη. Ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση απορρίπτεται με 450 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.



[1] Ακόμα όμως και η οίκηση και επαγγελματική στέγη δεν έχει κριθεί στην Κυπριακή νομολογία ως αγαθό άξιο απολύτου προστασίας. Ως συνοψίζει ο εντ. Δικ. Νικολαίδης στην Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1556:

 

«Στην υπόθεση Kouppas v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 765, στην οποία το διάταγμα απαλλοτρίωσης αφορούσε υποστατικό στο οποίο ο αιτητής διέμενε και στο οποίο ασκούσε επίσης την επιχείρηση του, αποφασίστηκε ότι η μη αναστολή της κατεδάφισης των υποστατικών στα οποία διέμενε, δεν συνιστούσαν ανεπανόρθωτη ζημία. Στη συνέχεια το Δικαστήριο, αφού κατέληξε ότι ο αιτητής θα υφίστατο ανεπανόρθωτη ζημία αν αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το υποστατικό στο οποίο ασκούσε την επιχείρησή του χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να προβεί σε κατάλληλες διευθετήσεις αλλού, εξέδωσε διάταγμα αναστολής για περίοδο σαράντα πέντε ημερών, ούτως ώστε ο αιτητής να δυνηθεί να εξεύρει κατάλληλο χώρο για μετακίνηση της επιχείρησης του πριν την κατεδάφιση των υποστατικών του. Στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ξανά η ανάγκη υποχώρησης του προσωπικού συμφέροντος απέναντι στο δημόσιο συμφέρον».

 

[2] Βλ. παράγραφος 30 σελ. 847 του ιδίου συγγράμματος Χρυσανθάκη.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο