ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1018/2024 (K) iJustice

                                             

     6 Αυγούστου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ Τ0 ΑΡΘΡ0 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

L.Y.O.

Αιτήτρια

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1. Υφυπουργός Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας

2. Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Δρ. Χρίστος Π. Χριστοδουλίδης, για Αιτήτρια

Νικόλας Κουρσάρης για Νικόλα Κωνσταντίνου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α.   Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη των Καθ ́ ων η Αίτηση      ημερομηνίας 19/07/2024 εκδίδοντας διατάγματα κράτησης και      απέλασης   εναντίον του Αιτητή είναι άκυρα, παράνομα, στερημένα      οποιουδήποτε νομικού   αποτελέσματος και/ή κατά παράβαση του Περί Προσφύγων Νόμου άρθρα 4,7 Παράγραφος 4 και 6,8,18,28 Διεθνής Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και Διεθνής Σύμβασης του Δουβλίνου   του 1990 περί της Νομικής κατάστασης των Προσφύγων και του Κεφ  105   και/η εκδόθηκαν χωρίς την δέουσα έρευνα και/η καθ ́ υπέρβαση και/η χωρίς καθόλου Δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα πλάνης περί γεγονότων και κακής εφαρμογής του  νόμου και παραβιάζεται η αρχή της ισότητας. (Παράρτημα Α).

 

Β.   Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη των Καθ ́ ων η Αίτηση εκδίδοντας  διάταγμα  απέλασης  εναντίον  του  αιτητή  ημερομηνίας 19/07/2024 είναι παράνομη ή/και και/ή άκυρη και/ή στερημένη οποιουδήποτε  νομικού  αποτελέσματος και/ή  κατά  παράβαση  του ΚΕΦ.105 και του περί Προσφυγών Νόμου και/η  ενάντια του άρθρου 11 της αρχής της μη επαναπροώθησης Ν (131(I)/2015) εφόσον εκκρεμεί η εξέταση της αίτησης της για διεθνές προστασίας».

 

Τα γεγονότα ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και τον διοικητικό φάκελο είναι τα ακόλουθα:

 

Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Νιγηρίας, η οποία εισήλθε στη Δημοκρατία από τα κατεχόμενα. Στις 15.11.2022 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε πρωτοβάθμια από την Υπηρεσία Ασύλου στις 06.10.2023 λόγω σιωπηρής απόσυρσης. Από σχετική σημείωση στο ηλεκτρονικό σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου (Παράρτημα 2 σε Ένσταση) καταγράφεται ότι η επιστολή κοινοποίησης της εν λόγω πράξης ημερ. 06.10.2023 απεστάλη στην Αιτήτρια στις 20.10.2023, κάτι που ο ευπαίδευτος συνήγορος της αμφισβητεί. Σε αυτό αναφέρομαι πιο κάτω.  

 

Στις 18.07.2024 η Αιτήτρια συνελήφθη στην Λευκωσία για παράνομη παραμονή στην Δημοκρατία και στις 19.07.2024 κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια και εκδόθηκαν εναντίον της Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.

 

Είχε προηγηθεί η έγκριση από τους Καθ’ ων η αίτηση της εισήγησης που περιέχεται σε επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (εφεξής «ΥΑΜ»), ημερομηνίας 19.07.2023, με την οποία ζητείτο η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Εκεί αναφέρθηκε ότι η Αιτήτρια διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία μετά την απόρριψη της αίτησής της για διεθνή προστασία, ότι κατόπιν προφορικής συνέντευξης, δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της και ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής της εφόσον δεν συναινεί στον επαναπατρισμό της, άρα δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών μέτρων πέραν της κράτησης και ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Στις 25.07.2024 η Αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο. Στα γεγονότα της προσφυγής, η Αιτήτρια αναφέρει διάφορους ισχυρισμούς ως προς τη λήψη γνώσης της απόρριψης της αίτησης της για παροχή διεθνούς προστασίας. Καταλήγει ότι πληροφορήθηκε την απόρριψη της εν λόγω αίτησης μόλις με τη σύλληψή της και στις 24.07.2024 καταχώρησε εναντίον της απόρριψης αυτής προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (εφεξής το «ΔΔΔΠ»), η οποία ως προκύπτει από  την τελευταία της σελίδας είναι ορισμένη για πρώτη εμφάνιση στις 19.09.2024.

 

Σημειώνεται ότι, αρχικώς το Δικαστήριο όρισε την παρούσα υπόθεση για διευκρινίσεις τον Σεπτέμβριο 2024 όμως κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου της Αιτήτριας για ταχεία διεκπεραίωση της, η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις στις 02.08.2024.

 

Έχοντας καταγράψει το πλαίσιο γεγονότων, αντικρουόμενων και παραδεκτών, εξαρχής θα πρέπει να σημειώσω ότι όσοι ισχυρισμοί του ευπαίδευτου συνηγόρου της Αιτήτριας, οι οποίοι αναπτύσσονται στις Αγορεύσεις του, αφορούν, όχι τις εδώ προσβαλλόμενες πράξεις ημερομηνίας 19.07.2024 αλλά την απόφαση ημερομηνίας 06.10.2023 δεν μπορούν να εξεταστούν από το παρόν.

 

Η επιχειρηματολογία της Αιτήτριας, η οποία αναπτύχθηκε με βάση τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε παρέλαβε την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 06.10.2023, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 20.10.2023 δεν αφορά ούτε μπορεί να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο.

 

Κατά πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα του ακυρωτικού δικαστηρίου είναι ο έλεγχος των ατομικών διοικητικών πράξεων, οι οποίες, με πρωτοβουλία του εκάστοτε αιτούντος, άγονται ενώπιόν του στα πλαίσια της αίτησης ακύρωσης του. Πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων, οποιοσδήποτε ισχυρισμός αφορά μη προσβαλλόμενη διοικητική πράξη δεν μπορεί να εξεταστεί, καθότι θα αποτελούσε ανεπίτρεπτο παρεμπίπτοντα έλεγχο.

 

Είναι εν προκειμένω ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι πληροφορήθηκε την απόφαση ημερομηνίας 06.10.2023 με τη σύλληψή της και την προσέβαλε στο ΔΔΔΠ και άρα όσο εκκρεμεί η εν λόγω προσφυγή της η διαμονή της είναι νόμιμη. Άρα ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι οι εδώ προσβαλλόμενες πράξεις είναι ακυρωτέες ως παράνομες.

 

Θεωρώ όμως ότι, η εξέταση αυτού του ισχυρισμού της Αιτήτριας, στον οποίο η διοίκηση αντιπαραβάλλει μια διαφορετική εκδοχή από αυτήν της Αιτήτριας, εμπίπτει στα πλαίσια του παρεμπίπτοντος ελέγχου μιας άλλης πράξης. Της απόφασης ημερομηνίας 06.10.2023, η οποία, προσεβλήθη με προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔΠ, το οποίο στα πλαίσια του ελέγχου που θα ασκήσει είναι αρμόδιο να ελέγξει το παραδεκτό και το εμπρόθεσμό της, κάτι που βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο λήψη γνώσης της απόφασης αυτής. Το παρόν στερείται της δυνατότητας απόφασης επί των ισχυρισμών αυτών στο σύνολό τους. Ούτε άλλωστε έχει σημασία αν η απόφαση ημερομηνίας 06.10.2023 αποτελεί έρεισμα των προσβαλλόμενων, καθότι ούτε συναφείς, ατομικές πράξεις που αποτελούν προϋπόθεση της προσβαλλομένης ή νόμιμο ή άμεσο έρεισμά της ή που συνδέονται μ’ αυτή ελέγχονται παρεμπιπτόντως (Γ. Σιούτη, Το τεκμήριο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, Εκδ. 1994, σελ. 104).

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στην Υπόθεση αρ. 997/2013 Mohammad Tajul Islam v. Δημοκρατίας ημερομηνίας 09.07.2013 (όπου εκεί βέβαια είχαν εγερθεί ισχυρισμοί ως προς την εικονικότητα γάμου αλλοδαπού τρίτης χώρας με ευρωπαία και συναφείς ισχυρισμούς) ανέφερε:

 

«Η κήρυξη του γάμου του αιτητή ως εικονικού έγινε στη βάση του άρθρου 7Α(1)(α) του Κεφ. 105, μια εντελώς ξεχωριστή πρόνοια, που εισήχθη στο Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 22(Ι)/2001,  η ενεργοποίηση της οποίας βασίζεται σε άλλα δεδομένα και γεγονότα, τα οποία και έχουν τη δική τους αυτοτέλεια και τα οποία δύνανται να προσβληθούν ως προερχόμενα από αυθύπαρκτη και διαφορετική πράξη της διοίκησης, σε σχέση με το εκδοθέν, μεταγενέστερα, ένταλμα κράτησης και απέλασης.  (…)

 

Τα όσα εισηγείται στην αγόρευση της η συνήγορος του αιτητή ότι η κήρυξη του γάμου ως εικονικού είναι αλληλένδετη με την έκδοση των επιδίκων διαταγμάτων, με συνακόλουθο να είναι δυνατή και η εξέταση της απόφασης της Διευθύντριας να κηρύξει το γάμο εικονικό, δεν είναι ορθά.  Δεν πρόκειται για σύνθετη διοικητική ενέργεια ώστε προσβαλλομένης της τελικής πράξεως να ελέγχεται η νομιμότητα των ενδιάμεσων κατά τα νομολογηθέντα σε σωρεία αποφάσεων, όπως εξηγήθηκε και στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Chrikar Trading Limited κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 541Η αυτοτέλεια του διατάγματος κράτησης και απέλασης είναι δεδομένη και αν δεν πάσχει αφ΄ εαυτού, δεν είναι δυνατή η επιδίωξη ακύρωσης προηγούμενων αποφάσεων έστω και αν αποτέλεσαν το υπόβαθρο, αλλά δεν προσβλήθηκαν. 

(…)

Έπεται ότι και τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται περί των συνθηκών διαβίωσης του με την Βουλγάρα υπήκοο και το ότι δεν του επεδόθη ή του γνωστοποιήθη ποτέ η απόφαση κήρυξης του γάμου ως εικονικού, είναι θέματα που θα αφορούσαν άλλη προσφυγή στα δεδομένα της οποίας θα μπορούσαν να εγερθούν και εξεταστούν τέτοιου είδους ζητήματα.  Περιλαμβανομένου και του ζητήματος ότι η σχετική επιστολή των καθ΄ ων  ημερ. 27.3.2013, η οποία ταχυδρομήθηκε αυθημερόν και τεκμαίρεται ότι παραλήφθηκε κανονικά στη συνήθη πορεία των ταχυδρομικών αποστολών, (δέστε Lilien Khishigjargal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 144/2010, ημερ. 12.3.2012), δεν απεστάλη στην ορθή διεύθυνση, Σεφέρη 7-9, Διαμέρισα 33, 1076 Λευκωσία, όπως τώρα ισχυρίζεται ο αιτητής.  Σημειώνεται ότι η διεύθυνση αυτή ήταν η τελευταία γνωστή διεύθυνση του αιτητή εφόσον εκεί ανευρέθη το ζεύγος κατά την επίσκεψη των υπεύθυνων του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας (δέστε Τεκμ. 7 στην ένσταση), αλλά και ήταν εκεί η δηλωμένη διεύθυνση της Βουλγάρας συζύγου του αιτητή σύμφωνα με τη βεβαίωση εγγραφής («Certificate of Registration»), ημερ. 20.7.2011, (Τεκμ. 12 στην ένσταση) (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου)».

 

Και στην απόφαση στην Πρ. Αρ. 6/2022 Singh v. Δημοκρατίας ημερομηνίας 17.05.2022 (η οποία επικυρώθηκε κατ΄έφεση), το Διοικητικό Δικαστήριο ανέφερε επίσης σχετικά:

 

«Προβάλλεται από την ευπαίδευτη συνήγορο για τον αιτητή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πραγματικής και/ή νομικής πλάνης.  Ειδικότερα, ότι ο αιτητής δεν ήταν παράνομος στο έδαφος της Δημοκρατίας, αφού, όπως ισχυρίζεται, δεν παρέλαβε την επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 26/11/2021 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ημερομηνίας 6/12/2018 για άδεια διαμονής.

(…)

 

Ούτε όμως το γεγονός ότι ο αιτητής καταχώρησε Ιεραρχική Προσφυγή εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 26/11/2021, αμέσως μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, διαφοροποιεί την κατάσταση, εφόσον πρόκειται για ενέργεια του αιτητή που αφενός έπεται της προσβαλλόμενης απόφασης και αφετέρου αφορά άλλη αυτοτελή διοικητική πράξη.  Οτιδήποτε αφορά το ζήτημα αυτό, θα εξεταστεί στα πλαίσια εκδίκασης ενδεχόμενης άλλης προσφυγής.  Αναλόγως δε των εξελίξεων, υπάρχουν οι μηχανισμοί από τη διοίκηση για αποκατάσταση της νομιμότητας.

 

Το παρόν Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει παρόμοιους ισχυρισμούς με τους εδώ προσβαλλόμενους στην Muhammand και Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 3/2021, ημερομηνίας 24/11/2021, οι οποίοι επαναλαμβάνονται και για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης.

 

«Εν προκειμένω, ένα από τα βασικότερα επιχειρήματα της συνηγόρου του αιτητή, είναι ότι ο αιτητής δεν είναι παρανόμως διαμένων στην Κυπριακή Δημοκρατία, επειδή δεν του έχει επιδοθεί η απόφαση ακύρωσης του δελτίου διαμονής του, τη νομιμότητα της οποίας αμφισβητεί με άλλη προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Θεωρώ όμως, ότι η απόφαση με την οποία ακυρώθηκε το δελτίο διαμονής του αιτητή, παράγει όλα τα έννομα της αποτελέσματα μέχρις ότου αυτή ακυρωθεί από το Δικαστήριο ή ανακληθεί από τη διοίκηση.  Συνεπώς, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Κυπριακή Δημοκρατία και επομένως ορθά κρίθηκε από τους καθ' ων η αίτηση, ως απαγορευμένος μετανάστης.

 

Το γεγονός ότι ο αιτητής αμφισβητεί ότι παρέλαβε την επιστολή ημερομηνίας 17/5/2021 και έτσι δεν γνώριζε ότι είχε ακυρωθεί το δελτίο διαμονής του, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση, αφού αντικείμενο της παρούσας προσφυγής δεν είναι το ζήτημα της απόφασης ακύρωσης του δελτίου διαμονής.  Οτιδήποτε αφορά το ζήτημα αυτό, θα εξεταστεί στα πλαίσια εκδίκασης άλλη προσφυγής.  Αναλόγως δε των εξελίξεων υπάρχουν οι μηχανισμοί από τη διοίκηση για αποκατάσταση της νομιμότητας.

 

(…)

 

Αλλά ούτε τα ζητήματα που ο αιτητής θέτει σε σχέση με τη γνησιότητα του γάμου του μπορούν να εξεταστούν παρεμπιπτόντως μέσα στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, για τους ίδιους πιο πάνω εκτεθέντες λόγους (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου)».

 

Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούμαι και με παραπομπή στην νομολογία των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων. Αναφορικά με ζήτημα πλημμελούς δημοσίευσης, και άρα κατ’ αναλογία και πλημμελούς κοινοποίησης, ατομικών διοικητικών πράξεων, στο σύγγραμμα του Β. Καράκωστα «Η Αίτηση Ακυρώσεως Ερμηνευτικά Σχόλια και Νομολογία» 2η Εκδ. 2018, στην παράγραφο 1219 σελίδα 582 αναφέρεται σχετικώς:

 

«Απορριπτέος ως απαράδεκτος ο τρίτος λόγος της ένδικης αιτήσεως ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι πάσχουν τα ρυμοτομικά διατάγματα, γιατί δεν έχουν δημοσιευθεί νόμιμα στα ΦΕΚ κατά το πλήρες κείμενό τους, αλλά μόνο σε περίληψη, διότι δεν είναι δυνατός τώρα, κατά τον ακυρωτικό έλεγχο της πράξης αναλογισμού αποζημίωσης, ο παρεμπίπτων έλεγχος της πράξης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, που αποτελεί ατομική πράξη αυτοτελώς προσβλητή (πρβλ. ΣτΕ 3306/1994). ΔΕφΑθ 7267/2004) (έμφαση του Δικαστηρίου)».

 

Στο σύγγραμμα του Καθ. Θ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» Εκδ. 1971» στις σελίδες 70 και 227-228, το ζήτημα της μη κοινοποίησης ή δημοσίευσης μιας ατομικής διοικητικής πράξης θεωρείται ως παράβαση (ανάλογα με την περίπτωση-ουσιώδους ή μη) τύπου και άρα, ως τέτοια, εμπίπτει στους κατ’ εξοχήν λόγους ακυρότητας που δέον να εγείρονται και εξετάζονται στα πλαίσια προσφυγής εναντίον της πράξης αυτής.

 

Με βάση τα όσα έχω καταγράψει πιο πάνω παραπέμποντας στις σχετικές αυθεντίες, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα απόφασης επί οποιονδήποτε ισχυρισμών του Αιτητή που αφορούν την απόφαση ημερομηνίας 06.10.2023.

 

Στο σημείο αυτό βέβαια παρεμβάλλω ότι, σε αμφότερες τις δύο πιο πάνω αποφάσεις, τόσο το Ανώτατο (Islam[1]) όσο και το Διοικητικό (Singh) Δικαστήριο, διαπίστωσαν την μη δυνατότητά τους να προβούν σε παρεμπίπτοντα έλεγχο για ανάλογα ως τα υπό κρίση ζητήματα, εντούτοις δεν παρέλειψαν να υποδείξουν (ενδεχόμενα obiter) τα στοιχεία εκείνα του διοικητικού φακέλου, τα οποία είτε είχαν σημασία αναφορικά με τη κρίση του ισχυρισμού περί πλημμελούς ταχυδρόμησης της (και εκεί) μη προσβαλλόμενης πράξης είτε τον κατέρριπταν. 

 

Συναφώς και με την πιο πάνω νομολογιακή καθοδήγηση, υποδεικνύω ότι στον διοικητικό φάκελο και δη στο Παράρτημα 2 (ερυθρό 63),  φαίνεται, η απόφαση ημερομηνίας 06.10.2023, να αναφέρει ότι απεστάλη με «ημερ. απαντητικής επιστολής 20/10/2024». Επιπροσθέτως η διεύθυνση που κατέχει η διοίκηση (ερ. 60 του Παραρτήματος 2 σε Ένσταση) καταγράφεται η ίδια με την διεύθυνση που η Αιτήτρια αναφέρει ότι διαμένει στη Λάρνακα (Παραρτήματα 2 και 4 της Προσφυγής της).

 

Άρα, ακόμα και εάν στη βάση οποιασδήποτε θεώρησης ή νομικής αρχής, που εν πάση περιπτώσει τέτοια δεν προτείνεται από την Αιτήτρια, υπήρχε έδαφος εξέτασης του ισχυρισμού της περί πλημμελούς ή μη ταχυδρόμησης, τα εν λόγω δεδομένα θα οδηγούσαν, το παρόν τουλάχιστον Δικαστήριο σε απόρριψη του και σε μη ανατροπή του τεκμηρίου παραλαβής (Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 415) καθότι φαίνεται και ταχυδρόμηση να έγινε και αυτό να έγινε στην ορθή και συνάδουσα με τις υποβολές της Αιτήτριας διεύθυνση.

 

Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα αυτό αφορά εξ ολοκλήρου το ΔΔΔΠ και για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, η απόφαση ημερομηνίας 06.10.2023 ισχύει κανονικά και μέχρι την τυχούσα ανατροπή της τεκμαίρεται ως νόμιμη και παράγουσα έννομα αποτελέσματα, τα δε στοιχεία του διοικητικού φακέλου, στα οποία αναφέρθηκα ήδη δεν μπορούν, με οποιονδήποτε τρόπο να δημιουργήσουν στο παρόν τουλάχιστον Δικαστήριο αμφιβολία τέτοιου βαθμού που, ακόμα και αν μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία εξέτασης του ισχυρισμού αυτού, να έκρινε άλλως ως προς τις εδώ προσβαλλόμενες πράξεις.

 

Με βάση λοιπόν όλα όσα ανέφερα πιο πάνω, όσοι εκ των ισχυρισμών της Αιτήτριας (είτε τίθενται στα πλαίσια ανάπτυξης λόγων ακύρωσης είτε στα πλαίσια έκθεσης γεγονότων), οι οποίοι αναπτύσσονται στις αγορεύσεις της και άπτονται της απόφασης ημερομηνίας 06.10.2023 και δη ότι η απόφαση αυτή δεν κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια και για τον λόγο αυτό η παραμονή της πρέπει να θεωρηθεί νόμιμη επειδή πλέον άσκησε εναντίον της προσφυγή στο ΔΔΔΠ, απορρίπτονται.

 

Περνώντας στους υπόλοιπους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, ως εκτίθενται κάτω από την ανάλυση συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης, σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας επιχειρηματολογεί κατά της νομιμότητας του εδώ προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης λόγω της μη επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Επικαλείται το άρθρο 18 ΠΣΤ (1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ, 105, το οποίο προβλέπει:

 

«18ΠΣΤ.-(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, Ιδίως όταν –

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

 

(β) o συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης,

Τέτοια κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και  μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια»

 

Από την Έκθεση της ΥΑΜ προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση, διαπίστωσαν ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, αφού δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση απομάκρυνσης και αφού δεν συναινούσε στον επαναπατρισμό της, γεγονός που υποδήλωνε πρόθεση μη συμμόρφωσης σε ενδεχόμενη απόφαση επιστροφής. Δεδομένων τούτων κρίθηκε δεν υπήρχε περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Τα πιο πάνω δείχνουν ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξάσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια ως προς την δυνατότητα εναλλακτικών μέτρων και θεώρησαν ότι η παρούσα περίπτωση δεν προσφερόταν. Θεωρώ ότι η κρίση τους αυτή, ως τεκμηριώνεται από τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, είναι εντός των πλαισίων των εξουσιών τους και της Νομολογίας, η οποία μάλιστα έχει δεχτεί ότι η κήρυξη ενός μετανάστη ως απαγορευμένου, ως και η Αιτήτρια εμπεριέχει λογικά και τον κίνδυνο διαφυγής του δικαιολογεί την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος κράτησης (βλ. σχετικά Πρ. Αρ. 5735/13 Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 09.08.2013, Υπ. Αρ. 716/2014 El Khouri v. Δημοκρατίας ημερ. 24.06.2016  Υπ. Αρ. 3/2021 Muhammad v Δημοκρατίας ημερ. 24.11.2021, Υπ. αρ. 547/23 J S ν. Δημοκρατίας κ.α. ημερ. 30.06.2023).

 

Άρα ο εν λόγω ισχυρισμός της Αιτήτριας είναι απορριπτέος.

 

Για τους λόγους που ανέφερα στον αμέσως ανωτέρω λόγο ακύρωσης, απορριπτέο κρίνω και τον λόγο ακύρωσης με τον οποίο η Αιτήτρια παραπονείται ότι δεν της εδόθη δικαίωμα οικειοθελούς αναχώρησης. Σύμφωνα άλλωστε με το άρθρο 18ΟΘ(4) του Κεφ. 105, το δικαίωμα οικειοθελούς αναχώρησης δύναται να μην χορηγηθεί εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας.  Σχετική και εδώ είναι η νομολογία (Mensah κ.α), στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω.

 

Συνεχίζοντας με επόμενο λόγο ακύρωσης και με αναφορά σε νομολογία, ο συνήγορος της Αιτήτριας εγείρει ότι οι επίδικες πράξεις παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης. Παρά το γεγονός ότι στην αγόρευση της Αιτήτριας παρατίθεται νομολογία Ευρωπαϊκών και Κυπριακών Δικαστηρίων που ασχολούνται με το ζήτημα αυτό, εντούτοις διαπιστώνω ότι απουσιάζει οποιαδήποτε σύνδεση ή υπαγωγή της νομολογίας αυτής με τα δεδομένα, πραγματικά ή νομικά, που αφορούν την Αιτήτρια. Αυτό και μόνο το γεγονός οδηγεί σε απόρριψη και του ισχυρισμού αυτού της Αιτήτριας.

 

Περαιτέρω όμως και ανεξάρτητα των πιο πάνω, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι η αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία απερρίφθη από τις αρμόδιες αρχές 9 περίπου μήνες πριν την έκδοση των εδώ προσβαλλόμενων και η Αιτήτρια την προσέβαλε στο ΔΔΔΠ, μετά την έκδοση τους, συνεπώς η προσφυγή στο ΔΔΔΠ δεν είναι γεγονός που δύναται να  ασκήσει επιρροή στη νομιμότητα της παρούσας (ΕΔΔ αρ. 126/2021 Limon v. Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 20.04.2022[2]). Για το παρόν, η απόρριψη της εν λόγω αίτησης τεκμαίρεται ως νόμιμη, αναμένετο δε ότι εάν η Αιτήτρια θεωρούσε ότι ήταν ουσιώδης η εκκρεμότητα της προσφυγής της στο ΔΔΔΠ, δε θα ζητούσε η παρούσα να διεκπεραιωθεί άμεσα και σίγουρα πριν την ολοκλήρωση της προσφυγής της στο ΔΔΔΠ.

 

Τα όσα βέβαια η Αιτήτρια ισχυρίζεται εισαγωγικά στα γεγονότα της αγόρευσης της περί του ότι είναι θύμα δικτύου εμπορίας προσώπων στα κατεχόμενα όπου διέμενε (και όχι στην χώρα καταγωγής της), εμφανώς δεν αφορούν το παρόν Δικαστήριο αλλά το ΔΔΔΠ και ενδεχόμενα θα τύχουν αξιολόγησης από εκείνο το Δικαστήριο εφόσον βέβαια εκείνη η προσφυγή κριθεί στην ουσία της. Σε κάθε περίπτωση και με δεδομένη την νομιμότητα, στο παρόν στάδιο της απόρριψης της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία αλλά και του γεγονότος ότι, τουλάχιστον η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας κατατάσσεται, βάσει των σχετικών Κ.Δ.Π. (ισχύουσα Κ.Δ.Π. 191/2024 και προηγούμενη Κ.Δ.Π. 166/2023) σταθερά στις ασφαλείς χώρες, ακόμα κι αν ο εν λόγω ισχυρισμός είχε εγερθεί δεόντως και το παρόν είχε εξουσία να τον εξετάσει, και πάλι θα τύγχανε απόρριψης.

 

Απορριπτέο κρίνω και τον τελευταίο λόγο ακύρωσης, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι προϊόν κατάχρησης διακριτικής ευχέρειας, πλημμελούς έρευνας και αναιτιολόγητες. Και εδώ, πέραν της παράθεσης νομολογίας και αποσπασμάτων από συγγράμματα, δεν υπάρχει σύνδεση ή υπαγωγή της νομολογίας αυτής με τα δεδομένα, πραγματικά ή νομικά, που αφορούν την Αιτήτρια. Το μόνο που αναφέρεται σε σύνδεση με την Αιτήτρια είναι η «πλημμελής διενέργεια η πράξη της διοίκησης ως προς το γεγονός ότι η Αιτήτρια είναι αιτήτρια διεθνές προστασίας όπου ουδέποτε της επιδόθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου παρά στις 19/07/2024 όταν της κοινοποιήθηκε προφορικά από την ΥΑ&Μ κατά την σύλληψη της και εκκρεμεί η διοικητικής προσφυγή της ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνές Προστασίας[3]».

 

Νοείται ότι επί τούτου, δηλαδή επί του ισχυρισμού περί μη κοινοποίησης της απόφασης ημερ. 06.10.2023 (απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας), σχετικά είναι όσα ανέφερα ανωτέρω, ότι δηλαδή το παρόν, δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τη νομιμότητα της περιλαμβανομένων των ζητημάτων κοινοποίησης και λήψης γνώσης της. Αρμόδιο είναι το ΔΔΔΠ, στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή εναντίον της. Επίσης σχετικά είναι όσα ανέφερα με παραπομπή στην Limon περί της (μη) δυνατότητας του παρόντος να ασχοληθεί με γεγονότα μεταγενέστερα των προσβαλλόμενων πράξεων ως άλλωστε είναι και η καταχώριση της προσφυγής στο ΔΔΔΠ, μετά την έκδοση των εδώ προσβαλλόμενων.

 

Δεδομένων όσων ανέφερα πιο πάνω, κρίνω απορριπτέους όλους τους λόγους ακύρωσης.

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με 1.500 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

Οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται δυνάμει του Άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 



[1] Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού πρώτα έκρινε ότι η μη επίδοση ή μη γνωστοποίηση της απόφασης κήρυξης του γάμου ως εικονικού, είναι θέματα που θα αφορούσαν άλλη προσφυγή και όχι την ενώπιόν του σημειώνει:

 

«Σημειώνεται ότι η διεύθυνση αυτή ήταν η τελευταία γνωστή διεύθυνση του αιτητή εφόσον εκεί ανευρέθη το ζεύγος κατά την επίσκεψη των υπεύθυνων του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας (δέστε Τεκμ. 7 στην ένσταση), αλλά και ήταν εκεί η δηλωμένη διεύθυνση της Βουλγάρας συζύγου του αιτητή σύμφωνα με τη βεβαίωση εγγραφής («Certificate of Registration»), ημερ. 20.7.2011, (Τεκμ. 12 στην ένσταση)»

 

[2] H εν λόγω απόφαση είναι σχετική, κατ’ αναλογία, ως προς τη δυνατότητα του παρόντος να ασχοληθεί με γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης των ενώπιόν του προσβαλλόμενων πράξεων. 

[3] Το κείμενο εντός των εισαγωγικών είναι αυτολεξεί μεταφορά από τη σελ. 15 της αγόρευσης της Αιτήτριας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο