ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                       

(Υπόθεση Αρ. 1025/2021)

 

  27 Αυγούστου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                           Μ. Π.                                                                                                                Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ε. Μιχαηλίδου (κα), για Χρίστο Α. Καμπούρη, για Αιτητή

Α. Αχιλλέως (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής ζητεί-

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου, δια της οποίας να κηρύττει άκυρη και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 24/06/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 07/07/2021, με την οποία οι Καθ’ ων η Αίτηση απέρριψαν την Ένσταση του Αιτητή, κατά της αποφάσεως για απόρριψη της Αίτησης του για ένταξη στο σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας-«Σχέδιο Εστία»».

 

Ο αιτητής, στις 27.10.2020, υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («το Υπουργείο») για ένταξη στο Σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας («Σχέδιο Εστία»).

 

Η αίτηση απορρίφθηκε και η απορριπτική απόφαση εστάλη στον αιτητή δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 29.10.2020. Όπως προκύπτει από την εν λόγω επιστολή, η αίτηση απορρίφθηκε καθότι διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν είχε προσκομίσει όλα τα απαραίτητα παραστατικά, τα οποία απαιτούνταν για την αξιολόγηση της αίτησής του. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην επιστολή, ο αιτητής δεν προσκόμισε «το έντυπο Β για την κ. Τ. Π., η οποία ως συνδανειοληπτρια είναι Εξεταζόμενο Άτομο». Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, η κα Π. είναι η εν διαστάσει σύζυγος του αιτητή, με την οποία, ως ο ίδιος ο αιτητής αναφέρει, είναι σε διάσταση από το 2011 και η ίδια εγκατέλειψε την Κύπρο και δεν έχουν οποιαδήποτε επαφή.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής υπέβαλε ένσταση στις 24.11.2020, η οποία παραλήφθηκε από το Υπουργείο στις 25.11.2020.

 

Η ένσταση εξετάστηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, η οποία στις 3.3.2021, υπέβαλε στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Υπουργός») την εισήγηση για απόρριψή της, καθότι, ως αναφέρεται στο σχετικό Έντυπο Αξιολόγησης, δεν προσκομίστηκαν όλα τα απαραίτητα παραστατικά και δη το Έντυπο Β για την κ. Τ. Π., η οποία ως συνδανειοληπτρια είναι εξεταζόμενο άτομο, με αποτέλεσμα να μην έχουν διαφοροποιηθεί τα δεδομένα που υπήρχαν κατά το χρόνο λήψης της αρχικής απορριπτικής απόφασης.

 

Η πιο πάνω εισήγηση της Επιτροπής έγινε δεκτή από την Υπουργό, η οποία, με απόφασή της ημερομηνίας 2.4.2021, απέρριψε την ένσταση.

 

Ο αιτητής έλαβε γνώση της απορριπτικής, επίδικης, απόφασης δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 24.6.2021 και στις 7.9.2021, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.

 

Η πλευρά του αιτητή προωθεί ισχυρισμούς περί ελλιπούς και/ή πάσχουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, εμφιλοχωρήσασας πραγματικής πλάνης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, παραβίασης της αρχής της ισότητας, των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, καθώς και περί υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και καλόπιστα, υπήρξε δε αυτή πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Εξηγούν οι καθ’ ων η αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης, ότι το «Σχέδιο ΕΣΤΙΑ» είναι σχέδιο παροχής κυβερνητικής χορηγίας προς συγκεκριμένη κατηγορία δανειοληπτών, το οποίο εγκρίθηκε με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 87.759 και ημερομηνία 26.6.2019 και στηρίζεται στις διατάξεις του περί του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Ν.109(Ι)/2014). Ειδικότερα, το Σχέδιο εμπίπτει στην έννοια της «άλλης κοινωνικής παροχής» ως αυτή ορίζεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου 109(Ι)/2014), σύμφωνα με το οποίο-

 

««άλλες κοινωνικές παροχές» σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρέχεται με βάση άλλη νομοθεσία ή /και Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου ή /και Σχέδιο ή /και Έργο ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή, εξαιρουμένων των νομοθεσιών ή/και Σχεδίων για άτομα με αναπηρίες τα οποία τυγχάνουν διαχείρισης από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες·».

 

Το Σχέδιο Εστία αφορά μη εξυπηρετούμενα δάνεια/πιστωτικές διευκολύνσεις, που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια ως αυτά καθορίζονται στον όρο 2.1.1. του Σχεδίου, καθώς και δανειολήπτες/ιδιοκτήτες κύριας κατοικίας, οι οποίοι πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας (εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια), ως αυτά καθορίζονται στον όρο 2.1.2 του Σχεδίου και νοουμένου ότι πληρούνται συγκεκριμένοι όροι αυτού.

 

Στις 5.7.2019, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το περί του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Υποβολή Αίτησης Άλλης Κοινωνικής Παροχής «Σχέδιο ΕΣΤΙΑ») Διάταγμα του 2019 (Κ.Δ.Π. 226/2019), το οποίο εκδόθηκε από την Υπουργό, δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 36 του Νόμου 109(Ι)/2014 και με το οποίο καθορίστηκαν τα έντυπα που θα χρησιμοποιούνται για την υποβολή αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο ΕΣΤΙΑ, καθώς επίσης ο τρόπος, ο τόπος και ο χρόνος υποβολής της αίτησης. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 της Κ.Δ.Π. 226/2019-

 

«3.(1) Τηρουμένων των διατάξεων της Νομοθεσίας και του Σχεδίου, κάθε αίτηση για ένταξη στο Σχέδιο υποβάλλεται στο έντυπο που ορίζεται στον Πίνακα.

(2) Κάθε αίτηση που υποβάλλεται συνοδεύεται απαραίτητα από το Έντυπο Εξουσιοδότησης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανωτέρου εντύπου και η αίτηση θεωρείται έγκυρη μόνον εφόσον το Έντυπο Εξουσιοδότησης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανωτέρου εντύπου και η αίτηση θεωρείται έγκυρη μόνον εφόσον το Έντυπο Εξουσιοδότησης είναι πλήρως και ορθά συμπληρωμένο και νοουμένου ότι δεν έχει ανακληθεί εν μέρει η εν όλω.».

Σύμφωνα δε με την παράγραφο 4 της Κ.Δ.Π.226/2019-

 

«4. (1) Κάθε αίτηση υποβάλλεται από τον δικαιούχο όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος Διατάγματος και απαραίτητα είναι πλήρως συμπληρωμένη και συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα παραστατικά που ορίζονται σ’ αυτή.

 

(2) Κάθε αίτηση που υποβάλλεται θεωρείται ως υποβληθείσα για τους σκοπούς του Σχεδίου μόνο εφόσον συμπληρωθεί πλήρως και συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα παραστατικά που καθορίζονται στον Πίνακα του παρόντος Διατάγματος».

 

Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, αλλά και στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου (παράρτημα 4 στην ένσταση), ακόμα και σε περιπτώσεις χωρισμένου ζεύγους, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται και από τους δύο ξεχωριστά, εφόσον ο/η πρώην σύζυγος είναι συνιδιοκτήτης η συνδανειολήπτης. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Οδηγό Συμπλήρωσης της Αίτησης (παράρτημα 5 στην ένσταση), ως σύζυγος θα πρέπει να αναφέρεται το άτομο που είχε αυτή την ιδιότητα μέχρι τις 30.9.2017. Η προσκόμιση των στοιχείων και παραστατικών του συζύγου δεν απαιτείται μόνο στις περιπτώσεις ζευγαριών που εξασφάλισαν διαζύγιο πριν τις 30.9.2017 και ο/η σύζυγος δεν είναι ούτε συνιδιοκτήτης ούτε συνδανειολήπτης, εφόσον αυτός/ή δεν αποτελεί μέλος της οικογένειας. Επιπρόσθετα, και προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της περί του σύννομου και της επαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, η κα Αχιλλέως παραπέμπει στην απόφαση Α/Α 21-01-20/16 της Ειδικής Επιτροπής (παράρτημα 6 στην ένσταση), η οποία συστάθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και τους καθ’ ων η αίτηση για την εξέταση εξειδικευμένων περιπτώσεων και σύμφωνα με την οποία, χωρίς εκδομένο διαζύγιο ή χωρίς κατατεθειμένη αίτηση διαζυγίου στο αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο, δεν μπορεί να εξαιρεθεί η εξέταση συζύγου, έστω και εάν βρίσκονται σε διάσταση.

 

Έχω εξετάσει την επίδικη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησής της. Σε άμεση δε συνάρτηση, αναπτύσσονται και οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και εμφιλοχωρήσασας πλάνης.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Τόσο στην αρχική απορριπτική απόφαση, όσο και στην επίδικη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 24.6.2021, αποκαλύπτεται με σαφήνεια ο λόγος απόρριψης της αίτησης του αιτητή: η αίτηση απορρίφθηκε, καθότι διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν είχε προσκομίσει όλα τα απαραίτητα παραστατικά, τα οποία απαιτούνταν για την αξιολόγηση της αίτησής του και πιο συγκεκριμένα, το έντυπο Β για την εν διαστάσει σύζυγό του, κα Τ.Π., η οποία ως συνδανειολήπτρια είναι Εξεταζόμενο Άτομο, σύμφωνα με το πιο πάνω νομοθετικό/κανονιστικό πλαίσιο. Παρομοίως, για τον ίδιο λόγο απορρίφθηκε και η ένσταση του αιτητή, καθότι δεν προσκομίστηκαν από τον αιτητή τα απαραίτητα πιστοποιητικά που απαιτούνταν για να καταστεί δυνατή η εξέταση της αίτησής του, με αποτέλεσμα να μην έχουν διαφοροποιηθεί τα δεδομένα που υπήρχαν κατά το χρόνο λήψης της αρχικής απορριπτικής απόφασης. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 4 της Κ.Δ.Π. 226/2019, κάθε αίτηση υποβάλλεται από τον δικαιούχο και πρέπει να είναι πλήρως συμπληρωμένη και να συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα παραστατικά που ορίζονται σ’ αυτήν. Θωρείται δε η αίτηση υποβληθείσα για τους σκοπούς του Σχεδίου, μόνο εφόσον συμπληρωθεί πλήρως και συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα παραστατικά που καθορίζονται στον Πίνακα του Διατάγματος. Παρατηρώ δε ότι στον εν λόγω Πίνακα και δη στην πρώτη σελίδα του εντύπου με τίτλο «ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ», αναφέρεται ότι η Αίτηση αποτελείται και από το Έντυπο Β, το οποίο θεωρείται απαραίτητο παραστατικό για την υποβολή και αξιολόγηση αίτησης, ως αυτής του αιτητή, και το οποίο θα έπρεπε να συμπληρωθεί και για την κα Τ. Π., ως ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ υπό την ιδιότητά της ως συνδανειολήπτριας: ήταν δε, σύμφωνα με τις διατάξεις της Κ.Δ.Π. 226/2019, υποχρέωση του ίδιου του αιτητή να εξασφαλίσει και να προσκομίσει το εν λόγω Έντυπο συμπληρωμένο μαζί με την αίτησή του, κάτι ωστόσο που δεν έπραξε.

 

Επιπρόσθετα, διαπιστώνω ότι η παρούσα αποτελεί κλασσική περίπτωση αιτιολογίας, η οποία συμπληρώνεται επαρκώς από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), αλλά και την πάγια επί του θέματος νομολογία (Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371), η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης μπορεί να συμπληρωθεί, και όντως εδώ συμπληρώνεται, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, κατά τρόπο που να προκύπτει με σαφήνεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 342) και να καθίσταται εντέλει ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου  (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, στα οποία με παρέπεμψε και η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, οι τελευταίοι εξέτασαν ενδελεχώς το αίτημα του αιτητή και, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, αποφάσισαν την απόρριψή του, αιτιολογώντας δεόντως και/ή με επάρκεια την απόφασή τους. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο Έντυπο Αξιολόγησης της Ένστασης του αιτητή, ημερομηνίας 3.3.2021 (παράρτημα 7 στο δικόγραφο της ένστασης), σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου (παράγραφος 2.8), ακόμα και σε περιπτώσεις χωρισμένου ζεύγους, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις για ένταξη στο Σχέδιο θα πρέπει να πληρούνται και από τους δύο ξεχωριστά, εφόσον ο/η πρώην σύζυγος είναι συνιδιοκτήτης η συνδανειολήπτης. Συνεπώς, όπως καταγράφεται στο Έντυπο Αξιολόγησης της Ένστασης, ήταν απαραίτητη για την εξέταση της αίτησης η υπό του αιτητή υποβολή του Έντυπου Β και για την κα Τ. Π., κάτι όμως που δεν έγινε, καθότι ως ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε, δεν μπορούσε να το προσκομίσει, λέγοντας ότι είναι σε διάσταση από το 2011 και ότι η κα Π. είχε εγκαταλείψει την Κύπρο και δεν έχουν οποιαδήποτε επαφή. Ωστόσο, ο αιτητής είχε την ευθύνη να προσκομίσει τα απαιτούμενα στοιχεία/πιστοποιητικά προς υποστήριξη της αίτησης και/ή της ένστασής του. Συναφώς, όπως αναφέρεται στις πρόνοιες και/ή όρους του Σχεδίου, στους οποίους με παρέπεμψε η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση και επί των οποίων στηρίχθηκε η απόφαση, ο αιτητής, στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο Εστία, συμπληρώνει και υποβάλλει την αίτηση μαζί με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα και πληροφορίες, σύμφωνα με τον όρο 5.1. του Σχεδίου. Εν πάση δε περιπτώσει, δεν αποτελεί ευθύνη της Διοίκησης η αναζήτηση των δεδομένων και των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για εξέταση υποβληθεισών αιτήσεων, ως αυτής του αιτητή (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 110)

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Οδηγό Συμπλήρωσης της Αίτησης για Ένταξη στο Σχέδιο Εστία (παράρτημα 5 στην ένσταση), στον οποίο με παρέπεμψε η κα Αχιλλέως, ως σύζυγος θα πρέπει να αναφέρεται το άτομο που είχε αυτή την ιδιότητα μέχρι τις 30.9.2017. Η δε προσκόμιση των στοιχείων και παραστατικών του συζύγου, σύμφωνα πάντα με τον Οδηγό, δεν απαιτείται μόνον στις περιπτώσεις ζευγαριών που εξασφάλισαν διαζύγιο πριν τις 30.9.2017 και ο/η σύζυγος δεν είναι ούτε συνιδιοκτήτης ούτε συνδανειολήπτης, εφόσον αυτός/ή δεν αποτελεί μέλος της οικογένειας.

 

Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η Απόφαση Α/Α 21-01-20/16 της Ειδικής Επιτροπής, η οποία συστάθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και τους Καθ’ ων η Αίτηση για την εξέταση εξειδικευμένων περιπτώσεων. Σύμφωνα με την εν λόγω Απόφαση (παράρτημα 6 στο δικόγραφο της ένστασης), η οποία ρυθμίζει την περίπτωση εξεταζόμενου ατόμου που βρίσκεται σε διάσταση με τον/την σύζυγό του/της που δεν συνεργάζεται για συμπλήρωση στοιχείων, χωρίς εκδομένο διαζύγιο ή χωρίς αίτηση διαζυγίου κατατεθειμένη στο αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο, δεν μπορεί να εξαιρεθεί η εξέταση συζύγου, έστω και εάν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση.

 

Από όλα τα πιο πάνω, τα οποία ήσαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση και λήφθηκαν υπόψη, προκύπτει με την απαιτούμενη επάρκεια η αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του δικαστικού ελέγχου (Φράγκου, ανωτέρω). Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης». Με άλλα λόγια, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Πρέπει να εκτίθενται σε αυτήν οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και να παρατίθενται τα κριτήρια με βάση τα οποία λήφθηκε η εν λόγω απόφαση, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

Δεν εντοπίζεται κενό αιτιολόγησης, όπως και δεν εντοπίζεται κενό έρευνας. Στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, προκύπτει με επάρκεια η διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, έχοντας ενώπιον τους το σύνολο των προαναφερθέντων, περιλαμβανομένου βεβαίως και του ισχυρισμού του αιτητή αναφορικά με την αδυναμία του να προσκομίσει τα ζητηθέντα, ενήργησαν εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, ούτως ώστε να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της Διοίκησης, ούτε προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, εφόσον κρίνει ότι η έρευνα, την οποία διενήργησε το διοικητικό όργανο, ήταν σε κάθε περίπτωση επαρκής. Επαρκής θεωρείται η έρευνα εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Η δε έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Ράφτης ν Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Χουλιώτης ν Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 524). Το κατά πόσον μια έρευνα είναι ή όχι επαρκής είναι θέμα γεγονότων και συνεπώς κρίνεται στη βάση των εκάστοτε ενώπιον του Δικαστηρίου περιστατικών (Χρίστος Ηροδότου ν Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220). Το ουσιώδες που εξετάζεται σε κάθε περίπτωση, είναι το κατά πόσον έχει ερευνηθεί κάθε πτυχή του θέματος που τείνει να αποκαλύψει το διερευνώμενο γεγονός (Ευαγόρας Νικολαΐδης και Άλλοι ν. Δρα. Μιχαλάκη Μηνά και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 321). Συναφώς, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν εξετάζει, ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα, ούτε βεβαίως και υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης, αλλά η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στην εξέταση τυχόν πλάνης περί τα πράγματα, κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας και έλλειψης αιτιολογίας (Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 140/2013, ημερ. 8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:C147, Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατία κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, LELLA KENTONIS INVESTMENT CO LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/10 κ.α., ημερ, 21.12.2016, Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α., Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017, η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.

 

Ενόψει των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, η έρευνα των καθ’ ων η αίτηση κρίνεται επαρκής και δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας, αλλ’ ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Τέλος, ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι στερείται ερείσματος και ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, αλλά και ο ισχυρισμός περί υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας. Δεν έχει καταδειχθεί, με αναφορά βεβαίως σε άλλες, συγκεκριμένες, παρόμοιες περιπτώσεις, πού έγκειται η κατ’ ισχυρισμόν δυσμενής διάκριση και άνιση μεταχείριση του αιτητή, με αποτέλεσμα ο εν λόγω ισχυρισμός να παραμένει μετέωρος.

 

Περαιτέρω, και δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου που διέπει την υπό κρίση περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Έχει δε η εν λόγω αρχή συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει και εν προκειμένω (βλ. και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, επισημάνθηκε ότι οι έννοιες της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης, ως γενικές από τη φύση τους αρχές, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους, ενώ στην Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19.12.2013, λέχθηκε περαιτέρω ότι θα πρέπει να υπάρχουν «συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημιά του πολίτη» (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην HERMES AIRPORTS LTD ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υποθ. Αρ. 1123/2015, ημερ. 14.10.2021).

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ορθή και σύννομη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και, συνακόλουθα, δε χωρεί παρέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο